«ΕΥΡΗΚΑΜΕΝ»
Αποστόλου Ανδρέα
30 Νοεμβρίου
«ΕΥΡΗΚΑΜΕΝ»
(Iωάν. 1,42)
ΣΗΜΕΡΑ, 30 Νοεμβρίου, ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴ μνήμη τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου. Μὲ τὸ ὄνομα Ἀνδρέας τιμῶνται καὶ ἄλλοι ἅγιοι. Ἀπὸ τοὺς πιὸ ὀνομαστοὺς εἶνε ὁ Ἀνδρέας Κρήτης, ὁ ποιητὴς τοῦ Μεγάλου Κανόνος, τοῦ θαυμασίου ἐκείνου ποιήματος ποὺ ψάλλεται τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ὁ σαλὸς (ἔτσι τὸν ἔλεγε ὁ κόσμος γιὰ τὰ παράξενα ἔργα ποὺ ἔκανε), ὁ ὁποῖος τὴ νύχτα σὲ ἀγρυπνία σὲ ναὸ τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶδε τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο ν᾿ ἁπλώνῃ τὸ μαφόριό της, τὴ μανδήλα της, καὶ νὰ σκεπάζῃ τὸ λαό, γεγονὸς ποὺ ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας στὶς 28 Ὀκτωβρίου, ἡμέρα ποὺ μὲ τὴ βοήθεια τῆς Παναγίας ἡ μικρή μας πατρίδα ἀξιώθηκε νὰ πῇ τὸ ἱστορικό της «ΟΧΙ».
Ὁ σπουδαιότερος ὅμως ἀπὸ ὅλους ὅσους φέρουν τὸ ὄνομα Ἀνδρέας, ποὺ λάμπει ὡς ἀστὴρ πρώτου μεγέθους, εἶνε ὁ αὐτὸς ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα· ὁ ἀπόστολος Ἀνδρέας ὁ πρωτόκλητος. Γι᾿ αὐτὸν θὰ ποῦμε λίγα λόγια.
* * *
Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἦταν ψαρᾶς. Ψαρᾶς αὐτός, ψαρᾶς ὁ ἀδερφός του ὁ Πέτρος, ὅπως ψαρᾶδες ἦταν καὶ τ᾿ ἀδέρφια Ἰωάννης καὶ Ἰάκωβος μαζὶ μὲ τὸν πατέρα τους τὸν Ζεβεδαῖο. Ὅλοι αὐτοὶ ψαρᾶδες, ποὺ κατήγοντο ἀπὸ ἕνα μικρὸ χωριό, τὴ Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ ζοῦσαν ἀπὸ τὸ ταπεινό τους ἐπάγγελμα. Ποιός θὰ φανταζόταν, ὅτι τὰ ὀνόματα αὐτῶν τῶν ἀσήμων ἐργατῶν τῆς θαλάσσης θὰ ἐγίνοντο μετὰ πασίγνωστα; Καὶ ὅμως νίκησαν τὰ ὀνόματα μεγάλων φιλοσόφων καὶ ῥητόρων.
Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας στὴν ἀρχὴ ἦταν μαθητὴς τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Ὅταν μιὰ μέρα ὁ Χριστὸς πέρασε ἀπὸ τὸ μέρος ποὺ ἔμενε ὁ Ἰωάννης, τότε ὁ Πρόδρομος, ταπεινὸς ὅπως ἦταν καὶ συναισθανόμενος τὴ μικρότητά του, ἔδειξε τὸ Χριστὸ καὶ εἶπε· «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», αὐτὸς θὰ εἶνε ὁ ἐξιλασμός, ὁ λυτρωτὴς τοῦ κόσμου (Ἰωάν. 1,29,36). Ἔτσι ὁ Ἀνδρέας ἦταν ὁ πρῶτος ποὺ πλησίασε καὶ γνώρισε τὸ Χριστό. Καὶ μετά, γεμᾶτος χαρὰ καὶ ἐνθουσιασμό, πῆγε καὶ βρῆκε τὸν ἀδερφό του τὸν Πέτρο καὶ τοῦ λέει· «Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν» (ἔ.ἀ. 1,42), βρήκαμε τὸ θησαυρό, τὸν πολύτιμο μαργαρίτη.
