ΤΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΕΙΣΤΕ; ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΜΙΜΗΘΕΙΤΕ ΤΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗ ΜΑΤΘΑΙΟ ΣΤΑ ΜΕΓΑΛΑ, ΜΙΜΗΘΕΙΤΕ ΤΟΝ ΣΤΑ ΜΙΚΡΑ
Ἑορτολόγιο
11-16 Τοῦ ἁγίου εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου
Toυ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ; ΚΑΝΕ ΤΟ ΜΙΚΡΟ!
Ἐάν, ἀγαπητοί μου, σᾶς πῇ κάποιος, ὅτι ἕνας λύκος ἔγινε ἀρνί, ποιός θὰ τὸ πιστέψῃ; Κανείς δὲν θὰ τὸ πιστεύῃ. Γιατὶ ὁ λύκος τρώει ἀρνιά. Γεννιέται λύκος καὶ λύκος πεθαίνει. Ὁ λαός μας λέει· «ὁ λύκος τρίχα ἀλλάζει, ἀλλὰ τὴν γνώμη, τὸ νοῦ, δὲν τὸν ἀλλάζει», μένει λύκος. Ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ δ ὲν συμβαίνει στὸ φυσικὸ κόσμο, συμ βαίνει σ᾿ ἕναν ἄλλο κόσμο, στὸν πνευματικὸ κόσμο, στὸν ἠθικὸ κόσμο. Τί θέλω δηλαδὴ νὰ πῶ; Ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι κακοί, ὑπάρχουν ἄνθρωποι διεστραμμένοι, ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ εἶνε γεμᾶτοι κακίες καὶ ἐλαττώματα, ποὺ εἶνε σὰν τοὺς λύκους καὶ χειρότεροι ἀπ᾿ αὐτοὺς καὶ ἀπὸ τὰ ἄγρια θηρία, καὶ ὅμως ἕνας κακὸς ἄνθρωπος μπορεῖ ν᾿ ἀλλάξῃ, νὰ γίνῃ καλός, νὰ γίνῃ ἅγιος. Ἕνας λύκος μπορεῖ νὰ γίνῃ ἀρνί. Αὐτὸ μᾶς λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο (βλ. Ματθ. 9,9-13).
Γιά νὰ δοῦμε, πῶς γίνονται αὐτὰ τὰ θαυμαστὰ πράγματα;
* * *
Λέει λοιπὸν τὸ εὐαγγέλιο, ὅτι στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρχαν κάτι ἄνθρωποι ποὺ τοὺς λέγανε τελῶνες, γιατὶ τὸ ἐπάγγελμά τους ἦταν τέτοιο. Εἰσέπρατταν φόρους, τοὺς φόρους τοῦ δημοσίου. Ἀλλὰ στὴν εἴσπραξι ἔκαναν πολλὲς ἀδικίες. Δὲν εἰσέπρατταν τὰ νόμιμα καὶ κανονικά. Ἐκεῖ ποὺ ἔπρεπε νὰ εἰσπράξουν 100 δραχμές, εἰσ έπρατταν 200. Τὶς 100 τὶς ἔδιναν στὸ δ ημόσιο, τὶς ἄλλες 100 τὶς ἔβαναν στὴν τσ έπη των. Ἔτσι αὐτοί, κλέβοντας τὸ λαό, κατώρθωσαν νὰ κάνουν τεράστιες περιουσίες, νὰ κτίσουν μεγάλα σπίτια, τεράστια μέγαρα, νὰ ζοῦνε μὲ πολυτέλεια μεγιστάνων.
Ἦσαν εὐτυχεῖς; Ὄχι. Γιατὶ ὁ κόσμος, ποὺ ἤξερε ὅτι αὐτοὶ εἶνε λύκοι ἅρπαγες καὶ λῄστευαν τὸ λαό, δὲν τοὺς ἀγαποῦσε, ἀλλὰ τοὺς μισοῦσε. Τελώνης = ἁμαρτωλός. Τελώνης = κλέφτης. Τελώνης = λύκος τῆς κοινωνίας. Τοὺς μισοῦσαν, λοιπόν. Ἕνας ἀπὸ δαύτους, τοὺς τελώνας, εἶνε καὶ ὁ Ματθαῖος ποὺ ἑορτάζομε σήμερον.
