ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
Ὕψωσις τιμίου Σταυροῦ (Ἰω. 19,6-11,13-20,25-28,30-35)
Oμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου χριστιανοί, εἶνε ὄχι μία συνηθισμένη ἑορτή, ἀλλὰ εἶνε μία ἀπὸ τῆς πιὸ τρανὲς ἑορτὲς ποὺ ἔχει ἡ Ἐκκλησία μας. Σήμερα εἶνε πανήγυρις.
Τὰ τροπάρια ποὺ ἀκούσατε σήμερα, ὁ Ἀπόστολος, τὸ Εὐαγγέλιο, ὅλα αὐτὰ μιλᾶνε γιὰ τὸ Χριστό, ποὺ σταυρώθηκε.
ΣΑΝ ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Σήμερα εἶνε σὰν τὴ Μεγάλη Παρασκευή. Στὰ παλιὰ τὰ εὐλογημένα χρόνια, ποὺ οἱ ἄνθρωποι πιστεύανε πραγματικὰ στὸ Χριστό, καὶ ἰδίως στὰ δικά σας μέρη ἀπὸ τὰ ὁποῖα κατάγεστε, στὴ Μικρὰ Ἀσία, στὴ Σεβάστεια, στὸν Πόντο, ἐκεῖ πέρα τέτοια μέρα ἄνθρωπος δὲν ἔμενε στὸ σπίτι, ἄνθρωπος δὲν ἦταν στὰ χωράφια, ἀλλὰ ὅλοι τους, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ἀπὸ τὸ γέρο μέ τ᾿ ἄσπρα μαλλιὰ μέχρι τὰ νήπια στὶς ἀγκαλιὲς τῶν μανάδων τους, ὅλοι πηγαίνανε στὴν ἐκκλησία σήμερα. Δὲν ἀπουσίαζε κανένας. Καὶ μόνο αὐτό; Σήμερα εχανε αὐστηρὰ νηστεία. Νηστεύανε ὅπως τὴ Μεγάλη Παρασκευή. Δὲν τρώγανε τίποτε. Λίγο ψωμάκι τὸ βουτούσανε μέσα στὸ ξύδι. Ἔτσι ζοῦσαν στὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ πιστεύανε στὸ Χριστό.
Ἀλλὰ δυστυχῶς σήμερα δὲν ἔχουμε πιὰ τὴν πίστι ποὺ εἶχαν οἱ πρόγονοί μας. Δὲν ἔχουμε πλέον τὴν ἀφοσίωσι ποὺ εἶχαν ἐκεῖνοι στὸ Χριστό. Δὲν τιμοῦμε καὶ δὲν λατρεύουμε τὸ Χριστὸ ὅπως ἐκεῖνοι.
―Μά, θὰ πῆτε, τί εἶνε αὐτὸς ὁ σταυρός, ποὺ σήμερα γιορτάζουμε;
Γιὰ ἀκοῦστε, μὲ λίγα ἁπλᾶ λόγια, τί εἶνε ὁ σταυρός.
ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ Ο ΣΤΑΥΡΟΣ
Στὰ παλιά τὰ χρόνια, ὅταν καταδικάζανε κανένα σὲ θάνατο, τὸν κρεμοῦσαν. Ὅπως σήμερα τὸν τουφεκᾶνε, ἢ τὸν ἀνεβάζουν στὴν κρεμάλα, ἢ ἀκόμα στὴν Ἀμερικὴ τοὺς βάζουν ἐπάνω σὲ μιὰ ἠλεκτρικὴ καρέκλα καὶ μὲ ἕνα κουμπὶ τοὺς κάνουνε κάρβουνο.
Ὅπως λοιπὸν τώρα τοὺς καταδικάζουν κατ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο, στὰ παλιὰ τὰ χρόνια, στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ, ἂν ἦταν κανένας κακοῦργος, ποὺ ἔκανε πολλὰ καὶ φοβερὰ ἐγκλήματα καὶ εἶχε βάψει τὰ χέρια του στὸ αἷμα, αὐτὸν τὸν παίρνανε, τὸν βγάζανε σ᾿ ἕνα ὕψωμα, τὸν ξαπλώνανε στὶς σανίδες, τὸν καρφώνανε, καὶ τὸν στήνανε ἐπάνω στὸ χῶμα, καὶ ἐκεῖ τὸν ἄφηναν νὰ ξεψυχήσῃ· ἢ μᾶλλον δὲν ξεψυχοῦσε, γιατὶ ἐρχόταν τὰ ὄρνεα, τὰ πεινασμένα ὄρνεα, καὶ τοῦ βγάζανε τὰ μάτια, καὶ ἐρχόταν τὰ σκυλιὰ καὶ τὸν τρώγανε. Αὐτός ἦταν ὁ θάνατος διὰ σταυροῦ. Γι᾿ αὐτὸ μέχρι τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ ἤτανε ἕνα πρᾶγμα ποὺ μισοῦσε ὁ κόσμος. Ὁ σταυρὸς ἦταν ἕνα ξύλο ἄτιμο.
Ἀλλ᾿ ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ὁ Χριστὸς ἀνέβηκε στὸ σταυρὸ καὶ ἔχυσε τὸ αἷμα του, τὸ ξύλο αὐτὸ τὸ ἄτιμο ἔγινε τιμημένο, ἔγινε εὐλογημένο. Ἔγινε δένδρο μὲ τὰ ὡραιότερα ἄνθη. Ἔγινε δένδρο, ποὺ κάτω ἀπὸ τὴ σκιά του μένει ἡ ἀνθρωπότης. Ἔγινε σύμβολο ἱερό, ἔγινε σημαία. Ἔγινε ὅπλο, ἔγινε φάρμακο, ἔγινε… Ὅ,τι νὰ πῇς, εἶνε ὁ τίμιος σταυρός. Γιὰ ποιούς; Γιὰ ᾿κείνους ποὺ πιστεύουν. Γιὰ ἐκείνους ποὺ δὲν πιστεύουν, δὲν ἔχει νὰ πῇ τίποτε ὁ σταυρός.
Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΑΝΕΙ ΘΑΥΜΑΤΑ
Ἀπὸ τὴν ὥρα, ποὺ σταυρώθηκε ὁ Χριστός, ὁ σταυρὸς κάνει τὰ θαύματά του.
