Αυγουστίνος Καντιώτης



1. ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ ΩΣ ΑΓΩΝΙΣΤΑΙ (1965) -2. ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ ΩΣ ΠΡΟΤΥΠΑ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ (1960)

date Ιαν 29th, 2016 | filed Filed under: εορτολογιο

Τῶν Τριῶν Ἰεραρχῶν
30 Ἰανουαρίου
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρινης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου 

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ ΩΣ ΑΓΩΝΙΣΤΑΙ

——————–

——————-

 
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ ΩΣ ΠΡΟΤΥΠΑ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ

Κῆπος, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκ­κλησία μας. Μέσα σ᾿ αὐτὸν ὑπάρχουν λουλούδια μὲ εὐωδία ἀθάνατη. Λουλούδια πνευματικὰ εἶνε καὶ οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι, ποὺ ἑ­ορτάζουμε σήμερα· ὁ ἅγιος Βασίλειος, ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.
Σήμερα θὰ δοῦμε τοὺς ἁγίους αὐτοὺς ὡς ἀγωνιστάς. Διότι ἡ ζωὴ αὐτὴ εἶνε μάχη καὶ πό­λεμος. Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ὑπῆρξαν πρότυπα ἀγωνιστῶν.

* * *

Παρουσίαζε καὶ ἡ ἐποχή τους ἐλαττώματα, κακίες, πάθη, ἐγκλήματα, σκάνδαλα, πλάνες, αἱρέσεις… Δὲν παρασύρθηκαν ὅμως. Ἀντιστά­θηκαν, πολέμησαν. Γι᾿ αὐτὸ ἔγιναν πρότυ­πα ἀγωνιστῶν τῆς χριστιανικῆς παρατάξεως.
Ὁ Μέγας Βασίλειος γεννήθηκε στὴν Καισά­ρεια τῆς Καππαδοκίας. Ἦταν εὐφυέστατος. Εἴκοσι ἐτῶν πῆγε γιὰ σπουδὲς στὴν Ἀθήνα. Ἐκεῖ βρῆκε φίλο ἀνεκτίμητο τὸν Γρηγόριο, καὶ ἡ φιλία αὐτὴ τοὺς προφύλαξε ἀπὸ τὴ διαφθορὰ τῆς πόλεως. Στὴν Ἀθήνα εἶχαν μαζευ­τῆ ὅλα τὰ πλουσιόπαιδα· οἱ γονεῖς τοὺς ἔστελ­ναν χρήματα, κι αὐτοὶ τὰ ξώδευαν. Ἐκεῖ ὑπῆρ­χαν καὶ διεφθαρμένα γύναια. Ἀλλὰ οἱ δύο φίλοι ἔμειναν ὡς κρίνα ἐν μέσῳ ἀκανθῶν.
Ἀπὸ τὴν Ἀθήνα ὁ Βασίλειος γύρισε στὴν Καισάρεια. Τότε ἐπικρατοῦσε ὁ ἀρειανισμός. Ὁ αὐτοκράτωρ ἔστειλε τὸ Μόδεστο νὰ πιέσῃ τοὺς ἐπισκόπους νὰ ὑπογράψουν. Ὅλοι ὑπέγραφαν τὴ δήλωσι, ὅτι εἶνε ἀρειανοί. Ἔφθασε καὶ στὴν Καισάρεια. –Τί ζητᾷς; ρωτάει ὁ Μέγας Βασίλειος. –Μιὰ ὑπογραφή. –Δὲν γίνεται. Ὁ δικός μου βασιλεὺς τὸ ἀπαγορεύει νὰ βάλω τέτοια ὑπογραφή. –Δὲν φοβᾶσαι τὸν αὐτοκράτορα; –Τί θὰ μοῦ κάνῃ; –Θὰ σοῦ δημεύσῃ τὴν περιουσία, ἢ θὰ σὲ στείλῃ ἐξορία, ἢ καὶ στὸ θάνατο! Γέλασε ὁ Μέγας Βασίλειος. –Ἔχεις τίποτε ἄλλο χειρότερο; Δήμευσι περιουσίας; δὲν ἔχω παρὰ ἕνα ῥάσο καὶ λίγα βιβλία. Ἐξορία; «τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρω­μα αὐτῆς» (Ψαλμ. 23,1)· ὅπου νὰ πάω, ἐξόριστος εἶ­μαι. Θάνατος; γιὰ μένα ὁ θάνατος εἶνε μία εὐ­εργεσία. Δὲν ὑποχωρῶ… Ἄκουγε ὁ Μόδεστος καὶ παραξενευόταν.
