ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ο ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΑΣ (17 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ)
ΙΠΠΟΚΟΜΟΣ μαρτυρας
(Γεώργιος νεομάρτυς -17 Ἰανουαρίου)
Απο τὸ βιβλίο «ΑΠΟ ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ»
του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
Μικρή, ἀγαπητοί μας, μικρή εἶνε ἡ πατρίδα μας, ἀλλά ἔχει δόξα μεγάλη. Δόξα γιά τά λαμπρά ἐκεῖνα κατορθώματα τῆς ἀρχαίας ἐποχῆς. Ἀλλά κυρίως ἡ δόξα της εἶνε μεγάλη, γιατί τά ἐκλεκτά της παιδιά πίστεψαν στό Χριστό καί ἔχυσαν το αἷμα τους γιά τήν ἁγία πίστι. Χώρα ἁγίων καί μαρτύρων ὠνομάστηκε ἡ Ελλάδα. Ἀπό τούς μάρτυρες αὐτούς ἄλλοι μαρτύρησαν στά παλιά χρόνια καί ἄλλοι στά νεώτερα χρόνια, στά χρόνια τῆς τουρκοκρατίας. Καί οἱ τελευταῖοι αὐτοί ὀνομάζονται νεομάρτυρες.
Ἕναν ἀπό αὐτούς τούς νεομάρτυρες, πού λάμπουν σάν ἀστέρια, θά δοῦμε τώρα. Γιορτάζει στίς 17 Ἰανουαρίου μαζί μέ τόν ἅγιο Ἀντώνιο. Ὀνομάζεται Γεώργιος.
Ὁ νεομάρτυρας Γεώργιος γεννήθηκε το 1810 σ’ ἕνα μικρό χωριό τῶν Γρεβενῶν, πού τότε ὠνομαζόταν Τσούρχλη, ἀλλά στά τελευταῖα χρόνια ἄλλαξε ὄνομα καί πῆρε τό ὅνομα τοῦ ἐκλεκτοῦ παιδιοῦ του, τοῦ νεομάρτυρος. Οἱ γονεῖς του Κωνσταντῖνος καί Βασιλική ἦταν πάμφτωχοι. Ἦταν γεωργοί, ἀλλά πέθαναν νωρίς, κι ἔτσι ὁ μικρός Γεώργιος σέ ἡλικία 8 χρονῶν ἔμεινε ὀρφανός. Μικρόν ἀκόμη τόν πῆραν στήν ὑπηρεσία τους οἱ ἀγᾶδες. Τούς ἔκανε διάφορες ἐξυπηρετήσεις καί ἐργασίες καί ἐξοικονομοῦσε τό ψωμί του. Ὕστερα ἀπό λίγα χρόνια, ὅταν πιά ἦταν παλληκάρι, τόν πῆρε στήν ὑπηρεσία του ἕνας ἀξιωματικός πού ὑπηρετοῦσε στήν αὐλή τοῦ πασᾶ τῆς Ἠπείρου. Ὁ Γεώργιος ἔγινε ἱπποκόμος τοῦ ἀξιωματικοῦ. Εἶχε τή φροντίδα νά περιποιῆται τά ἄλογα τοῦ ἀφεντικοῦ του.
Οἱ Τοῦρκοι, πού τόν ἔβλεπαν κοντά στόν ἀξιωματικό, τόν θεωροῦσαν πιά Τοῦρκο καί τόν φώναζαν ὄχι Γεώργιο ἀλλά Γκιαούρ – Χασάν, ἐνῶ ἦταν χριστιανός ὀρθόδοξος. Ὅταν ὅμως ἀκούστηκε, πώς ὁ Γεώργιος ἀρραβωνιάστηκε, ὀρφανός αὐτός, μιά ὀρφανή χριστιανή κόρη, τήν Ἑλένη, τότε ἕνας χότζας διαμαρτυρήθηκε καί εἶπε στό Γεώργιο: – Πῶς ἐσύ, Τοῦρκος, ζητᾶς νά πάρης χριστιανή γυναίκα; – Ἐγώ εἶμαι χριστιανός, εἶπε ὁ Γεώργιος, καί σάν χριστιανός ζητῶ νά πάρω χριστιανή γυναίκα. Ἀλλά ὁ χότζας ἐπέμενε, ὅτι εἶνε Τοῦρκος, καί τόν ἔφερε στά τούρκικα δικαστήρια. Καί θά καταδικαζόταν σέ θάνατο, ἐάν ὁ ἀξιωματικός πού τόν ἀγαποῦσε δέν βεβαίωνε, ὅτι ὁ Γεώργιος εἶνε πράγματι χριστιανός καί ποτέ δέν ἄλλαξε τήν πίστι του καί ἄδικα τόν καταδιώκει ὁ χότζας. Γράφτηκε δέ καί στά πρακτικά τοῦ δικαστηρίου, ὅτι εἶνε χριστιανός.
