Λαζαρος και Λαζαροι
Λαζαρος και Λαζαροι
«Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται»
Η σημερινὴ ἡμέρα, ἀγαπητοί μου, εἶνε Σάββατο τοῦ Λαζάρου.
Τὸ ὄνομα Λάζαρος σημαίνει «Ὁ Θεὸς εἶνε ἡ ἐλπίδα μου». Πρὶν πολλὰ χρόνια στὴ Θεσσαλονίκη, περπατώντας μιὰ μέρα στὸ Ἑπταπύργιο, εἶδα πρωῒ – πρωῒ ἕνα πλανώδιο λαχανοπώλη μὲ τὸ καροτσάκι του φορτωμένο. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωσι μιὰ ἐπιγραφή, ποὺ εἶχε πάνω στὸ καροτσάκι. Ἔγραφε· «Ἔχει ὁ Θεός». Ἔπιασα κουβέντα μαζί του. Ἦταν καμμιὰ τριανταπενταριὰ χρονῶν. Εἶχε 6-7 παιδιά· νοίκιαζε σπιτάκι στὸ ἄκρο τῆς πόλεως. Γύριζε ἔτσι ὅλους τοὺς δρόμους· χωρὶς κανένα ἄλλο ἔσοδο. «Μ᾿ αὐτὸ τὸ καροτσάκι», λέει, «ζῶ τὴν οἰκογένεια. Ἂς ἔχῃ δόξα ὁ Θεός, ποὺ δὲ᾿ μ᾿ ἐγκατέλειψε. Γι᾿ αὐτὸ ἔγραψα τὸ “Ἔχει ὁ Θεός”». Τί μεγάλο πρᾶγμα νὰ ἔχῃ κανεὶς τὴν ἐλπίδα του στὸ Θεό!
Θὰ μιλήσουμε λοιπὸν γιὰ τὸ Λάζαρο. Ἢ μᾶλλον θὰ σᾶς παρουσιάσω δύο Λαζάρους. ―Περίεργο πρᾶγμα, θὰ πῆτε· δυὸ Λάζαροι ὑπάρχουν;… Ναί. Τὸν ἕνα τὸ γνωρίζετε· εἶνε αὐτὸς ποὺ ἑορτάζουμε. Ὑπάρχει ὅμως καὶ κάποιος ἄλλος. Θὰ τὸν ἀκούσετε στὸ τέλος· ἤ, ἐὰν προσέξετε τὰ ὡραῖα τροπάρια ποὺ ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας, θὰ τὸν ἀνακαλύψετε μόνοι σας.
Ἀλλ᾿ ἂς ἀρχίσουμε ἀπὸ τὸν πρῶτο Λάζαρο.
* * *
Ἔξω ἀπ᾿ τὰ Ἰεροσόλυμα ὑπάρχει, μέχρι καὶ σήμερα, ἕνα μικρὸ χωριό, ἡ Βηθανία. Ἐκεῖ ζοῦσε μιὰ εὐλογημένη οἰκογένεια μὲ τρία πρόσωπα· ὁ Λάζαρος, ἡ ἀδελφή του Μαρία, καὶ ἡ ἄλλη ἀδελφή του Μάρθα. Σ᾿ αὐτοὺς πήγαινε συχνὰ ὁ Χριστός· στὸ θερμὸ περιβάλλον τῆς ἀγάπης τους εὕρισκε ἀνάπαυσι. Ὡς Θεὸς δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀναπαύσεως, ἀλλ᾿ ὡς ἄνθρωπος, ποὺ δοκίμαζε τόσες πικρίες, εἶχε καὶ αὐτὸς ἀνάγκη ἀναπαύσεως· καὶ οἱ ψυχὲς αὐτὲς τὸν περιέβαλλαν μὲ μεγάλη ἀγάπη καὶ στοργή.
Ὁ Λάζαρος μιὰ μέρα ἔπεσε στὸ κρεβάτι ἄρρωστος βαρειά. Καὶ κινδύνευε νὰ πεθάνῃ· ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα περίμεναν τὸ θάνατό του. Ποῦ ἦταν τότε ὁ Χριστός; Μᾶς ἐνδιαφέρει.
