MEΓΑΛH EBΔOMAΔA
Κυριακὴ Βαΐων
Προφητεια του Ησαϊου
ΑΡΧΙΖΟΥΝ, ἀγαπητοί μου, οἱ ἀκολουθίες τῆς ἁγίας καὶ Μεγάλης Ἑβδομάδος. Ἀπόψε τὸ βράδυ, ἐνῷ κανονικὰ θὰ ἔπρεπε νὰ γίνεται ἡ ἀκολουθία τοῦ ἑσπερινοῦ, ἐν τούτοις τελεῖται ἡ ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου. Μπορεῖ λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία νὰ κάνῃ τέτοιες ἀλλαγές. Δὲν ἔχει σημασία κυρίως τὸ πότε ἑορτάζουμε, ἀλλὰ τὸ πῶς ἑορτάζουμε. Ἔτσι ἀπόψε ψάλλεται ὁ ὄρθρος τῆς ἑπομένης ἡμέρας, τῆς ἁγίας καὶ Μεγάλης Δευτέρας.
Ἡ ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου εἶνε ὑπέροχη, συγκινητική. Ἀρχίζει, ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, μὲ τὸν ἑξάψαλμο, ποὺ εἶνε μία συλλογὴ ἕξι ψαλμῶν τοῦ Δαυῒδ ἀπὸ τὸ Ψαλτήρι. Εἶνε οἱ ψαλμοὶ 3, 37, 62, 87, 102 καὶ 142. Τὸ ἄκουσμα τῶν ψαλμῶν αὐτῶν δημιουργεῖ κατάνυξι καὶ φέρνει δάκρυα στὰ μάτια. Γι᾽ αὐτὸ πρέπει νὰ ἐρχώμεθα νωρὶς στὸ ναὸ καὶ νὰ παρακολουθοῦμε τὸν ἑξάψαλμο μὲ σιωπή, μεγάλη προσοχὴ καὶ δέος. Στὰ θεόπνευστα λόγια τῶν ψαλμῶν αὐτῶν βλέπουμε, ὅτι τὸ μόνο καταφύγιο καὶ ἡ ἀληθινὴ παρηγορία τοῦ ταλαιπώρου ἀνθρώπου στὴ θλῖψι του, ὅταν ὅλοι τὸν περιφρονοῦν καὶ τὸν ἐγκαταλείπουν ἢ τὸν κατατρέχουν καὶ τὸν πληγώνουν, εἶνε ὁ Θεός.
Τὶς ἡμέρες αὐτὲς μετὰ τὸν ἑξάψαλμο, ἀντὶ ν᾽ ἀκουστῇ τὸ «Θεὸς Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν…» ποὺ λέγεται συνήθως, ἀκοῦμε νὰ ψάλλεται τὸ ἀλληλούϊα τριπλὸ καὶ τέσσερις φορές. Τὸ ἀλληλούϊα εἶνε χαρακτηριστικὸ τῆς πενθίμου περιόδου τῆς νηστείας. Τί σημαίνει «ἀλληλούϊα»; Εἶνε ἑβραϊκὴ λέξις· στὴν ἑλληνικὴ σημαίνει «αἰνεῖτε τὸν Κύριον». Μὲ ἄλλα λόγια· ἂν ἀγαπᾷς τὸν Κύριο, κάνε τὴν καρδιά σου κιθάρα καὶ βιολί, νὰ παίζῃ μέρα – νύχτα καὶ νὰ λέῃ «Αἰνεῖτε τὸν Θεόν» (Ψαλμ. 150,1). Τότε ἡ ὑμνῳδία σου θὰ εἶνε λατρεία λογική· διαφορετικά, θὰ εἶσαι «χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον» (Α΄ Κορ. 13,1). Ἔχει μεγάλη σημασία ποιόν ἀγαπᾷ καὶ ποιόν ὑμνεῖ ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλληλούϊα ψάλλει τὸ σύμπαν ὁλόκληρο· ὁ οὐρανός, ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη, τὰ ἄστρα, ἡ γῆ, τὰ ὄρη, οἱ πεδιάδες, οἱ ποταμοί, τὰ δέντρα, τὰ ἄνθη, τὸ χορτάρι. Ἀλληλούϊα ψάλλουν στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ οἱ ἄγγελοι, οἱ ἀρχάγγελοι, οἱ ψυχὲς τῶν δικαίων, ὅλη ἡ θριαμβεύουσα ἐκκλησία· κρατοῦν κιθάρες καὶ τὸν ὑμνοῦν. Ἑπομένως καὶ ἡ ἐπὶ τῆς γῆς στρατευομένη ἐκκλησία ἂς ψάλλῃ μαζί τους, ἂς δοξάζῃ τὸ Θεὸ καὶ ἂς ἐπαναλαμβάνῃ «Ἀλληλούϊα, ἀλληλούϊα, ἀλληλούϊα», «Αἰνεῖτε τὸν Κύριον».
