ΒΑΣΙΛΕΙΣ ΑΓΙΟΙ (Κωνσταντινος και Ἑλενη — 21 Μαϊου)
AΠΟ ΒΙΒΛΙΟ· ΑΓΙΟΙ «ΑΠ” ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ»
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ
ΒΑΣΙΛΕΙΣ ΑΓΙΟΙ
(Κωνσταντῖνος καί Ἑλένη — 21 Μαΐου)
Στή σειρά τῶν ὁμιλιῶν αὐτῶν εἴδαμε, ἀγαπητοί μου, ἁγίους λαϊκούς νά προέρχωνται ἀπό διάφορα ἐπαγγέλματα. Στήν ὁμιλία μας αὐτή θά παρουσιάσουμε καί ἁγίους βασιλεῖς. Ἀλλά μπορεῖ νά πῆ κανείς: Εἶνε δυνατόν βασιλεῖς νά γίνουν ἅγιοι; Οἱ βασιλεῖς περισσότερο ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους ἔχουν νά παλέψουν καί νά νικήσουν μεγάλους πειρασμούς, ὅπως εἶνε οἱ πειρασμοί τῆς βίας, τῆς δόξης, τοῦ πλούτου, τῶν ἡδονῶν καί τῶν διασκεδάσεων. Ζοῦν μέσα σ’ ἕνα κόσμο ματαιότητος. Ἀνεξέλεγκτοι καθώς εἶνε, εὔκολα μποροῦν νά διαπράξουν ἀτιμίες καί ἐγκλήματα, ὅπως ὁ Ἡρώδης ἐκεῖνος, πού ἔσφαξε τά νήπια καί ἔδιωξε τή νόμιμη γυναῖκα του καί ζοῦσε μέ παλλακίδα. Καί ὅμως, παρ’ ὅλα αὐτά τά ἐμπόδια καί τούς πειρασμούς, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ ἱστορία, ὑπάρχουν παραδείγματα βασιλέων, πού κατώρθωσαν νά ζήσουν ὄχι ἀναμάρτητοι – γιατί τό ἀναμάρτητον ἀνήκει μόνο στόν Κύριο ἡμῶν Ιησοῦ Χριστό -, ἀλλά νά ζήσουν μιά ζωή, πού, ἄν κριθῆ στό σύνολο καί ὄχι στίς λεπτομέρειες, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ὑπῆρξε χριστιανική. Ἅγιος, ὅπως εἴπαμε καί ἄλλοτε, σέ ἀπόλυτη ἔννοια δέν ὑπάρχει, πλήν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἅγιοι ὀνομάζονται σέ σχετική ἔννοια ἄνθρωποι πού διέπραξαν μέν ἁμαρτήματα, ἀλλά πίστεψαν καί μετανόησαν εἰλικρινά καί ἀνυψώθηκαν πνευματικά. Ἄν ἀφαιρέσουμε τή μετάνοια, ὁ παράδεισος θ’ ἀδειάση καί θα μείνουν μόνο λίγοι πού βαφτίστηκαν καί πέθαναν σέ νηπιακή ἡλικία.
Μέ τήν ἔννοια αὐτή τοῦ ἁγίου μποροῦν νά ὀνομασθοῦν ἅγιοι καί ὁ βασιλιᾶς Κωνσταντῖνος καί ἡ μητέρα του Ἑλένη, πού ἡ Ἐκκλησία γιορτάζει τή μνήμη τους στίς 21 Μαΐου. Ὁ
←←←
Κωνσταντῖνος γεννήθηκε τό 274 στή Νίσσα τῆς Σερβίας. Ἡ μητέρα του Ἑλένη γεννήθηκε στή Μικρά Ἀσία, στό χωριό Δρεπάνι τῆς Βιθυνίας. Ὁ πατέρας τοῦ Κωνσταντίνου ὠνομαζόταν Κωνστάντιος. Καταγόταν ἀπό τήν Ἰλλυρία καί γιά τήν ἀνδρεία του ἀνέβηκε στό ἀξίωμα τοῦ στρατηγοῦ, ἀργότερα δέ ἀνακηρύχθηκε αὐτοκράτορας τοῦ δυτικοῦ μέρους τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, δηλαδή τῆς σημερινῆς Βρετανίας, Γαλλίας καί Ἱσπανίας.