Ὡς Θεὸς ἐγνώριζε, ὅτι πλησιάζει ἡ ὥρα τῆς θυσίας του. Πέρασε λοιπὸν τὸν Ἰορδάνη καὶ βρέθηκε στὴν ἔρημο, μὲ τὰ λιοντάρια. Ἀλλὰ τὰ θεριὰ ἐκεῖνα ἔσκυβαν καὶ τοῦ φιλοῦσαν τὰ πόδια. Στὰ Ἰεροσόλυμα ὅμως ὑπῆρχαν ἄλλα θεριὰ πιὸ ἄγρια, κακοὶ ἄνθρωποι, οἱ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι. Καὶ εἶνε προτιμότερο νὰ κατοικῇς στὴν ἔρημο μὲ τ᾿ ἄγρια θηρία, παρὰ σὲ μιὰ πολιτεία ὅπου οἱ ἄνθρωποι ἔχουν γίνει χειρότεροι ἀπὸ θηρία· «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48,13,21). Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς τὶς παραμονὲς τῶν παθῶν του βρισκόταν ἐκεῖ μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς του.
Οἱ δύο ἀδελφὲς ἐγνώριζαν ποῦ εἶνε. Ἔστειλαν λοιπὸν καὶ τοῦ μήνυσαν· Ὁ ἀγαπητός σου Λάζαρος κινδυνεύει· ἔλα. Ὁ Χριστὸς εἶπε στοὺς μαθητάς· ―Εἶνε ἀνάγκη νὰ πᾶμε στὰ Ἰεροσόλυμα. Ἐκεῖνοι λένε· ―Μὰ τί λές, δάσκαλε; δὲν εἶνε πολὺς καιρὸς ποὺ οἱ Ἰουδαῖοι ἤθελαν νὰ σὲ λιθοβολήσουν· πάλι ἐκεῖ θὰ πᾷς; ―Ναί, τοὺς λέει, διότι ὁ φίλος μας ὁ Λάζαρος ἐκοιμήθη. ―Ἔ, λένε ἐκεῖνοι, ἂν κοιμήθηκε, θὰ ξυπνήσῃ μόνος του. Τότε ὁ Χριστός, ἐπειδὴ δὲν κατάλαβαν, τοὺς λέει· ―Ὁ Λάζαρος πέθανε. Καὶ ὁ Θωμᾶς λέει στοὺς ἄλλους μὲ μελαγχολικὴ διάθεσι· ―Ἀφοῦ τὸ θέλει, ἂς πᾶμε κ᾿ ἐμεῖς νὰ πεθάνουμε μαζί του. Ἀφήνουν λοιπὸν τὴν ἔρημο καὶ ξεκινοῦν.
Ὅταν πλησίασαν στὴ Βηθανία καὶ τό ᾿μαθε ἡ Μάρθα, ἔτρεξε ἀπὸ τὸ σπίτι, ἦρθε καὶ προϋπάντησε τὸ Χριστό. Ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ λέει· ―Κύριε, ἂν ἤσουν ἐδῶ, δὲ᾿ θὰ πέθανε ὁ ἀδερφός μου. Τῆς λέει ὁ Χριστός· ―«Ἀναστήσεται ὁ ἀδελφός σου», θ᾿ ἀναστηθῇ ὁ ἀδελφός σου. ―Τὸ ξέρω, λέει, δάσκαλε· ἀλλὰ θ᾿ ἀναστηθῇ «ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ», στὸ τέλος τοῦ κόσμου· πρὸς τὸ παρὸν εἶνε νεκρός (πιστεύανε δηλαδὴ στὴν ἀνάστασι τῶν νεκρῶν). ―Ἐγὼ εἶμαι «ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή» (Ἰωάν. 11,23-25), τῆς ἀπαντᾷ ὁ Χριστός.
