«ΚYΡIE, ΣΩΣΟΝ ΜΕ»
Κυριακὴ Θ΄ Ματθαίου (Ματθ. 14,22-34)
«ΚYΡIE, ΣΩΣΟΝ ΜΕ»
«…ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσόν με» (Ματθ. 14,30)
Ο Χριστός, ἀγαπητοί μου, δὲν ἔζησε πολὺ στὰ Ἰεροσόλυμα, ἐκεῖ ποὺ ἦταν οἱ γραμματεῖς, οἱ φαρισαῖοι καὶ οἱ ἀρχιερεῖς. Τὸν περισσότερο χρόνο τῆς ἐπὶ γῆς ζωῆς του τὸν ἔζησε κοντὰ στὴ λίμνη Γεννησαρὲτ ἢ θάλασσα τῆς Γαλιλαίας, ἐκεῖ ποὺ οἱ ψαρᾶδες ἔῤῥιχναν τὰ δίχτυα τους γιὰ νὰ ζήσουν. Ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ψαρᾶδες διάλεξε καὶ τοὺς ἀποστόλους του, μὲ τοὺς ὁποίους ἀνεγέννησε τὸν κόσμο.
Στὴ λίμνη αὐτὴ ὁ Χριστὸς ἔκανε καὶ τὸ θαῦμα ποὺ περιγράφει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Ποιό θαῦμα; Ἐὰν σᾶς ἔλεγαν ὅτι ἄνθρωπος περπάτησε πάνω στὴ θάλασσα, ποιός θὰ τὸ πίστευε; Καὶ ὅμως· «τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν» (Λουκ. 18,27).
Ἂς ἀναπαραστήσουμε τὴ σκηνὴ αὐτή.
* * *
Μιὰ νύχτα, περασμένα μεσάνυχτα, ἕνα μικρὸ καΐκι ταξίδευε στὰ νερὰ τῆς Γαλιλαίας. Μετέφερε τοὺς μαθητὰς τοῦ Χριστοῦ. Εἶνε εὐχάριστο τὸ ταξίδι ὅταν ἡ θάλασσα εἶνε ἤρεμη. Σὲ λίγο ὅμως ἄρχισε νὰ φυσάῃ, ὁ ἄνεμος δυνάμωσε, ἔγινε πολὺ ἰσχυρός, καὶ τὸ καΐκι ἔπεσε σὲ φοβερὰ τρικυμία. Σὰν καρυδότσουφλο, πότε ὑψωνόταν καὶ πότε βυθιζόταν. Οἱ ἀπόστολοι κινδύνευαν ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ νὰ πνιγοῦν. Τελικῶς τί ἔγινε;
Δὲν πνίγηκαν, σώθηκαν. Πῶς; Τὴν ὥρα ποὺ αὐτοὶ κινδύνευαν, πάνω ἀπ’ τὸ βουνὸ κάποιος τοὺς παρακολουθοῦσε. Ὅλη νύχτα δὲν κοιμήθηκε. Κοιμοῦνται τὰ πουλιά, κοιμοῦνται τὰ ζῷα, κοιμοῦνται οἱ ἄνθρωποι, τὰ νήπια καὶ οἱ γέροντες, κοιμοῦνται ὅλοι. Ἕνας δὲν κοιμᾶται, εἶνε ὁ ἀκοίμητος ὀφθαλμός· ἕνας δὲ γνωρίζει ὕπνο. Εἶνε ὁ Χριστός! Πάνω ἐκεῖ, γονατισμένος, ὕψωνε τὰ χέρια στὸ οὐρανὸ καὶ προσευχόταν· παρακαλοῦσε τὸν οὐράνιο Πατέρα γιὰ τοὺς μαθητάς του. Προσευχόταν