1. ΠΛΟΥΣΙΟΙ & ΦΤΩΧΟΙ 2. Ο πλουτος κατα την χριστιανικη αντιληψι
Κυριακὴ Ε΄ Λουκᾶ (Λουκ. 16,19-31)
ΠΛΟΥΣΙΟΙ & ΦΤΩΧΟΙ
ΤΟ Εὐαγγέλιο, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἕνα βιβλίο ἀνεκτιμήτου ἀξίας. Μηδέν μπροστά του ὅλα τὰ βιβλία τοῦ κόσμου. «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται», εἶπε ὁ Κύριος, «οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι» (Ματθ. 24,35). Ἡ ἱστορία εἴκοσι αἰώνων ἀποδεικνύει, ὅτι εἶνε τὸ αἰώνιο βιβλίο. Ὅπως κανείς δὲ μπορεῖ νὰ σβήσῃ τὸν ἥλιο, ἔτσι καὶ τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ εἶνε ὁ πνευματικὸς ἥλιος τῆς ἀνθρωπότητος.
Ἀπόδειξις ἡ σημερινὴ περικοπή. Εἶνε μιὰ ὑπέροχη παραβολὴ τοῦ Κυρίου, ἡ παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου.
* * *
Παρουσιάζονται κυρίως δύο πρόσωπα· ὁ πλούσιος καὶ ὁ φτωχός, ὁ ἕνας στὴν κόλασι ὁ ἄλλος στὸν παράδεισο. Μποροῦμε ἆραγε ἀπ᾽ αὐτὸ νὰ βγάλουμε τὸ συμπέρασμα, ὅτι κάθε πλούσιος θὰ πάῃ στὴν κόλασι καὶ κάθε φτωχὸς στὸν παράδεισο; Ὄχι. Τὸ συμπέρασμα δὲν εἶνε ὀρθό. Διότι στὴν ἴδια τὴν παραβολὴ βλέπουμε, ὅτι μέσα στὸν παράδεισο ἔλαμπε σὰν ἄστρο φωτεινὸ – ποιός; Ἕνας πλούσιος· ὁ Ἀβραάμ. Πῶς κέρδισε αὐτὸς τὸν παράδεισο;
Ὁ Ἀβραὰμ ἔζησε ἀντίθετα ἀπὸ τὸν πλούσιο τῆς παραβολῆς. Ζοῦσε κάτω ἀπὸ σκηνές. Ἡ ζωή του λιτὴ καὶ ἀπέριττη. Καὶ πρὸ παντὸς ἦταν φιλόξενος. Ὅπως ὁ ψαρᾶς ῥίχνει τὸ δίχτυ νὰ πιάσῃ ψάρια, ἔτσι αὐτὸς κάθε μέρα ἅπλωνε τὸ δίχτυ τῆς φιλανθρωπίας· ὅποιον ξένο ἔβλεπε, τὸν φιλοξενοῦσε στὴ σκηνή του.
Πλούσιος λοιπὸν ὁ Ἀβραάμ, καὶ τὸν βλέπουμε στὴν καρδιὰ τοῦ παραδείσου. Πλούσιος ἦταν καὶ ὁ Ἰώβ, ἄλλη προσωπικότης τῆς παλαιᾶς διαθήκης, ποὺ ἦταν προστάτης χηρῶν καὶ ὀρφανῶν, κοινωνικὸς καὶ μεταδοτικός. Πλούσιος ἦταν καὶ ὁ ἅγιος Ἀντώνιος, καὶ πούλησε ὅλη τὴν περιουσία του γιὰ νὰ τὴ δώσῃ στοὺς φτωχούς. Πλούσιοι ἦταν καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἅγιοι.
Πλούσιοι ὑπῆρξαν στὴν πατρίδα μας καὶ οἱ ἐθνικοὶ εὐεργέται. Τώρα δὲν ὑπάρχουν πλέον τέτοιοι. Ἡ πτωχὴ Ἑλλὰς ἔχει σήμερα πλουσίους, ἀλλὰ οἱ εὐεργέτες ἔλειψαν. Μαζὶ μὲ ἄλλες ὡραῖες παραδόσεις τῆς φυλῆς μας ἔσβησε κι αὐτή· σπανίζουν τώρα οἱ εὐεργέτες.