Ἄλλαξε ὅμως, ἀπὸ τελώνης ἔγινε εὐαγγελιστής, ἀπὸ κάρβουνο ἔγινε διαμάντι, ἀπὸ κόρακας ἔγινε περιστέρι, ἀπὸ λύκος ἔγινε ἀρνί. Θεέ μου, τί θαύματα κάνει ὁ Χριστός! Ποιός ἄλλαξε αὐτὸν τὸν τελώνη καὶ πῶς;
Ἀκοῦστε τί λέει τὸ εὐαγγέλιο. Ὁ Ματθαῖος εὑρίσκετο στὸ τελωνεῖο. Ὅπως ἡ ἀράχνη στήνει τὸ δίχτυ της καὶ περιμένει ν᾿ ἁρπάξῃ τὰ διάφορα ζῳύφια καὶ, ἔτσι καὶ αὐτὸς περίμενε στὸ τελωνεῖο ν᾿ ἁρπάξῃ τοὺς ἀθῴους ἀνθρώπους, γιὰ νὰ τοὺς κλέψῃ καὶ νὰ τοὺς λῃστεύσῃ. Ἐκεῖ ἔμενε μέρα – νύχτα.
Ἀλλὰ μιὰ μέρα πέρασε κάποιος. Κάποιος, ποὺ ἄλλος σὰν κι αὐτὸν δὲν ὑπάρχει στὸν κόσμο. Τὸ ὄνομά του εἶνε τὸ γλυκύτερον ὄνομα στὸν κόσμο. Κάποιος ποὺ κάνει θαύματα στὸν κόσμο. Καὶ αὐτὸς ὁ κάποιος εἶνε ὁ Χριστός.
Ὁ Χριστὸς κοίταξε τὸν Ματθαῖο καὶ σὰν Θεὸς ποὺ ἦτο ἔρριξε τὸ βλέμμα του μέσα στὰ βάθη τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεώς του καὶ εἶδε, ὅτι μέσα στὸ βάθος τῆς ἁμαρτωλῆς αὐτῆς ὑπάρξεως ὑπῆρχε κάποιο καλὸ σπέρμα, ὑπῆρχε μιὰ σπίθα, ὑπῆρχε μία καλὴ διάθεσις. Γ ιατὶ πρέπει νὰ ξέρωμε, ὅτι καὶ ὁ πιὸ ἅγιος ἄνθρωπος ἔχει κάποιο ἐλάττωμα. Ἔτσι καὶ ὁ πιὸ ἁμαρτωλὸς ἔχει κάτι καλὸ μέσα στὴν καρδιά του· καὶ ἐὰν αὐτὸ τὸ καλὸ κατορθώσωμε νὰ τὸ καλλιεργήσουμε, τότε ὁ κακὸς ἄνθρωπος γίνεται καλός.
