Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΑΓΑΠΗ
Τῶν ἁγίων Πάντων
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ
Η ΑΓΑΠΗ
«Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ. 10,37)
Θέλω, ἀγαπητοί μου χριστιανοί, ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδιά, θέλω σήμερα νὰ σᾶς εὐλογήσω, ἀλλὰ θέλω καὶ νὰ σᾶς διδάξω. Μὰ τί νὰ σᾶς διδάξω; Νὰ σᾶς πῶ δικά μου λόγια; Τί ἀξία ἔχουν τὰ λόγια ἑνὸς ἀνθρώπου; Ἀέρας εἶνε καὶ φεύγουν. Τὰ λόγια καὶ τοῦ πιὸ σοφοῦ ἀνθρώπου σφάλλουν.
Θεωρεῖται ἄλλος πιὸ σοφὸς ἀπὸ τὸν Σωκράτη, ποὺ ἐγέννησε ἡ ἀρχαία πατρίδα μας; Ὁ Σωκράτης ἐθεωρεῖτο ὁ πιὸ σοφός. Καὶ ὅμως κι αὐτός, ὁ πιὸ σοφός, ἔκανε σφάλματα στὴ ζωή του.
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι σφάλλουν, ὅλοι ἁμαρτάνουν. Ἕνας δὲν ἔκανε λάθος ποτέ. Μέσα στὰ ἑκατομμύρια καὶ δισεκατομμύρια ἀνθρώπων, ἕνας δὲν ἁμάρτησε ποτέ. Καὶ αὐτὸς εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ὅπως λέει ἡ Ἐκκλησία μας, «εἷς Ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός. Ἀμήν».
Ἕναν ἀφέντη ἔχει τὸ σύμπαν, ἕναν ἀφέντη ἔχουμε κ᾿ ἐμεῖς. Ἕναν ἀφέντη καὶ ἕνα βασιλιᾶ ἔχουμε, ποὺ στέκεται πάνω ἀπ᾿ ὅλους καὶ ἀπ᾿ ὅλα. Καὶ αὐτὸς εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. «Δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν αὐτῷ» (Ψαλμ. 94,6), Χριστῷ τῷ βασιλεῖ τῶν αἰώνων.
Συνεπῶς, ἐγὼ σήμερα, δὲν θὰ πῶ δικά μου λόγια. Θὰ πάρω τὰ λόγια ἀπὸ τὸν Χριστό, καὶ θὰ πῶ καὶ θὰ ἐρμηνεύσω τὰ λόγια τὰ δικά του.
Καλότυχος αὐτὸς ποὺ ἔχει τὰ αὐτιά του ἀνοιχτά. Γιατὶ πολλοὶ εἶνε ἐκεῖνοι ποὺ τὰ ἔχουν βουλωμένα καὶ δὲν θέλουν νὰ ἀκούσουν τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ.
Λέει μιὰ προφητεία, ὅτι θὰ ἔρθουν χρόνια κατηραμένα, ποὺ μέσα στοὺς χίλιους ἕνας θ᾿ ἀνοίγῃ τὰ αὐτιά του, γιὰ ν᾿ ἀκούσῃ τὸ Θεό. Οἱ ἄλλοι θὰ τὰ κλείνουν, γιὰ νὰ μὴν ἀκοῦνε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ.
Εὐτυχισμένα τ᾿ αὐτιὰ ποὺ ἀκοῦνε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὑπάρχουν πολλοὶ ποὺ ἄκουσαν καὶ ἀκοῦνε τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Τὰ ἄκουσαν μικρὰ παιδιά, τὰ ἄκουσαν γυναῖκες καὶ ἄνδρες, τὰ ἄκουσαν πτωχοὶ καὶ πλούσιοι, στρατιῶται καὶ βασιλεῖς, ἀγράμματοι καὶ σοφοί. Τὰ ἄκουσαν βοσκοὶ καὶ ἐργάται. Τὰ ἄκουσαν ἁμαρτωλοὶ καὶ δίκαιοι.
Ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ τ᾿ ἄκουσαν ἄλλοι ἦταν σὰν τὸ σφουγγάρι ποὺ ρουφάει τὸ νερό, καὶ ἄλλοι ὅπως τὸ ξύλο ποὺ δὲν τραβᾷ τίποτε.
Ἔτσι εἶνε καὶ οἱ ἄνθρωποι. Ἔρχονται ἐδῶ (στὴν ἐκκλησία), καὶ ἄλλοι εἶνε ξύλα καὶ ἄλλοι σφουγγάρια.
Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ρουφοῦν τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ ὅπως τὸ παιδάκι ποὺ θηλάζει ἀπὸ τὸ μαστὸ τῆς μάνας του, σὰν τὸ ἀρνάκι ποὺ θηλάζει στὸ μαστὸ τῆς προβατίνας, σὰν τὸ μοσχαράκι ποὺ ρουφάει τὸ γάλα της ἀγελάδος. Ἔτσι καὶ ἐδῶ στὴν ἐκκλησία, ἔρχονται καὶ ἀκοῦνε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ.
Ὤ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ! Εἶνε γάλα καθαρό. Εἶνε κρυστάλλινο νερό. Εἶνε χρυσάφι καὶ διαμάντι. Ἔχουν ἄπειρη ἀξία. Εὐτυχισμένοι ὅσοι στὸν αἰῶνα αὐτόν, τῆς διαφθορᾶς, τῆς ἀπιστίας, τῆς πλάνης τοῦ σατανᾶ, ἔχουν τ᾿ αὐτιά τους ἀνοιχτὰ γιὰ νὰ ἀκοῦνε τὰ λόγια τοῦ Κυρίου.
* * *
Ἕνα λόγο τοῦ Χριστοῦ θὰ ἑρμηνεύσω. Μιὰ λέξι. Τί λέγει ὁ Χριστός;
Νὰ πάρῃς τὰ Εὐαγγέλια, τοὺς Ἀποστόλους, τὰ ἄλλα ἱερὰ βιβλία, ὅλα λένε μιὰ λέξι· καὶ δὲν εμεθα ἄξιοι νὰ τὴν ποῦμε, γιατὶ εμαστε ἁμαρτωλοί. Μιὰ λέξι, ποὺ δὲν τὴ νιώσαμε ἀκόμα. Ἂν νιώσουμε τὴ λέξι αὐτή, ποὺ εἶπε ὁ Χριστός, καὶ τὴν ἐφαρμόσουμε στὴ ζωή μας, ὁ κόσμος θὰ γίνῃ τρισευτυχισμένος.
Ποιά εἶνε ἡ λέξις αὐτή; Μόνο τὰ μικρὰ παιδάκια, τὰ ἀθῷα, ποὺ εἶνε σὰν τοὺς ἀγγέλους, μποροῦν νὰ ποῦν τὴ λέξι αὐτή. Καὶ αὐτὴ εἶνε ἡ λέξις ἀγάπη.
«Ἀγαπᾶτε», καὶ ὄχι μισεῖτε, εἶπε ὁ Χριστός (Ματθ. 5,44). Ξερριζῶστε μέσα ἀπὸ τὶς ψυχές σας τὸ μῖσος, ποὺ εἶνε σὰν τὸ ἀγκάθι ποὺ ἀγκυλώνει τὶς ψυχές.
Ἀγαπῆστε τὸ Θεό. Ἀγαπῆστε καὶ «τὸν πλησίον» ὡς ἑαυτόν (Ματθ. 22,39).
Εἶσαι παιδί; Ὕστερα ἀπὸ τὸ Θεὸ ποιόν πρέπει ν᾿ ἀγαπᾷς; Τὸν πατέρα σου καὶ τὴ μητέρα σου. Γιατὶ ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα εἶνε σὰν μικροὶ θεοὶ ἐπὶ τῆς γῆς. «Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου, ἵνα εὖ σοι γένηται, καὶ ἵνα μακροχρόνιος γένῃ ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἔξ. 20,12).