Στὶς 8 Νοεμβρίου, τῶν Ταξιαρχῶν, ἡ Φλώρινα ἑορτάζει τὴν ἀπελευθέρωσί της ἀπὸ τὸν Τουρκικὸ ζυγό. Ἀλλὰ γιὰ νὰ συντελεσθῇ ἡ νίκη, ὁ θρίαμβος τοῦ ᾽12, ποιός συνετέλεσε; Οἱ μεγάλοι εὐεργέτες, ὅπως ὁ Γεώργιος Ἀβέρωφ. Μικρὸ παιδί, ἔφυγε ἀπὸ τὸ ὑπόδουλο Μέτσοβο καὶ πῆγε στὴν Ἀλεξάνδρεια. Τριάντα χρόνια δούλεψε σκληρά, ἀπέκτησε μεγάλη περιουσία, καὶ τὴν ἔδωσε ὅλη στὸ ἔθνος. Ἔτσι ἀγοράστηκε τὸ θρυλικὸ ἐκεῖνο καράβι, ὁ «Ἀβέρωφ», μὲ τὸ ὁποῖο ὁ ὑπέροχος ναύαρχος Παῦλος Κουντουριώτης, κατεναυμάχησε στὰ Δαρδανέλλια τὸν τουρκικὸ στόλο. Ἕνας εὐεργέτης ὁ Ἀβέρωφ. Καὶ μόνο αὐτός; Γεμάτη εἶνε ἡ ἱστορία ἀπὸ εὐεργέτες. Καὶ σήμερα ἡ Ἑλλὰς γεννᾷ δραστηρίους ἀνθρώπους, ἀλλὰ εὐεργέτες ποῦ;
Ἑπομένως εἶνε εὐλογημένος ὁ πλοῦτος – πότε ὅμως; ὅταν γίνεται καλὴ χρῆσις του.
Τέτοιος ἦταν ἆραγε καὶ ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς; Κάθε ἄλλο. Αὐτὸς ἦταν ἕνας ἐγωιστής. Περιώριζε τὸ ἐνδιαφέρον του μόνο στὸ ἄτομό του, δὲν ἔβλεπε τίποτε ἄλλο. Ὅπως ὁ σαλίγκαρος κλείνεται στὸ κέλυφός του, ἔτσι αὐτὸς εἶχε κλειστῆ στὸν ἑαυτό του. Ἦταν φίλαυτος. Ἤθελε νὰ ἱκανοποιῇ τὶς αἰσθήσεις, νὰ ῥουφᾷ ὅλες τὶς ἡδονές. Ἔμενε σὲ ἀρχοντικό, ἔτρωγε τὰ καλύτερα φαγητά, ἔπινε τοὺς πιὸ ἐκλεκτοὺς οἴνους, ντυνόταν πανάκριβα. Ἦταν σκληρός, ἀπάνθρωπος. Ἕνα σύνθημα εἶχε· ὅλα γιὰ τὸν ἑαυτό του, τίποτα γιὰ τοὺς ἄλλους.
Κάτω ἀπ᾽ τὸ παλάτι του καθόταν ἕνας πτωχὸς – πάμπτωχος, ὁ Λάζαρος. Πεινοῦσε, ζητοῦσε κάτι νὰ φάῃ. Περίμενε νὰ τινάξουν τὸ τραπεζομάντηλο ἀπ᾽ τὴν τράπεζα τοῦ πλουσίου, γιὰ νὰ φάῃ ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν…
* * *
Ἀπὸ τότε ποὺ γράφτηκαν αὐτὰ πέρασαν εἴκοσι αἰῶνες, καὶ ὅμως εἶνε ἐπίκαιρα. Τὸ Εὐαγγέλιο δὲν παλιώνει ποτέ, εἶνε αἰώνιο. Σὰ νὰ βλέπουμε καὶ σήμερα τὴν παραβολὴ νὰ ζωντανεύῃ ἐμπρός μας· εἰκόνες τοῦ ἀσπλάχνου πλουσίου παντοῦ στὸν κόσμο. Ἡ κοινωνία μας παρουσιάζει μεγάλη ἀντίθεσι· ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος οἱ πλούσιοι, ἀπὸ τὸ ἄλλο οἱ φτωχοί.
Οἱ πλούσιοι ἔχουν συγκεντρώσει στὰ χέρια τους τεράστια κεφάλαια, καὶ ὅλα τὰ διαθέτουν μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό τους· γιὰ τοὺς ἄλλους τίποτε. Τί κι ἂν ὑπάρχουν ὀρφανά, χῆρες, ἄρρωστοι, ἀνάπηροι, δυστυχισμένοι; Αὐτοὶ εἶνε τυφλοὶ καὶ κουφοί, δὲ βλέπουν δὲν αἰσθάνονται τὴ δυστυχία γύρω τους. Σπανίως θὰ δῇς στὴν ἐποχή μας πλούσιο νὰ βαδίζῃ στὰ ἴχνη τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰὼβ καὶ τῶν ἄλλων ποὺ εἴπαμε. Κατὰ κανόνα ὑπάρχει σκληροκαρδία. Ὅπως τὸ χρυσάφι σὰν μέταλλο εἶνε ψυχρό, ἔτσι καὶ ἡ καρδιὰ αὐτῶν ποὺ τὸ λατρεύουν· μένει ἀσυγκίνητη, δὲ νιώθει ἀνάγκη νὰ κάνῃ ἔλεος.
