AΛΛΑ ΕΙΔΗ ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΩΝ
Κυριακὴ ΣΤ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 8,26-39)
AΛΛΑ ΕΙΔΗ ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΩΝ
ΑΚΟΥΣΑΤΕ, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο. Περιγράφει κάτι φοβερό. Τὸ εὐαγγέλιο σήμερα ὁμιλεῖ γιὰ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ἦταν ἀσθενής. Τί ἀσθένεια εἶχε; φθίσι, καρκίνο, λέπρα, παραλυσία; Μακάρι νὰ εἶχε τέτοια ἀσθένεια. Εἶχε κάτι χειρότερο. Γιατὶ παραπάνω ἀπὸ τὴ σωματικὴ ἀσθένεια εἶνε ἡ ψυχική. Ἦταν ἄρρωστος ψυχικῶς. Ἀπὸ τί ἔπασχε δηλαδή; Ἂς δοῦμε.
* * *
Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς κατοικοῦσε σ’ ἕνα χωριὸ ποὺ λεγόταν Γάδαρα καὶ οἱ κάτοικοι Γαδαρηνοί, ἄνθρωποι μὲ μεγάλη προσκόλλησι στὴ δουλειά. Ἦταν κι αὐτὸς ἐργατικὸς καὶ φιλότιμος. Σκεπτόταν λογικά, ἐνεργοῦσε φρόνιμα, ἦταν ἀγαπητὸς στοὺς ἄλλους, εἶχε εἰρηνικὲς σχέσεις μὲ ὅλους. Ξαφνικὰ ὅμως ἄλλαξε, ἄλλαξε τελείως. Τὸ μυαλό του θόλωσε. Φοβερὸ πρᾶγμα ἡ θολούρα στὸ μυαλό – ὁ Θεὸς νὰ φυλάῃ. Γιατὶ ὁ ἄνθρωπος εἶνε κυρίως τὸ μυαλό· θόλωσε τὸ μυαλό; πάει ὁ ἄνθρωπος.
Ἄλλαξε λοιπόν. Ἡ γλῶσσα του μπέρδευε, δὲ μιλοῦσε πλέον σωστά· δὲ μποροῦσε νὰ συνεννοηθῇ κανεὶς μαζί του καὶ τὸν ἀπέφευγαν. Συμπεριφερόταν περίεργα. Τὸν ἔντυναν κι αὐτὸς ἔσκιζε τὰ ῥοῦχα του καὶ περπατοῦσε γυμνός, ὅπως τὸν γέννησε ἡ μάνα του. Ἔφευγε καὶ τὸν κυνηγοῦσαν. Τὸν ἔπιαναν καὶ τὸν ἔδεναν, ὄχι μὲ σχοινιὰ ἀλλὰ μὲ ἁλυσίδες· κ’ εἶχε τέτοια δύναμι, ὥστε ἔσπαζε καὶ τὶς ἁλυσίδες σὰ νὰ ἦταν κλωστές. Τὴ νύχτα δὲν πήγαινε στὸ σπίτι. Πήγαινε στὰ μνήματα, μέσ᾽ στὶς νεκροκεφαλές, καὶ κοιμόταν ἐκεῖ. Ἦταν ἀκόμα ἐπικίνδυνος, μὲ ἐπιθετικὲς διαθέσεις, τρομοκράτης. Ἂν στεκόταν αὐτὸς στὸ δρόμο, δὲν τολμοῦσε ἄλλος νὰ περάσῃ. Τί εἶχε λοιπὸν αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος; Τὸ λέει τὸ εὐαγγέλιο· «εἶχε δαιμόνια» (Λουκ. 8,27), ἦταν δαιμονισμένος – ὁ Θεὸς νὰ φυλάξῃ. Εἶχε δαιμόνια μέσα του· αὐτὰ τὸν κινοῦσαν σ’ ὅλες αὐτὲς τὶς ἐνέργειες.
Καὶ νά τώρα ἔρχεται ἐκεῖ κάποιος. Κάποιος; Δὲν εἶνε ἁπλῶς κάποιος. Εἶνε ἐκεῖνος, ποὺ δὲν ὑπάρχει ἄλλος ἀνώτερος ἀπ’ αὐτόν· εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Πρώτη φορὰ ἐρχόταν στὰ Γάδαρα, καὶ ὅμως ὁ δαιμονιζόμενος κατάλαβε τὴ δύναμί του κι ἄρχισε νὰ τρέμῃ μπροστά του σὰν τὰ φύλλα στὸν ἄνεμο. Οἱ δαίμονες παρακαλοῦσαν νὰ μὴ τοὺς βασανίσῃ, νὰ μὴ τοὺς τιμωρήσῃ. Βλέποντας ὅτι θὰ τοὺς διώξῃ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο αὐτόν, τοῦ ζητοῦσαν νὰ τοὺς ἐπιτρέψῃ νὰ πᾶνε – ποῦ; Σ᾽ ἕνα κοπάδι ἀπὸ χοίρους. Καὶ ἐπέτρεψε.
