Αυγουστίνος Καντιώτης



1. Ο Θεος φροντιζει για μας 2. ΚΑΤΑΣΚΗΝΩΣΙΣ

date Αυγ 2nd, 2013 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Κυριακὴ Η΄ Ματθαίου (Ματθ. 14,14-22)

 

Ο Θεος φροντιζει για μας

«Καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν» (Ματθ. 14,20)

Ο π. Αυγ. ευλογει ιστΑΚΟΥΣΑΤΕ, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο. Τί εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο; Εἶνε ἕνα βιβλίο· εἶνε τὸ ὡραιότερο βιβλίο ποὺ ὑπάρχει στὸν κόσμο. Ἐὰν ὅλοι μας, μικροὶ καὶ μεγά­λοι, ἄντρες καὶ γυναῖκες, ἐγγράμματοι καὶ ἀ­γράμματοι, ἐπιστήμονες καὶ ἐργάτες, ὅλοι ἐν γένει, ἐφαρμόζαμε ὅσα λέει τὸ Εὐαγγέλιο, αὐτὴ ἡ γῆ θὰ ἦταν παράδεισος· ἐνῷ τώρα, ποὺ παραβαίνουμε ὅλοι τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυ­ρίου, ἡ γῆ, ὁ πλανήτης αὐτός, κινδυνεύει νὰ γίνῃ κόλασις.

* * *

Τί λέει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα; Διηγεῖται ἕνα ἀπὸ τὰ θαύματα, τὰ μεγάλα καὶ ἀναρίθμητα θαύματα, ποὺ ἔ­κανε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο αὐτόν. Μετρᾷς τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ; μετρᾷς τὰ φύλλα τῶν δέντρων; μετρᾷς τὶς στα­γόνες τῶν ὠκεανῶν; Ἄλλο τόσο μπορεῖς νὰ μετρήσῃς τὰ θαύματα, ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ μέχρι συν­τελείας τῶν αἰώνων ὁ Κύ­ριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστός.
Ποιό τὸ θαῦμα; Ὅταν κάποτε ὁ Χριστός μας κουράστηκε ―διότι ἦ­ταν καὶ τέλειος ἄν­θρωπος καὶ ἔφερε ὅλα τὰ γνωρίσματα τῆς ἀν­­­θρω­πίνης φύσεως πλὴν τῆς ἁμαρτίας―, αἰ­σθάνθηκε τὴν ἀνάγκη ἀναπαύσεως. Βγῆκε λοι­πὸν στὴν ἔρημο γιὰ ν᾿ ἀναπαυθῇ λίγο ἀπὸ τοὺς κό­πους καὶ τοὺς μόχθους τῆς ἐπιγείου ζωῆς. Αὐτὸ τὸ πληροφορήθηκε ὁ κόσμος, ὁ ὁποῖος τὸν ζητοῦσε. Καί, παρὰ τὴν ἀπόστασι, βά­δισαν χιλιόμετρα καὶ πῆγαν νὰ τὸν βροῦν. Τὸν βρῆκαν πράγματι. Καὶ ὁ Χριστός, ὅταν τοὺς εἶδε ἐκεῖ στὴν ἔρημο, τοὺς σπλαχνίστη­κε καὶ θεράπευσε ὅλους τοὺς ἀρρώστους ποὺ τοῦ εἶχαν φέρει.
Καὶ μετά; Ἄρχισε νὰ τοὺς δι­δάσκῃ. Ἦ­ταν τόσο γλυκειὰ ἡ διδασκα­λία του, ὥστε οἱ ὧ­ρες περνοῦσαν κι αὐτοὶ δὲν χόρταιναν νὰ ἀ­κοῦ­νε. Ἔγινε μεσημέρι, πέρασε τὸ μεσημέ­ρι, κόν­­­τευε νὰ βασιλέψῃ ὁ ἥλιος, κ’ ἐκεῖνοι ἄ­κουγαν τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ. Οἱ μαθηταὶ πλησίασαν τὸν Κύριο καὶ τοῦ εἶπαν· Ὁ τόπος εἶνε ἔρημος καὶ ἡ ὥρα πέρασε κιόλας· ἀπόλυσε τὸν κόσμο, νὰ πᾶνε νὰ ψωνίσουν κάτι γιὰ φαγητό. Ὁ Χριστὸς ὅμως φρόντισε καὶ ἐξ­ασφάλισε ὁ ἴδιος φαγητὸ γιὰ ὅλους αὐ­τούς. Τί ἔκανε; Πῆ­ρε στὰ ἅγια χέρια του πέντε ψωμιὰ καὶ δυὸ ψά­ρια, ποὺ βρέθηκαν ἐκεῖ, προσευχήθηκε, τὰ εὐλόγησε, καὶ μετὰ τὰ ἔδωσε στοὺς μαθητάς, καὶ οἱ μαθηταὶ στὸν κόσμο. Καὶ ἔφαγαν καὶ χόρτασαν, κατὰ θαυμαστὸ τρό­πο, ὅλοι αὐτοί, πέντε χιλιάδες ἄντρες – ἐ­κτὸς ἀπὸ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά, ποὺ κατ’ ἀναλογία θὰ ἦταν διπλάσιες καὶ τριπλάσιες. Μιὰ ὁλόκληρη πό­λις ἐτράφη μὲ τὰ πέντε ψωμιὰ καὶ τὰ δύο ψά­ρια!
Ἔτσι ἔδειξε τὴν ἀγάπη του ὁ Χριστός.