Τὸ πρῶτο μεγάλο θαῦμα ἔγινε τὴ Μεγάλη Παρασκευή. Λέει τὸ Εὐαγγέλιο ὅτι, ὅταν σταυρώθηκε ὁ Χριστός, ὁ ἥλιος ντράπηκε. Γιατὶ ὁ ἥλιος εἶνε τρόπον τινὰ τὸ μάτι τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ βλέπει ὅλα. Ὁ ἥλιος, ποὺ βλέπει πολλὰ ἐγκλήματα νὰ γίνωνται ἐδῶ στὴ γῆ, εἶδε τὸ πιὸ φοβερὸ ἔγκλημα. Εἶδε τοὺς ἀνθρώπους νὰ σταυρώνουν τὸ Χριστό. Ντράπηκε ὁ ἥλιος, σκέπασε τὸ πρόσωπό του καὶ σκοτείνιασε. Δὲν ἦταν τὸ σκοτείνιασμα σὰν αὐτὸ ποὺ κάνει ὁ ἥλιος ὅταν γίνεται ἔκλειψι, ποὺ κρατᾷ λίγα λεπτά. Αὐτὸ τὸ σκοτείνιασμα κράτησε τρεῖς ὧρες. Ἔγινε σκοτάδι μεγάλο «ἀπὸ ὥρας ἕκτης ἕως ὥρας ἑνάτης» (Ματθ. 27, 45), δηλαδή ἀπὸ τὶς 12 τὸ μεσημέρι μέχρι τῆς 3 ἡ ὥρα τὸ ἀπόγευμα ἔγινε σκοτάδι ἐπάνω στὴ γῆ. Μάλιστα λένε γιὰ κάποιον δικό μας σοφό, ποὺ ζοῦσε στὴν Ἀθήνα, ὅτι ὅταν εἶδε αὐτὸ τὸ μεγάλο σκοτάδι εἶπε· Σήμερα «ἢ θεός τις πάσχει ἢ τὸ πᾶν ἀπόλυται». Σήμερα, λέει, κάτι μεγάλο ἔγινε· ἢ πάσχει ὁ Θεὸς ἢ καταστρέφεται ὁ κόσμος.
Τὸ δεύτερο θαῦμα ποὺ ἔγινε τὴ Μεγάλη Παρασκευή εἶνε ὅτι ἐσείσθηκε ἡ γῆ. Ἄνοιξαν τὰ σπλάχνα της καὶ ξέρασε τοὺς νεκρούς· βγῆκαν ἀπὸ τοὺς τάφους καὶ περπατοῦσαν μέσα στὰ Ἰεροσόλυμα.
Λέει ἀκόμα τὸ Εὐαγγέλιο, ὅτι δὲν σκοτείνιασε μόνο ὁ ἥλιος, δὲν ἐσείσθη μόνο ἡ φλούδα τῆς γῆς, δὲν ἄνοιξαν μόνο τὰ μνήματα γιὰ νὰ ξεράσουν τοὺς νεκρούς, ἀλλὰ ἔγινε καὶ κάτι ἄλλο. Τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθηκε «ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω» (ε.α. 27, 51). Ποιό εἶνε αὐτὸ τὸ καταπέτασμα;
Πρέπει νὰ ξέρουμε, ὅτι στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ ἤτανε ἕνας ναός, ὁ πιὸ ὡραῖος ναὸς στὸν κόσμο. Ἦταν κτισμένος μὲ μάρμαρα, μὲ χρυσάφι καὶ μὲ πελεκημένους λίθους.
Ὅπως σήμερα ὁ δικός μας ναὸς χωρίζεται μὲ τὸ τέμπλο καὶ μέσα στὸ ἱερὸ δὲν κάνει νὰ μπαίνουν οὔτε γυναῖκες οὔτε ἄνδρες, μόνο ὁ παπᾶς καὶ κάποια μικρὰ παιδιὰ ποὺ θὰ ἐκλέξῃ ὁ παπᾶς, γιατὶ εἶνε ἁμαρτία νὰ μπαίνουν στὸ ἱερὸ βῆμα γυναῖκες καὶ ἄλλοι ἄνθρωποι. Ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ὁ ναὸς τοῦ Σολομῶντος χωριζότανε. Ἦταν ἕνα μέρος γιὰ τὸ λαό, γιὰ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά. Καὶ ἦταν πάλι ἄλλο ἕνα μέρος μόνο γιὰ τοὺς ἱερεῖς τοῦ Ὑψίστου.
Καὶ χωριζόταν ὁ ναὸς ἐκεῖνος ὄχι μὲ τέτοιο τέμπλο, ἀπὸ ξύλο ἢ μάρμαρο. Ἐκεῖνο τὸ τέμπλο στὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος δὲν ἦταν οὔτε ἀπὸ ξύλο οὔτε ἀπὸ πέτρες ἢ τοῦβλα οὔτε ἀπὸ μάρμαρο, ἀλλὰ ἀπὸ ἕνα ὕφασμα ποὺ ἦταν ὑφασμένο ἀπὸ τρίχες γιδιῶν, ἀπὸ τρίχες προβάτων, καὶ ἦτανε παχύ, πολὺ παχύ. Καὶ ἦταν μονοκόμματο ἀπὸ τὴ μιὰ ἄκρη ἕως τὴν ἄλλη. Καὶ ἦταν βαμμένο στὸ κόκκινο.
Τὴν ὥρα ποὺ ὁ Χριστὸς ξεψυχοῦσε στὸ σταυρό, ὅπως ἡ γυναίκα ξεσχίζει τὸ χασέ, ἔτσι, λέει τὸ Εὐαγγέλιο, σὰν νὰ κατέβηκε ἀπὸ τὰ οὐράνια ἕνας ἄγγελος, πῆρε αὐτὸ τὸ παραπέτασμα, αὐτὸ τὸ χονδρὸ πανὶ ποὺ εἶχαν ὑφάνει στὸν ἀργαλειό, τὸ πῆρε καὶ τὸ ἔσκισε στὰ δυό. Καὶ ἐφάνηκαν τὰ ἐνδότερα τοῦ ναοῦ.
Τί σημαίνει ὅτι τὸ «καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη ἀπὸ ἄνωθεν ἔως κάτω» (ἔ.ἀ.); Σημαίνει, ὅτι ὅπως σχίσθηκε τὸ παραπέτασμα καὶ φάνηκε τὸ ἱερὸ βῆμα, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ὁ Χριστὸς ἔσχισε τὰ γραμμάτιά μας, ποὺ εἶνε τ᾿ ἁμαρτήματά μας. Γκρέμισε τὸ βουνό, ποὺ ἤτανε μπροστά μας καὶ δὲν μᾶς ἄφηνε νὰ περάσουμε. Ὅπως τὸ ποτάμι ὅταν κατεβάσῃ πολὺ νερὸ δὲν περνᾷς, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος ἦταν χωρισμένος ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ δὲν μποροῦσε νὰ περάσῃ στὸ Θεό, ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτημάτων του. Ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου ἔγινε τὸ γεφύρι, ποὺ πέρασε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ στὴν ἄλλη. Ἄνοιξε δρόμος γιὰ τὸ Θεό, γιὰ τὸν οὐρανό.
Αὐτὰ μὲ λίγα λόγια εἶνε τὰ θαύματα ποὺ ἔγιναν τὴν Μ. Παρασκευή.
