MIA ZΩNTANH IΣTOPIA 1 (Μερος Α)
MIA ZΩNTANH IΣTOPIA
O π. Aυγουστίνος Kαντιώτης στην Kοζάνη
Eκδόσεις: Aνδρονίκη Π. Kαπλάνογλου Σμύρνης 10 KOZANH τηλ. 24610-25139, 24610-26668 κιν. 6974931881
Kεντρική διάθεση: Bιβλιοπωλείο «Έλαφος» Bασ. Γεωργίου 10 ΦΛΩPINA τηλ. 23850-28868
Eπιμέλεια εξωφύλλου: Παντελής Π. Kαπλάνογλου
Αφιερωμένο στον άνθρωπο της ζωντανής πίστεως, της δυνατής αγάπης, των χριστιανικών έργων, των υψηλών αγώνων, των μεγάλων θυσιών. Στον ακατάβλητο μαχητή της Ορθοδοξίας και του Ελληνικού έθνους. Στον σεβαστό μου πνευματικό πατέρα, τον επίσκοπο Φλωρίνης Αυγουστίνο Ν. Καντιώτη, που μου έδειξε με λόγια και με έργα τον δρόμο του Χριστού, δρόμο θυσίας, αγώνων και προσφοράς.
Α.Π.Κ. Κοζάνη τη 15-6-2003
ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ (σύντομος διάλογος με τον π. Αυγουστίνο σήμερα) -Γέροντα, αν είχατε τώρα μπροστά σας τους Κοζανίτες, τί θα τους λέγατε; -Να περιγράψουν τις ημέρες εκείνες και να φυλάξουν την πίστη τους. -Πως τους χαρακτηρίζετε σαν ανθρώπους; -Ευγενείς. -Κατά τα άλλα; -Είναι όπως όλοι οι άνθρωποι.
ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Μια ιστορία από έναν κήρυκα του θείου λόγου, από έναν απεσταλμένο του Θεού, στην πρωτεύουσα της Δυτικής Μακεδονίας. Μια ζωντανή ιστορία ενός μεγάλου εκκλησιαστικού ηγέτου και εθνικού ευεργέτου της Κοζάνης, που εκτυλίχθηκε τα μαύρα χρόνια της Κατοχής. Μια ιστορία που δεν λησμονείται από τον λαό της Δυτικής Μακεδονίας, στο πέρασμα των ετών. Με ευγνωμοσύνη και σεβασμό στέκεται δίπλα στο ταπεινό όργανο της βουλής του Θεού, που ως άγγελος Θεού ήρθε στην πόλι, τις πιο δύσκολες στιγμές του πολέμου. Τότε, που η μπότα των Γερμανών καταπατούσε τα Ελληνικά εδάφη, αποδεκάτιζε τον πληθυσμό της Μακεδονικής γης, κατέκαιε τα χωριά της Πατρίδος. Τότε, που η μαύρη αγορά ωργίαζε, η πείνα, οι αρρώστιες και ο θάνατος άπλωναν απειλητικά τα μαύρα φτερά τους πάνω από την πόλι της Κοζάνης. Τότε, που «όλα τα’ σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά», ο π. Αυγουστίνος Ν. Καντιώτης στάθηκε όρθιος. Έγινε φύλακας άγγελος της πόλεως, έγινε προστάτης των πτωχών και αδυνάτων. Έγινε στοργικός πατέρας των προσφύγων και ορφανών. Πάλεψε με τους μαυραγορίτες και τους ασπλάχνους πλουσίους. Έγινε το ξυπνητήρι τους. Συκοφαντήθηκε και διαβλήθηκε. Έφτασε πολλές φορές μέχρι τα Γερμανικά αποσπάσματα, αλλά το χέρι του Θεού τον έσωζε. Ύψωσε την σημαία της πίστεως και της αγάπης. Πάλεψε στήθος με στήθος με τον κατακτητή. Και νίκησε. Μια ολοζώντανη ιστορία του Γέροντος επισκόπου της Φλωρίνης, που και στα 97 του χρόνια με συγκίνησι θυμάται την Κοζάνη και τους ανθρώπους της. Μια ζωντανή ιστορία, μιας ολοζώντανης μορφής, που έπαιζε κορώνα γράμματα την ζωή του, και όμως έφθασε σε βαθύ γήρας και παραμένει στην Στρατευόμενη Εκκλησία, για να διαλαλεί την δόξα του Θεού. Μια ζωντανή ιστορία, που την διηγείται ο ίδιος ο π. Αυγουστίνος. Τα λόγια του, που παραθέτω στην συνέχεια αυτούσια, είναι άλλοτε από κηρύγματα του άμβωνος, που δείχνουν την δύναμη της αγάπης, άλλοτε από μαθήματα αγιογραφικών κύκλων, ανδρών, που δείχνουν τις θυσίες των εκλεκτών του συνεργατών, τους αφανείς εκείνους ήρωες της πίστεως και της πατρίδος, που σε χρόνια δύσκολα στάθηκαν δίπλα του και προσέφεραν τεράστιο κοινωνικό έργο, και άλλοτε σε ιεραποστολικές συγκεντρώσεις γυναικών, όπου διδάσκει την ενεργό αγάπη ενός λαού, που με την βοήθεια του Θεού, έσωσε από τον θάνατο της πείνας πολλές ψυχές. Εκεί όμως που απολαμβάνει κανείς τις διηγήσεις του Γέροντος, είναι στις Κατασκηνώσεις της Μητροπόλεώς του. Έχοντας γύρω του συγκεντρωμένα όλα τα στελέχη στο κιόσκι, στρώνει πνευματική τράπεζα, με ποικιλία εδεσμάτων. Συνοδευόμενος πάντοτε από τον π. Ιερόθεο Κοκονό, τον πνευματικό πατέρα της Κατασκηνώσεως, δίνει συμβουλές πολύτιμες, απαντά σε απορίες στελεχών, κάνει ο ίδιος ερωτήσεις για να μας δώσει αφορμή και να ελέγξει τις γνώσεις μας. Παιδαγωγός θαυμάσιος, ποικίλλει την τροφή στην πνευματική τράπεζα, με διάφορες ιστορίες και ανέκδοτα, πολύ διδακτικά. Ανοίγει το βιβλίο των αναμνήσεών του και διηγείται ζωντανές ιστορίες από την περιπετειώδη ζωή του προς δόξαν του Θεού. Ένα μέρος αυτής της ζωντανής ιστορίας του π. Αυγουστίνου, που φυλάσσεται αυτούσια σε κασέττες και έχει σχέση με την Κοζάνη, θα παραθέσω απομαγνητοφωνημένο στο πρώτο μέρος του βιβλίο. Αντλώ από όλες τις πηγές, όπου και εάν την βρώ, για να κάνω κοινωνούς της πνευματικής τραπέζης και άλλους που εκτιμούν τον π. Αυγουστίνο και θα είχαν την επιθυμία να ακούσουν από το στόμα του θαυμαστές διηγήσεις. Στην πνευματική αυτή τράπεζα είναι καλεσμένοι όλοι, και ιδιαίτερα ο λαός της Κοζάνης, που έμεινε δίπλα του σ’ όλη την περιπετειώδη ζωή του. Ο π. Αυγουστίνος έγινε ποιμενάρχης της Φλώρινας και αγαπήθηκε από τον ποίμνιό του, αλλά παρέμεινε και πνευματικός πατέρας της Κοζάνης. Με ευγνωμοσύνη ο λαός της Κοζάνης αναφέρει το όνομά του και εκείνος το γνωρίζει. Όταν κάποτε του είπα πως εκφράζονται γι’ αυτόν οι Κοζανίτες, απήντησε… – Έ! Το ξέρω, ότι η Κοζάνη με αγαπά. Άς δοξάσωμε, λοιπόν, τον Θεό, για τον εργάτη αυτό του Ευαγγελίου και ας ακούσωμε, στην συνέχεια, τι έχει να μας διηγηθεί ο Γέροντας.
Πρέπει να γνωρίζετε…
Πρέπει να γνωρίζετε εσείς οι νεώτεροι – γιατί οι παλαιότεροι το γνωρίζουν-, ότι εγώ είμαι σε δράση από το 1935. Συμπληρώνονται 60 χρόνια. Τότε όχι μόνο εσείς αλλά και οι γονείς σας ήταν αγέννητοι. Έχω κάποια ιστορία. Είμαι «σημείον αντιλεγόμενον». Άλλοι μας κατακρίνουν, μας υβρίζουν και μας μισούν, και άλλοι μας αγαπούν. Δεν με λένε ούτε Αυγουστίνο, ούτε σεβασμιώτατο, άλλα «Καντιώτη», με λαϊκή έκφραση. Είπε ο Χριστός… «Ουαί όταν καλώς υμάς είπωσι πάντες οι άνθρωποι» Αν σας πουν όλοι οι άνθρωποι «εύγε εύγε», τότε θ’ ανήκετε σ’ ένα «κόμμα» που είναι γνωστό ως «Ο.Φ.Α.». Αυτά είναι τα αρχικά γράμματα ενός «κόμματος», στο οποίο ανήκουν οι περισσότεροι Έλληνες. «Ο.Φ.Α.» σημαίνει «Όπου Φυσά ο Άνεμος». Αυτό είναι το κόμμα. Ούτε δημοκρατία, ούτε βασιλεία, ούτε σοσιαλισμός, ούτε κομμουνισμός, ούτε κανείς. Είδατε τον ανεμοδείκτη; Γυρίζει όπου φυσά ο άνεμος. Εμείς δεν ανήκουμε στο κόμμα «Ο.Φ.Α.». Το έχουμε δηλώσει κατ’ επανάληψιν, όχι μόνο δια λόγου αλλά και δια πράξεων. Ανήκουμε στην Ελλάδα, και παραπάνω από την Ελλάδα ανήκουμε στο Χριστό. Αυτή είναι η ιδεολογία μας.
Βιβλίο των αναμνήσεων
Υπάρχουν στιγμές που η ανθρώπινη γλώσσα αδυνατεί να εκφράσει τα όσα αισθάνεται η καρδία. Μια τοιαύτη στιγμή είναι και η παρούσα. Και μόνον το γεγονός ότι ευρίσκομαι εις τον ιστορικόν τούτον ναόν του Αγίου Νικολάου της προσφιλεστάτης μου Κοζάνης, με συγκλονίζει. Τι πρώτον και τι δεύτερον να ενθυμηθώ κατά την συγκινητικήν αυτήν στιγμήν; Οι παλαιότεροι ενθυμούνται ζωηρά τις τραγικές εκείνες ημέρες, κατά τις οποίες η πατρίς και ιδιαιτέρως η Μακεδονία, εσταυρώνετο υπό των διαφόρων εχθρών του γένους. Διά τους νεωτέρους ας επιτραπεί να κάνωμεν μίαν σύντομον αναδρομήν εις το παρελθόν (Άγιος Νικόλαος Κοζάνης 1967).
Θα σας ομιλήσω. Λίγα λόγια θα σας πω, από το βιβλίο των αναμνήσεών μου. Εσείς οι νεώτεροι δεν έχετε αναμνήσεις, εγώ έχω. Αυτό και καλό και κακό είναι. Πενηνταπέντε τώρα χρόνια υπηρετώ γένος και Εκκλησία. Ιδιαίτερα συγκίνηση αισθάνομαι που ευρίσκομαι προ εκλεκτής ομηγύρεως, εκλεκτών αξιωματικών του Ελληνικού στρατού και των τριών όπλων. Συγκινούμαι ιδιαιτέρως που σας βλέπω, διότι με κάνετε να ενθυμηθώ το παρελθόν μου. Για μετρήστε… προ 45 χρόνια εδώ ευρισκόμουν, σ’ αυτή τη γωνία του Ελληνισμού. Σε ημέρες σκληρές, που ο Ελληνικός στρατός διεξήγαγε έναν τιτάνιο αγώνα υπέρ της ελευθερίας και ακεραιότητος της Μακεδονίας μας. Τότε και εγώ επεστρατεύθην και υπηρέτησα τρία ολόκληρα χρόνια ως στρατιωτικός ιερεύς της περιφερείας, κατ’ αρχάς μεν της 15ης Μεραρχίας και μετά του Β΄Σώματος Στρατού, που είχε έδρα την Κοζάνη. Τα υψώματα αυτά, όπου έγιναν οι περίφημες ιστορικές μάχες, όλα τα έχουμε ανεβεί, νεότατοι… Επειδή σας είπα ότι θα ανοίξω το βιβλίο των αναμνήσεών μου, θα σας πω δυο –τρεις αναμνήσεις και θα τελειώσω.
Ταπεινόν όργανο της βουλής του Θεού
Διατελώ υπό το κράτος βαθείας συγκινήσεως, η γλώσσα η ανθρώπινη δεν μπορεί να εκφράσει τα αισθήματά μου. Μετρήστε με τα δάχτυλα… πάνε 50 χρόνια από τότε, που σε ημέρες σκληρές, σε ημέρες κατά τις οποίες το έθνος μας εδοκιμάζετο σκληρώς από την απαισίας μνήμης Κατοχήν, τόσον τωνΓερμανών όσο και των Ιταλών, και πολύ περισσότερο των Βουλγάρων, όπως αι ακριτικαί περιφέρειαι, τότε και εγώ ευρέθην εις την πόλιν της Κοζάνης. Εδώ η δυστυχία ήτο πολύ μεγάλη. Απέραντη ήτο η δυστυχία… και διωγμός, και φυλακές, και καταδιώξεις καθημερινές. Το πρωΐ δεν ήξερες αν θα βραδιάσεις και το βράδυ δεν ήξερες αν θα ξημερώσεις. Η ζωή του ανθρώπου δεν είχε πλέον καμμία αξία. Σ’ αυτές τις ημέρες μας εβοήθησε ο Θεός και έγινε θαύμα. Θαύμα χαρακτηρίζω εγώ το γεγονός των συσσιτίων. Στην πρόσκλησι του ιεροκήρυκος της εκκλησίας, ο πτωχός αυτός λαός ήνοιξε τα βαλάντιά του και μας έδωκε και μας έδωκε… Και άρχισαν τα συσσίτια κατ’ αρχάς από 50 μερίδες και έγιναν κατόπιν 8.000 μερίδες. Το ρυάκιον έγινε Αχελώος, μεγάλος ποταμός. Ευλογώ τον Θεόν, διότι με ηξίωσε να είμαι ταπεινόν όργανον της βουλής του κατά τα έτη εκείνα. Και ευλογώ τον Θεόν ακόμα, διότι εδώ όχι άπαξ αλλά πολλάκις εκινδύνευσα να εκτελεσθώ, αλλά η χάρις του Θεού και αι πρεσβείαι του αγίου Νικολάου με έσωσαν.
Θαύμα του αγίου Νικολάου
… Θα σας διηγηθώ ένα θαύμα. Πότε έγινε; Έγινε στην Κοζάνη το 1944, στα χρόνια εκείνα, τα φοβερά χρόνια της σκλαβιάς του έθνους μας. Κακοί τότε και διεφθαρμένοι άνθρωποι, συνεργαζόμενοι με τη Γερμανική εξουσία, έπιασαν παρακαλώ εκατό και πλέον ανθρώπους και τους έρριξαν στη φυλακή. Και έγινε κλάμα και θρήνος στην πόλι. Γυναίκες, αντρες και παιδιά κλαίγανε γιατί ήταν πλέον βεβαία η εκτέλεσή τους. Ξημέρωσε στην Κοζάνη, την πόλι του αγίου Νικολάου, που έχει πολιούχο τον άγιο Νικόλαο. Ξημέρωσε πολύ λυπηρά η ημέρα της εορτής του. Οι καμπάνες του Αγίου Νικολάου χτυπούσαν λυπητερά, σα να ήταν Μεγάλη Παρασκευή. Ήμουν τότε, με αξίωσε ο Θεός να είμαι, ιεροκήρυξ Κοζάνης. Ανέβηκα στον άμβωνα γεμάτος δάκρυα και είπα… «Σήμερα ο άγιος Νικόλαος δεν εορτάζει. Πέστε στα γόνατα, πέστε στα γόνατα μικροί και μεγάλοι, και παρακαλέστε τον άγιο να κάνει το θαύμα…». Και το έκανε το θαύμα ο άγιος. Το βράδυ τους ελευθέρωσαν! Με τη βοήθεια του Θεού ήκουσαν οι άθεοι και οι άπιστοι και άνοιξαν τας φυλακάς και ελευθερώθηκαν οι κάτοικοι. Πολλά θαύματα είδε η Κοζάνη από τον άγιο Νικόλαο, αλλά το σπουδαιότερον απ’ όλα είναι τα συσσίτια. Υπηρετούσαν στα συσσίτια αυτά 200 άτομα. Γυναίκες και μικρά παιδιά ακόμη. Ερχότανε από το πρωΐ, από όρθρου βαθέως, ως άλλες Μυροφόρες γυναίκες, δια να υπηρετήσουν δωρεάν παρακαλώ εις την Εστίαν. Άς είναι, λοιπόν, αιωνία η μνήμη τους. Και ευχόμεθα στον Θεόν να μη συμβούν άλλοτε τοιαύτα θλιβερά γεγονότα, και η δοκιμασθείσα μικρά και ένδοξος πατρίς μας να είναι πάντοτε εν ειρήνη, και εν αγάπη και εν ομονοία να διέλθωμεν τας ημέρας της ζωής μας. Αμήν.
