Ο ΙΟΥΔΑΣ (φιλαργυρiα, απελπισια, αυτοκτονια)
Mεγάλη Tετάρτη
Του Μητρπολιτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
Ο ΙΟΥΔΑΣ (φιλαργυρiα, απελπισια, αυτοκτονια)
«Ὤ τῆς Ἰούδα ἀθλιότητος! Ἀφ᾿ ἧς ῥῦσαι ὁ Θεὸς τὰς ψυχὰς ἡμῶν»
(αἶνοι Μ. Τετάρτης)
ΧΘΕΣ ἡ ἁμαρτωλὸς γυναίκα. Σήμερα παρουσιάζεται ἡ σκοτεινὴ μορφὴ τοῦ Ἰούδα, ποὺ ἡ προδοσία του ἀποτελεῖ ἕνα μυστήριο. Γι᾿ αὐτὸν θὰ ποῦμε λίγες λέξεις.
* * *
Ἀπὸ ποιούς γεννήθηκε ὁ Ἰούδας; Ποιά μάνα τὸν γέννησε; Πολλὲς εἶνε οἱ παραδόσεις. Ἂν θέλετε, ἀνοῖξτε τὶς Διδαχὲς τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Ἐδῶ δὲν θ᾿ ἀναφέρω λαϊκὲς παραδόσεις. Θὰ βασισθῶ στὸ Εὐαγγέλιο. Τὸ Εὐαγγέλιο δὲ᾿ λέει γιὰ τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα του· λέει γιὰ τὴν πατρίδα καὶ τὸν τόπο του.
Ὁ Ἰούδας ἦταν ὁ μόνος ἀπὸ τοὺς μαθητὰς ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν Ἰουδαία. Οἱ ἄλλοι μαθηταὶ κατήγοντο ἀπὸ τὴ Γαλιλαία· ἄνθρωποι ταπεινοί, φτωχαδάκια, ἔπιαναν ψάρια καὶ ζοῦσαν μεροδούλι – μεροφάι. Ὁ Ἰούδας ἦταν Ἰουδαῖος. Οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖ, κοντὰ στὴν πρωτεύουσα τοῦ Ἰσραήλ, κοντὰ στοὺς ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς, εἶχαν διαμορφώσει ἄλλο χαρακτῆρα, ἐγωϊστικὸ καὶ ὑπερήφανο, σὰν τοὺς ὑποκριτὰς γραμματεῖς καὶ φαρισαίους.
Ἐν τούτοις καὶ ὁ Ἰούδας ἑλκύσθηκε ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔγινε ἀπόστολός του. Τρία χρόνια ἔμεινε κοντά του. Ἄκουσε κι αὐτὸς τὰ λόγια του. Ἄκουσε λόγου χάριν τὸ Χριστὸ νὰ λέῃ· «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;», ὅτι ὅλο τὸ χρυσάφι τῆς γῆς δὲ᾿ φτάνει γιὰ ν᾿ ἀγοράσῃ κανεὶς μία ψυχή (Μᾶρκ. 8,36-37). Ἄκουσε, ὅτι δὲ᾿ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ δουλεύῃ «Θεῷ καὶ μαμωνᾷ» (Ματθ. 6,24). Ἄκουσε, ὅτι ἡ ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ εἶνε μιὰ ζωὴ ἐμπιστοσύνης στὸ Θεό· «ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ», ποὺ «οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν…, καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά» (Ματθ. 6,26).
Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ποὺ ἄκουγε, δὲν ἔμεινε τίποτε στὴν καρδιά του. Καὶ εἶνε αὐτὸ ἕνα δίδαγμα. Τὰ λόγια ποὺ ἀκοῦμε δὲν πρέπει νὰ μένουν στὴν ἐπιφάνεια. Πρέπει, ὅπως ὁ σπόρος, νὰ εἰσχωροῦν βαθειὰ στὴν καρδιά· καὶ νὰ παρακαλοῦμε τὸ Θεὸ νὰ καρποφορήσουν.
Ἄλλο δίδαγμα εἶνε, ὅτι ὁ Χριστὸς ἀγαποῦσε τὸν Ἰούδα ὅπως καὶ τοὺς ἄλλους μαθητάς. Ὁ Ἰούδας ἀπελάμβανε ὅλες τὶς εὐεργεσίες τοῦ Χριστοῦ. Τοῦ ἐμπιστεύθηκε μάλιστα τὸ ταμεῖο τῆς ἀδελφότητος. Διότι οἱ μαθηταί, ἀφ᾿ ὅτου πῆγαν κοντὰ στὸ Χριστό, δὲν εἶχαν πλέον δικό τους πουγγί. Κοινόβιο. Ὦ κοινόβιο, πότε θὰ ἐπικρατήσῃς στὸν κόσμο!
Κοινόβιο εἶχαν οἱ πρῶτοι Χριστιανοί. Ὅπως κοινόβιο ἔχουν τὰ μοναστήρια. Τὰ καλύτερα μοναστήρια εἶνε κοινόβια. Ἐνῷ τὰ ἄλλα, τὰ ἰδιόρρυθμα, ἔχουν πολλὲς ἐλλείψεις.
Κοινόβιο λοιπὸν οἱ μαθηταὶ μὲ κοινὸ ταμεῖο. Καὶ ταμίας ὁ Ἰούδας. Αὐτὸς εἶχε τὸ ταμεῖο.
Ἀλλὰ τὸ χρῆμα ἔχει μιὰ μαγεία. Εἶνε νὰ μὴν πιάσῃς χρῆμα στὰ χέρια σου. Ἔπιασες; εἶνε ἀσθένεια, φοβερὸ πρᾶγμα. Ἐξασκεῖ ἐπιρροή, καὶ μάλιστα τὸ χρυσὸ νόμισμα, ἡ λίρα. Ρώτησαν κάποτε τὸ φιλόσοφο Διογένη·
―Γιατί τὸ χρυσάφι ἔχει κίτρινο χρῶμα;
Κι αὐτὸς ἀπήντησε·
―Γιατὶ τὸ κυνηγοῦν πολλοί, κι ἀπὸ τὸ φόβο του κιτρίνισε.
Οἱ πάντες κυνηγοῦν τὸ χρῆμα. Αὐτὸ λοιπὸν ἐπηρέασε καὶ τὸν Ἰούδα. Σιγὰ – σιγὰ νικήθηκε ἀπὸ τὸν πειρασμό. Ἔκλεβε τὸ κοινὸ ταμεῖο καὶ δημιούργησε δικό του ταμεῖο. Ἔγινε κλέφτης. Καὶ ἔκλεβε ὅλο καὶ μεγαλύτερα ποσά. Διότι ἔτσι γίνεται. Ὅποιος κλέψῃ ἀβγό, μετὰ θὰ κλέψῃ κόττα, καὶ μετὰ θὰ κλέψῃ βόδι. Προχωρεῖ ἀπ᾿ τὸ ἕνα κακὸ στὸ ἄλλο. Εἶνε κατήφορος ἡ ἁμαρτία.
Καὶ ὁ Ἰούδας, τώρα ποὺ πῆρε τὸν κατήφορο, κατρακύλησε ἕως ὅτου ἐπούλησε τὸ διδάσκαλό του! Ἀπίστευτο, ἀλλὰ τὸ βεβαιώνει τὸ Εὐαγγέλιο. Πῆγε στοὺς ἐχθροὺς τοῦ Χριστοῦ. Διεπραγματεύθη τὸν Ἀτίμητο. Καὶ μάλιστα ἀντὶ ἐλαχίστου τιμήματος, μὲ ὅσο ἀγοράζονταν τότε οἱ δοῦλοι· ἀντὶ τριάκοντα ἀργυρίων!