Ἂν εἶστε φιλακόλουθοι καὶ προσεκτικοί, θὰ παρατηρήσετε ὅτι κάθε φορὰ ποὺ ψάλλεται τὸ τριπλὸ ἀλληλούϊα δὲν λέγεται μόνο του· προηγεῖται κάποιος στίχος. Τέσσερις φορὲς ψάλλεται τὸ ἀλληλούϊα, τέσσερις στίχοι ἀκούγονται. Ὁ πρῶτος στίχος λέει· «Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά μου πρὸς σέ, ὁ Θεός, διότι φῶς τὰ προστάγματά σου ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἠσ. 26,9α΄). Ὁ δεύτερος στίχος λέει· «Δικαιοσύνην μάθετε, οἱ ἐνοικοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς» (ἔ.ἀ. 26,9β΄). Ὁ τρίτος στίχος λέει· «Ζῆλος λήψεται λαὸν ἀπαίδευτον, καὶ νῦν πῦρ τοὺς ὑπεναντίους ἔδεται» (ἔ.ἀ. 26,11β΄). Καὶ ὁ τέταρτος στίχος λέει· «Πρόσθες αὐτοῖς κακά, Κύριε, πρόσθες (αὐτοῖς) κακὰ τοῖς ἐνδόξοις τῆς γῆς» (ἔ.ἀ. 26,15).
Ἀπὸ ποῦ εἶνε παρμένοι οἱ στίχοι αὐτοὶ ποὺ προηγοῦνται τοῦ ἀλληλούϊα; ποιός τὰ εἶπε τὰ λόγια αὐτά; Τὰ εἶπε ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα πνεύματα τῆς ἀνθρωπότητος, ἕνας προφήτης, ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγάλους προφῆτες τῆς παλαιᾶς διαθήκης, ὁ Ἠσαΐας. Ὁ προφήτης Ἠσαΐας ἔζησε 800 χρόνια πρὸ Χριστοῦ. Ὅποιος θέλει, ἂς ἀνοίξῃ τὸ βιβλίο του στὸ εἰκοστὸ ἕκτο (ΚΣΤ΄ = 26ο) κεφάλαιο, κ᾽ ἐκεῖ θὰ βρῇ τὰ λόγια αὐτὰ τῶν στίχων τοῦ ἀλληλούϊα. Εἶνε λόγια ποὺ δυσκολευόμεθα τώρα νὰ τὰ καταλάβουμε.
Οἱ στίχοι αὐτοὶ εἶνε ἀπὸ μία ποιητικὴ προσευχὴ τοῦ Ἠσαΐου. Στὸ κεφάλαιο αὐτὸ τῆς προφητείας τοῦ Ἠσαΐου βρίσκεται ἡ πέμπτη ᾠδή. Καὶ πρέπει στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ ποῦμε, ὅτι οἱ ᾠδὲς ποὺ ἔχει καθιερώσει στὴ λατρεία της ἡ Ἐκκλησία μας εἶνε ἐννέα. Τί εἶνε αὐτὲς οἱ ἐννέα ᾠδές; Εἶνε ἔμμετρες, δηλαδὴ ποιητικές, προσευχές, τὶς ὁποῖες συνέλεξε ἡ Ἐκκλησία μέσα ἀπὸ τὰ θεόπνευστα βιβλία ὅλης τῆς ἁγίας Γραφῆς, Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης. Τὶς ἐννέα αὐτὲς βιβλικὲς ᾠδὲς τὶς ἔχει ἑρμηνεύσει ὅλες, μὲ τὴ σοφία καὶ τὴ φιλοπονία του, ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης σὲ ἕνα ὡραιότατο βιβλίο, ποὺ σᾶς συνιστῶ νὰ τὸ διαβάσετε· λέγεται «Κῆπος χαρίτων». Ἐκεῖ ὑπάρχει καὶ ἡ ἑρμηνεία τῶν τεσσάρων αὐτῶν στίχων τοῦ ἀλληλούϊα.