Σύντομη αναδρομή στο παρελθόν
Το 1943 πήρα εντολή να έλθω ως ιεροκήρυξ εις την πόλι της Κοζάνης, εις αντικατάστασιν του αειμνήστου εθνομάρτυρος ιεροκήρυκος Ιωακείμ Λιούλια, του οποίου, επ’ ευκαιρία λέγω, θα έπρεπε να είχε στηθεί προτομή εις την γενέτειράν του, το χωρίον Κρόκος. Ο τότε ιεράρχης ευρίσκετο εις τα όρη. Κράτος δεν υπήρχε. Η πόλις ετρομοκρατείτο. Η ύπαιθρος εκαίετο από τις ορδές των Ούννων. Χιλιάδες χωρικών κατέφυγον εις την πόλιν. Ο κίνδυνος δια την επιβίωσιν της φυλής ήτο μέγας. Πειναλέος λαός περιεφέρετο εις την πόλιν.
Εστία συσσιτίων
Από του άμβωνος αυτού του ναού ως ιεροκήρυξ απηύθυνα δραματικήν έκκλησιν προς τους κατοίκους της πόλεως. Έρριψα το σύνθημα… Κανείς να μη αποθάνει εκ πείνης. Εάν θέλετε, είπα να έχετε την ευλογία του ουρανού και την προστασία του αγίου Νικολάου, να πάτε εις τα σπίτια σας και από ό,τι έχετε εις τρόφιμα, τα μισά να τα φέρετε εις το γκαράζ, όπου θα αρχίσει να λειτουργεί συσσίτιο. Να τα φέρετε αύριο το πρωΐ. Η επομένη ημέρα ήτο μια από τις πλέον συγκινητικές ημέρες τις οποίες έζησα ως ιεροκήρυκας. Μια μεγάλη ουρά λαού εσχηματίσθη έξω από το γκαράζ. Καθένας έφερε προθύμως την μερίδα της αγάπης του. Εκλεκτοί νέοι μέχρι της δύσεως του ηλίου παρελάμβαναν και εζύγιζαν τα τρόφιμα. Έτσι άρχισε η Εστία των συσσιτίων. Εκ του μηδενός. Με την πρόθυμον προσφοράν του λαού, η Εστία άρχισε, ηύξανε τις μερίδες του συσσιτίου και έφθασε τις 8.000 μερίδες. Επισκεφθείς την πόλι Ελβετός εκπρόσωπος του Ερυθρού Σταυρού έμεινε κατάπληκτος δια την ευγένεια και τον πλούτο των αισθημάτων του λαού της Κοζάνης. Η Κοζάνη απεδεικνύετο αξία της χριστιανικής της παραδόσεως και εδικαίωνε τον έπαινον, τον οποίον έπλεξε δι’ αυτήν ο αείμνηστος ιεράρχης αυτής Φώτιος, ο οποίος, προσφωνών κατά την ημέραν της απελευθερώσεως της πόλεως τον αείμνηστον στρατηλάτην Κωνσταντίνο, είπε… -«Εφθάσατε, υψηλότατε, εις Κοζάνη, τον καθαρόν τούτο και αμιγή ελληνικό παράδεισο της Μακεδονίας».
Το ρυάκι έγινε ποταμός
Ο προφορικός λόγος του π. Αυγουστίνου, που έβγαινε πύρινος από τον άμβωνα, το γραπτό του κήρυγμα, «Το Σπίτι του Φτωχού», που κυκλοφορούσε τότε παρ’ όλη την έλλειψη χάρτου, και το άγιο παράδειγμά του ήταν οι βασικότεροι παράγοντες που δημιούργησαν αυτό το θαύμα. Οι τίτλοι των φυλλαδίων της Εστίας Συσσιτίων, στο πέρασμα των ετών, ως αψευδείς μάρτυρες μιλούν για το θαύμα.
Ποιοι οι πόροι της Εστίας
Μόνον τον αριθμό των μερίδων να σκεφθεί κανείς και μάλιστα την περίοδο της Κατοχής, μένει εκστατικός. Μέσα στην πείνα, που οι γονείς δεν εύρισκαν ένα κομμάτι ψωμί για να συγκρατήσουν στην ζωή το παιδί τους, η Εστία του π. Αυγουστίνου έφτασε σε 8.150 πιάτα ημερησίως! Πως συγκεντρώνονταν τα υλικά και τα ξύλα για τις 8.150 μερίδες! Ο π. Κωνσταντίνος Γαζής, στην τράπεζα, που έγινε εις μνημόσυνο των συνεργατών της Εστίας στις 24-10-1994, λέγει… «Ορθοδοξία και φιλοπατρία. Αυτό ήταν το άσμα του Γέροντος, όταν πηγαίναμε στα χωριά με αυτοκίνητα, εκ των οποίων και του αγαπητού Θύμιου. Ο π. Αυγουστίνος επάνω στα πεζούλια έβγαζε λόγο και καλούσε τους χωρικούς να προσφέρουν για το άρρωστο παιδί, για τον πτωχό άνθρωπο και για εκείνον που έχει ανάγκη στην Εστία. Αυτό το πράγμα με συγκινούσε τότε και με συνήρπαζε σαν φοιτητή…». Και ο κ. Βουζιάνας, μιλώντας για το ίδιο θέμα, έλεγε… «Βεβαίως είναι θαύμα η Εστία. Έσωσε κόσμο και κοσμάκη. Εάν δεν υπήρχε αυτή, θα είχαμε πολλά θύματα. Είναι για μένα ανεπανάληπτο το έργο αυτό. Δεν είναι μικρό πράγμα στην Κατοχή, που ανοίγαμε τόσο το μάτι για να δούμε ένα κομμάτι ψωμί, να δίνεις 8.000 πιάτα φαγητό, ημερησίως χωρίς να πληρώνεις τίποτε σε κανέναν! Με τα λόγια μόνο, που έλεγε στην εκκλησία ο Αυγουστίνος, έρχονταν ο κόσμος και κουβαλούσε συνέχεια! Και όλοι τρέχαν για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ανιδιοτελώς, χωρίς να πάρει κανείς το παραμικρό!». Ο ΒΕΓΚΕΡ φίλος της Εστίας Ο Ερυθρός Σταυρός, βλέποντας το τεράστιο φιλανθρωπικό έργο της Εστίας στην Κοζάνη, την ανιδιοτέλεια των μελών της, έχοντας προπαντός πλήρη εμπιστοσύνη στον εμπνευστή και καθοδηγητή και πνευματικό πατέρα της Εστίας π. Αυγουστίνο Καντιώτη, γίνεται φίλος της Εστίας. Στο «ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΦΤΩΧΟΥ», στο φύλλο 8, στις 10 Ιουνίου 1944, μνημονεύεται η πρώτη επίσκεψη του κ. Βέγκερ και γράφει…
«ΕΠΙΣΗΜΟΙ ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ
Την 5ην Ιουνίου την Εστίαν κατά την ώραν της διανομής του φαγητού επεσκέφθη ο ευγενής εντεταλμένος του Ερυθρού Σταυρού κ. ΒΕΓΚΕΡ μετά του διερμηνέως του και του τμηματάρχου του Ερυθρού Σταυρού κ. Καρνασιώτου. Παρακολούθησε την διανομήν, είδε τους γέροντας και τα παιδιά, ηρώτησε και έλαβε διαφόρους πληροφορίας περί του τρόπου της λειτουργίας της Εστίας και υπεσχέθη την θερμήν υποστήριξιν. Συνοψίζων δε τας εντυπώσεις ο φιλλέλην ούτος είπεν… “Εδώ μέσα είναι μια εκκλησία”. Η Εστία μας και πάλιν αισθάνεται την ανάγκην, ίνα εκ μέρους των περιθαλπομένων πτωχών μας εκφράσει τας θερμάς ευχαριστίας προς τον κ. ΒΕΓΚΕΡ, το ευγενές αυτό τέκνον της Ελβετίας, του οποίου το όνομα μιαν ημέραν η Ελλάς θα αναγράψει εις την στήλην των μεγάλων Φιλελλήνων». -Και το «ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΦΤΩΧΟΥ», στο φύλλο 12, στις 13 Αυγούστου 1944, με τίτλο, «ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ ΕΝ ΚΟΖΑΝΗ» (200ασθενείς – νέοι και παιδιά), γράφει: «Είμεθα εις θέσιν να διαπιστώσωμεν, ότι σημαντικός αριθμός παιδιών και νέων παρουσιάζουν όλα τα πρόδρομα σημεία της επαράτου νόσου της φθίσεως, η οποία μαστίζει την Ελληνικήν φυλήν. Υπέρ της νεότητος αυτής πρέπει πάντες να ενδιαφερθώμεν. Ευτυχώς ο Δ. Ε. Σταυρός ίδρυσε εν Θεσσαλονίκη ίδιον παράρτημα δια την προστασίαν της νεότητος. Η δε ιδική μας Εστία δια του ιδιαιτέρου υπομνήματος του ιεροκήρυκός της προς τον ευγενέστατον εντεταλμένον του Ερυθρού Σταυρού και μέγαν φιλέλληνα κ. Βέγκερ επέτυχε, ίνα και εν τη πόλει μας λειτουργήσει κέντρον προστασίας νεότητος υπό την προσωπικήν ευθύνην του ιεροκήρυκος». Τις αποστολές τροφίμων του Ερυθρου Σταυρού από Θεσσαλονίκη, που προορίζονταν για Κοζάνη, βλέπουμε να τις συνοδεύει πάντα ο ίδιος ο π. Αυγουστίνος.
Παραθέτω σχετικά έγγραφα
Έγγραφα του Eρυθρού Σταυρού, που συνόδευαν τις αποστολές. Aίτηση για 10 κιλά ορυκτέλαιο και άδεια εξόδου για την μετακίνησή των φορτηγών. Mετά από αυτές τις αναγκαίες εξηγήσεις, ο π. Aυγουστίνος συνεχίζει την διήγησή του.
Λύσις του κοινωνικού προβλήματος Ήρθε σήμερα κάποιος από την Κοζάνη. Ήτο μικρό παιδί τότε και ενθυμείτο λεπτομέρειες της ζωής μας. Υπήρχε μεγάλη αγωνία τότε. Υπήρχε τόσο μεγάλη πείνα, που τα μικρά πτωχά παιδιά ερχόταν εκεί στο προαύλιο της Εστίας – Εστία Συσσιτίων, έτσι το ονόμασε ο Δήμος, τιμής ένεκεν – και τα έβλεπες σκυμμένα κάτω, σάλιωναν τα δάκτυλά τους και μάζευαν τα ψίχουλα από τα τραπέζια. Τέτοια μεγάλη πείνα υπήρχε. Ενώ τώρα βλέπετε έχουν όλα τ’ αγαθά της γης. Σαρανταπέντε χρόνια πέρασαν, και είχα πει τότε το εξής, το οποίο κατόπιν το βρήκα στον Χρυσόστομο. Είπα: Αν είχα την εξουσία, θα σας υποχρέωνα όλους, με συμφωνητικό, να έχουμε ένα συσσίτιο όλοι μας. Πλην των ασθενών που θα πει ο γιατρός ότι έχουν ανάγκη ιδιαιτέρας περιποιήσεως και ορισμένων άλλων περιπτώσεων, όλοι οι άλλοι θα έχωμεν κοινό συσσίτιο… όλοι ανεξαιρέτως. Θα έχωμεν ρούχα και υποδήματα τα ίδια. Εγώ σας υπόσχομαι ότι 3 χρόνια θα ζήσωμε θαυμάσια εδώ στην Κοζάνη. Τώρα ο ένας τρώει με δέκα στόματα και ο άλλος δεν έχει να φάει. Το σύστημα το κομμουνιστικό – κομμούν θα πει κοινωνία – αλλά ο κομμουνισμός ήταν εκφυλισμός της κοινωνίας.Θέλησαν να κάνουν κοινωνία χωρίς Θεό και την φτιάξανε χωρίς Θεό, και τώρα ομολογεί ο Γκορμπατζώφ, ο οποίος πήρε πλειοψηφία ότι «εναυαγήσαμε ο κομμουνισμός», καθ’ ον χρόνο εδώ ένας δικός μας κομμουνιστής, λέει… «Εγώ τον Λέλιν τον έχω σαν εικόνισμα». Κοινωνία λοιπόν, κοινωνία Θεού. Ο Χρυσόστομος λέει… «Εάν θα ζήσω θα πραγματοποιήσω το όνειρο αυτό. Θα δημιουργήσω μια κοινωνία τέτοια, που θα εξυπηρετεί όλες τις πραγματικές και φυσικές ανάγκες του ανθρώπου». Διότι τώρα δημιουργήθηκε ένας κόσμος περιττών αναγκών. Πρώτα τα επαγγέλματα της ανθρωπότητος ήταν δύο… ήταν ο γεωργός και ο βοσκός. Αυτά τα επαγγέλματα, δυστυχώς, σβήσανε σε μια τεχνουργό εποχή. Εάν είσαι ασκητής βλέπεις τα πράγματα διαφορετικά. Οι ασκηταί φτάσανε 105 ετών. Ζήσανε έτη πολλά, με την άσκηση και χωρίς να έχουν τα αναγκαία. Και εγώ τώρα, εάν έφτασα στα 85 έτη το οφείλω στην έλλειψη παλαιότερα φαγητού. Εάν κοιτάξετε το βιβλίο «Αντίσταση της Αγάπης», ήμουν κάτισχνος, κολυμπούσαν τα ράσα επάνω μου… δεν είχα τότε συσσίτιο. Τραγικαί ημέραι Η Εστία των συσσιτίων ήτο θαύμα, το οποίο επετέλεσεν η αγάπη των κατοίκων της πόλεως. Αλλά φεύ! Εναντίον της Εστίας ξεσηκώθη θύελλα παθών. Θλιβερά ιστορία, ανάξια μνημονεύσεως. Τούτο μόνον λέγομεν ότι ο ιεροκήρυξ διέτρεξε τον έσχατον των κινδύνων. Ισχυροί της ημέρας μας κατεδίωξαν απηνώς, μας κατεβίβασαν εκ του άμβωνος. Αλλ’ ο ευγενής λαός της πόλεως ηγέρθη ως ένας άνθρωπος, και ο ιεροκήρυξ επανήλθε εις τα καθήκοντά του. Περάσαμε τραγικάς ημέρας. Εζήσαμεν το αποστολικό «Καθ’ ημέραν αποθνήσκω» (Α΄Κορ. 15,31). Το πώς εσώθημεν αποτελεί θαύμα, το οποίο αποδίδομεν εις τον άγιον Νικόλαον. Ουδέποτε θα λησμονήσω μιαν φοβεράν νύκτα, κατά την οποία εκινδύνευα να συλληφθώ και να εκτελεσθώ. Αλλ’ εσώθην, διότι ευσεβής κάτοικος της πόλεως, αψηφώντας κάθε κίνδυνο, με ειδοποίησε να εγκαταλείψω την οικίαν εις την οποία διέμενα. Ο γενναίος αυτός άνθρωπος ζει σήμερον εις βαθύτατον γήρας. Πλησιάζει τα 100. Και ασφαλώς ευρίσκεται κατά την ώρα αυτή εν μέσω του εκκλησιάσματος χαίρων και αγαλλόμενος. Της αγάπης αυτού ως και τόσων άλλων εκλεκτών τέκνων της Κοζάνης, οι οποίοι ποικιλοτρόπως με εβοήθησαν εις το έργον, μνησθείη Κύριος ο Θεός».