Τὰ κράτη στὶς ἀποθῆκες τους ἔχουν τεράστιες ποσότητες τροφίμων. Ἀκόμα καὶ ἡ δική μας χώρα ἔχει ἀποθέματα. Ἐμεῖς, μικρὰ παιδιά, γνωρίζαμε, ὅτι ἡ πατρίδα μας δὲν εἶνε αὐτάρκης· σιτάρι, ῥύζι, ὅλα τὰ προμηθευόταν ἀπ᾽ ἔξω· φτωχὸς τόπος εἶνε. Ἀλλ᾽ εὐλογητὸς ὁ Θεός! μὲ τὸν κόπο τῶν παιδιῶν της, καὶ ἰδίως μὲ τὰ δύο ἑκατομμύρια προσφύγων ποὺ ἦρθαν ἀπ᾽ τὴ Μικρὰ Ἀσία, ὁ βράχος αὐτὸς τίναξε ῥόδα καὶ ἔγινε πλέον αὐτάρκης χώρα. Πολλὰ ἐκλεκτὰ προϊόντα παράγει· ἀχλάδια, μῆλα, ῥοδάκινα…, τόννους ὁλόκληρους.
Καὶ ἐρωτῶ· κάνουμε ἔλεος; Ὄχι δυστυχῶς. Περισσεύουν ἀγαθά. Μπορούσαμε νὰ φορτώσουμε μερικὰ καράβια μὲ ἑλληνικὴ σημαία καὶ νὰ τὰ πᾶμε κάτω ἐκεῖ, ποὺ πεθαίνουν κάθε μέρα παιδιὰ σὰν τὶς μῦγες. Καὶ ὅμως ἐμεῖς, ἄσπλαχνοι, δὲν σκεπτόμεθα αὐτοὺς ποὺ πεινοῦν· ἀνοίγουμε χωματερὲς καὶ θάβουμε τὰ προϊόντα! Θὰ τιμωρηροῦμε, θὰ πεινάσουμε, θὰ ποῦμε τὸ ψωμὶ ψωμάκι, καὶ θὰ ζητοῦμε τὰ ἄλλα ἔθνη νὰ σπεύσουν εἰς βοήθειάν μας. Νὰ λέμε Δόξα τῷ Θεῷ καὶ νὰ σκεπτώμεθα ὅτι, τὴν ὥρα ποὺ ἐμεῖς καθόμαστε στὸ τραπέζι, ἄλλοι στὴν Ἀσία καὶ στὴν Ἀφρικὴ πεινοῦν καὶ πεθαίνουν. Καὶ ὑπάρχουν ἀγαθά. Εἶνε ψέμα ὅτι δὲν φτάνει ἡ γῆ νὰ θρέψῃ τὴν ἀνθρωπότητα. Ἡ ἐπιστήμη ἀπέδειξε, ὅτι διπλάσιο καὶ τριπλάσιο πληθυσμὸ μπορεῖ νὰ συντηρήσῃ καὶ νὰ ζήσουν ὅλοι. Ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει ἀγάπη καὶ δικαιοσύνη.
Ὁ πλούσιος καταδικάστηκε ὄχι γιατὶ ἦταν πλούσιος ἀλλὰ γιατὶ ἦταν ἄσπλαχνος. Γι᾽ αὐτὸ εἶχε τέτοιο τέλος, αἰώνια κόλασι. Λένε μερικοί· Μὰ ὑπάρχει κόλασι;… Ἐμένα ρωτᾶτε; Ρωτῆστε τὸν ἑαυτό σας. Τὴν ὥρα ποὺ κάνουμε τὸ κακὸ ἔχουμε τύψεις συνειδήσεως. Ὁ ἐγκληματίας δὲν ἡσυχάζει. «Κάϊν Κάϊν», ἀκούει, «ποῦ εἶνε ὁ Ἄβελ ὁ ἀδελφός σου;» (Γέν. 4,9). Ζοῦμε μιὰ μικρὴ κόλασι· ἂς μὴ ζήσουμε καὶ τὴ μεγάλη, πέραν τοῦ τάφου. Κ᾽ ἐγὼ δὲν ἤθελα νὰ ὑπάρχῃ κόλασι, λέει ὁ ἱ. Χρυσόστομος, γιατὶ εἶμαι ἁμαρτωλός· ἀλλὰ ὑπάρχει. Γιὰ μερικοὺς ἀνελεήμονες πλουσίους, κι ἂν δὲν ὑπῆρχε, ἔπρεπε γίνῃ, λέει κάποιος φιλόσοφος· βαρὺ εἶνε τὸ κρίμα τους. «Οὐαὶ σ᾽ ἐσᾶς τοὺς πλουσίους…», εἶπε ὁ Κύριος (Λουκ. 6,24). «Τὸν ἄσπλαχνο μὲ τοὺς ἀθέους θὰ κατακρίνῃ ὁ Χριστός», λέει κι ὁ ἐθνικός μας ποιητής.
