1. ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (‘Εβρ. 1, 10-2,3) 2. Η ΑΜΑΡΤΙΑ ΡΙΖΑ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΚΑΚΩΝ (Μaρκ. 2,1-12)
Δύο ἀπομαγνητοφωνημένες ὁμιλίες τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου·
1. στὸν Ἀπόστολο (‘Εβρ. 1, 10-2,3), σὲ pdf καὶ 2. στὸ Εὐαγγέλιο (Μᾶρκ. 2,1-12), τὴν Β´ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, 27.3.2016
1. ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (KYΡIAKH Β´NHΣTEIΩΝ) AΠΟΣΤΟΛΙΚΟ)
Κυριακὴ Β΄ Νηστειῶν (Μᾶρκ. 2,1-12)
27 Mαρτίου
2. Ἡ ἁμαρτία ῥίζα ὅλων τῶν κακῶν
«Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (Μᾶρκ. 2,6)
ΤΟ ὑλικὸ καὶ πνευματικὸ σύμπαν εἶνε, ἀγαπητοί μου, ὑπὸ τὰς διαταγὰς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Κύριος κάνει πολλὰ καὶ ἀναρίθμητα θαύματα. Μετρᾷς τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ; Ἀδύνατον, εἶνε ἀμέτρητα. Ἔτσι καὶ τὰ θαύματα, ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ μέχρι τῆς συντελείας τῶν αἰώνων ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, εἶνε ἀναρίθμητα.
Ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ θαύματά του εἶνε κι αὐτὸ ποὺ ἀκούσαμε πρὸ ὀλίγου.
* * *
Μᾶς μιλάει γιὰ κάποιον ἄνθρωπο ποὺ ζοῦσε στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ. Γεννήθηκε ὑγιής, ἀλλὰ ξαφνικὰ ἀρρώστησε. Τὰ χέρια του ἄρχισαν νὰ ναρκώνωνται, αὐτὴ ἡ νάρκωσι ἁπλώθηκε σὲ ὅλο τὸ σῶμα, καὶ ὁ ἄνθρωπος ἔγινε πλέον παράλυτος. Ἦταν διαρκῶς πάνω στὸ κρεβάτι. Ἔτσι περνοῦσε τὶς μέρες του.
Ἀλλὰ ξαφνικὰ μιὰ μεγάλη ἐλπίδα ἔλαμψε μέσ᾿ στὴν καρδιά του. Ἄκουσε τὸ γλυκύτερο ὄνομα. Δὲν ὑπάρχει ὑπὸ τὸν οὐρανὸν ἄλλο ὄνομα γλυκύτερο ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἄκουσε, ὅτι ὁ Χριστὸς θεραπεύει τοὺς ἀρρώστους, καὶ ἀμέσως τοῦ γεννήθηκε ἡ ἐπιθυμία νὰ τὸν συναντήσῃ. Ἀλλὰ πῶς νὰ πάῃ κοντά του, μὲ τί πόδια;
Τὸ εἶπε σὲ κάτι σπλαχνικοὺς ἀνθρώπους, κ᾿ ἐκεῖνοι τὸν σήκωσαν μὲ τὸ κρεβάτι, σὰ᾿ νὰ ἦταν νεκρός, νεκρὸς ἄταφος, καὶ ξεκίνησαν. Ἀλλ᾿ ὅταν ἔφτασαν ἐκεῖ ποὺ ἦταν ὁ Χριστός, συνάντησαν πάρα πολὺ κόσμο· μῆλο νὰ ἔῤῥιχνες, δὲν θά ᾿πεφτε κάτω στὴ γῆ. Ἀλλὰ οἱ τέσσερις ἐκεῖνοι ἄνθρωποι δὲν ἀπογοητεύθηκαν. Ὅταν εἶδαν ὅτι κανείς δὲν τοὺς ἀνοίγει δρόμο νὰ περάσουν, ἔκαναν κάτι ποὺ δείχνει τὴ βαθειά τους πίστι. Ἀνέβηκαν μὲ τὸ κρεβάτι πάνω στὴ στέγη, ἀφαίρεσαν τὰ κεραμίδια, ἄνοιξαν μιὰ μεγάλη τρῦπα, καὶ ἀπὸ ᾿κεῖ, μὲ σχοινιά, κατέβασαν τὸν παράλυτο μπροστὰ στὸ Χριστό. Ὁ Χριστὸς ὅμως δὲν τὸν ἔκανε ἀμέσως καλά. Τοῦ εἶπε προηγουμένως· «Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (Μᾶρκ. 2,6).
Γιατί τὸ εἶπε αὐτὸ ὁ Χριστός;
Διότι θέλει, ἀγαπητοί μου, νὰ μᾶς διδάξῃ, ὅτι ὅλα τὰ κακὰ ποὺ ὑπάρχουν στὸν κόσμο προέρχονται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Προτοῦ ν᾿ ἁμαρτήσῃ ὁ ἄνθρωπος ἦταν εὐτυχισμένος. Μετὰ τὴν ἁμαρτία μπῆκε στὴ ζωή του ἡ ἀσθένεια καὶ ὁ θάνατος. Κι ὅσο προχωροῦν οἱ αἰῶνες καὶ αὐξάνει ἡ ἁμαρτία, ἐνῷ ἡ ἐπιστήμη προοδεύει, τόσο περισσότερο αὐξάνουν οἱ ἀῤῥώστιες, οἱ γιατροὶ καὶ τὰ φάρμακα. Στὴν ἐποχή μας λόγου χάριν φοβερὰ ἀσθένεια εἶνε ὁ καρκίνος, ποὺ δὲ᾿ μπόρεσε ἀκόμη κανένας γιατρὸς νὰ τὴ θεραπεύσῃ. Ἄλλη ἀσθένεια τὸ ἔητζ, θερίζει τὸν κόσμο ἐξ αἰτίας τῆς διαφθορᾶς καὶ ἀκολασίας. Γι᾿ αὐτὸ ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας· «Ἀπὸ τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν ἀσθενεῖ τὸ σῶμα ἀσθενεῖ μου καὶ ἡ ψυχή» (Παρακλ. κανών).
Καὶ ὁ παράλυτος λοιπὸν αὐτὸς ἦταν ἀσθενὴς στὴν ψυχὴ πρῶτα, εἶχε ἄῤῥωστη ψυχή, διότι εἶχε διαπράξει ἁμαρτήματα, καὶ ὡς τιμωρία τῶν ἁμαρτιῶν ἦρθε ἡ παράλυσι. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριος πρῶτα τοῦ συγχώρησε τὶς ἁμαρτίες.
Τ᾿ ἄκουσαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι καὶ σκανδαλίστηκαν. Ποιός εἶν᾿ αὐτός, εἶπαν, ποὺ ἔχει ἐξουσία νὰ συγχωρῇ ἁμαρτίες;
* * *
Ὅλοι, ἀγαπητοί μου, ἁμαρτάνουμε. Ἁμαρτάνουν τὰ παιδιά, ἁμαρτάνουν καὶ οἱ ἀσπρομάλληδες γέροντες· ἁμαρτάνουν ἄντρες καὶ γυναῖκες, ἁμαρτάνουν ἐπιστήμονες καὶ ἀγράμματοι, ἁμαρτάνουν πλούσιοι καὶ φτωχοί, ἄρχοντες καὶ ἀρχόμενοι· ἁμαρτάνει ὁ λαός μας, ἀλλ᾿ ἁμαρτάνουμε κ᾿ ἐμεῖς οἱ ποιμένες. Δὲν εἶνε μόνο ὁ παράλυτος αὐτὸς ποὺ ἀσθένησε ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν του· ὅλοι μας, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἁμαρτάνουμε. Γι᾿ αὐτὸ μιὰ εὐχὴ τῆς Ἐκκλησίας μας λέει, ὅτι κανείς δὲν εἶνε καθαρὸς καὶ ἄξιος νὰ πλησιάσῃ τὰ ἱερὰ μυστήρια. Κ᾿ ἐμεῖς ἐδῶ θὰ περιοριστοῦμε σὲ ἕνα μόνο δίδαγμα.
Γνωρίζω τὸν ἑαυτό μου, γι᾿ αὐτὸ πάντοτε ζητῶ συγγνώμη ἀπὸ τὸ λαό μου· ἀλλὰ καὶ ὁ λαὸς πρέπει νὰ ζητᾷ συγγνώμη ἀπὸ τὸ Θεὸ διὰ τῶν ποιμένων του γιὰ τὶς ἐκτροπές του ἀπὸ τὶς θεῖες ἐντολές. Ἔχουμε λοιπὸν ἀνάγκη συγχωρήσεως ἀπὸ τὸ Χριστό.