Ο Κωνσταντίνος Μπόζιος Σώζει από την σύλληψι τον π. Αυγουστίνο Διακόπτοντας για λίγο τις διηγήσεις του γέροντος, θα ήθελα να μνημονεύσω τον γενναίο αυτό Κοζανίτη που, κάτω από την Γερμανική κατοχή, ειδοποίησε τον π. Αυγουστίνο, εν καιρώ νυκτός, για να μη συλληφθεί. Το όνομά του, Κωνσταντίνος Μπόζιος. Ο Θεός τον αξίωσε μετά από 25 χρόνια να χαρεί τον π. Αυγουστίνο και ως επίσκοπο. Αν και η ηλικία του ήταν περασμένη, έφτανε μέχρι την Πτολεμαΐδα, για να ακούσει τα εσπερινά κηρύγματα του Γέροντος που έκανε στην Αγία Τριάδα. Θυμάμαι, μετά από ένα φλογερό κήρυγμα του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου, πήγαμε όλοι οι Κοζανίτες, όπως πάντα συνηθίζαμε, σε ένα οίκημα που νοίκιαζε τότε η Μητρόπολι και χρησιμοποιούσε για επισκοπείο. Ήταν και ο μπαρμπα Μπόζιος μαζί μας. Κάθησε ώσπου να’ ρθει ο π. Αυγουστίνος στην πολυθρόνα του γραφείου. Όταν ήλθε ο επίσκοπος, μόλις τον είδε ο μπαρμπα Κώστας σηκώθηκε για να του δώσει την θέση. Ο π. Αυγουστίνος, χτυπώντας τον ελαφρά στον ώμο, με πολλή αγάπη του είπε… «Κάθησε, δική σου είναι η θέση». Και στην συνέχεια του υποσχέθηκε ότι θα ρθει στην Κοζάνη, όταν γίνει 100 χρονών, για να γιορτάσει την εκατονταετία του. Και πράγματι ήρθε… μόνο που η γιορτή δεν έγινε στη γη, αλλά στους ουρανούς. Ο Κωνσταντίνος Μπόζιος σε ηλικία 100 ετών εκοιμήθη και ο π. Αυγουστίνος παρευρέθει στην νεκρώσιμη ακολουθία και τον προσφώνησε. Ας δούμε πως αφηγείται ο γυιός του μπαρμπα Κώτσιου, ο διδάσκαλος Ιωάννης Μπόζιος, την αυτοθυσία του πατέρα του, μιλώντας μπροστά στον π. Αυγουστίνο… «Να με συγχωρέσεις που στην περιγραφή μου θα σε αποκαλώ “πάτερ Αυγουστίνο”, διότι έτσι σας γνωρίσαμε και έτσι σας ζήσαμε. Ο π. Αυγουστίνος μια Κυριακή στο κήρυγμά του συνέστησε στους γονείς να αγοράσουν βιβλία της κόκκινης βιβλιοθήκης για την μόρφωση των παιδιών. Το να συστήσει ο π. Αυγουστίνος τα βιβλία της κόκκινης βιβλιοθήκης εθεωρήθη ικανόν, ώστε να χαρακτηρισθεί ως κομμουνιστής, και ως τέτοιος να καταγγελθεί στους Γερμανούς. Οι Γερμανοί τον συνέλαβαν και τον έκλεισαν σε μια αποθήκη της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, όπου είχον τα γραφεία, οι ανώτεροι Γερμανοί διοικηταί. Συνεργάται και οπαδοί του π. Αυγουστίνου πήγαν στον διερμηνέα των Γερμανών, που ήτο ο Βασίλειος Ματιάκης, και ζήτησαν να ενεργήσει, για να σωθεί ο π. Αυγουστίνος. Ο Βασίλειος Ματιάκης εφημίζετο για την καλοκαγαθία και φιλοπατρία ως διερμηνεύς των Γερμανών. Έσωσε δε από βέβαιο θάνατο δεκάδες, αν μη εκατοντάδες, Κοζανιτών. Γι’ αυτό ήτο αγαπητός από όλους. Ο διερμηνεύς Ματιάκης έπεισε τους Γερμανούς ότι ο π. Αυγουστίνος είναι πατριώτης και πραγματικός χριστιανός. Πιστεύει στον Χριστόν και την πίστιν του αυτήν ζητά να την μεταδώσει σε όλους τους ανθρώπους. Οι Γερμανοί επείσθησαν και ο π. Αυγουστίνος αφέθη ελεύθερος. Αλλ’ ενώ γλίτωσε από τους Γερμανούς, κινδύνευσε εξ αιτίας της ιδίας κατηγορίας ότι δήθεν ήτο κομμουνιστής, από την Ένοπλη Οργάνωση του Μιχάλαγα, τα μέλη της οποίας απεφάσισαν να τον συλλάβουν και να τον εκτελέσουν ως κομμουνιστήν. Ο π. Αυγουστίνος έμενε εις οικίαν που ευρίσκετο πλησίον του ιερού ναού του Αγίου Δημητρίου, έναντι της οικίας του ιεροψάλτου Στέργιου Πάπιστα. Ήτο Μεγάλη Δευτέρα. Η κυκλοφορία επετρέπετο από τις επτά το πρωΐ μέχρι τις εννέα το βράδυ. Στην οργάνωση του Μιχάλαγα υπηρετούσε ο γείτονάς μου Γεώργιος Ελευθεριάδης, δάσκαλος. Ήτο διευθύνων νους της οργανώσεως. Κάθε βράδυ τον περίμενα και μάθαινα νέα από τον πόλεμο, διότι στην οργάνωση είχαν ραδιόφωνο και άκουγαν Λονδίνο. Εζήτησα να μάθω αν άκουσε τίποτε για τον π. Αυγουστίνο. Με βεβαίωσε πως άκουσε. Με ρωτά… «Πως μπορούμε να τον ειδοποιήσουμε να φύγει από το σπίτι; Πρόκειται να πάνε άνδρες της οργανώσεως να τον συλλάβουν και να τον εκτελέσουν». Θα στείλω τον πατέρα μου», είπα. Πράγματι. Πηγαίνω στο σπίτι μου, ξυπνώ τον πατέρα μου και του λέγω… «Ο πάτερ Αυγουστίνος κινδυνεύει. Πήγαινε να τον ειδοποιήσεις να φύγει απ’ το σπίτι και αύριο θα του εξηγήσω τι συμβαίνει». Ο πατέρας μου παίρνει το κουτί με τις ενέσεις – έκανε τον δήθεν νοσοκόμο – και ακολουθώντας το δημόσιο δρόμο πήγε στο σπίτι του π. Αυγουστίνου και αφού τον ειδοποίησεν επέστρεψεν ικανοποιημένος. Μας είπε δε τα εξής. «Όταν πήγαινα αισθανόμουνα πως κάποιος είναι δίπλα μου. Το μυαλό μου πήγε στον άγιο Νικόλαο. Αυτός με έκανε να βαδίζω με σιγουριά». Ο πατέρας μου ήτο σεβαστός γέρων και είχε καρδιά μικρού παιδιού, έτσι τον χαρακτήρισε ο π. Αυγουστίνος. Την επομένη επισκέφθηκα τον π. Αυγουστίνο και του εξέθεσα τις διαδόσεις και τους φόβους μας. Εις την οικίαν του ήτο ο μακαρίτης Στέργιος Τέγος, ο Γεώργιος Παφίλης, ένας ενωματάρχης και ο Ευθύμιος Καρμαζής, εάν ενθυμούμαι καλώς. Ο πάτερ Αυγουστίνος μου λέει… «Δεν ήρθε κανείς. Η σπιτονοικοκυρά μου, η οποία τρόμαξε με την είδησι του πατέρα σου, ξημέρωσε στο παράθυρο. Δεν είδε ούτε άκουσε να πλησιάζει άνθρωπος. Εγώ όμως έλαβα τα μέτρα μου. Κοιμήθηκα στο σπίτι του Στέργιου Πάπιστα. Του απαντώ… «Πάτερ Αυγουστίνε, είμαστε υποχρεωμένοι να σε ειδοποιήσουμε. Οι μέρες είναι πονηρές και δεν ξέρουμε αν θα ξημερώσουμε ζωντανοί». Ήτο Μεγάλη Τρίτη. Τη Μεγάλη Τετάρτη με συναντά ο Παναγιώτης Πάπιστας, ο γυιός του Στέργιου Πάπιστα, συνταξιούχος εκπαιδευτικός και νυν δεξιός ψάλτης του Αγίου Νικολάου Κοζάνης και μου λέει… «Αργά χθες το βράδυ πήγαν στο σπίτι του πάτερ Αυγουστίνου και τον ζήτησαν δύο ένοπλοι πολίτες». Και με τον Παναγιώτη Πάπιστα πηγαίνω στην Εστία, ανεβαίνω εικοσιπέντε με τριάντα σκαλοπάτια – εκεί ήτο το γραφείο του π. Αυγουστίνου – και μου λέει… « Οι πληροφορίες του κυρίου Ελευθεριάδη απεδείχθησαν σωστές». Δεν μίλησα και έφυγα. Πηγαίνω στα γραφεία της οργανώσεως, με κίνδυνο να χαρακτηρισθώ ως συνεργάτης της οργανώσεως, και γνωρίζω στον Ελευθεριάδη τα συμβάντα. Μου λέει… «Πήγαινε στον πάτερ Αυγουστίνο και πες του ότι έλαβα θέση για τη σωτηρία του». Ο Ελευθεριάδης κατόρθωσε να πείσει όλους τους υπευθύνους της οργανώσεως να μεταβούν στην Εστία, όπου γινόταν η διανομή του συσσιτίου και προ της διανομής του συσσιτίου το κήρυγμα από τον π. Αυγουστίνο. Στην συγκέντρωση αυτή παρακολούθησαν το κήρυγμα οι περισσότεροι αξιωματούχοι και άνδρες της οργανώσεως και διαπίστωσαν, ότι ο π. Αυγουστίνος είναι όχι μόνο ένας μεγάλος πατριώτης αλλά και ένας μεγάλος πατέρας της Εκκλησίας. Έτσι η οργάνωση από άσπονδος εχθρός έγινε υποστηρικτής. Για δευτέρα φορά σώζεται από βέβαιο θάνατο. Επειδή ο π. Αυγουστίνος μοίραζε συσσίτιο στους τρεις χιλιάδες Βουλγάρους αιχμαλώτους, που εστεγάζοντο στα κτίρια των στρατώνων και υπέφεραν από πείνα και αρρώστιες, οι Εαμίτες τον χαρακτήρισαν ως φασίστα, διότι έστελνε και διένεμε συσσίτιο στους φασίστες Βουλγάρους, και θα περνούσε λαϊκό δικαστήριο, η δε καταδίκη του θα ήτο θάνατος. Τη σύλληψι και τη δίκη του π. Αυγουστίνου την ανέτρεψαν οι Κοζανίτες. Και έτσι σώζεται για Τρίτη φορά. Τα γεγονότα αυτά τα ζήσαμε από κοντά και μένουν στη μνήμη μας. Σεβασμιώτατε, το χρέος της σωτηρίας σου εξεπλήρωσες προς τον πατέρα μου, διότι ήρθες στην Κοζάνη και τον συνώδευσες μέχρι την τελευταία κατοικία του. Σεβασμιώτατε, εμείς, ως ταπεινά πνευματικά παιδιά σου, ευχόμεθα υγείαν, μακροζωΐαν για το καλόν της Ορθοδόξου Εκκλησίας και της ανθρωπότητος».
Φοβερά χρόνια Ο π. Αυγουστίνος, περιγράφοντας τις φοβερές εκείνες μέρες, λέει… Εκείνα τα φοβερά χρόνια, που επερίμενα από ώρα σε ώρα να κτυπήσει ο δήμιος την πόρτα μας για να μ’ εκτελέσει και άλλαζα κάθε βράδυ σπίτι – μνησθείη ο Θεός της αγάπης της οικογενείας Παφίλη, που μου συμπαραστάθηκε αμέριστα. Να την αγαπάτε ιδιαιτέρως την οικογένεια αυτή, η οποία σε χρόνια φοβερά και απαίσια μας συμπαραστάθηκε, ως η Πρίσκιλα, στο δράμα του ιεροκήρυκος. Λέγαμε τότε… «Πότε να ξημερώσει». Ξημέρωνε και λέγαμε… «Πότε να βραδιάσει», γιατί εκτελούσαν τους ανθρώπους μέσα στην πλατεία. Περπατούσες στο δρόμο και … μπάμ, κάτω. Δεν είδατε αυτά τα φοβερά πράγματα και δεν ζήσατε εσείς αυτές τις φοβερές ημέρες, που ζήσαμε εμείς οι παλαιότεροι και υπάρχει φόβος να τις ξαναζήσουμε. Και άνδρες και γυναίκες και ιερείς εμαρτύρησαν και εσφάγησαν ως αρνία. Και τώρα ευρίσκονται ενώπιον του θρόνου του Θεού και λένε… «Έως πότε, Κύριε» – έχουν παράπονο – «βραδύνεις και δεν τιμωρείς τους σφαγείς και τους δημίους;». Οι οποίοι δήμιοι σήμερα είναι ελεύθεροι. Σφάξανε 100, 200, 300, 400, 500 Έλληνας, και είναι βουλευταί και αρχηγοί κομμάτων και θέλουν εκ νέου να κυβερνήσουν τον τόπο…
Ποιοι έκαναν αντίσταση;
Θυμούμαι εκεί στην Κοζάνη, το έχω πει νομίζω και άλλοτε, επειδή είχα αναπτύξει κοινωνική δράση, με αγαπούσαν πολύ οι κομμουνισταί διότι όταν ανέβηκαν αυτοί στο βουνό, εγώ εδέχτηκα 500 παιδιά των κομμουνιστών, που πεινούσαν. Ανέβηκαν αυτοί στο βουνό, εξασφάλισαν αυτοί τον εαυτό τους – εμείς κάναμε αντίσταση και δεν κάνανε αυτοί αντίσταση. Πήγαν στο βουνό αυτοί, εξασφάλισαν τον εαυτό τους. Τράβα τώρα κάτω εσύ, Αυγουστίνε, για να σε φωνάζουν κουμμούνα. Γιατί τους ομιλούσες, γιατί το Ευαγγέλιο είναι μια επανάσταση, αλλά επανάσταση εν Χριστώ. Κοινωνία εν Χριστώ, όχι κοινωνία εν διαβόλω. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά μας. Με πιάσανε τότε οι Γερμανοί και με γλύτωσε ο ιερός Χρυσόστομος. Την προηγούμενη μέρα της συλλήψεώς μου, κατά θαυμαστό τρόπο, είχα διαβάσει μια περικοπή του ιερού Χρυσοστόμου που έλεγε… «Τι είμαι μέσα στην κοινωνία εγώ, ένας ιεροκήρυκας, ένας ιερεύς; Μια βρύση είμαι. Και όπως η βρύση τους ποτίζει όλους, έτσι κ’ εγώ μια βρύση είμαι που τρέχει. Πεινάει ο άλλος; Είμαι υποχρεωμένος να τον θρέψω. Η βρύση στο βουνό τρέχει και πίνουν όλοι… και ο λύκος, και το αρνάκι, και ο άγιος, και ο ληστής, και το περιστέρι, και το κοράκι. Η βρύση δεν κάνει καμιά διάκριση. Κ’ εγώ ως ιερεύς βρύση είμαι και ποτίζω, δεν μπορώ να κάνω καμιά διάκριση. Αυτό, λοιπόν, το είπα (κατ’ την απολογία μου) σε έναν καθηγητή πανεπιστημίου, που ήτανε στην Γκε- στά -πο. Εγώ, του λέω, δεν ασχολούμαι με τα πολιτικά. Πεινάνε και τους ταΐζω, διψάνε και δίνω νερό να πιούν, είναι άρρωστοι και τους περιποιούμαι. Είμαι μια βρύση και δεν κάνω καμία διάκριση. Τον κομμουνισμό τον αηδιάζω και το μισώ, όχι για τον λόγο που τον μισείτε εσείς… τον μισώ για την αθεΐα του και την απιστία του. Τον άνθρωπο τον κομμουνιστή τον αγαπώ… Λοιπόν, τα μάθανε αυτοί. Και κατόπιν με καλέσανε επισήμως, όλοι αυτοί οι πατριάρχαι των πατριαρχείων του κομουνισμού, για να με εγγράψουν στον κατάλογο των επισήμων κομμουνιστών. Ήταν και ο καπεταν – Μάρκος μέσα και άλλοι…» Για την σύλληψη του αυτή ο π. Αυγουστίνος, σε τραπέζι που παρετέθη στο Οικοτροφείο των «40 Μαρτύρων» Κοζάνης στις 24-10-1993, εις μνήμην των αειμνήστων συνεργατών της Εστίας, είπε… Θα έπρεπε να προσθέσω και ένα όνομα, το οποίο πολύ εβοήθησε, διότι ήξερε καλά την Γερμανική γλώσσα και εκλήθη εκεί στο δικαστήριο από την Γερμανική αστυνομία, την Γκεστάπο, και ομίλησε ευθαρσώς στους Γερμανούς, και οφείλομεν και εις αυτόν πολλήν ευγνωμοσύνην. Αυτός ήτο ο μετέπειτα δήμαρχος της Κοζάνης Βασίλειος Ματιάκης, που ήτο πολύ σπουδαίος. Αυτός με εισήγαγε εις τον διοικητήν. Και αυτός κατά σύμπτωσιν – όχι κατά σύμπτωσιν, διότι τίποτε δεν γίνεται κατά σύμπτωσιν- αυτός είχε διάλογο με τους Γερμανούς. Γιατί με καταγγείλανε ως κομμουνιστή, επειδή έγραψα στο συσσίτιο 500 παιδιά κομμουνιστών, που οι γονείς των πήγαν στα όρη. Ζητούσαν να τα διαγράψω, για να αποδείξω ότι δεν είμαι κομμουνιστής και αγαπώ την Γερμανία. Εγώ δεν τα διέγραψα… διότι θεωρούσα καθήκον μου να τα θρέψω, το διάστημα αυτό. Εκεί, λοιπόν, έγινε διάλογος μεταξύ διοικητού, ο οποίος ήτο καθηγητής και είχε και φρονήματα χριστιανικά. Του λέω… Εγώ δεν αναμειγνύομαι στα κόμματα, δεν αναμειγνύομαι στάς πολιτικάς διενέξεις και ούτε στάς στρατιωτικάς επιχειρήσεις, εγώ είμαι απλώς ένας χριστιανός κήρυκας του Ευαγγελίου, και σας λέγω το εξής – το είχα διαβάσει εκείνες τις ημέρες από τον αθάνατο Χρυσόστομο, που πάντοτε με εμπνέει. Λέγω τα λόγια του Χρυσοστόμου που λέει… – «Ότι είμαι μια πηγή. Περνάει ο κόρακας, πίνει. Περνάει το περιστέρι, πίνει. Περνάει ο άγιος, πίνει. Περνάει ο κακούργος, πίνει. Δεν κάνει διακρίσεις». Έτσι κ’ εγώ, είμαι ένα ρυάκιο μέσα στην πόλι και δεν κάνω διακρίσεις… προσφέρω ό,τι μπορώ, χωρίς να εξετάζω τας πολιτικάς των διαφοράς. Του άρεσε πολύ αυτό το πράγμα και συνετέλεσε, μαζί με την επέμβαση του εκλεκτού εκείνου εισαγγελέως κ. Σκρέκα και μαζί με όλας τας επεμβάσεις εδώ του λαού μας και του διερμηνέως κ. Ματιάκη, εις τρόπον ώστε να παραταθεί η ζωή μας. Αν και εγώ, ας επιτραπεί να εκφραστώ – αν και αυτό δεν είναι έκφρασις κατά πάντα ευλαβής, αλλά είναι παράπονο – πόσο θα ήμουν ευτυχής αν με έπαιρνε ο Θεός τας ημέρας εκείνας! Πολύ ευτυχής θα ήμουν. Αλλά δεν ήμουν άξιος να είμαι κ’ εγώ με τους εκλεκτούς εκείνους Έλληνας οι οποίοι εθυσιάστηκαν για το έθνος. Είθε να ζήσει πάντοτε μέσα στην καρδιά μας η λέξις θρησκεία – Ορθοδοξία και μαζί με την Ορθοδοξία να ζήσει η Ελλάς εις αιώνας αιώνων. Αμήν.
