Ή ΤΟΝ ΕΝΑ Ή ΤΟΝ ΑΛΛΟ
Κυριακὴ Γ΄ Ματθαίου
Ἢ τον ενα ἢ τὸν ἄλλο
«Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ»
(Ματθ. 6,24)
ΕΙΝΕ, ἀγαπητοί μου, εἶνε τόσο καθαρὰ τὰ λόγια ποὺ λέει σήμερα ὁ Κύριος, ὥστε δὲν ὑπάρχει ἀνάγκη νὰ τὰ ἑρμηνεύσῃ κανείς. Μᾶς καλεῖ νὰ κάνουμε μιὰ ἐκλογή. Νὰ διαλέξουμε ἢ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο.
Ποιός εἶνε ὁ ἕνας; Τὸ ἀκοῦμε κάθε φορὰ στὴ θεία λειτουργία· «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός. Ἀμήν». Καὶ ὁ ἄλλος ποιός εἶνε; Ὤ τὸν βρωμερό, ὤ τὸν ἀκάθαρτο, ὤ τὸν ἀπαίσιο, ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ τὸν μισοῦμε περισσότερο ἀπὸ ὁ,τιδήποτε στὸν κόσμο!
Εἴδατε πόσο ἀγανακτοῦμε, ὅταν μιὰ γυναίκα ἔχει ἄνδρα θαυμάσιο καὶ τὸν ἀφήνῃ καὶ σμίγῃ μὲ ἄλλον, βρωμερὸ καὶ τρισάθλιο; Ἀλλὰ τὸ ἁμάρτημα τῆς γυναικὸς αὐτῆς εἶνε μικρὸ μπροστὰ σ᾿ αὐτὸ ποὺ κάνουμε ἐμεῖς, ὅταν ἀφήνουμε τὸν ὡραῖο Νυμφίο τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐκλέγουμε – ποιόν; Τὸν διάβολο, τὸ «μαμωνᾶ», τὸν χειρότερο δηλαδὴ διάβολο, ἐκεῖνον ποὺ ἔχει …χρυσᾶ κέρατα.
Καὶ ὅμως ὁ Κύριος μᾶς τὸ λέει καθαρά· Δὲν μπορεῖτε νὰ δουλεύετε στὸ Θεὸ καὶ στὸ μαμωνᾶ. Δὲν μπορεῖτε νὰ ἔχετε δυὸ ἀφεντικά. Δὲν μπορεῖτε νὰ ἔρχεστε ἐδῶ στὴν ἐκκλησιὰ καὶ νὰ φιλᾶτε ἀράδα ὅλες τὶς εἰκόνες καὶ ν᾿ ἀνάβετε κεριά, κι ὅταν βγῆτε ἔξω νὰ προσκυνᾶτε τὸ διάβολο. Δὲν μπορεῖτε νὰ εἶστε χριστιανοὶ ἐδῶ, καὶ ἔξω εἰδωλολάτρες. «Οὐδεὶς δύναται», λέει, «δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει» (Ματθ. 6,24).
―Τότε, ἀφοῦ Θεὸς καὶ κόσμος εἶνε ἀσυμβίβαστα κι ἀφοῦ δὲν μποροῦμε νὰ ζήσουμε μέσα στὶς πολιτεῖες μὲ τὸ Θεό, πρέπει νὰ πάρουμε τὰ βουνὰ καὶ νὰ γίνουμε μοναχοί, γιὰ νὰ σώσουμε τὴν ψυχή μας.
Δὲν λέει αὐτό, ἀδελφοί μου, τὸ Εὐαγγέλιο. Ἀπόδειξις οἱ ἀπόστολοι, ποὺ δὲν πῆγαν στὰ βουνά, ἀλλὰ καὶ τόσοι καὶ τόσοι ἄλλοι. Ὅλοι αὐτοὶ ἄκουσαν τὸ «Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν».
―Μά, θὰ μοῦ πῆτε, γιατί εἶνε τόσο ἀσυμβίβαστα ὁ Θεὸς καὶ ὁ κόσμος;
Διότι δὲν ὑπάρχει τρίτος δρόμος. Ὁ ἕνας εἶνε ὁ δρόμος τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ δρόμος τοῦ Κυρίου, ποὺ ὁδηγεῖ στὸν οὐρανό. Καὶ ὁ ἄλλος εἶνε ὁ δρόμος τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἁμαρτίας, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν κόλασι. Μπορεῖς μιὰ σταγόνα λάδι, ὅσο κι ἂν τὴν ἀνακατέψῃς, νὰ τὴ διαλύσῃς μέσα σ᾿ ἕνα ποτήρι νερό; Ἔτσι δὲν μπορεῖς ν᾿ ἀνακατέψῃς καὶ τὴ χριστιανικὴ ζωὴ μὲ τὴν κοσμική.