Τί μᾶς διδάσκει αὐτό; Ὅτι τὸ χρῆμα εἶνε τὸ δέλεαρ τῆς φιλαργυρίας. Τὰ τριάκοντα ἀργύρια καὶ σήμερα κυριαρχοῦν στὴν ἀνθρώπινη ζωή. Γιὰ τὸ χρῆμα ὁ φίλος προδίδει τὸ φίλο του, ὁ ἔμπορος γίνεται μαυραγορίτης, ὁ ἐπιστήμων γίνεται πλαστογράφος, ὁ γιατρὸς κάνει ἐκτρώσεις, ὁ δικηγόρος ψεύδεται στὸ δικαστήριο. Γιὰ τὸ χρῆμα ἡ φτωχὴ γυναίκα ἢ κόρη πωλεῖ τὸν ἀτίμητο θησαυρό της, τὴν τιμή της, διότι «ἡ τιμὴ τιμὴ δὲν ἔχει». Γιὰ τὸ χρῆμα γίνονται μεγάλα κακὰ στὸν κόσμο. Προδίδουν τὴν πατρίδα, ὅπως ὁ Ἐφιάλτης καὶ ὁ Πήλιος Γούσης. Μεγάλο κακὸ ἡ φιλαργυρία· ὅπως εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ῥίζα πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία» (Α΄ Τιμ. 6,10).
Βαρειά, πολὺ βαρειὰ ἀσθένεια. Καὶ ὄχι μόνο γιὰ ὅποιον ἔχει πολλά. Μπορεῖ νά ᾿χῃς λίγα, καὶ μιὰ λίρα, καὶ νά ᾿σαι φιλάργυρος· καὶ μπορεῖ ὁ ἄλλος νά ᾿χῃ χιλιάδες λίρες, καὶ νὰ μὴν εἶνε. Φιλάργυρος δείχνεται κανεὶς ἀπὸ τὴν προσκόλλησί του στὸ χρῆμα.
Φάρμακο ὑπάρχει; Ὑπάρχει, ἀλλὰ εἶνε πολὺ πικρό. Τὸ ἔδωσε ὁ Χριστός. Ποιό εἶνε; Τὸ φαρμακεῖο τοῦ Χριστοῦ κατὰ τῆς φιλαργυρίας συνιστᾷ· «Πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς» (Ματθ. 19,21). Νὰ μείνῃς φτωχὸς ὅπως ὁ Χριστός, ὅπως ὁ Μέγας Ἀντώνιος καὶ ἄλλοι.
Ἀλλὰ ὁ Ἰούδας μᾶς δίνει κ᾿ ἕνα ἄλλο δίδαγμα. Ἐπρόδωσε. Καὶ μετά, ἀπὸ μακριά, παρακολουθοῦσε τί θὰ γίνῃ. Ἴσως νὰ μὴν ἐφαντάζετο ποτέ, ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ φτάσῃ στὸ τέλος. Ἀλλ᾿ ὅταν ἔμαθε, ὅτι ἐδικάσθη εἰς θάνατον, ὅτι τὸν πῆραν δεμένο καὶ τὸν πήγαιναν γιὰ τὸ σταυρὸ στὸ Γολγοθᾶ, ὅταν ἔμαθε ὅτι σταυρώθηκε καὶ ὅτι ἀπέθανε, τότε μέσα του ἔγινε σεισμός. Ξύπνησε ἡ συνείδησι. Ταράχτηκε ἀπὸ τὶς τύψεις. Καὶ προτιμότερο νὰ σὲ τσιμπήσῃ σκορπιὸς παρὰ ἡ συνείδησί σου. Τὰ τριάκοντα ἀργύρια μπροστά του ἔγιναν κάρβουνα ἀναμμένα ποὺ τὸν ἔκαιγαν, ἔγιναν σκορπιοὶ καὶ φίδια ποὺ τὸν κεντοῦσαν. Δὲν μποροῦσε νὰ ἡσυχάσῃ. Σὰ᾿ νὰ τὸν ἀκοῦμε νὰ λέῃ·
Ἄχ τί ἔκανα, ποῦ μὲ ἔσπρωξε ὁ διάβολος! Νὰ προδώσω τὸν διδάσκαλό μου; Καὶ ποιόν διδάσκαλο; Τὸν ραββί, ποὺ δὲν μοῦ εἶπε ποτέ κακὸ λόγο, δὲν μὲ ἐπέπληξε, δὲν μὲ μάλωσε· ἐκεῖνον πού, κι ὅταν ἐγὼ τὸν ἐπρόδιδα, δὲν μὲ εἶπε προδότη ἀλλὰ μὲ εἶπε «φίλο» (Ματθ. 26,50)…
Τί ἔπρεπε νὰ κάνῃ; Ἔπρεπε νὰ πάρῃ τὸ δρόμο, ν᾿ ἀνεβῇ στὸ Γολγοθᾶ, καὶ προτοῦ ὁ Χριστὸς πͺῆ τὸ «Τετέλεσται» (Ἰωάν. 19,30), νὰ πέσῃ στὰ πόδια του καὶ νὰ πῇ· «Ἥμαρτον παραδοὺς αἷμα ἀθῷον» (Ματθ. 27,4). Καὶ νά ᾿στε βέβαιοι ὅτι ὁ Χριστός, ποὺ συγχώρησε τόσους ἁμαρτωλούς, ποὺ συγχώρησε τὸν Πέτρο, ποὺ συγχώρησε τοὺς σταυρωτάς του, θὰ συγχωροῦσε καὶ τὸν Ἰούδα.
Δὲν τὸ ἔκανε. Ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ἕνα κακὸ ἔπεσε στὸ χειρότερο. Ποιό εἶνε τὸ χειρότερο; Τὸ λέει ὁ Δάντης, τὸ λένε οἱ πατέρες, τὸ λένε οἱ διδάσκαλοι. Τὸ χειρότερο κακὸ ἀπ᾿ ὅλα, τὸ χειρότερο δαιμόνιο, ὀνομάζεται ἀπελπισία! Ἐκεῖ τὸν ἔσπρωξε· στὸ λάκκο τῆς ἀπελπισίας. Τοῦ εἶπε· Πάει πιά, Ἰούδα, δὲν ὑπάρχει γιὰ σένα σωτηρία, ἀφοῦ πρόδωσες τὸ διδάσκαλο…
Καὶ κατόπιν τί ἔκανε; Ἀποτέλεσμα τῆς ἀπελπισίας εἶνε ἡ αὐτοκτονία. Αὐτοκτόνησε! Πῆρε σχοινὶ καὶ κρεμάστηκε. Αὐτὸ ἦταν τὸ τέλος τοῦ Ἰούδα, ἀδελφοί μου. Φρικτό.