Προ του Γερμανικού αποσπάσματος
Θυμούμαι πάλι στον ατομικό μου βίο, όταν προ 50 ετών ήμουν στην Κοζάνη και με την βοήθεια του Θεού οι εκλεκτές κυρίες είχαν διοργανώσει συσσίτιο, που ετρέφοντο 8.000 πεινασμένοι άνθρωποι. Εκεί συνέβη τότε να με συκοφαντήσουν και να με διαβάλουν… και ήμουν έτοιμος να καταδικαστώ εις θάνατον. Ποιος μ’ έσωσε; Βέβαια ο Θεός με έσωσε. Αλλά μια ευγενής κυρία, που το όνομα της ελέγετο Αρτεμισία και ο άνδρας της ήτο εισαγγελέας, έπαιξε σπουδαίο ρόλο, για την σωτηρία μου. Και ενώ εγώ ευρισκόμουν εκεί στο δικαστήριο και ήμουν έτοιμος να δικασθώ και να καταδικασθώ ασφαλώς εις θάνατον, διότι εξουσίαζαν οι Γερμανοί, αυτή του έστειλε σημείωμα, που έγραφε… «Θόδωρε», έτσι τον λέγανε, «σε παρακαλώ πολύ να προσέξεις πολύ την υπόθεση του Αυγουστίνου, για να μην γίνεις δεύτερος Πόντιος Πιλάτος και καταδικάσεις έναν αθώο άνθρωπο, ο οποίος ευεργετεί την πόλη». Αν θέλετε να μάθετε λεπτομερείας, μπορείτε να το διαβάσετε σε ένα βιβλίο υπέροχο, το οποίο έγραψε ο εκλεκτός θεολόγος Παναγιώτης Μύρου, 400 σελίδες είναι. Σαν παραμύθια φαίνονται… αλλά δεν είναι παραμύθια, είναι πραγματικά γεγονότα που συνέβησαν στην Κοζάνη. Και πάλι ας κάνουμε μια διακοπή, για να διηγηθή το περιστατικό η κόρη της κ. Αρτεμισίας, η Αικατερίνη Σκρέκα – Δρίζη, η οποία, μικρούλα τότε, συμμετείχε στο σχέδιο της σωτηρίας του π. Αυγουστίνου και είναι αυτόπτης μάρτυς των γεγονότων. Πολλά τα γεγονότα της τρομερής εκείνης εποχής. 12 -13 χρονών κοριτσάκι εγώ τότε ζούσα με τον πατέρα, την μητέρα. Σεβαστοί γονείς, εξαίρετοι άνθρωποι, οι οποίοι έτρεφαν μεγάλη πολύ μεγάλη, συμπάθεια στον πατέρα Αυγουστίνο. Θα τα πω εν ολίγοις για να μη σας κουράσω. Μέσα στο σπίτι μας κυριαρχούσε η μορφή του πατρός Αυγουστίνου. Μια μέρα μου λέει ο πατέρας μου, επειδή πάντοτε τον αγαπούσα και τον θαύμαζα σαν ρήτορα – όταν χειριζόταν τον λόγο στα δικαστήρια, πάντα είχε να πει ηθικές αρχές. Μου λέει… «Αν ενδιαφέρεσαι Καίτη, ν’ ακούσεις ένα ωραίο κήρυγμα, ένα ωραίο λόγο μου- κήρυγμα για την οικογένεια, έλα μετά το σχολείο σου». Πραγματικά μόλις σχόλασα, τρέχω από τα δικαστήρια ν’ ακούσω το μπαμπά. Εκεί όμως, μπαίνοντας στο γραφείο του κ. Κίτσου του γραμματέως, πολύ αγαπητού μας φίλου, μου λέει: «Μη μπεις μέσα, διότι είναι η γκεστάπο με τον πατέρα Αυγουστίνο. Άσ’ τα, μου λέει, «πάει ο Αυγουστίνος». «Μη μου λές», του λέω, «τι συμβαίνει;». «Πρέπει να’ ναι τα τελευταία του τώρα», μου απαντά. Δεν είπα τίποτε εκείνη τη στιγμή. Έφυγα κλαίγοντας από τα δικαστήρια. Τρέχω στο σπίτι, στη μαμά, η οποία ήταν μια πολύ ασθενής γυναίκα, αυτό πρέπει να το σημειώσω. Υπέφερε από χρονία πυώδη νεφρίτιδα και οι γιατροί της είχαν απαγορεύσει να κάνει παιδιά. Αυτή όμως με την πίστη στο Θεό έκανε έξι παιδιά, από τα οποία ζούμε τα τρία. «Μαμά», της λέω, «τον πατέρα Αυγουστίνο τον έχουνε γκεσταπίτες στο μπαμπά. Αυτή τη στιγμή δικάζεται, μαζί με τον φρούραρχο». Μου λέει: «Μην ανησυχείς, παιδί μου», με είδε πάρα πολύ αναστατωμένη. Βγάζει μια καρτούλα από την τσάντα της, κάρτ-βιζιτ. Αυτή η ασθενική γυναίκα, με 1,40 ύψος, αλλά όλο δύναμη, όλο αγάπη για τον συνάνθρωπό της. «Μην ανησυχείς», μου λέει. Παίρνει την καρτούλα της και σημειώνει: «Θεόδωρε, σε παρακαλώ πολύ να προσέξεις την υπόθεση του πατρός Αυγουστίνου και να μην φερθείς σαν άλλος Πόντιος Πιλάτος, αλλά και τη θέση σου να χάσεις, και τη ζωή σου ακόμη για τον πατέρα Αυγουστίνο». Τρέχω αμέσως, φτερά στα πόδια μου, πηγαίνω στο δικαστήριο. Ο κ. Κίτσιος να με απαγορεύει να μπω μέσα. Πως άνοιξα! Γι’ αυτό και οι πόλεμοι καμιά φορά λέμε γίνονται μόνο από νέους ανθρώπους. Ανοίγω την πόρτα, πηγαίνω στον πατέρα μου. «Τι συμβαίνει;», μου λέει ο μπαμπάς. Νόμισε πως έπαθε η μητέρα μου κάτι, η οποία σας λέω ήταν πολύ φιλάσθενη και κρεμόταν απ’ τον πατέρα μου κυριολεκτικά. Του λέω: «Μπαμπά, αυτό η μαμά μου το’ δωσε διάβασέ το, τώρα αμέσως». Το διαβάζει: σηκώνεται ο φρούραρχος, ζητά το λόγο. Τι συμβαίνει; Λέει ο διερμηνεύς. Αλλά ο πατέρας μου, που ήξερε τη Γαλλική γλώσσα, συνεννοήθηκε απευθείας στα γαλλικά με τον φρούραρχο. Δεν θέλησε να μιλήσει Ελληνικά μέσω του διερμηνέως. Εγώ το κατάλαβα αυτό: ήταν πανέξυπνος άνθρωπος ο πατέρας μου, και του το διάβασε. Εκείνος σηκώνεται, σε στάση προσοχής, και επαναλαμβάνει στα γερμανικά τα όσα είχε πει ο πατέρας μου. Και φεύγω από μέσα εγώ. Έφυγα αμέσως και περίμενα με αγωνία. Και ω του θαύματος, ω του θαύματος της προσευχής! «Γιατί μου είπε η μανούλα μου: Εσύ φύγε γρήγορα, κ’ εγώ θα προσευχηθώ για τον πατέρα Αυγουστίνο». Δόξα τω Θεώ, Σεβασμιώτατε, που σας έχουμε μαζί μας. Και σας παρακαλώ να προσεύχεσθε για τη μαμά και για το μπαμπά στην αγία τράπεζα. Το αξίζανε, το αξίζανε πραγματικά. Σας ευχαριστώ.
Τα πτωχαδάκια της Κοζάνης Επί τη εμφανίσει του προέδρου του Συλλόγου των «40 Μαρτύρων», του αειμνήστου Ευθύμιου Καρμαζή, ο π. Αυγουστίνος είπε… Αργά μας ήρθες, κ. Ευθύμιε. Αλλά επειδή είσαι από μακριά, σε συγχωρούμε. Έλα κάθησε εδώ μπροστά. Να, κι αυτός είναι από τα πτωχαδάκια, που σας είπα. Κοζανίτης είναι. Επίκαιρο είναι και αυτό το θέμα, γι’ αυτό σε πραγματικότητα θα ομιλήσω. Θα κάνω μια παρένθεση και θα μιλήσω για τον κ. Ευθύμιο, μια που ευρίσκεται εδώ.
Τα φοβερά εκείνα χρόνια Τώρα πάνε, περάσανε πολλά χρόνια, γέρασα. Κακό πράγμα να γερνάει κανείς. Πόσα έχουν δει τα ματάκια μου και πόσους κινδύνους πέρασα! Ήταν το 1942, 43, 44, τα φοβερά αυτά χρόνια, που τα τρέμει ο λογισμός. Δεν κοιμόμασταν σ’ ένα σπίτι. Κάθε μέρα αλλάζαμε σπίτι, και δεν ξέραμε αν θα ζήσουμε. Ξημέρωνε και λέγαμε: «Θεέ μου, πότε θα βραδιάσει». Βράδιαζε, και λέγαμε: «Πότε θα ξημερώσει». Όσοι ζήσανε εκείνα τα χρόνια, τα θυμούνται αυτά. Είναι φρικτά πράγματα. Εκεί, στην Κοζάνη, βρέθηκα τα χρόνια εκείνα. Πείνα, δυστυχία, καταστροφή. Γέμισε η πόλις, ηπόλις των 15.000 έγινε 30.000 τότε. Όλα τα χωριά καιγόταν και ερχόταν στην πόλη οι άνθρωποι, ξυπόλητοι, γυμνοί, ελεεινοί, τρισάθλιοι. Οι πλούσιοι θησαυρίζανε, γλεντούσαν, και ουδεμία ιδέα είχαν. Και ήταν πλούσια η Κοζάνη, είχε πολλά λεπτά. Τους επιτέθηκα αγρίως, όχι με τη γλώσσα που μιλάω εδώ, αλλά με καυστική γλώσσα. Δεν μπορείτε να φανταστείτε με ποια γλώσσα τους ομίλησα. Λοιπόν, όλοι αυτοί συνασπιστήκανε, μικροί, μεγάλοι, επιστήμονες, πλούσιοι, και μου επιτέθηκαν. Αλλά εδικαιώθηκα εκ των υστέρων διότι αυτά που τους είπα, ήταν αληθινά.
Στην πλατεία της Κοζάνης Το πιο συγκλονιστικό πράγμα που συνέβη στη ζωή μου, ήτανε το εξής. Όταν κατέβηκε από τα βουνά ο καπεταν – Μάρκος με τους ανθρώπους του και μπήκε στην πόλι, – αυτά δεν είναι παραμύθια που θα σας πω – πήγαν στην πλατεία της Κοζάνης και άρχισαν να σκάβουν. Σκάβανε, σκάβανε, και έλεγαν οι άνθρωποι που τους βλέπανε: «Τρελαθήκανε αυτοί;». Μα δεν ήταν τρελλοί. Ήξεραν καλά, από μυστικά των εργατών, ότι κάτω από την πλατεία της Κοζάνης είχαν ανοίξει οι πλούσιοι της πόλεως έναν υπόνομο και εκεί κρύψανε τόννους δέρματα, σκληροδέρματα, από παπούτσια, και αγγεία με λίρες… και αυτοί τώρα τα βγάλανε έξω. Και μετά, τσακωθήκανε αυτοί μεταξύ των, και πήγαν να σκοτωθούν. Μέχρι το βράδυ τα είχαν μοιράσει οι συντρόφοι. Παραμύθι σας φαίνεται αυτό;
Το «σωφερέικο» με τον π. Αυγουστίνο Τότε αυτοί οι πλούσιοι, μου κηρύξανε φοβερό και τρομερό πόλεμο. Πως εγλύτωσα, ο Θεός ξέρει. Αλλά ας τα’ αφήσω αυτά. Εκείνο που θέλω να σας πω, σχετικά με το μάθημα, κοντά στο κήρυγμα το δικό μου ποιοι στάθηκαν; Τα πτωχαδάκια, οι σωφέρ βρεθήκανε και λέγανε μέσα στην Κοζάνη: «Με τον Καντιώτη ποιοι πηγαίνουν; Όλο το σωφερέικο», γιατί η Κοζάνη είναι η πόλις των σωφέρ. Οι καλύτεροι σωφέρ της Ελλάδος είναι οι Κοζανίτες. Έχουν εκεί το δρόμο της Καστανιάς – η Καστανιά και ο Σαραντάπορος τους εγύμνασε και είναι φοβεροί οδηγοί. Τώρα ο Ευθύμιος είναι 75 χρονών, και οδηγάει ακόμα: είναι ο αρχαιότερος σωφέρ της Ελλάδος. Του λέω: «Κάτσε φρόνημα» αυτός τίποτε, οδηγάει το αυτοκίνητο ακόμα. Λοιπόν, αυτοί ήτανε κοντά μου. Καμιά 30-40 ήταν, και μ’ αυτούς – και με την βοήθεια του Θεού – ξεκίνησα και κάναμε τον αγώνα. Με τη βοήθεια αυτών των μικρών κάναμε τα συσσίτια. Έ, κατόπιν κοντά σ’ αυτούς ήρθε και κανένας δάσκαλος, ήρθε και κανένας άλλος, αλλά αυτοί ήταν η ρίζα. Αυτοί φτιάξανε ένα Σύλλογο, και από 50 πιάτα φτάσανε 8.000 πιάτα. Ο κ. Ευθύμιος ήταν τότε κοντά μου.
Κατάσχονται Είπα τότε στον Άγιο Νικόλαο – γεμάτος ήταν τότε ο ναός, αλλά πτωχαδάκια. Οι άλλοι ήταν απ’ έξω και κοροϊδεύανε. Τους λέω: «Θα πάτε το βράδυ στα σπίτια σας και ό,τι έχετε θα το χωρίσετε στη μέση. Μια οκά μακαρόνια; Τη μισή οκά θα τη φέρετε εδώ. Μια οκά φακές; η μισή να ρθη εδώ. Απ’ ό,τι έχετε, τα μισά εδώ». Τα είπα με έντονη φωνή. Τους εξώρκισα ενώπιον της εικόνος του αγίου Νικολάου, που αγαπούν αυτοί οι Κοζανίτες. ¨Θα τα χωρίσετε όλα στη μέση και τα μισά θα τα φέρετε εδώ. Αν τα κρατήσετε όλα για τον εαυτό σας, θα σαπίσουν». Δεν το πίστευα! Την επομένη μέρα, τι να δω, ουρά είχε σχηματισθεί έξω από την Εστία. Έχουμε καλό και ευγενή λαό. Όλοι αυτοί κρατούσαν στα χέρια τους σακουλάκια, μέχρι κρεμμύδια και σκόρδα φέρανε. Σου λέει: «Να μη μας καταραστεί ο παπάς». Και όλη μέρα, από το πρωί ως το βράδυ, τα μετρούσαμε συνεχώς και γεμίσαμε μια ολόκληρη αποθήκη, από τα πτωχαδάκια. Επί κεφαλής ήταν ο Γιώργος ο Παφίλης. Το βράδυ, να, ο διάολος με τα κέρατα παρουσιάστηκε, με τα μαύρα κέρατα, γιατί ο διάβολος έχει πότε μαύρα, πότε κόκκινα κέρατα. Έτσι δεν είναι, κ. Σαχινίδη; Το βράδυ έρχεται ο νομάρχης και κάτι άλλοι και λένε: -«Εν ονόματι τίνος τα μάζεψες αυτά; Τα κατάσχομε». -«Βρέ», τους λέω, «εσείς θα τα κατάσχετε; Εγώ τα μάζεψα για τα περιστέρια, και θα τα φάνε τα κοράκια; Λάθος κάνετε». Και γίνεται ένας καβγάς!…»
«Μην τον σκοτώνετε!» Στο σημείο, συμπληρωματικά, παρεμβάλλω μια μαρτυρία του μακαριστού Ευαγγέλου Παφίλη σχετική με το επεισόδιο. Ένας απ’ αυτούς έβγαλε το όπλο και ήταν έτοιμος να πυροβολήσει τον π. Αυγουστίνο που αντιστεκόταν. Μην τον σκοτώνετε!», φώναξε έντρομος ο αποθηκάριος Γιώργος Παφίλης, και μπήκε μπροστά στον π. Αυγουστίνο, για να γίνει ασπίδα με το σώμα του. «Πάρτε ό,τι θέλετε», τους είπε, «κι αφήστε τον π. Αυγουστίνο». Πήραν κάποια πράγματα, και την επόμενη θα κάναν την κατάσχεση.
