«Βλεπε, χρηματων εραστα»
Μεγάλη Τετάρτη
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
«Βλεπε, χρηματων εραστα»
ΑΠΟΨΕ, ἀγαπητοί, εὑρισκόμεθα στὸ μέσον τῆς ἑβδομάδος τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου, στὸ μέσον τοῦ θείου δράματος. Πολλὰ εἶνε τὰ πρόσωπα ποὺ ἐμφανίζονται σ᾿ αὐτό· ἄντρες, γυναῖκες, παιδιά, ἱερεῖς, γραμματεῖς, φαρισαῖοι, Ἑβραῖοι, Ῥωμαῖοι… Πρωταγωνιστὴς εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὅλα δὲ τὰ ἄλλα πρόσωπα στρέφονται γύρω ἀπὸ αὐτόν.
Ἀλλ᾿ ἐὰν ὑπάρχῃ ἕνα πρόσωπο ποὺ προκαλεῖ τὴ φρίκη, αὐτὸ εἶνε ὁ Ἰούδας. Ὁ Ἰούδας ἀνῆκε στὸν κύκλο τῶν δώδεκα μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ. Ἄκουσε τὴν ὑπέροχο διδασκαλία του, εἶδε τὰ πρωτοφανῆ θαύματά του, εἶδε τὸν ἄμεμπτο βίο του, τὴν ἀγάπη καὶ τὴ στοργή του, ἀφοῦ καὶ τὰ δικά του πόδια ἔπλυνε κι ἀφοῦ καὶ σ᾿ αὐτὸν ἔδωσε ἐκ τοῦ ἁγίου ἄρτου. Ὅλα τὰ ἀπήλαυσε. Ἐν τούτοις αὐτὸς ἔγινε προδότης. Ποιός τὸ περίμενε;
Κάθε ἄνθρωπος ἀλλὰ ἰδιαιτέρως ὁ Ἰούδας ἀποτελεῖ ἕνα μυστήριο. Ὅσο καὶ νὰ προσπαθήσουμε νὰ δώσουμε λύσι στὸ μυστήριο αὐτό, ἀγαπητοί μου, ἀδυνατοῦμε. Ἐρωτοῦν μερικοί· Ἀφοῦ τὸν ἤξερε ὁ Χριστός, πῶς τὸν ἐξέλεξε μεταξὺ τῶν δώδεκα μαθητῶν του;… Καὶ πράγματι· ἐμεῖς δὲν γνωρίζουμε τὸ μέλλον τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς ὡς Θεὸς ἐγνώριζε τὸ μέλλον καὶ τοῦ Ἰούδα, ὅπως ἐγνώριζε καὶ τὸ μέλλον τοῦ Πέτρου. Ἀφοῦ λοιπὸν ἐγνώριζε ὅτι θὰ τὸν προδώσῃ, γιατί τὸν ἐξέλεξε; Κάποιος εὐσεβὴς καθηγητής, τοῦ ὁποίου ὑπῆρξα φοιτητής, ἀπήντησε ὡς ἑξῆς.
Αὐθάδης ἡ ἐρώτησις. Ἕνας γιατρὸς ἐξετάζει τὸν ἄρρωστο, προβλέπει τὴν πορεία τῆς νόσου καὶ λέει στοὺς συγγενεῖς· Δὲν ἔχει ζωή· δυὸ – τρεῖς μέρες θὰ ζήσῃ… Καὶ πράγματι σὲ τρεῖς μέρες πεθαίνει. Εἶνε ὑπεύθυνος ὁ γιατρὸς γιὰ τὸν θάνατο τοῦ ἀσθενοῦς; Ὄχι ἀσφαλῶς. Ἐὰν ὁ γιατρὸς εἶνε ὑπεύθυνος γιὰ τὸν θάνατο τοῦ ἀσθενοῦς, τότε καὶ ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ θεωρηθῇ ὑπεύθυνος γιὰ τὴν προδοσία τοῦ Ἰούδα. Ὅπως ὀρθῶς εἶπαν οἱ θεολογοῦντες, ὁ Ἰούδας ἐπρόδωσε ὄχι διότι ἐπροφητεύθη, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ θὰ ἐπρόδιδε γι᾿ αὐτὸ ἐπροφητεύθη. Ἐν πάσῃ περιπτώσει δὲν θέλω ν᾿ ἀπασχολήσω τὴν διάνοιά σας μὲ τὸ τεράστιο αὐτὸ πρόβλημα τοῦ Ἰούδα, ποὺ ἀπασχολεῖ φιλοσόφους καὶ θεολόγους. Κάπου ἀλλοῦ θὰ στραφοῦμε.