Τὸ δίδαγμα ποιό εἶνε; Νὰ προσέχουμε ἀπὸ τὴν ἀπελπισία. Ποτέ μὰ ποτέ, ποτέ μὰ ποτέ, ποτέ μὰ ποτέ, δὲν πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀπελπισθῇ. Καὶ ἂν δὲν ἔχῃ ποῦ ν᾿ ἀκουμπήσῃ ἐδῶ στὴ γῆ, ἐκεῖ ψηλὰ εἶνε ὁ Θεός· πῶς μπορεῖ νὰ ἀπελπισθῇ;
* * *
Ἀπόψε λοιπὸν ὁ Ἰούδας, μὲ τὸ πάθημά του, ἔγινε διδάσκαλός μας. Γι᾿ αὐτὸ τὸν προβάλλει ἡ Ἐκκλησία καὶ μᾶς διδάσκει, πρῶτον μὲν νὰ προσέχουμε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ. Δεύτερον, ὅτι δὲν ὑπάρχει πάθος χειρότερο ἀπὸ τὴ φιλαργυρία. Τρίτον, ὁσαδήποτε ἁμαρτήματα καὶ ἂν ἔχουμε, νὰ μὴν ἀπελπισθοῦμε. Ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς κλείνει μέσα του ἕναν Ἰούδα καὶ σὲ ὡρισμένες στιγμὲς προδίδουμε τὸ Χριστό. Γι᾿ αὐτὸ νὰ πέφτουμε στὰ πόδια του καὶ νὰ λέμε τὸ Ἥμαρτον. Καὶ τότε ὁ Χριστός, ποὺ εἶνε ὠκεανὸς ἀγάπης, ἐλέους καὶ οἰκτιρμῶν, θὰ μᾶς δώσῃ τὴ συγχώρησι.
Εθε ὅλοι μας νὰ συναισθανθοῦμε τὸ θεῖο δρᾶμα καὶ νὰ σπεύσουμε κοντὰ στὸ Χριστὸ ἐν μετανοίᾳ καὶ συντριβῇ, γιὰ νὰ ἑορτάσουμε τὴν ἔνδοξο ἀνάστασί του. Ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης, 4-5-1983)
——-
Ἀγαπητοί μου Χριστιανοί! Χθὲς ἤτανε ἡ Κασσιανή. Χθὲς ἠκούσαμεν τὸ περίφημο τροπάριο. Χθὲς εδαμε τὴν ἁμαρτωλὸν γυναῖκα τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ μετενόησε εἰλικρινῶς καί, ἐκδηλώνοντας τὴν ἄπειρον εὐγνωμοσύνη στὸ Χριστό, μὲ μύρο πολύτιμο καὶ μὲ δάκρυα ἀκόμη πολυτιμότερα ἔπλυνε καὶ ἐσφόγγισε μὲ τὰ μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς της τοὺς παναχράντους πόδας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Χθὲς ἡ ἁμαρτωλὸς γυναίκα. Σήμερον στὸ προσκήνιο τῆς Ἐκκλησίας, τὸ προσκήνιο τοῦ πνευματικοῦ θεάτρου ―διότι πράγματι θέατρο πνευματικό, θέατρο καὶ «ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις» (Α΄ Κορ. …), εἶνε τὰ σεπτὰ πάθη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸ θεῖο δρᾶμα―, σήμερον λέγω, ἀπόψε λέγω, στὸ προσκήνιο τοῦ θεάτρου παρουσιάζεται μία μορφή, εἰδεχθὴς μορφή, ἀπαισία μορφή, σκοτεινὴ μορφή· ἡ μορφή τοῦ Ἰούδα.
Διὰ τὸν Ἰούδα, ποὺ ἡ προδοσία του ἀποτελεῖ ἕνα μυστήριο ―καὶ οἱ θεολόγοι ἀσχολοῦνται πρὸς ἐξιχνίασιν τοῦ μυστηρίου―, διὰ τὸν Ἰούδα θὰ ποῦμε μερικὰς λέξεις, μερικὰς σκέψεις, καὶ παρακαλῶ, ὅπως πάντοτε, νὰ προσέξετε.
* * *
Ὁ Ἰούδας ἀπὸ ποίους ἐγεννήθη; Ποιά μάνα τὸν ἐγέννησε; Σὲ ποιό τόπο γεννήθηκε; Γιατὶ ὁ τόπος καὶ ὁ τρόπος ποὺ γεννιέται ὁ ἄνθρωπος ἔχει μεγάλη σημασία. Παίζει σπουδαῖο ῥόλο στὴ διαμόρφωσι τοῦ ἀνθρώπου.
Βέβαια πολλὲς εἶνε οἱ παραδόσεις γιὰ τὸν Ἰούδα, ποὺ ἂν θέλετε νὰ δῆτε τὶς παραδόσεις γιὰ τὸν Ἰούδα, τί λένε γιὰ τὸν Ἰούδα, ἀνοίξετε τὸν Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλὸ καὶ θὰ δῆτε ἐκεῖ ὅτι διαθέτει ἕνα κεφάλαιο. Ἀλλ᾿ ἐγὼ σήμερα, ἐδῶ μέσα εἰς τὸν ναό, δὲν πρόκειτο νὰ ἀναφέρω λαϊκὰς παραδόσεις, ποὺ ἔχουν ἐπικρατήσει γύρω ἀπὸ τὸν Ἰούδα, ἀλλὰ θὰ βασισθῶ ἐπάνω στὸ Εὐαγγέλιο. Καὶ τὸ Εὐαγγέλιο μᾶς λέει γιὰ τὸν τόπο του. Γιὰ τὴ μάνα του δὲν μᾶς λέει, γιὰ τὸν πατέρα του δὲν μᾶς λέει· ἀλλὰ λέει γιὰ τὴν πατρίδα του, τὸν τόπο του.
Τί ἤτανε ὁ Ἰούδας; Ἤτανε ἀπὸ τοὺς μαθητὰς ὁ μόνος ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν Ἰουδαία. Ἔχει σημασία αὐτό. Διότι οἱ ἄλλοι μαθηταὶ κατήγοντο ἀπὸ τὴ Γαλιλαία. Οἱ δὲ ἄνθρωποι τῆς Γαλιλαίας ἤτανε εὐγενεῖς ἄνθρωποι· ἁπλοῖ, ταπεινοί, φρόνιμοι. Πτωχοὶ ἄνθρωποι, φτωχαδάκια, ποὺ ἔρριπταν τὰ δίχτυα των στὴ θάλασσα τῆς Τιβεριάδος καὶ ἀλίευον τὰ ψάρια καὶ ζούσανε μεροδούλι – μεροφάι. Ταπεινοὶ ἤτανε οἱ Γαλιλαῖοι. Καὶ Γαλιλαῖοι ἦσαν ὅλοι οἱ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ πλὴν τοῦ Ἰούδα, ὁ ὁποῖος ἤτανε Ἰουδαῖος. Κατήγετο δηλαδὴ ἀπὸ τὴν Ἰουδαία, ποὺ οἱ ἄνθρωποι, ἐκεῖ κοντὰ στὰ Ἰεροσόλυμα τὴν πρωτεύουσα τοῦ Ἰσραήλ, κοντὰ στοὺς γραμματεῖς καὶ φαρισαίους καὶ ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς, εχανε διαμορφώσει ἕναν ἄλλο χαρακτῆρα, ἐγωϊστικὸν καὶ ὑπερήφανον, τοῦ ὁποίου ὑπόδειγμα ὑπῆρξαν οἱ «γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι ὑποκριταί», ἐναντίον τῶν ὁποίων ὁ Κύριος ἐξεσφενδόνισε τὰ ὀκτὼ «οὐαί» (Ματθ. 23,13-39).