Εἶδε λοιπὸν ὁ Χριστός, ὅτι στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του ἔκρυβε κάτι καλό· ἔκρυ βε, ὅπως εἶπα, μιὰ σπίθα. Καὶ ὅπως ἀπὸ μιὰ σπίθα ἀνάπτεις φωτιά, ἔτσι ἀπὸ τὴν σπίθα αὐτὴ ποὺ κρυβόταν στὴν καρδ ιὰ τοῦ Ματθαίου ὁ Χριστὸς ἄναψε μιὰ ἅγια φωτιά, ποὺ ἔκαψε ὅλο τὸ δάσος τῆς ἁμαρτίας. Τὸν κοίταξε καλὰ ὁ Χριστός, καὶ κατάλαβε, ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπους μπορεῖ ν᾿ ἀλλάξῃ, νὰ γίνῃ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, νὰ γίνῃ εὐαγγελιστὴς καὶ κήρυκας τοῦ εὐαγγελίου. Τοῦ εἶπε δύο λόγια· «Ἀκολούθει μοι» (Ματθ. 9,9). Ἄφησε τὸ τελωνεῖο, τοῦ εἶπε, καὶ ἔλα μαζί μου, καὶ ἀπὸ τελώνη θὰ σὲ κάνω ἐγὼ κήρυκα τοῦ εὐαγγελίου καὶ εὐαγγελιστή. Καὶ πράγματι ὁ τελώνης, χωρὶς χρονοτριβή, χωρὶς ἀντιρρήσεις, ἀμέσως ἀκολούθησε τὸ Χριστό. Καὶ ἡ χαρά του, ἐκείνη τὴν ἡμέρα ποὺ γνώρισε τὸ Χριστό, ἦταν μεγάλη. Καὶ γιὰ νὰ ἐκδηλώσῃ τὴ χαρά του καὶ νὰ πανηγυρίσῃ τὸ γεγονός, ἔκανε συμπόσιο, ἔστρωσε τραπέζι, καὶ κάλεσε τοὺς συναδέλφους του, ἐκάλεσε καὶ ἄλλον κόσμο. Καὶ στὸ τραπέζι, λέει τὸ εὐαγγέλιο, ἤτανε καὶ ὁ Χριστὸς καὶ οἱ μαθηταί, καὶ τρώγανε.
≠Οταν κάποιοι κακοὶ ἄνθρωποι εἶδαν στὸ τραπέζι τὸ Χριστὸ μὲ τοὺς τελώνας, τὸν κατηγόρησαν καὶ εἶπαν· Γιά κοίταξε ὁ Χριστὸς μὲ ποιούς ἁμαρτωλους ἀνθρώπους συναναστρέφεται… Καὶ ὁ Χριστὸς τοὺς ἀπήντησε μὲ τὰ ἑξῆς λόγια.
Ἕνας ποὺ εἶνε καλὰ δὲν πάει στὸ γιατρό· ὁ ἄρρωστος πάει στὸ γιατρό. Καὶ ἐγὼ ἦρθα στὸν κόσμον αὐτὸν γιὰ τοὺς ἀρρώστους. Καὶ οἱ ἄρρωστοι ἔρχονται σ᾿ ἐμένα. Αὐτοὶ ποὺ εἶνε σωματικῶς ἄρρωστοι, ἔρχονται νὰ τοὺς κάνω καλά· καὶ αὐτοὶ ποὺ εἶνε ἄρρωστοι ψυχικῶς, γιὰ νὰ τοὺς θεραπεύσω. «Οὐ γὰρ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν» (Ματθ. 9,13).
Ἀπὸ τὴν ἡμέρα πιὰ ἐκείνη ὁ Ματθαῖος ἔμεινε κοντὰ στὸ Χριστό. Καὶ ὅπως τὸ ἀρνὶ ἀκολουθάει τὸν τσομπάνο, ἔτσι καὶ ὁ Ματθαῖος ἀκολουθοῦσε τὸ Χριστό. Κοντὰ του ἦταν ὅταν στὴν ἔρημο ὁ Χριστὸς εὐλόγησε τὰ ψωμιὰ καὶ χόρτασε τὸν κόσμο. Κοντά του ἦταν ὅταν ὁ Χριστὸς περπατοῦσε ἐπάνω στὴν ἀγριεμένη θάλασσα. Κοντά του ἦταν ὅταν ὁ Χριστὸς ἄγγιζε μὲ τὸ χέρι του καὶ θεράπευε τοὺς ἀρρώστους. Κοντὰ στὸ Χριστὸ ἦταν τὴ νύχτα τῆς Μεγάλης Πέμπτης, ὅταν ὁ Χριστὸς ἐτέλεσε τὸν Μυστικὸ Δείπνο καὶ εἶπε τὸ «Λάβετε φάγετε…» (Ματθ. 26,26). Κοντὰ στὸ Χριστὸ ἤτανε τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ ὁ Χριστὸς ἔφερε τὸ χαρμόσυνο μήνυμα. Κοντὰ στὸ Χριστὸ ἦτο ὅταν ὁ Χριστὸς ἀναλήφθηκε εἰς τοὺς οὐρανούς. Καὶ εἰς τὸ ὑπερῷο τῆς Πεντηκοστῆς ἦταν πάλι ἐκεῖ. Μετά, ὅταν σκόρπισαν οἱ μαθηταὶ καὶ πῆγαν σὲ δ ιάφορα μέρη γιὰ νὰ κηρύξουν τὸ εὐαγγ έλιο, ὁ Ματθαῖος πῆρε τὸ ῥαβδί του καὶ πῆγε πάρα πολὺ μακριά, μέσα στὰ ἄγρια δάση, μέσα σὲ ἀγρίους ἀνθρώπους, καὶ ἐκεῖ μέσα στοὺς ἀγρίους αὐτοὺς ἐκήρυξε τὸ Χριστό, ἐκήρυξε τὸ εὐαγγέλιο, καὶ εἶχε μαρτυρικὸ τέλος.