Εν καιρώ νυκτός Και ο π. Αυγουστίνος συνεχίζει: Δεν τα βγάζουμε πέρα μ’ αυτούς, Ευθύμιε, του είπα. Τι να κάνουμε; Είναι ντροπή να μας τα πάρουν από τα χέρια. Τα μαζέψαμε εμείς από τον πτωχό λαό, και να μας τα φάνε τα κοράκια; Το βράδυ σκεπτόμασταν τι να κάνουμε. «Έχω αμάξι εγώ», λέει ο Ευθύμιος. Τον παίρνω το ίδιο βράδυ, περνάμε την Καστανιά, και φτάσαμε κάτω στη Θεσσαλονίκη. Και από δω – από εκεί, κατορθώνουμε με κάποιο φίλο, που είχε ο Ευθύμιος – αυτά είναι μυστικά δεν πρέπει να τα πούμε, κατορθώνουμε και παίρνουμε μια άδεια, που δεν θέλανε να τη δώσουν σ’ εμένα, γιατί με είχαν διαβάλει τα ελεεινά υποκείμενα της πόλεως ότι είμαι κόκκινος παπάς. Κάθε άλλο παρά κόκκινος παπάς ήμουν. Μετά, τι τράβηξα από τους κοκκίνους είναι απερίγραπτο. Λοιπόν, δεν ήθελαν να μου τη δώσουν, αλλά την πήραμε. Και δια νυκτός πάλι επιστρέφουμε στην Κοζάνη, και πρωί πρωί κολλάμε τη διαταγή. Ήηηη! έρχονται, λοιπόν, πάλι τα κοράκια, είδαν την διαταγή, και φύγανε μουγκρίζοντας. -Είναι σωστά αυτά, Ευθύμιε»; (…) Αυτά έγιναν εκεί πέρα, δι’ ολίγων δηλαδή.
Ευχαριστώ το Θεό για τα πτωχαδάκια Γι’ αυτό λοιπόν σας λέω κ’ εγώ: Τώρα που είμαι 70 χρονών και πέρασα πολλές πόλεις, ευχαριστώ το Θεό για τα πτωχαδάκια. Αυτό που λέει ο Παύλος, το δοκιμάσαμε κ’ εμείς. Κοντά στο Χριστό είναι τα πτωχαδάκια. Όποιος έχει πολλά λεφτά, όποιος έχει αξιώματα κλπ., φεύγε μακριά: έχει έναν εγωϊσμό και μια υπερηφάνεια. -Αλλά δ’ μου λες, αγαπητέ Τραϊανέ, γιατί όταν γεννιέται το παιδί έχει το χέρι έτσι, σφικτό; Κομμουνιστικά είναι τα παιδιά; Τι λές, έτσι είναι πάντα; (…) Καλό είναι αυτό που λες, πρωτότυπο είναι. Να λοιπόν, που ξέρω και σε ρωτώ. -«Βουτάει το δακτυλίδι της μαμμής». Το παιδί, κράπ! Έτσι σφικτά κρατάει το χέρι του. Και είναι η μανία του ανθρώπου, λέει κάποιος φιλόσοφος, για να τα πιάσει όλα, θέλει να πιάσει τη γη ολόκληρη. Έρχεται έπειτα ο χάρος και άπ! του ανοίγει το χέρι. Άντε να κλείσεις τα χέρια των νεκρών. -Καλά, Τραϊανέ, το παιδάκι εκείνο είναι αθώο, από ένστικτο τέλος πάντων το κάνει: αλλά οι μεγάλοι, που τα βουτάνε όλα; Μ’ αυτούς τι γίνεται; Άλλοι βουτάνε δαχτυλίδια, άλλοι βουτάνε αξιώματα, άλλοι βουτάνε τούτο και άλλοι το άλλο και μετά έρχεται o χάρος, τους δίνει μια γροθιά, και έτσι φεύγουμε γυμνοί και τετραχηλισμένοι ενώπιον του Θεού. Άνθρωπε, κράτησέ τα. Τι θα τα κάνεις; Έρχεσαι με τέτοια τάση, και φεύγεις με ανοιχτά τα χέρια. Αυτό το είχα δει τότε που πέθανε ο Στάλιν, που και οι φανατικοί κομμουνισταί δεν τον αγαπούνε. Ο Στάλιν υπήρξε το αγριότερο θηρίο του κόσμου. Άς είναι καλά οι Αμερικάνοι που τον βοηθήσανε. Τον κατεδίωξε καλά ο άλλος (ο Χίτλερ), μέχρι τα Ουράλια. Αυτά είναι τα μεγάλα σφάλματα των Αμερικάνων, που έχουμε στον αιώνα μας. Κακούργος ο Στάλιν, χειρότερος από τους Νέρωνας και από τους άλλους. Μετά εδημοσιεύθη μια φωτογραφία του, που είναι το σύνθημά σας, κύριοι συντρόφοι: μια γροθιά, το χέρι του Στάλιν, που κρατούσε την γη ολόκληρο. Και πάει. Έτσι είναι ο άνθρωπος. Δεν έχει τίποτε. Μόνο εδώ, στο Χριστό.Αυτό που λέει εδώ ο Παύλος, «εν Χριστώ». Αυτοί οι λίγοι, τα πτωχαδάκια. Και μέσα στη Ρωσία σήμερα τα πτωχαδάκια μένουν στην Εκκλησία. Μεγάλο πράγμα: και ανεκρίζωτος είναι η Εκκλησία. Ευχαριστώ το Θεό, γιατί μέσα στην κόλαση αυτή, λέγει ο Παύλος, υπάρχουν τέτοια φτωχαδάκια που πιστεύουν στο Χριστό. Ευχαριστώ, λέγει το Θεό, γιατί αυτοί δεν είναι κάλπικοι, αλλά είναι πραγματικοί Χριστιανοί. Έχουν πίστη, έχουν ελπίδα και αγάπη στο Θεό. Και τι αγάπη!
Ανθρώπινη αδυναμία Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Αυτό που έγινε στον Αρχηγό της πίστεώς μας, τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, έγινε και στον π. Αυγουστίνο. Ήρθε στιγμή που και οι συνεργάτες του φοβήθηκαν και απέσεισαν από πάνω τους τις ευθύνες και τον άφησαν να σηκώσει αυτός το βάρος. Με κάποιο ελαφρό παράπονο το θυμάται ο Γέροντας και λέει: Κάποια στιγμή, μ’ εγκατέλειψαν όλοι. -Μην κάνεις τέτοια κηρύγματα, που ενοχλούνται οι Γερμανοί, μου είπαν, γιατί κινδυνεύουμε όλοι. Κ’ εμείς έχουμε οικογένειες και παιδιά. – Καλά, τους είπα. Αφού έτσι θέτετε το θέμα, θα κάνουμε ένα χαρτί, που θα λέει: «Για ό,τι λέει ο ιεροκήρυκας, είναι υπεύθυνος ο ίδιος»… και να το υπογράψετε, για να απαλλαγήτε από οποιαδήποτε ευθύνη. Κάναμε το χαρτί. Και το υπέγραψαν όλοι, πλην του Παφίλη. Εκείνο τον καιρό οι κομμουνισταί είχαν ένα δυνατό αρθρογράφο, και για να μη συλληφθεί, έλεγαν στους εργατικούς: «Ποιος θέλει να βάλει το όνομά του κάτω από το άρθρο και ν’ αναλάβει την ευθύνη:». Εκατό χέρια σηκώνονταν, για εκείνον. Μετά από κάθε άρθρο συλλαμβάνανε τον εργάτη, που έφερε το όνομά του, και το ρωτούσαν (-ξέρανε αυτοί ότι δεν είναι δικό του-). «Αφού εσύ είσαι αγράμματος πως έγραψες τέτοιο άρθρο;». Κ’ εκείνος απαντούσε: -«Με προσβάλλεις, κ. δικαστά, δικό μου είναι το άρθρο». Και τον έρριχναν στη φυλακή. Μ’ αυτό τον τρόπο έμενε ασύλληπτος ο αρθρογράφος και συνέχιζε το έργο του.
Οι πλούσιοι της Κοζάνης Οι πλούσιοι της Κοζάνης δεν έδιναν τίποτε, ο φτωχός λαός μας συμπαραστάθηκε. Τους ήλεγξα τότε, και γι’ αυτό με μισούσαν. Τους είπα: «Κρατάτε τα χρήματά σας και δεν δίνετε τίποτε στους πτωχούς; Έννοια σας, θα σας τα φάνε άλλοι». Και πράγματι, όταν άλλαξε η κατάσταση και κατέβηκαν από τα βουνά, με τον καπεταν – Μάρκο, έστειλαν μήνυμα σε κάποιους πλουσίους από την πόλι και τους είπαν: «Αν μέχρι το βράδυ δεν φέρετε τα χρήματα που σας ορίσαμε, θα σας κοντύνουμε μια πιθαμή». Φοβήθηκαν οι πλούσιοι και έδωσαν ό,τι τους ζητούσαν. Τα συγκέντρωσαν κατόπιν αυτοί (=οι κουμμουνισταί), και με κάλεσαν. -«Έλα», μου λένε, «Αυγουστίνε, να δεις πόσα κοκοράκια (λίρες) μαζέψαμε εμείς, ενώ εσύ με το Ευαγγέλιο μάζεψες μόνο δύο». -«Ναι», τους απαντώ, «μάζεψα μόνο δύο. Αλλά υπάρχει μια μεγάλη διαφορά, εγώ τα μάζεψα με ελευθερία, ενώ εσείς τα μαζέψατε με τη βία».
Η αληθής δημοκρατία είναι ο Χριστιανισμός
Μίλησα στον Άγιο Κωνσταντίνο παρουσία ενόπλων και του επισκόπου Ιωακείμ, και είπα… «Η αληθής δημοκρατία είναι ο Χριστιανισμός. Η πολιτική δεν συμβιβάζεται με τα καθήκοντα του ιερωμένου. Όποιος ιερωμένος θέλει να πολιτευθεί, να πετάξει τα ράσα, να φορέσει γραβάτα, και τότε να κατεβεί στον πολιτικό στίβο». Όταν τελείωσα και κατέβηκα από τον άμβωνα, ο Ιωακείμ, που ήταν παρών και άκουε το κήρυγμα, με φίλησε και μου είπε στ’ αυτί. «Να περάσεις μετά από τη Μητρόπολη». Όταν πήγα στη Μητρόπολη και με είδε, λέει… -«Τι ήταν αυτά που έλεγες, ρε Αυγουστίνε; Έτοιμοι ήταν να σ’ αρπάξουν, δεν τους έβλεπες; Σε φίλησα, για να τους αφοπλίσω. Δεν ήθελα εγώ να σε κάνω ήρωα». Από δω και πέρα η αγωνία όλων αυξάνεται. Ο ισχνός στο σώμα, αλλά γενναίος στην ψυχή ιεροκήρυκας κάνει νέο κήρυγμα στον Άγιο Δημήτριο για τον «άθεο Μαρξισμό». Οι αντάρτες δεν αστειεύονται πλέον. Μια νύκτα, ίσως από της τραγικότερες της ζωής του π. Αυγουστίνου, έρχονται ένοπλοι να τον συλλάβουν στο σπίτι της κ. Άννας Χαλβατζή, όπου έμενε. Το σχέδιό τους ήταν, να τον ρίξουν σε πηγάδι, να τον πνίξουν, και να εξαφανίσουν τα ίχνη του. Αλλά το ματαίωσε ο Θεός. Ο θεολόγος καθηγητής Βασιλείου, που έμεινε στον κάτω όροφο του σπιτιού, αντιλήφθηκε μέσα στη νύχτα τις δύο φιγούρες των ένοπλων, που περιεργάζονταν το σπίτι. Κάποια στιγμή ο ένας έδειξε το παράθυρο του π. Αυγουστίνου. Ο καθηγητής κατάλαβε τι επρόκειτο να γίνει. Κτυπάει από κάτω το πάτωμα του επάνω ορόφου, που ήταν ξύλινο, και λέει στον π. Αυγουστίνο, να σβήσει το φως και να πέσει στο πάτωμα, γιατί κινδυνεύει. Συγχρόνως ειδοποιεί την σπιτονοικοκυρά του, που έμεινε κι αυτή στον κάτω όροφο του σπιτιού. Εκείνη ξυπνά τον γυιό της, που βρισκόταν τη νύχτα εκείνη στο σπίτι: «Ξύπνα», του λέει, «κινδυνεύει ο π. Αυγουστίνος, ήρθαν να τον συλλάβουν». Οι δυό οπλοφόροι, που εν τω μεταξύ πήδηξαν από τα κάγκελλα και βρέθηκαν στο μικρό προαύλιο, ανέβηκαν γρήγορα τα σκαλοπάτια και βροντούσαν την πόρτα, για να τους ανοίξει ο π. Αυγουστίνος. Αλλά πόσο μεγάλη ήταν η έκπληξη τους, που βρέθηκαν αντιμέτωποι με έναν δικό τους. Ο γυιός της Άννας, ο Γιάννης, που ήταν αξιωματικός των ανταρτών, ανέβηκε στο μεταξύ την εσωτερική σκάλα και έπιασε το πόμολο της πόρτας από μέσα: ήταν αποφασισμένος να προστατεύσει με κάθε τρόπο τον π. Αυγουστίνο. Γίνεται έντονος διάλογος μεταξύ του γυιού της Άννας και των ενόπλων, που παραβίαζαν εκείνη τη νύχτα το σπίτι του, για να συλλάβουν τον π. Αυγουστίνο. -« Έχουμε διαταγή να συλλάβουμε τον παπά, που είναι εχθρός του λαού», του λένε. Και αυτός απαντά: -«Δεν έχετε να πάρετε κανέναν Αυγουστίνο, θα τον πάρετε μόνον αν περάσετε από το πτώμα μου. Φύγετε, γιατί θα πιάσω το οπλοπολυβόλο». Η αντίσταση του ηρωϊκού εκείνου παιδιού έσωσε τον π. Αυγουστίνο για μια ακόμη φορά. Ο π. Αυγουστίνος, όταν ξημέρωσε, πήγε να τους ζητήσει το λόγο, που άνανδρα μέσα στη νύχτα πήγαν να τον συλλάβουν. Κάποιοι κοντινοί συνεργάτες του προσπάθησαν να τον εμποδίσουν. Αλλά ο π. Αυγουστίνος ήξερε, ότι δεν κινδύνευε απ’ αυτούς την ημέρα, αλλά μόνο τη νύχτα. Δεν τολμούσαν να έρθουν αντιμέτωποι με το λαό της Κοζάνης, που υπεραγαπούσε τον π. Αυγουστίνο, γι’ αυτό και το σχέδιό τους ήταν να τον ρίξουν σε πηγάδι, για να μην μπορέσει κανείς να μάθει τι απέγινε.
Το ιδεώδες πολίτευμα Θυμάμαι, τότε που ήταν στην Κοζάνη ο Βαφειάδης, ο αρχηγός του κομμουνιστικού κόμματος και αρχιστράτηγος. Στεκόταν κλαρίνο μπροστά του όλοι, μικροί και μεγάλοι. Ήταν ημέρες δύσκολες. Οι Κοζανίτες ξέρουν ότι δεν ανήκουμε σε κόμματα. Μας πιέσανε, κινδύνευσε η ζωή μας, αλλά μείναμε σταθεροί και ακλόνητοι. Η πόλη της Κοζάνης είχε διαιρεθή σε διάφορα κόμματα. Εμείς τότε καλέσαμε το λαό, για να του υποδείξουμε το ιδεώδες πολίτευμα. Και ο καθεδρικός ναός του Αγίου Νικολάου επλημμύρισε από κόσμο. Ήρθαν κι αυτοί μέσα. Τους μίλησα για τα διάφορα πολιτεύματα που υπήρχαν από την αρχαιότητα μέχρι των ημερών μας. Και μετά τους είπα: «Θα σας υποδείξω μια ιδεολογία, που αν την εφαρμόσει η πόλη της Κοζάνης, αλλά και ολόκληρη η πατρίδα μας, η Ελλάδα θα είναι η πιο ευτυχισμένη χώρα του κόσμου». Τους περιέγραψα τα’ άλλα πολιτεύματα. Παρουσίασα τα ελαττώματά τους, ως υπό ανθρώπων διοικούμενα. Και τέλος είπα ότι: «Η δική μου ιδεολογία είναι ΧΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΑ, ό,τι θέλει ο Χριστός. Ποίος μπορεί να είναι εναντίον αυτού του αρίστου και τέλειου πολιτεύματος; Αν αποφασίζανε όλοι, μικροί και μεγάλοι, άνδρες και γυναίκες, όλων των παρατάξεων, ν’ ακούσουν τη φωνή του Θεού και να εφαρμόσουν το Ευαγγέλιο του Χριστού, τότε η Ελλάδα θα ήταν η ευτυχεστέρα χώρα του κόσμου. Βασιλεύς και κυβερνήτης παντού θα ήταν ο Χριστός». Το σχολιάζανε βέβαια οι αντάρτες, γιατί ήταν τετραπέρατοι. Και κατόπιν έδωσαν απάντηση: «Ακούσαμε», είπαν, «το σύνθημα του Αυγουστίνου, αλλά απαντάμε: Είναι αφελής ο Αυγουστίνος και τα λέει αυτά. Το “ Χριστοκρατία”, που το παραδεχόμεθα και εμείς ως ιδεώδες πολίτευμα, θα καταντήσει να γίνει παπαδοκρατία». Από τότε, λοιπόν, εμείς ελέγξαμε και δεν συμφωνήσαμε ποτέ, ούτε με τους μεν ούτε με τους δε.
