Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ – 12 ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ THΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ
Κυριακὴ τοῦ Πάσχα νύκτα
Ομιλία Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ
12 ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ THΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ
Η πίστι μας, ἡ Ἐκκλησία μας, εἶνε, ἀγαπητοί μου, δεντρὶ ποὺ τὸ φύτευσε ἡ δεξιὰ τοῦ Ὑψίστου. Καὶ ὅπως τὸ δέντρο ἔχει ῥίζα, ἔτσι καὶ τὸ δέντρο αὐτὸ ποὺ λέγεται Ὀρθοδοξία ἔχει ῥίζα. Ποιά εἶνε ἡ ῥίζα; Δύο λέξεις· «Χριστὸς ἀνέστη». Ἢ ἀνέστη, ἢ δὲν ἀνέστη. Λέμε λοιπὸν σὲ ὅλους, ὅτι ἡ ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ εἶνε γεγονὸς ἱστορικό, τὸ μεγαλύτερο ἀπὸ ὅσα συνέβησαν στὴν ἱστορία. Γεγονὸς μὲ παγκόσμια ἀκτινοβολία, γεγονὸς ποὺ ἔσεισε καὶ τὸν ᾅδη ἀκόμα, γεγονὸς κοσμογονικό.
Θὰ μοῦ πῇ ὅμως κάποιος· Αὐτὰ εἶνε λόγια· ἐμεῖς θέλουμε ἀποδείξεις. Ἀποδείξεις; Πολλές, ἀμέτρητες, ὅπως οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου.
Ἂς στήσουμε σήμερα ἕνα δικαστήριο. Καὶ στὴν ἕδρα νὰ βάλουμε ὡς κριτὴ τὴν ἱστορία. Τὴν ἱστορία, ποὺ δὲν πείθεται μὲ μύθους καὶ παραμύθια, ἀλλὰ θέλει γεγονότα, τεκμήρια, ἀποδείξεις. Ἡ ἱστορία, λοιπόν, ζητάει μάρτυρες γιὰ τὴν Ἀνάστασι. Ὑπάρχουν; Βεβαίως. Κανένα ἄλλο γεγονὸς δὲν ἔχει τόσους μάρτυρες ὅσους ἡ ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ. Οὔτε ἡ ζωὴ τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου δὲν εἶνε τόσο βεβαιωμένη· τέσσερις – πέντε ἱστορικοὶ μαρτυροῦν γι᾿ αὐτόν, καὶ μετὰ σιγή. Ἐνῷ ἡ Ἀνάστασι ἔχει πλῆθος μάρτυρες. Ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς ἐκλέγουμε ἐνδεικτικῶς τέσσερις τριάδες, δηλαδὴ ἐν συνόλῳ 12 μαρτυρίες.
* * *
Πρῶτοι μάρτυρες παρουσιάζονται οἱ ΠΡΟΦΗΤΑΙ. Πρὶν ἀκόμα γίνῃ ἡ Ἀνάστασι, μαρτυροῦν γι᾿ αὐτὴν μὲ προτυπώσεις.
-Πρῶτος ὁ Μωϋσῆς γράφει γιὰ τὸ Χριστό· «ἀναπεσὼν ἐκοιμήθης ὡς λέων καὶ ὡς σκύμνος» (Γέν. 49, 9). Κοιμήθηκες, λέει, Χριστέ, σὰν τὸ λιοντάρι. Ἂν δῇς λιοντάρι νὰ κοιμᾶται, σὲ ρωτῶ, τολμᾷς νὰ πᾷς νὰ τὸ ξυπνήσῃς; Παρακαλᾷς νὰ μὴ ξυπνήσῃ. «Τίς ἐγερεῖ αὐτόν;»· ποιός νὰ τὸν ξυπνήσῃ; Σὰν λιοντάρι ποὺ κοιμᾶται, «σκύμνος λέοντος Ἰούδα» (ἔ.ἀ.) εἶσαι, λέει, Χριστέ.
–Ἔρχεται κατόπιν ὁ Δαυῒδ καὶ ψάλλει μὲ τὴ χρυσῆ του λίρα· «Ἀναστήτω ὁ Θεός, καὶ διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ, καὶ φυγέτωσαν ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ οἱ μισοῦντες αὐτόν» (Ψαλμ. 67,2), αὐτὸ δηλαδὴ ποὺ ἀκοῦμε στὴν Ἀνάστασι.
-Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἠσαΐας, ὁ λεγόμενος πέμπτος εὐαγγελιστής, ἀφοῦ περιγράφει τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ, προτρέπει τὴ Νέα Ἰερουσαλήμ, δηλαδὴ τὴν Ἐκκλησία, νὰ χαρῇ καὶ νὰ πανηγυρίσῃ γιὰ τὴν ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ. Τὰ δικά του λόγια χρησιμοποιεῖ ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος στὴν ἀναστάσιμη ἀκολουθία ὅταν λέει· «Φωτίζου φωτίζου, ἡ νέα Ἰερουσαλήμ, ἡ γὰρ δόξα Κυρίου ἐπὶ σὲ ἀνέτειλε…» καὶ «Ἆρον κύκλῳ τοὺς ὀφθαλμούς σου, Σιών, καὶ δε· ᾿ἰδού γὰρ ἥκασί σοι… τὰ τέκνα σου» (Ἠσ. 60,1-4 καὶ θ΄ ᾠδὴ Πάσχα).
Μετὰ ἔρχονται ἄλλοι τρεῖς μάρτυρες· εἶνε μάρτυρες ΤΗΣ ΤΑΦΗΣ.
Καὶ πρῶτοι οἱ φύλακες, ποὺ φρουροῦσαν τὸ σφραγισμένο μνῆμα τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἀρνούμενοι τὴν Ἀνάστασι λένε, ὅτι τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἐκλάπη τὴ νύχτα ἀπὸ τοὺς μαθητάς του. Ἀλλὰ ἡ Ῥώμη εἶχε αὐστηρότητα. Ἂν εἶχε συμβῆ κάτι τέτοιο, ὅλη ἡ φρουρὰ θὰ εἶχε περάσει ἀπὸ στρατοδικεῖο καὶ θὰ εἶχε ἐκτελεσθῆ, πρᾶγμα ποὺ δὲν ἔγινε. Ἄρα ὁ Χριστὸς δὲν ἐκλάπη.
–Τὸ ἴδιο μαρτυρεῖ ὁ κενὸς τάφος. Ὁ τάφος βρέθηκε ἄδειος. Τὸ διεπίστωσαν ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης, ποὺ ἔτρεξαν μαζὶ στὸ μνῆμα. Εἶδαν νὰ λείπῃ τὸ σῶμα.
-Καὶ τὴ μαρτυρία συμπληρώνουν τὰ ὀθόνια καὶ τὸ σουδάριο. Οἱ δύο μαθηταὶ εἶδαν «τὰ ὀθόνια κείμενα, καὶ τὸ σουδάριον, ὃ ἦν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, οὐ μετὰ τῶν ὀθονίων κείμενον, ἀλλὰ χωρὶς ἐντετυλιγμένον εἰς ἕνα τόπον» (Ἰωάν. 20,7). Τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά; Γιὰ νὰ τὰ καταλάβουμε, πρέπει νὰ ξέρουμε πῶς ἔθαβαν οἱ Ἑβραῖοι τοὺς νεκρούς. Ὅταν πέθαινε ὁ ἄνθρωπος, τὸν ἔπλεναν, τὸν ἄλειφαν μὲ ἀρώματα καί, ὅπως ἡ μάνα φασκιώνει τὸ παιδί, τύλιγαν ὅλο τὸ σῶμα μὲ τὰ «ὀθόνια» ποὺ ἦταν λουρίδες ὑφάσματος. Γιὰ τὸ κεφάλι εἶχαν τὸ σουδάριο. Αὐτὰ κολλοῦσαν δυνατὰ στὸ κορμὶ μαζὶ μὲ τὰ ἀρώματα. Ἂν ἐπέμενες νὰ τὰ ξεκολλήσῃς, ἔπρεπε νὰ τραβήξῃς καὶ κρέας. Βλέπετε λοιπὸν τί σημασία ἔχει αὐτό; Διότι ὅταν κανεὶς κλέβῃ εἶνε βιαστικός. Ἂν πήγαιναν νὰ κλέψουν τὸ Χριστό, θὰ τὸν ἔπαιρναν ὅπως ἦταν, μὲ τὰ σουδάρια καὶ τὰ ὀθόνια· γιατὶ γιὰ νὰ τὰ ξεκολλήσουν, θὰ χρειάζονταν ὧρες κ᾿ ἔπρεπε νά ᾿χουν ζεστὸ νερό. Ἔχετε δεῖ πῶς κολλάει ἡ γάζα πάνω στὴν πληγή; Καὶ ὁ Χριστὸς ἦταν γεμᾶτος πληγές. Τώρα ὅμως τὰ ὀθόνια καὶ τὰ σουδάρια μείνανε ἐκεῖ, ὅπως τὸ φίδι γλιστράει κι ἀφήνει τὸ φιδοπουκάμισό του. Ὁ Χριστὸς βγῆκε καὶ ἄφησε τὸ σουδάριο καὶ «τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα» (Λουκ. 24,12).