Ἐπειδὴ ὑπάρχει δυσκολία στὴν κατανόησί τους, θὰ προσπαθήσουμε ἐν συνεχείᾳ, σὲ μία μικρὰ σειρὰ ὁμιλιῶν, νὰ ἐξηγήσουμε, ὅσο μποροῦμε, τοὺς στίχους αὐτούς, ἀφιερώνοντας μία ὁμιλία γιὰ τὸν καθένα.
Δὲν ἀρκεῖ ἁπλῶς νὰ τ᾽ ἀκοῦμε τὰ λόγια αὐτά· πρέπει καὶ νὰ τὰ ἐννοοῦμε, νὰ τὰ νιώθουμε στὴν καρδιά μας, καὶ πιὸ πολὺ νὰ τὰ ἐφαρμόζουμε. Ἅμα τ᾽ ἀκοῦμε ἁπλῶς νὰ ψάλλωνται τέρπεται μόνο ἡ ἀκοή. Ὡραῖα εἶνε τὰ ψαλσίματα, κανείς δὲν ἀμφιβάλλει· ἀλλὰ χωρὶς νὰ ἐννοοῦμε – νὰ καταλαβαίνουμε τὰ λόγια τους καὶ χωρὶς νὰ τὰ ἐφαρμόζουμε ξέρεις τί καταντοῦν; Τσῶφλια. Ὅπως ὁ καρπός· ἔχει τσῶφλι, ἀλλὰ τὸ περιεχόμενο εἶν᾽ ἐκεῖνο ποὺ τρώγεται. Χρήσιμα εἶνε βέβαια καὶ τὰ τσῶφλια, γιατὶ προστατεύουν τὸν καρπό, ἀλλ᾽ ἕως ἐκεῖ. Ἐὰν δὲ σπάσῃς τὸ καρύδι καὶ δὲ βρῇς τὴν ψίχα, δὲν τρῶς τίποτα. Καρπὸς εἶνε τὰ θεῖα νοήματα, τσῶφλι – περίβλημα εἶνε ἡ μουσική, τὸ ἄκουσμα τῆς μελῳδίας. Ἢ ―γιὰ νὰ ποῦμε αὐτὸ ποὺ λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο (βλ. Ματθ. 21,18-22)― ἡ μουσικὴ εἶνε σὰν τὰ φύλλα τῆς συκιᾶς. Ὡραῖα εἶνε τὰ φύλλα, ἀλλὰ παραπάνω ἀπὸ τὰ φύλλα εἶνε ὁ καρπός. Ὁ Χριστὸς ἔψαχνε στὰ κλαδιὰ τῆς συκιᾶς νὰ βρῇ σῦκα· βρῆκε φύλλα, μόνο φύλλα· καρπὸ τίποτα. Καὶ ὠργισμένος εἶπε· «Μηκέτι ἐκ σοῦ καρπὸς γένηται εἰς τὸν αἰῶνα» (ἔ.ἀ. 21,19). Μὴν εἴμαστε λοιπὸν κ᾽ ἐμεῖς σὰν τὴν ἄκαρπο συκῆ· μόνο φύλλα, μόνο λόγια, μόνο ψαλσίματα. Νὰ δώσουμε καὶ καρπό· κατανόησι, συμμετοχὴ μὲ τὴν καρδιά, ἐφαρμογὴ στὴν πρᾶξι. Γι᾽ αὐτὸ λέω, ὅτι αὐτοὶ οἱ στίχοι, ὅπως καὶ ὅλα τὰ ὡραῖα τροπάρια ποὺ ψάλλονται, ἔχουν ἀνάγκη ἑρμηνείας. Καὶ αὐτὸ θὰ τολμήσω ὁ γέρων ἐγὼ ἐπίσκοπος.
* * *
Ὁ Ἠσαΐας ἔζησε σὲ ἐποχὴ ποὺ βασίλευε φοβερὸ σκοτάδι εἰδωλολατρίας, πλάνης καὶ ἁμαρτίας. Τότε λοιπὸν εἶδε – προφήτευσε καὶ εἶπε· Μιὰ μέρα τὸ σκοτάδι θὰ σβήσῃ· μέσα στὴ βαθειὰ νύχτα τῆς εἰδωλολατρίας θ᾽ ἀνατείλῃ λαμπρὸς ἥλιος.