«Να σε γράψωμε στους καταλόγους των επισήμων» Τότε η ζωή δεν είχε καμία αξία. Εσώθην από πολλές περιπτώσεις – ο Θεός να μου δίνει μετάνοια. Τα χρόνια εκείνα τα τρομερά, ο Παφίλης ο Γιώργος ήταν εκείνος που με αγαπούσε, φρόντιζε για μένα και με φύλαγε. Είχε ανοίξει το σπίτι του και σ’ ένα υπόγειο κοιμόμουν και κρυβόμουν. Το βράδυ με την αδελφή τους Άννα παρακολουθούσαν τα βήματα των ανθρώπων, για να μη’ ρθούν και με πιάσουν. Εσώθην μια φορά που ήρθαν οι κουμμούνες να με συλλάβουν. Περίεργοι άνθρωποι ήταν, θηρία φοβερά. Κ’ εμένα με θεωρούσαν κομμουνιστή, λόγω των ριζοσπαστικών κηρυγμάτων. Αλλά εγώ – πρέπει να το γράψω αυτό μέσα στις αναμνήσεις μου: Μια μέρα με κάλεσαν αυτοί. Ήταν ο Βαφειάδης και άλλοι, ήταν και ο δεσπότης Ιωακείμ. Με κάλεσαν και μου είπαν: -«Λόγω της δράσεώς σου, τιμής ένεκεν, αποφασίσαμε να σε εγγράψωμε στον κατάλογο των επισήμων κομμουνιστών». Και τους απαντώ: -«Το σκεφτήκατε πολλή ώρα αυτό»; -«Ναι», λένε, «το σκεφθήκαμε». Τους απαντώ: -«Εκεί που είστε σεις, δεν έρχομαι. Εκεί που είμαι εγώ, θα’ ρθητε μια μέρα κ’ εσείς». -«Δηλαδή», μου λένε, «πως το εννοείς αυτό;». -«Εγώ», τους λέω, «παρ’ όλη την ατέλεια και αμαρτωλότητά μου, εκπροσωπώ το Τέλειο, που είναι ο Χριστός, ενώ εσείς εκπροσωπείτε το ατελές». -«Γιατί το λες αυτό;», φώναξε ο Ιωακείμ. -«Έχω πολλά ερωτηματικά», του λέω, «γύρω από τον κομμουνισμό». -Εξανέστησαν αυτοί, και ιδίως ο Κοζάνης ο Ιωακείμ. (Δεν εγνώρισα άλλον μητροπολίτη ευφυέστερο απ’ αυτόν. Πώ πω πω! σπίρτο ήταν, πέντε γλώσσες ήξερε). -«Γιατί», μου λέγει, «έχεις ερωτηματικά, και δεν έχεις θαυμαστικά; Να έρθεις κοντά μου, για να τα κάνεις θαυμαστικά». Του λέω: «Αυτό το πράγμα δεν γίνεται, ο σταυρός είναι ένας». Είπαμε πολλά. -«Τι θεωρείς τον κομμουνισμό;», λέει ο Ιωακείμ. Όταν το ρώτησε αυτό, το κομμουνιστικό κόμμα ήταν στη δόξα του. Και απήντησα: -«Φρονώ, ότι ο κομμουνισμός, είναι ένα άγριο δένδρο, το οποίο τείνει να καλύψει όλο τον κόσμο, αλλά οι καρποί του είναι άγριοι και στυφοί. Δεν είναι καλοί, και έχει ανάγκη εμβολιασμού. Είναι αγριελιά και θέλει εμβόλιο, το λέει και ο απόστολος Παύλος, στην προς Ρωμαίους επιστολή, κεφάλαιο 11. Όπως η αγριελιά εμβολιάζεται και αλλάζει αμέσως ποιότητα, έτσι να εμβολιαστήτε κ’ εσείς. Τότε μου λέει ο δεσπότης Ιωακείμ: -«Εγώ θα το μπολιάσω». -«Αν το εμβολιάσεις εσύ, μπράβο: θα είσαι μέγας και σπουδαίος», του απαντώ. Μετά από 75 χρόνια έπεσε ο κομμουνισμός. Ρώτησαν τον Γιέλτσιν: «Τι φρονείς για τον Μάρξ;». Και απήντησε: «Προτιμότερο να μην εγεννάτο αυτός ο άνθρωπος». Τον ρώτησαν και για τον Στάλιν, και απήντησε: «Θα έπρεπε να πεθάνει νωρίτερα». Το σύνθημά μου, λοιπόν, ήταν «Χριστοκρατία»… Από την ώρα που φόρεσα το ράσο, παρ’ όλη την ατέλειά μου, σ’ όλα τα πολιτεύματα ήλεγχα το κακό. Διότι έχω την αρχή, όταν το καλάμι είναι πεσμένο, δεν το χτυπώ, όταν είναι όρθιο, τότε το χτυπώ, το ελέγχω δηλαδή. Και αυτό το τηρώ πάντοτε. (Kατασκηνώσεις Iεράς Mητροπόλεως Φλωρίνεις 13-8-1993)
Περιπέτεια με το αλάτι Στα συσσίτια είχαμε ανάγκη από αλάτι. Όποιος το είχε, είχε χρυσάφι. Οι βοσκοί ζητούσαν αλάτι, όλοι ζητούσαν αλάτι, αλλά δεν υπήρχε τίποτε, δεν εύρισκαν πουθενά. Το κατέσχον οι Γερμανοί, εις τας αλυκάς. Τότε βρέθηκε ο ανεψιός του καπεταν – Μάρκου, ο Τσιπουρίδης. Ζη, αυτός τώρα; (…) -«Μη στεναχωριέσαι», μου λέει, «ο μπάρμπας μου είναι αρχηγός των κομμουνιστικών δυνάμεων στη Βέρροια. Πάμε εκεί και θα μας δώσει». Πήγα, λοιπόν εκεί. Παρουσιάστηκα στον καπεταν – Μάρκο και τον είδα μ’ όλη την δύναμίν του. Τότε ήμουν νέος, νεότατος. Μου δίνει ένα σημείωμα – ήταν παραμονή της «Βάρκιζας». Τι θα πει «Βάρκιζα»; Ξέρετε Ιστορία; Είναι μια συμφωνία, και ήταν υπό διάλυσιν αυτοί. Μου δίνει ένα σημείωμα ο καπεταν – Μάρκος, – που κάποτε θα μου έπαιρνε το κεφάλι – και μου λέει: «Τώρα παραδίδομε κ’ εμείς: αλλά να πάτε κάτω στη Θεσσαλονίκη, στο μονοπώλειο, και πάρτε όλο το αλάτι». Πάω κ’ εγώ με κάτι Καρμαζήδες και με φορτηγά εκεί. Δίνω το χαρτί, και τους βλέπω να συζητούν. Ευφυέστατοι αυτοί κάνανε σύσκεψη και είπαν μεταξύ τους: «Αύριο, που ξέρουμε τι θα γίνει; Μπορεί να πέσει ο καπεταν – Μάρκος, γιατί να έχουμε εμείς την ευθύνη;». Πατριώται ήσαν. Περιμέναμε κ’ εμείς να πάρουμε το αλάτι, αλλά δεν μας έδιναν. Τότε μας λένε: «Υπογράψτε μια δήλωση, ότι παραλάβατε το αλάτι με εντολή του καπεταν – Μάρκου, και θα σας το δώσουμε». Αλλά που οι συνεργάτες μου να υπογράψουν! Δεν υπέγραφε κανένας, και κοντέψαμε να χάσουμε το αλάτι. (4 φορτηγά αυτοκίνητα γεμίσαμε μετά, μεγάλη σοδειά, 10-12 τόνους. Το πουλήσαμε, πήραμε πολλά χρήματα, και αγοράσαμε τρόφιμα για τα συσσίτια, και περάσαμε 4-5 μήνες). Λέω, τότε, εγώ: «Καλά, παιδιά αφού δεν υπογράφετε εσείς, θα υπογράψω εγώ. Φέρτε’ δω το χαρτί». Το πήρα και έβαλα φαρδιά πλατιά την υπογραφή μου: «Αρχιμανδρίτης Αυγουστίνος Καντιώτης, ιεροκήρυκας» κ. τ. λ.
Κοιτάζανε αυτοί. Τότε πήραμε το αλάτι και πήγαμε στην Κοζάνη. Ακούστε, κατόπιν, τι έγινε μ’ αυτή την ιστορία. Πέρασαν δύο χρόνια, αποκατεστάθη η τάξις. Νικήθηκαν οι κομμουνισταί, επικράτησε δημοκρατική κυβέρνηση, ανέπνευσε λίγο ο λαός μας. Έγινε έλεγχος αυτών των πραγμάτων, είδε ο διοικητής το έλλειμα και είπε: «Πρωτοφανές πράγμα. Αυτός ο ιεροκήρυκας πήρε 4 φορτηγά αυτοκίνητα αλάτι», τι τα έκανε; Αμέσως διατάσσουν, μέσω του εισαγγελέως της Θεσσαλονίκης: «Ο Αυγουστίνος Καντιώτης να συλληφθεί, ως καταχραστής του δημοσίου πλούτου». Έρχεται, λοιπόν, η διαταγή εν καιρώ νυκτός να συλληφθώ. Δεν με ξέρανε, βέβαια, οι άνθρωποι. Ας είναι αιωνία η μνήμη του Θεοκλήτου επισκόπου Γρεβενών που με αγαπούσε πολύ και με υπερασπίστηκε. Τους είπε: «Συλλάβετε εμένα, διότι ο Αυγουστίνος δεν έφαγε σπυρί απ’ αυτό το αλάτι: το διέθεσε εξ ολοκλήρου για το λαό». Έγινε εκ νέου σύσκεψη στη Θεσσαλονίκη, οπότε εματαιώθη η σύλληψις μου. Και όταν πέθανε ο καπεταν – Μάρκος, μου ζήτησαν να πάω κάτω να τον κηδεύσω. Τι να κάνουμε, περίεργα φαινόμενα είναι αυτά. Θα με συλλάμβαναν, επί κλοπή άλατος, μεγάλης ποσότητος, και διεσώθην χάριν του επισκόπου Γρεβενών. Αλλά και αν με συλλάμβαναν γιατί βοήθησα τον λαό, χαρά θα είχα. Να μη με κατηγορήσουν για άλλα πράγματα. Αυτό είχα πάντοτε σύνθημα.
«Δεν έκανα διακρίσεις, όλους τους βοηθούσα» Παράδειγμα αγάπης Ήταν φοβερή η εποχή. Συνέλαβαν από τα βουνά κάποιον αντάρτη – τον ξέρουν οι παλαιοί Κοζανίται – και δεμένο τον έσερναν μέσα στην πόλι. Κάποιοι άνανδροι Κοζανίται, που όταν εκείνος ήταν στα πράγματα καθότανε κλαρίνο μπροστά του, τώρα βλέποντάς τον σαν κτυπημένο σκυλί να τον μεταφέρουν στην πόλη, τον φτούσαν. Αυτός ήταν εχθρός μου, επανειλημμένως επιχείρησε να με σκοτώσει. Τον πιάσανε, λοιπόν, και σε αθλία κατάσταση τον έριξαν στη φυλακή. Όταν το έμαθα, στεναχωρέθηκα. Πήγα στις φυλακές, για να τον δω. Οι υπεύθυνοι των φυλακών δεν με άφηναν να μπω: «Σ’ αυτόν έρχεσαι και του φέρνεις φαγητό;», μου είπαν: «όχι φαγητό, αλλά δηλητήριο να του δώσεις». –«Όπως ερχόμουν σ’ εσάς και έφερνα φαγητό στη φυλακή και όχι δηλητήριο, το ίδιο θα κάνω και σ’ αυτόν τον φυλακισμένο», τους απήντησα. Με άφησαν τότε και μπήκα. Όταν άνοιξε η πόρτα και με είδε, έκλαυσε. Ήταν σε αθλία κατάσταση. Και είπε: «Πάτερ Αυγουστίνε, εσύ ήρθες να με δεις! Ούτε η γυναίκα μου ούτε τα παιδιά μου δεν με επισκέφθηκαν. Τώρα πιστεύω ότι υπάρχει Χριστός!».
«Της καρδιάς μου η πρωτεύουσα είναι η Κοζάνη» Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν. Ευσεβές ακροατήριο…, είναι άραγε ανάγκη να εκφράσω τον εσωτερικό μου κόσμο, είναι, λέγω, ανάγκη να πω ότι την ώρα αυτή αισθάνομαι μίαν όλως ιδιαιτέραν χαράν και συγκίνησιν; Ευρίσκομαι εις την Κοζάνη. Και αυτό απλώς το γεγονός ότι ευρίσκομαι εις την Κοζάνη, και μόνον αυτό το γεγονός, άσχετον προς την ομιλίαν, είναι δι’ εμέ πηγή χαράς και αγαλλιάσεως. Η πόλις της Κοζάνης δεν είναι δι’ εμέ μια από τας πολλάς πόλεις του Ελληνισμού. Με ηλέησε ο Θεός να είμαι ιεροκήρυξ. Με ηλέησε ο Θεός να κηρύξω εις πολλάς πόλεις και της Βορείου και της Νοτίου Ελλάδος. Με ηλέησε ο Θεός να περιοδεύσω αρκετά τμήματα του Ελληνισμού. Τέλος, με ηλέησε ο Θεός να ευρίσκωμαι μέσα εις τας Αθήνας ιεροκήρυξ. Αλλά δι’ εμέ η πόλις της Κοζάνης έχει μιαν όλως ιδιαιτέραν σημασίαν ή, δια να εκφρασθώ αγιογραφικώς, είναι δι’ εμέ η «ιδία πόλις», είναι η πόλις εκείνη με την οποία με συνδέουν αναμνήσεις αλησμόνητες, με συνδέουν δεσμοί, που δεν θα μπορέσει κανένας σατανάς να διαλύσει τους ιερούς τούτους δεσμούς. Κάποια μέρα, μέσα στην Αθήνα, ένας θερμός αναγνώστης του περιοδικού «Σπίθα» με σταμάτησε και λέγει: «Έχω μια απορία. Χρόνια τώρα είσαι μέσα στην Αθήνα. Έχεις φύγει εδώ και πολλά χρόνια από την Κοζάνη. Γιατί στο περιοδικό αυτό, που βγάζεις, δεν αλλάζεις τόπο, αλλά εξακολουθείς 15 τώρα ολόκληρα χρόνια που έφυγες από την Κοζάνη, να βάζεις επάνω στην προμετωπίδα του περιοδικού να γράφεις “Κοζάνη”;». Του απήντησα: -«Έχεις δίκιο. Αλλά δι’ εμένα υπάρχουν δύο χάρτες: ο ένας που είναι κρεμασμένος στα σχολεία, ο γεωγραφικός χάρτης, δείχνει ως πρωτεύουσα της Ελλάδος μας την Αθήνα. Αλλ’ εκτός αυτού του γεωγραφικού χάρτου υπάρχει ένας άλλος χάρτης, χάρτης καρδιάς. Και ο χάρτης της καρδιάς μου λέγει, ότι πρωτεύουσα δι’ εμένα δεν είναι η Αθήνα αλλά η Κοζάνη». Δεν είναι, λοιπόν, σχήμα λόγου, όταν λέγω ότι αισθάνομαι μία ιδιαιτέρα συγκίνηση όταν ευρίσκωμαι εις την Κοζάνη. Και η χαρά μου αυτή κορυφούται, όταν, εκτός του ότι ευρίσκομαι εις την Κοζάνη, έχω την χαρά να ομιλήσω προς υμάς. Επί παλαιών ημερών, απολυταρχικού εκκλησιαστικού καθεστώτος, όχι να ομιλήσωμεν στην Κοζάνη – αυτό ήτο ανέφικτον, όχι να μείνωμεν εις την Κοζάνη – και αυτό ήτανε δύσκολο, γιατί μας παρηκολουθεί η Ελληνική Αστυνομία. Θα έφθαναν ακόμη, αν μπορούσαν, να μας απαγορεύσουν και ν’ αναπνέωμεν τον καθαρόν αέρα της πόλεως, διότι ήτο έγκλημα ο ιεροκήρυξ, ο ιερομόναχος, να παραμένει και μιαν ακόμη ημέρα εις την Κοζάνη. Η Ιερά Σύνοδος κατ’ επανάληψιν συνεδρίασε και ησχολήθη με το εάν και κατά πόσον πρέπει να πατούμε την Κοζάνη. Τώρα χάρις εις το φιλελεύθερον πνεύμα του νυν ιεράρχου της Κοζάνης (Διονυσίου), έχω την χαράν να ευρίσκωμαι ενώπιόν σας. Επετράπη και εις εμένα να ομιλήσω εις την αγάπην σας, αν και πιστεύω ότι η πόλις δεν έχει ανάγκη από κηρύγματα. Ομιλεί ο καλός σας δεσπότης, ομιλεί ο ιεροκήρυξ της Μητροπόλεως, ομιλεί ο πρωτοπρεσβύτερος, ομιλούν οι μορφωμένοι κληρικοί, ομιλεί ο πρωτοπρεσβύτερος, ομιλούν οι μορφωμένοι κληρικοί, ομιλούν οι θεολόγοι στρατιώται, ομιλούν όλοι. Και ποιος δεν ομιλεί! Κατ’ εμέ, δεν φαντάζομαι άλλη πόλι στην Ελλάδα να έχει ακούσει τόσα πολλά κηρύγματα, όσα έχει ακούσει η πόλις της Κοζάνης. Έχετε χορτάσει. Συνεπώς δεν υπήρχε ανάγκη να ομιλήσω προς υμάς. Εκείνο που χρειάζεται η πόλις είναι ένα. Δεν είναι τόσο η ακρόασις του θείου λόγου, όσο είναι η εφαρμογή. Εάν αυτά που ακούσατε είκοσι χρόνια και πλέον από διαφόρους ιεροκήρυκας, τα εφήρμοζε η πόλις, θα ήταν πολύ διαφορετική από ό,τι είναι τώρα. Εν πάση περιπτώσει, θα σας ομιλήσω. Ρήτορας δεν είμαι. Εάν κανείς εδώ μέσα ήρθε ν’ ακούσει ρήτορα, θ’ απογοητευθεί. Δεν θα ομιλήσω για να σας κάνω εντύπωση. Τα χρόνια περνάνε. Θα σας ομιλήσω απλά. Θέλω να με εννοήσετε και η γριά και ο νέος και ο μικρός και ο αγράμματος και όλοι, που είστε εδώ πέρα, θέλω να με εννοήσετε. Θα σας κουράσω λιγάκι. Μια φορά κ’ εγώ περνώ από την Κοζάνη και θα σας παρακαλέσω να κάνετε υπομονή, κοντά στην υπομονή που έχετε, για να ακούσετε για μια ακόμη φορά, ίσως για τελευταία, τον ιεροκήρυκα, τον ιερομόναχο Αυγουστίνο. Θα σας παρακαλέσω να έχετε εδώ το νου σας, γιατί το κήρυγμα δεν είναι ένα είδος σπόρ, δεν είναι μια διασκέδασις. Εγώ το κήρυγμα δεν το νιώθω έτσι. Δεν είναι μια ψυχαγωγία, όπως πάμε στο γήπεδο, και δεν ξέρω που πάμε. Εγώ το κήρυγμα το θεωρώ μάχη, μάχη στην οποία πρώτα αγωνίζεται ο ιεροκήρυκας ή να πέσει ή να επιδράσει και να δημιουργήσει καταστάσεις μέσα στο έθνος του. Και ως μαχητάς, όχι απλώς θεατάς, αλλά ως αγωνιστάς, ως συναγωνιστάς, υπό την καλήν έννοια, εκλαμβάνω όλους τους αγαπητούς Χριστιανούς.