Ἐπαναλαμβάνω λοιπὸν τὰ θαύματα ποὺ ἔγιναν τὴ Μεγάλη Παρασκευή.
Πρῶτον σκοτείνιασε ὁ ἥλιος.
Δεύτερον ἐσείσθηκε ἡ γῆ.
Τρίτον ξέρασε ἡ γῆ τοὺς νεκρούς.
Τέταρτον σχίστηκε τὸ καταπέτασμα.
Μικρὰ εἶνε αὐτά; Ἂν λόγου χάριν τώρα σκοτεινιάσῃ ὁ ἥλιος καὶ θὰ γίνουν αὐτὰ τὰ πράγματα…. Μὴ νομίσετε, ὅτι θὰ εἶνε πάντα ἔτσι ἐπάνω στὸν οὐρανό. Καὶ ὁ Ἁλιάκμονας θὰ ξηρανθῇ καὶ τὰ ἄστρα θὰ πέσουν καὶ ὅλα θὰ γίνουν ἐπάνω στὴν ἁμαρτωλή μας γῆ.
Ο ΛΥΚΟΣ ΕΓΙΝΕ ΑΡΝΙ!
Ἀλλὰ τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ δὲν ἔγιναν μόνο αὐτά. Ἔγιναν κι ἄλλα, ἀκόμη μεγαλύτερα. Ποιά εἶνε αὐτά.
Τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ δὲν ἐσείσθηκε μόνο ὁ τόπος καὶ ἡ φλούδα τῆς γῆς· δὲν ἄνοιξαν μόνο τὰ μνήματα. Ἔγινε καὶ κάτι ἄλλο τὴν ἡμέρα τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς· ἕνας λύκος ἔγινε ἀρνί, καὶ ἕνα γεράκι ἔγινε περιστέρι!
―Ἔ, τί εἶνε αὐτὰ ποὺ λές, βρὲ παπούλη! Τρελλὰ πράγματα. Εἶνε δυνατόν ποτε λύκος νὰ γίνῃ ἀρνὶ καὶ τὸ γεράκι περιστέρι; Δὲν γίνονται αὐτά.
Καὶ ὅμως ἔγιναν τὴ Μεγάλη Παρασκευή. Ποιός εἶνε ὁ λύκος αὐτός;
Δύο ἦταν αὐτοί. Ἦταν οἱ δυὸ λῃσταί. Λύκοι δὲν ἦταν; Τὸ χειρότερο θεριὸ στὸν κόσμο δὲν εἶνε ὁ λύκος, ἡ ἀλεποῦ, ἡ ἀρκούδα καὶ τὸ λιοντάρι· τὸ χειρότερο θεριὸ στὸν κόσμο εἶνε ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει Θεό, ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν πιστεύει. Μὴ βάζετε στὸ σπίτι σας μέσα ἄνθρωπο ποὺ δὲν πιστεύει καὶ δὲν πατᾷ στὴν ἐκκλησία· θὰ σᾶς καταστρέψῃ τὸ σπίτι, θὰ σᾶς ἀτιμάσῃ τὴ γυναῖκα. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν πιστεύει μπορεῖ νὰ κάνῃ ὅλα τὰ ἐγκλήματα. Στὰ παλιὰ χρόνια, τὰ εὐλογημένα, στὴ Μικρὰ Ἀσία, οἱ ἄνθρωποι ποὺ πιστεύανε μυρμήγκι δὲν πατοῦσαν. Τώρα ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα, ποὺ ἦρθε ἡ ἀθεΐα καὶ ξερριζώσανε ἀπὸ τὴν καρδιὰ τὴν ἰδέα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος ἔγινε θηρίο καὶ χειρότερος ἀπὸ θηρίο.
Ἕνας λύκος τί θὰ φάῃ; Θὰ φάῃ πρόβατα. Τὸν κόσμο δὲν τὸν κατέστρεψαν οἱ ἀγράμματοι, δὲν τὸν κατέστρεψαν οἱ τσοπαναραῖοι· τὸν κόσμο τὸν κατέστρεψαν τὰ ἄθεα γράμματα. Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει Θεὸ καὶ ξέρει γράμματα καὶ ξέρει πονηριές, αὐτὸς εἶνε τὸ χειρότερο θεριό. Μὴ φοβᾶστε τοὺς λύκους καὶ τὰ ἄγρια θηρία· νὰ φοβηθῆτε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν πιστεύουν στὸ Θεό.
Δὲν πιστεύω ἐδῶ στὰ Ἴμερα νὰ ὑπάρχῃ τέτοιος σπόρος τοῦ διαόλου, σπόρος ἀθεΐας. Ἀλλὰ ἂν καμμιὰ φορὰ ἀπὸ τὴν Κοζάνη ἔρθῃ κανένας καὶ κάνῃ τὸ γραμματισμένο, καὶ κάθεται στὸ καφενεῖο καὶ κοροΐδεύῃ καὶ δὲν πιστεύῃ στὸ Θεό, νὰ μὴν τὸν βάλετε στὸ σπίτι σας. Προτιμότερο νὰ βάλετε τὸν διάβολο στὸ σπίτι σας, παρὰ νὰ βάλετε ἕνα ἄνθρωπο ἄθεο. Θὰ σᾶς καταστρέψῃ ὁλόκληρο τὸ σπίτι σας. Καὶ τὴν πατρίδα μας καὶ ὅλα οἱ ἄθεοι τὰ καταστρέφουν. Λοιπὸν γι᾿ αὐτὸ λέγω, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δὲν πιστεύει στὸ Θεό, ποὺ τὸν βλαστημάει καὶ δὲν πατᾷ στὴν ἐκκλησία, μόνο τὸν φέρνουν οἱ τέσσερις, εἶνε χειρότερος ἀπὸ τὸ λύκο. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι, καὶ στὴν Κοζάνη καὶ στὴν Ἀθήνα, ποὺ θὰ τοὺς πᾶνε στὴν ἐκκλησιὰ μόνο οἱ τέσσερις. Ὅταν τοὺς σηκώσουν νεκρούς, τότε θὰ δοῦνε τὴν ἐκκλησιά. Λοιπὸν ἐπαναλαμβάνω καὶ λέγω· ἄνθρωποι, ποὺ δὲν πιστεύουν στὸ Θεό, εἶνε χειρότεροι ἀπὸ τὰ θηρία ποὺ εἶνε μέσα στὴ ζούγκλα καὶ στὰ ἄγρια δάση.