Ἀντίστασι στὴν Ἀθήνα ὡς φοιτητής, ἀντίστασι καὶ στὴν Καισάρεια ὡς ἐπίσκοπος ἐμ­πρὸς στὸ Μόδεστο καὶ στὸν αὐτοκράτορα.
Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Τὸ πνεῦμα καὶ τῆς δικῆς του ἀντιστάσεως τὸ βλέπουμε μέσα στὴν Ἀθήνα. Δὲν τὸν ἐπηρέασε τὸ κακὸ περι­βάλλον. Συμμαθητὴ εἶχε τὸν Ἰουλιανὸ τὸν Παραβάτη, τὸν μετέπειτα εἰδωλολάτρη αὐτοκράτορα. Δὲν παρασύρθηκε ἀπ᾿ αὐτόν. Πολέμησε ἐναντίον τῶν ἰδεῶν τοῦ Ἰουλιανοῦ.
Κατόπιν πῆγε στὸ χωριό του, στὴν Ἀριανζό, ὅπου ἔγινε κληρικὸς καὶ κατόπιν ἐπίσκοπος. Τὸν κάλεσαν στὴν Κωσταντινούπολι ὅ­ταν ἐπικρατοῦσε ὁ ἀρειανισμός. Οἱ ἀρειανοὶ εἶχαν πάρει ὅλες τὶς ἐκκλησίες ἐκτὸς ἀπὸ μία πολὺ μικρή, τὴν Ἁγία Ἀναστασία. Ἐκεῖ ὁ ἅγι­ος Γρηγόριος ἐξεφώνησε τοὺς περιφήμους θεολογικοὺς λόγους του περὶ ἁγίας Τριάδος καὶ ἀπὸ ᾿κεῖ πῆρε τὸ ὄνομα Θεολόγος. Κατ᾿ ἀρχὰς δὲν τοῦ ᾿διναν σημασία, ἀλλὰ κατόπιν ἄρχισε νὰ σείῃ μὲ τὰ κηρύγματα ὅλη τὴν πόλι. Οἱ ἀρειανοὶ ἐφρύαξαν, λύσσαξαν ἐναντίον του. Καὶ τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα μπήκαν μὲ ξύλα καὶ λιθάρια κι ἄρχισαν νὰ λιθοβολοῦν τὸ ἐκκλησίασμα. Τραυματίστηκε καὶ ὁ Γρηγόρι­ος. Σχεδὸν ἡμιθανὴς βγῆκε ἀπὸ τὸ δρᾶμα ἐ­κεῖνο γιὰ τὴν ὀρθόδοξο πίστι.
Ἀγωνίστηκε ἐναντίον τοῦ Ἰουλιανοῦ, ἀγωνίστηκε ἐναντίον τῶν ἀρειανῶν, ἀγωνίστηκε ἐναντίον τῶν αἱρέσεων τῆς ἐποχῆς του.
Ἀλλὰ ἂς ἔλθουμε στὸ Χρυσόστομο.
Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ὅλη ἡ ζωή του εἶ­νε μία μάχη. Στὰ συγγράμματα καὶ στὶς ὁμιλίες του χρησιμοποιεῖ τὶς λέξεις μάχη, πόλεμος, ὅπλα, ἀγών. Λέει κάπου· Ἔρχομαι ἀπὸ μάχη! Κι ὅταν τὸν ἀκούει κανείς, νομίζει ὅτι εἶνε σὲ πόλεμο, πόλεμο πνευματικὸ ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν. Ἀγωνίστηκε ὁ Χρυσόστομος.
Ἀγωνίστηκε ἐναντίον τῶν εἰδωλολατρικῶν τελετῶν καὶ διασκεδάσεων, τῶν θεάτρων, τῶν ἱπποδρομιῶν, τῶν πορνικῶν χορῶν, τῶν ἀσπλά­χνων πλουσίων καὶ τῆς πολυτελείας.