Θέλεις νὰ προοδεύσῃς; Θέλεις νὰ περνᾷς ποτάμια καὶ νὰ μὴν κινδυνεύῃς; Θέλεις νὰ πᾷς μακριὰ καὶ νὰ μὴν πάθῃς τίποτε; Θέλεις νὰ πιάνῃς χῶμα καὶ νὰ γίνεται μάλαμα; Ἀγάπα τὴ μάνα σου ποὺ σὲ γέννησε, ἀγάπα τὸν πατέρα σου. Πάρε τὴν εὐχή τους καὶ διάβαινε τὸ θάνατο. Δὲν τοὺς ἀγαπᾷς; εἶσαι θεριό, καὶ κάτι χειρότερο.
Μιὰ μέρα ἦρθε στὴ μητρόπολι κάποιος ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη γιὰ νὰ μὲ συναντήσῃ καὶ μοῦ εἶπε·
―Ἔχω καημὸ μεγάλο καὶ θέλω νὰ μὲ παρηγορήσῃς.
Ἔκλαιγε σὰ μικρὸ παιδί. Τὸν πλησίασα.
―Τί ἔχεις; τοῦ εἶπα.
―Τί νὰ ἔχω, μοῦ ἀπήντησε. Ἕνα παιδί, ἕνα ἀγόρι ἔχω. Τὸ σπούδασα, ἔκανα τὸ πᾶν γιὰ νὰ τὸ ἀναδείξω, καὶ χθὲς τὸ βράδι πῆρε ἕνα ξύλο καὶ μὲ κτύπησε.
Ὤ γενεὰ ἀπιστίας, σκληρότητος καὶ διαφθορᾶς! Τὰ παιδιὰ νὰ σηκώνουν χέρι καὶ νὰ χτυποῦν τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα τους! Χέρια, ποὺ χτυποῦν μάνα καὶ πατέρα, εἶνε διαβολικὰ καὶ κατηραμένα. Δὲν θὰ βροῦν προκοπὴ στὸν αἰῶνα.
Ἀγάπα τὸν πατέρα ποὺ σὲ γέννησε. Ἀγάπα τὴ μάνα ποὺ μέρα νύχτα κοπίαζε γιὰ σένα. Ἀγάπα τους ὅλους. Τὸ λέει τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ λέει ἡ ἁγία Γραφή.
Πῆρες γυναῖκα; Νὰ τὴν ἀγαπᾷς σὰν τὴ μάνα σου, καὶ παραπάνω ἀπὸ τὴ μάνα σου. Αὐτὸ λέει τὸ Εὐαγγέλιο. Γι᾿ αὐτὸ οἱ πεθερὲς δὲν πρέπει νὰ στενοχωροῦνται ὅταν βλέπουν τὸ παιδί τους νὰ ἀγαπάῃ τὴ γυναῖκα του παραπάνω ἀπ᾿ αὐτές. Εἶνε ἀπὸ τὸ Θεὸ αὐτό.
Τὸ παιδὶ ἀγαπάει τὴ μάνα του, ἀλλὰ θὰ ἀγαπήσῃ καὶ τὴ γυναῖκα του περισσότερο ἀπὸ αὐτήν. Ἀλλοίμονο στὶς πεθερὲς ἐκεῖνες ποὺ μπαίνουν στὴ μέση καὶ χωρίζουν τὰ ἀνδρόγυνα. Δὲν θὰ δοῦνε βασιλεία οὐρανῶν. Θὰ εἶνε κατηραμένες.
Λοιπὸν παντρεύτηκες; Ἀγάπα τὴ γυναῖκα σου σὰν τὴ μάνα σου. Καὶ ἀλλοίμονο στὸν ἄνδρα ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἀγαπᾷ ἀλλὰ κτυπᾷ τὴ γυναῖκα του.