Λοιπόν, δυὸ τέτοιοι λύκοι ἦταν αὐτοὶ οἱ λῃσταί, ποὺ σταυρωθήκανε μὲ τὸ Χριστό, ἕνας ἐκ δεξιῶν καὶ ἕνας ἐξ ἀριστερῶν. Τοὺς εχανε μέσα στὰ μπουντρούμια. Εχανε σκοτώσει μικρὰ παιδιά, εἶχαν ξεκοιλιάσει γυναῖκες, εἶχαν κάνει κακουργήματα. Καὶ τοὺς πῆραν τὴν ἡμέρα ποὺ σταύρωσαν τὸ Χριστὸ καὶ τοὺς σταυρώσανε, τὸν ἕνα στὰ δεξιὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν ἄλλο ἀριστερά.
Αὐτοί, ὅταν εἶδαν τὸ Χριστὸ ἐπάνω στὸ σταυρό, ἄρχισαν νὰ τὸν κοροΐδεύουν. Γιὰ κοίταξε, λένε· εἶσαι Θεός; Ἂν εἶσαι Θεός, τότε νὰ κατεβῇς ἀπὸ τὸ σταυρό, γιὰ νὰ μᾶς ξεκαρφώσῃς, γιὰ νὰ σὲ πιστέψουμε. Καὶ οἱ δυὸ βλαστημοῦσαν τὸ Χριστό· καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἦταν στὰ δεξιὰ καὶ ὁ ἄλλος ποὺ ἦταν στὰ ἀριστερά. Ἀλλὰ ὁ ἕνας, ὅταν πέρασε λίγη ὥρα καὶ εἶδε τὸ Χριστό, μαλάκωσε. Γιατὶ νὰ ξέρετε πολὺ καλά, ὅτι μαλακώνει καὶ ὁ πιὸ κακοῦργος. Αὐτὸς ποὺ ἦταν σκληρὸς σὰν μαντέμι, αὐτὸς ποὺ ἦταν σκληρὸς σὰν τὴν πέτρα, μαλάκωσε σὰν τὸ κερί. Ὅταν μαλάκωσε ἡ καρδιά του καὶ ἔκανε σύγκρισι, ἔρριξε μιὰ ματιὰ στὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ μιὰ ματιὰ στὴ ζωὴ τὴ δική του, καὶ εἶδε χῆρες ποὺ κλαίγανε, εἶδε ὀρφανὰ ποὺ σκότωσε, εἶδε.. εἶδε… εἶδε…, τὸν ἔπιασε τὸ κλάμα. Συγκινήθηκε ἡ καρδιά του. Τὰ μάτια του βουρκώσανε. Τὰ χείλη του ἄνοιξαν. Μέχρι ἐκείνη τὴν ὥρα ἔβγαιναν ἀπὸ τὰ χείλη του φίδια, ἔβγαινε ἀκαθαρσία· ἀλλ᾿ ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ εἶδε τὸ Χριστό, αὐτὸς ὁ κακὸς ἄνθρωπος ἄνοιξε τὸ στόμα του καὶ βγῆκαν λόγια, ποὺ νὰ μαζευτοῦμε σήμερα ὅλοι οἱ παπᾶδες καὶ ὅλοι οἱ δεσποτάδες καὶ ὅλοι οἱ σοφοὶ τοῦ κόσμου, δὲν μποροῦμε νὰ τὰ κάνουμε τὰ λόγια τοῦ λῃστῆ. Εἶνε λόγια θεόπνευστα καὶ δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ γιὰ νὰ τὰ ζυγίσῃς· εἶνε λίγα λόγια γεμᾶτα οὐσία. Εἶνε λόγια, ποὺ τὰ ἀκοῦμε κάθε φορὰ στὴ θεία λειτουργία. Ὅταν ὁ παπᾶς βγαίνει μὲ τὸ δισκοπότηρο ἔξω, ὅλοι πρέπει νὰ γονατίζουμε καὶ νὰ λέμε· «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. ……). Μέσα λοιπὸν ἀπὸ αὐτὸν τὸ λῃστὴ βγῆκαν αὐτὰ τὰ οὐράνια λόγια.
Νά λοιπὸν ποὺ τὴν ἡμέρα τοῦ σταυροῦ ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἦταν σὰν θηρίο, ποὺ δὲν κατώρθωσε νὰ τὸν διορθώσῃ ὁ βούρδουλας, τὰ δικαστήρια, ἡ φυλακὴ καὶ κανένα ἄλλο μέσο, αὐτὸς κοντὰ στὸ σταυρὸ μαλάκωσε καὶ ἔγινε ὁ πρῶτος χριστιανός. Καὶ ὁ σταυρὸς ἔγινε τὸ κλειδί, ποὺ ὁ λῃστὴς ἄνοιξε τὸν Παράδεισο καὶ μπῆκε μέσα.
Νά λοιπὸν ποὺ τὴν ἡμέρα τοῦ σταυροῦ δὲν σκοτείνιασε μόνο ὁ ἥλιος, δὲν ἐσείσθη ἡ γῆ καὶ ξέρασε τοὺς νεκροὺς καὶ ἐσχίσθη τὸ τέμπλο τῆς ἐκκλησιᾶς, ἀλλὰ καὶ ἕνας λύκος ἄγριος ποὺ ἔτρωγε τὰ πρόβατα, τοὺς ἀνθρώπους, ἔγινε ἀρνί.
ΤΟ ΓΕΡΑΚΙ ΕΓΙΝΕ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ!
Μὰ καὶ ἕνα γεράκι ἔγινε περιστέρι. Ἔχετε δεῖ, πῶς ἁρπάζει τὶς κόττες τὸ γεράκι. Γεράκια ποιοί ἦταν τὴν ἐποχή ἐκεῖνοι; Οἱ Ῥωμαῖοι στρατιῶτες. Ἦταν ὁ ἑκατόνταρχος, ποὺ πῆρε τὸ Χριστὸ μὲ 70 στρατιῶτες, τὸν ἔδεσε μὲ ἁλυσίδες, τὸν πῆγε στὸ Γολγοθᾶ, τὸν ξάπλωσε κάτω, τὸν κάρφωσε, τὸν ὕψωσε στὸ σταυρό, καὶ μετὰ ἀπὸ κάτω αὐτὸς διασκέδαζε. Ὁ Χριστὸς σταυρωνόταν καὶ κάτω οἱ στρατιῶτες διασκέδαζαν. Ἀλλ᾿ ὅταν εἶδαν οἱ στρατιῶτες τὴ γῆ νὰ σείεται ὁλόκληρος, τὰ πράγματα ἄλλαξαν. Ἤξερα ἐγὼ κάτω στὴν Κεφαλλονιὰ κάποιον ἄθεο, ποὺ βλαστημοῦσε τὸ Χριστό· ὅταν ὅμως ἔγινε σεισμὸς καὶ ἄρχισαν νὰ πέφτουν τὰ βράχια ἀπὸ τὰ βουνά, γονάτισε καὶ εἶπε· Χριστέ μου, σῶσε με. Δὲν ὑπάρχουν ἄθεοι. Κάνουν τὸν ἄθεο, ὅταν ἡ τσέπη τοὺς εἶνε γεμάτη μὲ λεφτά, ὅταν ἔχουν λιμουζῖνες καὶ σπίτια. Ἀλλ᾿ ὅταν ἀρχίσῃ ἡ γῆ νὰ σείεται καὶ τὰ πάντα νὰ σείωνται, τότε τοὺς βλέπεις κι αὐτοὺς νὰ γονατίζουν καὶ νὰ παρακαλοῦν τὸ Θεό. Ἔτσι λοιπὸν καὶ αὐτὸς ὁ ἑκατόνταρχος μὲ τὰ γαλόνια του καὶ μὲ τοὺς στρατιώτας του, ὅταν εἶδε νὰ σκοτεινιάζῃ ὁ ἥλιος καὶ νὰ σείεται ἡ γῆ, ὅταν εἶδε τὸ Χριστὸ νὰ κάνῃ προσευχὴ καὶ νὰ παρακαλῇ γιὰ τοὺς φονιᾶδες του, τότε κι αὐτὸς γονάτισε μπροστὰ στὸ Χριστὸ καὶ εἶπε, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε κακοποιός, δὲν εἶνε λῃστής, ἀλλὰ «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος» (Ματθ. 27, 54).