Δὲν ἐννοεῖ τὸν φυσικὸ ἥλιο. Ὁ ἥλιος αὐτός, ποὺ βλέπουμε, εἶνε μία σκιὰ μπροστὰ σ᾽ ἕναν ἄλλο ἥλιο. Ὅπως τὸ ὑλικὸ στερέωμα ἔχει ἕναν ἥλιο ποὺ τὸ φωτίζει, ἔτσι τὸ πνευματικὸ στερέωμα, ἡ Ἐκκλησία μας, ποὺ εἶνε ἕνας ἄλλος οὐρανός, ἔχει τὸν δικό του ἥλιο· καὶ ὁ ἥλιος αὐτὸς εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Αὐτὸς φωτίζει, θερμαίνει καὶ ζωογονεῖ κάθε κτίσμα, κάθε λογικὴ ὕπαρξι, κάθε ἀνθρώπινη ψυχή. Θὰ σβήσῃ λοιπὸν τὸ σκοτάδι καὶ θὰ ἔρθῃ τὸ φῶς· αὐτὸ προφήτευε ὁ Ἠσαΐας.
Καὶ δὲν εἶπε μόνο αὐτό· εἶπε καὶ πολλὰ ἄλλα, ποὺ ὅλα ἐκπληρώθηκαν στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἐκείνη ἡ ὑπέροχη προφητεία ποὺ ἀκούγεται τὴ Μεγάλη Παρασκευή, ποὺ δείχνει τὸν πάσχοντα Χριστὸ καὶ λέει· «Οὗτος (ὁ Χριστὸς) τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται, καὶ ἡμεῖς ἐλογισάμεθα αὐτὸν εἶναι ἐν πόνῳ καὶ ἐν πληγῇ ὑπὸ Θεοῦ καὶ ἐν κακώσει» (Ἠσ. 53,4).
Τί θαῦμα κι αὐτό! Ἡ προφητεία εἶνε ἕνα θαῦμα. Ἂν θέλετε νὰ τὸ καταλάβετε καλύτερα, φανταστῆτε νὰ σηκωθῇ σήμερα κάποιος καὶ νὰ πῇ, ὅτι μετὰ ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια θὰ ἐμφανισθῇ ἕνας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος θὰ εἶνε «αὐτὸς κι αὐτός», νὰ περιγράψῃ δηλαδὴ μὲ ἀκρίβεια τὰ χαρακτηριστικά του γνωρίσματα, καὶ ὄντως μετὰ ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια τὰ λόγια του νὰ πραγματοποιηθοῦν μὲ κάθε λεπτομέρεια. Ἢ φανταστῆτε κάποιος νὰ εἶχε περιγράψει τὴ μορφὴ καὶ τὸ χαρακτῆρα καὶ τὸ ἔργο λ.χ. τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου – πότε; ἑκατὸ χρόνια προτοῦ νὰ ἐμφανιστῇ ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος. Ἀδύνατον αὐτὸ τὸ πρᾶγμα γιὰ τὴν ἀνθρώπινη διάνοια. Μόνο ἕνας ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ, ἕνας προφήτης, φωτιζόμενος ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, μπορεῖ νὰ πῇ τέτοια λόγια καὶ νὰ κάνῃ τέτοιες προβλέψεις. Γι᾽ αὐτὸ ἡ θεόπνευστος προφητεία εἶνε θαῦμα.
Περιέγραψε λοιπὸν ὁ Ἠσαΐας τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν μὲ ὅλες τὶς λεπτομέρειες, ἀπὸ τὴ γέννησί του μέχρι τὰ σεπτά του πάθη. Καὶ ὅποιος τὰ μαζέψῃ αὐτὰ ὅλα, θὰ φτειάξῃ ἕνα ἄλλο Εὐαγγέλιο. Ἔχουμε τέσσερα Εὐαγγέλια; αὐτὸ εἶνε τὸ κατὰ Ἠσαΐαν Εὐαγγέλιον. Γι᾽ αὐτὸ τὸν Ἠσαΐα τὸν εἶπαν καὶ πέμπτον εὐαγγελιστή.
