H XΡΙΣTIANIKH ΑΝΔΡΕΙΑ
Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων (Μᾶρκ. 15,43-16,8)
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΝΔΡΕΙΑ
ΤΟ εὐαγγέλιο σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε σχετικὸ μὲ τὴν ἑορτὴ τῶν μυροφόρων. Νοερῶς μᾶς μεταφέρει στὰ μεγάλα ἐκεῖνα γεγονότα ποὺ ἔγιναν τὴ Μεγάλη Παρασκευή.
* * *
Ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, ὁ Κύριος συνελήφθη τὴ νύχτα τῆς Μεγάλης Πέμπτης, ὡδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ Ἄννα καὶ τοῦ Καϊάφα, καὶ τὶς πρωινὲς ὧρες, ὅταν ἄνοιξε τὸ πραιτώριο, ἔγινε ἡ δίκη του ἐνώπιον τοῦ ῾Ρωμαίου πραίτωρος. Ὁ Πιλᾶτος κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια νὰ ἀθῳώσῃ τὸν Ἰησοῦν, ἀλλὰ στὸ τέλος δὲν μπόρεσε ν᾽ ἀντισταθῇ στὴν κακία τῶν ἐχθρῶν του. Ἐκεῖνο ποὺ τὸν ἔκανε νὰ ὑποκύψῃ εἶνε ὁ φόβος μήπως γίνῃ δυσάρεστος στὸν καίσαρα. Ἔτσι ὑπέγραψε τὴν καταδίκη. Ἡ ὥρα ποὺ ὑπέγραψε ἦταν 9 τὸ πρωὶ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, καὶ στὶς 12 τὸ μεσημέρι ὁ Ἰησοῦς ἐσταυρώθη στὸ Γολγοθᾶ.
Ἐπάνω στὸ σταυρὸ δὲν ἔμεινε πολύ. Στὶς 3 τὸ ἀπόγευμα ὁ Ἐσταυρωμένος ἐξέπνευσε. Οἱ ὧρες ποὺ ἀκοῦμε στὸ Εὐαγγέλιο εἶνε τοῦ ἑβραϊκοῦ ὡρολογίου· ὅταν λέῃ «ὥρα ἕκτη» εἶνε ἡ 12η μεσημβρινή, κι ὅταν λέῃ «ὥρα ἐνάτη» εἶνε ἡ 3η ἀπογευματινή. Ὁ Κύριός μας δηλαδὴ δὲν ἔμεινε στὸ σταυρὸ περισσότερο ἀπὸ τρεῖς ὧρες καὶ ἡ συντομία αὐτὴ προκάλεσε στὸν Πιλᾶτο ἀπορία· «ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε» (Μᾶρκ. 15,44). Οἱ κατάδικοι συνήθως ἄντεχαν πολλὲς ὧρες ἢ καὶ ἡμέρες· ἐν τῷ μεταξὺ ἡ ὀσμὴ τοῦ αἵματος τραβοῦσε τὰ σκυλιά, ποὺ ὡρμοῦσαν κ᾽ ἔκοβαν ἀπὸ τὶς σάρκες τους, καὶ τὰ ὄρνεα τοῦ οὐρανοῦ, ποὺ κατέβαιναν καὶ τοὺς ἔβγαζαν τὰ μάτια· στὸ τέλος στοὺς σταυροὺς ἔμεναν μόνο τὰ κόκκαλα, θέαμα ἀποτρόπαιο.
Νεκρὸς πλέον ὁ Κύριος πάνω στὸ σταυρό. Ποιός τώρα θὰ φροντίσῃ, ποιός θὰ πάῃ νὰ τὸν ἀποκαθηλώσῃ, νὰ τὸν ξεκρεμάσῃ, καὶ νὰ τοῦ ἀποδώσῃ τὶς τελευταῖες τιμές; Θὰ περίμενε κανεὶς αὐτὸ νὰ τὸ κάνῃ κάποιος ἀπὸ τοὺς μαθητάς του, κάποιος ἀπὸ τὸν στενὸ κύκλο τῶν γνωρίμων καὶ φίλων, κάποιος ἀπὸ τοὺς τόσους ποὺ εὐεργέτησε. Κανείς ὅμως δὲν φαίνεται. Ὅλοι φοβήθηκαν. Ἕνας μόνο παρουσιάζεται· «Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής» (ἔ.ἀ. 15,43). Αὐτὸς τολμᾷ, ἐμφανίζεται ἐνώπιον τοῦ Πιλάτου, ζητάει τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὸ παίρνει καὶ κάνει τὴν ταφὴ μὲ κάθε τιμή.