ὁ Χριστός. Κι ὅταν εἶδε ὅτι κινδυνεύουν ἦρθε κοντά τους· βρέθηκε ἐκεῖ στὴ λίμνη, καὶ περπατοῦσε πάνω στὰ κύματα. Μέσ’ στὸ σκοτάδι οἱ μαθηταὶ νόμισαν πὼς βλέπουν φάντασμα καὶ φοβισμένοι ἐκραύγασαν. Εἶνε ποτὲ δυνατὸν νὰ περπατᾷ ἄνθρωπος πάνω στὸ νερό; Ἀμέσως ὅμως ὁ Χριστὸς τοὺς εἶπε· ―«Μὴ φοβεῖσθε» (Ματθ. 14,27), ἐγὼ εἶμαι. —Ἂν εἶσαι σύ, Κύριε, φωνάζει ὁ Πέτρος, πές μου νὰ ’ρθῶ κοντά σου περπατώντας κ’ ἐγὼ πάνω στὸ νερό. ―Ἔλα, τοῦ λέει ὁ Κύριος. Καὶ πράγματι ὁ Πέτρος κατέβηκε ἀπ’ τὸ πλοῖο κι ἄρχισε νὰ βαδίζῃ πάνω στὰ κύματα. Βλέποντας ὅμως δυνατὸ τὸν ἄνεμο φοβήθηκε, ἄρχισε νὰ βυθίζεται καὶ φώναξε «Κύριε, σῶσόν με» (ἔ.ἀ. 14,30). Ἀμέσως ὁ Χριστὸς ἅπλωσε τὸ σπλαχνικὸ καὶ παντοδύναμο χέρι του καὶ τὸν ἅρπαξε. Μόλις μπῆκαν μαζὶ στὸ πλοῖο, κόπασε ὁ ἄνεμος κ’ ἔγινε γαλήνη. Ὅσοι ἦταν στὸ καΐκι ἔπεσαν ὅλοι καὶ τὸν προσκύνησαν λέγοντας· «Ὄντως εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ».
* * *
Τί μᾶς διδάσκει, ἀγαπητοί μου, τὸ θαῦμα; Μᾶς διδάσκει ὅτι, ὅπως ὁ Πέτρος καὶ οἱ ἄλλοι μαθηταὶ κινδύνευαν νὰ πνιγοῦν μέσ᾿ στὴν ἀγριεμένη θάλασσα, ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς κινδυνεύουμε. Κινδυνεύουμε ἀπὸ πολλοὺς κινδύνους.
Κινδυνεύουμε σωματικῶς. Κινδυνεύουμε ἀπὸ ἀσθένειες. Τί εἶνε ὁ ἄνθρωπος! Ἐκεῖ ποὺ κάθεσαι, ἐκεῖ ποὺ κρατᾷς τὸ ποτήρι, ἐκεῖ ποὺ μιλᾷς μὲ τὸν ἄντρα σου ἢ τὴ γυναῖκα σου, ἐκεῖ ποὺ περπατᾷς ἢ ἐκεῖ ποὺ ταξιδεύεις, μιὰ σταγόνα αἷμα νὰ γλιστρήσῃ καὶ νὰ πάῃ στὸν ἐγκέφαλο ἢ στὴν καρδιά, καὶ μένεις μὲ τὸ ποτήρι στὰ χείλη, δὲν προλαβαίνεις νὰ πιῇς τὸν καφφέ. Κινδυνεύουμε ἀπὸ τὸ θάνατο. Ποιός ἀπὸ μᾶς ξέρει, ἂν θὰ ζήσῃ ὣς τὸ βράδυ; Κινδυνεύουμε στὰ δάση ἀπὸ ἄγρια θηρία, στὰ χωράφια ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως, στὶς ἀσχολίες μας ἀπὸ διάφορα δυστυχήματα, ἰδίως στοὺς δρόμους ἀπὸ τὰ τροχαῖα. Χιλιάδες