Ποῦ φτάσαμε! ὁ ἄνδρας νὰ κτυπᾷ τὴ γυναῖκα, καὶ ἡ γυναίκα νὰ βρίζῃ τὸν ἄνδρα.
Ἄνδρα, χτυπᾷς τὴ γυναῖκα σου; Εἶσαι ἀνάξιος νὰ ζῇς στὸν κόσμο αὐτόν. Γυναίκα, βρίζεις τὸν ἄνδρα σου; Δὲν εἶσαι ἄξια νὰ λέγεσαι γυναίκα. Παιδιὰ ποὺ δὲν ἀκοῦτε τοὺς γονεῖς καὶ τοὺς πληγώνετε, δὲν εἶστε ἄξια νὰ λέγεστε παιδιά τους.
* * *
Τὰ παιδιὰ νὰ ἀγαποῦνε τὸν πατέρα. Τὰ κορίτσια νὰ ἀγαπᾶνε τὶς μανάδες τους. Οἱ ἄνδρες νὰ ἀγαπᾶνε τὶς γυναῖκες. Καὶ προχωρεῖ ὁ Χριστός.
Ἀκοῦτε τί λέει; Παραπάνω ἀπὸ τὴ μάνα ποὺ μᾶς γέννησε, παραπάνω ἀπὸ τὸν πατέρα, παραπάνω ἀπὸ τὰ παιδιά, πρέπει νὰ ἀγαπᾶμε τὸ Θεό. Αὐτὸ μᾶς διδάσκει ὁ Χριστός.
Γιατί πρέπει παραπάνω ἀπὸ τὴ μάνα μας, τὸν πατέρα μας, τὰ παιδιά μας νὰ ἀγαποῦμε τὸ Θεό;
Ἐμένα ρωτᾶτε; Ρωτῆστε τὰ σύννεφα, ρωτῆστε τὰ ποτάμια καὶ τὶς θάλασσες, τὰ πουλιὰ καὶ τὰ δάση. Ρωτῆστε τὶς πέτρες καὶ τὰ βουνά. Ρωτῆστε τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἀρχαγγέλους. Ρωτῆστε τὰ μνήματα.
Ποιός τὰ ἔκανε ὅλα αὐτὰ ποὺ βλέπουμε; Ὅλοι οἱ ἐπιστήμονες νὰ μαζευτοῦνε, ἕνα μυρμηγκάκι καὶ μιὰ μέλισσα καὶ ἕνα φύλλο δὲν κάνουν. Ὅλα τὰ ἔκανε ὁ Θεός. Ὅλα τὰ ἔκανε ὁ Χριστός. Καὶ παραπάνω ἀπ᾿ ὅλα ἔκανε τὸν ἄνθρωπο.
Τοῦ ἔδωσε μάτια γιὰ νὰ βλέπῃ, τοῦ ἔδωσε αὐτιὰ γιὰ ν᾿ ἀκούῃ, τοῦ ἔδωσε χέρια γιὰ νὰ δουλεύῃ. Τοῦ ἔδωσε πόδια γιὰ νὰ περπατᾷ. Τοῦ ἔδωσε γλῶσσα γιὰ νὰ μιλᾷ – μόνο ὁ ἄνθρωπος μιλᾷ στὸν κόσμο. Τοῦ ἔδωσε μυαλό. Ἂν δὲν σοῦ ἔδινε μυαλὸ ὁ Θεός, τί θὰ ἔκανες; Ὅλα αὐτὰ ποὺ βλέπετε (τρακτέρ, αὐτοκίνητα, ἀεροπλάνα, δορυφόρους, κομπιοῦτερ, τηλεοράσεις, ραδιόφωνα καὶ ὅλα τὰ ἐπιστημονικὰ ἐπιτεύγματα) τὰ ἔκανε ὁ ἄνθρωπος, δὲν τὰ ἔκανε ὁ πίθηκος καὶ ἡ μαϊμοῦ καὶ ἡ ἀρκούδα. Σοῦ ἔδωσε λοιπὸν ὁ Θεὸς μυαλό, γιὰ νὰ γίνῃς μαθηματικός, ἀστρονόμος, φυσικὸς ἐπιστήμονας.