Ὁ Ἰωσὴφ ζήτησε τὸ σῶμα ἑνὸς καταδίκου. Μὲ τὸ διάβημα αὐτὸ κινδύνευε νὰ πέσῃ στὴ δυσμένεια τῶν Ἰουδαίων, νὰ γίνῃ μισητός. Κινδύνευε νὰ χάσῃ τὴ θέσι του – καὶ εἶχε μεγάλη θέσι ὡς μέλος τοῦ ἰουδαϊκοῦ συνεδρίου. Οὔτε τὰ σχόλια ὅμως οὔτε τὶς εἰρωνεῖες οὔτε τὸ διωγμὸ οὔτε τὴ θέσι οὔτε τὴν περιουσία ὑπολόγισε. Θεώρησε ἱερὸ καθῆκον νὰ κηδεύσῃ τὸ ἄχραντο σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Εὐλογημένη ἡ πρωτοβουλία του, εὐλογημένα τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια του. Αὐτὸς καὶ ὁ Νικόδημος πρωτοστάτησαν στὸ ἱερὸ τοῦτο καθῆκον ἀπέναντι στὸ μεγάλο Νεκρό. «Τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ» (ἔ.ἀ.).
Μεγάλη ἡ τόλμη τῶν ἀνδρῶν αὐτῶν. Ἀλλὰ μεγαλύτερη τόλμη ἔδειξαν σήμερα οἱ μυροφόρες γυναῖκες. Ἐνῷ οἱ μαθηταὶ φοβισμένοι εἶνε κλεισμένοι μέσα καὶ δὲν τολμοῦν νὰ βγοῦν, αὐτὲς βγαίνουν στὸ δρόμο καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι νύχτα, «σκοτίας ἔτι οὔσης» (Ἰω. 20,1), γιὰ νὰ ἐκτελέσουν καὶ αὐτὲς τὸ ἱερὸ χρέος ἀπέναντι στὸν Κύριό μας. Τί ἦταν ἐκεῖνο ποὺ τὶς ἔκανε νὰ δείξουν τέτοιον ἡρωισμὸ καὶ αὐταπάρνησι; Ἡ ἀγάπη στὸ Χριστό. Ὅταν αὐτὴ ἀνάψῃ στὴν καρδιά, ὁ ἄνθρωπος τολμᾷ.
* * *
Ἐμεῖς ἔχουμε ἀγάπη στὸ Χριστό; Ἀγάπη στὸ παιδί, στὴ σύζυγο, στὰ χρήματα, σὲ ὑλικὰ καὶ ἐγκόσμια πράγματα ἔχουμε· ἀγάπη στὸ Χριστὸ δὲν ἔχουμε. Ὅποιος ἔχει μέσα του τὴ φωτιὰ τῆς ἀγάπης στὸ Χριστό, ὅλα τὰ ποτάμια καὶ οἱ ὠκεανοὶ δὲν μποροῦν νὰ τὴ σβήσουν.