Νά λοιπὸν τὰ θαύματα ποὺ ἔγιναν τὴν ἡμέρα τῆς σταυρώσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ σήμερα ἑορτάζουμε τὴν ἐπέτειο.
ΤΙ ΕΓΙΝΕ Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ;
Ἀλλὰ κοντὰ σ᾿ αὐτὰ τὰ θαύματα, τὰ φυσικὰ καὶ τὰ ἠθικά, ἔγινε καὶ κάτι ἄλλο, ποὺ εἰδικῶς τὴν ἐπέτειο ἑορτάζουμε σήμερα.
Τί ἔγινε ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ; Τί ἔγιναν οἱ ἄλλοι σταυροί; Μᾶς λέγει ἡ ἱστορία, ὅτι τοὺς σταυροὺς τοὺς πῆραν οἱ Ἑβραῖοι, ἄνοιξαν κοντὰ στὸ Γολγοθᾶ ἕνα μεγάλο λάκκο, τοὺς σκέπασαν μὲ κόπρια, καὶ ἐκεῖ ἔμειναν 300 χρόνια.
Ποιός ξέθαψε τοὺς σταυρούς;
Οἱ ἁγία Ἐλένη, ἡ μητέρα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, γιὰ νὰ ἐκφράσῃ τὴν εὐγνωμοσύνη της στὸ Χριστὸ γιὰ τὴν προστασία ποὺ ἔκανε στὸ παιδί της καὶ γλύτωσε ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς του μὲ τὸ λάβαρο τοῦ σταυροῦ, μὲ τὸ «Ἐν τούτῳ νίκα», ἦρθε στὰ μέρη αὐτά. Πῆρε ἐργάτες, μὲ φτυάρια καὶ κασμᾶδες, καὶ σκάβανε συνεχῶς. Μὰ τὸν εἶχαν παραχώσει οἱ κακοῦργοι Ἑβραῖοι πολὺ βαθειά. Μᾶς τὰ λέει ἡ ἱστορία αὐτά. Τελευταῖα ἀκούστηκε κρότος· ἡ ἀξίνα χτύπησε ἐπάνω στοὺς σταυρούς. Τοὺς βγάζουν καὶ τοὺς τρεῖς. Μὰ μοιάζανε καὶ οἱ τρεῖς. Ποιός ἆραγε ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν τοῦ Χριστοῦ; Βρίσκονταν σὲ μεγάλη ἀπορία.
Τὴν ὥρα ἐκείνη ἀκουστήκανε κλάματα. Κοντὰ ἀπὸ τὸ Γολγοθᾶ περνοῦσε μιὰ κηδεία. Εἶχε πεθάνει μιὰ γριὰ γυναίκα καὶ τὴν κλαίγανε καὶ τὴν πηγαίνανε στὸ νεκροταφεῖο. Τότε λοιπὸν ἀγγίζουν τὸν ἕνα σταυρὸ ἐπάνω στὴν πεθαμένη, μὰ δὲν ἀναστήθηκε. Βάζουν τὸν ἄλλο σταυρό, τίποτε. Βάζουν τὸν τρίτο σταυρό, ―ναί, ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά τους· ἐμεῖς πιστεύομε― καὶ μόλις ἄγγιξε ἐπάνω της ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου, ἀμέσως ἀναστήθηκε καὶ εἶπε· Χριστέ, ἐλέησόν με. Τότε πέσανε ὅλοι κάτω μπρούμυτα, ἡ ἁγία Ἑλένη, ὁ πατριάρχης ὁ Μακάριος, οἱ δεσποτάδες, οἱ παπᾶδες, οἱ καλόγεροι καὶ οἱ ἀσκητάδες. Ὅλοι πέσανε κάτω καὶ ἐπὶ μισὴ ὥρα κλαίγανε καὶ λέγανε τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Τὸ λέμε κ᾿ ἐμεῖς, «Κύριε, ἐλέησον», «Κύριε, ἐλέησον». Ὅταν τὸ λὲς τὸ «Κύριε, ἐλέησον», νὰ τὸ πῇς μὲ τὴν καρδιά σου καὶ θὰ κάνῃς θαύματα.
Αὐτὴ τὴ μεγάλη γιορτή, τὸ ὅτι δηλαδὴ ἡ ἁγία Ἑλένη πῆγε καὶ ἔσκαψε στὸ Γολγοθᾶ καὶ βρῆκε τὸν τίμιο σταυρό, ποὺ ἀνέστησε τὸν πεθαμένο, αὐτὸ τὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς ἱστορίας γιορτάζουμε ἐμεῖς οἱ πανέλληνες. Καὶ ἔχουμε τὸν σταυρὸ ὡς σημαία μας, ὡς φλάμπουρό μας καὶ ὡς ὅπλο μας ἀήττητο ἐναντίον τοῦ διαβόλου.
ΤΙ ΜΑΣ ΔΙΔΑΣΚΕΙ Ο ΣΤΑΥΡΟΣ;
Αὐτή, ἀδελφοί μου, μὲ λίγα λόγια εἶνε ἡ ἱστορία τοῦ σταυροῦ. Κ᾿ ἐμεῖς τώρα τί πρέπει νὰ κάνουμε; Πρῶτα – πρῶτα πρέπει νὰ ζήσουμε σύμφωνα μὲ ἐκεῖνα ποὺ μᾶς διδάσκει ὁ σταυρός.
Τί μᾶς διδάσκει ὁ σταυρός; Πάρτε κιμωλία καὶ γράψτε.
Τί νὰ γράψετε; Ὅπως λένε τὰ παιδιά, 2 σὺν 2 σον 4, 3 σὺν 3 σον 6, 5 σὺν 5 σον 10.