Καὶ μόνο αὐτό; Ὦ Χριστέ μου! Γιά σκεφτῆτε το, δὲν τὸ νιώθουμε. Κατέβηκε ὁ διος ὁ Θεός! Ναί, ὁ διος ὁ Θεός. Κατέβηκε ἐδῶ κάτω στὴ γῆ καὶ ἔγινε ἄνθρωπος, καὶ κήρυξε καὶ πόνεσε καὶ σταυρώθηκε! Γιὰ ποιόν; Γιὰ μᾶς τὰ σκουλήκια, ποὺ γιὰ τὴ συμπεριφορά μας θὰ ἔπρεπε ν᾿ ἀνοίξῃ ἡ γῆ καὶ νὰ μᾶς καταπιῇ.
Μᾶς ἀγάπησε ὁ Χριστός, καὶ μᾶς ἔκανε παιδιά του. Καὶ μᾶς περιμένει. Ναί, μᾶς περιμένει πάνω στοὺς οὐρανούς, στὸν ὡραῖο τόπο, ὅπου δὲν ὑπάρχει δάκρυ, δὲν ὑπάρχει πόνος, συκοφαντία καὶ διαβολή, δὲν ὑπάρχει ψευτιά. Ὅπου δὲν ὑπάρχει ἀρρώστια καὶ θάνατος, ὅπου δὲν ὑπάρχουν ἰατρεῖα καὶ φάρμακα, ὅπου δὲν ὑπάρχουν φυλακές, μπουντρούμια, ἐγκληματίες καὶ τύραννοι. Μᾶς περιμένει ἐκεῖ, ναὶ ἐκεῖ, πάνω ἀπὸ τὰ ἄστρα καὶ τοὺς οὐρανούς. Γιὰ νὰ μᾶς κάνῃ παιδιά του, ὅταν μιὰ μέρα κλείσουμε τὰ μάτια μας στὸν μάταιο αὐτὸ κόσμο καὶ ποῦμε τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).
Ἕνα λοιπὸν Χριστὸ πιστεύομε, ποὺ μᾶς ἔκανε τὰ πάντα. Πῶς νὰ μὴν τὸν ἀγαπήσωμε; Ποιός πατέρας, ποιά μάνα, ποιός μεγάλος ἄνθρωπος, ποιός εὐργέτης ἔκανε τόσα μεγάλα πράγματα ὅσα ἔκανε ὁ Χριστός γιὰ μᾶς;
Γι᾿ αὐτὸ τὴν ὥρα ποὺ πιάνεις τὸ ποτήρι γιὰ νὰ πιῇς νερὸ θυμήσου τὸ Χριστὸ καὶ πές· Χριστέ, σ᾿ εὐχαριστῶ. Τὴν ὥρα ποὺ πᾷς νὰ βάλῃς τὸ ψωμὶ στὸ στόμα σου, μὴν τὸ φᾷς ἂν δὲν πῇς· Χριστέ μου, Ἀφέντη μου, σ᾿ εὐχαριστῶ, ποὺ μᾶς δίνεις τὸ ψωμί.
Τὴν ὥρα ποὺ βλέπεις τὴ γυναῖκα σου καὶ τὰ παιδιά σου, πές· Χριστέ μου, σ᾿ εὐχαριστῶ ποὺ μοῦ ᾿δωσες μιὰ καλὴ γυναῖκα, σ᾿ εὐχαριστῶ ποὺ μοῦ ᾿δωσες τὰ παιδάκια, τὴν ἐλπίδα μου.