Ἡ μεγαλύτερη ὅμως μαρτυρία εἶνε οἱ ΠΙΣΤΟΙ.
Οἱ ἀπόστολοι τὴ Μεγάλη Πέμπτη τὸ βράδυ, ἅμα παρουσιάστηκε ἡ σπείρα μὲ τὰ ῥόπαλα καὶ τοὺς φανούς, ἄφησαν τὸ Χριστό. Ἔγιναν ἄφαντοι, φοβισμένοι καὶ δύσπιστοι. Καὶ μετά; Μετά, αὐτοὶ οἱ λαγοὶ ἔγιναν λιοντάρια. Ποιός τοὺς ἄλλαξε; Τὸ χρῆμα; Ἡ δόξα; Οἱ ἀπολαύσεις; Ὄχι. Μόνο ἡ πίστι, ὅτι ἀνέστη ὁ Κύριος. Τὸ λένε· «Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον» (Ἰωάν. 20,25), εδαμε τὸν Κύριο μὲ τὰ μάτια μας. Καὶ ὁ Θωμᾶς, ὁ πιὸ δύσπιστος ἀπ᾿ ὅλους, λέει· «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» (ἔ.ἀ. 20, 29). ϗ Δὲ᾿ σᾶς εἶπα τίποτα. Ἡ πιὸ μεγάλη μαρτυρία εἶνε ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Τί ἦταν προηγουμένως; Μανιώδης διώκτης. Καὶ τώρα ξαφνικὰ τὸν βλέπεις καὶ γίνεται ὁ μεγαλύτερος κήρυκας τοῦ εὐαγγελίου. Τί τὸν ἄλλαξε; τὸ ὅτι ἐγνώρισε «τὴν δύναμιν τῆς ἀναστάσεως» τοῦ Χριστοῦ (Φιλιπ. 3,10).
–Καὶ μόνο αὐτοί; Ἔρχονται ἔπειτα ἀναρίθμητοι μάρτυρες ὅλων τῶν αἰώνων. Εἶνε ἀπ᾿ ὅλες τὶς τάξεις καὶ ἀπ᾿ ὅλα τὰ ἐπαγγέλματα. Τοὺς ῥίχνουν μέσ᾿ στὰ θηρία στὶς φωτιὲς καὶ στὰ ἀμφιθέατρα, κι αὐτοὶ φωνάζουν «Χριστὸς ἀνέστη»!
Καὶ θὰ κλείσω μὲ τρεῖς νεώτερες ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ.
-Στὴν τουρκοκρατία ἕνας μπέης ἔπιασε ἕνα Χριστιανὸ νέο στὸν Πόντο. Τὸν εἶδε ἔξυπνο καὶ ἱκανό, καὶ ἤθελε νὰ τὸν κάνῃ Τοῦρκο. Προσπάθησε μὲ γλυκὰ λόγια· ἀδύνατον. Τοῦ λέει· ―Ἂν δὲν ἔρθῃς στὴ θρησκεία μας, θὰ σὲ σκοτώσω. Ὁ νέος τότε προσποιήθηκε· ―Καλά, λέει, μπέη μου, θ᾿ ἀλλάξω θρησκεία· ἀλλὰ θέλω νὰ τὸ κάνω ἐπισήμως, τὴν ἡμέρα τῆς Λαμπρῆς· τότε θ᾿ ἀνεβῶ στὸ τζαμὶ νὰ τὸ διακηρύξω… Χάρηκαν οἱ Τοῦρκοι καὶ μαζεύτηκαν τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ἐνῷ οἱ Χριστιανοὶ εἶχαν πένθος. Αὐτὸς κάνει τὴν προσευχή του, ἀνεβαίνει στὸ μιναρέ, κι ἀπὸ ᾿κεῖ ἀρχίζει νὰ ψάλλῃ· «Χριστὸς ἀνέστη…». Οἱ Τοῦρκοι λύσσαξαν. Τὸν ἅρπαξαν καὶ τὸν ἔρριξαν κάτω ἀπ᾿ τὸ μιναρέ· βεβαίωσε τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» μὲ τὸ αἷμα του.
