Αυγουστίνος Καντιώτης



Η ΘΕΙΑ ΚΛΗΣΙΣ

Κυριακὴ ΙΑ΄Λουκᾶ (Λκ. 14,16-24· Μθ. 22,14)
16 Δεκεμβρίου 2012

Η ΘΕΙΑ ΚΛΗΣΙΣ

«Ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα » (Λουκ. 14,17)

Ακούσατε, ἀγαπητοί μου, τὴν παραβολὴ τοῦ δείπνου; «Ἄνθρωπός τις», λέει ὁ Κύριος, «ἐποίησε δεῖπνον μέγα». Μπορεῖτε νὰ φαντα­στῆτε τὶς φροντίδες του; Αἴ­θουσα, τρα­πέζια, φαγητά, ποτά, μουσική… Κι ὅταν πλέον ἦταν ὅλα ἕτοιμα, ὁ εὐγενὴς οἰ­κοδεσπότης διέταξε τὸ δοῦλο του ν᾿ ἀρχί­σῃ τὶς προσ­κλήσεις. Τοῦ δίνει τὸν πρῶ­το κατάλογο. Ὁ δοῦλος τρέχει καὶ διανέ­μει σὲ ἕναν – ἕνα ἀτομικὲς προσκλήσεις.
Ἀλλὰ περίεργο· κανείς δὲν προθυμοποιεῖ­ται νὰ ἔρθῃ! Οἱ καλεσμένοι ἔχουν ἄλλες φρον­τίδες. Ὁ ἕνας κρατάει συμβόλαιο ἑνὸς κτήματος, ὁ δεύτερος σέρνει δέκα βόδια ποὺ θέλει νὰ τὰ δοκιμάσῃ, ὁ τρίτος μό­λις στεφανώθηκε καὶ δὲν ἀφήνει τὴ γυναίκα του οὔτε λεπτό. Ἀπ᾽ τὸ στόμα καὶ τῶν τριῶν ἀκούγεται ἡ ἴδια ἀπάντησι· «Ἔχε με παρῃτημένον» (Λουκ. 14,18,19).
Μετὰ τὴν ἄρνησι αὐτῶν ὁ δοῦλος παίρνει ἄλ­λη διαταγή, ποὺ συμπεριλαμβάνει κόσμο ὁλόκληρο. Ἔρχε­ται σὲ πλατεῖες δρόμους καὶ φράχτες καὶ φωνάζει· «Ἐλᾶτε. Ὅλα εἶνε ἕ­τοιμα. Ὁ κύριός μου σᾶς καλεῖ».
Καὶ νά, ἔρχονται ἀπὸ παντοῦ. Τοὺς βλέπετε; Εἶνε ῥακένδυτοι, φτωχοὶ καὶ ἀνάπηροι, κουτσοὶ καὶ τυφλοί. Μὰ ἡ θύρα δὲν κλείνει, ὑπάρχει ἀκόμη χῶρος στὴν αἴ­θουσα. Καὶ ἡ πρόσκλησι συνεχίζεται διὰ μέσου τῶν αἰώνων καὶ φτάνει μέχρι τὶς μέρες μας.