Τότε τὰ δαιμόνια πῆγαν στοὺς χοίρους, καὶ οἱ χοῖροι ὥρμησαν σὰν τρελλοὶ κ’ ἔπεσαν ἀπὸ τὸ γκρεμὸ στὴ λίμνη. Πνίγηκαν ὅλοι, δὲν ἔμεινε ζωντανὸς οὔτε ἕνας. Γιατί, θὰ πῆτε, νὰ γίνῃ αὐτὴ ἡ ζημιά; Ἦταν τιμωρία. Οἱ Γαδαρηνοὶ ἦταν φιλάργυροι, ἀγαποῦσαν τὰ λεφτά, καὶ ἔβοσκαν χοίρους, πρᾶγμα ἀπηγορευμένο ἀπὸ τὸ Μωσαϊκὸ νόμο. Ἔτσι τιμωρήθηκαν.
Καὶ μετά; Ἔκαναν κάτι ἀκόμα χειρότερο. Ἐνῷ ὁ Χριστὸς ἔβγαλε τὸ δαιμόνιο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο κι αὐτὸς φρόνιμος καὶ ἥσυχος ἐπανῆλθε στὰ λογικά του καὶ στὸν κανονικὸ ῥυθμό του, ὅλοι μαζὶ εἶπαν στὸ Χριστό· Φύγε, δὲ σὲ θέλουμε… Κι ὁ Χριστός; Ὤ ἡ φιλανθρωπία του! Τὸ δαχτυλάκι του νὰ κουνοῦσε, θὰ βύθιζε τὸ χωριὸ ἐκεῖνο χίλια μέτρα μέσ’ στὴ γῆ. Δὲν τοὺς τιμώρησε. Ἔφυγε. Αὐτοὶ ὅμως ἔδειξαν ποιοί εἶνε· προτίμησαν τὰ γουρούνια τους παρὰ τὸ Χριστό! Τέτοιοι εἶνε οἱ ἄνθρωποι· ἀγαποῦν τὸ χρυσὸ παραπάνω ἀπὸ τὸ Χριστό.
* * *
Δαιμονιζόμενος λοιπὸν ἦταν ὁ ἄνθρωπος ποὺ θεράπευσε ὁ Χριστός. Μὰ θὰ πῇ κάποιος· Μᾶς μιλᾷς τώρα γιὰ δαιμονισμένους; Αὐτὰ «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ». Ποῦ τώρα δαιμονιζόμενοι; Μὲ τέτοια παραμύθια μᾶς κοιμίζετε;… Ἀμφιβάλλετε ὅτι ὑπάρχουν δαιμονιζόμενοι; Ὅποιος ἀμφιβάλλει, νὰ τοῦ κάνω τὰ εἰσιτήρια νὰ πάῃ στὴν Κεφαλονιά, στὸ νησὶ τοῦ ἁγίου Γερασίμου, νὰ τοὺς δῇ πῶς κάνουν, πῶς οὐρλιάζουν, πῶς τοὺς δένουν μὲ ἁλυσίδες, τί λόγια λένε, καὶ πῶς ὅταν δοῦν τὸ σιδερένιο σταυρὸ ποὺ εἶχε ὁ ἅγιος φωνάζουν «Μᾶς ἔκαψες!…».
Ἀλλ᾽ ἐκτὸς ἀπ’ αὐτοὺς ὑπάρχουν ἄλλου εἴδους δαιμονισμένοι, δαιμονισμένοι μέσα στὴν κοινωνία, χειρότεροι ἀπὸ τοὺς πρώτους. Ποιοί εἶν’ αὐτοί; Ὁλόκληρο περίφημο βιβλίο μὲ τίτλο «Οἱ δαιμονισμένοι» ἔγραψε γι’ αὐτοὺς ὁ ῾Ρῶσος Ντοστογιέφσκυ. Θέλετε νὰ δῆτε μερικούς;
⃝ Τὸν ἕνα τὸν βάζει ὁ διάβολος νὰ κάθεται στὸ καφενεῖο καὶ νὰ λέῃ· Δὲν ὑπάρχει Θεός… Αὐτὸ εἶνε τὸ μεγαλύτερο ψέμα. Ἄλλοτε ὁ λόγος αὐτὸς δὲν ἀκουγόταν· τώρα τὸ λένε πολλοί. Ὥστε λές, Δὲν ὑπάρχει Θεός; Ἔ, ἐγὼ σοῦ λέω ὅτι ὅλα, ὣς καὶ τὸ μυρμηγκάκι, φωνάζουν ὅτι ὑπάρχει. Ὅλοι οἱ ἐπιστήμονες νὰ μαζευτοῦν, ἕνα μυρμηγκάκι δὲν κάνουν. Ποιός τά ᾽κανε ὅλα γύρω μας; Μία ἡ λογικὴ ἀπάντησι· ὁ Θεός. Τὸ ἄλλο εἶνε παραλογισμός. «Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἔστι Θεός» (Ψαλμ. 52,1). Ὁ ἄθεος λοιπὸν ὁ ἕνας δαιμονιζόμενος.