Ὤ καὶ νὰ μποροῦσα νὰ σᾶς παρουσιάσω τὴν τόλμη τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ Νικοδήμου καὶ τῶν μυροφόρων γυναικῶν! Αὐτοὶ εἶνε γιὰ μᾶς παράδειγμα ἀνδρείας. Κι ὅταν λέω ἀνδρεία δὲν ἐννοῶ τὴ σωματική. Αὐτὴ εἶνε κάτι φυσικό. Ἡ ἀξία δὲν εἶνε στὰ κορμιὰ τὰ εὔρωστα ποὺ τρέχουν στὸ στίβο καὶ δίνουν κλωτσιὲς στὰ γήπεδα. Χωρὶς νὰ περιφρονοῦμε τὸ σῶμα, ἡ ἀξία ἡ μεγάλη δὲν εἶνε ἐκεῖ, στοὺς μυῶνες καὶ τὰ νεῦρα. Κι ὁ Γολιὰθ ἦταν σωματώδης, ἕνα πελώριο ὄν, ἕνα βουνὸ ἀπὸ σάρκες· ἀλλὰ μέσα ἐκεῖ κατοικοῦσε μιὰ μικρὰ ψυχή. Ὅταν λέμε ἀνδρεία ἐννοοῦμε τὴν ψυχικὴ ἀνδρεία, τὴν χριστιανικὴ ἀνδρεία, ἐκείνη ποὺ νικάει κάθε ἐμπόδιο στὴ ζωή. Μπορεῖ ἕνας νὰ εἶνε ἀσθενικός, νὰ μὴ μπορῇ νὰ κρατήσῃ οὔτε τὸ πιρούνι, κι ὅμως μέσα σ᾽ αὐτόν, ποὺ βρίσκεται στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου, νὰ κατοικῇ μία ψυχὴ οὐρανομήκης. Τί ἦταν ὁ φτωχὸς Λάζαρος τοῦ Εὐαγγελίου (βλ. Λουκ. 16,19-31); Ἕνα ἕλκος, μιὰ πληγή. Καὶ ὅμως μέσα του κατοικοῦσε μία ψυχὴ ἡρωική. Τί ἦταν ὁ Ἰώβ; Ἀσθενὴς ἀπὸ τὸ κεφάλι μέχρι τὰ πόδια· ἀλλὰ μέσα του κατοικοῦσε ψυχὴ γενναία. Ψυχὴν «ἀνδρείαν τίς εὑρήσει» (Παρ. 31,10), ποὺ δὲν ὑπολογίζει κινδύνους;
Τέτοια ἀνδρεία ἔχουμε ἀνάγκη. Ὁ διάβολος ἐνσπείρει μέσα μας δειλία. Κι ὅπως ὁ δειλὸς στρατιώτης γίνεται προδότης τῆς πατρίδος, πετάει τὸ ὅπλο καὶ φεύγει, ἔτσι ὁ δειλὸς χριστιανὸς γίνεται προδότης τοῦ Χριστοῦ. Σκορπάει φόβο ὁ διάβολος. Κάθε φορὰ ποὺ πρόκειται νὰ ἐκτελέσουμε κάποιο καθῆκον ἱερὸ ἀπέναντι ἢ τῆς οἰκογενείας ἢ τῆς πατρίδος ἢ τῆς θρησκείας μας, ἔρχεται ὁ φόβος καὶ μᾶς παραλύει. Θέλετε παραδείγματα; Κοσμικοὶ ἄνθρωποι σὲ καλοῦν σὲ τραπέζι καὶ δὲν τολμᾷς νὰ κάνῃς τὸ σταυρό σου, γιατὶ φοβᾶσαι τὰ σχόλια καὶ τὶς εἰρωνεῖες. Ὁ φόβος μήπως μᾶς ποῦν καθυστερημένους, ἔξω τόπου καὶ χρόνου, ἀνθρώπους τοῦ μεσαίωνος, σείει τὶς χριστιανικὲς συνειδήσεις. Ὁ ἕνας δὲν νηστεύει, γιατὶ φοβᾶται μήπως ἀρρωστήσῃ. Ὁ ἄλλος δὲν ἐλεεῖ, γιατὶ φοβᾶται μήπως φτωχύνει. Ὁ ἄλλος δὲν συγχωρεῖ, γιατὶ φοβᾶται πὼς θὰ τὸν θεωρήσουν ἀδύναμο. Ὁ ἄλλος ἀρνεῖται τὴν ἀλήθεια καὶ ὁρκίζεται ψέματα ἐπάνω στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο γιατὶ φοβᾶται τὶς συνέπειες…
* * *
Ἀδελφοί μου, ἡ ἀνδρεία ποὺ ἔδειξαν ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος καὶ οἱ μυροφόρες γυναῖκες εἶνε ὑπόδειγμα γιὰ μᾶς.
Ὁ καθένας μας εἶνε ἕνας «στρατιώτης Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Β΄ Τιμ. 2,3). Νὰ εἴμαστε λοιπὸν ἀνδρεῖοι. Στρατιώτης καὶ φόβος δὲν συμβιβάζονται, Χριστιανὸς καὶ φόβος δὲν ταιριάζουν. Ἡ λέξι φόβος ἀπουσιάζει ἀπὸ τὸ λεξικὸ τοῦ Χριστιανοῦ. Δὲν γνωρίζω ἄλλον πιὸ ἀτρόμητον ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ Χριστιανό. Ἐὰν φοβᾶσαι, δὲν εἶσαι πραγματικὸς Χριστιανός.