* * *
Ὦ Θεέ μου, τί θαύματα ἔχει ἡ Ἐκκλησία μας καὶ δὲν τὰ γνωρίζουμε! Γι᾽ αὐτὸ τὶς ἡμέρες αὐτὲς θὰ προσπαθήσουμε ν᾽ ἀναλύσουμε τοὺς προφητικοὺς αὐτοὺς στίχους.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Α΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, στὸ ιερό ναὸ του ῾Αγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 12-4-1987
Μεγάλη Δευτέρα βράδυ
Ορθριζουμε προς το Φως;
«Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά μου πρὸς σέ, ὁ Θεός, διότι φῶς τὰ προστάγματά σου ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἠσ. 26,9α΄)
Ο ΠΡΩΤΟΣ ἀπὸ τοὺς τέσσερις στίχους, ποὺ συνοδεύουν τὸ ἀλληλούϊα στὴν ἀρχὴ τῆς ἀκολουθίας τοῦ Νυμφίου τὰ βράδια τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, λέει· «Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά μου πρὸς σέ, ὁ Θεός, διότι φῶς τὰ προστάγματά σου ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἠσ. 26,9α΄).
Τί θὰ πῇ αὐτό; Εἶνε λόγια τοῦ προφήτου Ἠσαΐα. Μποροῦμε ἆραγε νὰ τὰ ἐπαναλάβουμε κ᾽ ἐμεῖς; Γιατί τὰ εἶπε ὁ Ἠσαΐας; Δὲν εἶνε ἕνας ἁπλὸς λόγος· εἶνε μία πραγματικότης, ποὺ ὁ προφήτης τὴ ζῇ. Θεέ μου, λέει, σὲ ἀγαπῶ. Σὲ ἀγαπῶ τόσο, ὥστε σὲ θυμᾶμαι ὄχι μόνο τὴν ἡμέρα, ἀλλὰ καὶ τὴ νύχτα. Πάω νὰ κοιμηθῶ, καὶ ξυπνῶ νωρίς. Σηκώνομαι ἀπ᾽ τὸ κρεβάτι πολὺ πρὶν ἀνατείλῃ ὁ ἥλιος, καὶ ἡ καρδιά μου εἶνε σ᾽ ἐσένα, σὲ λατρεύω καὶ σὲ δοξάζω.…την συνέχεια εδώ
* * *
Εἶστε, ἀγαπητοί μου, ἔγγαμοι καὶ ἄγαμοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι. Ποιός ἀπὸ σᾶς ποὺ ἔχετε οἰκογένεια καὶ ποιός νέος ἢ νέα δὲν αἰσθάνθηκε τὴν ἕλξι τοῦ ἔρωτος; Εἶνε κάτι ἀκατηγόρητο· ἀπὸ τὸ Θεὸ εἶνε ἡ ἕλξι ἀνδρὸς – γυναικός· εἶνε φυσικὸ καὶ εὐλογημένο, ὅταν δὲν ἐκτρέπεται καὶ δὲν λαμβάνῃ διαστάσεις πάθους. Τί γίνεται λοιπὸν στὸν σώφρονα ἔρωτα; Ὅποιος ἀγαπᾷ, εἴτε ἄντρας εἴτε γυναίκα, τὸ πρόσωπο ποὺ ἀγαπᾷ τό ᾽χει μέσ᾽ στὴν καρδιά του. Ἀρέσκεται νὰ τὸ βλέπῃ. Εὐχαριστιέται ν᾽ ἀκούῃ τὰ λόγια του· ὄχι μιὰ ὥρα, ἀλλὰ δυὸ καὶ τρεῖς καὶ περισσότερες ὧρες κουβεντιάζει μαζί του· νυχτώνει, περνοῦν τὰ μεσάνυχτα, ξημερώνει, καὶ τὰ λόγια δὲν τελειώνουν.
Ἀρέσκεσαι λοιπὸν νὰ μιλᾷς μὲ τὴν ἀγαπημένη ἢ τὸν ἀγαπημένο σου; Ἔ, δὲ θὰ εἶσαι ἄνθρωπος, ἂν πέρα ἀπὸ τὸν ἔρωτα αὐτὸν δὲ νιώθῃς καὶ κάποιον ἄλλον ἔρωτα. Ὑπάρχει ἕνας ἔρωτας ἀπείρως μεγαλύτερος καὶ ὑψηλότερος· εἶνε ὁ ἔρως τοῦ Θεοῦ. Ναί! Ἀκατανόητα – κινέζικα φαίνονται αὐτά; Ἀλλ᾽ ὅσοι τὸ αἰσθάνθηκαν μέσα τους αὐτό, ὅπως τὸ αἰσθάνθηκε ὁ Ἠσαΐας, αὐτοὶ λένε μαζί του· Σὲ ἀγαπῶ, Κύριε, σὲ λατρεύω. Σὲ σκέπτομαι μέρα – νύχτα καὶ ὣς τὰ μεσάνυχτα, καὶ τὸ πρωῒ ἀπ᾽ τὸ βαθὺ ὄρθρο σὲ ἀναζητῶ. Ὁ ἔρωτας δὲν ἀφήνει τὸν ὕπνο νὰ σφαλίσῃ τὰ μάτια μου. Νωρὶς – νωρὶς ξυπνῶ καὶ σοῦ μιλῶ. «Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά μου πρὸς σέ, ὁ Θεός…»· λόγια, ποὺ δείχνουν τὴν φλογερὰ ἀγάπη ποὺ εἶχε ὁ Ἠσαΐας στὸ Θεό.
