1. Επιμονη στην προσευχη 2. Τι εινε το σωμα μας;
Κυριακὴ τῆς Χαναναίας (Ματθ. 15,21-28)
Ἐπιμονη στην προσευχη
«Ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν» (Ματθ. 15,23)
Ο ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, ἔχει μιὰ ἀδυναμία. Θέλει νὰ τὸν ἐπαινοῦν καὶ νὰ τὸν κολακεύουν. Αὐτὸ ἀρχίζει ἀπὸ τὴν κούνια καὶ φθάνει ὣς τὰ γηρατειά. Τὸ παιδὶ στὸ σπίτι θέλει χάδι καὶ ἔπαινο περισσότερο ἀπὸ τὸ νὰ τοῦ δώσῃς μιὰ σακκούλα καραμέλλες. Ὁ μαθητὴς στὸ σχολεῖο χαίρεται ὅταν ὁ δάσκαλος τὸν ἐπαινῇ. Ὁ στρατιώτης στὸ στρατὸ φιλοτιμεῖται ὅταν ὁ ἀξιωματικὸς τὸν ἐπαινῇ. Ὁ ὑπάλληλος περιμένει τὸν ἔπαινο τῶν προϊσταμένων του. Καὶ ὁ νέος καὶ ὁ γέρος, ὅλοι θέ᾿νε ἔπαινο. Ζοῦμε μέσα στὸν ἔπαινο.
Ἀλλ᾿ ἂν πάρουμε ζυγαριὰ καὶ ζυγίσουμε τοὺς ἐπαίνους τοῦ κόσμου, τί ἀξία ἔχουν; Πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς μοιάζουν μὲ κίβδηλα νομίσματα. Εἶνε ἐπιπόλαιες κρίσεις ἀνθρώπων ποὺ λίγο μᾶς γνωρίζουν. Εἶνε προϊόντα ἄθλια μιᾶς αἰσχρᾶς βιομηχανίας ποὺ λέγεται κολακεία. Πόσοι ἀπὸ τοὺς ἐπαίνους δὲν ἔγιναν παγίδες, πρὸ παντὸς γιὰ τοὺς νέους; Συχνὰ ἡ διαφθορά, ἰδίως τῶν νεανίδων, ἀρχίζει ἀπὸ ἕνα κοπλιμέντο, ἀπὸ ἕναν ἔπαινο· καὶ σιγὰ – σιγά, ἂν δὲν καταλάβουν τὸν κίνδυνο, πέφτουν στὴν καταστροφή. Πόσοι δὲν ἔπαθαν ἐκεῖνο ποὺ λέει ὁ Ασωπος· ἡ ἀλεποῦ, λέει, εἶδε τὸν κόρακα πάνω στὸ δέντρο νὰ κρατάῃ στὸ ῥάμφος του ἕνα κομμάτι κρέας. Πῶς νὰ τοῦ τὸ πάρῃ; Ἄρχισε νὰ τὸν κολακεύῃ, ὅτι ἔχει «ὡραία φωνή». Ἔτσι ὁ ἀνόητος ἄνοιξε τὸ στόμα νὰ «τραγουδήσῃ», καὶ τὸ κρέας ἔπεσε…
Ἀλλ᾿ ἐὰν οἱ ἔπαινοι τοῦ κόσμου εἶνε χωρὶς ἀξία ἢ γίνωνται καὶ παγίδες, ὑπάρχουν ὅμως ἄλλοι ἔπαινοι ποὺ ἀξίζουν καὶ πρέπει νὰ τοὺς προσέξουμε. Εἶνε οἱ ἔπαινοι τιμίων ἀνθρώπων, ποὺ δὲν κολακεύουν. Εἶνε ὁ ἔπαινος τῆς συνειδήσεως, ποὺ δὲν λέει ψέματα. Εἶνε ὁ ἔπαινος τῶν ἁγίων καὶ τῶν ἀγγέλων. Εἶνε πάνω ἀπ᾿ ὅλα ὁ ἔπαινος τοῦ Θεοῦ. Ὤ ὁ ἔπαινος τοῦ Θεοῦ! Ἂς μ᾿ ἐπαινέσῃ ὁ Θεός, κι ἂς μὲ κατηγορῇ ὅλος ὁ κόσμος. Καὶ ἂν μ᾿ ἐπαινῇ ὅλος ὁ κόσμος ἀλλὰ μὲ κατηγορήσῃ ὁ Θεός, καμμιά ἀξία δὲν ἔχω. Ἂν σ᾿ ἐπαινέσῃ ὁ Θεός, παράδεισο ἔχεις· ἂν σὲ κατηγορήσῃ ὁ Θεός, κόλασι ἔχεις. Τί νὰ τοὺς κάνῃς τοὺς ἐπαίνους τοῦ ματαίου τούτου κόσμου; Τοῦ Θεοῦ ὁ ἔπαινος ἀξίζει.