Θὰ πῆτε· Ἂν ὁ Χριστὸς ἦταν στὴ γῆ, θὰ πηγαίναμε κοντά του καὶ θὰ πέφταμε στὰ πόδια του καὶ θὰ ζητούσαμε τὴ συγχώρησί του.
Ναί, ὁ Χριστὸς εἶνε στοὺς οὐρανούς· ἀλλὰ εἶνε κ᾿ ἐδῶ στὴ γῆ. Ποῦ; Στὴν Ἐκκλησία του. Ὅταν μπαίνῃς μὲ προσοχὴ στὸ ναὸ κι ἀκοῦς τὰ ὡραῖα τροπάρια ποὺ ψάλλουν οἱ ψάλτες, τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου, κ᾿ ἐξομολογῆσαι καὶ κοινωνῇς, τότε ἐκεῖ εἶνε ὁ Χριστός. Διότι ὁ Χριστὸς ἄφησε συνεχιστὰς τοῦ ἔργου του στὴ γῆ, κι αὐτοὶ εἶνε οἱ κληρικοὶ τῆς Ἐκκλησίας. Σ᾿ αὐτοὺς ἔδωσε ἐξουσία νὰ συγχωροῦν ἁμαρτίες. Τὸ εἶπε ὁ διος· «Λάβετε Πνεῦμα ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται» (Ἰωάν. 20,22-23).
Ὁ ἱερεύς ―ἂς εἶνε ὁ πιὸ φτωχὸς τοῦ κόσμου―, μόλις φορέσῃ τὸ πετραχήλι γίνεται ἀνώτερος κι ἀπ᾿ τοὺς ἀγγέλους. Εἶνε πλέον ὄχι ἁπλῶς ἄνθρωπος, ἀλλὰ στὴ θέσι τοῦ διου τοῦ Χριστοῦ. Λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός· ―Συναντᾷς στὸ δρόμο δύο πρόσωπα, ἕναν ἄγγελο καὶ ἕναν ἱερέα· ποιόν θὰ προσκυνήσῃς πρῶτα; Τοῦ ἀπαντοῦν· ―Τὸν ἄγγελο. ―Ὄχι, λέει ὁ ἅγιος· θὰ προσκυνήσῃς πρῶτα τὸν παπᾶ, διότι ἔχει ἐξουσία ποὺ δὲν ἔχουν ὄχι βασιλεῖς καὶ ἄρχοντες, ἀλλ᾿ οὔτε καὶ οἱ ἄγγελοι ἀκόμα. Σὲ κανέναν ἄγγελο δὲν εἶπε ὁ Χριστὸς νὰ συγχωρῇ ἁμαρτίες. Μόνο ὁ ἱερεὺς συγχωρεῖ. Ὅπως λοιπὸν θὰ τρέχαμε στὸ Χριστὸ γιὰ νὰ λάβουμε συγχώρησι τῶν ἁμαρτιῶν μας, ἔτσι ἂς τρέξουμε στὴν Ἐκκλησία.
Εἶνε μεγάλο τὸ μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως. Κ᾿ ἐμεῖς, ποὺ εμαστε ἁμαρτωλοὶ σὰν τὸν παράλυτο, μποροῦμε νὰ ἀκούσουμε τὸ «Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου». Θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεὸς ὄχι γιατὶ ἁμαρτάνουμε, ἀλλὰ γιατὶ δὲν μετανοοῦμε. Τὸ νὰ ἁμαρτάνουμε εἶνε ἀνθρώπινο, ἀλλὰ τὸ νὰ μένουμε στὴν ἁμαρτία ἀμετανόητοι εἶνε σατανικό. Διότι ὁ σατανᾶς μόνο μένει ἀμετανόητος.
Πρὸς τὴν μετάνοια λοιπὸν ἂς στρέψουμε τὴν προσοχή μας, τώρα μάλιστα ποὺ εἶνε περίοδος Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Νὰ συγχωρηθοῦμε κλῆρος καὶ λαός, καὶ ὅλοι μαζὶ νὰ ἀγωνιζώμεθα νὰ μὴ προσκρούσουμε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Δυστυχῶς ὅμως οἱ πολλοὶ δὲν ἀκοῦνε. Οἱ πνευματικοὶ περιμένουν νὰ δεχθοῦν τὶς ψυχὲς στὴν ἐξομολόγησι, ἀλλὰ λίγοι προσέρχονται. Πηγαίνουν μόνο μερικὲς γυναῖκες καὶ λίγα παιδιά. Οἱ ἄντρες ποῦ εἶνε; Σπάνια ἐμφανίζονται μερικοί. Αὐτὸ δυστυχῶς συμβαίνει παντοῦ. Στοὺς πεντακόσους ἄντρες εἶνε ζήτημα ἂν ἐξομολογοῦνται δεκαπέντε. Οἱ ἄλλοι δὲν ἐξομολογοῦνται καθόλου.