Ἦταν λοιπὸν Ἰουδαῖος. Ἐν τούτοις καὶ ὁ Ἰούδας εἱλκύσθη ἀπὸ τὴν διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἔγινε ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τρία χρόνια ἔμεινε κοντὰ στὸ Χριστό, ὡς μαθητής, καὶ ἤκουε καὶ αὐτὸς τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἦσαν τὰ ὡραιότερα λόγια ποὺ ἀκουστήκανε ποτὲ στὸν πλανήτη μας. Ἤκουε λόγου χάριν τὸ Χριστὸ νὰ λέῃ τὸ περίφημο ἐκεῖνο, «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;», ὅτι ὅλο τὸ χρυσάφι τῆς γῆς δὲν φτάνει γιὰ ν᾿ ἀγοράσῃ κανεὶς μία ψυχή (Μᾶρκ. 8,36-37). Ἤκουε ἐπίσης ἐκεῖνον τὸν λόγον τοῦ Χριστοῦ, ὅτι δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ δουλεύῃ «Θεῷ καὶ μαμωνᾷ» (Ματθ. 6,24), ὅτι δηλαδὴ δὲν μπορεῖ νὰ μοιράσωμε τὴν καρδιά μας σὲ δύο μέρη καὶ στὸ ἕνα μέρος τῆς καρδιᾶς νὰ λατρεύωμε τὸ Θεὸ καὶ στὸ ἄλλο μέρος τῆς καρδιᾶς νὰ λατρεύωμε τὸν μαμωνᾶ. Ὄχι. Ἤ μαμωνᾶς ἤ Χριστός, ἢ χρυσὸς ἤ Χριστός. Ἀσυμβίβαστα εἶνε αὐτὰ τὰ πράγματα, λέγει ὁ Χριστός. Ὅποιος λατρεύει τὸν μαμωνᾶ, δὲν λατρεύει τὸν Χριστό· καὶ ὅποιος λατρεύει τὸν Χριστό, δὲν λατρεύει τὸν χρυσό. Ἤκουε ἀκόμα, ὅτι ἡ ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ εἶνε μία ζωὴ ἐμπιστοσύνης εἰς τὸν Θεόν, ὅτι «ἐβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ», τὰ ὁποῖα «οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν…, καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά» (Ματθ. 6,26).
Ἤκουε ὅλα αὐτά. Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ποὺ ἤκουε, δὲν ἔμεινε τίποτε στὴν καρδιά του. Καὶ εἶνε αὐτὸ ἕνα δίδαγμα σοβαρὸ γιὰ ἐμᾶς. Διότι κ᾿ ἐσεῖς, ποὺ εἶσθε ἀπόψε στὴν ἐκκλησία, εἶσθε τὸ εὐσεβὲς ἐκκλησίασμα. Εἶσθε ἄνθρωποι, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ποὺ ἀνήκετε σὲ κύκλους. Διαβάζετε βιβλία θρησκευτικά, παρακολουθεῖτε συχνὰ τὰ κηρύγματα. Εὐχαριστεῖσθε, νὰ ἀκοῦτε τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου. Ὅλα αὐτὰ καλὰ εἶνε. Ἀλλὰ προσέξατε. Τὰ λόγια ποὺ ἀκοῦτε δὲν πρέπει νὰ μείνουν στὴν ἐπιφάνεια. Ὅπως ὁ σπόρος· γιὰ νὰ φέρῃ καρπὸ σύμφωνα μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ σπορέως (βλ. Λουκ. 8,5-15), πρέπει νὰ εἰσχωρήσῃ μέσα στὸ ἔδαφος καὶ νὰ ποτισθῇ ἀπὸ τὸ νερὸ, γιὰ νὰ φέρῃ ἀποτέλεσμα, γιὰ νὰ καρποφορήσῃ. Ἔτσι καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· πρέπει νὰ τὸν κρύβῃ κανεὶς βαθειὰ στὴν καρδιά του καὶ νὰ παρακαλῇ τὸν Θεὸ νὰ καρποφορήσῃ ὀ λόγος τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ ἐὰν ῥίξουμε σπόρο ἐπάνω ἐδῶ στὴν πλάκα, στὸ τσιμέντο ―ἂς ὑποθέσουμε ὅτι ῥίπτει κανεὶς σπόρο ἐδῶ στὴν πλάκα τοῦ τσιμέντου―, ἢ εἰς τὸν δρόμο ποὺ εἶνε ἄσφαλτος, δὲν φυτρώνει. Διότι, ὅπως εἶπε καὶ ὁ Κύριος στὴν παραβολή, θὰ ἔρθουν, λέει, τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ θὰ πάρουν τὸν σπόρο. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν δὲν ἀρκεῖ μόνο νὰ ἀκοῦμε τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ· διότι καὶ ὁ Ἰούδας τὸν ἄκουγε τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅμως δὲν ὠφελήθηκε τίποτε ἀπὸ αὐτά. Ὄχι λοιπὸν ἁπλῶς νὰ ἀκοῦτε, ἀλλὰ καὶ νὰ εἶσθε πρόθυμοι νὰ τηρήσετε. Ἕνας, ποὺ δὲν ἔχει μέσα του προθυμία, δὲν ἔχει ζῆλο γιὰ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ὄχι ἐμᾶς, ποὺ τίποτα δὲν εμεθα, ἀλλὰ καὶ τὸν Χριστὸ ἀκόμα τὸν διο νὰ ἀκούσῃ, δὲν πρόκειται νὰ ὠφεληθῇ.
Τὸ ἕνα δίδαγμα λοιπὸν εἶνε αὐτό, ὅτι πρέπει νὰ εμεθα εἰλικρινεῖς μαθηταὶ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τὸ ἄλλο εἶνε, ὅτι ὁ Χριστὸς ἀγαποῦσε τὸν Ἰούδα. Τὸν ἀγαποῦσε ὅπως ἀγαποῦσε καὶ τοὺς ἄλλους μαθητάς. Καὶ ἀπελάμβανε ὅλων τῶν εὐεργεσιῶν τοῦ Χριστοῦ. Καὶ μάλιστα οἱ μαθηταί, ὁ κύκλος τῶν μαθητῶν, ἐνεπιστεύθησαν σ᾿ αὐτὸν τὸ ταμεῖον, τὸ ταμεῖον τῆς ἀδελφότητος. Διότι πρέπει νὰ γνωρίζωμεν, ὅτι οἱ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ πῆγαν κοντὰ στὸν Χριστὸ -―γιά ἀκοῦστε, ὅλα ἔχουν μεγάλη σημασία― δὲν εἶχαν δικό τους πουγγί. Πάει τὸ πουγγί· πάει τὸ πουγγί! Κοντὰ στὸ Χριστὸ πουγγὶ δὲν ὑπῆρχε στοὺς δώδεκα μαθητάς. Μπορεῖ νὰ εἶχαν πουγγιὰ οἱ ἄλλοι, οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ ἐκμεταλλευταὶ τῶν ἱερῶν καὶ τῶν ὁσίων· μπορεῖ νὰ εχανε πουγγιὰ οἰ φαρισαῖοι καὶ οἱ πλούσιοι· ἀλλὰ γιὰ τοὺς μαθητὰς τοῦ Χριστοῦ πουγγί, βαλάντιο δικό τους, πάει· κάτω τὰ βαλάντια! Ἕνα πουγγί, ἕνα ταμεῖο, εχανε. Ἐκεῖ ἐδέχοντο τὰς προσφοράς, τὰς δωρεὰς τῶν εὐσεβῶν, τῶν πιστῶν ποὺ ἀκολουθοῦσαν τὸν Χριστό, καὶ ἀπὸ ᾿κεῖ ἔπαιρναν κ᾿ ἐξώδευαν γιὰ μία ἁπλῆ καὶ λιτὴ ζωή. Κοινόβιο. Ὦ κοινόβιο, πότε θὰ ἐπικρατήσῃς εἰς τὸν κόσμον!