Ὕστερα ἀπό τήν περιπέτεια αὐτή ὁ Γεώργιος τέλεσε τούς γάμους του μέ τή χριστιανή Ἑλένη καί ζοῦσε μιά εὐτυχισμένη οἰκογενειακή ζωή. Ἀπόκτησε δέ καί γυιό. Ὁ Γεώργιος συνέχισε νά ὑπηρετῆ σάν ἱπποκόμος καί σέ ἄλλους Τούρκους ἀγᾶδες, πού ἔμεναν ἔξω ἀπό τά Γιάννενα καί κατά διαστήματα πήγαινε στά Γιάννενα.
Τό πρῶτο ἐπεισόδιο πού συνέβη μέ τό χότζα φάνηκε πώς εἶχε ξεχαστῆ. Μά ὁ χότζας δέν ἡσύχαζε. Κι ὅταν μιά μέρα συνάντησε τό Γεώργιο στήν ἀγορά, ἔτρεξε μέ μανία κατά πάνω του, τόν ἅρπαξε καί τοῦ εἶπε: – Μέχρι πότε θά μᾶς κοροϊδεύης; Τοῦρκος εἶσαι ἤ χριστιανός; Καί δέν τόν ἄφηνε νά φύγη. Ὁ Γεώργιος τόν παρακαλοῦσε. Μπῆκαν στή μέση καί ἄλλοι χριστιανοί ὑποστηρίζοντάς τον, μά ὁ χότζας δέν τόν ἄφηνε. Μαζεύτηκε κόσμος πολύς καί ἡ ὑπόθεσις ἔγινε γνωστή στόν πασᾶ, πού καθόταν ἐκεῖ κοντά.
Ὁ πασᾶς ἔδειξε ἐνδιαφέρον νά μάθη τί ἀκριβῶς συμβαίνει. Κάλεσε λοιπόν τό χότζα καί τό Γεώργιο. Ὁ χότζας ἐπέμενε, ὅτι ὁ Γεώργιος ἦταν Τοῦρκος καί ὕστερα ἄλλαξε κι ἔγινε χριστιανός. Ἀλλά ὁ Γεώργιος ἀρνιόταν τήν κατηγορία. Ὁ πασᾶς διέταξε νά τόν πᾶνε πάλι στό δικαστήριο κι ἐκεῖ νά ἐξετασθῆ ἡ ὑπόθεσίς του. Χότζας καί Γεώργιος πάλι μαζί στό δικαστήριο. Ὁ χότζας φώναζε κι ἔλεγε, ὅτι ὁ Γεώργιος ἦταν Τοῦρκος κι ἔγινε χριστιανός. Ἀλλά ὁ Γεώργιος, χωρίς νά χάση τήν ψυχραιμία του, ἔλεγε: – Ἡ ὑπόθεσίς μου καί ἄλλοτε δικάστηκε κι ἡ ἀπόφασις τοῦ δικαστηρίου εἶνε γραμμένη στά χαρτιά, ὅτι ἤμουν πάντοτε χριστιανός. Πῶς τώρα ὁ χότζας ἐπιμένει; Ὁ χότζας ἀπαντώντας ἔλεγε: – Τότε δέν ὑπῆρχαν μάρτυρες, ἐνῶ τώρα ὑπάρχουν πολλοί μάρτυρες πού λένε ὅτι ἤσουν Τοῦρκος κι ἔγινες χριστιανός. Καί πρέπει ἕνα ἀπό τά δύο νά γίνη: ἤ νά τουρκέψης ἤ νά θανατωθῆς. Ὁ Γεώργιος ἀπάντησε: – Ὅ,τι θέλεις κάνε.
Στό δικαστήριο ἦταν κι ἕνας γέρος 70 χρονῶν, πού σέ τέτοια ἡλικία ὁ ἄθλιος εἶχε τουρκέψει. Αὐτός λοιπόν ὁ ἐξωμότης γέρος στράφηκε πρός τόν Γεώργιο καί τοῦ λέει: – Μπρέ, ἐγώ 70 χρόνια ἤμουν σ’ αὐτή τήν πίστι καί τήν ἄφησα κι ἔγινα Τοῦρκος. Κι ἐσύ τόσο νέος δέν ἀποφασίζεις; Ὁ Γεώργιος, ἄν καί ἦταν σάν πρόβατο μέσα σέ λύκους, δέν φοβήθηκε καθόλου, ἀλλά μέ θάρρος στράφηκε πρός τόν ἐξωμότη γέρο καί λέει: – Ἐγώ δέν ἀφήνω τήν πίστι μου, πού εἶνε λαμπρότερη ἀπ’ τόν ἥλιο. Ἀλλά ἐσύ μέ ποιά συνείδησι χώρισες ἀπό τήν οἰκογένειά σου, ἀπό τά τρία παιδιά σου, πού ἕνα ἀπ’ αὐτά εἶνε ἱερέας τοῦ Ὑψίστου; Ἄθλιε καί ἐλεεινέ!