Θέλετε ἄλλο; Ἕνας γέρος στὴν Κοζάνη μοῦ ἔλεγε· Πέρασα βάσανα, γνώρισα καὶ χαρές. Ἡ μεγαλύτερη ὅμως χαρά μου ἦταν τὸ 1912, ὅταν ἐλευθερώθηκε ἡ πατρίδα. Τότε στὴν πλατεῖα τῆς πόλεως ἦρθε τρεχᾶτος ἕνας Ἕλληνας τσολιᾶς καὶ φώναζε· «Ἀδέρφια, “Χριστὸς ἀνέστη”!». Κάναμε σὰ᾿ μικρὰ παιδιά, σχίζαμε τὰ φέσια μας, καὶ ὅλοι φωνάζαμε τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» μὲ διπλῆ σημασία, ἐθνικὴ καὶ θρησκευτική… Αὐτό, ὅπως λέει κάποιος ἱστορικός, ὑπῆρξε ἡ βακτηρία, τὸ ῥαβδὶ στὸ ὁποῖο στηρίχθηκε τὸ βασανισμένο γένος μας, ὁ πολικὸς ἀστέρας μέσα στὴ μαύρη νύχτα. Δὲ᾿ μᾶς ἔσωσαν οἱ ψευτοφιλοσοφίες· μᾶς ἔσωσε ὁ Χριστός, ὁ ἀναστὰς ἐκ νεκρῶν.
Τέλος καὶ ἕνα «Χριστὸς ἀνέστη», ποὺ ἀκούστηκε στὴ Μόσχα τότε ποὺ γινόταν διωγμὸς ἐναντίον τῆς θρησκείας, τὰ πρῶτα χρόνια τῆς ἐπαναστάσεως. Τότε, σ᾿ ἕνα μεγάλο θέατρο τῆς Μόσχας ποὺ ἦταν κατάμεστο, ἕνας ἄθεος διαφωτιστὴς ἀνέβηκε στὸ βῆμα, τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως, καὶ ἐπὶ δύο ὧρες ῥητόρευε ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ἀναστάσεώς του. Ποιός νὰ τοῦ φέρῃ ἀντίρρησι; Ἕνας νεαρὸς ὅμως τόλμησε νὰ ζητήσῃ τὸ λόγο. Ἐκεῖνος δυσαρεστήθηκε. Τοῦ λέει· ―Θὰ σοῦ ἐπιτρέψω, ἀλλὰ ὄχι πάνω ἀπὸ πέντε λεπτά. ―Ὄχι, σύντροφε, λέει· οὔτε δυὸ λεπτὰ δὲ᾿ θὰ κάνω. Ἀνεβαίνει ἐπάνω καὶ φωνάζει στὴ ῥωσικὴ γλῶσσα· ―«Χριστὸς ἀνέστη!». Σείστηκε τότε ὅλο τὸ θέατρο· ―«Ἀληθῶς ἀνέστη!». Λαγὸς ἔγινε ὁ σύντροφος…
* * *
Ἀδέρφια μου! Ὅσοι πιστοί, στὸν αἰῶνα αὐτὸ τῆς ἀπιστίας καὶ τοῦ ὑλισμοῦ, ἂς μείνουμε ἑδραῖοι. Μπορεῖς νὰ ἀμφιβάλλῃς γιὰ ὅλα· γιὰ τὸ ἂν ὑπῆρξε Ἀλέξανδρος, γιὰ τὸ ἂν ὑπάρχῃ φεγγάρι· μπορεῖς νὰ ἀμφιβάλλῃς ἀκόμα καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό σου. Μπορεῖς νὰ ἀμφιβάλλῃς γιὰ ὅλα· γιὰ ἕνα πρᾶγμα νὰ μὴν ἀμφιβάλλῃς. «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι» (Ματθ. 24,35). Μὴν ἀμφιβάλλεις, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ ἀληθινὸς Θεός. Ζῇ, δὲν πέθανε! Ζῇ καὶ θριαμβεύει εἰς τοὺς αἰῶνας. Ὅν, παῖδες ὑμνεῖτε, ἄνδρες καὶ γυναῖκες ὑμνεῖτε, μικροὶ καὶ μεγάλοι ὑμνεῖτε, σύμπας ὁ λαὸς ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Νικολάου Νεαπόλεως [=συνοικία τῆς πόλεως\ Φιλίππων – Καβάλας, Κυριακὴ τοῦ Παραλύτου ἑσπέρας 20-5-1962)
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.