Ἔλεγα κάποτε στὴν Κοζάνη στὰ χρόνια τῆς σκληρᾶς κατοχῆς, ποὺ οἱ ἄνθρωποι ὑπέφεραν τρομερὰ καὶ ἄλλος μὲν ζοῦσε πλούσια, ἄλλος δὲ δὲν εἶχε ψωμάκι νὰ φάῃ, ἔλεγα τότε στοὺς Κοζανῖτες· Ἐγώ, λέω, ἀναλαμβάνω δυὸ χρόνια νὰ σᾶς θρέψω ὅλους μὲ μιὰ ἁπλῆ ζωή, μὲ πολὺ ἁπλῆ ζωή. Σᾶς ἀναλαμβάνω ὅλους σας, ὑπὸ ἕναν ὅρο· νὰ καταργηθοῦν τὰ πουγγιὰ ὅλων σας, καὶ νὰ δημιουργηθῇ ἕνα κοινὸ ταμεῖο· καὶ ἀπὸ τὸ κοινὸ ταμεῖο ὅλοι τὴν δια μερίδα, τὸ διο φαγητό. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγώτερο· πλὴν τῶν ἀσθενῶν, ποὺ θὰ ἀνελαμβάνετο μιὰ ἰδιαιτέρα φροντίδα. Μοῦ δίνετε τὰ πουγγιὰ νὰ κάνωμε τὰ πουγγιὰ ἕνα, νὰ τὰ ἀδειάσετε ἐδῶ, νὰ κάνωμε ἕνα κοινὸ ταμεῖο, νὰ κάνωμε ἕνα κοινόβιο;… Μπά!
Μεγάλο πρᾶγμα τὸ κοινόβιο. Αὐτὸ ἐπιδιώκει ἡ Ῥωσία· οἱ Ῥῶσοι αὐτὸ ἐπιδιώκουν. Δὲν εἶνε μικρὸ αὐτὸ ποὺ ἐπιδιώκουν οἱ Ῥῶσοι. Νὰ κάνουν κοινόβια καὶ νὰ φωνάξουν, Κάτω ἡ περιουσία, κάτω τὰ πουγγιά… Δὲν εἶνε μικρὸ τὸ δίδαγμα, δὲν εἶνε μικρὸ τὸ σύνθημά τους. Ἀλλὰ ποία ἡ διαφορά μας; Ὅτι ζητοῦν νὰ κάνουν κοινόβιο χωρὶς Χριστό, χωρὶς Θεό· ἐνῷ ἐμεῖς λέμε, κοινόβιο μὲ Χριστό. Καὶ μιὰ μέρα ἡ ἀνθρωπότης θὰ φτάσῃ σ᾿ αὐτὴ τὴν ὡριμότητα καὶ θὰ ἐπικρατήσουν συνθῆκαι ἄκρας δικαιοσύνης καὶ φιλανθρωπίας στὸν κόσμο.
Κοινόβιο, λοιπόν, εχανε. Ἕνα ταμεῖο εχανε, ἕνα πουγγὶ εχανε. Καὶ ὅπως στὸ σπίτι, ποὺ τ᾿ ἀδέρφια εἶχαν ἕνα ταμεῖο, ἔτσι καὶ οἱ μαθηταί. Πρῶτα στὸ σπίτι μέσα ἕνα ταμεῖο εχανε. Τώρα ὁ τελευταῖος νόμος εἶνε περίεργος. Ὁ καινούργιος νόμος, ποὺ καταστρέφει τὴν ἑλληνικὴ οἰκογένεια, ἐπιτρέπει νὰ ἔχουν ὄχι πλέον ἕνα πουγγὶ ἀλλὰ πολλὰ πουγγιά. Καὶ τὰ παιδιὰ πουγγιά, καὶ ἡ γυναίκα τὸ πουγγί της, καὶ ὁ ἄνδρας τὸ πουγγί του. Ἔτσι πάει πλέον ἡ οἰκογένεια, ποὺ ἐστηρίζεται κάποτε στὴν κοινοβιακὴ ζωὴ καὶ ἤτανε ἕνα μικρὸ κοινόβιον· αὐτὴ ἡ οἰκογένεια διαλύεται.
Κοινόβιο λοιπὸν εχανε οἱ πρῶτοι Χριστιανοί. Ὅπως κοινόβιο εἶνε στὰ μοναστήρια. Τὰ μοναστήρια, τὰ καλύτερα μοναστήρια, ἔχουν κοινόβιο. Ἐνῷ τὰ ἄλλα μοναστήρια, ποὺ δὲν ἔχουν κοινόβιο καὶ εἶνε ἰδιόρρυθμα, ἔχουν πολλὰς ἐλλείψεις.
Κοινόβιο λοιπὸν οἱ πρῶτοι μαθηταὶ μὲ κοινὸ ταμεῖο. Καὶ ταμία ποιόν; Ἐξέλεξαν τὸν Ἰούδα. Στὸν Ἰούδα ἀνέθεσαν τὸ ταμεῖον τῆς ἀδελφότητος· αὐτὸς εἶχε τὸ ταμεῖο.
Ἀλλὰ τὸ χρῆμα ἔχει μιὰ μαγεία. Εἶνε νὰ μὴν πιάσῃς χρῆμα στὰ χέρια σου. Ἔπιασες χρῆμα; εἶνε ἀσθένεια, φοβερὸ πρᾶγμα. Εἶνε γλυκὸ τὸ χρῆμα. Ἔχει μιὰ μαγεία, ἐξασκεῖ κάποια ἐπιρροὴ εἰς τὸν ἄνθρωπο. Καὶ μάλιστα τὸ χρυσό. Τὸ χρυσό, ἡ λίρα, ἔχει πιὸ μεγάλη μαγεία. Ρώτησαν κάποτε τὸ Διογένη τὸ φιλόσοφο·
―Γιατί τὸ χρυσάφι εἶνε κίτρινο; γιατί ἔχει κίτρινο χρῶμα;
Καὶ ὁ Διογένης ἀπήντησε·
―Γιατὶ τὸ κυνηγοῦν πολλοί, κι ἀπὸ τὸ φόβο του ἔγινε κίτρινο.
Τὸ κυνηγοῦν τὸ χρῆμα, τὸ χρυσό, τὴ λίρα. Οἱ πάντες κυνηγοῦν τὸ χρῆμα.
Αὐτὸ τὸ χρῆμα λοιπὸν ἐξήσκησε μιὰ ἐπιρροὴ ἐπάνω εἰς τὸν Ἰούδα. Καὶ ὁ Ἰούδας σιγὰ – σιγὰ ἔπαιρνε χρήματα ἀπὸ τὸ ταμεῖο καὶ ἔκανε δικό του πουγγί. Ὅπως τώρα βλέπετε στὴ Ῥωσία· δὲν μπόρεσαν νὰ τοὺς κρατήσουνε, ἔχουν δικά τους πουγγιά. Κι αὐτοὶ οἱ μεγάλοι καὶ ὑψηλοί, ποὺ κατέχουν τὰ ὑψηλὰ ἀξιώματα, λένε καὶ φωνάζουν στοὺς μικρούς· Κοινόβιο καὶ κοινοκτημοσύνη κ.λ.π.. Στὰ λόγια εἶνε αὐτά. Στὰ πράγματα ἔχουν τὰ πουγγιά τους, τὰ ἰδιαίτερα.