Μαύρη λοιπὸν ἡ εἰκόνα τοῦ πλουσίου, τῶν ἀνθρώπων τοῦ κεφαλαίου ἐν γένει. Ἀντιθέτως ἡ εἰκόνα τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου εἶνε φωτεινή. Γιατί σώθηκε; μόνο ἐπειδὴ ἦταν φτωχός; Ὄχι. Πῆγε στὸν παράδεισο, διότι εἶχε μιὰ ἀρετὴ σπανία. Δὲ γόγγυσε, δὲ βλαστήμησε, δὲν καταράστηκε τὴν ἡμέρα ποὺ γεννήθηκε, δὲν ἔκανε κανένα ἔγκλημα. Ἔδειξε ὑπομονή. Καὶ χάρις στὴν ὑπομονή του, ποὺ εἶνε μεγάλη ἀρετή, ἀξιώθηκε νὰ σωθῇ.
* * *
Ἀδελφοί μου! Ὑπάρχει πλούσιος μεταξύ μας; Μὴ πηγαίνει τὸ μυαλό μας μόνο στοὺς ἑκατομμυριούχους. Πλούσιος εἶνε καθένας ποὺ ἔχει κάποιο περίσσευμα. Καὶ ὅλοι ἔχουμε κάτι ποὺ περισσεύει. Ἐκεῖνο λοιπὸν ποὺ περισσεύει, δὲν εἶνε δικό σας, λέει ὁ ποιητής· «εἶνε τῆς χήρας, τοῦ ὀρφανοῦ, καὶ μὴν τὸ σπαταλᾶτε». Μὲ τὴν ἔννοια λοιπὸν αὐτὴ πλούσιοι εἶνε πολλοί· καὶ ὅλοι μποροῦμε νὰ κάνουμε τὸ καλό.
Λένε γιὰ τὸ Μέγα Ἀντώνιο, ὅτι ἄγγελος Κυρίου τὸν πῆγε στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ τοῦ ἔδειξε ἕνα τσαγκάρη. Δόξα τῷ Θεῷ, εἶπε αὐτός, σηκώνομαι τὸ πρωί, κάνω τὸ σταυρό μου, ἐργάζομαι ἐδῶ, καὶ ἀπὸ τὸ ψωμὶ ποὺ βγάζω τὸ μισὸ τὸ δίνω στοὺς φτωχούς. Θαύμασε ὁ Ἀντώνιος, ὅτι μέσ᾽ στὴν πολιτεία ὑπῆρχε τέτοια ἁγιότης. Διότι δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ πᾷς στὸ Ἅγιο Ὄρος γιὰ νὰ γίνῃς ἀσκητής· καὶ μέσα ἐδῶ στὴν κοινωνία, ἂν θέλῃς, μπορεῖς ν᾽ ἁγιάσῃς καὶ ν᾽ ἀξιωθῇς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
Ὑπάρχει δυστυχία. Νὰ εἴμεθα μεταδοτικοὶ καὶ εὐχάριστοι. Διότι ἡ ἀδικία εἶνε δυναμίτης ποὺ προκαλεῖ τὴν ἀνατροπή. Ἐὰν ἐφηρμόζετο τὸ Εὐαγγέλιο, δὲν θὰ ἐγίνοντο ἐπαναστάσεις ποὺ ζητοῦν νὰ φέρουν τὴν ἰσότητα.