Οἱ δύο ἀδελφοὶ Πέτρος καὶ Ἀνδρέας ἐκλήθησαν ἀπὸ τὸν Κύριο ἐπισήμως νὰ τὸν ἀκολουθήσουν ἐκεῖ ποὺ ψάρευαν στὴ λίμνη Γεννησαρὲτ τῆς Γαλιλαίας. Ἀμέσως τὸν ἀκολούθησαν. Καὶ εἶχαν διακεκριμένη θέσι μεταξὺ τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ· ὁ μὲν Πέτρος λέγεται κορυφαῖος, ἐνῷ ὁ Ἀνδρέας λέγεται πρωτόκλητος.
Στὸ Εὐαγγέλιο βλέπουμε, ὅτι τὸ ὄνομα τοῦ Ἀνδρέα συνδέεται καὶ μὲ τὴ μικρὰ ἀλλὰ ἱστορικὴ πατρίδα μας. Διότι κατὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ πάσχα εἶχαν ἔρθει στὰ Ἰεροσόλυμα καὶ μερικοὶ Ἕλληνες νὰ προσκυνήσουν (βλ. ἔ.ἀ. 12,20-23) καὶ ἐξεδήλωσαν ἐπιθυμία νὰ δοῦν τὸν Ἰησοῦν. Πλησίασαν λοιπὸν τὸν ἀπόστολο Φίλιππο καὶ τὸν παρακάλεσαν νὰ τοὺς βοηθήσῃ. Ὁ Φίλιππος τὸ εἶπε στὸν Ἀνδρέα, καὶ πάλι ὁ Ἀνδρέας μὲ τὸ Φίλιππο πλησίασαν τὸν Κύριο καὶ τοῦ εἶπαν· Ἕλληνες, σὲ ζητοῦν! Αἰσθάνθηκε τότε χαρὰ ὁ Χριστός, καὶ εἶπε προφητικὸ λόγο ποὺ ἰσχύει γιὰ τὸ ἱστορικό μας ἔθνος· «Ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου» (ἔ.ἀ. 12,23)· ἔφθασε, λέει, ἡ ὥρα ποὺ θὰ δοξασθῇ ὁ Υἱός. Καὶ πράγματι ―ὄχι διότι εμεθα Ἕλληνες, ἀλλὰ διότι αὐτὴ εἶνε ἡ πραγματικότης― κανένα ἄλλο ἔθνος δὲν ἐδόξασε τόσο τὸ Χριστὸ ὅσο τὸ Ἑλληνικὸ ἔθνος. Ἡ Ἑλλὰς ἔδωσε τὴ γλῶσσα της γιὰ νὰ γραφῇ τὸ Εὐαγγέλιο· δὲν εἶνε αὐτὸ μικρὸς τίτλος τιμῆς. Ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα ἐπίσης προῆλθαν μεγάλοι πατέρες καὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, μάρτυρες καὶ ὁμολογηταί.
Ὁ ἀπόστολος Ἀνδρέας ἦταν πάντα κοντὰ στὸ Χριστό. Καὶ μετὰ τὴν ἀνάστασι καὶ τὴν ἀνάληψί του πῆρε κι αὐτὸς τὴν ἐντολὴ «Πορευθέντες εἰς τὸν κόσμον ἅπαντα κηρύξατε τὸ εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει» (Μᾶρκ. 16,15). Ξεκίνησε μὲ ἐφόδιο τὸ πῦρ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Πῆγε σὲ διάφορα μέρη. Ἔφθασε καὶ στὸ Βυζάντιο, καὶ ἀπὸ ᾿κεῖ, διὰ τῆς Θρᾴκης καὶ τῆς Μακεδονίας, κατέβηκε πρὸς τὰ κάτω καὶ ἦρθε στὴν Πάτρα τῆς Πελοποννήσου. Ἐκεῖ κήρυξε τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ πολλοὶ πίστεψαν. Ἔτσι ἱδρύθηκε ἡ ἐκκλησία τῶν Πατρῶν.
