ΔΟΞΑ ΤΗ ΜΑΚΡΟΘΥΜΙΑ ΣΟΥ ΚΥΡΙΕ!
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Μακροθυμια ανεκφραστη!
ΕΝΑΣ, ἀγαπητοί μου, ἀπὸ τοὺς ὕμνους, μὲ τοὺς ὁποίους ἀνοίγει ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα, εἶνε καὶ αὐτός· «Φθάσαντες, πιστοί», λέει, ―ὄχι οἱ ἄπιστοι― «τὸ σωτήριον πάθος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, τὴν ἄφατον αὐτοῦ μακροθυμίαν δοξάσωμεν» (αἶν. Μ. Δευτ.). Ἐμπρὸς στὰ σωτήρια πάθη τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ τί ἄλλο νὰ πῇ ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος; Ἂς δοξάσουμε, λέει, τὴν ἀπερίγραπτη μακροθυμία του.
Μακροθυμεῖ ὁ Χριστὸς ἀπὸ ἀγάπη ἀπέραντη.
* * *
Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἀδελφοί μου, φαίνεται κάθε μέρα. Ἔχουμε ἄπειρα δείγματά της. Ἀγάπη εἶνε τὸ νεράκι αὐτὸ ποὺ πίνουμε χωρὶς νὰ λέμε εὐχαριστῶ. Βλέπεις τὴν ὄρνιθα, πίνει μιὰ γουλιὰ καὶ ὑψώνει τὸ κεφαλάκι της πρὸς τὸν οὐρανό, σὰ νὰ λέῃ· Σ᾽ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, γιὰ τὴ δροσιὰ αὐτή. Κ᾽ ἐμεῖς εἴμαστε ἀχάριστοι. Θὰ ἔρθῃ ὥρα ποὺ θὰ στερέψουν τὰ νερὰ καὶ θὰ γλείφουμε στὰ σπήλαια τὶς πλάκες, γιὰ νὰ δροσιστοῦμε. Ἀγάπη Θεοῦ εἶνε οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου ποὺ μᾶς ἔρχονται ἀπὸ τόση ἀπόστασι τρέχοντας μὲ ἰλιγγιώδη ταχύτητα. Τί εἶνε κάθε ἀκτίνα; ἕνας ἀσπασμός. Σὲ ἀσπάζεται, σὲ φιλάει ὁ Θεός. Κάθε ἀκτίνα φωνάζει· Ὁ Θεὸς εἶνε ἀγάπη! Ἀλλοίμονο ἂν ἔλειπαν οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου. Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶνε ὁ ἀέρας ποὺ ἀναπνέουμε· ἂν σταματήσῃ γιὰ λίγα λεπτὰ ἢ καὶ δευτερόλεπτα, ὁ κόσμος θὰ πάθῃ ἀσφυξία. Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶνε οἱ καρποὶ ποὺ τρῶμε, τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἀπολαμβάνουμε. Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶνε ἡ γυναίκα ἢ ὁ ἄντρας ποὺ ἔχεις· ἂν λείψῃ ἀπὸ τὸ σπίτι, θὰ καταλάβῃς τί στερήθηκες. Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶνε τὰ παιδιά. Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶνε οἱ φίλοι καὶ οἱ συγγενεῖς. Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶνε ἡ πατρίδα, ὅλα αὐτὰ τὰ καλὰ ποὺ χαίρεσαι.
Κάποιος τώρα τὶς γιορτὲς ἔκανε δῶρο στὸ φίλο του ἕνα ῥολόϊ καὶ πάνω σ᾽ αὐτὸ ἔγραψε· «Ὁ Θεὸς εἶνε ἀγάπη». Παραξενεύτηκε ἐκεῖνος. ―Γιατί, τοῦ λέει, μοῦ ἔκανες τέτοιο δῶρο; ―Γιὰ νὰ θυμᾶσαι ὅτι κάθε δευτερόλεπτο ποὺ χτυπάει ἡ καρδιά σου εἶνε κ᾽ ἕνα δῶρο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἄπειρες λοιπὸν οἱ εὐεργεσίες τοῦ Κυρίου. Πλέουμε μέσα σ᾽ αὐτές, κολυμπᾶμε σὰν τὸ ψάρι μέσα στὸν ὠκεανὸ τῶν θείων εὐεργεσιῶν.