Σταυρὸς ίσον – τί εἶνε ὁ σταυρός; Μπᾶς καὶ νομίζετε, ὅτι εἶνε ἁπλῶς ἕνα ξύλο νὰ ἀσπαστοῦμε καὶ σωθήκαμε. Λάθος κάνετε, δὲν εἶνε ἔτσι τὰ πράγματα.
Σταυρὸς ίσον συγγνώμη. Γιατὶ ἐπάνω στὸ σταυρὸ ὁ Χριστὸς συγχώρησε τοὺς φονιᾶδες. Ὑπάρχουν σήμερα ἐδῶ στὴν ἐκκλησία νυφάδες ποὺ μισοῦνε τὶς πεθερές; Ὑπάρχουν ἐδῶ σπίτια ποὺ δὲν μιλιοῦνται; Ὑπάρχουν γείτονες ποὺ δὲν κουβεντιάζονται; Ὑπάρχει μῖσος; Ἔ, σήμερα ὁ σταυρὸς λέει· Συγχωρῆστε! Ἄμ δὲν συγχωρᾷς; Μὴν πλησιάζεις τὸ σταυρό. Μὴν τὸν φιλᾷς. Ὅταν μέσα στὴν καρδιά σου ἔχῃς τὸν κάβουρα αὐτό, ἔχῃς τὸ φίδι αὐτὸ τοῦ μίσους, δὲν μπορεῖς νὰ πλησιάσῃς τὸ σταυρό. Γιατὶ σταυρὸς σημαίνει συγχώρησις. Νὰ συχωρέσῃς καὶ τὸν πιὸ μεγάλο σου ἐχθρό.
Σταυρὸς ίσον ἀλήθεια. Τὸ μαχαίρι νὰ σοῦ βάζουν στὸ λαιμό, νὰ σὲ σφάζουν, ἀλήθεια νὰ πῇς. Ὄχι νὰ πηγαίνῃς κάτω στὴν Κοζάνη καὶ νὰ ξαπλώνῃς τὸ βρωμερό σου χέρι ἐπάνω στὸ Εὐαγγέλιο καὶ νὰ παίρνῃς ψεύτικο ὄρκο. Ὄχι δά. Ὁ Χριστὸς σταυρώθηκε γιὰ τὴν ἀλήθεια. Ὅποιος λοιπὸν λέει ψέματα, ὅποιος πηγαίνει στὰ δικαστήρια καὶ παίρνει ψεύτικους ὅρκους, αὐτὸς δὲν ἀξίζει νὰ προσκυνήσῃ τὸ σταυρό.
Σταυρὸς ―πάρτε ντεμπεσίρι καὶ γράψτε―, σταυρὸς ίσον συγγνώμη. Σταυρὸς σον ἀλήθεια. Σταυρὸς σον ταπείνωσι. Ὄχι τάχατες ―γιατὶ ἐσὺ κάθεσαι σ᾿ ἕνα σπίτι πιὸ μεγάλο, κ᾿ ἔχεις περισσότερα χωράφια καὶ γίδια, κ᾿ ἔχεις παιδιὰ ποὺ σπουδάζουν στὸ σχολειό, κ᾿ ἔχεις γυναῖκα ὄμορφη, ἢ ξέρω ᾿γὼ τί ἄλλο κάνεις― νὰ καυχιέσαι καὶ νὰ ὑπερηφανεύεσαι. Δὲν εἶσαι χριστιανός. Ταπείνωσις. Νὰ ταπεινωθῇς, νὰ πῇς Δὲν εἶμαι τίποτε· ἕνα σκουλήκι εἶμαι, ἕνα τίποτε εἶμαι στὸν κόσμο. Ὅταν ὅμως ἔχῃς τὴν ὑπερηφάνεια καὶ καυχιέσαι καὶ λές, Ἂς εἶνε καλὰ τὰ μπράτσα μου καὶ τὰ πόδια μου καὶ ἡ δουλειά μου καὶ τὰ καπνά μου…, δὲν εἶσαι χριστιανός. Πρέπει νὰ πῇς, ὅτι δὲν εἶσαι τίποτε κοντὰ στὸ Χριστό.
Σταυρὸς ίσον ἀγάπη. Πεινᾷ ὁ ἄλλος; Νὰ τοῦ δώσῃς ἕνα κομμάτι ψωμί. Διψᾷ; Νὰ τοῦ δώσῃς ἕνα ποτήρι νερό. Εἶνε γυμνὸς ὁ ἄλλος; Δός του ἕνα σακκάκι νὰ φορέσῃ. Κλαίει ὁ ἄλλος; Νὰ πᾷς νὰ τὸν παρηγορήσῃς καὶ νὰ τοῦ σπογγίσῃς τὰ δάκρυα. Ἔτσι εἶνε ὁ χριστανισμός. Ὄχι ἐσὺ νὰ τὰ ἔχῃς ὅλα κι ὁ ἄλλος νὰ μὴν ἔχῃ τίποτε. Δὲν εἶνε χριστιανισμὸς αὐτός.
Σταυρὸς θὰ πῇ θυσία. Ὅπως ὁ Χριστὸς θυσιάστηκε, ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς πρέπει νὰ θυσιαζώμαστε.
Αὐτὰ σημαίνει ὁ σταυρός. Ἂν τὰ κάνουμε αὐτά, τότε ἀξίζει νὰ λέγεσαι χριστιανός. Ἐσὺ ποὺ ἔβαψες τὰ χέρια σου εἰς τὸ αἷμα. Ἐσὺ ὁ ἄλλος ποὺ πῆρες ψεύτικο ὅρκο. Ἐσὺ ποὺ ἀδίκησες τὸ ὀρφανό, δὲν μπορεῖς νὰ πλησιάσῃς τὸ σταυρό. Ὁ σταυρὸς σὲ διώχνει. Γιὰ διαβάστε. Βάλτε φωτιὰ καὶ κάψτε αὐτὰ τὰ περιοδικὰ καὶ τὶς ἐφημερίδες καὶ κλεῖστε τὰ αὐτάκια σας σ᾿ αὐτὰ τὰ ῥαδιόφωνα ποὺ γέμισαν κοπριὰ τὴν Ἑλλάδα. Δὲν ἔχουμε κράτος, δὲν ἔχουμε χριστιανοσύνη. Ἂν φτειάξουμε κράτος, θὰ γίνουν πολλὰ πράγματα στὸν τόπο μας αὐτόν. Βάλτε φωτιὰ καὶ κάψτε τὶς φυλλάδες, ἀνοῖξτε καὶ διάβασε τὸ βίο τῆς ἁγίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας. Σὰν τέτοια μέρα πῆγε στὰ Ἰεροσόλυμα καὶ εἶδε κόσμο νὰ μπαίνῃ μέσα στὸ ναὸ καὶ νὰ προσκυνᾶνε ὅλοι, γέροι – νέοι, γυναῖκες – ἄνδρες. Προσπάθησε κι αὐτὴ νὰ πλησιάσῃ τὴν εσοδο τοῦ ναοῦ. Μὰ κάποια δύναμι τὴν ἔσπρωξε πίσω. Προσπάθησε δεύτερη καὶ τρίτη φορά, μὰ δὲν μπόρεσε. Γιατί; Γιατὶ ἦταν ἁμαρτωλὴ γυναίκα καὶ δούλευε στὴν ἁμαρτία μέσα στὴν Ἀλεξάνδρεια. Καὶ ὅταν μετανόησε καὶ ἔκλαυσε, τότε μπῆκε στὸ ναὸ καὶ ἔγινε χριστιανὴ πραγματική.