* * *
Ἕναν τέτοιο ἔπαινο ἔχει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Σήμερα ὁ Κύριός μας ἐπαινεῖ. Ποιόν ἐπαινεῖ; βασιλιᾶ; στρατηγό; σοφό; ἐπιστήμονα; Ὄχι. Ἐπαινεῖ μιὰ γυναῖκα. Ποιά γυναῖκα; Τὴ Χαναναία, ποὺ ἔπεσε μπροστὰ στὰ πόδια του καὶ ζητοῦσε τὴ θεραπεία τῆς θυγατέρας της. Μὰ γιὰ νὰ τὴν ἐπαινῇ ὁ Χριστός, σημαίνει ὅτι αὐτὴ εἶχε ἀξία. Καὶ πράγματι ἡ γυναίκα τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου ἤτανε διαμάντι. Ἦτο ἀξία ἐπαίνου. Τί εἶδε ἆραγε ὁ Χριστὸς στὴ Χαναναία καὶ εἵλκυσε τὸ θαυμασμό του;
Τὸ πρῶτο ποὺ εἶδε ἦταν ἡ πίστι της. Τί ἦταν ἡ Χαναναία; Εἰδωλολάτρις. Ἡ χώρα της, ἡ Χαναάν, ἦταν χώρα αἰσχρᾶς εἰδωλολατρίας, μὲ μάγους καὶ μάγισσες. Δὲν ἔζησε αὐτὴ στὰ Ἰεροσόλυμα, δὲν εἶχε ἀκούσει τὸ Χριστό, δὲν εἶδε τὰ θαύματά του. Καὶ ὅμως, μόλις τῆς εἶπαν ὅτι αὐτὸς ποὺ περνάει εἶνε ὁ Χριστός, μιὰ ἐσωτερικὴ πεποίθησι τὴν ἔκανε νὰ πῇ· Αὐτὸς εἶνε ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου, αὐτὸς εἶνε ὁ μοναδικὸς γιατρὸς καὶ γιὰ τὴ θυγατέρα μου. Ἀμέσως ἔπεσε μπροστὰ στὰ πόδια του. Κι ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη σβήσανε μέσα στὴν καρδιά της ὅλοι οἱ ψεύτικοι θεοί. Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη προσκολλήθηκε στὸ Χριστό. Αὐτὴ τὴν πίστι βράβευσε ὁ Χριστός.
Γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· Ἐμεῖς ἔχουμε αὐτὴ τὴν πίστι; Ὅταν ἀρρωστήσουμε ποῦ τρέχουμε; Πολλοί, λεγόμενοι Χριστιανοί, τρέχουν σὲ μάγους. Ἀκόμη καὶ σήμερα, στὸν αἰῶνα αὐτόν. Καὶ ὄχι μόνο στὰ χωριὰ ἀλλὰ καὶ στὰ μεγάλα κέντρα. Ὀργιάζει ἡ μαγεία καὶ ξαφρίζει πορτοφόλια… Θὰ πῇ κανείς· Κ᾿ οἱ παπᾶδες ζητᾶνε τυχερά. Δὲν τὸ ἐγκρίνω. Θέλω ὁ παπᾶς νὰ εἶνε στὸ ὕψος του καὶ τὰ μυστήρια νὰ τελοῦνται δωρεάν. Δὲν τὸ ἐγκρίνω λοιπὸν αὐτό. Ἀλλὰ δὲν ἐγκρίνω καὶ τὸ ἄλλο· ὅταν ὁ παπᾶς ζητήσῃ κάτι, τὸν περνοῦν «γενεὲς δεκατέσσερις»· στοὺς μάγους ὅμως ἀδειάζουν τὰ πορτοφόλια χωρὶς διαμαρτυρία. Λὲς καὶ δὲν ὑπάρχει Χριστός, λὲς καὶ δὲν ὑπάρχει Ἐκκλησία, λὲς καὶ δὲν ὑπάρχουν μυστήρια, λὲς καὶ δὲν κάνει θαύματα ἡ πίστι μας.