Ἡ ἐποχή ἦταν μιά ἀπό τίς ταραχώδεις ἐποχές τῆς αὐτοκρατορίας. Βασιλεῖς καί αὐτοκράτορες φονεύονταν, ἄλλοι ἀνέβαιναν στούς θρόνους καί αὐτοί πάλι φονεύονταν, κι ἔτσι ἡ ἱστορία τῶν χρόνων ἐκείνων ἦταν μιά ἁλυσίδα δολοφονιῶν γύρω ἀπό τούς βασιλικούς θρόνους. Τέλος, στήν πάλη αὐτή τῶν εἰδωλολατρῶν αυτοκρατόρων, ἐπικράτησε ὁ Διοκλητιανός, πού ἀργότερα ἔγινε ὁ σκληρότερος διώκτης τῶν χριστιανῶν. Αὐτός διαίρεσε τήν ἀπέραντη Ρωμαϊκή αὐτοκρατορία σέ δύο τμήματα, τό ἀνατολικό καί τό δυτικό. Πρωτεύουσα τοῦ ἀνατολικοῦ, πού συμπεριλάμβανε καί τήν Ἑλλάδα, ἤτανε ἡ Νικομήδεια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, αὐτοκράτορας δέ ὁ Διοκλητιανός. Πρωτεύουσα δέ τοῦ δυτικοῦ τμήματος ἦταν τά Μεδιόλανα (τό Μιλάνο), αὐτοκράτορας δέ ὁ φίλος τοῦ Διοκλητιανοῦ Μαξιμιανός. Κοντά σ’ αὐτούς τούς δύο αὐτοκράτορες, σάν βοηθοί τῶν αὐγούστων αὐτοκρατόρων, ὡρίστηκαν καίσαρες στήν Ἀνατολή ὁ Βαλλέριος καί στή Δύσι ὁ πατέρας τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, ὁ Κωνστάντιος. Ἔτσι ἔγινε τετραρχία στήν ἐξουσία. Ἀλλ’ ἐπειδή ὁ Διοκλητιανός δέν εἶχε ἐμπιστοσύνη στόν καίσαρα Κωνστάντιο, ζήτησε καί κράτησε σάν ὅμηρο στήν αὐλή του τό νεαρό υἱό του τόν Κωνσταντῖνο, τόν μετέπειτα Μέγα Κωνσταντῖνο.
Ὁ Κωνσταντῖνος ἔζησε κάτω ἀπό δυσμενεῖς συνθῆκες μέσα σέ πανάθλιο περιβάλλον τῶν αὐτοκρατόρων. Τόν ὑπέβλεπαν καί πολλές φορές κινδύνευσε. ‘Αλλά κατώρθωσε νά φύγη καί νά ἔρθη στόν πατέρα του, πού σέ λίγο πέθανε, τά δέ στρατεύματα ἀνακήρυξαν καίσαρα τόν Κωνσταντῖνο. ‘Αλλαγές ἔγιναν καί στίς ἄλλες θέσεις τῆς τετραρχίας. ‘Από τίς αλλαγές αὐτές, ὕστερα ἀπό διάφορα ἐπεισόδια καί μάχες, αὐτοκράτορας τῆς Δύσεως ἔγινε ὁ Μαξέντιος.
Ὁ Μαξέντιος μισοῦσε πολύ τόν Μ. Κωνσταντῖνο, ἄν καί ἦταν συγγενής του, καί ἐπιθυμοῦσε τήν ἐξντωσί του. Ὁ Μ. Κωνσταντῖνος ἀντελήφθη ἐγκαίρως τά σχέδια τοῦ ἐχθροῦ του καί ἀποφάσισε νά δράση πρῶτος αὐτός. Ὅπως ἄλλοτε ὁ Ἀννίβας, ἔτσι τώρα ὁ Κωνσταντῖνος μέ τίς λεγεῶνες του πέρασε τίς Ἄλπεις καί σάν κεραυνός ἔφθασε μπροστά στή Ρώμη. Στά πρόθυρα τῆς Ρώμης, σέ κάποια γέφυρα τοῦ Τίβερι ποταμοῦ, τή Μουλβία, ἔγινε κραταιά μάχη. Προτοῦ νά γίνη ἡ μάχη, ὁ Μ. Κωνσταντῖνος εἶδε ὅραμα. Εἶδε, ἐνῶ ἦταν μεσημέρι, στόν οὐρανό ἕνα σταυρό πού σχημάτιζαν ἄστρα νά λάμπη περισσότερο ἀπ’ τόν ἥλιο καί γύρω ἀπ’ τό σταυρό εἶδε τήν ἐπιγραφή: «Κωνσταντῖνε, ἐν τούτῳ νίκα». Ἀπό τό ὅραμα αὐτό πῆρε θάρρος ὁ Μ. Κωνσταντῖνος καί διέταξε νά κατασκευασθῆ σταυρός, ὁ ὁποῖος θά προηγεῖτο τῶν στρατευμάτων του σέ καιρό μάχης.