Καὶ μόνο ὁ Ἠσαΐας; Καὶ ὁ Δαυῒδ ἐπίσης λέει· «Ὁ Θεὸς ὁ Θεός μου, πρὸς σὲ ὀρθρίζω· ἐδίψησέ σε ἡ ψυχή μου, ποσαπλῶς σοι ἡ σάρξ μου ἐν γῇ ἐρήμῳ καὶ ἀβάτῳ καὶ ἀνύδρῳ». Βασιλιᾶς αὐτός, μὲ τόσες μέριμνες καὶ φροντίδες, ξυπνοῦσε ἀπὸ τὸν ὄρθρο διψώντας νὰ βρῇ τὸν Κύριο. Κι ἀλλοῦ λέει· «Μεσονύκτιον ἐξεγειρόμην τοῦ ἐξομολογεῖσθαί σοι…» (Ψαλμ. 62,2· 118,62). Ἀκοῦτε; Μεσάνυχτα, λέει, Κύριε, σηκωνόμουν γιὰ νὰ σὲ δοξολογήσω.
Καὶ μόνο ὁ Ἠσαΐας καὶ ὁ Δαυΐδ; Καὶ σήμερα ὑπάρχουν ἀσκηταὶ σὲ σπηλιές, ποὺ τὴ νύχτα, ἐνῷ ὅλα κοιμῶνται, αὐτοὶ δὲν κοιμῶνται· ψάλλουν ὕμνους στὸ Θεὸ καὶ λένε τὸ «Ἀλληλούϊα, ἀλληλούϊα, ἀλληλούϊα».
Καὶ μόνο ἀσκηταί; Καὶ ἁπλοῖ πιστοί. Ἀπὸ μιὰ ἀγράμματη γερόντισσα καταγομένη ἀπὸ τὸν Πόντο διεπίστωσα, ὅτι ἐκεῖ, ὅπως καὶ στὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ στὴ Μακεδονία, ὑπῆρχε μιὰ ὡραία συνήθεια. Πῶς ἔσβησαν τώρα οἱ ὡραῖες συνήθειες καὶ γίναμε ἄγριοι, παρ᾽ ὅλο τὸ λεγόμενο πολιτισμό! Τί ἔμαθα λοιπὸν ἀπὸ αὐτήν. Ἐκεῖ, λέει, εἴχαμε συνήθεια νὰ ξυπνοῦμε τὰ μεσάνυχτα καὶ νὰ κάνουμε προσευχή… Ὑπάρχει ἀκόμα μιὰ παράδοσι, ὅτι τὸ σύμπαν ὁλόκληρο σταματάει τὰ μεσάνυχτα ἕνα λεπτό, γιὰ νὰ ὑμνήσῃ κι αὐτὸ τὸν Μεγαλοδύναμο.
* * *
«Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά μου πρὸς σέ, ὁ Θεός…». Ἐφαρμόζεται ἆραγε σήμερα ὁ λόγος αὐτός, ἢ ἁπλῶς τὸν ἀκοῦμε νὰ τὸν ψάλλουν μόνο οἱ ψαλτάδες μας τώρα τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα;
Ζοῦμε σὲ χρόνια ποὺ πραγματοποιεῖται ἡ προφητεία τοῦ Χριστοῦ μας ὅτι «Ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν» (Ματθ. 24,12)· θὰ παγώσῃ, θὰ γίνῃ ψυγεῖο – Βόρειος Πόλος ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν γιὰ τὸ Θεό. Σημεῖο κατάρας, σημεῖο ἀντιχρίστου αὐτό. Δὲ θ᾽ ἀγαποῦν τὸ Θεό, δὲ θ᾽ ἀγαποῦν κανένα. Ἂν ὑπῆρχε ἕνα πνευματικὸ θερμόμετρο καὶ τὸ βάζαμε στὴν καρδιά μας, θὰ ἔδειχνε ὑπὸ τὸ μηδέν. Σὲξ καὶ ἔρωτες σαρκικοὶ ὑπάρχουν, ἀλλὰ ὁ ἔρως τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀγάπη τοῦ Κυρίου ἔσβησε, δὲν ὑπάρχει.