Βλέπετε λοιπὸν τί πίστι εἶχε ἡ Χαναναία, ἐν συγκρίσει μὲ τοὺς σημερινοὺς Χριστιανούς;
Ἐπῄνεσε ὁ Χριστὸς τὴ Χαναναία γιὰ τὴν πίστι της. Ἀλλὰ τὴν ἐπῄνεσε καὶ γιὰ τὴν ταπείνωσί της. Τῆς λέει· «Δὲν εἶνε σωστό, τὸ ψωμὶ ποὺ προορίζεται γιὰ τὰ παιδιὰ νὰ τὸ ῥίξω στὰ σκυλιά» (Ματθ. 15,26). «Παιδιὰ» ἐννοοῦσε τοὺς Ἰουδαίους, καὶ «σκυλιὰ» τοὺς εἰδωλολάτρες ποὺ ζοῦσαν μιὰ ἀκάθαρτη καὶ αἰσχρὰ ζωή. Ἡ Χαναναία ἄκουσε αὐτὸ τὸ λόγο, καὶ δὲν τὸ πῆρε ὡς προσβολὴ τοῦ γένους καὶ τῆς φυλῆς της· πῆρε τὴ λέξι «σκυλί», ποὺ θεωρεῖται ὑβριστική ―ἐδῶ εἶνε τὸ μεγαλεῖο της―, καὶ τὴν ἔκανε ὅπλο, καὶ μ᾿ αὐτὴν πολέμησε – ποιόν; Τὸ Χριστό· καὶ Τὸν ἐνίκησε. Ὤ θαῦμα! Νίκησε τὸν Ἀήττητο. «Ναί, Κύριε», λέει (ἔ.ἀ.15,27)· ἂν ἄλλοι εἶνε παιδιά σου, ἐγὼ εἶμαι σκυλάκι σου. Δῶσε τὸ ψωμὶ στὰ παιδιά σου· ἐγὼ θὰ περιμένω νὰ πάρω τὰ ψίχουλα. Ἕνα ψίχουλο, Χριστέ μου, φτάνει γιὰ μένα.
Καὶ γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· Ἔχουμε ἐμεῖς τέτοια ταπείνωσι; Δεχόμεθα παρατηρήσεις καὶ ἐλέγχους; Οἱ περισσότεροι εἶστε οἰκογενειάρχαι καὶ ἔχετε σπίτια. Τολμᾷ σήμερα ὁ ἄντρας νὰ κάνῃ παρατήρησι στὴ γυναῖκα; Καὶ τολμᾷ ἡ γυναίκα νὰ κάνῃ παρατήρησι στὸν ἄντρα; Ἔτσι τὸ ἀντρόγυνο ζῇ μέσα σὲ μιὰ κολακεία, ὄχι στὴν ἀλήθεια. Ποῦ εἶνε ἡ ταπείνωσι; Μᾶς ἔφαγε ὁ ἐγωϊσμὸς καὶ ἡ ὑπερηφάνεια, ποὺ εἶνε τὸ χειρότερο ἁμάρτημα, μεγαλύτερο κι ἀπὸ τὴν πορνεία κι ἀπὸ τὴ μοιχεία κι ἀπὸ ὅλα. Αὐτὴ γκρέμισε τὸν ἑωσφόρο καὶ τὸν ἔκανε διάβολο. Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς λέει· Ὅταν βλέπω ἄντρα ὑπερήφανο ἢ γυναῖκα ὑπερήφανη, μοῦ φαίνεται ὅτι βλέπω τὸ διάβολο· κι ὅταν βλέπω ταπεινὸ ἄνθρωπο, μοῦ φαίνεται σὰν ἄγγελος. Τέτοια ταπείνωσι εἶχε ἡ Χαναναία. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς τὴν ἐπῄνεσε· «Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις!» (ἔ.ἀ. 15,28) καὶ μεγάλη σου ἡ ταπείνωσις.