Ἀγωνίστηκε ἐναντίον τοῦ Εὐτροπίου. Τί ἦ­ταν ὁ Εὐτρόπιος; Ἦταν ὁ εὐνοούμενος τῆς βασιλίσσης Εὐδοξίας. Μόλις ἔγινε πρωθυπουρ­γός, ἄρχισε τὶς ἁρπαγές. Δὲν ἄφησε σπιτάκι χήρας καὶ ὀρφανοῦ. Τοῦ φώναξε ὁ Χρυσόστομος· Ὁ δρόμος ποὺ πῆρες εἶνε καταστρεπτικός!… Αὐτὸς δὲν ὑπολόγιζε τίποτε. Ἕ­νας ἱερὸς νόμος ἀπὸ τὸν Μέγα Κωσταντῖνο ὥριζε τὸ ἄσυλο τῶν ἐκκλησιῶν· ὅποιος, δηλαδή, καταδιώκεται καὶ προφθάσῃ νὰ μπῇ μέσα σὲ ἐκκλησία, κανείς νὰ μὴ τὸν πειράζῃ. Ὁ Εὐ­τρόπιος εἶχε ἐχθροὺς καὶ τοὺς κυνηγοῦσε, ἀλλ᾿ αὐτοὶ κατέφευγαν στὴν ἐκκλησία. Πῆγε τότε στὸ Χρυσόστομο καὶ τοῦ λέει· –Θὰ καταρ­γήσῃς τὸ ἄσυλο τῶν ἐκκλησιῶν (γιὰ νά ᾿χῃ τὸ δικαίωμα νὰ μπαίνῃ μέσα καὶ σὰν γεράκι ν᾿ ἁρπάζῃ τὰ ὀρνίθια). –Αὐτὸ δὲν γίνεται, ἀπαντᾷ ὁ Ἰωάννης. –Θὰ σὲ ἐξορίσω. –Κάνε ὅ,τι θέλεις· τὸ ἄσυλο δὲν καταργεῖται… Μιὰ μέ­ρα λοιπόν, ἐνῷ ὁ Χρυσόστομος κήρυττε, ἀ­κούστηκε μεγάλη ὀχλοβοή. Σὲ μιὰ στιγμὴ κάποιος, ἱδρωμένος καὶ ἐλεεινός, μπαίνει τρέχοντας στὴν ἐκκλησία καὶ ἀγκαλιάζει τὶς κο­λῶνες. Ποιός ἦταν; Ὁ Εὐτρόπιος! Αὐτός, ποὺ ἤθελε νὰ καταργηθῇ τὸ ἄσυλο, τώρα ἔγινε κίνημα, τὸν ἔρριξαν ἀπὸ τὸ ἀξίωμα, καὶ γιὰ νὰ σωθῇ ἔτρεξε στὸ ναό. Ἀπ᾿ ἔξω φώναζαν· Νὰ μᾶς τὸν παραδώσῃς, μᾶς κατέστρεψε!… Ἀνέβηκε τότε ὁ Χρυσόστομος στὸν ἄμβωνα καὶ ἐξ­εφώνησε τὸν περίφημο λόγον εἰς Εὐτρόπιον, ὅπου λέει· «“Ματαιότης ματαιοτήτων…” (Ἐκ. 1,2). Ἐλᾶτε νὰ δῆτε αὐτόν· ποῦ ἦταν μέχρι χθές, ποῦ ἦταν πρὸ μιᾶς ὥρας, καὶ ποῦ βρίσκεται τώρα…». Δὲν τοὺς τὸν παρέδωσε.
Ἀγωνίστηκε μὲ τὸν Εὐτρόπιο, ἀλλὰ ἀγωνίστηκε καὶ μὲ τὴν αὐτοκράτειρα Εὐδοξία. Κα­τὰ κόσμον φαίνεται ὅτι νίκησε ἡ αὐτοκράτειρα, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὅμως νίκησε ὁ Χρυσόστομος. Τί συνέβη· οἱ κυρίες τῶν τιμῶν κολά­κευαν τὴ βασίλισσα γιὰ τὸ κάλλος της. Τῆς ἔ­φτειαξαν ἄγαλμα, τὸ ἔστησαν ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκ­κλησία, καὶ ὥρισαν ἡμέρα γιὰ τελετή. Ὁ Χρυσόστομος ἐξηγέρθη. Ὅταν τὸ ἔμαθαν στὰ ἀ­νάκτορα ταράχθηκαν καὶ ἄρχισε ὁ μακρὸς ἀ­γών, στὸν ὁποῖον ὄργανα ἦταν καὶ ἀνάξιοι ἐ­πίσκοποι.
Τὸν ἐξώρισαν πέρα στὴν Ἀρμενία. Τέλος, κατάκοπος, ἐξηντλημένος, πονεμένος, διωγμένος, ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ εἶπε· «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν». Ἔτσι παρέδωκε τὴν ἁγία του ψυχή, τὴν ἡμέρα τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ἔπεσε πάνω στὸ καθῆκον.