Ἔτσι λοιπόν. Ὁ σταυρὸς δημιουργεῖ ὑποχρεώσεις. Πρέπει νὰ ζήσουμε σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ σταυροῦ.
ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
Καὶ κάτι ἄλλο. Νὰ κάνῃς τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ κανονικά. Γιατὶ δυστυχῶς στὰ ἄπιστα αὐτὰ χρόνια ποὺ ζοῦμε ἔγιναν ὅλα μόδα. Μόδα στὰ μαλλιά, μόδα στὰ ῥοῦχα, μόδα στὰ παπούτσια, μόδα παντοῦ. Ἔγινε μόδα δυστυχῶς καὶ ἡ ἐκκλησία μας. Κάτω στὴν Ἀθηνα βλέπεις δυστυχῶς τοὺς νομάρχες, τοὺς ὑπουργούς, τοὺς πρωθυπουργούς, δὲν ξέρω ποιοί ἄλλοι εἶνε αὐτοὶ ὅλοι, ποὺ δὲν κάνουν τὸ σταυρό τους. Αὐτὸ ποὺ κάνουν νομίζεις πὼς εἶνε κανένας γύφτος ποὺ παίζει βιολί. Δὲν εἶνε σταυρὸς αὐτός. Εἶνε ἐμπαιγμός, εἶνε κοροϊδεία. Εἶνε θεομπαῖκτες αὐτοί. Κ᾿ ἐσεῖς ἐδῶ νὰ μὴν εἶστε θεοπαῖκτες.
Λυπήθηκα σήμερα, ποὺ κοίταζα τὰ μικρὰ παιδιὰ καὶ μερικοὺς μεγάλους ποὺ μπαίνανε στὴν ἐκκλησιὰ καὶ δὲν κάνανε τὸ σταυρό τους κανονικά. Δὲν εἶνε ὁ σταυρὸς τὸ βιολὶ τοῦ γύφτου. Νὰ τὸν κάνῃς κανονικά.
Ἂν πᾷς στὸν πάπα, οἱ φράγκοι κάνουν τὸ σταυρό τους μὲ τὰ πέντε δάκτυλα. Οἱ χιλιαστές, οἱ γιαχωβάδες ―ποὺ δὲν ὑπάρχει τέτοια χολέρα ἐδῶ― τοὺς κόβεις τὸ χέρι καὶ σταυρὸ δὲν κάνουν. Πῶς θὰ σὲ καταλάβω ὅτι εἶσαι χριστιανός; Θὰ σὲ καταλάβω ἀπὸ τὸ σταυρό.
Πῶς δηλαδή; Θὰ πάρῃς τὰ τρία δάκτυλά σου, θὰ τὰ ἑνώσης· Πατήρ, Υἱὸς καὶ ἅγιον Πνεῦμα, εἶνε ἡ ἁγία Τριάς. Θὰ τὰ βάλῃς στὸ κούτελο. Γιατί στὸ κούτελο; Ὅπως ὁ ἀετὸς ψηλώνει, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς ἤτανε ἐπάνω στὰ οὐράνια καὶ χαμήλωσε χαμήλωσε χαμήλωσε, καὶ ἦρθε καὶ κατέβηκε στὴ γῆ. Χριστέ, ποὺ ἤσουν στὰ οὐράνια καὶ κατέβηκες κάτω στὴν κοιλιὰ τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου· Χριστέ, σ᾿ εὐχαριστοῦμε, ποὺ ἤσουν πάνω στὸν οὐρανό. Ὅταν πᾶμε τὸ χέρι κάτω, νὰ λέμε· «Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς». Δεξιά· Χριστέ, ἀξίωσέ μας νὰ ποῦμε μαζὶ μὲ τὸ ληστή, «Μνήσθητί μου, Κύριε, ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. ……). Καὶ ἀριστερά· Χριστέ μου, μὴ μὲ βάλῃς στὴν κόλασι. Αὐτά λέμε, αὐτός εἶνε ὁ σταυρός. Ὅταν κάνῃς κανονικὰ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, κανονικά, κάνεις μιὰ ὁλόκληρη προσευχή.
Ἐπαναλαμβάνω· νὰ μὴν εἶστε θεομπαῖκτες. Νὰ κάνετε τὸ σταυρό σας ὅπως τὸν κάνανε στὴ Σεβάστεια καὶ στὴ Μικρὰ Ἀσία. Ἐκεῖ ἦταν χριστιανισμός. Ἐκεῖ ἦταν ὁ Χριστός.
Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ μπήκατε στὰ καράβια οἱ Μικρασιάτες, χάσατε τὴν πίστι σας. Μέσα στὰ καράβια μάθατε νὰ βλαστημᾶτε τὸ Θεό. Στὴ Μικρὰ Ἀσία κάνανε τὸ σταυρό τους καὶ κλαίγανε οἱ ἄνθρωποι· καὶ ζοῦσανε 400 χρόνια μέσα στὴν Τουρκιὰ μὲ τὸν τίμιο σταυρό.
Λοιπόν ἐσεῖς ποὺ κατοικεῖτε στὰ Ἴμερα νὰ κάνετε τὸ σταυρό σας κανονικά.
ΠΟΤΕ ΝΑ ΚΑΝΕΤΕ ΤΟ ΣΤΑΥΡΟ;
Καὶ πότε νὰ κάνετε τὸ σταυρό σας;
Ξυπνᾶς πρωῒ – πρωΐ; Κάνε τὸ σταυρό σου. Πᾶς στὴ δουλειά; Κάνε τὸ σταυρό σου. Πηγαίνεις στὸ χωράφι; Κάνε τὸ σταυρό σου. Σπέρνεις, γυρίζεις ἀπὸ τὸ χωράφι, μπαίνεις στὸ σπίτι; Κάνε τὸ σταυρό σου. Κάθεσαι στὸ τραπέζι; Κάνε τὸ σταυρό σου. Πᾷς νὰ κοιμηθῇς; Κάνε τὸ σταυρό σου.
«Πέφτω κάνω τὸ σταυρό μου,
ἄγγελο ἔχω στὸ πλευρό μου».