Ἀλλὰ ἡ γυναίκα αὐτὴ εἶνε ἀξιοθαύμαστη καὶ γιὰ κάποια ἄλλη μεγάλη ἀρετή. Ποιά; Ἔπεσε στὰ πόδια καὶ παρακαλοῦσε· «Κύριε, ἐλέησον» (ἔ.ἀ. 15,22). Καμμιά σημασία ὁ Χριστός! «Κύριε, ἐλέησον»· καμμιά ἀπάντησις! Μὰ δὲν ἄκουγε ὁ Χριστός; Ἂν ὁ ἄνθρωπος ἔφτειαξε μηχανήματα κι ἀκούῃ μακριά, τὸ αὐτὶ τοῦ Θεοῦ ἀκούει ὅλες τὶς φωνὲς καὶ ὅλους τοὺς ψιθύρους. Καὶ ὅμως ἐδῶ καμμιά σημασία! Τί ἔκανε τότε αὐτή; Ὁ ἕνας εὐαγγελιστὴς λέει ὅτι ἔκραζε «ἔμπροσθεν» (βλ. Μᾶρκ. 7,25), ὁ ἄλλος λέει ὅτι ἔκραζε «ὄπισθεν» (Ματθ. 15,23). Ἔχετε δεῖ σκυλιὰ ποὺ τριγυρίζουν τὸ ἀφεντικό τους πότε μπροστὰ καὶ πότε πίσω, ὥσπου νὰ τοὺς δώσῃ κάτι; Ἔτσι κι αὐτή. Μιὰ πίσω, μιὰ μπροστά, δὲν κουράστηκε, ἕως ὅτου ἀνάγκασε τὸ Χριστὸ ν᾿ ἀνοίξῃ τὸ στόμα του καὶ νὰ μιλήσῃ. Ἡ Χαναναία ἐπιμένει. Ἐπιμένει ὄχι στὸ κακό, ὄχι στὴν ἀτιμία, ὄχι στὸ ἔγκλημα· ἐπιμένει στὸ καλό. Εἶνε ἀρετή, παρ᾿ ὅλα τὰ ἐμπόδια, νὰ ἐπιμένῃς στὸ καλό. Αὐτὸς ποὺ ἐπιμένει νικᾷ.
Ἕνα ἰνδικὸ παραμύθι λέει, ὅτι κάποτε ἕνας ναύτης ταξίδευε. Ἦταν στὸ ἄκρο τοῦ πλοίου, κρατοῦσε στὰ χέρια του ἕνα δαχτυλίδι καὶ τὸ ἔπαιζε στὰ δάχτυλά του. Σὲ μιὰ στιγμὴ ὅμως τὸ δαχτυλίδι τοῦ φεύγει καὶ πέφτει στὴ θάλασσα. Δὲν ἀπελπίστηκε. Τί ἔκανε; Πῆρε ἕνα κουβᾶ κι ἄρχισε νὰ …ἀδειάζῃ τὴ θάλασσα! Τότε, λέει, ἄκουσε τὴ θάλασσα· ―Τί κάνεις ἐκεῖ; ―Ἄχ, ἄτιμη θάλασσα, λέει, μοῦ ᾿κλεψες τὸ δαχτυλίδι μου. Θὰ σὲ ἀδειάσω νὰ τὸ πάρω! Ὅταν τ᾿ ἄκουσε ἡ θάλασσα, φοβήθηκε. ―Ἐσύ, λέει, ἔχεις κακὸ σκοπό· πάρε τὸ δαχτυλίδι σου, γιατὶ σὲ βλέπω ὅτι εἶσαι ἐπίμονος…
Ἀκοῦτε ἐπιμονή; Ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς. Ἐπιμονὴ στὸ καλό, καὶ θὰ νικήσουμε.
* * *
Ἀγαπητοί μου! Ἂν κάτι ποὺ ζητοῦμε εἶνε σύμφωνο μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε νὰ τὸ ζητοῦμε ὅπως ἡ Χαναναία. Μὴ μοιάσουμε σὰν κάτι ἀλητόπαιδα, ποὺ χτυποῦν στὰ σπίτια τὸ κουδούνι μιὰ φορὰ καὶ μετὰ φεύγουν· φεύγουν, γιατὶ θέλουν νὰ πειράξουν. Ὄχι, λοιπόν, μιὰ φορά, ἀλλὰ συνεχῶς, μέχρι ν᾿ ἀνοίξῃ ἡ πόρτα τοῦ Θεοῦ. Ἠλεκτρικὸ κουδούνι γιὰ μᾶς εἶνε ἡ προσευχή, τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Ἂς ἐπιμένουμε· Κύριε ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστέ, διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων ἐλέησον ἡμᾶς. Ἅμα αὐτὸ τὸ λέμε μὲ ἐπιμονή, τότε καὶ τὰ πιὸ μεγάλα καὶ θαυμαστὰ πράγματα θὰ γίνουν, καὶ θ᾿ ἀκούσουμε κ᾿ ἐμεῖς· «Μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω ὡς θέλεις» (ἔ.ἀ. 15,28).