* * *

Δὲν μᾶς ἔφερε, ἀγαπητοί μου, ὁ Θεὸς ἐδῶ στὴ γῆ γιὰ νὰ ζήσουμε λίγα χρόνια καὶ νὰ κάνουμε τὰ κέφια τοῦ διαβόλου, τῆς σαρκὸς καὶ τῶν ἐπιθυμιῶν μας· μᾶς ἔφερε γιὰ νὰ κάνουμε τὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός. Στὴν προσ­ευχή μας λέμε· «Γενηθήτω τὸ θέλημά σου…» (Ματθ. 6,10)· ὄχι τὸ θέλημα τοῦ ἄλφα βῆτα γάμμα, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Συνεπῶς, ὅταν παρουσιάζεται περίπτωσις ποὺ τὸ θέλημα τῶν ἀνθρώπων εἶνε ἀντίθετο πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐμεῖς νὰ ἐκλέγουμε ἀσυζητητὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Θέλετε παραδείγματα;
⃝ Εἶνε μυστήριο ὁ γάμος. Ἡ γυναίκα πρέπει νὰ ὑπακούῃ στὸν ἄντρα· ἀλλὰ μέχρι ἑνὸς σημείου. Ἐὰν ὁ ἄντρας ζητήσῃ πράγματα ἀντίθετα πρὸς τὸ σαφὲς θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε ἡ γυναίκα τί θὰ διαλέξῃ; Θὰ προτιμήσῃ τὴν ἀγάπη τοῦ ἄντρα; τότε ἔπαυσε νὰ εἶνε Χριστιανή. Θὰ προτιμήσῃ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ; τότε χίλια στεφάνια πλέκουν οἱ ἄγγελοι. Νὰ πῇ στὸν ἄντρα· Σὲ πῆρα νὰ σ᾿ ἔχω σύντροφο καὶ ἐδῶ στὴ ζωὴ αὐτὴ καὶ στὴν ἄλλη· δὲν σὲ πῆρα νὰ μὲ κολάσῃς… Ἂν πάλι ὁ ἄντρας ἔχῃ γυναῖκα μὲ ἀξιώσεις ἐντελῶς ἀντιχριστιανικές, δὲν πρέπει νὰ ὑποχωρήσῃ στὶς ἐπιθυμίες της· πρέπει ν᾽ ἀντισταθῇ.
⃝ Εἶσαι παιδί; ὑπακοὴ στοὺς γονεῖς. Ἐὰν ὅ­μως οἱ γονεῖς σοῦ ἐπιβάλλουν πράγματα ἀν­τίθετα ἀπὸ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, τότε νὰ μὴν ὑ­πακούσῃς. Εἶσαι στρατιώτης; ὑπακοὴ στὸν ἀ­ξιωματικό. Βλαστήμησε ὅμως μπροστά σου τὰ θεῖα; νὰ ἀντισταθῇς. Εἶσαι ὑπάλληλος; ὑ­πακοὴ στὸ ἀφεντικό. Θὰ ἀντισταθῇς ὅμως στὸν προϊστάμενό σου, ἂν ζητήσῃ πράγματα ἀντίθετα ἀπὸ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ.
Τελειώνω μὲ ἕνα παράδειγμα. Τὰ ψόφια ψά­ρια τὰ παίρνει τὸ ῥεῦμα, ἐνῷ τὰ ζωντανὰ πᾶ­νε κόντρα στὸ ῥεῦμα. Τί εἴμαστε, ἀγαπητοί μου, νεκροὶ ἢ ζωντανοὶ Χριστιανοί; Ἂν εἴμαστε νεκροί, θὰ μᾶς παρασύρῃ στὴν ἄβυσσο τὸ ῥεῦμα τῆς ἁμαρτίας. Ἂν ὅμως εἴμαστε ζων­τανοί, θὰ πᾶμε κόντρα μὲ ὅλα τὰ ῥεύματα. Ἀντίστασι στὰ ῥεύματα τῆς ἐποχῆς. Οἱ δὲ Τρεῖς Ἱεράρχαι, τὰ πρότυπα τῶν ἀγωνιστῶν, εἴθε νὰ μᾶς εὐλογοῦν στὸν ἀγῶνα αὐτόν· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(αἴθουσα «Τρεῖς Ἱεράρχαι» Ἀθηνῶν 31-1-1960)

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.