Προσπαθοῦν βέβαια οἱ μοντέρνοι χριστιανοὶ τοῦ αἰῶνος τούτου, οἱ χριστιανοὶ τῶν συμβιβασμῶν, ποὺ θέλουν νὰ τά ᾿χουν καλὰ καὶ μὲ τὸ Θεὸ καὶ μὲ τὸ διάβολο, προσπαθοῦν νὰ φτειάξουν ἕνα τρίτο δρόμο. Ἀλλὰ δὲν μποροῦν. Ἢ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο δρόμο θ᾿ ἀκολουθήσουν. Τὸ εἶπε καθαρὰ ὁ Κύριός μας.
* * *
Θὰ σᾶς ἀναφέρω μόνο δύο – τρία παραδείγματα, γιὰ νὰ δῆτε πόσο μεγάλη διαφορὰ ὑπάρχει μεταξὺ Θεοῦ καὶ κόσμου.
Πρῶτον. Ὁ κόσμος, ἂν σὲ δῇ νὰ κρατᾷς στὰ χέρια σου τὸ Εὐαγγέλιο, χαμογελᾷ καὶ σοῦ λέει·
―Θέλεις νὰ γεμίσουν οἱ τσέπες σου λεφτά; Θέλεις νὰ ἔχῃς αὐτοκίνητα, θέλεις νὰ ἔχῃς καὶ ἕνα καὶ δύο καὶ τρία σπίτια; Ἄσε τότε τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ κρατᾷς. Κάνε μιὰ ἀβαρία στὴν ἠθική. Τὸ Εὐαγγέλιο δὲν ἔχει πέρασι. Τὸ δικό μου «εὐαγγέλιο» νὰ ἐφαρμόσῃς, γιὰ νὰ πλουτίσῃς.
Τί λέει τὸ «εὐαγγέλιο» τοῦ κόσμου καὶ τοῦ διαβόλου; «Ἅρπαξε νὰ φᾷς καὶ κλέψε νά ᾿χῃς». Τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ λέει τὰ ἀντίθετα· Ὄχι μόνο νὰ μὴν κλέβῃς, ἀλλὰ κι ἀπὸ τὸ ὑστέρημά σου, ἀπὸ τὴ μπουκιὰ ποὺ τρῶς, νὰ δώσῃς στὸ φτωχό. «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες», λέει ὁ Χριστός (Ματθ. 5,7)· «μακάριοι οἱ κατέχοντες», λέει ὁ διάβολος.
Λοιπὸν ἐσὺ τί θὰ κάνῃς; Ἂν ἀκούσῃς τὸ «εὐαγγέλιο» τοῦ διαβόλου, θὰ περάσῃς ὄμορφα τὴ ζωούλα σου. Ἂν ἀκούσῃς τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, δὲν θ᾿ ἀγγίξῃς τὰ ξένα πράγματα. Θὰ προτιμήσης νὰ ζήσῃς πτωχὸς πτωχότατος μὲ τὸ Χριστό, παρὰ ἑκατομμυριοῦχος μὲ τὸ διάβολο.
Δεύτερον. Ὁ κόσμος, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ «μαμωνᾶ», ἔχει θεοποιήσει τὴν κοιλιὰ καὶ τὴ σάρκα. Κάνει τὰ πάντα γι᾿ αὐτήν, ἀδιαφορώντας γιὰ τὸν πόνο καὶ τὴ φτώχεια ποὺ ὑπάρχουν γύρω.
Αὐτοὶ ποὺ λατρεύουν τὴ σάρκα, ἀκοῦνε τὴν Ἐκκλησία ποὺ λέει νὰ νηστεύουμε Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ καὶ τὶς ἄλλες καθωρισμένες νηστεῖες, ὅπως ἡ νηστεία τῶν ἁγίων ἀποστόλων, καὶ σοῦ λένε· Δὲν εἶνε τίποτε ἡ νηστεία, οὔτε τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ δὲν χρειάζεται!