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου στον ιερό ναὸ του Ἁγίου Γεωργίου Ἀκαδημίας Πλάτωνος; Ἀθηνῶν 31-1-1960)
______ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ______
Τι εινε το σωμα μας;
«Ὑμεῖς ναὸς Θεοῦ ἐστε ζῶντος» (Β΄ Κορ. 6,16)
Χαίρω, ἀγαπητοί μου, ποὺ βρίσκομαι σήμερα ἐδῶ, σὲ μιὰ ὡραία ἐκκλησία ποὺ ἔχτισε ἡ εὐσέβειά σας. Καὶ δὲν εἶνε μόνο αὐτή· κι ἄλλες ἐκκλησίες ἔχουν χτίσει οἱ πιστοί, στὶς πόλεις καὶ στὰ χωριά. Στὴν Πρέσπα π.χ., σ᾽ ἕνα πολὺ μικρὸ χωριό, ποὺ ἔχει μόνο 15 κατοίκους, οἱ φτωχοὶ αὐτοὶ ἔχτισαν μιὰ ὡραία ἐκκλησία ἐπ᾿ ὀνόματι τῶν Ἁγίων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου.
Ποιοί χτίζουν τὶς ἐκκλησίες, οἱ πλούσιοι; Αὐτοὶ δὲ δίνουν. Ποιοί δίνουν; Ἂς ἔχῃ δόξα ὁ Θεός· ὁ λαός μας, ὁ φτωχὸς λαός· οἱ ἀγρότες, οἱ βοσκοί, οἱ ἐργάτες, αὐτοὶ χτίζουν τὶς ἐκκλησίες· καὶ δίνουν ἑκατομμύρια.
Διότι εἶνε ἀναγκαῖες οἱ ἐκκλησίες. Ὅπως μαζεύονται στὸ σχολεῖο οἱ μαθηταὶ καὶ στὸ στρατῶνα οἱ στρατιῶτες, ἔτσι στὴν ἐκκλησία ἔρχονται οἱ πιστοί· εἶνε σχολεῖο ὅπου ἀκούγονται τὰ ὡραιότερα μαθήματα, εἶνε στρατώνας καὶ στρατόπεδο ὅπου ἐκπαιδεύονται οἱ στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ· εἶνε καὶ λιμάνι τοῦ Θεοῦ, ὅπου ἀράζουν τὰ ταλαιπωρημένα καράβια. Ἔχει μεγάλη ἀποστολὴ ἡ Ἐκκλησία.
Ἀλλὰ τώρα τελευταῖα τί ἀκούγεται; Ἦταν προφητευμένο ὅτι θὰ ἔρθῃ ὁ ἀντίχριστος καὶ φαίνεται ὅτι βρισκόμαστε σὲ παραμονὲς τῆς ἐμφανίσεώς του. Ὁ ἀντίχριστος εἶνε ἐκεῖνος ποὺ θὰ πολεμήσῃ τὴν Ἐκκλησία· σύνθημά του θὰ εἶνε «γκρεμίστε τὶς ἐκκλησίες!». Ἄρχισαν λοιπὸν τώρα ν᾽ ἀκούγωνται τέτοιες βραχνὲς φωνές. Φωνάζουν. Ποῦ; Σὲ νηπιαγωγεῖα δάσκαλοι, σὲ σχολεῖα καθηγηταί, παντοῦ. Πρώτη φορὰ ἀκούγονται τέτοια λόγια. Εἶνε φωνὲς τοῦ διαβόλου, ποὺ ἔρχονται μέσ᾽ ἀπὸ τὴν κόλασι. Καὶ τί λένε· Δὲν θέλουμε ἐκκλησίες πλέον!…
Στὴ Φλώρινα ἕνας ἀπ᾽ αὐτοὺς περνοῦσε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος τὴν ὥρα ποὺ χτυποῦσε γλυκὰ ἡ καμπάνα· κι αὐτὸς ἀκούγοντας τὴν καμπάνα βλαστήμησε. Νὰ δοῦμε, λέει, πόσο καιρὸ θὰ χτυπᾶνε ἀκόμα καμπάνες! Δὲ θά ᾿ρθοῦν ἔτσι τὰ πράγματα νὰ γκρεμίσουμε τὶς ἐκκλησιές, θὰ σφάξουμε τοὺς παπᾶδες!… Μὴ σᾶς φανῇ παράξενο· μπορεῖ νὰ συμβῇ κάτι τέτοιο, ἂν τὸ παραχωρήσῃ ὁ Θεός. Στὴν Ἀλβανία ὑπῆρχαν χίλιες ἐκκλησίες. Ἡ Βόρειος Ἤπειρος εἶχε ὡραῖες ἐκκλησίες χτισμένες μὲ τὸν κόπο καὶ τὸν ἱδρῶτα τῶν ἀδελφῶν μας. Καὶ ἦρθαν χρόνια, ὅταν κυβερνοῦσε ὁ Ἐμβὲρ Χότζα (1908-1985), ποὺ οἱ καμπάνες σταμάτησαν νὰ χτυποῦν κ᾽ οἱ ἐκκλησίες ἔκλεισαν ἢ ἔγιναν καφενεῖα, ἑστιατόρια, ἀποθῆκες τροφίμων καὶ κινηματογράφοι, γιατὶ ἐκεῖ βασίλευε ἡ ἄθεη δικτατορία.