* * *

Αὐτὴ τὴν ἀγάπη ὁ Κύριος τὴ δείχνει μέχρι σήμερα. Ἀλλὰ ἐμεῖς δυστυχῶς δὲν ἔχουμε μάτια νὰ τὴ δοῦμε καὶ αὐτιὰ ν᾿ ἀ­κούσουμε τὰ θεϊκά του λόγια. Ὁ Χριστὸς μᾶς ἀγαπᾷ καὶ φρον­τίζει γιὰ μᾶς. Ὁ Χριστὸς ἔ­χει ὅ­λο τὸ ἐν­δι­αφέρον του στραμμένο στὸν ἄν­θρω­πο, ποὺ εἶ­νε τὸ ἀριστούρ­γη­μα τῆς θεί­ας δημιουργίας. Μυριάδες εἶνε τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος εἶνε τὸ ἄριστο δημιούργημα.
Τοῦ ἔδωσε – καὶ τί δὲν τοῦ ἔ­δωσε! μάτια, γιὰ νὰ βλέπῃ· αὐτιά, γιὰ ν᾿ ἀ­κούῃ· γλῶσσα, γιὰ νὰ μιλάῃ· χέρια, γιὰ νὰ ἐρ­γάζεται· πόδια, γιὰ νὰ τρέχῃ· μυαλὸ γιὰ νὰ σκέ­πτεται, νὰ συλλογίζεται καὶ νὰ κρίνῃ· τὸν προίκισε μὲ κάθε χάρισμα. Καὶ ἐπειδὴ προνοεῖ γιὰ τὶς ἀνάγκες του, τοῦ ἔδωσε ἀκόμα ὅ­λα τ᾿ ἀγαθὰ τῆς γῆς· τοῦ ἔδωσε νερὸ καθαρὸ καὶ κρυστάλλινο, νὰ πίνῃ καὶ νὰ καθαρίζεται· τοῦ ἔδωσε ἀέρα, ν᾿ ἀναπνέῃ· τοῦ ἔδωσε ἀκό­μη φῶς δωρεάν· ὁ ἥλιος εἶνε μιὰ μεγάλη Δ.Ε.Η.. Χθὲς ἦρθε στὴ μητρόπολι μιὰ φτωχιὰ γυναίκα καὶ ἔκλαιγε. —Γιατί κλαῖς; τὴ ρωτάω. —Μοῦ κόψανε τὸ ῥεῦ­μα, λέει· ἡ Δ.Ε.Η. μοῦ ᾿κοψε τὸ φῶς, κ’ εἶμαι στὸ σκοτάδι… Ἀλλὰ ὁ ἥλιος φωτίζει ὅλους. Ὁ Θεὸς «τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους» (Ματθ. 5,45). Ἑκατομμύρια – δισεκατομμύρια κιλοβὰτ παράγει ὁ ἥλιος καὶ τὰ παρέχει δωρεάν! Δωρεὰν ὁ ἥλιος, δωρεὰν ὁ ἀέρας, δωρεὰν τὸ νερό, ὅλα δωρεάν. Ὁ Θεὸς δὲ μᾶς ἔῤῥριξε πάνω σ᾿ ἕνα γυμνὸ πλανήτη, ὅπως εἶνε ἡ  σελήνη. Αὐτοὶ ποὺ πῆγαν στὸ φεγγάρι δὲ βρῆκαν ἐκεῖ οὔτε νερό, οὔτε ἀέρα, οὔτε δέντρα, οὔτε ζῷα. Ἔρημο, παν­τέ­ρη­μο τὸ τοπίο, ξεραΰλα παν­τοῦ. Κι ὁ ἀστροναύτης ποὺ ἐπῆγε ἐκεῖ εἶπε· —Θεέ μου, πότε νὰ κατεβῶ στὴ γῆ, ν᾿ ἀνοίξω τὴν κάνουλα τοῦ σπιτιοῦ μου, νὰ πιῶ νερὸ νὰ δροσιστῶ!…
Ὅλα μᾶς τὰ ᾿δωσε ὁ Θεός. Δυστυχῶς ὅ­μως ὁ ἄνθρωπος εἶνε ἀχάριστος. Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια οἱ ἄνθρωποι εἶχαν αἴσθημα εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Θεό. Δὲν κάθονταν στὸ τραπέζι νὰ φᾶνε, ἐὰν δὲν ἔκαναν τὴν προσ­ευχή τους· καὶ δὲ σηκώνονταν ἀπὸ τὸ τρα­πέζι, ἐὰν δὲν δόξαζαν καὶ δὲν εὐχαριστοῦσαν τὸ Θεό. Εἶχαν πάντα στὰ χείλη τὸ εὐχαριστῶ. Τώρα; Τώρα κλάψτε, κλάψτε… Πῶς μᾶς ἀνέ­χεται ὁ Θεός! πῶς δὲν πέφτουν πάνω μας τὰ ἄστρα, πῶς τὰ ποτάμια δὲν πλημμυρίζουν νὰ φτάσουν μέχρι πάνω στὶς κορυφὲς τῶν ὀρέ­ων, πῶς ἡ γῆ δὲν σείεται ἐκ θεμελίων, πῶς δὲν ἀνοίγει χάσματα νὰ μᾶς καταπιῇ!… Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου, Κύριε. Μεγάλη ἀχαριστία! Τὴ μπου­κιὰ ἔχουμε στὸ στόμα, καὶ τὸ Χριστὸ βλαστημᾶμε. Ἀγνωμοσύνη. Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια οἱ εὐσεβεῖς ἄνθρωποι προτοῦ νὰ πιοῦν ἕνα ποτήρι νερὸ ἔκαναν τὸ σταυρό τους, εὐχαριστοῦσαν τὸ Θεό· ἢ πήγαιναν στὴν πηγὴ νὰ πιοῦν νερό, καὶ προτοῦ νὰ πιοῦν τὸ σταύρωναν. Ποιός τὸ κάνει σήμερα; Δὲν ἐκτιμοῦμε τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νὰ τὰ στερηθοῦμε γιὰ νὰ τὰ ἐκτιμήσουμε.
Λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ποὺ περι­ώδευσε ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον τὴν πατρίδα μας, ὅτι θὰ ἔρθουν χρόνια φοβερά, χρόνια κα­τηραμένα, καὶ θὰ μᾶς βροῦν μεγάλες τιμωρίες γιὰ τὰ φοβερὰ ἐγκλήματά μας. Πολλὰ πράγματα θὰ γίνουν στὸν κόσμο. Μεταξὺ τῶν ἄλλων θὰ στερέψουν οἱ πηγές. Ἕνα ποτήρι νερὸ θά ᾿χῃ μιὰ λίρα! τὸ εἶπε ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Καὶ ἔρχεται ἡ ὥρα αὐτή· στερεύουν τὰ ποτάμια. Τὰ στέρεψε ὁ Θεὸς γιὰ τὴν ἀχαριστία τῶν ἀνθρώπων. Λέει ἐπίσης, ὅτι καὶ τὸ ἀλεύρι καὶ τὸ ψωμὶ θὰ λιγοστέψουν «Μιὰ φούχτα ἀλεύρι, μιὰ χούφτα χρυσάφι», εἶπε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς. Ἐκεῖ θὰ καταλήξουμε. Γιατί; Διότι φύγαμε ἀπὸ τὸ Θεό· φύγαμε ἀπὸ τὶς ἐντολές του, φύγαμε ἀπὸ τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ.
Δέκα χιλιάδες χωριὰ ἔχει ἡ πατρίδα μας. Δῶστε μου, ἀγαπητοί μου, δῶστε μου ἕνα χωριό, ποὺ ὅλοι οἱ κάτοικοι, γυναῖκες καὶ ἄν­τρες, νὰ ἐφαρμόζουν τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο· δῶ­σ­τε μου ἕνα χωριό, στὸ ὁποῖο νὰ μὴν ὑ­πάρχῃ ἔγκλημα καὶ ἀτιμία καὶ ἐκμετάλλευσις, καὶ τὸ χωριὸ αὐτὸ θὰ εἶνε παράδεισος, καὶ ἂς εἶνε φτωχό, καὶ ἂς μὴν ἔχῃ τηλεοράσεις, καὶ ἂς μὴν ἔχῃ ἄλλα μέσα ἐπικοινωνίας, ῥαδιόφωνα, τηλέφωνα καὶ ῥαδιοφωνικοὺς σταθμούς. Ὅ­ποιος εἶνε κοντὰ στὸ Χριστὸ εἶνε πλούσιος, καὶ ὅποιος εἶνε μακριὰ ἀπὸ τὸ Χριστὸ εἶνε φτωχὸς καὶ πάμπτωχος. Κοντὰ στὸ Χριστὸ παράδεισος εἶνε, μακριὰ ἀπ᾿ τὸ Χριστό κόλασις εἶνε.
Τὰ πιστεύετε αὐτά; Ἐὰν τὰ πιστεύετε, τότε θὰ εἶστε πρόθυμοι νὰ ἐκκλησιάζεσθε. Εἴδατε τί ἔκαναν οἱ ἄνθρωποι τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου; Βάδισαν χιλιόμετρα γιὰ νὰ πᾶνε νὰ βροῦν τὸ Χριστό. Ἀλλὰ ἐσεῖς δὲν χρειάζεται νὰ βαδίσετε χιλιόμετρα. Ὁ Χριστὸς εἶνε ἐδῶ, κοντά σας, ἀνάμεσα στὰ σπίτια σας. Ὁ ναὸς βρίσκεται δίπλα σας. Ἐδῶ τελεῖται τὸ μυστή­ριο τῶν μυστηρίων, ἡ θεία λειτουργία. Ἐδῶ βρίσκεται ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καὶ μᾶς καλεῖ νὰ κοινωνήσουμε τῶν ἀχράντων μυστηρίων.