Λοιπὸν ἔτσι ὁ Ἰούδας ἐνικήθηκε ἀπὸ τὸν πειρασμὸ τοῦ χρήματος καὶ δημιούργησε δικό του ταμεῖον. Ἔκλεβε τὸ κοινὸ ταμεῖο. Ἔγινε κλέφτης ὁ Ἰούδας. Σιγὰ – σιγὰ ἀπέκτησε πλέον τὴν κακιὰ συνήθεια νὰ κλέβῃ· εἶνε μιὰ συνήθεια πολὺ φοβερὰ ἡ συνήθεια αὐτή. Καὶ προχωροῦσε στὴν κλοπή, καὶ ἔκλεπτε συνεχῶς καὶ μεγαλύτερα ποσά. Διότι ἔτσι ἀρχίζει αὐτὸ τὸ κακό. Ὅποιος κλέψῃ μιὰ δραχμή, θὰ κλέψῃ καὶ δεύτερη δραχμὴ καὶ τρίτη δραχμή… Καὶ ὅποιος κλέψῃ ἀβγό, μετὰ θὰ κλέψῃ κόττα, καὶ μετὰ θὰ κλέψῃ βόδι. Βέβαια· προχωράει ἀπὸ ἕνα κακὸ στὸ ἄλλο. Προχωράει ἡ ἁμαρτία. Εἶνε κατήφορος ἡ ἁμαρτία. Καὶ ὅπως μιὰ πέτρα, ἅμα τὴ ῥίξῃς ἀπὸ τὴν κορυφὴ ἑνὸς βουνοῦ, κατρακυλάει πρὸς τὰ κάτω, ἔτσι καὶ ἡ ἁμαρτία, οἱαδήποτε ἁμαρτία, εἶνε κατήφορος.
Καὶ ὁ Ἰούδας, τώρα ποὺ πῆρε τὸν κατήφορο, κατρακύλησε. Κατρακύλησε, κατρακύλησε ἕως ὅτου – τί ἔκανε; Ἐπούλησε τὸν διδάσκαλό του. Ἀπίστευτο αὐτό, ἀλλὰ μᾶς τὸ βεβαιώνει τὸ Εὐαγγέλιο. Ὅτι ἐπῆγε στοὺς ἐχθροὺς τοῦ Χριστοῦ καὶ διεπραγματεύθη τὸν Ἀτίμητο. Καὶ ἐπώλησε τὸν Χριστὸ ἀντὶ ἐλαχίστου τιμήματος· μὲ ἕνα τίμημα, μὲ τὸ ὁποῖο ἠγοράζοντο οἱ δοῦλοι τῆς ἀρχαίας ἐποχῆς. Ἀντὶ τριάκοντα ἀργυρίων Τὸν ἐπούλησε!
Τί μᾶς διδάσκει αὐτό; Ὅτι ὑπάρχει ἕνα πάθος, ποὺ πρέπει νὰ τὸ προσέξωμεν ὅλοι ἀνεξαιρέτως, καὶ ἰδίως ἐμεῖς ποὺ ζοῦμε στὸν εἰκοστὸ αἰῶνα, ποὺ γίνεται μεγάλος πόλεμος μεταξὺ καπιταλιστῶν καὶ κοινοβίου. Τελικῶς ἐγὼ πιστεύω, ὅτι τὸ καπιταλιστικὸ σύστημα θὰ ἀποθάνῃ ―εἶνε μαμωνᾶς, ὁ ὁποῖος κάνει μεγάλο κακὸ καὶ μεγάλη συμφορὰ στὸν κόσμο― καὶ θὰ ἐπικρατήσῃ τὸ κοινόβιον. Κοινόβιον ὅμως ὄχι μὲ τὸν διάβολον, ἀλλὰ κοινόβιο μὲ τὸν Θεόν.
Λοιπὸν τὸ χρῆμα εἶνε τὸ δέλεαρ τοῦ πάθους αὐτοῦ ποὺ λέγεται φιλαργυρία. Θηρίο εἶνε – Θεέ μου Θεέ μου! Θὰ μποροῦσα νὰ ὁμιλῶ μία καὶ δύο ὧρες, γιὰ νὰ σᾶς περιγράψω, ὁποίαν συμφορὰν σκορπίζει εἰς τὸν κόσμον ἡ φιλαργυρία.
Τὸ χρῆμα, τὰ τριάκοντα ἀργύρια, ἐξακολουθοῦν καὶ σήμερα νὰ ἔχουν δεσποτεία καὶ νὰ κυριαρχοῦν μέσα εἰς τὴν ἀνθρωπίνην ζωήν. Γιὰ τὸ χρῆμα ὁ φίλος προδίδει τὸν φίλον του. Γιὰ τὸ χρῆμα ὁ ἔμπορος γίνεται μαυραγορίτης, καὶ διαρκῶς οἱ τιμὲς αὐξάνονται· καὶ φθάσαμε εἰς ἀστρονομικὰς τιμὰς πλέον, καὶ κατήντησαν τὰ προϊόντα τῆς γῆς ἀπλησίαστα καὶ τὸ ψωμὶ πανάκριβο καὶ τὰ ἄλλα εδη ποὺ ὑπενθυμίζουν τὴ μαύρη ἀγορὰ ποὺ ζήσαμε ὅλοι ἐμεῖς οἱ παλαιότεροι κ.λ.π.. Γιὰ τὸ χρῆμα ὁ ἐπιστήμων γίνεται πλαστογράφος καὶ ψεύτης καὶ ἐκμεταλλευτής. Γιὰ τὸ χρῆμα ὁ γιατρὸς κάνει ἐκτρώσεις. Γιὰ τὸ χρῆμα ὁ δικηγόρος ψεύδεται στὸ δικαστήριο καὶ ῥητορεύει ὧρες ὁλόκληρες. Γιὰ τὸ χρῆμα ἡ γυναίκα ἢ ἡ κόρη πωλεῖ τὴν τιμή της, τὸ ἀτίμητον· διότι «ἡ τιμὴ τιμὴ δὲν ἔχει»· καὶ ὅμως ἡ γυναίκα ἡ φτωχὴ πουλάει τὸ ἀτίμητο, τὸν ἀτίμητο θησαυρόν της, τὴν τιμήν της. Γιὰ τὸ χρῆμα γίνονται μεγάλα κακὰ στὸν κόσμο. Προδίδουν τὴν πατρίδα, ὅπως ὁ Ἐφιάλτης καὶ ὁ Πήλιος Γούσης ἐπρόδωσαν τὴν πατρίδα. Μεγάλο κακό, συμφορά, ἄβυσσος, κακὸν ἡ φιλαργυρία· ἤ, ὅπως εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ῥίζα πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία» (Α΄ Τιμ. 6,10).
Φάρμακο; Ὑπάρχει φάρμακο; Βαρειὰ ἀσθένεια, πολὺ βαρειὰ ἀσθένεια. Καὶ ὄχι μόνο γι᾿ αὐτὸν ποὺ ἔχει μεγάλα ποσά. Μπορεῖ νά ᾿χῃς καὶ μιὰ λίρα, καὶ νά ᾿σαι φιλάργυρος· καὶ μπορεῖ ὁ ἄλλος νὰ ἔχῃ καὶ ἑκατὸ λίρες καὶ διακόσες λίρες, νὰ ἔχῃ ἑκατομμύρια λίρες, καὶ νὰ μὴν εἶνε φιλάργυρος. Φιλάργυρος λοιπὸν δεικνύεται κανεὶς ἀπὸ τὴν προσκόλλησι ποὺ ἔχει εἰς τὸ χρῆμα, ἀπὸ τὴν βαθειὰ αὐτὴ προσκόλλησι, ὥστε στηρίζει στὸ χρῆμα τὴν εὐτυχία του.