* * *

Αὐτὸς ποὺ «ἐποίησε δεῖπνον μέγα», ἀγαπητοί μου, εἶνε ὁ Θεός. Δὲν θέλει νὰ ζῇ ὁ ἄν­θρωπος μακριὰ ἀπ᾽ τὴ χαρά – αὐτὴν συμβολίζει τὸ δεῖπνο. Ὁ Θεὸς δὲν θέλει οὔτε ἕνα πλά­σμα του νὰ ζῇ καὶ νὰ πεθάνῃ μέσα στὸ σκοτά­δι, στὴ φρίκη τῆς ἁμαρτίας. Ὄχι. Εἶνε «ὁ πα­τὴρ τῶν οἰκτιρμῶν» (Β΄ Κορ. 1,3). Ὁ Δαυῒδ ψάλλει· «Οἰ­κτίρμων καὶ ἐλεήμων ὁ Κύριος…» (Ψαλμ. 102,8). Οἱ οὐ­ρανοὶ φλέγονται ἀπὸ ἀγάπη. Ἡ ἁγία Τριὰς ἐπι­θυμεῖ τὴ σωτηρία μας, καταρτίζει τὰ σοφὰ σχέ­διά της, κινητοποιεῖ ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους καὶ μᾶς καλεῖ νὰ ἐπιστρέψουμε ἀπ᾽ τὸ σκοτά­δι στὸ φῶς, ἀπ᾽ τὴν αἰχμαλωσία τοῦ σατανᾶ «εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θε­οῦ» (῾Ρωμ. 8,21). Κλῆσις ὑψίστη! Ὁ Θεὸς μᾶς καλεῖ.
Πῶς καλεῖ; Τὰ μέσα τῆς κλήσε­ως στὴ σωτη­ρία καὶ μακαριότητα εἶνε ἄπειρα καὶ ποικίλα. Μελετώντας βίους ἁγίων μένεις κα­τάπληκτος.
Ἂς ὑπενθυμί­σουμε τὴν κλῆσι τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Τί ἦταν ὁ Παῦλος εἶνε γνωστό· ἀ­­μείλικτος διώκτης τῶν Χριστιανῶν. Ἦταν πα­ρὼν στὸ λιθοβολισμὸ τοῦ πρωτομάρτυρος Στε­φάνου. Ἄκουγε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ φρύ­αττε. Καταδίωκε τοὺς Χριστιανοὺς ὅπου τοὺς εὕρισκε. Ὡρμοῦσε σὲ αὐλὲς καὶ σπίτια, ἅρπαζε ἄντρες καὶ γυναῖκες, καὶ δεμένους τοὺς ἔ­σερνε στὶς φυλακές. Μέρα – νύχτα πάσχιζε γιὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Ἐκκλησίας. Κι ὄχι μόνο στὰ Ἰεροσόλυμα ἀλλὰ κι ἀλλοῦ μακριά. Διψοῦ­­σε αἷμα χριστιανικό. Οἱ ἀρχιερεῖς ποὺ σταύρω­σαν τὸ Χριστὸ θὰ ἀγάλλονταν καὶ χαϊδεύον­τας τὶς γενειάδες τους θὰ ἔλεγαν· Δέκα νὰ εἴχαμε σὰν τὸ Σαῦλο… Μὰ ἡ χαρά τους δὲν ἐ­πρόκειτο νὰ διαρκέσῃ πολύ. Ὁ Παῦλος δὲν θὰ πέθαινε διώκτης τοῦ Χριστοῦ. Τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γι᾽ αὐτὸν ἦταν ἀσύλληπτο. Καὶ μιὰ μέρα, ἐνῷ πήγαινε μὲ συνο­δεία στὴ Δαμασκὸ γιὰ νὰ ἐξολοθρεύσῃ τὸ ποίμνιο τοῦ Ἰησοῦ, πάνω στὸ δημόσιο δρόμο, λίγα χιλιόμετρα ἔ­ξω ἀπ᾽ τὴν πόλι, εἶδε ἀστραπὴ κι ἄκουσε φωνή· –«Σαοὺλ Σαούλ, τί με διώκεις; σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν». –«Τίς εἶ, Κύριε;», ρωτάει περίτρομος ὁ Παῦλος. –«Ἐ­γώ εἰμι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, ὃν σὺ διώκεις», ἦταν ἡ ἀ­πάντησι (Πράξ. 22,7-8· βλ. καὶ 26,14-15· 9,4-5). Τί δραματικὴ σκηνή! Ἂν ἔχῃς, ἀγαπητέ, Καινὴ Διαθήκη, ἄ­νοιξε ἀ­πόψε καὶ διάβασε μόνος σου τὰ κεφά­λαια 9 22 καὶ 26 τῶν Πράξεων τῶν ἀποστόλων.
Ἡ κλῆσις τοῦ Παύλου στὸν Χριστιανισμὸ εἶ­νε βέβαια κάτι ξεχωριστό, εἶνε μία ἄμεση καὶ ἀπ᾿ εὐθείας κλῆσι· διαλαλεῖ πάντως, ὅτι ὁ Θε­ὸς καλεῖ τὸν ἄνθρωπο ἀπ᾽ τὰ σοκάκια καὶ τοὺς δρόμους τοῦ σκότους καὶ τοῦ ἐγκλήματος. Ἡ ὥρα αὐτὴ γιὰ τὸν Παῦλο ἦταν ἡ σπουδαιότερη τῆς ζωῆς του. Χαράχτηκε μέσα του· γι᾿ αὐτὸ στὴν ἀρχὴ ἐπιστολῶν του γράφει· «Παῦλος, κλητὸς ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ…» (Α΄ Κορ. 1,1. ῾Ρωμ. 1,1).