* * *

Ὦ Θεέ μου, δῶσε φωτισμὸ σὲ ὅλους μας. Σκέπασε τὴν πατρίδα μας τὴν Ἑλ­λάδα. Εἴμεθα ἐδῶ στὰ σύνορα· λίγα χιλιόμετρα μᾶς χωρίζουν ἀπὸ τὸ κράτος τῶν Σκοπί­ων. Τί θὰ μᾶς προστατεύσῃ καὶ θὰ μᾶς ἀσφαλίσῃ; Σὲ παρακαλοῦμε, ἀξίωσέ μας νὰ ἐκτελοῦμε ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἄντρες καὶ γυναῖκες, διδά­σκαλοι καὶ μαθηταί, ἀξιωματικοὶ καὶ στρατι­ῶται, ὅλοι ἐν γένει, τὸ ἅγιο θέλημά σου. Δός μας μιὰ Ἑλλάδα, ποὺ ὅλος ὁ λαός της νὰ ἐ­φαρμόζῃ τὸ Εὐαγγέλιο· μιὰ Ἑλλάδα, στὴν ὁ­ποία νὰ μὴν ὑπάρχῃ διαζύγιο, νὰ μὴν ὑπάρ­χουν ἀντρόγυνα χωρισμένα· μιὰ Ἑλλάδα ποὺ τὰ παιδιὰ νὰ ἀκοῦνε τοὺς γονεῖς· μιὰ Ἑλλάδα ποὺ νὰ μὴν ὑπάρχῃ μοιχεία καὶ πορνεία· μιὰ Ἑλλάδα, ἡ ὁποία νὰ ἔχῃ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Καὶ τότε ἡ πατρίδα μας θὰ εἶνε μεγάλη καὶ ἰσχυρά, πρὸς δόξαν τοῦ Κυ­ρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ· ὅν, παῖδες Ἑλλή­νων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Στὸ τέλος τῆς ὁμιλίας ὁ π. Αὐγουστῖνος λέει λίγα λόγια στὸν πολύτεκνο ιερέα π. Συμεών Πανόπουλο, που του έδωσε το οφίκιο του οικονόμου·

  • Ἀπὸ τὴ μητρόπολι φέραμε χάριν τῶν κατοίκων Εὐαγγέλια γιὰ ὅλους. Περὶ Εὐαγγελίου δὲν σᾶς ὡμίλησα πρίν; Τὸ εὐαγγέλιο εἶνε τὸ πᾶν. Ἐφαρμόσαμε τὸ Εὐαγγέλιο; ἡ Ἑλλὰς θὰ εἶνε μία εὐτυχεστάτη χώρα τοῦ κόσμου· δὲν ἐφαρμόσαμε τὸ Εὐαγγέλιο; «οὐαὶ ἡμῖν». Λοιπὸν τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ δὲν τὸ διαβάζουμε δυστυχῶς – στὰ παλιὰ τὰ χρόνια τὸ εὐαγγέλιο διαβάζανε οἱ Χριστιανοὶ πρωΐ – μεσημέρι – βράδυ. Λοιπὸν θὰ σᾶς δώσω 30 Εὐαγγέλια, καὶ ἂν χρειαστῇ περισσότερα. Θὰ μοιράσῃς σὲ κάθε οἰκογένεια· αὔριο θὰ σᾶς δώσω σὲ κάθε οἰκογένεια. Ἐπὶ τῇ ἐπισκέψει τοῦ ἐπισκόπου καὶ τῇ τιμῇ, τὴν ὁποῖα σοῦ κάναμε, θὰ μοιράσῃς στοὺς Χριστιανούς σου ὅλους, στὶς οἰκογένειες, ἀπὸ ἕνα Εὐαγγέλιο. Καὶ μόνον ἂν ὑπάρχουν ἄθεοι καὶ ἄπιστοι, σ᾿ αὐτοὺς δὲν θὰ δώσῃς Εὐαγγέλιο. Δὲν πιστεύω στὸ χωριό, στὸ μικρὸ ἐδῶ, τὸ ἡρωϊκὸ χωριό, νὰ ὑπάρχουν ἄπιστοι καὶ ἄθεοι. Ἐπίσης στὰ κορίτσια ἐδῶ, στὶς κατηχήτριες.
    Ὅλοι μαζί, μιὰ ψυχή, ἕνας λαός, ἕνας λαός!… ἡνωμένος μέχρι τελευταίας ἀναπνοῆς, μέχρι θανάτου, ἐμεῖς ποὺ ὑπηρετήσαμε τὴν πατρίδα στὰς σκληρὰς ἡμέρας πολέμου, ἐμεῖς ποὺ περιωδεύσαμε τὰ μέρη αὐτὰ σὲ ἡμέρες ὀδυνῶν καὶ μεγάλων συμφορῶν, ἐμεῖς πιστεύουμε ἀκραδάντως, ὅτι ἐδῶ ἡ Μακεδονία μας, ἡ Μακεδονία μας θὰ παραμείνῃ ἑλληνική]· ἦτο, εἶνε καὶ θὰ μείνῃ πάντα ἑλληνική, πρὸς δόξαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλια του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
εκφωνήθηκε εις τον ἱερό ναὸ του Ἁγ. Νικολάου Κρατεροῦ – Φλωρίνης 9-8-1992)