Ὅταν βγαίνεις ἔξω καὶ βλέπεις τὸν ἥλιο, πές· Σ᾿ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μοῦ ᾿δωσες τὸ φῶς καὶ τὸν ἥλιο. Ὅταν βλέπεις τ᾿ ἀστέρια, τὴ θάλασσα καὶ ὅλα τὰ ὡραῖα τῆς γῆς, πὲς μύρια εὐχαριστῶ στὸ Θεό. Ἐδῶ ἕνα καφὲ σὲ κερνᾷ ὁ ἄλλος, καὶ τοῦ λὲς εὐχαριστῶ. Ἐδῶ ἕνα σκυλὶ ἔχεις καὶ τοῦ πετᾷς ἕνα κόκκαλο, καὶ τὸ σκυλάκι, ἐπειδὴ δὲν ἔχει γλῶσσα γιὰ νὰ σοῦ πῇ Ἀφέντη σ᾿ εὐχαριστῶ, κουνάει τὴν οὐρά του· γλῶσσα τοῦ σκυλιοῦ εἶνε ἡ οὐρά του, τὴν κουνάει καὶ σοῦ λέει μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο Σ᾿ εὐχαριστῶ.
Χειρότεροι ἀπὸ τὰ σκυλιὰ γίναμε. Τὸ σκυλὶ εἶνε πιστὸ στὸν ἀφέντη ποὺ τὸ τρέφει. Ἐμεῖς γίναμε σκυλιὰ λυσσασμένα. Μύρια εὐχαριστῶ ἔπρεπε νὰ λέμε στὸ Χριστό. Τὰ λέμε; Ἀντὶ γιὰ εὐχαριστῶ ἀνοίγουμε τὰ στόματά μας καὶ βλαστημᾶμε τὸ Χριστὸ καὶ Θεό μας.
Οὔτε ἄνθρωποι οὔτε ζῷα δὲν εμαστε. Ξεπεράσαμε καὶ τὸ διάβολο. Πόσα χρόνια ὑπάρχει ὁ διάβολος; Ἑπτὰ χιλιάδες, ὀκτὼ χιλιάδες χρόνια; Ἄγγελος ἦταν, καὶ διάβολος ἔγινε. Ὅλα τὰ ἁμαρτήματα τὰ κάνει ὁ διάβολος, ἀλλὰ ἕνα δὲν τὸ κάνει· δὲν βλαστημάει. Ἀκούει τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ τρέμει.
Ἐσεῖς ποὺ ζῆτε στὸν εὐλογημένο αὐτὸ τόπο, στὰ ἅγια χώματα τῆς πατρίδος μας, φροντίστε, οὔτε ἕνας νὰ μὴ βλαστημᾷ ἐδῶ τὸ Θεό. Καὶ ὄχι μόνο νὰ μὴν τὸν βλαστημᾶμε, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸν ἀγαποῦμε παραπάνω ἀπὸ ὅλα. Νὰ χτυπάῃ ἡ καρδιά μας ὅταν ἀκοῦμε τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μας. Νὰ τὸν ἀγαπᾶμε παραπάνω ἀπὸ τὸν πατέρα καὶ τὴ μάνα μας.
Θὰ ἀγαποῦμε τὸν πατέρα καὶ τὴ μάνα μας καὶ θὰ τοὺς ὑπακοῦμε. Ἀλλ᾿ ἂν ὁ πατέρας ζητήσῃ ποτὲ κάτι ποὺ εἶνε ἐνάντιο στὸ Θεό, ἂν σοῦ πῇ, πήγαινε νὰ κλέψῃς, πήγαινε νὰ σκοτώσῃς, δὲν θὰ τὸν ἀκούσῃς. Θ᾿ ἀκούσῃς τὸ Θεό. Ἂν ὁ πατέρας ἢ ἡ μάνα θελήσῃ νὰ γίνῃς προαγωγὸς τοῦ κοριτσιοῦ σου, δὲν θὰ τοὺς ἀκούσῃς. Παραπάνω ἀπ᾿ ὅλους καὶ ἀπ᾿ ὅλα εἶνε ὁ Θεός.