Όχι δε μόνον ως ιεροκήρυξ του λαού, αλλά και ως στρατιωτικός ιερεύς ευρέθην πάλιν εν Κοζάνη, κατ’ αρχάς μεν ως ιεροκήρυξ της 15ης Μεραρχίας, υπό τον ηρωϊκόν στρατηγόν Μαντάν, έπειτα δε ως διευθυντής της Θρησκευτικής Υπηρεσίας του Β΄Σώματος Στρατού, υπό τον στρατηγόν Καλογερόπουλον. Τότε πάλιν περιώδευσα τους στρατιωτικούς σχηματισμούς, όπου τα ευγενή τέκνα της Μακεδονίας έδιδον το ηρωϊκό «παρών» υπέρ της πατρίδος.
Δέκα έτη ανεπιθύμητος εις την εκκλησιαστικήν αρχή Έτσι συνεδέθην στενώς με την δικήν σας πόλι, την οποία ονόμαζα «ιδίαν πόλιν», πρωτεύουσα της ιδικής μου καρδίας. Με την βοήθειαν των εκλεκτών τέκνων της εκτίσθη μεταπολεμικώς το κτίριο των «40 Μαρτύρων», το οποίο εγένετο το ξεκίνημα και η απαρχή μιας ζωηράς φιλανθρωπικής κινήσεως, η οποία κατεπλούτισε την πόλιν με ευαγή ιδρύματα, εις τρόπον ώστε η Κοζάνη να συναγωνίζεται με άλλας πόλεις της Ελλάδος καυχωμένας δια τα ευαγή των ιδρύματα. Αλλά την προσφιλή πόλιν της Κοζάνης ηναγκαζόμην μεταπολεμικώς να επισκέπτωμαι νύκτωρ, διότι η τότε εκκλησιαστική αρχή του τόπου εθεώρει και το πέρασμά μας εκ της πόλεως ως επικίνδυνο. Μίαν δεκαετίαν διήρκεσε η δοκιμασία αυτή της ψυχής μου. Έληξε όμως με την εγκατάστασιν του σεβ. μητροπολίτου κ. Διονυσίου, ο οποίος και εις εμέ και εις τους περί εμέ θεολόγους επέτρεψε το κήρυγμα.
Ως απίστευτον! Και ήδη ο επί μίαν τριακονταετίαν μη γνωρίσας άνεσιν εκ τω εκκλησιαστικώ μου βίω, αλλ’ υπό της επισήμου Εκκλησίας συνεχώς διωκόμενος, ήδη κατά την πρεσβυτικήν μου ηλικίαν παρουσιάζομαι επίσκοπος. Ως απίστευτον φαίνεται. Ως θαύμα χαρακτηρίζεται. Οφείλεται και αυτό εις την αγάπην του λαού, η οποία με το ρεύμα της παρέσυρε παν εμπόδιον και προέβαλεν ως αίτημα, τολμώ να είπω πανελλήνιον, την προαγωγήν του ιεροκήρυκος, αίτημα το οποίον συνέλαβεν η ευαίσθητος κεραία της ψυχής του μακαριωτάτου αρχιεπισκόπου Αθηνών κ. Ιερωνύμου, υπό της αγάπης του οποίου ηττήθην, και ομολογώ την ήτταν. Αι ανεξιχνίαστοι βουλαί και το άπειρον έλεος του Θεού με έφεραν και πάλιν εις την Δυτικήν Μακεδονίαν. Η Κοζάνη, η οποία ουδέποτε ευρίσκετο μακράν της καρδίας μου, ήδη ευρίσκεται και γεωγραφικώς πλησίον μου. Ολίγα χιλιόμετρα έξω της Κοζάνης αρχίζουν τα όρια της ι. μητροπόλεως Φλωρίνης, της οποίας σήμερον ελέω Θεού εγκαθίσταμαι μητροπολίτης.
Αγαστή συνεργασία Σεβασμιώτατε άγιε Κοζάνης, είμεθα γείτονες. Όρια μεταξύ μας δεν υπάρχουν. Θα δύνασθε, οσάκις θέλετε, να εισέρχεσθε εις την μητρόπολίν μου, δια να λαμπρύνετε με το έξοχον λειτουργικόν σας τάλαντον τας εκκλησιαστικάς τελετάς. Εγώ δε, οσάκις ευκαιρώ, να εισέρχωμαι εις την ιδικήν σας μητρόπολιν ως ιεροκήρυξ, και να απευθύνω ολίγα απλά λόγια προς παλαιόν ακροατήριον, μετά του οποίου συνέπιον πικρά ποτήρια εν ημέραις εθνικού μαρτυρίου. Είθε η σημερινή ημέρα να είναι απαρχή αγαστής συνεργασίας των εξ μητροπολιτών της Δυτικής Μακεδονίας, συνεργασίας την οποίαν απαιτούν οι δύσκολοι καιροί τους οποίους ζώμεν. Ο λαός θα ομονοεί, εφ’ όσον οι ποιμένες θα ομονοούν. Και οι ποιμένες θα ομονοούν, εφ’ όσον δεν θα εκτελούν τα ίδια θελήματα, αλλά θα προσπαθούν να εκτελούν το άγιον θέλημα του αρχιποίμενος Χριστού.
Μνημονεύετε εις τας προσευχάς σας Συ δε, εκλεκτέ λαέ της Κοζάνης, ο οποίος κατακλύζεις τον ιερόν τούτον ναόν, αναμιμνησκόμενος παλαιών ημερών, παρακαλώ να μη λησμονείς εις τας προσευχάς σου να μνημονεύεις Αυγουστίνου επισκόπου, όπως και εγώ δεν θα παύσω να μνημονεύω υμών. Δίδω από της θέσεως ταύτης την αρχιερατικήν μου ευλογίαν υπέρ της πόλεως ταύτης, ήν Κύριος ο Θεός, πρεσβείαις του αγίου Νικολάου, φυλάττοι εκ παντός κακού». ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ ΤΟΥ Β΄ ΣΩΜΑΤΟΣ ΣΤΡΑΤΟΥ ΚΟΖΑΝΗΣ Το’ 40, που ήρθα στη Μακεδονία, την περιώδευσα πεζή, διότι είχα το καλύτερο «αυτοκίνητο», το δε καλύτερο «αυτοκίνητο» είναι τα πόδια του ανθρώπου. Με τα πόδια περιώδευσα την περιοχή και είδα τους κατοίκους τις…»
Πρότυπο αξιωματικού ο Βεντήρης Έφτασε ο Βεντήρης στην Κοζάνη, που ήταν η έδρα της στρατιάς. Διαλυμένος ο στρατός. Τι έκανε αυτός; Με στρατιωτική απλή ενδυμασία – έπρεπε πολύ να προσέξεις για να διακρίνεις ότι ήταν στρατηγός ή αντιστράτηγος – κάλεσε όλους τους αξιωματικούς. Καμμιά διακοσαριά ήταν. Μένανε, παρακαλώ, μέσα στην πόλι, στο σπιτάκι τους, με τη γυναίκα τους και τα παιδιά τους, ενώ διεξήγετο ο υπέρ πάντων αγών εις τα υψίπεδα της πατρίδος. Αμέσως, δίνει πρώτη διαταγή, «Θα απέλθουν όλες οι γυναίκες σας, δεν θα μείνει καμμία εδώ, και τα παιδιά σας. Πόλεμος γάρ, αγών υπέρ πάντων». Τις έδιωξε όλες. Και έστειλε τους αξιωματικούς στα στρατόπεδα. «Όπως οι στρατιώτες είναι στα στρατόπεδα, έτσι κ’ εσείς, που αποτελείτε την προνομοιούχο τάξη, θα πάτε στα στρατόπεδα». Και ανεχώρησαν όλοι. Την επομένη ημέρα δεν υπήρχε ούτε ένας στην πόλη. Βέβαια φώναζαν αυτοί και λέγανε «Βεντουρά» – δεν ξέρω αν κανείς τα θυμάται, εκ παραδόσεως. Βλέπετε σας λέγω παλαιές ιστορίες, αναμνήσεις είναι. Το άλλο είναι το εξής. Ήρθε ο βασιλιάς Παύλος, για να επισκεφθή το στρατόπεδο. Και οι Κοζανίτες, για να τον κολακεύσουν, του ετοίμασαν το καλύτερο διαμέρισμα και σ’ αυτόν και στην Φρειδερίκη και στην συνοδία τους. Αυτός, δημοκράτης ών, παρουσιάστηκε ενώπιον του βασιλέως, τον χαιρέτισε στρατιωτικά και του λέει: -«Που θα κοιμηθήτε απόψε, βασιλιά;». –«Εδώ», λέει, «μου έχουν ετοιμάσει διαμέρισμα». –«Όχι», απαντά, «δεν θα κοιμηθήτε εκεί. Σας υπενθυμίζω τον πατέρα σας, τον ένδοξο Κωνσταντίνο τον βασιλιά, αυτός κοιμόταν στα τσαντίρια. Και στη μάχη του Κιλκίς κοιμήθηκε πάνω στα χόρτα όλη τη νύχτα, και πήρε πλευρίτιδα. Όπως ο πατέρας σου ήταν κοντά στο στρατό και έγινε πρότυπο στρατιώτου – ο Βεντήρης πρώτος μεταχειρίστηκε την λέξη αυτή-, κ’ εσύ καλείσαι ν’ ακολουθήσεις τα χνάρια εκείνου. Τι θα πουν τότε οι στρατιώται, που όλη τη νύχτα μένουν στα φυλάκια: «Ά, καλά περνούν οι βασιλιάδες». «Εγώ θα σε φυλάγω», του είπε. «Θα κοιμηθείς στη σκηνή μου κ’ εγώ θα σε φυλάγω όλη τη νύχτα». Και πράγματι τον ανάγκασε να κοιμηθεί στη σκηνή, και αυτός ο ίδιος, όλη τη νύχτα, τον φύλαγε. Αυτό έκανε τεραστία εντύπωση εις όλους. Θέ’ τε ένα ακόμη παράδειγμα από τον βίο του αειμνήστου και υπερόχου αυτού ανδρός; Ενίκησε. Αλλά προτού να νικήσει, θα σας το πω στο τέλος, επήγε στα Γρεβενά, που ήταν η περιφέρειά του. Και εκείνη τη μέρα ετελείτο γάμος, «εν Κανά της Γαλλιλαίας», και παρευρέθη και αυτός εις τον γάμο. Λοιπόν, εκεί στο γαμήλιο τραπέζι του ευχόταν όλοι «Και στα δικά σου», γιατί ξέρανε ότι ήταν άγαμος. Του το λέγανε όλοι, το είπε και ο μακαρίτης ο δεσπότης, ο Θεόκλητος Σφήνας, ένας λεβέντης και υπέροχος δεσπότης. Του λέει: «Ενώνω και εγώ τις ευχές μου με τις ευχές όλων και σου εύχομαι: Και στα δικά σου». Και ο Βεντήρης συγκινημένος απαντά: -«Εγώ είμαι παντρεμένος από τα 17 μου χρόνια». –«Και ποια είναι η γυναίκα σου;», του λέει με απορία. Σηκώνεται όρθιος φέρνει το χέρι στο γύσο και λέει: -«Ονομάζεται Ελλάς». Από 17 χρονών ήταν εθελοντής. «Πατρός και μητρός και των άλλων απάντων προγόνων τιμιώτερον και σεμνότερον και αγιώτερον», λέγει ο Πλάτων, «εστίν η Πατρίς». Όλοι συνεκινήθησαν. Όπου υπάρχουν πρότυπα αξιωματικών, κάνουν θαύματα: όπου δεν υπάρχουν, διάλυσις. Ο Βεντήρης ήταν και άνθρωπος πίστεως. Μου έλεγε μια γυναίκα, που καθάριζε το ναό του Αγίου Αθανασίου στην Κοζάνη: «Στον Άγιο Αθανάσιο είχε το Στρατηγείο του και πρωΐ – πρωΐ πρώτος σηκωνόταν». Ήτανε πολύ φοβερός, είχε δε πειθαρχία άνευ προηγουμένου. Σήμερα, βέβαια, δεν σας κατηγορώ, δεν μπορείτε να εφαρμόσετε την πειθαρχία του Βεντήρη. Αλλά αυτή εθαυματούργησε. Στρατός χωρίς πειθαρχία είναι μηδέν. Σ’ εμένα ο στρατός υπήρξε σχολείο, πανεπιστήμιο υπήρξε. Σηκωνόταν πρωΐ πρωΐ και πήγαινε στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, και η γυναίκα αυτή τον άκουε: Προσκυνούσε και έλεγε: «Χριστέ μου, Παναγιά μου, υπηρετώ σαράντα χρόνια την πατρίδα, εάν είναι θέλημα σου να νικήσουμε, να ζήσω, εάν δεν νικήσουμε, να πεθάνω, δεν θέλω να ζω». Πίστις και Πατρίς, αυτά είναι τα μεγάλα και φωτεινά άστρα του ιστορικού μας γένους. Έχω γνωρίσει πολλά τοιαύτα παραδείγματα, θα σας πω ένα ακόμα. Ήρθε στην Κοζάνη ο Μεταξάς, εμένα με εδίωξε ο Μεταξάς για τα δημοκρατικά μου φρονήματα στο Μεσολόγγι. Ήρθε όλη η οικογένεια με τον βασιλιά Κωνσταντίνο στην Μητρόπολι Κοζάνης. Πήγαν να κοιμηθούν, ένας δεν εκοιμάτο. Πέρασε 1, πέρασε 2, πέρασε 3 τα μεσάνυχτα, και αυτός έγραφε. Ήταν ο Μεταξάς. Αυτός ήταν ο επιτελικός νους του στρατεύματος. Δεν ήταν τυχαίος άνδρας, γι’ αυτό ελέχθη από την Ακαδημία του Βερολίνου ότι: «Δεν υπάρχει στρατιωτικό πρόβλημα άλυτο για τον Μεταξά». Μια απλή γυναικούλα, την οποίαν εγνώρισα, μου έλεγε: «Έγραφε συνεχώς, και έπινε καφέδες κάθε ώρα. Κ’ εγώ ενόμισα ότι γράφει γράμμα στη γυναίκα του, και τον ρώτησα: “Γυιόκα μου, στην γυναίκα σου γράφεις γράμμα;”. Αυτός, για να μην πιάσει συζήτηση, έκανε: «Ναί», «ναί», «ναί». Αυτή επείσθη ότι γράφει γράμμα στη γυναίκα του και παραξενεύονταν που δεν τελείωνε αυτό το γράμμα. Πήγαινε και ξαναπήγαινε μέχρι τις 2 και 3 τα μεσάνυχτα. Στο τέλος του είπε: «Επί τέλους, ποια είναι αυτή η γυναίκα σου; Δεν τελειώνει αυτό το γράμμα που θα της στείλεις;». Σηκώνεται όρθιος και λέει: «Η Ελλάς»! Ω πατρίδα, όταν έχεις τέτοια μεγάλα πρότυπα!»