εἶνε τὰ θύματα κάθε χρόνο ἀπὸ τὰ αὐτοκίνητα. Ἔχουμε τόσους νεκροὺς καὶ τραυματίες, ὅσους δὲν εἴχαμε στὶς πιὸ μεγάλες μάχες ποὺ κάναμε στὰ βουνὰ γιὰ τὴν πατρίδα. Ἔχουμε νεκροὺς ὅσους δὲν ἔχουν ὅλα τὰ Βαλκάνια. Κινδυνεύουμε ὅμως καὶ στὰ ἄλλα μέσα συγκοινωνίας· ἀεροπλάνο, πέντε λεπτὰ προτοῦ νὰ προσγειωθῇ στὴν Κοζάνη, δέχτηκε κεραυνό, ἔσπασαν τὰ φτερά, ἔπεσε καὶ ἔγινε συντρίμμια, μὲ πλῆθος θύματα· μόνο ἀπὸ τὰ δαχτυλίδια προσπαθοῦσαν ν’ ἀναγνωρίσουν τοὺς ἐπιβάτες· θρῆνος καὶ κοπετός…
Ἰδού ἡ ἐποχή μας! Τὴν συγκρίνει κανεὶς μὲ ἄλλες ἐποχές, χωρὶς ῥαδιόφωνα, χωρὶς τηλεοράσεις, χωρὶς ἁμάξια πολυτελείας, χωρὶς πλούτη, μὲ τὰ λυχνάρια καὶ τὰ δᾳδιά, μὲ τὰ γαϊδουράκια καὶ τοὺς ἁπλοῦς ἀνθρώπους… Ὦ ἅγιε κόσμε ἀθάνατε, ποὺ ἔφυγες πιὰ ἀπὸ τὰ μάτια μας, κ᾿ ἦρθε ἕνας ἄλλος αἰώνας, ποὺ θέλει νὰ λέγεται πολιτισμένος, ἀλλὰ ἡ ἱστορία θὰ τὸν γράψῃ ὡς τὸν ἀπαισιώτερο αἰῶνα τῆς καταστροφῆς! Τώρα κινδυνεύουμε – ἀπὸ ποῦ· ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη. Μιὰ προφητεία λέει· «Τὰ ἄθεα γράμματα θὰ καταστρέψουν τὴν ἀνθρωπότητα». Τί ἐννοεῖ; Δὲν κινδυνεύει ὁ κόσμος ἀπ’ τὸ γεωργὸ ποὺ σκάβει τὴ γῆ, ἀπ’ τὸ βοσκὸ ποὺ βόσκει τὰ γιδοπρόβατά του· κινδυνεύει ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ βγαίνουν ἀπ’ τὰ πανεπιστήμια, καὶ μὲ τὸ μυαλό τους —μυαλὸ σατανικό— σκέπτονται πῶς νὰ βροῦν τὰ πιὸ φονικὰ ὅπλα. Ἔγραψαν λ.χ. οἱ ἐφημερίδες, ὅτι ἀνεκαλύφθη τὸ νετρόνιο· τί θὰ πῇ νετρόνιο; Ὅπως παίρνεις καὶ ῥίχνεις ντι-ντι-τὶ καὶ σκοτώνεις τὶς μῦγες, ἔτσι ἡ βόμβα νετρονίου θὰ καθαρίζῃ τοὺς ἀνθρώπους. Ἔρχονται φοβερὲς ἡμέρες· ἕνα ἀεροπλάνο, ἕνα μαυροπούλι τοῦ σατανᾶ, θ᾿ ἀνεβῇ ψηλὰ χιλιάδες μέτρα καὶ —Θεέ μου! προσευχηθῆτε— μία βόμβα στὴ μία πόλι, καὶ τέλος! ἄλλη βόμβα στὴν ἄλλη, καὶ τέλος· ἄλλη βόμβα στὴν τρίτη πόλι, καὶ τέλος… Γῆ Μαδιάμ, θὰ ἐρημωθῇ ὁ κόσμος.