Καὶ στὴν Ἑλλάδα, ὅπως εἴπαμε, ἀκούγονται τέτοιες φωνές, κάτω ἡ θρησκεία – ζήτω ἡ ἀθεΐα. Ἀλλὰ στὴν πατρίδα μας τὸ βλέπω δύσκολο νὰ ἐπιτύχουν τὸ σχέδιό τους. Γιατὶ ἐδῶ δὲν εἶνε Ἀλβανία οὔτε Ῥωσία. Στὴ ῾Ρωσία τὶς ἐκκλησίες τὶς ἔχτιζαν τσάροι, μεγάλοι πλούσιοι, καὶ τὶς ἔντυναν μὲ ἀσήμι καὶ χρυσάφι· ἐδῶ δὲν ἔχουμε τσάρους, ἔχουμε φτωχὸ λαό. Κατὰ κανόνα αὐτοὶ ποὺ ἔχουν καράβια στὴ θάλασσα καὶ ἐργοστάσια στὴ στεριὰ δὲν χτίζουν ἐκκλησίες· ὁ φτωχὸς λαός, αὐτὸς χτίζει τὶς ἐκκλησίες τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτὸ μοῦ φαίνεται δύσκολο νὰ ξερριζωθῇ ἡ πίστι. Ἔχει ῥίζες βαθειὲς στὴν καρδιὰ τοῦ λαοῦ μας. Κ᾽ ἕνα δέντρο – ἕνα πλατάνι, μὲ ῥίζες βαθειὰ στὸ χῶμα, δὲν μποροῦν νὰ τὸ ξερριζώσουν ἄνεμοι καὶ θύελλες· ἀντέχει. Ἔτσι καὶ ἡ πίστι μας. Γιατὶ δὲν εἶνε κάτι ἐπίκτητο στὸν ἄνθρωπο, εἶνε κάτι φυσικό.
Νὰ τὸ πῶ κάπως ἐπιστημονικά; ἡ θρησκεία μας εἶνε ἔμφυτη. Τί θὰ πῇ ἔμφυτη; Θὰ τὸ ἐξηγήσω μ᾽ ἕνα παράδειγμα. Εἶνε ὅπως τὸ ὅτι ἀγαπᾷ ἡ μάνα τὸ παιδί· αὐτὸ τὸ ἔχει ἀπὸ τὴ φύσι της. Δὲν τὸ διδάχθηκε ἀπὸ κανένα, δὲν πῆγε σὲ κάποιο σχολεῖο νὰ τὴ διδάξουν ὅτι πρέπει ν᾽ ἀγαπᾷ τὸ παιδί· ἡ μητρικὴ ἀγάπη εἶνε ἔμφυτη. Διαβάστε τη συνέχεια εδώΚάθε μάνα τὴν αἰσθάνεται. Καὶ προτιμᾷ νὰ πεθάνῃ παρὰ νὰ ἐγκαταλείψῃ τὸ παιδί της. Καὶ χίλιες κ᾽ ἕνα ἑκατομμύριο διαταγὲς νὰ βγοῦν καὶ νὰ διατάζουν νὰ πάψουν οἱ μανάδες ν᾽ ἀγαποῦν τὰ παιδιά τους, αὐτὲς δὲν θὰ πειθαρχήσουν. Ἡ μητρικὴ ἀγάπη πηγάζει μόνη της ἀπ᾽ τὴν καρδιά, εἶνε κάτι φυσικό, κι ὅ,τι εἶνε φυσικὸ δὲν ξερριζώνεται. Ἔτσι λοιπὸν εἶνε καὶ ἡ θρησκεία μας· καμμιά, ἀπολύτως καμμιά διαταγὴ στὸν κόσμο δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ ξερριζώσῃ ἀπ᾿ τὶς καρδιὲς τῶν Χριστιανῶν τὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ. Μένει καὶ θὰ μένῃ, εἰς πεῖσμα τῶν δαιμόνων, εἰς πεῖσμα τῶν ἀθέων καὶ ἀπίστων. Καμμιά σατανικὴ δύναμις δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ βγάλῃ ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς ἀνθρωπότητος τὴ δίψα γιὰ τὸν ἀληθινὸ Θεό.