* * *
Αὐτὰ τὰ λίγα ξέρουμε ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τὸ Ματθαῖο, ποὺ ἑορτάζει σήμερον. Τί μᾶς διδάσκει;
Θέλω νὰ προσέξετε ἕνα σημεῖο ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιο – ἂν προσέχετε καὶ ἂν ἔχετε τὸ μυαλό σας καὶ τὴν καρδιά σας ἐδῶ πέρα. Γιατὶ πολλὲς φορὲς συμβαίνει, τὸ κορμί μας νὰ εἶνε ἐδῶ ἀλλὰ ἡ ψυχή μας ἀλλοῦ. Νὰ εἴμαστε παρόντες, ἀλλὰ καὶ ἀπόντες· παρόντες μὲν σωματικῶς, ἀλλὰ ψυχικῶς ἀπόντες.
Λοιπόν, ἂν ἀκούσατε τὸ εὐαγγέλιο, θέλω νὰ προσέξετε ἕνα σημεῖο, ἐκεῖ ποὺ λέει ὁ Χριστός· «Ἀκολούθει μοι». Δύο λόγια τοῦ εἶπε ὁ Χριστός, καὶ ὁ Ματθαῖος τὰ ἄφησε ὅλα. Ἄφησε τὸ τελωνεῖο, ἄφησε τὰ σπίτια, ἄφησε τὰ λεφτά, ἄφησε τὴν περιουσία, ἄφησε τοὺς φίλους, ἄφησε τὰ πάντα καὶ ἠκολούθησε τὸ Χριστό.
Ποιός τὸ κάνει σήμερα αὐτό; Τὸ θεωρεῖτε εὔκολο; Γιά φανταστῆτε νὰ ἐρχόταν ὁ Χριστὸς ἐκ νέου στὸν κόσμο καὶ νὰ πήγαινε στὸ γεωργό, τὴν ὥρα ποὺ ἔχει τὸ τρακτὲρ καὶ καλλιεργεῖ τὴ γῆ. Νὰ πήγαινε στὸν ψαρᾶ, τὴν ὥρα ποὺ ῥίχνει τὸ δίκτυ του καὶ περιμένει τὸ ἀλίευμα. Νὰ πήγαινε κατόπιν στὸν ἐργάτη στὸ ἐργοστάσιο, νὰ πήγαινε στὸν πλούσιο, νὰ πήγαινε στὸν ἔμπορο, νὰ πήγαινε στὸν ὑπάλληλο, νὰ πήγαινε στὸ μεγάλο, τὸ νομάρχη, τὸ δήμαρχο, τὸν ὑπουργό, τὸν ἔπαρχο κ.λπ.. Νὰ πήγαινε παντοῦ καὶ νὰ ἔλεγε ὁ Χριστός· Ἔλα μαζί μου καὶ ἄφησέ τα αὐτά. Ἄφησε, σὺ ὁ γεωργός, τὸ τρακτέρ· ἄφησε, ἐσὺ ὁ ψαρᾶς, τὰ δίκτυα σου· ἄφησε, σὺ ὁ ἔμπορος, τὸ ἐμπόριό σου· ἄφησε, ἐσὺ ὁ ὑπάλληλος καὶ ὁ ἄρχων, τὸ ἀξίωμά σας, ἀφῆστε τὰ πάντα· ἀφῆστε, ἐσεῖς οἱ πλούσιοι καὶ οἱ ἐφοπλισταί, τὰ καράβια σας καὶ ἐλᾶτε μαζί μου. Ποιός ἀπὸ δαύτους θ᾿ ἀκολουθοῦσε τὸ Χριστό; Ποιός; Οὔτε ἕνας. Γιατί; Διότι σήμερα εἶνε ἡ ἐποχὴ τοῦ χρήματος. Μπεζαχτᾶδες γενῆκαν οἱ ἄνθρωποι. Λεπτά, λεπτά, λεπτά· ψοφᾶνε οἱ ἄνθρωποι γιὰ λεπτά. Χωρὶς λεπτὰ δὲν δουλεύουν. Θέλετε παράδειγμα;
Ἐδῶ τώρα στὰ ἔργα τῆς Πτολεμαΐδος δουλεύουν 4.000 ἄνθρωποι, καὶ εἶνε μία εὐλογία. Γιατί δουλεύουν; Γιὰ τὰ λεπτὰ δουλεύουν. Ἐὰν ὑποθέσουμε ὅτι ἀλλάξῃ τὸ σύστημα ―δὲν τὸ ξέρουμε τί θὰ γίνῃ― καὶ τοὺς πῇ ὅτι «Θὰ δουλεύετε δωρεάν, λεφτὰ δὲν θὰ σᾶς δίνουμε», ποιός θὰ πάῃ; Οὔτε ἕνας δὲν θὰ πάῃ μὲ τὴ θέλησί του. Μόνο μὲ τὸ βούρδουλα καὶ μὲ δύναμι ἀστυνομική, ὅπως στὴ Ῥωσία, μπορεῖ νὰ δουλεύῃ καὶ νὰ κάνῃ γεφύρια, νὰ σκάβῃ τὴ γῆ καὶ νὰ βγάζῃ ἄνθρακες. Ἐδῶ ἔχει λεφτά. Καὶ σὲ παρακαλοῦν· Φρόντισε, δεσπότη, νὰ μὲ βάλῃς στὰ ἔργα· εἶμαι πτωχός, εἶμαι ὀρφανός, εἶμαι τοῦτο, εἶμαι ἐκεῖνο. Καὶ ἅμα πάρῃ τὰ λεφτά, δὲν χορταίνει. Καὶ χωρὶς λεπτά, δὲν δουλεύει.
Ἀλλὰ ὁ Ματθαῖος δούλευσε χωρὶς λεπτά.
Ἤμουν σ᾿ ἕνα χωριό – ἂς μὴν πῶ τὸ χωριό. Παπᾶ δὲν ἔχουν. Τοὺς παρεκάλεσα λοιπόν. Εἶπα τὸν πρόεδρο·
―Βρῆτε ἕναν ἀπὸ τὸ χωριό, εἴτε βοσκὸ εἴτε γεωργὸ ἢ ὅποιον νά ᾿νε, γιὰ νὰ τὸν κάνουμε ἱερέα. Νὰ χτυπᾷ ἡ καμπάνα τὴν Κυριακή καὶ νὰ ἐκκλησιάζεται ὁ κόσμος. Γιατὶ κακὸ πρᾶγμα εἶνε, νά ᾿νε Κυριακὴ καὶ νὰ μὴν ὑπάρχῃ ἱερέας γιὰ νὰ ἐκκλησιάζεται ὁ κόσμος.
Κανεὶς δὲ᾿ βρέθηκε. Ἕνας μόνο, αὐθάδης, εἶπε·
―Δεσπότη, ἂν μᾶς δώσῃς 50.000 τὸ μῆνα, γινόμεθα ὅλοι παπᾶδες.