Ἀλλὰ τὸ φλογερό του κήρυγμα προκάλεσε τὴν κακία καὶ τὸ φθόνο Ἰουδαίων καὶ εἰδωλολατρῶν. Τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὡδήγησαν ἐνώπιον τοῦ κριτηρίου. Ὁ κριτὴς τοῦ ζήτησε νὰ ἀρνηθῇ τὸ Χριστό. Ὁ Ἀνδρέας ὅμως, κατ᾿ ἐπανάληψιν, ἀρνήθηκε νὰ θυσιάσῃ στὰ εδωλα. Ἔμεινε ἀφωσιωμένος στὸ Χριστό. Καὶ τὸ τέλος του ἦταν μαρτυρικό. Πῶς μαρτύρησε· τὸν σταύρωσαν ἀνάποδα, μὲ τὴν κεφαλὴ πρὸς τὰ κάτω. Ἔγινε μιμητὴς τοῦ Χριστοῦ κατὰ πάντα.
Τώρα εἶνε πολιοῦχος τῶν Πατρῶν καὶ ἑορτάζεται ἐκεῖ πανδήμως καὶ πανηγυρικῶς. Ἀλλὰ τί μὲ τοῦτο; Δὲ θὰ περάσουν οὔτε δυὸ μῆνες, καὶ οἱ ίδιοι οἱ Πατρινοί, ποὺ κάνουν τώρα λιτανεία τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου, θὰ κάνουν λιτανεία τοῦ διαβόλου-τοῦ καρναβάλου, γιὰ τὴν ὁποία ἐμένα προσωπικῶς μὲ ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ διαμαρτυρηθῶ ἐντόνως, καὶ παρ᾿ ὀλίγον νὰ μαρτυρήσω ἐκεῖ εἰς τὰς Πάτρας. Διότι μικροὶ καὶ μεγάλοι μεταμφιέζονται, γυναῖκες ντύνονται μὲ τὰ ἀντρικὰ καὶ ἄντρες μὲ τὰ γυναικεῖα, γίνονται διασκεδάσεις, χοροί, κραιπάλη καὶ μέθη, ὅλα τὰ ἔκτροπα, ποὺ νομίζεις ὅτι ἡ Πάτρα δὲν εἶνε ἡ πόλις τοῦ πρωτοκλήτου Ἀνδρέου, ἀλλὰ πόλις εἰδωλολατρική, Ρίο Ἰανέιρο τῆς Βραζιλίας. Γι᾿ αὐτὸ ὑπάρχει φόβος καμμιὰ μέρα ἕνας σεισμὸς νὰ μὴν ἀφήσῃ τίποτα.
* * *
Τώρα, ἀπ᾿ ὅλο τὸν βίο τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου, θέλω νὰ προσέξετε τὸ «Εὑρήκαμεν».
Ὡρισμένοι ψάχνουν μέσα στὴ γῆ, ὅπου ἔχουν πληροφορία ὅτι ὑπάρχουν θαμμένες λίρες, κι ἅμα βροῦν τὰ χρυσᾶ νομίσματα ἠλεκτρίζονται ἀπὸ ἐνθουσιασμὸ καὶ λένε «Βρήκαμε θησαυρό!». Ἀλλὰ τί εἶνε οἱ θησαυροὶ τῆς γῆς μπροστὰ στὸν πολύτιμο μαργαρίτη, ποὺ εἶνε ὁ Ἰησοῦς Χριστός; Αὐτὸς εἶνε ὁ Θησαυρός, ὁ ἀληθινὸς θησαυρός. Καὶ γι᾿ αὐτὸ ὁ ἅγιος Ἀνδρέας αἰσθάνθηκε χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι ὅταν τὸν βρῆκε. Καὶ γι᾿ αὐτὸ τὸ διελάλησε· τὸ εἶπε στὸν ἀδερφό του, τὸ κήρυξε παντοῦ, κάλεσε ὅλους νὰ γίνουν μέτοχοι τῆς χαρᾶς του.
Ἐμεῖς; Αἰσθανόμεθα ἆραγε τὴ χαρὰ αὐτή, ὅτι είμεθα Χριστιανοί; Διότι προνόμιο εἶνε, λαχεῖο εἶνε τὸ ὅτι βαπτισθήκαμε – ἐὰν πιστεύουμε βέβαια· διαφορετικά, ἀλλάζει τὸ ζήτημα. Ἂν γίναμε Χριστιανοὶ τυπικῶς, τότε μοιάζουμε μ᾿ ἐκείνους στὴν Πάτρα, ποὺ κάνουν λιτανεία τάχα γιὰ τὸν ἀπόστολο Ἀνδρέα καὶ σὲ λίγο κάνουν λιτανεία γιὰ τὸν σατανικὸ καρνάβαλο.