* * *
Τὸ Θεὸ λοιπὸν πρέπει νὰ ἀγαπήσουμε παραπάνω ἀπὸ κάθε τι ἄλλο. Διότι ἡ ἀσφάλειά μας εἶνε ὁ Θεός.
Ἔχεις παιδιά; θέλεις νὰ ζήσουν τὰ παιδιά σου; Ἔχεις γυναῖκα, ἔχεις ἄνδρα; Θέλεις νὰ ζήσῃ ἡ γυναίκα σου ἢ ὁ ἄνδρας σου; Ἂν αὐτὸ θέλῃς, τότε νὰ ἀγαπήσῃς τὸ Χριστὸ παραπάνω ἀπὸ τὴ γυναῖκα σου, παραπάνω ἀπὸ τὸν ἄνδρα σου, παραπάνω ἀπὸ τὰ παιδιά σου. Ἀλλοίμονό σου ἂν Τὸν ἀγαπήσῃς λιγώτερο. Ἄκουε τὰ λόγια μου καὶ βάλ᾿ τα στὴν καρδιά σου.
Ἐσεῖς οἱ μανάδες, ἂν δὲν ἀγαπᾶτε τὸ Θεὸ παραπάνω ἀπὸ τὰ παιδιά σας, θὰ τὰ πάρῃ ὁ Θεός. Κ᾿ ἐσεῖς οἱ ἄνδρες ἂν δὲν ἀγαπᾶτε τὸν Χριστό παραπάνω ἀπὸ τὸν γυναίκα σας κ᾿ ἐσεῖς οἱ γυναῖκες ἂν δὲν ἀγαπᾶτε τὸ Χριστὸ παραπάνω ἀπὸ τοὺς ἄνδρες σας, θὰ τοὺς πάρῃ ὁ Θεός.
Δὲν εἶνε λόγια δικά μου αὐτά. Ἀνοῖξτε καὶ διαβάστε τὴ Γραφή. Τί λέει ἐκεῖ ὁ Θεός; «Ἐὰν θέλητε καὶ εἰσακούσητέ μου», ἂν ἀνοίξετε τ᾿ αὐτιά σας καὶ μ᾿ ἀκούσετε, «τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς φάγεσθε», θὰ ἔχετε κάθε εὐλογία μου· ἂν ὅμως δὲν θελήσετε μ᾿ ἀκούσετε, ἂν φύγετε ἀπὸ τὸν σιο δρόμο, ἐὰν μὲ βλαστημᾶτε καὶ μὲ καταρᾶσθε, «μάχαιρα ὑμᾶς κατέδεται», θὰ σᾶς φάῃ τὸ μαχαίρι (Ἠσ. 1,19-20).
Τὸ εἶπε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ποὺ περπάτησε τὴν πατρίδα μας κηρύττοντας. Τὸν εἶδαν μιὰ μέρα ποὺ ἔκλαιγε καὶ εἶπε·
―Θὰ ἔρθουν χρόνια κατηραμένα καὶ ἄσχημα.
Κι ὅταν τὸν ρώτησαν
―Ἅγιε Κοσμᾶ, ἅγιε πατέρα, πῶς θὰ τὰ καταλάβουμε αὐτὰ τὰ ἄσχημα χρόνια;
ἐκεῖνος ἀπήντησε·
―Ὅταν δῆτε νὰ ἀδειάζουν οἱ ἐκκλησιὲς καὶ νὰ γεμίζουν οἱ φυλακές.
Καὶ ἦρθαν οἱ ἡμέρες αὐτές, ποὺ ἀδειάζουν οἱ ἐκκλησιὲς καὶ γεμίζουν οἱ φυλακές.