Ἀπόδειξις ὁ ἐκκλησιασμός. Βλέπεις, Κυριακὴ ἡμέρα, χτυπᾷ ἡ καμπάνα, καὶ δὲν πηγαίνουν στὴν ἐκκλησία. «Στοῦ κουφοῦ τὴν πόρτα ὅσο θέλεις χτύπα». Οἱ περισσότεροι βρίσκουν τὴν ὥρα αὐτὴ νὰ κοιμηθοῦν. Εἶνε ἁμαρτία, τὴν ὥρα ποὺ χτυποῦν οἱ καμπάνες καὶ σὲ καλοῦν, ἐσὺ νὰ κοιμᾶσαι. Εἶσαι σὰν ἕνα στρατιώτη πού, ἐνῷ ἡ σάλπιγγα σαλπίζει ἐγερτήριο, αὐτὸς δὲν δίνει τὸ παρών. Σὲ καλοῦν οἱ καμπάνες, οἱ σάλπιγγες τοῦ οὐρανοῦ. Αὐτὲς οἱ καμπάνες, ποὺ τώρα χτυπᾶνε, μιὰ μέρα στὸν ἄλλο κόσμο θὰ μᾶς δικάσουν. Βλέπεις λοιπὸν τὸ λεγόμενο χριστιανὸ καὶ δὲ σηκώνεται νὰ πάῃ μιὰ ὥρα στὴν ἐκκλησία, νὰ δοξάσῃ τὸ Θεό, ἢ ἔρχεται βραδὺς – βραδύς, ἀργά, περὶ τὸ τέλος τῆς θείας λειτουργίας. Ποῦ εἶν᾽ ἐκεῖνες οἱ μάνες ποὺ λέει τὸ ποίημα·
«…Ἔ, παιδιά, καιρός, ξυπνᾶτε, εἶναι Κυριακή,
ἡ καμπάνα μᾶς φωνάζει, τὴν ἀκοῦτ’ ἐκεῖ;…»
(Ἠλία Τανταλίδη, Ἡ Κυριακή· Ἀναγν. Γ΄ Δημ., σ. 61).
Ἔρημος εἶνε τώρα ὁ ναὸς ἀπὸ παιδιά. Τὰ μετρῶ, δὲν εἶνε οὔτε δέκα. Ὦ μανάδες, θὰ τὸ πληρώσετε ἀκριβά. Τὰ παιδιά, χωρὶς Θεό, θὰ γίνουν τρομοκράται. Χωρὶς Θεὸ ὁ ἄνθρωπος δὲν ζῇ, πολιτισμὸς δὲν ὑπάρχει.
Δὲν ξυπνοῦν λοιπὸν νὰ ἔρθουν στὴν ἐκκλησιά. Περνάει ὅμως ἡ μέρα, νυχτώνει, βγαίνουν τὰ ἄστρα, καὶ τότε τί βλέπω; Ἀγρυπνία. Τί ἀγρυπνία; Ἀγρυπνία τοῦ διαβόλου. Γέμισε ὁ τόπος ἀπὸ νυχτερινὰ κέντρα, χιλιάδες, περισσότερα ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες. Ἐκεῖ μαζεύονται τὴ νύχτα καὶ γίνεται σατανικὴ ἀγρυπνία. Κι ἂν μετρήσετε αὐτοὺς ποὺ ἀγρυπνοῦν γιὰ τὸ διάβολο, θὰ δῆτε ὅτι εἶνε περισσότεροι ἀπ᾽ αὐτοὺς ποὺ ἀγρυπνοῦν γιὰ τὸ Θεό.
* * *
«Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά μου πρὸς σέ, ὁ Θεός, διότι φῶς τὰ προστάγματά σου ἐπὶ τῆς γῆς». Ὀρθρίζω πρὸς ἐσένα, Θεέ μου, λέει. Γιατί; Τὸ αἰτιολογεῖ. Διότι οἱ προσταγές σου εἶνε φῶς πάνω στὴ γῆ. Ἡ διδασκαλία δηλαδὴ τοῦ Χριστοῦ, τὰ λόγια του, οἱ ἐντολές του, τὰ προστάγματά του, εἶνε φῶς.
