ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ Η ΧΑΡΑ;
Α΄ στάσις Ἀκαθίστου ὕμνου
Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ Η ΧΑΡΑ;
«Χαῖρε, δι᾿ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει» (Ἀκάθ. ὕμν. Α1α΄)
Ο Ἀκάθιστος ὕμνος, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἕνα ποίημα τῆς ἐνδόξου περιόδου τοῦ Βυζαντίου, ποίημα ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ ἀκούστηκε στὸν ἱστορικὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν τῆς βασιλίδος τῶν πόλεων, ὅταν ἡ Πόλις κινδύνευε ἀπὸ τὴν ἐπιδρομὴ τῶν Ἀβάρων.
Ὅπως λέει ἡ ἱστορία, Ἄβαροι καὶ Πέρσες ἀπειλοῦσαν τοὺς Χριστιανούς καὶ ὁ κίνδυνος ἦταν μεγάλος. Ἰταμοὶ οἱ βάρβαροι, διεμήνυαν στοὺς Βυζαντινούς, πὼς μόνο ἂν γίνουν ψάρια καὶ κολυμπήσουν ἢ πουλιὰ καὶ πετάξουν θὰ σωθοῦν. Καὶ ὅμως ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος ἔσωσε τὴν Πόλι μὲ τρόπο θαυμαστό. Τότε οἱ πιστοὶ συναθροίσθηκαν στὸ ναὸ καὶ μὲ εὐγνωμοσύνη τὴν ὕμνησαν ὄρθιοι ὅλη τὴ νύχτα.
Ὁ ὕμνος αὐτὸς εἶνε ἕνα πνευματικὸ ἀρχιτεκτόνημα, ἕνας Παρθενὼν τοῦ πνεύματος. Κι ὅπως ὁ Παρθενὼν ἀποτελεῖται ἀπὸ πολλοὺς κίονες – κολῶνες, καὶ ἡ κάθε κολώνα ἀπὸ σπονδύλους, ἔτσι καὶ ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος ἀποτελεῖται ―κατὰ τὸ ἑλληνικὸ ἀλφάβητο ―ἀπὸ 24 ποιητικὲς κολῶνες ποὺ λέγονται οἶκοι, καὶ κάθε οἶκος – κολώνα ἀπὸ 14 σπονδύλους ποὺ εἶνε τὰ «χαῖρε», συνολικῶς 144.
Θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ πῶ λίγα λόγια ἐπάνω στὸν πρῶτο χαιρετισμό, τὸ «Χαῖρε, δι᾿ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει» (Ἀκάθ. ὕμν. Α 1 α΄).
* * *
«Χαῖρε». Ὁμιλεῖ γιὰ τὴ χαρά. Ποιά χαρά; Ὑπάρχουν πολλὲς χαρές. Χαίρουν οἱ ἄγγελοι· χαίρουν οἱ ἄνθρωποι· χαίρει καὶ ὁ σατανᾶς. Κ᾿ ἐπειδὴ αὐτὸ τὸ τελευταῖο φαίνεται παράδοξο, ἂς ἀρχίσω ἀπὸ ᾿κεῖ.
Ὁ σατανᾶς, τὸ πονηρὸ πνεῦμα, χαίρει. Πότε χαίρει; Ὅταν κάνῃ κακό· ὅταν ἐνσπείρῃ ζιζάνια (μίση, ἔριδες, φιλονικίες), ὅταν διαλύῃ οἰκογένειες, ὅταν σκορπᾷ καταστροφές. Τότε ἔχει χαρὰ ὁ σατανᾶς. Στὴν Ἀποκάλυψι ὀνομάζεται «Ἀπολλύων», ὁ καταστροφεύς (Ἀπ. 9,11). Κι ἂν ἦταν ἐλεύθερος, θ᾿ ἀφάνιζε τὴν ἀνθρωπότητα, θ᾿ ἀνέτρεπε τὸ σύμπαν. Ἀλλ᾿, ὅπως λέγουν αἱ Γραφαί, ἡ κακοποιὸς δύναμίς του περιορίζεται ἀπὸ τὸν παντοκράτορα Κύριον.