Ἦταν ὁ πρῶτος χριστιανικός στρατός. Λίγος σέ σύγκρισι μέ τόν εἰδωλολατρικό στρατό τοῦ Μαξεντίου. Ἀλλ’ ὁ λίγος αὐτός στρατός, μέ σημαία τόν τίμιο σταυρό, ὥρμησε ἐναντίον τοῦ εἰδωλολατρικοῦ στρατεύματος καί τό νίκησε. Ὁ Μαξέντιος, περνώντας τή Μουλβία γέφυρα, γκρεμίστηκε καί πνίγηκε στά νερά τοῦ Τίβερι ποταμοῦ. Ὁ Μ. Κωνσταντῖνος τήν ἄλλη μέρα μπῆκε θριαμβευτής στήν αἰώνια πόλι, τή Ρώμη, καί ἀνακηρύχθηκε αὐτοκράτορας.
Πρώτη ἐνέργειά του ἦταν νά στηθῆ ὁ τίμιος σταυρός στά κυριώτερα μέρη τῆς πόλεως. Ἄλλη ἐνέργεια: Σέ συμφωνία μέ τόν αὐτοκράτορα τῆς Ἀνατολῆς, τό Λικίνιο, τό 313 ὑπογράφτηκε στά Μεδιόλανα τό περίφημο διάταγμα, μέ τό ὁποῖο σταμάτησαν οἱ διωγμοί ἐναντίον των χριστιανῶν. Οἱ χριστιανοί ἦταν πιά ἐλεύθεροι νά χτίσουν ἐκκλησίες καί νά λατρεύουν τόν ἀληθινό Θεό, ὅπως ἤθελαν. Ὅταν σκεφθῆ κάνεις ὅτι τρεῖς αἰῶνες διωκόταν ἡ χριστιανική πίστις καί εἶχαν χυθῆ ποταμοί αἱμάτων, τότε μπορεῖ νά καταλάβη τή μεγάλη ἀξία πού εἶχε τό διάταγμα των Μεδιολάνων. Νέα ἐποχή γιά τό Χριστιανισμό.
Ἀλλά καί σ’ ἄλλες ἐνέργειες ὑπέρ τοῦ Χριστιανισμοῦ προέβη ὁ Μ. Κωνσταντῖνος. Ἡ νομοθεσία τοῦ κράτους, πού ἦταν μέχρι τότε πέρα γιά πέρα εἰδωλολατρική, ἄρχισε νά ἀλλάζη καί νά γίνεται χριστιανική νομοθεσία.
Διατάγματα τοῦ Μ. Κωνσταντίνου ὥριζαν, ὅτι κανένας δέν ἐπιτρέπεται νά βλαστημάη τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ὅτι ἔπρεπε νά χτίζωνται χριστιανικοί ναοί, ὅτι τίς Κυριακές καί μεγάλες γιορτές ἀπαγορεύεται νά γίνωνται ἱπποδρομίες καί θέατρα, ὅτι οἱ χῆρες καί τά ὀρφανά πρέπει νά προστατεύωνται κ.ἄ.
‘Αργότερα ὁ Μ. Κωνσταντῖνος νίκησε καί τό Λικίνιο καί ἔτσι ἔγινε μονοκράτορας. Μετέφερε δέ τήν ἕδρα του σέ νέα πόλι, πού πρός τιμήν του ὠνομάστηκε Κωνσταντινούπολις. Χίλια χρόνια παρέμεινε ἡ Κωνσταντινούπολις πρωτεύουσα τοῦ ἐνδόξου Βυζαντινοῦ κράτους καί σάν φάρος ἔλαμπε σ’ ἀνατολή καί δύσι.
Ὁ Μ. Κωνσταντῖνος ἐνδιαφέρθηκε νά ξαπλωθῆ ὁ Χριστιανισμός καί σ’ ἄλλα μέρη. Τότε πίστεψαν καί οἱ Ἀρμένιοι. Ὅταν δέ ἐμφανίστηκε ὁ αἱρεσιάρχης Ἄρειος, ὁ Μ. Κωνσταντῖνος συνεκάλεσε τήν Α΄ οἰκουμενική Σύνοδο στή Νίκαια τό 325, πού κατεδίκασε τή φοβερή αἵρεσι τοῦ ‘Αρείου καί συνέταξε τό Σύμβολο τῆς πίστεως. Κοντά στά ἄλλα πού ἔκανε εἶνε καί τοῦτο: Ἔστειλε τή μητέρα του, τήν ἁγία Ἑλένη, στούς ἁγίους τόπους, ἡ ὁποία βρῆκε τόν τίμιο σταυρό.
Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος προαισθάνθηκε τό τέλος του. Μετανόησε γιά ὅ,τι κακό ἔκανε σάν άνθρωπος καί βασιλιᾶς, βαπτίστηκε καί ἀπό τή μέρα τῆς βαπτίσεώς του δέν ξαναφόρεσε τήν αὐτοκρατορική χλαμύδα, ἀλλά φοροῦσε τό λευκό χιτῶνα τοῦ βαπτίσματος. Ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ τό 337. Βασίλευσε τριάντα χρόνια καί δέκα μῆνες.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.