Εἴθε, ἀγαπητοί μου, νὰ ἔχουμε πάντοτε σπλάχνα οἰκτιρμῶν, γιὰ νὰ μᾶς ἐλεήσῃ ὁ Θεὸς καὶ ν᾽ ἀξιωθοῦμε τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 4-11-1984)
Ο πλουτος κατα την χριστιανικη αντιληψι
«Ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη» (Λουκ. 16,22)
ΟΙ ἄνθρωποι, ἀγαπητοί μου, σὲ ὁποιοδήποτε μέρος τῆς γῆς κι ἂν κατοικοῦν καὶ ὁποιοδήποτε χρῶμα κι ἂν ἔχουν, ὅλοι μέσα τους ἔχουν ἕνα πόθο· θέλουν νὰ ζήσουν εὐτυχισμένοι. Παγκόσμιος εἶνε ὁ πόθος αὐτός. Ἀλλ᾽ ἐνῷ ὅλοι συμφωνοῦν σ᾽ αὐτό, ἐν τούτοις ὑπάρχει διαφωνία ὡς πρὸς τὸ ποιό εἶνε ἐκεῖνο ποὺ δίνει τὴν εὐτυχία. Τὸ μέγα ἐρώτημα εἶνε· τί κάνει τὸν ἄνθρωπο εὐτυχισμένο;
Ἡ μεγάλη πλειονότης ―γιὰ νὰ μὴν πῶ τὸ σύνολο― τῆς ἀνθρωπότητος νομίζει ὅτι τὸ χρῆμα, τὰ λεφτά, κάνουν τὸν ἄνθρωπο εὐτυχισμένο. Ἰδανικό τους ὁ πλουτισμός. Τοὺς ἀκοῦς καὶ λένε· Ἔχεις λεφτά; κάνεις ὅ,τι θέλεις. Μερικοὶ φθάνουν στὴν ἀσέβεια νὰ λένε· Ὅποιος ἔχει τὸ χαμοθεὸ δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπ᾽ τὸ Θεό. Καὶ χαμοθεὸ ἐννοοῦν τὸ χρῆμα.
Ὅτι τὸ χρῆμα εἶνε μία δύναμις, κανείς δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἀρνηθῇ. Ἀπὸ τὸ σημεῖο ὅμως αὐτὸ μέχρι τοῦ σημείου τὸ χρῆμα νὰ θεοποιῆται, δηλαδὴ ἀπὸ μέσον νὰ γίνεται σκοπὸς καὶ νὰ θεωρῆται ὡς τὸ κλειδὶ ποὺ λύνει ὅλα τὰ προβλήματα (ἀτομικά, οἰκογενειακά, κοινωνικά, παγκόσμια), ὑπάρχει μεγάλη ἀπόστασι.
Ἀλλ᾽ ἆραγε τὸ χρῆμα, ποὺ τοῦ ἀποδίδουν τέτοιες ἱκανότητες, εἶνε ἡ πηγὴ τῆς εὐτυχίας; Στὸ ἐρώτημα αὐτό, ἐὰν δηλαδὴ τὸ χρῆμα κάνει τὸν ἄνθρωπο εὐτυχισμένο, ἀπαντᾷ σήμερα τὸ εὐαγγέλιο μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου. Ἐπ᾽ αὐτοῦ θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ διατυπώσω μερικὲς σκέψεις.
* * *
Ὁ πλούσιος φαίνεται ὅτι κολυμπᾷ σὲ πέλαγος εὐτυχίας· γελᾷ, διασκεδάζει, γλεντᾷ τὴ ζωή. Ἀλλ᾽ αὐτὰ ἐξωτερικῶς. Στὸ βάθος ὑποφέρει. Μοιάζει μὲ ἕνα μῆλο, ποὺ ἀπ᾽ ἔξω φαίνεται γερό, ἀλλὰ μέσα ἔχει σκουλήκι. Ἔτσι εἶνε κι ὁ πλούσιος· ἕνα ὡραῖο μῆλο, ἀλλὰ μέσα σκουλήκια τὸν κατατρῶνε. Ποιά σκουλήκια;