Μιὰ εἰκόνα τῆς ἀγρίας χαρᾶς ποὺ ἔχει ὁ σατανᾶς καταστρέφοντας βρίσκουμε καὶ στὴ φύσι· τὰ ἄγρια θηρία ἀναπαριστάνουν τὴν κακία του. Δὲν ἦταν βέβαια τὰ θηρία ἐξ ἀρχῆς ἔτσι· μετὰ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα τοῦ ἀνθρώπου ἀγρίεψε ἡ φύσις καὶ τὰ θηρία. Ἡ ἀγριότης αὐτὴ προκαλεῖ φρίκη καὶ ἀποτροπιασμό. Ἡ τίγρις λόγου χάριν χαίρεται ὅταν κατασπαράζῃ τὴν ἀντιλόπη, ὁ λύκος ὅταν τρώῃ τὸ ἀρνί, τὸ γεράκι ὅταν πέφτῃ σὰν κεραυνὸς ἐπάνω στὸ θήραμά του, ἡ ἀλεποῦ ὅταν πνίγῃ τὶς ὄρνιθες… Αὐτὴ εἶνε μιὰ χαρὰ σαδιστική.
Ὅμοιοι ὅμως μὲ τὰ θηρία γίνονται καὶ ὡρισμένοι σατανικοὶ ἄνθρωποι. Κι αὐτοὶ μία χαρὰ ἔχουν, νὰ κάνουν κακό. Γιὰ νὰ φέρω μερικὰ παραδείγματα, χαρὰ εἶχε ὁ Νέρων ὁ αὐτοκράτωρ ὅταν ἔβαζε φωτιὰ κ᾿ ἔκαιγε τὴ Ῥώμη κι ἀπὸ τὰ ἀνάκτορά του ἔβλεπε τὸ τρομερὸ θέαμα. Χαρὰ εἶχε ὁ Ἀλῆ πασᾶς ὅταν τὴ νύχτα ἔπνιγε τὶς ταλαίπωρες γυναῖκες μέσα στὴ λίμνη τῶν Ἰωαννίνων. Χαρὰ εἶχε κι ὁ Ἀβδοὺλ-Χαμίτ ―ἄλλος τύραννος αὐτός―, ὅταν ἔπνιγε στὸ Βόσπορο τὰ θύματά του. «Χαρά»! Αὐτὴ εἶνε σατανική χαρά.
Ἀλλ᾿ ἂς ἀποστρέψουμε τὸ πρόσωπο ἀπὸ τὶς εἰκόνες αὐτῆς τῆς χαρᾶς. Ἂς ἔλθουμε στοὺς ἀνθρώπους καὶ ἂς δοῦμε τὴν ἀνθρώπινη χαρά. Ὑπάρχει στὸν ἄνθρωπο χαρά; Πῶς δὲν ὑπάρχει! Χαρὲς ἀνθρώπινες ποιές εἶνε; Χαίρει ἡ γυναίκα ὅταν γεννᾷ παιδὶ καὶ γίνεται μάνα· ἔχει χαρά, λέει τὸ εὐαγγέλιο, «ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον» (Ἰωάν. 16,21). Χαίρει ἡ μάνα ὅταν κρατήσῃ στὴν ἀγκάλη της τὸ βρέφος. Χαίρει καὶ τὸ βρέφος ὅταν βρίσκεται στὴν ἀγκάλη τῆς μητέρας. Χαίρει τὸ μικρὸ παιδὶ ὅταν παίζῃ ἀθῷα στὴν αὐλὴ τῆς οἰκογενείας του. Χαίρει ὁ μαθητὴς ὅταν μαθαίνῃ γράμματα καὶ προοδεύῃ κι ἀκούῃ τὸ εὖγε ἀπὸ τὸ δάσκαλο. Χαίρει ὁ φοιτητὴς ὅταν προχωρῇ στὴν ἐπιστήμη. Χαίρουν οἱ ἐπιστήμονες καὶ δοκιμάζουν διανοητικὲς χαρὲς ὅταν ἀνακαλύπτουν μυστήρια τῆς φύσεως καὶ λύνουν δύσκολα προβλήματα· ὅταν ὁ Ἀρχιμήδης κατώρθωσε νὰ λύσῃ ἕνα δύσκολο πρόβλημα βγῆκε γυμνὸς στοὺς δρόμους καὶ φώναζε «Εὕρηκα εὕρηκα!». Χαρὰ εἶχαν καὶ οἱ ἀστροναῦτες ὅταν πάτησαν πάνω στὸ φεγγάρι. Εἶνε χαρὲς αὐτές. Ἀλλ᾿ ὑπάρχουν κι ἄλλες χαρὲς ―ἂς μὴν τὶς ἀποκρύψουμε―, χαρὲς κατώτερες, ἐπιθυμητὲς ὅμως στὸν πολὺ κόσμο. Ἂς ὑπενθυμίσω μερικές· χαίρει ὁ ἀλκοολικός ὅταν κρατάῃ στὰ δάχτυλά του τὸ ποτήρι καὶ πίνῃ, χαίρει ὁ φιλάργυρος ὅταν ἔχῃ στὰ χέρια του καὶ μετράῃ τὰ τριάκοντα ἀργύρια τοῦ Ἰούδα, χαίρει ὁ φιλόδοξος ὅταν κατορθώνῃ νὰ πατήσῃ πάνω σὲ πτώματα ἀνθρώπων καὶ ν᾿ ἀνέβῃ στὰ ὑψηλὰ ἀξιώματα, χαίρει ὁ φιλήδονος ―κατ᾿ ἐξοχὴν δὲ ἡ ἐποχή μας εἶνε ἐποχὴ φιληδόνων ἀνθρώπων τοῦ σέξ, ἐποχὴ πανσεξουαλισμοῦ― ὅταν κατορθώνῃ νὰ ἱκανοποιῇ τὶς σαρκικές του ὀρέξεις. Ἀλλὰ ὀφείλουμε νὰ τὸ ποῦμε καὶ νὰ τὸ τονίσουμε, ὅτι ἡ χαρὰ αὐτὴ ποὺ αἰσθάνεται ὁ ἀλκοολικός, ἡ χαρὰ ποὺ αἰσθάνεται ὁ φιλάργυρος, ἡ χαρὰ ποὺ αἰσθάνεται ὁ φιλόδοξος, ἡ χαρὰ ποὺ αἰσθάνεται ὁ φιλήδονος, ἡ χαρὰ αὐτὴ εἶνε χαρὰ στιγμιαία καὶ ἀπατηλή. Μετά; Ὤ μετά! Μετὰ ἀκολουθοῦν ἡ μελαγχολία, τὸ ἄγχος, ἡ ἀγωνία, οἱ τύψεις, ποὺ ἐπικρατοῦν πλέον σήμερα.
Ἀλλὰ τότε ποῦ ὑπάρχει χαρά; Ἡ σατανικὴ χαρὰ εἶνε σαδιστικὴ καὶ ἀγρία, ἡ ἀνθρώπινη χαρὰ εἶνε πρόσκαιρος καὶ ἀπατηλή. Ποῦ λοιπὸν ὑπάρχει ἡ ἀληθινὴ χαρά, ἡ γαλήνια χαρά, ἡ αἰώνια χαρά; Στὰ πλούτη, στὶς ἡδονές, στὴ δόξα καὶ τὰ ἀνθρώπινα μεγαλεῖα, στὴν ἐπιστήμη, ὄχι. Ποῦ θὰ τὴ βροῦμε; Ὑπάρχει; Ὑπάρχει. Εἶνε ὅμως χαρὰ μυστική. Ὅταν λέῃ ἐδῶ ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος πρὸς τὴν Θεοτόκο «Χαῖρε, δι᾿ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει», σημαίνει ὅτι ἡ Παναγία εἶνε πηγῆς τῆς χαρᾶς. Ὑπάρχει λοιπόν, ἀγαπητοί μου, ἡ μυστικὴ πηγὴ ποὺ ἀναβλύζει ἄφθονα τὰ νάματα τῆς χαρᾶς· καὶ ἡ χαρὰ αὐτὴ εἶνε ―μία λέξι στὸν κόσμο― ὁ Χριστὸς καὶ μόνο ὁ Χριστός. «Χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε», λέει ὁ διος ὁ Κύριός μας (Ματθ. 5,12). «Χαίρετε» καὶ «πάλιν ἐρῶ, χαίρετε», γράφει κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος, παρ᾿ ὅλο ποὺ βρίσκεται δέσμιος στὶς φυλακὲς τῆς Ῥώμης (Φιλ. 4,4).