Κινδυνεύουμε λοιπὸν σωματικῶς. Ἀλλὰ πρὸ παντὸς κινδυνεύουμε ψυχικῶς. Μὲ ποιά γλῶσσα, ἀδελφοί μου, νὰ περιγράψουμε τοὺς ψυχικοὺς κινδύνους; Δυστυχῶς ὅμως τοὺς ὑποτιμοῦμε. Ἂς παρακαλέσουμε τὸ Θεό, νὰ μᾶς φωτίσῃ νὰ τὸ καταλάβουμε. Κινδυνεύουν ὄχι τόσο τὰ κορμιά μας ὅσο οἱ ψυχές μας. Ἂς εἰρωνεύωνται κάποιοι νεαροί, ποὺ περιφέρονται μὲ τὸ τσιγάρο στὸ στόμα καὶ μὲ τὴν ἀθεΐα καὶ ἀπιστία στὰ μυαλά. Ψυχή! σοῦ λένε, μὰ ὑπάρχει ψυχή;… Μάλιστα, κύριοι· ὑπάρχει ψυχή, ὑπάρχει κόλασις, ὑπάρχει παράδεισος. Νὰ εἶστε ἀπολύτως βέβαιοι, ὅτι ὑπάρχει Θεός, ἄλλη ζωή, αἰωνιότης. Κινδυνεύουν λοιπὸν οἱ ψυχές μας. Ἀπὸ ποῦ; Ἀπὸ τρεῖς ἐχθρούς. Πρῶτον, ἀπὸ τὴ σάρκα μας. Ὅπως εἶπε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ἡ σάρκα εἶνε ἕνα κτῆνος, ἕνα γουρούνι, ποὺ ζητᾷ νὰ μᾶς κυλήσῃ μέσα στὴ λάσπη καὶ στὸ βόρβορο. Δεύτερον, κινδυνεύουμε ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς ἀπιστίας καὶ τῆς διαφθορᾶς, ποὺ δελεάζει καὶ ἐπηρεάζει. Καὶ τρίτον, κινδυνεύουμε ἀπὸ τὸ σατανᾶ, ὁ ὁποῖος «ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ», κυκλοφορεῖ σὰν λιοντάρι ποὺ βρυχᾶται ψάχνοντας ποιόν νὰ καταπιῇ (Α´ Πέτρ. 5,8). Κινδυνεύουμε μέρα – νύχτα. Εἴμαστε βαρκοῦλες. Ἐμεῖς εἴμαστε τὸ μικρὸ πλοιάριο τῆς Γεννησαρέτ. Μπορεῖ μιὰ βαρκούλα νὰ περάσῃ τὸ πέλαγος καὶ τὸν ὠκεανό; «Ἐδῶ καράβια πνίγονται», ὅπως λέει ἡ παροιμία, καὶ οἱ «βαρκοῦλες ἀρμενίζουν»; ἐδῶ ὑπερωκεάνια χάνονται, κ’ ἐσύ, βαρκούλα, ποῦ πᾷς;
Ἀλλ’ ἂς φύγουμε ἀπὸ τὸ ἄτομό μας καὶ ἂς δοῦμε τὸ σύνολο. Κινδυνεύουμε ἀκόμα καὶ ἐθνικῶς. Τὸ βλέπουμε ἐδῶ στὴν ἀκριτικὴ γωνιά μας. Ποῦ εἴμεθα, μὲ ποιούς συνορεύουμε, ποιοί μᾶς περιβάλλουν; Φοβοῦμαι, δὲ θέλω νὰ τὸ πῶ, τρέμει ἡ καρδιά μου, γιατὶ εἶμαι Ἕλληνας Χριστιανὸς καὶ πονῶ. Κινδυνεύουμε καὶ δημογραφικῶς νὰ ξεκληριστοῦμε τελείως ὡς φυλὴ· νὰ μὴ μείνῃ πλέον οὔτε ἕνας Ἕλληνας πάνω στὴ γῆ, νὰ σβήσῃ τὸ ἱστορικὸ αὐτὸ ἔθνος.
Κινδυνεύουμε λοιπὸν ἀτομικῶς, κινδυνεύουμε οἰκογενειακῶς, κινδυνεύουμε ἐθνικῶς, κινδυνεύουμε τέλος πανανθρωπίνως· ἐκτὸς τῶν πολέμων, πάει νὰ διαταραχθῇ ἡ ἰσορροπία στὴ φύσι, ἡ ἀτμόσφαιρα, οἱ πάγοι στοὺς πόλους, ἡ χλωρίδα καὶ ἡ πανίδα (φυτὰ καὶ ζῷα)· ἡ γῆ νὰ γίνῃ ἕνας γυμνὸς σφόνδυλος, κι ὁ σατανᾶς νὰ τοῦ δώσῃ μιὰ κλωτσιὰ νὰ τὸν ἀφανίσῃ.