 862c570e406e

Κυριακὴ Η΄ Ματθαίου (Ματθ. 14,14-22)

ΚΑΤΑΣΚΗΝΩΣΙΣ

Καὶ πάλι, ἀγαπητοί μου, ἔχουμε κυριακάτικο ἐκκλησιασμό, θεία λειτουργία καὶ ὁμιλία. Τόσο στὶς πόλεις ὅσο καὶ στὰ χωριὰ ἡ καμ­πάνα χτυπᾷ καὶ καλεῖ, οἱ πολλοὶ ὅμως ἀδιαφοροῦν καὶ ἀμελοῦν τὸ ἱερὸ καθῆκον νὰ δώσουν τὸ παρών. Στὶς πόλεις, ὅπου οἱ ἐνορίες εἶνε πο­λυάνθρωπες, ἡ εἰκόνα τοῦ ἐκκλησιάσματος ἐξαπατᾷ· νομίζει κανεὶς ὅτι ἡ προσέλευσις εἶ­νε ἱκανοποιητική. Στὰ χωριὰ ὅμως τὰ πράγμα­τα εἶνε δυσκολώτερα, ἡ ἀποχὴ φαίνεται.
Ὅσοι κατοικοῦν στὶς πόλεις, ἰδίως οἱ νέοι καὶ τὰ παιδιά, πρέπει νὰ γνωρίζουν, ὅτι πολλὰ μικρὰ καὶ ὀλιγάνθρωπα σήμερα χωριὰ τῆς ἀγαπητῆς μας πατρίδος εἶνε ἀρχαῖα, ἱστορι­κὰ καὶ ἔνδοξα. Δὲν ἦταν ὅπως εἶνε σήμερα. Πρὶν ἀπὸ μερικὰ χρόνια εἶ­χαν ἀρκετοὺς κατοί­κους. Ἀλλὰ λόγῳ διαφόρων ἱστορικῶν καὶ γεωγραφικῶν συνθηκῶν, ἐκεῖνοι σκόρπισαν σὰν τὰ πουλιὰ στὸ ἐξωτερικό, στὴν Ἀμερικὴ στὸν Καναδᾶ στὴ Γερμανία στὴν Αὐστραλία, καὶ τώρα ἔμειναν στὰ χωριὰ πολὺ λίγοι.
Αὐτοὶ οἱ λίγοι ἄνθρωποι στάθηκαν ἥρωες σὲ ἡμέρες δύσκολες, ἡμέρες ποὺ ἡ πατρίδα μας δοκιμαζόταν σκλη­ρά· πολέμησαν καὶ ἔχυσαν τὸ αἷμα τους γιὰ νὰ εἴμαστε σήμερα ἐμεῖς ἐ­λεύ­θεροι. Ἥρωες ἐν καιρῷ πολέμου, εἶνε ἀ­κόμα ἥ­ρωες καὶ ἐν καιρῷ εἰρήνης. Γιατὶ ὅλοι αὐτοί, ἄντρες γυναῖκες καὶ παιδιά, σηκώνονται ἀπ᾽ τὸ πρωὶ καὶ ἐργάζονται· καλλιεργοῦν τὴ γῆ καὶ ζυμώνουν τὸ χῶμα μὲ τὸν τίμιο ἱ­δρῶτα τους. Ἀπὸ ᾽κεῖ τρέφεται ὁ κόσμος ὅ­λος, ἀπὸ τὴ γῆ. Ἂν οἱ χωρικοί μας σταματήσουν νὰ δουλεύουν, ὅλοι θὰ πεινάσουμε καὶ θὰ δυσ­τυχήσουμε.
Γι᾽ αὐτὸ κ᾽ ἐγὼ κάθε Κυριακὴ κατὰ κανόνα δὲν μένω στὴν πόλι καὶ στὰ μεγάλα ἀστικὰ κέν­τρα τῆς περιφερείας μου· βρί­σκομαι στὰ χωριά, καὶ στὰ μικρότερα ἀκόμη, κ᾽ ἐ­κεῖ κηρύττω καὶ εὐλογῶ τὸ λαό. Θεωρῶ χρέος μου νὰ ἐπισκέπτωμαι τοὺς ἀνθρώπους αὐ­τούς. Χαίρω περισσότερο ὅταν βρίσκωμαι μεταξὺ τῶν ἁπλοϊκῶν καὶ συχνὰ ἐγκαταλελειμμένων κατοίκων τῆς ὑπαίθρου.
Ἀλλὰ γιατί τὰ λέω αὐτά; Ἔχουν κάποια σχέσι μὲ τὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ ἀκούσαμε. Τὴν προσέξατε;