* * *

«Κλητὸς» ὁ Παῦλος. Ἀλλὰ «κλητοὶ» εἴμαστε κ᾽ ἐμεῖς (βλ. ῾Ρωμ. 1,6-7· 8,28. Α΄ Κορ. 1,2,24. Ἰούδ. 1. Ἀπ. 17,14). Ἔχουμε ἀ­τομικὴ πρόσκλησι. –Ἐμεῖς; μὰ ἐμεῖς, θὰ πῆτε, οὔτε φῶς εἴδαμε οὔτε φω­νὴ ἀκούσαμε ὅπως ἐκεῖνος. Ἄλλως τε, μικροὶ κι ἀσήμαντοι ἐμεῖς, δὲν πρόκειται νὰ παίξουμε τέτοιο ῥόλο στὴν ἱστορία· ἄλλος Παῦλος δὲν γεννιέται.
Παρὰ ταῦτα ὁ Κύριος μᾶς καλεῖ. Μᾶς καλεῖ σὲ κάτι μεγαλειῶδες, στὴν ἀποστολὴ τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. Ναί. Διὰ μέσου ὅσων θὰ γίνουν ὑπηρέτες καὶ μάρτυρες Χριστοῦ θὰ σωθῇ ὁ κόσμος. Μέσα στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ εἶ­νε· ὅποιος ἔζησε στὴν ἁμαρτία καὶ μετὰ γνώρισε τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ φῶς, ἔχει χρέος νὰ γίνῃ ὄργανο, ὥστε δι᾽ αὐτοῦ νὰ κληθοῦν καὶ ἄλλοι ν᾽ ἀπολαύσουν ἐκεῖνα ποὺ αὐτὸς εἶδε καὶ γεύθηκε κοντὰ στὸ Χριστό. Καὶ ἀλλοίμονο ἂν δὲν ἐκτελέσῃ τὸ ἱερὸ αὐτὸ χρέος.
–Μὰ ἐγώ, θὰ πῇ κάποιος, δὲν εἶμαι ὁ ἴδιος ἀ­κόμη βέβαιος ἂν μὲ κάλεσε ὁ Χριστός, κ᾽ ἐσὺ μοῦ λὲς νὰ προσκαλέσω ἄλλους;… Ἀδελφέ, τί λές, δὲν εἶσαι βέβαιος; Ἄγγελε, ποὺ φυλᾷς αὐτὴ τὴν ψυχή, πές της σὲ παρακαλῶ, πόσες φορὲς μέχρι σήμερα τῆς ἔφερες τὴν πρόσ­κλησι τοῦ Κυρίου «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κο­πιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑ­μᾶς» (Ματθ. 11, 28). Κι ὁ ἄγγελος ἄκου τί σοῦ ἀπαντᾷ·