Λοιπόν, φάρμακο ὑπάρχει; Ὑπάρχει φάρμακο. Ἀλλὰ εἶνε πολὺ πικρὸ τὸ φάρμακο. Ποιό τὸ φάρμακο; Τὸ ἔδωσε ὁ Χριστός. Τί ἔδωσε; Πάλι πᾶμε στὸ κοινόβιο. Τί εἶπε ὁ Χριστός; Παραμύθια φαίνονται, ἔτσι ἀπίστευτα φαίνονται τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ. Κορυφὲς ὑψηλές, Ἰμαλάια, ποὺ ὁ μικρὸς ἄνθρωπος, ὁ μικράνθρωπος, δὲν μπορεῖ νὰ φτάσῃ, νὰ ἀτενίσῃ τὴν κορυφὴ αὐτή, τὴ μεγάλη καὶ ὑψηλὴ κορυφή.
Ποιό εἶνε τὸ φάρμακο; Τὸ φαρμακεῖο τοῦ Χριστοῦ ἐναντίον τῆς φιλαργυρίας θὰ τὸ ποῦμε; «Πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς» (Ματθ. 19,21). Μπρός, μπρός, μπρός, Ὠνάσηδες! μπρός, πλούσιοι! μπρός, ἑκατομμυριοῦχοι! μπρός, μικροὶ καὶ μεγάλοι! Προχωρήσατε! Νὰ μείνῃς πτωχός! Πῶς; Ὅπως ὁ πτωχὸς ὁ Χριστός. Ἀρχηγός μας δὲν εἶνε; Ὁ Χριστός, λοιπόν, ποὺ δὲν ἔπιασε χρῆμα στὰ χέρια του· ὁ Χριστός, ποὺ εἶνε ὁ ἀκτήμων καὶ ὁ φίλος τῶν πτωχῶν καὶ ἁμαρτωλῶν, σήμερα πῶς λατρεύεται; Λοιπὸν αὐτό εἶνε τὸ φάρμακό σου· «Πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς», ὅπως ἔκανε ὁ Μέγας Ἀντώνιος καὶ ἄλλοι ἄνδρες· σπάνια παραδείγματα. Ἄλλοι τὸ πουγγί, τὰ τριάκοντα ἀργύρια.
Ἀλλὰ ―νὰ τελειώνω― ὁ Ἰούδας μᾶς δίνει καὶ ἕνα ἄλλο δίδαγμα. Ποιό δίδαγμα; Θέλω νὰ προσέξετε ἰδιαιτέρως. Τὸν ἐπρόδωσε τὸ Χριστό. Καὶ μετά, ἀφοῦ τὸν πρόδωσε, παρακολουθοῦσε μὲ ἀγωνία νὰ μάθῃ τί θὰ γίνῃ. Ἀπὸ μακριὰ καὶ ὁ Ἰούδας παρακολουθοῦσε, τί θὰ γίνῃ μὲ τὸ Χριστό. Ἴσως νὰ μὴν ἐφαντάζετο ποτέ, ὅτι θὰ φτάσῃ στὸ τέλος. Ἴσως νὰ ἐφαντάζετο, ὅτι ὁ Χριστὸς σὲ κάποια στιγμὴ θὰ ἔκανε θαῦμα καὶ θὰ διέλυε τοὺς ἐχθρούς. Ἴσως… σως… Δὲν σᾶς λέγω μετὰ βεβαιότητος. Ἀλλ᾿ ὅταν ἔμαθε, ὅτι ἐδικάσθη εἰς θάνατον, ὅτι τὸν πῆραν δεμένο ἀπὸ τὸν Πιλᾶτο καὶ τὸν πήγαιναν στὸ σταυρὸ πρὸς τὸν Γολγοθᾶ, ὅταν ἔμαθε ὅτι σταυρώθηκε καὶ ὅτι ἐπλησίαζε πλέον νὰ ἀποθάνῃ, καὶ ἀπέθανε· ὅταν ἄκουσε ὅτι ἀπέθανε, τότε τί ἔγινε; Σεισμὸς ἔγινε μέσα εἰς τὴν ψυχή του. Ἐταράχθηκε. Ξύπνησε ἡ συνείδησις. Ἐταράχθη ἀπὸ τὰς τύψεις τῆς συνειδήσεως, ποὺ δὲν ὑπάρχει ἄλλο χειρότερο στὸν κόσμο. Προτιμότερο νὰ σὲ τσιμπήσῃ σκορπιὸς παρὰ νὰ σὲ κεντήσῃ ἡ συνείδησί σου, ἀγαπητέ.
Τὰ τριάκοντα ἀργύρια μπροστά του γινήκανε – τί γινήκανε; Κάρβουνα ἀναμμένα, ποὺ τὸν ἔκαιγαν. Τὰ τριάκοντα ἀργύρια γινήκανε σκορπιοί, ποὺ τὸν κεντούσανε διαρκῶς. Τὰ τριάκοντα ἀργύρια γινήκανε φίδια, ὀχιὲς ποὺ τὸν κεντοῦσαν. Δὲν ἡσύχαζε πλέον, δὲν μποροῦσε νὰ ἡσυχάσῃ. Λέει· Ἀλλοίμονο, τί ἔκανα! Σὰ᾿ νὰ τὸν ἀκούω, σὰ᾿ νὰ τὸν ἀκοῦμε ὅλοι μας·
Τί ἔκανα! Ἄχ τί ἔκανα! Ἄχ ποῦ μὲ ἔσπρωξε ὁ διάβολος! Ἄχ τί ἔπραξα. Ποιό κακούργημα διέπραξα! Νὰ προδώσω τὸν διδάσκαλο; Ποιό διδάσκαλο; Τὸ ραββί, τὸν γλυκύτερο ραββί. Τὸν διδάσκαλον ποὺ δὲν εἶπε ποτὲ κακὸ λόγο· τὸν διδάσκαλο ποὺ δὲν μὲ ἐπέπληξε, ποὺ δὲν μὲ μάλωσε· τὸν διδάσκαλο ποὺ ὅταν ἐγὼ τὸν ἐπρόδιδα, αὐτὸς δὲν μὲ εἶπε προδότη, ἀλλὰ μὲ εἶπε «Φίλε, φίλε ποῦ πᾷς; Φίλε ποῦ πᾷς;». Αὐτὸν τὸν διδάσκαλο ἐπρόδωσα. Ἄχ! ἀναστέναζε ὁ Ἰούδας, τί ἔπραξα; Τί ἔκανα;…
Τί ἔπρεπε νὰ κάνῃ; Τί ἔπρεπε νὰ κάνῃ; Ἔπρεπε νὰ πάρῃ, νὰ τραβήξῃ, αὐτὸ τὸ δρόμο τοῦ Γολγοθᾶ μαζὶ μὲ τὰς μυροφόρους γυναῖκας. Νὰ ἀνεβῇ ἐπάνω στὸ Γολγοθᾶ καὶ προτοῦ ἀκόμα ὁ Χριστὸς νὰ πͺῆ «Τετέλεσται», νὰ πέσῃ μπροστὰ στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ πῇ· Ἥμαρτον Χριστέ, ἥμαρτον Χριστέ, «ἥμαρτον παραδοὺς αἷμα ἀθῷον» (Ματθ. 27,4). Καὶ νά ᾿στε βέβαιοι ὅτι ὁ Χριστός, ποὺ συνεχώρησε μυριάδας ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων, ὁ Χριστὸς ποὺ συνεχώρησε τὸν Πέτρο, ὁ Χριστὸς ποὺ συνεχώρησε τοὺς σταυρωτάς του, ὁ Χριστὸς θὰ τὸν συνεχώρει τὸν Ἰούδα.