* * *

Ἀκούγοντας, ἀγαπητοί μου, τὸ σημερινὸ εὐ­αγ­γέλιο, μεταφερόμεθα μακριὰ ἀπὸ τὶς πόλεις. Βλέπουμε μιὰ εἰκόνα ὑπαίθρου. Βρισκό­μαστε τρόπον τινὰ σὲ μιὰ κατασκήνωσι· μιὰ κα­­τασκήνωσι ποὺ δὲν βάσταξε δέκα – δεκαπέν­τε μέρες, ὅσο διαρκοῦν οἱ συνηθισμένες κατασκηνώσεις, ἀλλὰ βάσταξε μόνο μιὰ μέρα. Ἦ­ταν μᾶλλον μιὰ ἡμερήσια ἐκδρομὴ παρὰ μιὰ κα­τασκήνωσι· ἀλλ᾽ ἂς τὴν ποῦμε κατασκήνωσι, διότι, ἕως ὅτου ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι νὰ πᾶνε ἐκεῖ κι ἀπὸ ᾽κεῖ νὰ ἐπιστρέψουν στὰ σπίτια τους, θὰ πέρασαν βέβαια δύο – τρεῖς μέρες.
Βλέπουμε λοιπὸν μιὰ κατασκήνωσι, στὴν ὁ­­ποία φιλοξενήθηκαν ὄχι λίγοι ἄνθρωποι, πενήντα ἢ ἑκατὸ ἢ τριακόσα ἢ χίλια ἄτομα, ἀλ­λὰ πόσα; Στὴν κατασκήνωσι αὐτή, ποὺ ἔγινε ἐκεῖ στὴν ἔρημο, μόνο οἱ ἄντρες ἦταν 5.000· ἂν ὑπολογίσουμε τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά, ποὺ εἶνε διπλάσιοι, ὅλοι μαζὶ ἦταν πάνω – κάτω 15.000 ἄτομα. Γιά φανταστῆτε μιὰ κατασκή­νωσι μὲ 15.000 κόσμο!
Αὐτὴ ἡ κατασκήνωσι, γιὰ τὴν ὁποία μιλάει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο, καὶ μοιάζει καὶ διαφέρει ἐν συγκρίσει μὲ τὶς σημερινὲς χριστιανικὲς κατα­σκηνώσεις, ποὺ λειτουργοῦν μὲ τὴ φρον­τίδα εἴτε ἱε­ρῶν μητροπόλεων εἴτε ἐκκλησιαστικῶν συλλό­γων καὶ ἀδελφοτήτων.
Ἂς δοῦμε πρῶτα ποῦ διαφέρει. Διαφέ­ρει κατ᾽ ἀρχὴν στὸν ἀριθμὸ καὶ τὴν ἡλικία τῶν κα­τασκη­νω­τῶν. Σ᾽ αὐτήν, ὅπως εἴ­παμε, φιλοξενή­θηκαν 15.000 ἄτομα κάθε ἡλικίας, ἄντρες γυναῖκες καὶ παιδιά. Ἀκόμη, ἐνῷ οἱ σημερινὲς χριστιανικὲς κατασκηνώσεις γίνονται σὲ δροσερὰ ἐξοχικὰ μέρη, ἡ κατασκήνωσι αὐτὴ ἔγινε σὲ τελείως ἔρημο τόπο, ἀφιλόξενο καὶ ὄχι εὐχάριστο. Οὔτε καὶ δέντρα ἀκόμα ἀρκετὰ ὑ­πῆρχαν, ὥστε νὰ σταθῇ αὐτὸ τὸ πλῆθος κάτω ἀπ᾽ τὴ σκιά τους. Στὴν κατασκήνωσι τοῦ σημε­ρινοῦ εὐαγγελίου δὲν ὑπῆρχαν ἐγκαταστά­σεις, σπίτια – σκηνές, κουζίνες, τραπεζαρί­ες, ἀμφιθέατρα, ἄλλοι χῶροι, ὅπως ἔχουμε σήμε­ρα. Δὲν ὑπῆρχαν οὔτε τραπέζια οὔτε καθίσμα­τα οὔτε πιάτα οὔτε ποτήρια οὔτε μαχαιροπίρουνα, τίποτε ἀπ᾽ αὐτά. Κι ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα γιὰ φαγητό, ξάπλωσαν καταγῆς παρέες – παρέες· στρωσίδι καὶ τραπεζομάντηλό τους ἦ­ταν τὸ πράσινο, τὰ χορτάρια τῆς γῆς. Αὐτὲς εἶνε οἱ διαφορές.