Ἐμεῖς τί ἀνταποδίδουμε σὲ ὅλα αὐτά, τί συμπεριφορὰ δείχνουμε ἀπέναντί του; Σκουλήκια εἴμαστε, ἁμαρτωλοί, ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ Θεός, ποὺ εἶνε ὄχι μόνο ἀγάπη ἀλλὰ καὶ δικαιοσύνη, ἐν τούτοις δὲν σπεύδει νὰ μᾶς τιμωρήσῃ. Ἐὰν κάθε φορὰ λειτουργοῦσε ἀμέσως ἡ δικαιοσύνη του, ἀλλοίμονό μας.
Οἱ ἄρχοντες τῆς γῆς τιμωροῦν ἀμέσως· παραβαίνεις μία διάταξι τοῦ κράτους; ἀμέσως συλλαμβάνεσαι. Οἱ διατάξεις τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχουν ἆραγε καμμία βαρύτητα, καμμία κύρωσι; Λάθος κάνεις. Ἐὰν ἤθελε ὁ Θεὸς νὰ λειτουργήσῃ ἡ δικαιοσύνη του, ἀλλοίμονό μας τότε τί θὰ γινόταν! Ἐὰν ὁ Θεὸς μᾶς τιμωροῦσε γιὰ τὶς πορνεῖες μας, τὶς μοιχεῖες μας, τὶς ψευδορκίες μας, τὶς ἔχθρες μας, τοὺς φθόνους μας, τὶς κακίες μας, τὶς χαρτοπαιξίες μας, τὶς λαιμαργίες μας, τὶς κενοδοξίες μας, τὶς ὑπερηφάνειές μας, καὶ γιὰ τὸ μῖσος τὸ ἄσπονδο ποὺ τρέφουμε μέσα μας, ἐὰν γιὰ ὅλα αὐτὰ μᾶς τιμωροῦσε, τότε ἡ γῆ διαρκῶς θὰ σειόταν. Καὶ μόνο γιὰ τὴ βλαστήμια, ἐὰν κάθε φορὰ ποὺ ἄνθρωπος ἀνοίγει τὸ βρωμερό του στόμα καὶ βλαστημάει τὸ Θεὸ ἐσείετο ἡ γῆ, δὲν θά ᾽μενε τίποτα ὄρθιο. Ἐὰν μᾶς τιμωροῦσε ὁ Θεὸς μὲ τὴ δικαιοσύνη του, τὰ ποτάμια καὶ οἱ θάλασσες θὰ φούσκωναν τὰ νερά τους καὶ θὰ ἐκάλυπταν τὴ γῆ γιὰ νὰ πνίξουν τοὺς ἀνθρώπους μὲ κατακλυσμό. Ἐὰν μᾶς τιμωροῦσε ὁ Θεὸς μὲ τὴ δικαιοσύνη του, τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ θὰ γίνονταν ἀστροπελέκια. Γιὰ χοροὺς τῆς ἐποχῆς του ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος εἶπε· Εἶνε τόσο πολλὲς οἱ ἁμαρτίες ποὺ γίνονται μέσα στὸ χορὸ καὶ τὶς διασκεδάσεις, ποὺ ἐὰν γιὰ κάθε ἁμαρτία ἔπεφτε κ᾽ ἕνα ἄστρο, δὲν θά ᾽χε μείνει ἄστρο στὸν οὐρανό.
Καὶ ὅμως μᾶς ἀνέχεται. Ἡ ἀγάπη του μακροθυμεῖ. Θαυμάζει ὁ ὑμνογράφος τὴ μακροθυμία του καὶ λέει· «τὴν ἄφατον αὐτοῦ μακροθυμίαν δοξάσωμεν». Τί θὰ πῇ «τὴν ἄφατον»; «Τὴν ἀνέκφραστη, τὴν ἀπερίγραπτη». Δὲν ὑπάρχει γλῶσσα νὰ ἐκφράσῃ καὶ νὰ περιγράψῃ τὴ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτὸ σὲ ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος ἀκοῦμε συχνά· «Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου, Κύριε, δόξα σοι» (ὄρθρ. Μ. Παρ.). Ἔχει ὁ Χριστὸς ἄπειρη δύναμι. Τὸ δαχτυλάκι του νὰ κουνήσῃ, κάρβουνο θὰ γίνουμε. Καὶ μᾶς ἀνέχεται. «Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου». Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὰ δείγματά της ὅπως εἴπαμε εἶνε σπαρμένα σὲ ὅλη τὴ ζωὴ τοῦ κόσμου καὶ μόνο τυφλοὶ καὶ ἄπιστοι δὲν τὰ βλέπουν, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τὶς ἡμέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος λάμπει πιὸ πολύ· πάνω στὸν σταυρὸ εὐρύνεται, πλατύνεται, γίνεται σὰν τὸν οὐρανό. Πάνω στὸ σταυρὸ εἶνε γραμμένα μὲ κόκκινα γράμματα τὰ λόγια «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν» (Α΄ Ἰω. 4,8,16), καθὼς καὶ ὁ ἄλλος ἐκεῖνος λόγος· «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. 3,16).