Γι᾿ αὐτὸ σήμερα σᾶς κηρύττω μετάνοια. Καὶ σᾶς προειδοποιῶ· δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ κοινωνήσῃ, ἂν δὲν ἔχῃ ἐξομολογηθῆ.
Ἡ ἐξομολόγησι, λέει ἡ Ἐκκλησία μας, εἶνε δεύτερο βάπτισμα. Ἐὰν δὲν ἁμαρτάναμε, θὰ ἔφτανε τὸ πρῶτο βάπτισμα. Ἀλλ᾿ ἀφοῦ ἁμαρτάνουμε, ἔχουμε ἀνάγκη συγχωρήσεως, ἡ ὁποία δίδεται ἀπὸ τὸ Χριστὸ μέσῳ τοῦ πνευματικοῦ πατρός.
Λέει ἕνας ἁμαρτωλός, ποὺ ἐξωμολογήθηκε μὲ εἰλικρίνεια· «Ὅταν ἐξωμολογήθηκα, παράδεισος φύτρωσε στὴν καρδιά μου» (Ντοστογιέφσκυ). Ἂν σήμερα οἱ ἄνθρωποι εἶνε λυπημένοι, μελαγχολικοί, ἔχουν ἄγχος καὶ αὐτοκτονοῦν, αὐτὰ ὀφείλονται στὸ ὅτι δὲν ἐξομολογοῦνται, γιὰ νὰ συγχωρηθοῦν τ᾿ ἁμαρτήματά τους, ποὺ εἶνε σοβαρὰ καὶ μεγάλα, καὶ μέσα τους ἀκοῦνε τὴ φοβερὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεως νὰ τοὺς ἐλέγχῃ.
Παρακαλῶ ὅλους, ἄντρες γυναῖκες καὶ παιδιά, νὰ πᾶτε ὅλοι στὸν πνευματικό. Καὶ θὰ χαρῶ πολὺ ἐὰν μάθω ὅτι ἐφαρμόσατε τὰ λόγια αὐτὰ καὶ ἐξωμολογηθήκατε.
Συγχώρησι, λοιπόν, μᾶς φωνάζει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Πόσο λυπᾶμαι ὅταν δὲν βλέπω πνεῦμα συνδιαλλαγῆς! Δὲν εἶνε πολὺς καιρὸς ποὺ ἦρθε καὶ μὲ βρῆκε μιὰ νύφη μὲ τὴν πεθερά της. Εἶχαν διαφορές. Σπάνιο πρᾶγμα νὰ βρῇς πεθερὰ καὶ νύφη ἀγαπημένες. Προσπάθησα πολύ. Ἡ πεθερὰ ἀλύγιστη. Ἡ νύφη ταπεινή· γονάτισε στὰ πόδια της, τῆς φίλησε τὸ χέρι καὶ εἶπε· ―Συχώρεσέ με, μάνα. Ἐκείνη τίποτα. Ἀναγκάστηκα νὰ τῆς μιλήσω αὐστηρά. Τῆς εἶπα· Εἶσαι κολασμένη ποὺ δὲν συγχωρεῖς· χωρὶς συγχώρησι κανείς δὲ᾿ μπαίνει στὸν παράδεισο. Ἂν ἀφαιρέσουμε τὴ συγχώρησι, τὸ μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως, κανείς δὲν μπορεῖ νὰ δῇ τὸν οὐρανό.
Τὸ διο λέω καὶ ἐδῶ. Χριστιανὸς ποὺ δὲν ἐξομολογεῖται εἶνε ὅπως ὁ ἀβάπτιστος. Τὸ ξαναλέω· Χωρὶς ἐξομολόγησι δὲ᾿ θὰ δοῦμε πρόσωπο Θεοῦ.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ὁσίου Ναοὺμ Ἀρμενοχωρίου – Φλωρίνης τὴν 22-3-1992.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.