Κι ἂν ὑποθέσουμε ὅτι γίνεται μιὰ τέτοια ἀπόπειρα κι ὅτι ἐπικρατεῖ ἀπιστία καὶ ἀθεΐα καὶ κλείνουν οἱ ἐκκλησιές; Ἀπατῶνται οἱ διῶκτες τῆς Ἐκκλησίας ἂν νομίζουν ὅτι ἔτσι θὰ σβήσῃ ἡ πίστι μας. Μποροῦν νὰ κλείσουν τὶς ἐκκλησίες· ἔτσι ἔγινε στὴν Ἀλβανία, ἀλλὰ οἱ Χριστιανοὶ μαζεύονταν ἐκεῖ κρυφὰ τὴ νύχτα σὲ σπίτια καὶ κατακόμβες καὶ προσεύχονταν μὲ δάκρυα.
Καὶ ἂν κλείσουν καὶ τὶς κατακόμβες; Οὔτε καὶ τότε ἡ θρησκεία μας θὰ ἐκλείψῃ. Διότι καὶ πάλι θὰ ὑπάρχῃ γιὰ τοὺς πιστοὺς μιὰ ἄλλη ἐκκλησία, ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ τὴ γκρεμίσῃ κανείς, ἀπολύτως κανείς. Ποιά εἶνε ἡ ἐκκλησία αὐτή; Ὁ οὐρανὸς μὲ τ᾽ ἀστέρια του! Τί εἶνε κι ὁ μεγαλύτερος πολυέλεος τοῦ πιὸ εὐρύχωρου ναοῦ συγκρινόμενος μ᾽ αὐτὸ τὸν πολυέλεο τοῦ ναοῦ τοῦ σύμπαντος ποὺ κρέμασε ὁ Θεὸς πάνω ἀπ᾽ τὰ κεφάλια μας; Αὐτὸς ἔχει ὄχι εἰκοσιπέντε ἢ πενήντα κεριά, ἀλλὰ ἑκατομμύρια καὶ δισεκατομμύρια ἄστρα ποὺ λάμπουν στὸ στερέωμα. Σ᾽ αὐτὸ τὸ ναὸ «οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ» (Ψαλμ. 18,2)· ποιός μπορεῖ νὰ ἐμποδίσῃ τὴ λατρεία αὐτή; Θὰ εἶνε ἄφρων ὅποιος νομίσῃ ὅτι μπορεῖ νὰ καταλύσῃ αὐτὸ τὸ ναὸ καὶ νὰ σταματήσῃ τη λατρεία τοῦ Δημιουργοῦ.
Κι οὔτε ἐδῶ σταματᾷ ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχει, πάνω ἀπὸ τὸν ὁρατὸ αὐτὸ ναὸ τοῦ ὑλικοῦ σύμπαντος, κ᾽ ἕνας ἀόρατος ναός. Ποῦ; Στὰ οὐράνια δώματα, ἐκεῖ ποὺ εἶνε ὁ θρόνος τοῦ Κυρίου, ἐκεῖ ποὺ λατρεύεται ἡ ἁγία Τριὰς ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους.
* * *
Ἐὰν ὅμως, ἀγαπητοί μου, τὰ οὐράνια δώματα εἶνε ὁ τελευταῖος καὶ ὑπέρτατος ναός, ὅπου ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ φθάνει στὸ ἀποκορύφωμά της, γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· ἐδῶ στὴ γῆ ποιός εἶνε ὁ πρῶτος καὶ βασικὸς ναὸς ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἀρχίζει ἡ θεάρεστη αὐτὴ λατρεία; Σ᾽ αὐτὸ ἀπαντᾷ ὁ σημερινὸς ἀπόστολος. Πέρα, λέει, ἀπὸ τὶς ἐκκλησιὲς αὐτές, ποὺ χτίζονται μὲ πέτρες καὶ κεραμίδια, ὑπάρχει μιὰ ἄλλη ὑπέροχη ἐκκλησία, μυστικὴ ἐκκλησία· καὶ αὐτὴ εἶνε ὁ ἄνθρωπος. «Ὑμεῖς», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ναὸς Θεοῦ ἐστε ζῶντος», σεῖς εἶστε ναὸς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ (Β΄ Κορ. 6,16). Ὁ καθένας ἄνθρωπος δηλαδὴ εἶνε ναός. Πῶς εἶνε ναός;
Κατὰ τοὺς ἁγίους πατέρας ὁ Χριστιανὸς γίνεται ναὸς ὅταν διατηρῇ στὴν καρδιά του τὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ καὶ προσεύχεται σ᾽ αὐτόν, ὅταν στὰ ἱερὰ ἄδυτα τῆς ὑπάρξεώς του ―σὰν σὲ ἅγιο βῆμα― λατρεύῃ τὴν ἁγία Τριάδα, ὅταν ἡ φωνὴ τῆς ψυχῆς του ὑμνῇ τὸν Κύριο νοερῶς.