Ἀδέλφια μου, σᾶς μιλῶ μὲ πόνο. Πιστεύω στὸ Θεό, πιστεύω στὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου, πιστεύω στὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό. Πιστεύσατε κ᾿ ἐσεῖς. Ὅλα εἶνε ψέματα, ὅλα εἶνε μάταια· ἕνα εἶνε ἀληθινό, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Δὲν μὲ ἀκοῦτε; Ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ σᾶς πῶ κακὸ λόγο, γιατὶ εἶμαι κ᾿ ἐγὼ ἁμαρτωλὸς καὶ δὲν εἶμαι ἄξιος γιὰ νὰ φιλήσω τὰ πόδια σας. Δὲν μὲ ἀκοῦτε; Ἀνοῖξτε καὶ διαβάστε τὴ Γραφή. Τί λέει ἐκεῖ ὁ Θεός; «Ἐὰν θέλητε καὶ εἰσακούσητέ μου», ἂν ἀνοίξετε τ᾿ αὐτιά σας καὶ μ᾿ ἀκούσετε, «τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς φάγεσθε», θὰ ἔχετε κάθε εὐλογία μου· ἂν ὅμως δὲν θελήσετε νὰ μ᾿ ἀκούσετε, ἂν φύγετε ἀπὸ τὸν ίσιο δρόμο, ἐὰν μὲ βλαστημᾶτε καὶ μὲ καταρᾶσθε, «μάχαιρα ὑμᾶς κατέδεται», θὰ σᾶς φάῃ τὸ μαχαίρι (Ἠσ. 1,19-20).
«Θὰ φυτεύετε δένδρα, μὰ ἄλλοι θὰ τρῶνε τοὺς καρπούς. Θὰ κτίζετε σπίτια ὄμορφα, μὰ ἀρκοῦδες θὰ κατοικοῦνε σ᾿ αὐτά. Ἔχετε παιδιά, μὰ θὰ πάρουν τὰ παιδιά σας καὶ θὰ τὰ πᾶνε στὴν ἔρημο». Δὲν τὰ λέω ἐγώ, τὸ Εὐαγγέλιο τὰ λέει
Τὰ είδαμε, ἀδέλφια μου. Κλαύσατε καὶ προσευχηθῆτε πολύ, γιὰ νὰ μᾶς ἐλεήσῃ ὁ Θεός.
Θέλω μανάδες, πατεράδες μικροὶ μεγάλοι νὰ βρίσκεστε ὅλοι ἐδῶ κοντὰ στὴν Ἐκκλησία. Καὶ τότε ὁ Χριστὸς θὰ εἶνε μαζί σας.
Εἶστε λαός εὐγενικός. Εἶστε λαὸς πονεμένος. Εἶστε λαὸς μαρτυρικός. Σᾶς ἀγαπῶ, σᾶς πονῶ σὰν πατέρας καὶ θέλω τὸ καλό σας. Ἐλπίζω νὰ διορθωθῆτε. Ἐλπίζω ὅτι θὰ ἔρθετε ἐδῶ κοντὰ στὴν Ἐκκλησία. Καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα αὐτὴ ὡς ἀρχιερεὺς τοῦ Ὑψίστου ὑψώνω τὰ χέρια μου στὸν οὐρανὸ καὶ εὐλογῶ τοὺς ἄνδρες, τὰ παιδιά σας, τὶς γυναῖκες σας, τὰ σπίτια σας, τὶς δουλειές σας, τὰ ζῷα σας, τὰ χωράφια σας, τὰ βουνὰ καὶ τὶς ῥεματιές σας. Νὰ εἶστε εὐλογημένοι ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος, ὑπακούοντες εἰς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
† Ὁ Φλωρίνης, Πρεσπῶν & Ἑορδαίας
Αὐγουστῖνος
Ἀκρίτας 16-6-1968
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.