⃝ Θέλετε ἄλλο δαιμονιζόμενο; Εἶνε ὁ βλάστημος. Τὸν βάζει ὁ διάβολος ὅπου βρεθῇ καὶ τί κάνει· ἀνοίγει τὸ βρωμερό του στόμα καὶ βλαστημάει τὸ Θεό! Τί κάνεις, βλαστημᾷς; Χριστιανὸς δὲν εἶσαι. Βλαστημᾷς; Ἄνθρωπος δὲν εἶσαι. Βλαστημᾷς; Οὔτε σατανᾶς δὲν εἶσαι· γιατὶ ὁ σατανᾶς κάνει ὅλα τ᾽ ἁμαρτήματα, ἀλλὰ δὲ βλαστημάει. Τὸν εἴδατε; τρέμει τὸ Χριστό.
⃝ Ἕνας λοιπὸν δαιμονιζόμενος ὁ ἄθεος, ἄλλος δαιμονιζόμενος ὁ βλάστημος. Τρίτος δαιμονιζόμενος ὁ ψεύδορκος. Ὁ διάβολος τὸν βάζει νὰ πηγαίνῃ στὸ δικαστήριο καὶ γιὰ ἕνα χιλιάρικο ἢ μιὰ σπιθαμὴ γῆς, ν’ ἁπλώνῃ τὸ βρωμερό του χέρι πάνω στὸ Εὐαγγέλιο καὶ νὰ παίρνῃ ψεύτικο ὅρκο. Μέσ᾽ στοὺς ἑκατὸ μάρτυρες, ζήτημα ἂν ἕνας λέῃ τὴν ἀλήθεια. Ψέμα, ψέμα! Μικρὸ δαιμόνιο εἶνε αὐτό; Προτιμότερο νὰ βάλῃς τὸ χέρι σου στὴ φωτιά, παρὰ στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο γιὰ ὅρκο.
⃝ Θέλετε ἄλλο δαιμονιζόμενο; Τί κάνει; Εἶνε Κυριακή, χτυπάει ἡ καμπάνα, κι αὐτὸς γυρίζει δεξιὰ – ἀριστερά· εἶνε ὁ ἀλειτούργητος. Οὔτε Χριστούγεννα, οὔτε Πάσχα, οὔτε Μεγάλη Παρασκευὴ πατάει στὴν ἐκκλησία. Τὴν ὥρα ἐκείνη ὁ διάβολος τοῦ λέει· Μὴν πᾷς, μὴν πᾷς… Δὲν τὸν ἀφήνει, τὸν δένει μὲ ἁλυσίδες.
⃝ Θέλετε ἄλλους δαιμονιζομένους; Εἶνε τὰ παιδιὰ ποὺ χτυποῦν πατέρα καὶ μάνα. Τὰ βάζει ὁ διάβολος νὰ τὸ κάνουν. Ἦρθε στὴ μητρόπολι ἕνας ἄνθρωπος μὲ σπασμένο τὸ κεφάλι. ―Ποιός σοῦ τό ᾽σπασε; λέω. Ντρεπόταν, ἄρχισε νὰ κλαίῃ. ―Ὁ γυιός μου, λέει. Ὤ γενεὰ ἀσεβής! Ἄνθρωποι ποὺ δὲ σέβονται τὸ Θεό, καὶ στοὺς γονεῖς θὰ εἶνε ἀσεβεῖς. Αὐτὰ εἶνε ἀποτελέσματα ἀθεΐας καὶ ἀπιστίας.
⃝ Ἄλλον ὁ διάβολος τὸν βάζει τί νὰ κάνῃ· νὰ μπαίνει τὴ νύχτα στὸ ξένο σπίτι καὶ νὰ ἀτιμάζῃ τὴ γυναῖκα τοῦ ἄλλου· εἶνε ὁ μοιχός.