―Δὲν σᾶς χρειάζομαι, τοῦ εἶπα.
Ὅλοι μόνο γιὰ τὰ λεφτὰ εἶνε. Καὶ τώρα, αὐτὴ τὴν ὥρα, ἂν ὑποθέσουμε ὅτι τὸ κράτος θὰ πῇ, ὅτι στὸν παπᾶ θὰ δίνῃ 100.000 δραχμές, ἴιιι! θὰ μαζευτοῦν πατεῖς μὲ πατῶ σε, ὅλοι νὰ γίνουν παπᾶδες. Ἀλλὰ Τώρα ὅμως εἶνε ὁ μισθὸς εἶνε μικρός, εἶνε ἐλάχιστος, καὶ παπᾶς δὲν γίνεται κανένας.
Λοιπόν, ὁ Χριστὸς εἶπε στὸ Ματθαῖο «Ἀκολούθει μοι». Βουνὸ εἶνε αὐτό, δύσκολο εἶνε; Καὶ ὅμως πρέπει νὰ ξέρετε, ὅτι καὶ σήμερα ὑπάρχουν παιδιὰ ποὺ ἐγκαταλείπουν γονεῖς καὶ τὰ πάντα καὶ πᾶνε μακριά, κάτω στὴν Ἀφρική, στὴν Αὐστραλία, στὴ Νέα Ὑόρκη, μέσα στὰ ἄγρια μέρη. Ὅπως ὁ Ματθαῖος πῆγε στὰ ἄγρια μέρη, ἔτσι ὑπάρχουν Ἰταλοί, Ἱσπανοί, Γάλλοι, Ἄγγλοι, Γερμανοί, παιδιά ἐκλεκτῶν οἰκογενειῶν, ποὺ ἀφήνουν τοὺς γονεῖς των καὶ πᾶνε μακριά, κάτω στοὺς ἀγρίους, καὶ διδάσκουν τὸν Χριστό· καὶ τοὺς τρῶνε οἱ κροκόδειλοι καὶ τὰ ἄγρια θηρία. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ἀκολουθοῦνε τὸ Χριστό. Στὴν Ἑλλάδα, τί γίνεται; Τρία ἑκατομμύρια φύγανε ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ σκορπιστήκανε στὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντος· ἄλλος πῆγε στὴν Αὐσταλία, ἄλλος στὸ Τορόντο, ἄλλος ἀλλοῦ. Γιατί πῆγε πήγανε; Γιὰ τὰ δολλάρια. Γιὰ τὸ Θεό; Οὔτε ἕνας!
Μόνο τέσσερα παιδιά, τώρα τελευταίως, φύγανε ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ πήγανε κάτω στὴν Οὐγκάντα, γιὰ νὰ κηρύξουν τὸ Χριστό. Ἀπ᾿ ὅλη τὴν Ἑλλάδα τέσσερα μόνο παιδιὰ παρουσιαστήκανε γιὰ νὰ ποῦν· Ἐμεῖς δὲν πᾶμε στὰ ἀνθρακωρυχεῖα τοῦ Βελγίου γιὰ νὰ βγάλουμε λεπτά, δὲν πᾶμε στὸ Τορόντο, δὲν πᾶμε στὴν Αὐσταλία, δὲν πᾶμε γιὰ ν᾿ ἀποκτήσωμε δολλάρια. Πῆγαν γιὰ τὸ Χριστό. Τέσσερα μόνο παιδιά, ἀπ᾿ ὅλη τὴν Ἑλλάδα!