Καὶ προχωροῦν ἀκόμη περισσότερο, γιατὶ ἡ σάρκα ἔχει ἀπαιτήσεις. Λέει ἡ Ἐκκλησία «Οὐ πορνεύσεις» καὶ «Οὐ μοιχεύσεις» (Ὠσ. 3,3· Ἔξ. 20,13). Λέει στοὺς ἄνδρες καὶ στὶς γυναῖκες· Μιὰ μόνο γυναῖκα καὶ ἕνα μόνο ἄνδρα θὰ γνωρίσῃς, μὲ τὸ μυστήριο τοῦ γάμου. Ἔρχεται τότε ὁ κόσμος καὶ λέει· Μὴν ἀκοῦς αὐτά. Ἄλλαζε τὶς γυναῖκες ὅπως τὰ πουκάμισά σου, καὶ ἄλλαζε σὺ ἡ γυναίκα τοὺς ἄνδρες ὅπως τὶς ῥόμπες σου.
Αὐτὰ δὲν λέει ὁ κόσμος τοῦ διαβόλου; Αὐτὰ δὲν λένε τὰ σαλόνια καὶ τὰ περιοδικά; Αὐτὰ δὲν λένε οἱ τηλεοράσεις; Ἐσὺ λοιπὸν ποιόν θ᾿ ἀκούσῃς;
«Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν». Δὲν μπορεῖτε νὰ δουλεύετε σὲ δυὸ ἀντίθετα ἀφεντικά. Θ᾿ ἀκολουθήσετε ἢ τὸ Χριστὸ ἢ τὸ διάβολο. Τρίτο δρόμο δὲν μπορεῖτε νὰ χαράξετε.
Τρίτον. Τί ἄλλο λέει ὁ κόσμος; Ἅμα ἔχῃς καμμιὰ ὑπόθεσι στὸ δικαστήριο, σοῦ λέει μὲ τὸ στόμα τοῦ δικηγόρου· Θέλεις νὰ κερδίσῃς; Βρὲς δυὸ-τρεῖς ψευδομάρτυρες. Ἔτσι κερδίζεις τὸ σπίτι, τὴν ἔπαυλι, τὸ καράβι, τὸ ἐργοστάσιο… Κερδίζεις δηλαδὴ τὸ διάβολο μὲ τὰ ἑκατομμύριά του. Ἀλλὰ χάνεις τὸ Χριστό!
Ἀκοῦς, χριστιανέ μου; Προτιμότερο νὰ χάσῃς τὸ ντουνιᾶ ὁλόκληρο καὶ νὰ πεθάνῃς στὴν ψάθα φτωχὸς καὶ ἔρημος, παρὰ νὰ βάλῃς τὸ χέρι σου καὶ νὰ παλαμίσῃς τὸ Εὐαγγέλιο.
Ὁ Χριστὸς σοῦ λέει νὰ λὲς ἀλήθεια, ὁ σατανᾶς σοῦ λέει νὰ ψεύδεσαι. Μὲ ποιόν θὰ πᾷς;
Ἂν ὁ ἄλλος σὲ ἀδικήσῃ, τί σοῦ λέει ὁ κόσμος καὶ ὁ σατανᾶς; Τὸ κακὸ ποὺ σοῦ ἔκανε, λέει, κράτησέ το μέσα σου σὰν τὴν καμήλα. Κι ἂν πέσῃ στὰ χέρια σου, νὰ τοῦ τὸ πληρώσῃς μὲ τόκο καὶ ἐπιτόκιο. Ἂν μπορῇς, μέσα σ᾿ ἕναν κουβᾶ ἢ καὶ μέσα σὲ μιὰ κουταλιὰ νερὸ νὰ τὸν πνίξῃς…
Καὶ ὁ Χριστὸς τί λέει; Κρατάει τὸ ματωμένο του σταυρὸ καὶ σοῦ λέει· Παιδί μου, συγχώρεσε. Συγχώρεσε καὶ τὸ μεγαλύτερο ἐχθρό σου.
Ποιόν θ᾿ ἀκούσῃς, τὸν κόσμο ποὺ λέει «ἐκδίκησι» ἢ τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ λέει «συγγνώμη»;
* * *
Ἀδελφοί μου!῾
Ο κόσμος δένει ὅλους μὲ τὰ σχοινιά του. Πῶς τοὺς δένει; Τὸν ἕνα μὲ τὸ ποτό. Τὸν ἄλλο μὲ τὸ χαρτί. Τὸν ἄλλο μὲ τὴ μπάλλα. Τὸν ἄλλο μὲ τὸ θέατρο καὶ τὰ νυχτερινὰ κέντρα. Τὸν ἄλλο μὲ τὴν αἰσχρὰ γυναῖκα. Τὸν ἄλλο…
Εἴδατε ἀετό; Μιὰ φορὰ εἶδα ἕναν ἀετό, ποὺ τὸν εἶχαν πιάσει καὶ τὸν εἶχαν δέσει μὲ μιὰ ἁλυσίδα καὶ δὲν μποροῦσε νὰ πετάξῃ. Ὁ ἀετὸς ὅμως δὲν πλάσθηκε γιὰ νὰ εἶνε μέσα στὸ κλουβί. Πλάσθηκε γιὰ νὰ πετᾷ. Νὰ πετᾷ ψηλά.
Ἀετοί, λοιπόν, κ᾿ ἐμεῖς. Ἀετοὶ τοῦ Χριστοῦ, οὐράνια πτηνά, ποὺ πρέπει νὰ πετᾶμε ψηλά. Ἀλλὰ μᾶς ἔχει δεμένους ὁ κόσμος μὲ τὰ σχοινιὰ καὶ τὰ παλούκια καὶ τὶς ἁλυσίδες του. Εμαστε σκλάβοι ἐδῶ κάτω, στὸν κόσμο τοῦτο.
Καὶ ποιό εἶνε τὸ φοβερώτερο σχοινί; Αὐτὸ ποὺ λέει σήμερα ὁ Χριστός. Ὁ «μαμωνᾶς», τὸ σχοινὶ τῆς φιλαργυρίας. Ἅμα ὁ σατανᾶς τὸν δέσῃ τὸν ἄνθρωπο μὲ τὴ φιλαργυρία, γίνεται Ἰούδας Ἰσκαριώτης. Χίλιες ψυχὲς κολάζει γιὰ τὰ τριάκοντα ἀργύρια.
Ἀδελφοί, ἂς ἐκλέξουμε; Ἢ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο. Ἢ τὸ Χριστὸ ἢ τὸ μαμωνᾶ.
―Καὶ ὑπάρχει τρόπος νὰ κόψουμε τὰ σχοινιὰ τοῦ διαβόλου καὶ νὰ πετάξουμε στὰ οὐράνια;
Ναί, ὑπάρχει. Ποιός τρόπος; Τὸ λέει τὸ Εὐαγγέλιο· διὰ τῆς πίστεως. «Ἐμβλέψατε», ἀκούσαμε σήμερα (Ματθ. 6,26). Τί μεγάλο πρᾶγμα εἶνε αὐτὸ ποὺ λέει τὸ Εὐαγγέλιο! «Ἐμβλέψατε», λέει· ἀνοῖξτε τὰ μάτια σας καὶ κοιτάξτε. Δέστε τὰ μνήματα, δέστε τὰ πουλιά, δέστε τὰ λουλούδια… «Ἐμβλέψατε». Ἂν ἀνοίξουν τὰ μάτια σου καὶ ἡ καρδιά σου, τότε, ὤ τότε! Ὅσο πλούσιος καὶ ὡραῖος καὶ νά ᾿σαι καὶ ὅσο ἐπιστήμονας καὶ νά ᾿σαι, καὶ Ἀινστάιν καὶ Ναπολέων καὶ Καίσαρας καὶ ὅποιος νά ᾿σαι, ἂν πέσουν τὰ λέπια κι ἀνοίξουν τὰ μάτια σου, στὸ τέλος θὰ πῇς κ᾿ ἐσὺ αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Σολομῶν, αὐτὸ ποὺ δὲν τὸ κατάλαβε ἀκόμα ὁ κόσμος· «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2).
Μηδὲν ὁ πλοῦτος, μηδὲν τὰ κάλλη, μηδὲν οἱ δόξες. Ἕνα μένει, ποὺ στέκεται ψηλὰ πάνω ἀπὸ τὰ ἄστρα· ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Εἰς αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα, εἰς αὐτὸν τὸ κράτος, εἰς αὐτὸν ἡ προσκύνησις εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
† Ὁ Φλωρίνης, Πρεσπῶν & Ἑορδαίας
Αὐγουστῖνος
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.