Θὰ ρωτήσετε τώρα· Μὰ γιατί τόσες χιλιάδες ἄνθρωποι νὰ σηκωθοῦν νὰ φύγουν ἀπὸ τὶς πόλεις καὶ τὰ χωριά, ν᾽ ἀφήσουν τὶς ὑποτυ­πώδεις ἔστω ἀνέσεις ποὺ εἶχαν στὰ σπίτια τους, καὶ νὰ πᾶνε τόσο μακριά, σ᾽ ἕναν ἔρημο τόπο, καὶ νὰ ὑποφέρουν τόσο; Τί ἆραγε νὰ συνέβη; Ἔτσι εὔκολα φεύγει κανεὶς καὶ τραβάει μέσ᾽ στὰ βουνὰ καὶ τὰ λαγκάδια, κι ἀ­φήνει ἔρημες τὶς πόλεις; Τί ζητοῦσαν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖ στὴν ἔρημο;
Κάποιος ἦταν ἐκεῖ. Κάποιος, ποὺ ἄξιζε περισσότερο ἀπ᾽ ὅλο τὸν κόσμο. Ἦταν ἐκεῖ ὁ Κύ­ριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Αὐτὸν ζητοῦσαν· κι ὅ­ταν τὸν βρῆκαν ἐκεῖ, δοκίμασαν χαρὰ ἀπερίγραπτη. Χαρά τους ἦταν νὰ μένουν κοντὰ στὸ Χριστό, νὰ τὸν βλέπουν καὶ νὰ τὸν ἀκοῦ­νε.
Ὁ Χριστὸς εἶνε παραπάνω κι ἀπὸ τὴ μάνα κι ἀπὸ τὸν πατέρα κι ἀπὸ κάθε ἄλλο πρᾶ­γμα· ὁ Χριστὸς εἶνε τὸ ὕψιστο ἀγαθό. Εἶνε ἐ­κεῖνος ποὺ μπορεῖ νὰ ἱκανοποιήσῃ τὶς ὑλικὲς καὶ πνευ­ματικὲς ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Χριστὸς εἶνε τὸ πᾶν. Εἶνε τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὠμέγα (Ἀπ. 1,8· 21,6· 22,13), ὁ ἄξονας γύρω ἀπ᾽ τὸν ὁποῖο στρέφεται ὅ­λη ἡ ἀνθρώπινη ζωή. Πεινᾷς; ὁ Χριστὸς εἶνε τὸ ψωμί· «Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς» (Ἰω. 6,35,48), εἶπε. Διψᾷς; ὁ Χριστὸς εἶνε τὸ νερό, τὸ δροσε­­ρὸ νερὸ ποὺ ποτίζει τὶς ψυχές μας. Κρυώνεις; ὁ Χριστὸς εἶνε ἡ φωτιὰ ποὺ θερμαίνει. Εἶσαι γυμνός; ὁ Χριστὸς εἶνε ἡ λαμπρὴ στολή· «ὅ­σοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε» (Γαλ. 3,27). Εἶσαι λυπημένος; ὁ Χριστὸς εἶνε ἡ χαρά. Εἶσαι ὀρφανός; ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ πατέ­ρας. Εἶσαι στενοχωρημένος, θλιμμένος; ὁ Χριστὸς λέει «Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕ­ξετε· ἀλ­λὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον» (Ἰω. 16,33). Πλησιάζει ὁ θάνατος; Μὴ φοβᾶσαι, λέει ὁ Χριστός, «ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή» (ἔ.ἀ. 11,25).
Κοντὰ στὸ Χριστὸ λοιπὸν ἦταν ὅλος αὐτὸς ὁ κόσμος. Κ᾽ ἔμενε ἐνθουσιασμένος, δὲν τοῦ ἔκανε καρδιὰ νὰ φύγῃ. Πέρασε τὸ μεσημέρι, τὸ ἀπόγευμα, βασίλευε ὁ ἥλιος, σκοτείνιαζε, ἀλλ᾽ αὐτοὶ ἔμεναν ἐκεῖ, κανείς δὲ σκεπτόταν τίποτε ἄλ­λο· τοὺς ἔφτανε ἡ χαρά καὶ ἡ ἀγαλλίασι νὰ εἶνε μαζὶ μὲ τὸν Κύριο.