Ἀπ᾽ τὶς πρῶτες μέρες τῆς ζωῆς σου ἄρχισαν οἱ προσ­κλήσεις. Σὲ οἰκογένεια χριστιανι­κὴ γεννήθηκες. Τὰ παιδικά σου μάτια, μόλις ἄρ­χισαν νὰ διακρίνουν, εἶδαν πάνω ἀπ᾽ τὴν κούνια σου τὴν εἰκόνα τοῦ Ἐσταυρωμένου. Βαπτί­σθηκες στὴν κολυμβήθρα, φωτίστηκες. Ντύθη­κες στὰ λευκά. Σταυρὸ κρέμασαν στὸ στῆθος σου. Τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἦταν τὸ πρῶτο ποὺ ἔ­μαθες. Εἶδες τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα σου νὰ προσ­εύχωνται. Γνώρισες παραδείγματα ἀρετῆς.
Κάθε Κυριακὴ ἄκουγες νὰ κτυπάῃ ἡ καμ­πά­να, σὰ νὰ σοῦ λέῃ· «Παιδί μου, σὲ καλῶ στὸ μέ­γα δεῖπνο, σὲ συμπόσιο ὄχι κοιλιᾶς ἀλλὰ καρδιᾶς, νὰ κοινωνήσῃς σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ». Ἄκουγες τὴν πρόσκλησι κ᾽ ἐρχόσουν στὸ ναό. Καὶ κάθε φορὰ ἄκουγες· «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πί­στεως καὶ ἀγάπης προσ­έλθετε». Πόσες φο­ρὲς ὁ ἱεροκήρυκας δὲν κάλεσε ὅλους σὲ μετάνοια; Δὲν ἦταν τὰ κηρύγματα αὐτὰ προσ­κλήσεις;
Καὶ πέρα ἀπ᾽ αὐτά, τὰ μεγάλα – συγκλονιστι­κὰ γεγονότα, ποὺ διαδραματίσθηκαν στὴν οἰ­κογένειά σου, στὴν πόλι, στὴν πατρίδα, στὴν ἀν­θρωπότητα, δὲν ἦταν κι αὐτὰ ἔκτακτες προσ­κλήσεις; Κ᾽ ἐκεῖνα τὰ θαύματα ποὺ εἶδες; Κ᾽ ἐ­κεῖνοι οἱ κίνδυνοι ἀπ᾽ τοὺς ὁποίους σώθηκες; Δὲν ἦταν σάλπιγγες, ποὺ σὲ καλοῦσαν σὲ ἐπιστροφή; Ἀλλὰ κι αὐτὴ ἡ στιγμή, ποὺ ἀκοῦς τὸ κήρυγμα τοῦτο, δὲν εἶνε μία ἀκόμη πρόσκλησι;
Πόσες προσ­κλήσεις! Ὄχι μία καὶ δύο ἀλλὰ πολλὲς φορὲς ἀπεσταλμένοι τοῦ Θεοῦ ἦρθαν καὶ μᾶς χτύπησαν, πιὸ σιγὰ ἢ πιὸ δυνατά, τὴν πόρτα καὶ μᾶς κάλεσαν· Εἶνε ὥρα, ἐλᾶτε, γιατί ἀναβάλλετε; Ἂν σᾶς καλοῦσε ἐπίγειος βασιλιᾶς στὰ ἀνάκτορα, δὲν θ᾽ ἀφήνατε κάθε ἀ­σχολία; Τώρα, ποὺ σᾶς καλεῖ ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλέων, θὰ πῆτε «Ἔχε με παρῃτημένον»;