⃝ Πρῶτα – πρῶτα τὸ χρῆμα εἶνε μιὰ δίψα ἄσβηστη, βασανιστική. Κι ὅταν λέω χρῆμα, δὲν ἐννοῶ τὰ λίγα ἐκεῖνα ποὺ ἐξοικονομεῖ κανεὶς μὲ κόπο καὶ ἱδρῶτα γιὰ νὰ ζήσῃ τὴν οἰκογένειά του· αὐτὰ εἶνε εὐλογημένα. Ἐννοῶ τὰ μεγάλα πλούτη, ποὺ προσπαθεῖ νὰ μαζέψῃ μὲ κάθε τρόπο ἡ πλεονεξία. Αὐτὸς ὁ ἔρωτας γιὰ τὸ χρῆμα εἶνε τυραννία· δὲν ὑπάρχει πάθος πιὸ βασανιστικό. Ὁ ἔρωτας τῆς σαρκός, γιὰ τὴ γυναῖκα ἢ τὸν ἄντρα, ἔρχεται ὥρα ποὺ σβήνει· ἀλλὰ ὁ ἔρωτας τοῦ χρήματος εἶνε κάτι δαιμονικό, δὲν σβήνει. Ἔχει κάποιος ἕνα ἑκατομμύριο; δὲν ἱκανοποιεῖται, θέλει νὰ τὸ κάνῃ δύο· ἔχει δύο ἑκατομμύρια; δὲν ἡσυχάζει, θέλει νὰ τὰ κάνῃ τέσσερα· ἔχει τέσσερα; θέλει νὰ τὰ κάνῃ ὀχτώ… Ἄσβηστη δίψα. Ὅσο ὁ διψασμένος μπορεῖ νὰ ξεδιψάσῃ μὲ θαλασσόνερο, ἄλλο τόσο μπορεῖ νὰ ἱκανοποιηθῇ κάποιος αὐξάνοντας τὰ πλούτη. Ἡ θάλασσα μπορεῖ νὰ πῇ στὰ ποτάμια «Φτάνει πιά, δὲν θέλω τὰ νερά σας»· ὁ ᾅδης μπορεῖ νὰ πῇ στοὺς νεκροθάφτες «Φτάνει πιά, δὲν θέλω ἄλλα πτώματα»· ἀλλὰ ἡ φιλαργυρία, ἡ δίψα τοῦ χρήματος, ποτέ δὲν θὰ πῇ «φτάνει». Τί εἶνε λοιπὸν αὐτὴ ἡ δίψα, εὐτυχία; Κάθε ἄλλο.
⃝ Τὸ χρῆμα ὅμως ἔχει κ᾽ ἕνα ἄλλο κακό. Κι αὐτὸ εἶνε ἡ ἀγωνία. Ὁ φτωχὸς κοιμᾶται ἥσυχος, ὁ πλούσιος δὲν κοιμᾶται. Φοβᾶται τὴ μέρα, φοβᾶται τὴ νύχτα. Φοβᾶται μήπως κλέφτες διαρρήξουν τὰ χρηματοκιβώτιά του καὶ πάρουν τοὺς θησαυρούς του. Φοβᾶται μήπως καμμιὰ οἰκονομικὴ κρίσι, κανένας πληθωρισμός, καμμιὰ χρεωκοπία, τὸν κάνουν ξαφνικὰ φτωχό. Διότι τὸ χρῆμα δὲν ἔχει μόνιμο κάτοχο. Ὀρθῶς οἱ Ἀμερικανοὶ στὴν ὀπισθία πλευρὰ τοῦ δολλαρίου ἔχουν ζωγραφίσει ἕνα πουλί· αὐτὸ σημαίνει, ὅτι τὸ χρῆμα εἶνε σὰν τὸ πουλί, πετάει ἀπὸ χέρι σὲ χέρι, φεύγει ἀπὸ οἰκογένεια σὲ οἰκογένεια, ἀπὸ ἔθνος σὲ ἔθνος, δὲν κάθεται μονίμως πουθενά. Τὸ χρῆμα, ποὺ κρατᾷς, εἶνε ἀσταθές· ἔχει ἀλλάξει καὶ θ᾽ ἀλλάξῃ ἀκόμα χιλιάδες χέρια. Δὲν μπορεῖς νὰ στηρίξῃς σ᾽ αὐτὸ τὴν εὐτυχία σου.