Ἀπὸ τὴν ὥρα τοῦ βαπτίσματος ὅλος ὁ ἄνθρωπος, ψυχὴ καὶ σῶμα, γίνεται ναός, μέσα στὸν ὁποῖο κατοικεῖ ὁ Κύριος. Ὅλη ἡ ὕπαρξί μας ἀνήκει σ᾽ αὐτόν. Γι᾽ αὐτὸ καὶ τὸ σῶμα πρέπει νὰ εἶνε καθαρὸ ὅπως μιὰ ἐκκλησία. Λένε μερικοὶ ἀνόητοι· Δικό μου εἶνε τὸ κορμί, ὅ,τι θέλω τὸ κάνω. Ποιός σοῦ τό ᾽πε; ἔχεις λάθος. Δὲν ξέρετε, λέει ἀλλοῦ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι τὸ σῶμα σας εἶνε ναὸς τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖο λάβατε ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ κατοικεῖ μέσα σας, κι ὅτι «οὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν», ὅτι δὲν ἀνήκετε στὸν ἑαυτό σας; (Α΄ Κορ. 6,19). Τὸ κορμὶ σοῦ τό ᾿δωσε ὁ Θεὸς ὄχι γιὰ ν᾽ ἁμαρτάνῃς μ᾽ αὐτὸ ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐκτελῇς τὶς ἐντολές του. Σοῦ ᾽δωσε τὰ χέρια, νὰ κάνῃς τὸ σταυρό σου, νὰ βοηθᾷς τὸν ἄλλο, νὰ ἐλεῇς. Σοῦ ᾽δωσε τὰ πόδια, νὰ τρέχῃς στὸ καλό. Σοῦ ᾽δωσε τὰ μάτια νὰ βλέπῃς τὰ δημιουργήματα καὶ νὰ πιστεύῃς. Σοῦ ᾽δωσε τ᾽ αὐτιὰ ν᾽ ἀκοῦς τὰ πουλιὰ καὶ νὰ τὸν δοξάζῃς. Σοῦ ᾽δωσε τὸ μυαλὸ νὰ τὸν στοχάζεσαι. Σοῦ ᾽δωσε τὴν καρδιὰ γιὰ νὰ τὸν ἀγαπᾷς. Λοιπὸν εἶσαι ναός. Κι ὅπως μέσα στὸ ναὸ δὲν γίνονται ἀπρέπειες, ἔτσι κ᾽ ἐδῶ. Ὅπως στὴν ἐκκλησία δὲν τολμάει κανεὶς νὰ διαπράξῃ ἀσχημίες, ἔτσι δὲν πρέπει καὶ στὴν σωματικὴ καὶ ψυχικὴ ὕπαρξί μας νὰ γίνεται τίποτε τὸ ἄσχημο καὶ ἄτακτο.
Γιὰ νὰ γίνεται αὐτό, οἱ πατέρες συνιστοῦν νὰ φρουροῦμε τὶς πέντε αἰσθήσεις, ποὺ εἶνε τρόπον τινὰ τὰ παράθυρά του. Ὅπως ὁ ναὸς τῆς παλαιᾶς διαθήκης στὰ Ἰεροσόλυμα εἶχε δικτυωτὲς θυρίδες (Ἰεζ. 41,16), παράθυρα μὲ σίτες γιὰ νὰ μὴ μπαίνουν ζωΰφια, ἔτσι ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ ἔχῃ στὶς αἰσθήσεις του ἀντὶ γιὰ σίτες τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ, τὴ μνήμη τῆς κρίσεως καὶ τῆς κολάσεως, καὶ ἔτσι νὰ διατηρῇ τὴ θεία χάρι.
* * *
Χαίρω, ἀγαπητοί μου, διότι βρίσκομαι στὸ ναό σας καὶ διότι ἐκκλησιάζεσθε. Εὔχομαι, ὁ Θεὸς νὰ σᾶς εὐλογῇ ὅλους, τὰ παιδιά, τὶς γυναῖκες, τὰ χωράφια, ὅλα τὰ ὡραῖα ἔργα σας, καὶ νὰ σᾶς ἀξιώσῃ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου στον ιερό ναὸ του Ἁγίου Νικολάου Ἀμμοχωρίου – Φλωρίνης 5-2-1984)
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.