* * *

Αὐτὸ τὸ σημεῖο, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἐκεῖνο στὸ ὁποῖο μοιάζει ἡ κατασκήνωσι ἐκείνη μὲ τὶς σημερινὲς χριστιανικὲς κατασκηνώσεις. Ὅ­πως τότε στὴν ἔρημο, ποὺ πῆγαν ἐκεῖνοι οἱ 15.000 ἄνθρωποι, ἦταν ἐκεῖ ὁ Χριστός, κ᾽ ἔ­φτα­νε ὁ Χριστὸς γιὰ ὅλα, ἔτσι καὶ σήμερα σὲ κάθε ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ κατασκήνωσι βρίσκεται ὁ Χριστὸς καὶ καλύπτει τὰ πάντα. Ὁ Χριστὸς εἶνε τὸ κέν­τρο τῆς συμβιώσεως. Τὸ πρωί, τὸ μεσημέρι καὶ τὸ βράδυ γίνεται προσευχὴ στὸ ὄνομά του. Κάθε μέρα διαβάζεται τὸ Εὐαγγέλιό του. Τακτικὰ διδάσκονται τὰ λόγια του, οἱ ἀλήθειες ποὺ ἀπεκάλυψε, οἱ διδαχὲς ποὺ ἐκεῖνος κήρυξε. Ὕμνοι καὶ τραγού­δια δοξολογοῦν διαρκῶς τὰ μεγαλεῖα του.
Ἀλλ᾽ ἐκεῖ ποὺ ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ εἶνε πλέον χειροπιαστὴ εἶνε ὅταν στὴν ἐκκησιαστικὴ κατασκήνωσι τελῆται ἡ θεία λειτουργία καὶ οἱ κατασκηνωταί, μετὰ ἀπὸ κατάλληλη προετοιμασία μὲ τὴν εἰλικρινῆ ἐξομολόγησι καὶ συγχώρησι τῶν ἁμαρτιῶν τους, πλησιάζουν στὸ ποτήριο τῆς ζωῆς καὶ μετέχουν τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Διότι δὲν νοεῖται ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ κατασκή­νωσι χωρὶς ἐξομολόγησι καὶ θεία κοινωνία. Κι ὅταν οἱ κατασκηνωταὶ κοινωνοῦν τὰ θεῖα μυστήρια, εἶνε πλέον μέσα τους ὁ Χριστός.
Σὲ κάθε ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ κατασκή­νωσι, ποὺ εἶνε μία μικρὴ χριστιανικὴ πολιτεία, τὸ πολίτευμα εἶνε «Χριστοκρατία». Τί θὰ πῇ «Χριστοκρατία»· ὅ,τι θέλει ὁ Χριστός. Ἐπιδί­ωξις ὅλων ἐκεῖ εἶνε, παντοῦ νὰ ἐφαρμόζε­ται τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ μας. «Χριστοκρατία» λοιπὸν στὴν κατασκήνωσι θὰ πῇ· Χριστὸς στὴν καρδιὰ καὶ τοὺς πόθους, Χριστὸς στὴ δι­άνοια καὶ τοὺς λογισμούς, Χριστὸς στὸ στόμα καὶ τὰ λόγια, Χριστὸς στὶς αἰσθήσεις καὶ τὸ σῶμα, Χριστὸς παντοῦ καὶ πάντοτε. Ὁ Χριστὸς νὰ συνοδεύῃ τὴ ζωὴ ὄχι μόνο τὶς λίγες ἡ­μέρες τῆς κατασκηνωτικῆς περιόδου, ἀλλὰ νὰ μὴν ὑπάρξῃ στὸ ἑξῆς ποτέ πλέον ἡμέρα τῆς ζωῆς ποὺ ὁ Χριστὸς νὰ μὴν εἶνε παρών.
Δὲν λέω περισ­σότερα, ἀγαπητοί μου. Ἕ­να μόνο θὰ προσθέσω καὶ μ᾽ αὐτὸ τελειώνω. Ἀλλάζον­­τας κάπως τὸν στίχο ἑνὸς μεγάλου ποιη­τοῦ μας, ἀπευθύνομαι σ᾽ ἐσᾶς καὶ προτρέπω· Παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος, κλεῖστε μέσ᾽ στὴν καρδιά σας τὸ Χριστό, καὶ θὰ αἰ­σθανθῆτε κάθε εἴδους μεγαλεῖο.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἱ. ναὸς Ἁγ. Γεωργίου Πρώτης – Φλωρίνης 24-7-1977)
ἀπὸ τὸ ἀρχεῖο τοῦ κ. Δημ

tagOne Response to “1. Ο Θεος φροντιζει για μας 2. ΚΑΤΑΣΚΗΝΩΣΙΣ”

  1. Χριστιανος Ορθοδοξος » Ο Θεός φροντίζει για μας Said,

    […] Αναδημοσίευση από: Αυγουστίνος Καντιώτης […]

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.