Ευλαβής νομάρχης της Κοζάνης και η απόλυσίς του Προ ετών ήρθε στην Κοζάνη ένας λαμπρός νομάρχης, λαμπρό παιδί. Έψαλλε λιγάκι και έψαλλε καλά. Μιλούσε και πολύ ωραία, μιλούσε πρακτικά, ζωντανά, μιλούσε θαυμάσια. Πήγαινε σε χωριά, πήγαινε στις διάφορες κοινότητες και εκκλησιαζόταν. Πρώτη φορά έβλεπαν στην εκκλησία νομάρχη. Οι άλλοι οι μασκαράδες έβγαζαν από την εκκλησία τον πρόεδρο, για να κουβεντιάσουν. Αυτός έμπαινε στην εκκλησία, ανέβαινε και στον άμβωνα και έλεγε τα λόγια του Θεού. Ή! ! ! ακούγανε αυτοί. Ωραία λόγια! Οι εχθροί του –είπαμε όποιος είναι Χριστιανός, θα υποστεί διωγμούς- κάνανε μια αναφορά, κάτω στο Υπουργείο, και λένε: «Μα νομάρχη μας στείλατε ή παπά;». Άκου τα τέρατα! Λοιπόν, το αποτέλεσμα. Ήταν μασόνος ο υπουργός, και τάκ, τον απολύει, αντί να του πει μπράβο. Να ο σταυρός! Ήρθε και με βρήκε. Ήταν στενοχωρημένος, όχι επειδή απελύθη, γιατί ήταν καλός και ικανός δικηγόρος, έβγαζε λεφτά, αλλά για την ατιμίαν των και για τον λόγο που τον απέλυσαν. «Άκουσε», του λέω, «τι θα κάνεις. Θυμάμαι κατά το 1948-49 εδημοσιεύθη σε μια εφημερίδα μια ωραία φωτογραφία. Δεν θυμάμαι ποια μέρα ακριβώς, αλλά θα πας στην βιβλιοθήκη, θα την ψάξεις, και αυτή θα σε απαλλάξει. Κάνε συγχρόνως και προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας ότι κακώς απελύθης, και θα επανέλθεις. Θα βοηθήσω κ’ εγώ από δω πέρα». Πάει, λοιπόν, και ψάχνει και βρίσκει την φωτογραφία. Έπρεπε να την έχω, για να την δείτε. Σ’ ένα χωριό έξω από το Λονδίνο, ένας λαϊκός είχε το Ευαγγέλιο και το ερμήνευε σε καμμιά εκατοστή χωρικούς και έγραφε από κάτω: «Μπορείτε να φανταστείτε ποιος είναι αυτός που ομιλεί επί του άμβωνος του ναού; Σας πληροφορούμε», έγραφε η εφημερίδα, «ότι ο ομιλών, δεν είναι ιεροκήρυκας ή πάστορας ή ξέρω εγώ και λοιπά, ή πάτερ, είναι ο πρωθυπουργός της χώρας, είναι ο Άτλι».
1912: «Χριστός ανέστη» στην Κοζάνη Το δικό μας Χριστός Ανέστη υπήρξε η βακτηρία, όπως λέγει κάποιος ιστορικός, επάνω στην οποία στηρίχθηκε το βασανισμένο μας γένος. Το δικό μας Χριστός Ανέστη υπήρξε ο πολικός αστέρας μέσα στη μαύρη νύκτα που πέρασε το Έθνος μας. Δεν μας έσωσαν οι ψευτοφιλοσοφίες, δεν μας έσωσαν οι διάφορες θεωρίες, μας έσωσε ο Χριστός, ο Αναστάς εκ νεκρών. Στην Κοζάνη όταν πήγα προ 10 ετών, βρήκα έναν γέροντα -Χαρά μου έχω πάντα, αδέρφια μου, όταν κουβεντιάζω με μικρούς της γης, γιατί κρύπτουν μάλαμα, μέσ’ στις καρδιές των, και στεναχωριέμαι όταν κουβεντιάζω με τους μεγάλους της γης. Βρήκα κάποιον Κοζανίτη 80 χρονών και μου είπε τα βάσανά του. -Άχ, λέει, βάσανα που έχει η ζωή! Μου τα είπε όλα. Και τον ρωτώ: -Δεν πέρασες και χαρές; Ποια είναι η μεγαλύτερη χαρά της ζωής σου; -Άμ! λέει, πέρασα μια χαρά! Κ’ εγώ περίμενα να δω τι θα μου πει; Τον αρραβώνα του, την παντρειά του, ποια ήταν τέλος πάντων η μεγαλύτερη χαρά του; Και τι μου είπε: -Ήμουν, λέει, την ώρα που στην πλατεία της Κοζάνης, το 1912, ήρθε τρεχάτος ένας Έλληνας τσολιάς και φώναξε: “Αδέλφια, Χριστός ανέστη!”». Τι έγινε τότε! Σχίσαμε τα φέσια μας. Και όλοι, όλοι φωνάζαμε «Χριστός ανέστη!». Είχε ελευθερωθεί, η πατρίδα μας και το εκφράζαμε με το «Χριστός ανέστη», που’ χε διπλή σημασία, εθνική και θρησκευτική, γιατί είναι ζυμωμένο μέσ’ στα αίματα, και μεσ’ στην ιστορία μας, και κανένας διάβολος, ούτε κόκκινος ούτε πράσινος, θα μπορέσει ποτέ μέσα απ’ τις καρδιές μας να ξερριζώσει την πίστι στο Χριστό. Κλείνοντας εδώ το πρώτο μέρος, ανοίγω μια παρένθεση και ερωτώ: Ο λαός της Κοζάνης τιμά τον π. Αυγουστίνο για αυτήν την μεγάλη του προσφορά, τα χρόνια της Κατοχής; Τον τιμούν οι άρχοντές της, τον τιμά η Δημοτική της αρχή; Μπορώ να βεβαιώσω, ως κάτοικος αυτής της πόλεως που γεννήθηκα μεγάλωσα και ανατράφηκα σ’ αυτήν, ότι ο λαός της Κοζάνης και μετά από 60 χρόνια με αγάπη και με ευγνωμοσύνη μιλά για τον π. Αυγουστίνο. Αυτοί που έζησαν τα γεγονότα, μετέδωσαν τον σεβασμό και την αγάπη στα παιδιά και στα εγγόνια τους. Γι’ αυτό και ο πιο αδιάφορος χριστιανός της Κοζάνης υποκλείνεται όταν ακούει το όνομά του. Ακόμη, κ’ εκείνος ο άλλος, που όλους τους ιερείς τους ισοπεδώνει, κλείνει το στόμα του, όταν ακούει το όνομα του Γέροντα και απαντά: «Αυτός αποτελεί εξαίρεση». Ο απλός λαός της Κοζάνης είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι υποκλείνεται εμπρός στον σεβάσμιο ιεράρχη. (Στο τρίτο βιβλίο που θα ακολουθήσει, θα δούμε, τι λέει η πόλι της Κοζάνης για τον π. Αυγουστίνο σήμερα). Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με την Δημοτική του αρχή. Και επειδή θέλω να μιλώ με γεγονότα, με ονόματα και παραδείγματα, κάνω το λόγο συγκεκριμένο. Την κεντρική πλατεία της πόλεως κοσμεί το άγαλμα ενός ιεράρχου, του επισκόπου Κοζάνης Ιωακείμ. Ο σημερινός Δήμαρχος της πόλεως κ. Κουκουλόπουλος, στην αρχή της σταδιοδρομίας του, είχε την ευαισθησία να τιμήσει τον εν λόγω ιεράρχη και να στήσει μεγάλο άγαλμα στο κέντρο της πόλεως. Πόσο διαφορετική όμως στάση δείχνει στον απλό εκείνο απεσταλμένο του Θεού, που ενώ ακόμη ζη, καταστρέφει ένα έργο δικό του! Όταν ο τιμώμενος από τον Δήμο επίσκοπος Κοζάνης Ιωακείμ εγκατέλειπε τον λαό και έφευγε στα όρη, ο π. Αυγουστίνος έμπαινε στην πόλι ως άγγελος Θεού, για να αντικαταστήσει τον μαρτυρικώς εκτελεσθέντα από τους Γερμανούς ιερομόναχο Ιωακείμ Λιούλια, που δεν έφυγε στα όρη, για να σωθεί. Η παρουσία του απλού ιερομονάχου Αυγουστίνου εμψύχωσε τον λαό και έσωσε την πόλι. Τα κηρύγματά του και η όλη δράση του τις δύσκολες εκείνες στιγμές του έθνους έγιναν βάλσαμο παρηγοριάς και κράτησαν ακμαίο το φρόνημα του πονεμένου λαού. Τα συσσίτια έσωσαν από τον θάνατο της πείνας πολλούς ανθρώπους. Και για όλα αυτά,… «αντί του μάννα χολή, αντί του ύδατος όξος», Όχι άγαλμα, όχι οδό με τ’ όνομά του, που σε ανοικτή του επιστολή, στο «ΧΡΟΝΟ» (Καθημερινή εφημερίδα Κοζάνης), ζητά από το Δημοτικό Συμβούλιο, ο εκλεκτός συμπολίτης μας Νικόλαος Κόμπος, την Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2001, αλλά και η αίθουσα διδασκαλίας, που ανήγειρε ο π. Αυγουστίνος και κήρυξε πολλές φορές εις αυτήν, με το πρόσχημα της φιλανθρωπίας, μετατρέπεται, σε παράρτημα του Κ. Α. Π. Η. και σε χώρο αποδυτηρίων, από τον Δήμο! Το θέμα είναι ανοικτό. Οι εργασίες διακόπησαν προσωρινά από την Πολεοδομία. Η Παναγία ετέθη φρουρός.
H κεντρική πλατεία της Kοζάνης μετά την Kατοχή. Kαρτ-ποστάλ του φωτο – Kυριάκου Kαπλάνογλου του Σταύρου, φωτογράφου της Kατοχής. Oι φωτογραφίες και τα αρνητικά των φωτογραφιών του π. Aυγουστίνου και της Eστίας που σώζονται είναι δικά του.
Kλείνοντας εδώ το πρώτο μέρος, ανοίγω μια παρένθεση και ερωτώ·
O λαός της Kοζάνης τιμά τον π. Aυγουστίνο για αυτήν την μεγάλη του προσφορά, τα χρόνια της Kατοχής; Tον τιμούν οι άρχοντές της, τον τιμά η Δημοτική της αρχή; Mπορώ να βεβαιώσω, ως κάτοικος αυτής της πόλεως που γεννήθηκα μεγάλωσα και ανατράφηκα σ’ αυτήν, ότι ο λαός της Kοζάνης και μετά από 60 χρόνια με αγάπη και με ευγνωμοσύνη μιλά για τον π. Aυγουστίνο. Aυτοί που έζησαν τα γεγονότα, μετέδωσαν τον σεβασμό και την αγάπη στα παιδιά και στα εγγόνια τους. Γι’ αυτό και ο πιο αδιάφορος χριστιανός της Kοζάνης υποκλείνεται όταν ακούει το όνομά του. Aκόμη, και εκείνος ο άλλος, που όλους τους ιερείς τους ισοπεδώνει, κλείνει το στόμα του, όταν ακούει το όνομα του Γέροντα και απαντά· «Aυτός αποτελεί εξαίρεση». O απλός λαός της Kοζάνης είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι υποκλείνεται εμπρός στον σεβάσμιο ιεράρχη. (Στό τρίτο βιβλίο που θα ακολουθήσει, θα δούμε, τί λέει η πόλη της Kοζάνης για τον π. Aυγουστίνο σήμερα). Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με την Δημοτική του αρχή. Kαι επειδή θέλω να μιλώ με γεγονότα, με ονόματα και παραδείγματα, κάνω το λόγο συγκεκριμένο·
Tην κεντρική πλατεία της πόλεως κοσμεί το άγαλμα ενός ιεράρχου· του επισκόπου Kοζάνης Iωακείμ. O σημερινός Δήμαρχος της πόλεως Πάρης Kουκουλόπουλος, στην αρχή της σταδιοδρομίας του, είχε την ευαισθησία να τιμήσει τον εν λόγω ιεράρχη και να στήσει μεγάλο άγαλμα στο κέντρο της πόλεως. Πόσο διαφορετική όμως στάση δείχνει στον απλό εκείνο απεσταλμένο του Θεού, που ενώ ακόμη ζεί, καταστρέφει ένα ιστορικό έργο δικό του! Όταν ο τιμώμενος από τον Δήμο επίσκοπος Kοζάνης Iωακείμ εγκατέλειπε τον λαό και έφευγε στα όρη, ο π. Aυγουστίνος έμπαινε στην πόλη ως άγγελος Θεού, για να αντικαταστήση τον μαρτυρικώς εκτελεσθέντα από τους Γερμανούς ιερομόναχο Iωακείμ Λιούλια, που δεν έφυγε στα όρη, για να σωθεί. H παρουσία του απλού ιερομονάχου Aυγουστίνου εμψύχωσε τον λαό και έσωσε την πόλη. Tα κηρύγματά του και η όλη δράση του τις δύσκολες εκείνες στιγμές του έθνους έγιναν βάλσαμο παρηγοριάς και κράτησαν ακμαίο το φρόνημα του πονεμένου λαού. Tα συσσίτια έσωσαν από τον θάνατο της πείνας πολλούς ανθρώπους. Kαι για όλα αυτά,… «αντί του μάννα χολή, αντί του ύδατος όξος», Όχι άγαλμα, όχι οδό με τ’ ονομά του, που σε ανοικτή του επιστολή, στο «XPONO» (Kαθημερινή εφημερίδα Kοζάνης), ζητά από το Δημοτικό Συμβούλιο, ο εκλεκτός συμπολίτης μας Nικόλαος Kόμπος, την Πέμπτη 8 Nοεμβρίου 2001, αλλά και η αίθουσα διδασκαλίας, που ενήγειρε ο π. Aυγουστίνος και κήρυξε πολλές φορές εις αυτήν, με το πρόσχημα της φιλανθρωπίας, μετατρέπεται, σε παράρτημα του K.A.Π.H. και σε χώρο αποδυτηρίων, από τον Δήμο! Tο θέμα είναι ανοικτό.
Oι εργασίες διακόπησαν προσωρινά από την Πολεοδομία, γιατί γίνονταν χωρίς άδεια. H Παναγία ετέθη φρουρός.
ΚΑΠΟΙΟΙ ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΝ ΝΑ ΞΑΦΑΝΙΣΟΥΝ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η ΑΧΑΡΙΣΤΙΑ ΣΤΟ ΑΠΟΚΟΡΥΦΩΜΑ ΤΗΣ
H αίθουσα διδασκαλίας του Συλλόγου των «40 Mαρτύρων» (1954 ως 30-3-2003). Έργο του π. Aυγουστίνου και των εκλεκτών συνεργατών του. Συνέχεια του έργου της «Eστίας Συσσιτίων» της Kατοχής.
H αίθουσα διδασκαλίας του π. Aυγουστίνου Kαντιώτου καταστρέφεται από τον Δήμο Κοζάνης (Επι Δημάρχου Πάρη Κουκουλόπουλου). Την μετατρέπει σε παράρτημα του Κ.Α.Π.Η. Κτίζει μέσα στην αίθουσα διδασκαλίας το Μ. Σάββατο του 2003, χωρίς άδεια. Οι εργασίες που έκανε η Τεχνική Υπηρεσία του Δήμου διακόπτονται από την Πολεοδομία του Δήμου, πριν ολοκληρωθούν και συνεχίζονται αργότερα.
O επίσκοπος Iωακείμ που έφυγε στα βουνά τιμάται από τον Δήμαρχο κ. Κουκουλόπουλο, με τεράστιο άγαλμα στην πλατεία της πόλεως. Τον ευεργέτη της πόλεως π. Αυγουστίνο Καντιώτη, που έπαιξε την ζωή του κορώνα γράμματα για τον λαό και έσωσε την πόλη τα χρόνια της κατοχής, του καταστρέφει το έργο!!!
Βλέπετε ο φτωχός Δήμος δεν είχε άλλους χώρους για να κάνει την φιλανθρωπία!!! Έπρεπε να καταλάβει τον χώρο του ιδρύματος, με την βοήθεια κάποιον ατόμων, που δεν έχουν ούτε ιερό, ούτε όσιο!!!