Ἐσὺ ἡ γυναίκα ζυμώνεις; Κάνε στὴ ζύμη τὸ σταυρό σου. Παντοῦ καὶ πάντα νὰ κάνετε τὸ σταυρό σας. Ὁ σταυρὸς εἶνε φύλακας «πάσης τῆς οἰκουμένης».
Καὶ τώρα κάτι ἄλλο.
Σήμερα, τέτοια ἅγια ἡμέρα, μὴ φᾶτε τίποτε. Μὴν κάνετε σὰν κάτι ἐκεῖ στὰ Λιβερά, κάτι Πόντιους. Μπασταρδέψανε ποὺ ἦρθαν ἐδῶ στὴν πατρίδα μας. Τέτοια ἅγια ἡμέρα ψήνανε γουρουνόπουλα καὶ κόττες καὶ εἶχαν φέρει ὁλόκληρο αὐτοκίνητο μὲ μπιραρία ἀπὸ τὴν Κοζάνη. Στὴ Μικρὰ Ἀσία τέτοια μέρα τρώγανε τότε ψωμάκι μὲ ξύδι. Τώρα σὰν πεινασμένα ὄρνεα, σὰν τὰ κοράκια πέφτουν πάνω στὰ κρέατα. Μὴν κάνετε ἐσεῖς σήμερα τέτοια πράγματα. Νὰ πᾶτε στὰ σπιτάκια σας καὶ νὰ κάνετε προσευχή. Γιατὶ ἔρχονται κακὲς ἡμέρες στὸ ἔθνος μας, χειρότερες ἀπ᾿ αὐτὲς ποὺ εἴδαμε.
ΜΙΑ ΑΚΟΜΗ ΣΥΜΒΟΥΛΗ
Καὶ κάτι ἄλλο. Λίγοι εἶστε ἐδῶ στὴν ἐκκλησία. Σᾶς συμβουλεύω, αὐτὰ ποὺ σᾶς εἶπα, ὅπως ὁ Χριστὸς εἶπε τὰ λόγια του στοὺς δώδεκα ἀποστόλους κ᾿ ἐκεῖνοι τὰ σκόρπισαν παντοῦ, ἔτσι κ᾿ ἐγὼ σᾶς ἐξορκίζω μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, κ᾿ ἐσᾶς τὰ παιδιὰ κ᾿ ἐσᾶς τοὺς γέρους καὶ ὅλους, αὐτὰ τὰ λόγια ποὺ σᾶς εἶπα νὰ τὰ πῆτε καὶ στοὺς ἄλλους.
ΔΕΙΞΤΕ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ
Καὶ κάτι ἀκόμα. Τέτοια ἅγια ἡμέρα τί κάνανε οἱ χριστιανοί; Πηγαίνανε στὰ καφενεῖα; Ὄχι. Παίρνανε τὸ κεράκι τους καὶ πηγαίνανε στὰ μνήματα καὶ γονατίζανε ἐπάνω στοὺς τάφους.
Τέτοια ἅγια ἡμέρα κ᾿ ἐσεῖς νὰ πᾶτε στὰ μνήματα καὶ νὰ παρακαλέσετε τὸ Χριστό. Πέστε· Χριστέ, συγχώρεσέ μας μικροὺς καὶ μεγάλους, γιατὶ κολαστήκαμε στὸν κόσμο αὐτό.
Νὰ πᾶτε στὰ μνήματα, ποὺ ἐκεῖ μέσα εἶνε τ᾿ ἀδέλφια σας, οἱ γυναῖκες σας, τὰ παιδιά σας, καὶ νὰ τὰ περιποιηθῆτε. Νὰ τὰ σκάψετε καὶ νὰ τὰ κάνετε ὄμορφα περιβόλια· γιατὶ τώρα εἶνε ἀχούρια, γεμᾶτα ἀγκάθια. Δὲν σᾶς τιμᾷ αὐτό. Νὰ πᾶτε μιὰ Κυριακὴ ὅλοι μὲ τὶς ἀξίνες καὶ νὰ σκάψετε βαθειὰ τὴ γῆ καὶ νὰ φυτεύψετε λουλούδια καὶ κυπαρίσια.
Σᾶς δώσανε οἱ γονεῖς σας χωράφια, σᾶς γεννήσανε, σᾶς μεγαλώσανε, θυσιαστήκανε. Τί περιμένουν ἀπὸ σᾶς; Μιὰ γλάστρα, ἕνα λουλούδι, ἕνα κυπαρίσι. Εἶνε ἀγνωμοσύνη αὐτό, εἶνε θηριωδία· δὲν εἶνε ἀνθρωπισμός.
Θὰ ξανάρθω στὸ χωριό σας, ἂν ζήσω, καὶ θέλω νὰ δῶ τὸ νεκροταφεῖο σας περιβόλι. Νὰ ἔχῃ λουλούδια καὶ κυπαρίσια ἐπάνω στὰ μνήματα τῶν ἀνθρώπων ποὺ θυσιάστηκαν γιὰ τὴν πατρίδα, θυσιάστηκαν γιὰ ἕνα μεγάλο ἰδανικό. Θὰ εἶστε ἀνάξιοι, ἂν τὰ μνήματά σας δὲν τ᾿ ἀλλάξετε.
Ὄχι σὰν τὰ Γρεβενά, ποὺ μπαίνουν μέσα οἱ σκύλοι καὶ παίρνουν τὰ κόκκαλα. Εἶνε ἁμαρτία μεγάλη καὶ θὰ μᾶς κολάσῃ ὁ Θεός.
Ἄντε στὴν Ἰαπωνία νὰ δῆτε. Δὲν πιστεύουν στὸ Χριστό, ἀλλὰ τὰ νεκροταφεῖα τους εἶνε περιβόλια. Ἐνῷ ἐδῶ γίνανε ἀχούρια. Ὄχι. Ἂν εἶστε χριστιανοί, νὰ πᾶτε ὅλοι στοὺς τάφους, ν᾿ ἀνάψετε κερί, νὰ γονατίσετε καὶ νὰ θυμηθῆτε τοὺς νεκρούς σας. Παρακαλέστε τὸ Χριστὸ νὰ μᾶς ἐλεήσῃ. Καὶ νὰ κάνετε τὸ νεκροταφεῖο σας περιβόλι μὲ κυπαρίσια καὶ λουλούδια. Καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Θεός, ὅταν τελειώσουμε τὴ ζωή μας στὸν κόσμον αὐτόν, νὰ ποῦμε κ᾿ ἐμεῖς τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (ἔ.ἀ.).
† Ὁ Φλωρίνης, Πρεσπῶν & Ἑορδαίας
Αὐγουστῖνος
Ιερό ναό Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου Ίμερα Κοζάνης
ΥΨΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΤΙΜΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ Δευτέρα 14-9-1965
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.