* * *

Ἀδελφοί! Ὁ Κύριος καλεῖ ὄχι μόνο ἄτομα ἀπὸ «τὰς πλατείας καὶ ῥύμας» τοῦ κόσμου (Λουκ. 14,21) ἀλλὰ καὶ οἰκογένειες καὶ πόλεις καὶ ἔθνη ὁλόκληρα. Ἄλλα ἔθνη δέχονται, ἄλλα δὲν δέχονται τὴν τιμητική του πρόσ­κλησι. Ἔθνη καὶ λαοί, ποὺ δὲν δέχονται τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ Θεοῦ –ποὺ ἔτσι ἀναγκάζονται νὰ «ἐκτινάξουν τὸν κονιορτὸν τῶν ὑποδημάτων των» (βλ. Ματθ. 10,14. Λουκ. 9,5· 10,11. Πράξ. 13,51) καὶ νὰ φύγουν μακριά–, κα­ταστρέφονται. Αὐτὸ μαρτυρεῖ ἡ ἱστορία.
Τὸ δικό μας ἔθνος εἶχε τὴν τιμὴ νὰ εἶνε ἀπὸ τὰ πρῶτα ποὺ κλήθηκαν νὰ συμμετάσχουν στὸ μεγαλειῶδες καὶ αἰώνιο σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Ἐκ­λεκτοὶ ἀπεσταλμένοι τοῦ Κυρίου, ὅπως ὁ Παῦ­λος, ὁ Ἀνδρέας, ὁ Βαρνάβας, ὁ Τίτος, ὁ Τιμόθε­ος, ἦρθαν καὶ κάλεσαν τοὺς προγόνους μας· «Ἐ­λᾶ­τε, Ἕλληνες, στὸ φῶς τὸ ἀνέσπερο». Κ᾽ ἐκεῖ­νοι δέχτηκαν τὴν πρόσκλησι, ἄφησαν τὰ εἴδωλα. Ἡ Ἑλλὰς ἀπέβαλε τὰ ῥάκη τῆς εἰδωλολατρίας, ντύθηκε τὴ στολὴ τοῦ Χριστοῦ. Καὶ μετὰ ἔτρε­ξε νὰ φέρῃ τὴν πρόσκλησι τοῦ Εὐαγγελίου σὲ λαοὺς κοντὰ καὶ μακριά. Τὸ ἔθνος μας ἔγινε ὑπηρέτης καὶ μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ μέχρι τὰ πέρατα τῆς γῆς. Ποιός μπορεῖ νὰ τὸ ἀρνηθῇ;
Αὐτὰ δὲν τὰ λέμε ἀπὸ πνεῦμα ἐθνικισμοῦ, ποὺ εἶνε ξένο πρὸς τὸ Εὐαγγέλιο. Τὰ λέμε, καὶ πρέπει νὰ τὰ λέμε, γιὰ νὰ ὑπενθυμίζουμε τὸ χρέος καὶ τὴν εὐθύνη ποὺ ἔχουμε ἀπέναντι στὸ Χριστό, ὁ ὁποῖος κάλεσε τὸ ἔθνος μας γιὰ νὰ γίνῃ κι αὐτὸ «σκεῦος ἐκλογῆς» (Πράξ. 9,15). Θαρρῶ πὼς βλέπω τὸν Παῦλο, τὸν ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν ποὺ τόσο ἀγάπησε τὸν τόπο μας, νὰ στέκῃ γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ πάνω στὸ ἑλληνικὸ ἔδαφος καὶ νὰ σαλπίζῃ· Ἕλληνες! «παρακαλῶ ὑμᾶς ἐγὼ ὁ δέσμιος ἐν Κυρίῳ ἀξίως περιπατῆσαι τῆς κλήσεως ἧς ἐκλήθητε» (Ἐφ. 4,1).

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

1949 (…-12-1949 ἐκπομπὴ ἀπὸ Ρ.Σ.Λ.) Ἡ θεία κλῆσις (βιβλ. Σαλπίσματα σ. 160, ὑπάρχει ὅμως καὶ στὴν «Σάλπιγγα Ὀρθοδοξίας» 1981, σ. 347)
«Κυριακὴ» 1792/2012 Ἡ θεία κλῆσις

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.