Δὲν εἶνε, λοιπόν, μικρὸ αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὁ Ματθαῖος. Ἀλλὰ ἐγὼ δὲν ἦρθα σήμερα ἐδῶ γιὰ νὰ σᾶς πῶ ν᾿ ἀφήσετε τὸ χωριό, νὰ πᾶτε μακριά, καὶ νὰ γίνετε ἱεραπόστολοι καὶ νὰ σᾶς φᾶνε οἱ κροκόδειλοι, ὅπως πῆγε ὁ Ματθαῖος καὶ τόσοι ἄλλοι ἐργάται τοῦ εὐαγγελίου. Δὲν σᾶς λέω τέτοια πράγματα. Ἀλλὰ σᾶς λέω κάτι ἄλλο. Δὲν μπορεῖς νὰ τὸ κάνῃς τὸ μεγάλο; Ἔ, κάνε τὸ μικρό. Δὲν μπορεῖς νὰ σηκώσῃς τὸ βουνό; Σήκωσε ἕνα χαλίκι. Ἐγώ, ἀπόψε, θὰ σᾶς δώσω νὰ σηκώσετε ἕνα χαλίκι. Δὲν θὰ σᾶς πῶ νὰ σηκώσετε τὸν Ὄλυμπο, δὲν σᾶς λέω νὰ σηκώσετε τὸ Βίτσι ἢ τὸ Γράμμο ἢ τὰ ψηλὰ βουνά, ποὺ καὶ αὐτὰ τὰ σήκωσαν οἱ Ἕλληνες στρατιῶται καὶ θαυματούργησαν. Λοιπόν, ἐγὼ δὲν σᾶς λέω τέτοια δύσκολα πράγματα· ἐγὼ σᾶς λέω πολὺ εὔκολα πράγματα, ἕνα μικρό, πολὺ μικρό. Νὰ μὴν ἀφήσῃς τὸ σπίτι σου. Νὰ εἶσαι κοντὰ στὴ γυναῖκα σου, κοντὰ στὰ παιδιά σου, νὰ δουλεύῃς τὴ γῆ, νὰ εἶσαι ἐργατικὸς καὶ φιλότιμος. Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο δουλειά! μυρμήγκι νὰ εἶσαι, αὐτὸ θέλει ὁ Χριστός. Ἦρθε Κυριακή, χτύπησε ἡ καμπάνα; Ἡ καμπάνα ἐκείνη ποὺ χτυπᾷ, ἄγγελος Κυρίου εἶνε. Καὶ μᾶς ἔδωσε αὐτιὰ ὁ Θεός, γιὰ νὰ ἀκοῦμε τὴν καμπάνα. Καὶ μᾶς καλεῖ ὁ Χριστὸς τὴν ὥρα ποὺ χτυπᾷ ἡ καμπάνα. «Ἀκολούθει μοι», σοῦ λέει. Ἔλα, Χριστιανέ μου,· ὄχι γιὰ νὰ σὲ στείλω κάτω στοὺς ἀγρίους, γιὰ νὰ γίνῃς ἐκεῖ κήρυκας τοῦ εὐαγγελίου· ὄχι νὰ γίνῃς παπᾶς ἢ δεσπότης ἢ ἱεροκήρυκας ἢ κάτι ἄλλο. Ἔλα, ἔλα στὴν ἐκκλησία. Νὰ μπῇς μέσα στὴν ἐκκλησία, ν᾿ ἀνάψῃς τὸ κερί σου καὶ νὰ σταθῇς. Πόσο νὰ σταθῇς; Μία ὥρα. Ἀπὸ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…» μέχρι τὸ «Δι᾿ εὐχῶν τῶν ἁγίων πατέρων…» μία ὥρα εἶνε. Ὅλη ἡ ἑβδομάδα ἔχει 168 ὧρες, καὶ ἀπὸ τὶς 168 ὧρες μιὰ ὥρα σοῦ ζητᾶ ὁ Θεός· κ᾿ ἐμεῖς οὔτε μιὰ ὥρα δὲν ἐρχόμεθα ἐδῶ στὴν ἐκκλησία, καὶ φύγαμε μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό.