Δὲν τὸ ἔκανε ὁ Ἰούδας. Ἀλλὰ τί ἔκανε; Ἀπὸ κακὸ σὲ κακό. Ἡ ἁμαρτία ἔτσι εἶνε. Πετραδάκι φαίνεται ἡ ἁμαρτία στὴν ἀρχή. Τί εἶνε τριάντα ἀργύρια; Πετραδάκι φαίνεται στὴν ἀρχὴ ἡ ἁμαρτία. Ἀλλὰ μετά, ἀφοῦ πλέον γίνῃ, τὸ πετραδάκι φαίνεται Ὄλυμπος, βουνὸ ὁλόκληρο, ποὺ ἀπὸ κακὸ σὲ κακὸ ἔπεσε στὸ χειρότερο. Ποιό εἶνε τὸ χειρότερο κακό; Τὸ λέει ὁ Δάντης, τὸ λένε οἱ πατέρες, τὸ λένε οἱ διδάσκαλοι. Τὸ χειρότερο κακὸ ἀπ᾿ ὅλα ποιό εἶνε; ἀπ᾿ ὅλα τὰ κακά, ἀπ᾿ ὅλους τοὺς δια᾿όλους, πέστε μου. Εἶνε πολλοὶ οἱ δαίμονες· λεγεὼν δαιμόνων κυριαρχεῖ εἰς τὸν κόσμον. Ἀλλὰ ἀπ᾿ ὅλα τὰ δαιμόνια, ἀγαπητοί μου Χριστιανοί, τὸ χειρότερο δαιμόνιο πῶς ὀνομάζεται; Ἀπελπισία! Ἐκεῖ τὸν ἔσπρωξε· στὸ λάκκο τῆς ἀπελπισίας. Καὶ εἶπε· Πάει πιά, Ἰούδα, δὲν ὑπάρχει γιὰ σένα σωτηρία… Ἔτσι ἐσφύριξε ὁ διάβολος, ποὺ γλυκὰ – γλυκὰ στὴν ἀρχὴ τὸν παρέσυρε στὴν προδοσία. Τώρα, τοῦ λέγει, πάει πλέον· γιὰ σὲ τὸν Ἰούδα, ποὺ ἐπρόδωσε τὸν διδάσκαλο, δὲν ὑπάρχει διὰ σὲ σωτηρία…
Καὶ κατόπιν τί ἔκανε; Ἀποτέλεσμα τῆς ἀπελπισίας εἶνε ἡ αὐτοκτονία. Αὐτοκτόνησε! Πῆρε σχοινὶ καὶ κρεμάστηκε ἀπὸ μιὰ συκιά. Καὶ ἔπεσε κάτω καὶ σκοτώθηκε. Αὐτὸ ἦταν τὸ τέλος τοῦ Ἰούδα, ἀδελφοί μου· φρικτό.
Τὸ δίδαγμά μας ποιό εἶνε; Γύρω στὸ τελευταῖο· ὅτι πρέπει νὰ προσέχωμε ἀπὸ τὴν ἀπελπισία. Ποτέ μὰ ποτέ, ποτέ μὰ ποτέ, ποτέ μὰ ποτέ, δὲν πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀπελπισθῇ. Ποτέ νὰ μὴν ἀπελπισθῇ. Καὶ ἂν δὲν ἔχῃ ποῦ ν᾿ ἀκουμπήσῃ ἐδῶ στὴ γῆ, ἐκεῖ ψηλὰ εἶνε ὁ Θεὸς. Πῶς μπορεῖ νὰ ἀπελπισθῇ; Ἡ αὐτοκτονία εἶνε ἀποτέλεσμα τῆς ἀπελπισίας, τοῦ ἄγχους, τὸ ὁποῖο δημιουργεῖ μέσ᾿ στὰς ψυχὰς ἡ ἐνοχὴ καὶ ἡ ἁμαρτία, τὸ κακὸ εἰς τὸν κόσμο.
Ὁ Ἰούδας λοιπὸν ἔγινε διδάσκαλός μας ἀπόψε.(…) Μᾶς διδάσκει ὁ Ἰούδας σήμερον μὲ τὸ πάθημά του. Γι᾿ αὐτὸ τὸν προβάλλει συχνὰ ἡ Ἐκκλησία μας, καὶ ὁμιλεῖ περὶ τοῦ Ἰούδα, καὶ μᾶς συνιστᾷ λοιπὸν· πρῶτον μὲν – τί νὰ κάνουμε; Τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ νὰ τὰ πρσέξωμε, νὰ τὰ βάλωμε βαθειὰ μέσ᾿ στὴν καρδιά μας, νὰ παρακαλέσωμε τὸν Θεὸ νὰ φυτευθοῦν τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χριστοῦ σὰν τὰ δέντρα καὶ νὰ φέρουν καρπό.
Μᾶς διδάσκει ἀκόμα ὁ Ἰούδας, ὅτι δὲν ὑπάρχει πάθος χειρότερον καὶ ἀπαισιώτερον ἀπὸ τὴν φιλαργυρία. Φοβερὸν πάθος, λέπρα τῆς ψυχῆς, ἄβυσσος, ῥίζα κακῶν, θάλασσα μαινομένη, λεγεὼν δαιμονίων εἶνε ἡ φιλαργυρία.
Καὶ τὸ τρίτο ἀκόμα μᾶς διδάσκει, ὅτι ὁσαδήποτε ἁμαρτήματα καὶ ἂν ἔχουμε, νὰ μὴ ἀπελπισθοῦμε. Καλὸν εἶνε νὰ μὴν ἁμαρτήσωμε. Ἀλλὰ ἂν ἁμαρτήσουμε, ἂν πέσουμε σὲ ἁμαρτήματα ―καὶ πέφτουμε, διότι τὸ ἁμαρτάνειν εἶνε ἀνθρώπινον―, τότε ὀφείλομεν ὅλοι μας, ὀφείλομε νὰ μετανοοῦμε εἰλικρινῶς καὶ νὰ σπεύδωμεν κοντὰ στὰ πόδια, τὰ ματωμένα πόδια τοῦ Χριστοῦ μας, καὶ νὰ ποῦμε· Ἥμαρτον, ἥμαρτον! Διότι ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς κλείει μέσα του ἕναν Ἰούδα. Ἕναν Ἰούδα κρύβουμε. Ὤ, νὰ προσέξωμε. Προδίδομε τὸν Χριστὸ σὲ ὡρισμένες στιγμὲς τῆς ζωῆς μας, ὅταν παραβαίνωμεν τὰ ἱερά μας καθήκοντα. Καὶ πρέπει ἐγὼ νὰ ἔχω μιὰ τοιαύτη διάθεσι· νὰ πέφτωμε στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἔπεσε ἡ ἁμαρτωλὸς γυναίκα. Καὶ τότε ὁ Χριστός, ποὺ εἶνε ὠκεανὸς ἀγάπης, ἐλέους καὶ οἰκτιρμῶν, θὰ μᾶς δώσῃ τὴν μετάνοια, θὰ μᾶς δώσῃ τὴν συγχώρησι τῶν ἁμαρτιῶν.
Ὦ Κύριε, σῶσε μας ἐκ τῆς ἀθλιότητος τοῦ Ἰούδα. Εθε ὅλοι μας αὐτὰς τὰς ἁγίας ἡμέρας νὰ συναισθανθῶμεν τὸ θεῖον δρᾶμα καὶ νὰ σπεύσωμε κοντὰ εἰς τὸν Χριστὸν ἐν μετανοίᾳ καὶ συντριβῇ, γιὰ νὰ ἑορτάσωμεν τὴν ἔνδοξον Αὐτοῦ ἀνάστασιν. Ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης, 4-5-1983)
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.