* * *
Εἶχε καὶ ὁ Ἰούδας μέσ᾿ στὴν καρδιά του ἕνα σπινθῆρα, μία σπίθα εὐγενῶν αἰσθημάτων. Ἀλλ᾿ αὐτὴ ἡ σπίθα ἔσβησε κάτω ἀπὸ τὸν ἄνεμο τοῦ πάθους τῆς φιλαργυρίας. Ὁ Κύριος, γιὰ νὰ τὸν βοηθήσῃ νὰ σκεφθῇ, τοῦ εἶχε ἀναθέσει τὸ «γλωσσόκομον» (Ἰωάν. 12,6· 13,29), τὸ κοινὸ βαλάντιο, τὸ ταμεῖο τῆς ἀδελφότητος ποὺ ζοῦσε κοινοβιακῶς. Οὔτε αὐτὸ ὅμως τὸν ἔκανε νὰ συνετισθῇ. Ἀντὶ αὐτοῦ συνήθισε νὰ κλέβῃ, συνήθισε στὴν κλοπή. Ἔτσι διέπραξε καὶ τὸ ἔγκλημα αὐτὸ τῆς προδοσίας, καὶ μένει στιγματισμένος.
Γιὰ τὸν Ἰούδα οἱ ποιηταὶ καὶ ὑμνογράφοι χρησιμοποιοῦν σκληρὲς λέξεις, ὅπως ἀκοῦμε στὸ τροπάριο «Ὅτε οἱ ἔνδοξοι μαθηταὶ ἐν τῷ νιπτῆρι τοῦ δείπνου ἐφωτίζοντο…». Ἐδῶ ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἐφιστᾷ τὴν προσοχὴ καὶ μᾶς λέει· Προσέξτε πολύ. «Βλέπε», λέει, «χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον». Βλέπε, δηλαδή, σὺ ποὺ ἐρωτεύτηκες τὰ χρήματα, αὐτὸν ποὺ ἐξ αἰτίας τῶν χρημάτων ἔφτασε ν᾿ ἀπαγχονισθῇ.
Ἡ φιλαργυρία εἶνε ἕνα ἀπὸ τὰ ἀγριώτερα πάθη. Καὶ στὴν ἐποχή μας ἔλαβε τεράστιες διαστάσεις. Οἱ δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, ἂν ἐξετάσουμε στὸ βάθος, αὐτό εἶχαν αἰτία· τὰ χρήματα, τὰ πετρέλαια, τὰ ὑλικὰ συμφέροντα.
Ὁ ἄνθρωπος δὲ᾿ μένει εὐχαριστημένος στὰ λίγα, σ᾿ αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς μᾶς δίδαξε νὰ ζητοῦμε «τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον» (Ματθ. 6,11)· ἐὰν ἔχουμε τὸ ψωμί μας, φτάνει, δὲ᾿ χρειάζεται τίποτα περισσότερο. Ἄλλοι, π.χ. στὴν Ἀλβανία, θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους εὐτυχῆ, ἂν ἔχουν ἕνα κομμάτι ψωμί. Ἐμεῖς δὲν εὐχαριστούμεθα, ἀλλὰ ζητᾶμε ὅλο καὶ περισσότερα. Καὶ αὐτὸ εἶνε ἡ αἰτία ὅλης αὐτῆς τῆς δυστυχίας.
Εὐτυχισμένη θὰ ἦταν ἡ γῆ καὶ δὲ᾿ θὰ ὑπῆρχε πεινασμένος, ἂν ἐφαρμοζόταν ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ καὶ ζητούσαμε μόνο «τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον». Ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι ἔχουν πλεονεξία. Γι᾿ αὐτὸ βλέπεις μεγάλες ἀντιθέσεις. Ὁ ἕνας ἔχει χρήματα νὰ ζήσῃ ἑκατὸ καὶ διακόσα χρόνια, ὁ ἄλλος δὲν ἔχει ψωμὶ νὰ φάῃ. Κι ὁ πλούσιος δὲ᾿ δίνει τίποτε ἀπολύτως. Προτιμᾷ νὰ τοῦ κόψῃς τὸ χέρι παρὰ νὰ ἐλεήσῃ. Ἀκόμα κι ὅταν βρίσκεται στὸ τέλος τῆς ζωῆς του, εἶνε τόσο κυριευμένος ἀπὸ τὸν ἔρωτα τοῦ χρήματος, ὥστε θωπεύει ὡς ἄλλη ἐρωμένη του τὰ χρήματα, τὸ χρυσίον καὶ τὸ ἀργύριον. Φοβερὸ πρᾶγμα ἡ φιλαργυρία, «ῥίζα πάντων τῶν κακῶν» (Α΄ Τιμ. 6,10). «Βλέπε, χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον».