Δὲν ἀρκεῖ, ἀγαπητοί μου, ἁπλῶς νὰ ἑορτάζουμε τὸν ἅγιο Ἀνδρέα· πρέπει καὶ νὰ τὸν μιμούμεθα σαλπίζοντας παντοῦ τὸ «Εὑρήκαμεν». Δὲ λέω νὰ γίνουμε ὅλοι ἱεραπόστολοι, διότι δὲν ἔχουμε τὰ κότσια. Δὲν ἔχουμε τὴ δύναμι, τὸν ἐνθουσιασμό, τὴν αὐταπάρνησι νὰ πᾶμε μακριὰ στὴν Ἀφρική, ὅπως πῆγε ὁ π. Κοσμᾶς Γρηγοριάτης (ὁ Ἀσλανίδης). Εἶχε ἐργασθῆ προηγουμένως καὶ στὴ Φλώρινα· αὐτὸς ἔστησε τὸ σταυρὸ ποὺ φεγγοβολάει ἐπάνω στὸ ὕψωμα 1020. Καὶ ξέρετε γιατί ἔφυγε; Ὅταν ἔβγαινε στὴν ἀγορὰ νὰ ψωνίσῃ ὑλικά, τὸν ρωτοῦσαν· ―Πόσα βγάζεις; ―Ἐργάζομαι δωρεἀν, ἀπαντοῦσε. ―Ἄσε τ᾿ ἀστεῖα· πές μας πόσα παίρνεις;… Δὲ μποροῦσε ὁ κόσμος νὰ καταλάβῃ, ὅτι ὑπάρχει καὶ ἱεραποστολικὴ προσφορά. Τὸ χρῆμα εἶνε ὁ θεὸς τοῦ αἰῶνος μας· δὲ λατρεύεται ὁ Χριστός, λατρεύεται ὁ χρυσὸς στὴ γενεά μας. Γι᾿ αὐτὸ ἀηδίασε καὶ σηκώθηκε καὶ πῆγε ἱεραπόστολος κάτω στὸ Ζαΐρ.
Δὲ σᾶς λέω λοιπὸν νὰ πᾶτε ἱεραπόστολοι στὴν Ἀφρικὴ ἢ στὶς Ἰνδίες ἢ στὸ Τόκιο ἢ στοὺς Ἐσκιμώους στὸ Βόρειο Πόλο ἢ στὸ Νότιο Πόλο. Τὸ «Εὑρήκαμεν» νὰ τὸ πῇς ἐσὺ ἡ γυναίκα στὸν ἄντρα σου· καὶ ὄχι τόσο μὲ τὴ γλῶσσα σου ὅσο μὲ τὴν πραότητά σου, τὴν εὐγένειά σου, τὴν ὑπομονή σου, μὲ τὴν ὅλη στάσι σου. Τὸ «Εὑρήκαμεν» νὰ τὸ πῇς ἐσὺ ἡ μάνα στὰ παιδιά σου· εὐτυχισμένα τὰ παιδιά, ποὺ ἀπὸ μικρὰ καθοδηγοῦνται ἀπὸ πιστὴ μητέρα, γονατίζουν καὶ προσεύχονται μαζί της. Τὸ «Εὑρήκαμεν» νὰ τὸ πῇς ἐσὺ ὁ ἄντρας στὸ σπίτι σου, στὸ γραφεῖο σου, στὸ σχολεῖο, στὴν ἀγορά, στὸ στρατό… Νὰ τὸ ποῦμε ὅλοι παντοῦ. Νὰ γίνουμε πάλι ἔθνος ἱεραποστολικό.
Τὸ «Εὑρήκαμεν» λοιπὸν συνιστῶ νὰ μελετήσουμε περισσότερο. Ὑπὸ τὴν ἔννοια ποὺ είπαμε νὰ γίνουμε κ᾿ ἐμεῖς ἱεραπόστολοι, νὰ μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Θεὸς νὰ κηρύξουμε κ᾿ ἐμεῖς Ἰησοῦν «Χριστὸν ἐσταυρωμένον» (Α΄ Κορ. 1,23)· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης 30-11-1991)
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.