«Χαῖρε, δι᾿ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει». Δὲν εἶνε μικρὸ δίδαγμα τὸ ὅτι τὸ πρῶτο «Χαῖρε» τοῦ Ἀκαθίστου εἶνε αὐτό. Διότι ἡ θρησκεία τοῦ Ναζωραίου δὲν εἶνε θρησκεία μελαγχολίας, λύπης, ἀπελπισίας – ὄχι! Εἶνε θρησκεία χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως. Ἀλλὰ χαρᾶς ὄχι ὅπως ἡ χαρὰ τοῦ διαβόλου, ἡ χαρὰ τῶν ἀγρίων θηρίων, ἡ χαρὰ τῶν ἐμπαθῶν ἀνθρώπων ποὺ δουλεύουν στὸ ἐγώ τους. Εἶνε χαρὰ ὄχι κατωτέρα, ἀλλὰ χαρὰ ἀνωτέρας ποιότητος, χαρὰ ἀγγέλων. Χαίρει ἀληθινὰ καὶ βαθειὰ – ποιός; Ὁ ἄνθρωπος ποὺ πιστεύει στὸ Θεό, ἐκεῖνος ποὺ ἦλθε σὲ προσωπικὴ καὶ μυστικὴ ἐπαφὴ μὲ τὸ Χριστό. Χαίρει ὁ πιστὸς ὅταν ἀνοίγῃ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ὅλη τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ βλέπῃ ἐκεῖ πράγματα θαυμαστά· χαίρει περισσότερο ἀπὸ ᾿κεῖνον ποὺ «εὗρε σκῦλα (δηλαδὴ λάφυρα) πολλά» (Ψαλμ. 118,162). Χαίρει μὲ τὴν ἁγία ἀναστροφή, ὅταν συναντᾷ ἀδελφούς του μέσα στὴν Ἐκκλησία. Χαίρει ὅταν ἀνοίγῃ τὸ χέρι καὶ ἐλεῇ τὸν πτωχὸ καὶ βοηθῇ τὸν πάσχοντα. Χαίρει ὅταν ἐπισκέπτεται καὶ συντροφεύῃ τὸν ἀσθενῆ. Χαίρει ὅταν γονατίζῃ καὶ προσεύχεται τὴ νύχτα κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα καὶ ἐπικοινωνῇ μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα. Χαίρει ὅταν ἐκκλησιάζεται καὶ μετέχῃ στὰ ἱερὰ μυστήρια. Χαίρει ἀκόμα ―μιὰ μυστικὴ χαρὰ ποὺ εὔχομαι ὅλοι μας νὰ τὴν αἰσθανθοῦμε τὴν περίοδο αὐτή― πότε; Δὲ᾿ θὰ μιλήσω ἐγὼ γι᾿ αὐτήν· θ᾿ ἀφήσω νὰ μιλήσῃ ἕνας μεγάλος συγγραφεύς, ποὺ ἦταν ἄπιστος, ἀλλὰ μετὰ ἔγινε πιστὸς καὶ ἔγραψε συγγράμματα παγκοσμίου φήμης. Εἶνε Ῥῶσος, εἶνε ὁ Ντοστογιέφσκυ. Τί λέει; Πῆγε καὶ βρῆκε ἕνα Ῥῶσο παπᾶ, γονάτισε καὶ εἶπε τὰ κρίματά του. Καὶ μετὰ ἀκοῦστε τί εἶπε· «Ἐξωμολογήθηκα, καὶ παράδεισος φύτρωσε στὴν καρδιά μου». Ὤ αὐτὴ ἡ χαρὰ τῆς μετανοίας! Δὲν περιγράφεται. Ἀπὸ αὐτὴν ἀρχίζει ἡ κατάστασις ἐκείνη ποὺ οἱ πατέρες τὴν ὀνομάζουν χαρμολύπη· ἐνῷ δηλαδὴ ὁ ἁμαρτωλὸς κλαίει, στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του αἰσθάνεται χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι. Γι᾿ αὐτὴ τὴν κατάστασι ἀκόμα καὶ στοὺς ἀγγέλους «χαρὰ γίνεται ἐν οὐρανῷ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λουκ. 15,10).
* * *
Εὔχομαι σὲ ὅλους, στοὺς νέους καὶ στοὺς γέροντες μὲ τὰ ἄσπρα μαλλιὰ ποὺ εἶνε κοντὰ στὸ θάνατο, στὶς γυναῖκες τοὺς ἄντρες καὶ τὰ παιδιά, σὲ ὅλους, εὔχομαι τώρα, τὴν ἁγία αὐτὴ περίοδο, ὅλοι νὰ αἰσθανθοῦμε τὴ χαρὰ αὐτή· καὶ τότε θὰ πεισθοῦμε καὶ οἱ ίδιοι ἐμπειρικῶς ποῦ ὑπάρχει ἡ χαρὰ καὶ τί σημαίνει αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος· «Χαῖρε», Παναγία, «δι᾿ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει».
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 13-3-1981)
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.