Μάλιστα· αὐτό μᾶς δίδαξε ὁ Χριστός.
Ἀλλ᾿ ἂς ἐπεκτείνουμε λίγο τὸν λόγο. Ὁ ἄνθρωπος, ἀδελφοί μου, ἐπλάσθη ν᾿ ἀγαπᾷ. Ἡ ἀγάπη του ὅμως διεστράφη καὶ τώρα ἔχει ἔρωτες διεστραμμένους. Δὲν εἶνε μόνο ὁ ἔρως τῶν προσώπων. Ὑπάρχει καὶ ἔρως χρημάτων· ἡ «πλεονεξία» αὐτή, ὅπως λέει ἡ Γραφή, εἶνε «εἰδωλολατρία» (Κολ. 3,5), καὶ ἡ φιλαργυρία επαμε ὅτι εἶνε «ῥίζα ὅλων τῶν κακῶν». Ὑπάρχει ἀκόμη ἔρως ἡδονῶν, ἔρως σαρκός, ἔρως ἀπολαύσεων, ἔρως διασκεδάσεων, ἔρως ἀξιωμάτων, ἔρως ἐπιγείου δόξης. Ὑπάρχουν εὐτυχῶς καὶ εὐγενέστεροι ἔρωτες· ἔρως ἐλευθερίας, ἔρως δικαιοσύνης, ἔρως ἀληθείας, ἔρως δόξης, ἔρως πατρίδος, ἔρως γνώσεως, ἔρως ἐπιστήμης – διότι ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε γιὰ τὰ μεγάλα καὶ τὰ ὑψηλά. Καὶ τέλος στὴν κορυφή, στὰ Ἰμαλάϊα, στὶς Ἄλπεις, ―ἐκεῖ πλέον δὲν θὰ δοῦμε πολλούς, σπάνιοι εἶνε ὅσοι φθάνουν ἐκεῖ πάνω― εἶνε ὁ ἀνώτερος ἔρως, ἡ κορυφὴ τῶν ἐρώτων, ἐκεῖνος ποὺ ἐξευγενίζει ὅλους τοὺς ἔρωτες. Εἶνε ὁ ἔρως ποὺ ψάλλει ὁ Δάντης στὸ ἔργο του Θεία Κωμῳδία καὶ λέει· Ὕψιστος ἔρως εἶνε τὸ ἀμόρε Ντέι (ὰἣ῏ἶὸ ἲὸἂ), ὁ ἔρως τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὸς εἶνε ὁ ἔρως. Τέτοιος ἔρως ὅμως δὲν ὑπάρχει στὴν ἐποχή μας. Ἄλλοι χαμηλοὶ ἔρωτες ὑπάρχουν στὸν κόσμο· καὶ γι᾿ αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι διαπληκτίζονται γιὰ τὰ μικρὰ καὶ τὰ ἀσήμαντα. Συνεπῶς μποροῦμε νὰ ποῦμε, ὅτι ὁ σημερινὸς κόσμος εἶνε ἀν-έραστος, δὲν ἔχει ἔρωτα. Μικροὺς μόνο καὶ ἀσημάντους ἔρωτες ἔχει, ποὺ καταλήγουν σὲ δράματα κοινωνικὰ σὰν αὐτὰ ποὺ διαβάζουμε καθημερινῶς.