Ἀμέσως ἡ Μάρθα τρέχει καὶ εἰδοποιεῖ τὴ Μαρία. Ἔτρεξε κι αὐτή, καὶ πίσω της ὅλος ὁ κόσμος. Πέφτει στὰ πόδια του καὶ λέει τὰ δια λόγια· ―Κύριε, ἂν ἤσουν ἐδῶ, δὲ᾿ θὰ πέθαινε ὁ ἀδερφός μου. Συγκινήθηκε ὁ Χριστὸς καὶ δάκρυσε. Ἔτσι, καὶ ἐνῷ εἶχε μαζευτῆ πολὺς κόσμος, ἔφθασαν καὶ στάθηκαν μπροστὰ στὸ μνῆμα τοῦ Λαζάρου. (Πρέπει νὰ ξέρουμε, ὅτι οἱ Ἑβραῖοι σκάβανε μιὰ σπηλιά· ἐκεῖ μέσα βάζανε τὸ νεκρό, καὶ στὴ θύρα τοῦ τάφου ἔβαζαν ἕνα μεγάλο λιθάρι γιὰ νὰ φράζῃ τὴν εσοδο). Ἐκεῖ στάθηκε ὁ Χριστός. Κ᾿ ἐνῷ ὅλοι κλαίγανε, διέταξε ν᾿ ἀνοίξουν τὸ μνῆμα. ―Δάσκαλε, λέει ἡ Μάρθα, μυρίζει, «τεταρταῖος γάρ ἐστι» (ἔ.ἀ. 11,39). Σήκωσε κατόπιν τὰ μάτια στὸν οὐρανὸ καὶ ἔκανε τὴν προσευχή· ―Πάτερ, σ᾿ εὐχαριστῶ ποὺ πάντοτε μ᾿ ἀκοῦς, καὶ τώρα σὲ παρακαλῶ νὰ μ᾿ ἀκούσῃς· ὄχι γιὰ ᾿μένα, ἀλλὰ γιὰ τὸ λαὸ ποὺ εἶνε ἐδῶ, γιὰ νὰ πιστέψουν ὅτι ἐσὺ μὲ ἀπέστειλες. Καὶ τότε ἔγινε κάτι ἀπίστευτο μὰ ἀληθινό. Ἔδωσε διαταγή· ―«Λάζαρε, δεῦρο ἔξω» (ἔ.ἀ. 11,43). Καὶ μὲ τὴ φωνὴ αὐτὴ καὶ μόνο, παίρνει ζωὴ τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Λαζάρου, σὰ᾿ νὰ τὸ πέρασε ἠλεκτρισμός. Ἄνοιξε τὰ μάτια κι ἄρχισε νὰ περπατάῃ, νὰ βγαίνῃ ἀπὸ τὸ μνημεῖο. Τρόμος κατέλαβε τὸ πλῆθος, καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους πίστεψαν σ᾿ αὐτόν.
Ἄλλοι ὅμως δὲν πίστεψαν. Καὶ οἱ ἐχθροί του, ὅταν ἔμαθαν τὸ θαῦμα αὐτό, μαζεύτηκαν ὅλοι· τότε πλέον ἀποφάσισαν νὰ τὸν θανατώσουν. Καὶ ὁ Χριστὸς πῆγε πάλι στὴν ἔρημο.
* * *
Αὐτό, ἀγαπητοί μου, μὲ ἁπλᾶ λόγια εἶνε τὸ θαῦμα, ἡ ἀνάστασις τοῦ Λαζάρου. Ἀλλὰ εἶπα ὅτι ὑπάρχει κ᾿ ἕνας ἄλλος Λάζαρος. Ἢ μᾶλλον ὄχι ἕνας, ἀλλὰ πολλοὶ Λάζαροι. Ποιοί εἶνε αὐτοὶ οἱ Λάζαροι, οἱ τεταρταῖοι νεκροί, ποὺ σκορπᾶνε πτωμαΐνη μέσα στὴν κοινωνία καὶ στὸν κόσμο; Λαζάρους; ὅσους θέ᾿ς!
Τὸν βλέπεις ἐκεῖνον; Ἔχει 5, 10, 15 χρόνια νὰ πάῃ στὸ σπίτι του. Φωνάζουν ἡ γυναίκα, τὰ παιδιά του, ἡ κοινωνία· τίποτα αὐτός! Ποῦ εἶνε; Στὸν τάφο του. Ποιός εἶνε ὁ τάφος; Εἶνε τὸ σπίτι τῆς ξένης γυναίκας. Δὲν ξεκολλᾷ ἀπὸ ᾿κεῖ. Τεταρταῖος Λάζαρος εἶνε ὁ μοιχός, ποὺ διέσπασε τὸν ἱερὸ δεσμὸ τοῦ γάμου.
Τὸν βλέπεις τὸν ἄλλο; Βραδιάζει, περνοῦν τὰ μεσάνυχτα, τὸν περιμένει τὸ σπίτι του, κι αὐτὸς ποῦ εἶνε; Στὸν τάφο του, στὴν ταβέρνα. Κι ὅταν ἐπιστρέφει τὸ πρωΐ, κάνει σὰν βρυκόλακας· δὲ᾿ στέκει στὰ πόδια του, βγάζει ἄναρθρες φωνές, βρίζει, βλαστημάει, κάνει ὄργια. Τεταρταῖος Λάζαρος εἶνε ὁ μέθυσος.
Βλέπεις τὸν ἄλλο; Εἶνε στὸ δικό του τάφο, στὸ χαρτοπαίγνιο. Εἶνε σὰ᾿ νά ᾿χῃ πεθάνει γιὰ τὸ σπίτι του. Λάζαρος καὶ ὁ χαρτοπαίκτης.