Ὅλα τὰ λόγια καὶ ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ εἶνε φῶς, ἀλλὰ ἰδιαιτέρως λάμπει, μὲ ἐξαιρετικὸ φῶς, τὸ τέλος τῆς ἐπιγείου ζωῆς του. Τὰ γεγονότα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος ἔχουν ἀσύγκριτη ὀμορφιά. Γι᾽ αὐτὸ σ᾽ ἕνα ὡραῖο τροπάριο ἀκούσαμε· «Τὰ πάθη τὰ σεπτὰ ἡ παροῦσα ἡμέρα ὡς φῶτα σωστικὰ ἀνατέλλει τῷ κόσμῳ» (κάθ. ὄρθ. Μ. Δευτ.). «Φῶτα σωστικὰ» εἶνε τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ. Μόνο χυδαῖοι ἄνθρωποι δὲν μποροῦν νὰ αἰσθανθοῦν τὸ μεγαλεῖο αὐτῆς τῆς ἑβδομάδος. Ἔλα κοντὰ στὴν Ἐκκλησία, νὰ γεμίσῃ ἡ καρδιά σου ἀπὸ φῶς. «Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά μου πρὸς σέ, ὁ Θεός, διότι φῶς τὰ προστάγματά σου ἐπὶ τῆς γῆς».
* * *
Ἀδελφοί μου, σεῖς τὸ μικρὸ ποίμνιο ποὺ ἀγρυπνεῖτε γιὰ τὸν Κύριο, δοξάστε τὸ Θεό, διότι ἀπολαμβάνετε τέτοιους ὕμνους καὶ ἀκοῦτε ὅτι «φῶς τὰ προστάγματά σου ἐπὶ τῆς γῆς».
Φῶς εἶνε οἱ ἐντολὲς τοῦ Κυρίου μας. Ὅποιος πιστεύει στὸ Χριστό, ὅποιος τὸν ἀκούει κι ἀκολουθεῖ τὸ δρόμο του, ἔχει φῶς. Ὅποιος δὲν πιστεύει καὶ δὲν ζῇ κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο, ἔχει σκοτάδι κ᾽ εἶνε δυστυχής, ἔστω κι ἂν ξέρῃ γράμματα κ᾽ ἔχῃ διπλώματα καὶ ξέρῃ γλῶσσες. Κρίμα στὰ σχολειὰ καὶ στὰ πανεπιστήμια, ποὺ ἀντὶ νὰ διδάσκουν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, διδάσκουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος κατάγεται ἀπὸ τὸν πίθηκο. Γέμισε ὁ τόπος πανεπιστήμια, καὶ ὅμως σκοτάδι ἁπλώνεται γύρω. Ἕνας ἀγράμματος ποὺ πιστεύει στὸ Θεὸ ἀξίζει παραπάνω ἀπὸ ἕνα ἐπιστήμονα ποὺ δὲν πιστεύει τίποτα. Γι᾽ αὐτὸ ἕνας μεγάλος ποιητὴς τῆς Γερμανίας εἶπε ὅτι, παρ᾽ ὅλα τὰ «φῶτα» τοῦ αἰῶνος τούτου, σκοτάδι ἐξακολουθεῖ νὰ ἐπικρατῇ. Ὅταν σταυρώθηκε ὁ Χριστὸς τὴ Μεγάλη Παρασκευή, «σκότος ἐγένετο ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν» (Ματθ. 27,45)· καὶ κάθε φορὰ ποὺ ὁ Χριστὸς ξανασταυρώνεται μὲ τὴν ἀπιστία καὶ ἀποστασία, σκοτάδι βασιλεύει πάνω στὴ γῆ.
Ἂς δοξάσουμε τὸ Θεό, διότι στὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ βλέπουμε τὸ μεγαλεῖο τῆς πίστεώς μας. Ἂς παρακολουθοῦμε τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες. Καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Θεὸς νὰ δοῦμε καὶ τὴν ἔνδοξο ἀνάστασι τοῦ Κυρίου καὶ ν᾽ ἀκούσουμε τὸ «Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός…» (πανν. Πάσχα). Τὸ δὲ ἀνέσπερο φῶς εἶνε ὁ Χριστός, «ὃν ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας».
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Β΄μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, στὸ ιερό ναὸ του ῾Αγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 12-4-1987
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.