Ὁ ἔρως τοῦ Θεοῦ! Αὐτὸς εἶνε ὁ ὑψηλότερος ἔρως. Διότι ὁ ἄνθρωπος ἐπλάσθη γιὰ τὸ ὡραῖο, γιὰ τὴν ὀμορφιά. Καὶ ὀμορφιὰ ὑπάρχει σὲ ὅλη τὴν πλάσι· στὰ λουλούδια, στὰ δέντρα, στὶς λίμνες, στὰ ποτάμια, στὶς θάλασσες, στὸν οὐρανό, στὸν ἥλιο, στὴ σελήνη, στὸ φῶς… Ὅλα αὐτὰ εἶνε ὡραῖα. Λέει ὅμως ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης· Ἂν συλλέξουμε ὅλη αὐτὴ τὴν ὀμορφιὰ ποὺ ὑπάρχει στὰ κτίσματα, αὐτὴ δὲν εἶνε οὔτε ἕνα μόριο, οὔτε ἕνα μυριοστὸ τῆς ὡραιότητος ποὺ ἔχει ὁ Χριστός. Γι᾿ αὐτὸ τώρα τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα ὁ Χριστὸς ὑμνεῖται ὡς τὸ «γλυκὺ ἔαρ», ἡ ὡραία ἄνοιξι, καὶ «ὁ ὡραῖος κάλλει παρὰ πάντας βροτούς»· ἀπ᾿ ὅλους δηλαδὴ τοὺς βροτοὺς ποὺ παρουσιάστηκαν πάνω στὴ γῆ, ὁ ὡραιότερος εἶνε ὁ Χριστός. Ἔτσι τὸν ὑμνοῦν αὐτοὶ ποὺ τὸν ἀγάπησαν.
* * *
Αὐτὰ τὰ λίγα, ἀγαπητοί μου, γιὰ ἀπόψε.
Καὶ τώρα ἐμεῖς νὰ ἐξετάσουμε τὸν ἑαυτό μας, νὰ ἐρευνήσουμε τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας, νὰ δοῦμε, ποιοί ἔρωτες μᾶς συγκλονίζουν. Ὁ συνηθέστερος ἐπίγειος ἔρως εἶνε ὁ γενετήσιος; Πανσεξουαλισμὸς ἐπικρατεῖ σήμερα στὸν κόσμο. Γι᾿ αὐτόν καὶ μόνο γράφουν καὶ μιλοῦν ὅλοι. Πῶς μπορεῖ ὁ ἔρως αὐτὸς νὰ τεθῇ ὑπὸ ἔλεγχον; Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, μεγάλος ψυχολόγος, ἀπαντᾷ· «ἔρως ἔρωτι νικᾶται». Τί θὰ πῇ αὐτό; Ὅτι ὁ ἕνας ἔρως, ὁ μικρὸς καὶ χαμηλός, νικᾶται ἀπὸ ἕναν ἄλλο ἀνώτερο ἔρωτα, τὸν ἔρωτα τοῦ Θεοῦ. Τέτοια αἰσθήματα διεγείρει κατ᾿ ἐξοχὴν ἡ θεία λειτουργία. Γι᾿ αὐτὸ στὴν θεία κοινωνία λέμε· «Ἔθελξας πόθῳ με, Χριστέ, καὶ ἠλλοίωσας τῷ θείῳ σου ἔρωτι…».
Ἂς ἀγαπήσουμε λοιπὸν τὸ Χριστὸ παραπάνω ἀπ᾿ ὅλα τὰ ἀνθρώπινα. Εθε ὁ Θεὸς νὰ μᾶς φωτίσῃ νὰ καταλάβουμε τὴ ματαιότητα τοῦ κόσμου. Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο νὰ μᾶς κάνῃ νὰ αἰσθανθοῦμε τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες νὰ πάλλουν μέσ᾿ στὴν ψυχή μας τὰ μεγάλα καὶ τὰ ὑψηλά. Εθε ν᾿ ἀποκτήσουμε τὸν θεῖο ἔρωτα, ποὺ μαγνήτιζε καὶ ἐνθουσίαζε τοὺς ἁγίους. Ἐμᾶς τοὺς ψυχροὺς τῇ καρδίᾳ καὶ νεκροὺς τῇ διάνοιᾳ, νὰ μᾶς ἀξιώσῃ ἑνὸς τέτοιου μεγαλείου. Νὰ μὴν εμεθα ἀνέραστοι σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο. Ν᾿ ἀποκτήσουμε τὸν θεῖο ἔρωτα, γιὰ νὰ ὑμνοῦμε τὸν Ἰησοῦν Χριστόν· «ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας». Ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης, Μ. Τετάρτη ἑσπέρας 22-4-1992)
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.