Βλέπεις τὸν ἄλλο;… Μποροῦμε ν᾿ ἀναφέρουμε πολλοὺς τέτοιους Λαζάρους, ποὺ ὁ καθένας εἶνε νεκρὸς σὲ κάποιο τάφο. Ὅλοι αὐτοὶ εἶνε ζωντανοὶ νεκροί. Τὸ λέει ἡ Ἀποκάλυψις· «ὄνομα ἔχεις ὅτι ζῇς, καὶ νεκρὸς εἶ», σὲ θεωροῦν ζωντανὸ μὰ σὺ εἶσαι νεκρός (Ἀπ. 3,1). Γιατί; Διότι ζωντανὰ εἶνε καὶ τὰ ζῷα, τὰ ποντίκια οἱ ἀρκοῦδες τὰ λιοντάρια τὰ θηρία. Ἀλλὰ ζωὴ ἀπὸ ζωὴ διαφέρει. Αὐτοὶ ἔχουν μάτια, αὐτιά, στομάχια, ἔντερα, ὅλα ὅσα ἔχει ἕνα ζῷο· δὲν ἔχουν ὅμως ζωὴ πνευματική.
Ὁ Λάζαρος μέσ᾿ στὸν τάφο δὲ᾿ μιλοῦσε, δὲ᾿ σκεπτόταν, δὲν περπατοῦσε. Ἔτσι κι αὐτοί. Σὰ᾿ νὰ μὴν ἔχουν γλῶσσα· ὅσο κι ἂν καθήσῃς κοντά τους, δὲ᾿ θ᾿ ἀκούσῃς ἕνα λόγο πίστεως, μιὰ θρησκευτικὴ κουβέντα. Τὸ μυαλό τους; ἀπ᾿ τὸ πρωῒ ὣς τὸ βράδυ ὅλα τὰ σκέπτεται, ὄχι ὅμως τὸ Θεό. Ἡ καρδιά τους; δὲν πάλλει γιὰ τὸν Ἐσταυρωμένο. Δὲν ἔχουν αὐτὸ ποὺ λέει ὁ προοιμιακὸς ψαλμός, «Ἡδυνθείη αὐτῷ ἡ διαλογή μου, ἐγὼ δὲ εὐφρανθήσομαι ἐπὶ τῷ Κυρίῳ», ἡ σκέψι μου εὐφραίνεται ὅταν πετͺᾶ στὸν Κύριο (Ψαλμ. 103,34). Λοιπόν, ἡ γλῶσσα δὲ᾿ μιλάει γιὰ τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, τὸ μυαλὸ δὲν Τὸν σκέπτεται, τὰ πόδια δὲν πᾶνε στὴν ἐκκλησία, τὸ χέρι δὲν κάνει σταυρό· δὲν εἶνε νεκροὶ αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι; δὲν εἶνε Λάζαροι τεταρταῖοι; δὲν εἶνε ἄξιοι θρήνων καὶ κοπετῶν; Ἀσφαλῶς.
* * *
Τί πρέπει νὰ γίνῃ; Ἄχ νά ᾿χαμε τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ, νὰ πᾶμε στὶς ταβέρνες καὶ στὰ κέντρα, στὰ ἁμαρτωλὰ σπίτια καὶ στὶς χαρτοπαικτικὲς λέσχες, παντοῦ, νὰ σταθοῦμε ἀπ᾿ ἔξω καὶ νὰ φωνάξουμε «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω»· ἐλᾶτε ἔξω, βγῆτε ἀπὸ τοὺς τάφους σας. Τέτοιες ἅγιες μέρες ἐλᾶτε στὴν ἐκκλησία νὰ προσκυνήσετε τὸν Ἐσταυρωμένο. Δὲν ἔχουμε τέτοια δύναμι, γιατὶ είμεθα ἁμαρτωλοί. Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς ἔχει τὴ δύναμι· καὶ φωνάζει τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ τοὺς καλεῖ κοντά του. Αὐτὴ εἶνε ἡ πραγματικὴ ἀνάστασι, ἀνάστασι τῶν ψυχῶν, στὴν ὁποία κατ᾿ ἐξοχὴν ἀρέσκεται ὁ ἀναστὰς Κύριός μας. Ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἑσπερινὴ ὁμιλία στὸν ἱ. ναὸ Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης Σάββατο τοῦ Λαζάρου 5-4-1969)
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.