⃝ Τὸ χρῆμα δημιουργεῖ δίψα ἄσβεστη, ἀγωνία καὶ ἀναστάτωσι. Εἶνε ἀκόμα πολὺ ἐπικίνδυνο, διότι σπρώχνει σὲ ἀνομίες καὶ μεγάλες συμφορές. Αὐτὸς ποὺ λατρεύει τὸ χρῆμα θὰ κάνῃ πολλὰ ἐγκλήματα· γιὰ νὰ κερδίσῃ λίγα κέρματα, θὰ κλέψῃ, θὰ ἀπατήσῃ, θὰ πῇ ψέματα, θὰ ὁρκιστῇ στὸ δικαστήριο παλαμίζοντας τὸ Εὐαγγέλιο, θὰ νοθεύσῃ τὰ φάρμακα ἢ τὰ τρόφιμα, θὰ πλαστογραφήσῃ, θὰ γίνῃ φοροφυγάς. Τὸ τελευταῖο αὐτὸ ποιός τὸ σκέπτεται; Μία ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες στὶς ὁποῖες σπρώχνει ἡ φιλαργυρία εἶνε ὅτι ὅλοι σχεδὸν οἱ Ἕλληνες, πλὴν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων, εἶνε φοροφυγάδες· δὲν εἶνε συνεπεῖς στὶς ὑποχρεώσεις πρὸς τὴν πατρίδα, ἐξαπατοῦν τὸ δημόσιο. Αὐτὸ δὲν συμβαίνει ἀλλοῦ· ὁ Ἰσραηλίτης λ.χ. θεωρεῖ θανάσιμο ἁμάρτημα ν᾽ ἀποφύγῃ τὴ φορολογία, δίνει στὸ κράτος μὲ τὸ παραπάνω ὅ,τι ὀφείλει. Ἐδῶ οἱ πλεῖστοι κάνουν ψευδεῖς δηλώσεις στὴν ἐφορία. Ἔπειτα ὅμως θέλουμε νὰ ἔχουμε σχολεῖα, στρατό, Ἑλλάδα ἔνδοξη, μὲ τὸ ἀζημίωτο οἱ τσιγγούνηδες! Κλέβουμε τὸ κράτος. Καὶ ποιά ἡ αἰτία; Ἡ μανία τοῦ χρήματος. Διότι αὐτὸς ποὺ ἔχει νικηθῆ ἀπὸ τὸ χρῆμα φθάνει στὸ σημεῖο καὶ τὴν πατρίδα νὰ πουλήσῃ καὶ νὰ γίνῃ Ἐφιάλτης, καὶ τὸ Χριστὸ ἀκόμα πουλάει καὶ γίνεται Ἰούδας γιὰ τριάκοντα ἀργύρια.
⃝ Τὸ χρῆμα δίψα ἄσβεστος, ἔρωτας ἁμαρτωλός, ἀγωνία ψυχῆς, θηρίο ἀνυπόφορο, ῥίζα ἁμαρτημάτων πολλῶν καὶ ἐγκλημάτων. Αὐτὸ κάνει τοὺς πολέμους. Καὶ αὐτοὶ οἱ παγκόσμιοι πόλεμοι, τόσο ὁ πρῶτος ὅσο καὶ ὁ δεύτερος, ῥίζα εἶχαν τὸν πόθο τοῦ πλούτου. Τὰ πετρέλαια, τὰ κάρβουνα, οἱ πλουτοπαραγωγικὲς πηγές, αὐτὰ ἦταν κυρίως τὰ αἴτια ποὺ ἐξερράγησαν δύο παγκόσμιοι πόλεμοι.
⃝ Τὸ χρῆμα ἔχει κι ἄλλη μία ἀδυναμία· δὲν μπορεῖ νὰ ἱκανοποιήσῃ τοὺς βαθυτέρους πόθους τοῦ ἀνθρώπου. Εἶνε φτωχὸ γιὰ ν᾽ ἀπαντήσῃ στὰ αἰτήματα αὐτά. Αὐτὸ θέλει νὰ διδάξῃ ὁ ἀρχαῖος μῦθος τοῦ Μίδα, ποὺ ζήτησε ὅ,τι ἀγγίζει νὰ γίνεται χρυσάφι, ἀλλὰ σύντομα μετάνοιωσε· πῆγε τὸ μεσημέρι στὸ σπίτι νὰ φάῃ, ἄγγιξε τὸ ψωμί, ἔγινε χρυσάφι καὶ θὰ πέθαινε τῆς πείνας. Καὶ ἡ ἀνθρωπότης, σὰν ἄλλος Μίδας, κινδυνεύει νὰ πεθάνῃ ἐπάνω στὸ σωρὸ τῶν νομισμάτων τοῦ κόσμου τούτου, ποὺ νόμισε ὅτι θὰ τὴν κάνουν εὐτυχισμένη.