⃝ Θέλεις ἄλλο δαιμονιζόμενο; Ὁ κλέφτης. Τὸν βάζει ὁ διάβολος καὶ κλέβει ξένα πράγματα.
⃝ Παντοῦ ὁ διάβολος. Πρὸ παντὸς ὅμως στοὺς νέους. Ὤ οἱ νέοι! Δαιμονιζόμενοι εἶνε. Δὲ μπορεῖ νὰ κουβεντιάσῃ μαζί τους ἡ μάνα κι ὁ πατέρας. Νύχτωσε; Ὁ νέος δὲν πάει στὸ σπίτι. Ὅπως ὁ δαιμονιζόμενος ―αἰώνιο τὸ Εὐαγγέλιο!― ὅταν νύχτωνε πήγαινε στὰ μνήματα, ἔτσι καὶ οἱ νέοι σήμερα· δὲ μένουν στὸ σπίτι, πᾶνε στὰ «μνήματα», στὰ κέντρα. Ἐκεῖ καταστρέφονται, ἐκεῖ μέσα σαπίζει ἡ νέα γενεά.
Νά λοιπὸν δαιμονιζόμενοι· ὁ ἄθεος, ὁ βλάστημος, ὁ ἀλειτούργητος, ὁ ψεύδορκος, αὐτὸς ποὺ σηκώνει χέρι στὸ γονιό του, ὁ πόρνος, ὁ μοιχός, ὁ κλέφτης, ὁ ξενύχτης, ὅσοι χωρίζουν ἀντρόγυνα, ὅσοι κάνουν ἐγκλήματα.
Ἡ ὥρα τοῦ δαιμονίου εἶνε φοβερά. Καὶ ὁ πιὸ φρόνιμος τότε ἐκτρέπεται. Λένε οἱ ψυχολόγοι, ὅτι κάθε ἄνθρωπος ἔχει πέντε λεπτὰ τρέλλας, καὶ τότε μπορεῖ νὰ κάνῃ τὸ μεγαλύτερο ἔγκλημα – Θεέ μου, φύλαξέ μας!
Νά λοιπὸν ὅτι ὑπάρχει δαιμονισμός. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ φτάσῃ ἢ μέχρι τὸν οὐρανὸ καὶ νὰ γίνῃ ἄγγελος ἢ μέχρι τὸν πάτο τῆς κολάσεως καὶ νὰ γίνῃ σατανᾶς. Σήμερα ὁ κόσμος εἶνε δαιμονιζόμενοι. Σπάνια νὰ συναντήσῃς ἄνθρωπο ἀπηλλαγμένο ἀπὸ δαιμόνια. Καὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ «λεγεών» (Λουκ. 8,30).
* * *
―Μ’ αὐτὰ ποὺ λές, θὰ πῆτε, μᾶς ἀπελπίζεις. Ὥστε τόσο δυνατὸς εἶνε ὁ σατανᾶς;
Δὲν εἶνε δυνατός. Φταῖμε ἐμεῖς, ποὺ τοῦ παραχωροῦμε ἐξουσίες. Παραπάνω ἀπὸ τὸ διάβολο, ἀπείρως ἰσχυρότερος, εἶνε ὁ Χριστός.
Ἦρθε μιὰ μέρα στὴ μητρόπολι μιὰ γυναίκα καὶ ἔτρεμε. ―Τὴ νύχτα, λέει, μοῦ ἄφησαν ἀπ᾽ ἔξω μάγια· τώρα τί θὰ γίνω;… ―Πιστεύεις, λέω, στὸ Χριστό; Ἂν πιστεύῃς, ἐκεῖ ποὺ εἶνε ὁ Χριστὸς δὲν πλησιάζει ὁ σατανᾶς. Ἐκκλησιάζεσαι; κοινωνεῖς τῶν ἀχράντων μυστηρίων; ἐξομολογεῖσαι; προσεύχεσαι, κάνεις τὸ σταυρό σου; ζῇς καθαρὴ ζωή; Ὅσοι δαίμονες καὶ νὰ ἔρθουν, μόλις πῇς «Κύριε ἐλέησον» καὶ κάνῃς τὸ σταυρό σου, φύγανε μακριά. Εἶνε ἰσχυρότερος ὁ Χριστός.
Τὰ λίγα αὐτὰ λόγια, ἀγαπητοί μου, εὔχομαι νὰ τὰ βάλετε στὴν καρδιά σας, καὶ ὅλοι, μικροὶ – μεγάλοι, νὰ εἶστε ἀφωσιωμένοι στὸ Θεό· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ ῾Αγίας Παρασκευῆς Φούφα – Ἑορδαίας 26-10-1986)
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.