Δι᾿ αὐτὸν λοιπὸν τὸν λόγον ἐμεῖς σήμερα, ποὺ ἑορτάζουμε τὴν μνήμη τοῦ Ματθαίου, θαυμάζομεν ἀφ᾿ ἑνὸς τοὺς ἥρωας ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἐγκατέλειψαν τὰ πάντα καὶ ἐργάζονται ὡς ἱεραπόστολοι στὰ διάφορα μέρη τῆς γῆς, καὶ ἀφ᾿ ἐτέρου κάνομε ἔκκλησι σὲ ὅλους ἐσᾶς καὶ παρακαλοῦμε, νὰ κάνετε τὸ μικρό, ἀφοῦ τὸ μεγάλο δὲν μπορεῖτε νὰ τὸ κάνετε καὶ δὲν θέλετε νὰ τὸ κάνετε. Τὰ παιδιά σας δὲν τὰ κάνετε πλέον ἱερεῖς. Ἄ, ὄχι· τὸ παιδάκι νὰ γίνῃ δικηγόρος, νὰ γίνῃ γιατρός…· παπᾶς ὄχι, κήρυκας τοῦ εὐαγγελίου ὄχι. Καὶ ἔτσι ἔχουμε χίλιες (1.000) θέσεις στὴν Ἑλλάδα χωρὶς ἱερεῖς, καὶ καμπάνες δὲν χτυπᾶνε· καὶ εἶνε μιὰ κατάρα· καὶ εἶνε μιὰ ἐποχὴ ποὺ εἶπε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Ἐρώτησαν τὸν ἅγιο Κοσμᾶ· Πότε θὰ ἔλθῃ ἡ συντέλεια τοῦ κόσμου; Καὶ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς εἶπε τρία πράγματα· Ὅταν θὰ δῆτε τὴ γυναῖκα νὰ περπατᾷ γυμνὴ στὸν δρόμο, τότε νὰ περιμένετε τὸ τέλος τοῦ κόσμου. Εἶπε καὶ κάτι ἄλλο· Ὅταν δὲν γίνωνται ἱερεῖς καὶ θὰ μείνουν 10 καὶ 20 καὶ 30 χωριὰ χωρὶς παπᾶδες ―γιατὶ γινήκαν τοῦ δια᾿όλου παιδιά― καὶ κανείς δὲν θὰ θέλῃ νὰ φορέσῃ τὸ ῥάσο καὶ θὰ χορταριάσουν οἱ ἐκκλησιές, τότε ἥξει τὸ τέλος τοῦ κόσμου. Τὸ παιδάκι σας θέλετε νὰ γίνῃ δικηγόρος, νὰ κλέβῃ δηλαδή· τὸ παιδάκι σας γιατρός, νὰ στέλνῃ τὸν ἄνθρωπο στὸν τάφο· τὸ παιδάκι σας μηχανικός, γιὰ νὰ πέφτῃ τὸ σπίτι καὶ νὰ πλακώνῃ τὸν κόσμο· τὸ παιδάκι σου γιὰ λεφτά· ἀλλὰ παπᾶς νὰ γίνῃ, ὄχι. Ἕνα μικρὸ παιδάκι, χαριτωμένο, πήγαινε στὸ κατηχητικὸ σχολεῖο καὶ τοῦ ἄρεσε ἡ ἐκκλησία· καὶ λέει στὸν πατέρα του· ― Ἐγὼ θέλω νὰ γίνω παπᾶς. ―Θὰ σὲ σκοτώσω, τοῦ εἶπε, ἅμα τὸ ξαναπῇς, καὶ σήκωσε τὸ κουπὶ γιὰ νὰ τὸ χτυπήσῃ.
Λοιπόν; Τὸ ἕνα δὲν τὸ κάνετε, τὸ ἄλλο δὲν τὸ κάνετε, τί Χριστιανοὶ εἶστε; Ἐλᾶτε, τοὐλάχιστον, τὴν Κυριακὴ μιὰ ὥρα στὴν ἐκκλησία, γιὰ νὰ ἔχετε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ φωτιστῆτε.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ολόκληρη η ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου, ἡ ὁποία ἔγινε σ’ ένα πολύ μικρό χωριό, στὸν Πτελεῶνα – Ἑορδαίας, στον ἱερό ναὸ Εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου , τὴν Κυριακὴ 16-11-1980
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.