Μὴ φοβᾶσαι κανένα. Ποιόν φοβᾶσαι ἀλήθεια, μήπως κάποιον ἄνθρωπο ποὺ σὲ ἀπειλεῖ; Ὁ Χριστὸς εἶπε· «Μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι»· αὐτοὶ μόνο τὸ σῶμα μποροῦν νὰ φονεύσουν, τὴν ψυχὴ δὲν μποροῦν νὰ τὴν πειράξουν (Ματθ. 10,28). Ποιόν φοβᾶσαι, τὸν κόσμο; Ὁ Κύριος εἶπε· «Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον» (Ἰω. 16,33). Ποιόν φοβᾶσαι, τὸν διάβολο; Ἀλλὰ κι ἂν ἀκόμα ἀνοίξῃ ὁ ᾅδης καὶ βγοῦν ὅλοι οἱ δαίμονες καὶ πλημμυρήσουν οἱ δρόμοι ἀπ᾽ αὐτούς, ὁ Χριστιανὸς θυμᾶται τὸ λόγο ποὺ εἶπε ὁ Χριστός· Σᾶς δίνω τὴ δύναμι νὰ πατᾶτε τὸν ἐχθρό. «Ἰδοὺ δίδωμι ὑμῖν τὴν ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ» (Λουκ. 10,19). Τί φοβᾶσαι, τὸν θάνατο; Ἀλλὰ ὁ Χριστιανὸς ἔχει τὸ Χριστό, ποὺ εἶνε «ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή» (Ἰω. 11,25). Νὰ ζήσουμε λοιπὸν μὲ ἀνδρεῖο φρόνημα.
Ἐὰν νιώθουμε δειλία, μὴ λησμονοῦμε ὅτι στὴν Ἀποκάλυψι ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης εἶδε μιὰ λίμνη πυρός, γεμάτη φλόγες, καὶ μέσα σ᾽ αὐτὴν ὅλους τοὺς ἁμαρτωλούς· καὶ πρώτους – πρώτους εἶδε ποιούς; τοὺς δειλούς (βλ. Ἀπ. 21,8). Ζοῦμε σὲ χρόνια ἀποκαλυπτικά. Οἱ Χριστιανοὶ πρέπει νὰ σταθοῦμε ἀνδρεῖοι. Ἂν ὑπῆρχαν στὸν τόπο μας ἑκατὸ ἀνδρεῖοι Χριστιανοὶ καὶ Χριστιανές, διαφορετικὴ θὰ ἦταν ἡ κατάστασι. Ζοῦμε σὲ κόσμο κολακείας· δὲν λέμε ἀλήθεια, τὸν διάβολο τὸν λέμε ἄγγελο. Γι᾽ αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ πᾶμε μπροστά.
Ἀνδρεῖοι νὰ εἴμαστε. Τίποτα μὴ φοβᾶσαι παρὰ μόνο τὸ Χριστό. Ψηλὰ τὰ λάβαρα! Τὴν ἀλήθεια παντοῦ. Νὰ εἴμαστε συμπαραστάτες τῶν γενναίων μαχητῶν. Διότι, ἐὰν οἱ Χριστιανοὶ σκεπτώμαστε τὸ συμφέρον, τὰ χρήματα καὶ τὴν περιουσία μας, νὰ τὸ θυμᾶστε, θὰ ἐπικρατήσουν οἱ ἄθεοι. Ἐὰν δὲν σταθοῦμε ἀνδρεῖοι, θὰ χάσουμε καὶ πατρίδα καὶ σπίτια καὶ τὰ πάντα. Ψηλὰ τὸ φρόνημα, στὸν οὐρανό! Μόνο ἔτσι θὰ κρατήσουμε τὸν τόπο μας στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ, θὰ καθαρίσουμε τὴν ἐκκλησία ἀπὸ τὰ ἀνάξια στελέχη της, καὶ θὰ βαδίσουμε ψηλά, πρὸς ἕνα μεγάλο προορισμό, ποὺ ἔχει ἡ Ἐκκλησία μας, τὸ γένος καὶ καὶ ἡ φυλή μας.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Γεωργίου Ἀκαδημίας Πλάτωνος – Ἀθῆναι τὴν 1-5-1960.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.