* * *
―Ὤ, ἀπελπιστικὰ εἶν’ αὐτὰ ποὺ μᾶς λές!…
Ὄχι, ἀγαπητοί μου. Βλέποντας τοὺς κινδύνους ποὺ διατρέχουμε ἂς ἔχουμε ψηλὰ τὸ μέτωπο. Ἀπελπίζονται οἱ ἄπιστοι καὶ αὐτοκτονοῦν. Ὅσοι πιστεύουν στὸ Θεὸ δὲν ἀπελπίζονται. Γνωρίζουν ὅτι, πέρα ἀπὸ τὴν ὕλη, τὶς φυσικὲς δυνάμεις καὶ τὸ χρῆμα, ὑπάρχει ὁ μεγάλος Θεός, ὑπάρχει ὁ Χριστός, ποὺ ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς τοὺς αἰῶνας. Τί χρειάζεται; Νὰ κάνουμε ὅπως ὁ Πέτρος, ποὺ φώναξε «Κύριε, σῶσόν με». Ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς ὅλοι νὰ φωνάξουμε· Κύριε, σῶσε μας! Παρακαλέστε, ἀδέρφια μου, τὸ Θεό· Κύριε, σῶσε τὸν κόσμο, τὴν Ἑλλάδα μας, τὴ Μακεδονία μας· σῶσε τοὺς γονεῖς μας, τὰ παιδιά μας, τὴν οἰκογένειά μας, ὅ,τι φίλτατο ἔχουμε ἐπὶ τῆς γῆς, διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό της Ἁγίας Παρασκευῆς Πισοδερίου – Φλωρίνης 31-7-1977)
_____________
ΡΟΥΜΑΝΙΚΑ
______________
PREDICA MITROPOLITULUI AUGUSTIN DE FLORINA LA DUMINICA A IX-A DUPĂ RUSALII
(MATEI 14, 22-34)
VIAŢA NOASTRĂ – O MARE FURTUNOASĂ
– Tu eşti Doamne? Dacă eşti Tu, spune-mi să vin la Tine, păşind şi eu pe deasupra apelor. Domnul i-a făcut acest dar.
-Vino, i-a spus. Şi Petru a început să păşească pe deasupra valurilor. Văzând însă vântul puternic, s-a înfricoşat şi a început să se scufunde.
– Doamne, mântuieşte-mă!, strigă cu agonie.
Hristos îşi întinde imediat mâna şi îl prinde.
– “Puţin credinciosule” – îi zice – “de ce te-ai îndoit?” (Matei 14, 31).
Şi imediat ce au intrat în barcă s-a făcut linişte. L-au slăvit pe Dumnezeu şi I-au spus lui Hristos: “Cu adevărat, Tu eşti Fiul lui Dumnezeu!” (Matei 14, 33).
Şi astăzi, patria noastră este încercată. Precum în vremurile strămoşilor noştri, aşa şi în zilele noastre, este încercată în marea furtunoasă a ameninţărilor şi a capcanelor diplomatice. Doar credinţa, nezdruncinata credinţă, poate să facă minunea. E suficient ca Ellada să repete Domnului strigătul lui Petru: “Doamne, mântuieşte-mă!” (Matei 14, 30).
Într-un sat din regiunea noastră a avut loc un deces. A murit nu vreun bătrân, ci o copilă tânără de douăzeci de ani. În floarea vârstei. A venit moartea şi a luat-o pe această fată binecuvântată, pentru care părinţii ei îşi făceau vise de aur. A luat-o şi se tânguieşte acum întreg satul. Ne vom duce acum să cântăm acolo slujba de ieşire, înmormântarea, şi să-i mângâiem pe cei îndoliaţi, pe cei ce plâng. Mângâierea noastră este credinţa în învierea de obşte.
“Şi chiar dacă nu-mi rămâne-n lume
Aşadar, în Domnul nostru Iisus Hristos, Care trăieşte şi împărăţeşte în veci, să avem nădejdea noastră, credinţa noastră, şi Dumnezeu nu ne va părăsi niciodată. Amin.
†Episcopul Augustin
(Sfânta Biserică a Sfântului Gheorghe Tripotamou – Florina 16.08.1992)
Like this:
_
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.