⃝ Ἐκεῖ ὅμως ποὺ τὸ χρῆμα ἀποδεικνύεται τελείως ἀδύναμο καὶ ἀσθενές, εἶνε ἡ ὥρα – ποιά ὥρα; Ἡ ὥρα τοῦ θανάτου. Ὤ ἡ ὥρα αὐτή! Ἔρχεται στὸ φτωχό, γιὰ νὰ τὸν ἀπαλλάξῃ ἀπὸ τὰ βάσανα τῆς ζωῆς· ἔρχεται στὸν ἀσθενῆ, γιὰ νὰ θέσῃ τέρμα στὴν ἀνίατη ἀρρώστια του· ἔρχεται στὸ γενναῖο μαχητὴ ἐπὶ τοῦ πεδίου τῆς μάχης, γιὰ νὰ τὸν ἀνεβάσῃ στὸ πάνθεο τῶν ἡρώων. Γιὰ τὸν πλούσιο ὅμως ἡ ὥρα τοῦ θανάτου εἶνε τρομερή, κατ᾽ ἐξοχὴν τρομερή. Ἐκεῖ ποὺ γλεντάει καὶ διασκεδάζει καὶ καταστρώνει σχέδια καὶ πυργώνει ὄνειρα, τότε, σὲ ὥρα «ἀκατάλληλη», χτυπάει τὴν πόρτα του ὁ κακὸς ἐπισκέπτης, ὁ θάνατος, καὶ τοῦ λέει· Ἦρθα νὰ σὲ πάρω! Καὶ τότε, ὅσο πλούσιος καὶ νὰ εἶνε, δὲν μπορεῖ μὲ ὅλα τὰ χρήματά του νὰ παρατείνῃ τὴ ζωή του οὔτε μία ὥρα παραπέρα. Φεύγεις, ἄφρον πλούσιε, «ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» (Λουκ. 12,20). Ἔτσι συνέβη σ᾽ ἕνα ἀνάκτορο τῆς Ἀσίας, ποὺ διασκέδαζε ἕνας πλουσιώτατος βασιλιᾶς, ὁ Βαλτάσαρ. Ἐπάνω στὸ ζενὶθ τῆς εὐτυχίας του, ξαφνικὰ ἕνα χέρι ἀόρατο ἔγραψε στὸν τοῖχο τρεῖς λέξεις· «μανή, θεκέλ, φάρες», «μετρήθηκες, ζυγίστηκες καὶ βρέθηκες λειψός, ἡ βασιλεία σου καταλύεται» (Δαν. 5,25). Καὶ ὄντως τὸ ἴδιο βράδυ τὸν σκότωσαν καὶ ἡ αὐτοκρατορία του διαλύθηκε.
* * *
Ὅλα τ᾽ ἀγοράζει κανεὶς μὲ τὸ χρῆμα, ἀγαπητοί μου· ἕνα δὲν ἀγοράζει, τὴν εὐτυχία. Ἡ εὐτυχία δὲν εἶνε στὸ χρῆμα. «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (᾿Εκκλ. 1,2). Κάντε ἕνα περίπατο στὸ νεκροταφεῖο, νὰ δῆτε ποῦ εἶνε οἱ πλούσιοι. Τὰ ἄνομα πλούτη εἶνε κατάρα. Τὰ πολλὰ χρήματα δὲν εἶνε τοῦ Χριστοῦ· μὲ τὸ Εὐαγγέλιο δὲν γίνεσαι πλούσιος. Καὶ οἱ πλεονέκτες πλούσιοι ἔχουν συχνὰ τέλος οἰκτρό· στατιστικὲς δείχνουν, ὅτι αὐτοκτονοῦν ὄχι τόσο φτωχοὶ ὅσο πλούσιοι.
Ποιός λοιπὸν εἶνε εὐτυχισμένος; Ὁ Λάζαρος. Αὐτὸς ὁ φτωχὸς εἶχε ἕναν ἄλλο πλοῦτο. Πλοῦτος, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε τὸ χρῆμα· εἶνε ἡ πίστι στὸ Χριστό, ἡ ζωὴ ἐν Χριστῷ, ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Τὰ ὑλικὰ πλούτη τοῦ κόσμου τούτου δὲν ἔχουν ἀξία, ἡ ἀξία δὲν εἶνε στὴν ὕλη· ἡ ἀξία βρίσκεται στὸ πνεῦμα, στὴν ψυχή, στὸν ἄνθρωπο. Αὐτὸ μᾶς λέει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Τὰ πλούτη τοῦ πλουσίου δὲν στάθηκαν ἱκανὰ νὰ τοῦ ἐξασφαλίσουν τὴ μακαριότητα στὴν αἰώνιο ζωή. Ἐνῷ ὁ φτωχὸς ἀλλὰ πιστὸς Λάζαρος ἀξιώθηκε τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἀξιώθηκε νὰ εἶνε στὸν κόλπον τοῦ Ἀβραάμ, ἀξιώθηκε νὰ δῇ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ.
Εἴθε κ᾽ ἐμεῖς μιὰ μέρα νὰ βρεθοῦμε ἐκεῖ μαζὶ μὲ τὸ Λάζαρο καὶ ν᾽ ἀπολαύσουμε τὰ ἀγαθὰ τῆς βασιλείας τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ· ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ ῾Αγίου Κωνσταντίνου & Ἑλένης Ἀμυνταίου 30-10-1977)
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.