Ὕστερα ἀπ’ αὐτό, τό δικαστήριο διέταξε νά φυλακισθῆ ὁ Γεώργιος. Στή φυλακή ὁ Γεώργιος συνάντησε κι ἄλλους πολλούς χριστιανούς, πού γιά διάφορες αἰτίες τούς εἶχαν φυλακίσει οἱ Τοῦρκοι. Ὅλοι οἱ φυλακισμένοι, ὅταν ἄκουσαν τήν αἰτία γιά τήν ὁποία φυλακίσθηκε, συγκινήθηκαν, ἐνθουσιάστηκαν καί τόν προέτρεπαν νά μείνη πιστός μέχρι τέλους. Στή φυλακή πολύ τόν βασάνισαν οἱ Τοῦρκοι. Ἀλλά ἐκεῖνος, παρ’ ὅλα τά βασανιστήρια, προσευχόταν καί παρακαλοῦσε τό Θεό νά τόν ἐνδυνάμωση. Ὁ Γεώργιος εἶδε ὀπτασία. Ἄγγελος Κυρίου σάν νέος λευκοντυμένος ἐμφανίστηκε καί τοῦ εἶπε: – Μή φοβᾶσαι, Γεώργιε.
Ὕστερα ἀπό λίγες μέρες τόν βγάζουν ἀπ’ τή φυλακή καί τόν πᾶνε πάλι στό δικαστήριο. Ἀλλά καί ὁ Γεώργιος πάλι, γιά τρίτη φορά, διακήρυξε τήν πίστι του. Στό δικαστήριο δήλωσε καί πάλι: – Εἶμαι χριστιανός. Δέν φοβᾶμαι· ὄχι μία ἀλλά ἑκατό ἀποφάσεις νά ἐκδώση τό δικαστήριό σας, ἐγώ εἶμαι χριστιανός καί χριστιανός θά πεθάνω! Ὁ δικαστής, βλέποντας τό θάρρος αὐτό, ἤθελε νά τόν ἀπολύση. Ἀλλά μιά ἄγρια φωνή φανατικῶν Τούρκων ἀκούστηκε: – Θάνατος στόν Γκιαούρ!… Κι ἔτσι ὁ δικαστής, ὑποχωρώντας στή φωνή τοῦ ὄχλου, ἔβγαλε ἀπόφασι θανάτου. Κι ὁ Γεώργιος ρίχτηκε πάλι στή φυλακή καί περίμενε τήν ὥρα τῆς ἐκτελέσεως.
Τέλος ἦρθε ἡ μέρα. Ἦταν 17 Ἰανουαρίου 1838, ἡμέρα Δευτέρα καί ὥρα 9 τό πρωί. Πέντε δήμιοι ἔρχονται στή φυλακή, τόν δένουν καί τόν ὁδηγοῦν στόν τόπο τῆς ἐκτελέσεως. Ἀτάραχος ὁ μάρτυρας. Παρακάλεσε μόνο τούς δήμιους του ὅταν ἔφτασε ἡ στιγμή τῆς ἐκτελέσεως νά λύσουν τά χέρια του. Τά ἔλυσαν. Ἔκανε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, προσευχήθηκε καί ὕστερα εἶπε στούς παρευρισκομένους χριστιανούς: – Συγχωρῆστε με, χριστιανοί, καί ὁ Θεός νά σᾶς συγχωρήση. Τέλος οἱ Ἀγαρηνοί ἔβαλαν τό σχοινί στό λαιμό του, τόν κρέμασαν, καί ἡ ἁγία του ψυχή φτερούγισε στά οὐράνια. Τό λείψανό του ἔμεινε τρεῖς μέρες κρεμασμένο. Ἔλαμπε καί εὐωδίαζε. Ὕστερα οἱ χριστιανοί παρακάλεσαν τίς τουρκικές ἀρχές, πῆραν τό λείψανο καί τό ἔθαψαν στό προαύλιο τοῦ μητροπολιτικοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου Ἰωαννίνων, ὅπου μέχρι σήμερα εἶνε ὁ τάφος του. Κάθε χρόνο δέ στίς 17 Ἰανουαρίου τά Γιάννενα γιορτάζουν τή μνήμη τοῦ νεομάρτυρος Γεωργίου.
Ἕνας φτωχός ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, ὑπηρέτης, ἱπποκόμος, ἔγγαμος, οἰκογενειάρχης, σέ νεαρή ἡλικία, σέ δύσκολα χρόνια, ὄχι μόνο ἔζησε τή χριστιανική ζωή, ἀλλά καί ἀξιώθηκε νά γίνη μάρτυρας Χριστοῦ. Μιά ἰσχυρή ἀπόδειξις, ὅτι τίποτε δέν μπορεῖ νά ἐμπόδιση τόν ἄνθρωπο ἀπό τό νά ἁγιάση καί νά μαρτυρήση.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.