* * *
Δὲν ξέρω, ἀγαπητοί μου, ἂν αἰσθανθήκατε ἐσεῖς τὸ μεγαλεῖο αὐτὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, ποὺ πάντα ἐκδηλώνεται ἀλλὰ κορυφώνεται στὰ ἄχραντα πάθη του τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Διάβασα κάπου τὸ ἑξῆς ἀνέκδοτο.
Ἦταν κάποτε ἕνας ζωγράφος περίφημος μὲ σπάνιο ταλέντο. Ἔπαιρνε τὸ πινέλλο καὶ ζωγράφιζε πουλιά, καὶ θὰ νόμιζες ὅτι τὰ βλέπεις νὰ πετᾶνε· ζωγράφιζε καρπούς, καὶ θὰ νόμιζες ὅτι εἶνε ἕτοιμοι νὰ τοὺς κόψῃς· ζωγράφιζε βουνὰ χιονισμένα, λίμνες, ποτάμια, καταρράκτες, δέντρα, λουλούδια, ὅλη τὴ φύσι. Οἱ πίνακές του ἦταν περιζήτητοι καὶ πανάκριβοι. Ἕνα μόνο δὲν ζωγράφιζε, τὸ ὡραιότερο ἀπ᾽ ὅλα. Μηδὲν οἱ ὀμορφιὲς τῆς γῆς ἐμπρὸς στὸν «ὡραῖον κάλλει» (Ψαλμ. 44,3). Τὸν «ὡραῖον κάλλει», τὸ Χριστό, δὲν τὸν ζωγράφισε ποτέ. Ζωγράφιζε κτίσματα, τὰ μικρὰ καὶ ἀσήμαντα, ἀλλὰ τὸν Κτίστη, τὸν Νυμφίο τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Ἐσταυρωμένο λυτρωτή, δὲν τὸν ζωγράφιζε. Ἦταν ἄπιστος. Κάποτε ὅμως ἕνα ἀγαπητό του πρόσωπο τοῦ εἶπε· Πολὺ σὲ παρακαλῶ, ζωγράφισέ μου ἕναν Ἐσταυρωμένο. Μπρὸς στὴν ἐπιμονή του δέχθηκε καὶ κάθησε στὸ ἀτελιέ. Πῆρε τὸ πινέλλο καὶ μὲ κάποια δυσκολία ἄρχισε νὰ ζωγραφίζῃ τὸν Ἐσταυρωμένο. Καθὼς προχωροῦσε, ἄρχισε νὰ αἰσθάνεται μέσα του μιὰ ἕλξι, μιὰ ἀλλαγή· μετά, κάποια συγκίνησι ποὺ γινόταν ὅλο καὶ πιὸ βαθειά· καὶ τέλος ἔνιωσε ἕνα πνευματικὸ συγκλονισμό, ἕνα σεισμὸ σὰν ἐκεῖνο ποὺ αἰσθάνθηκαν στὸ Γολγοθᾶ οἱ σταυρωταὶ τοῦ Χριστοῦ. Ἐν τῷ μεταξὺ συνέχιζε νὰ ζωγραφίζῃ. Κι ὅταν ἔφτασε στὸ ἀγκάθινο στεφάνι, ἄρχισε νὰ κλαίῃ. Ὅταν πλέον τελείωσε τὸ ἔργο, γονάτισε καὶ εἶπε· «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42). Αὐτὸ εἶνε γεγονὸς ἱστορικὸ τῆς ζωῆς αὐτοῦ τοῦ διασήμου ζωγράφου.
Τί θέλω νὰ πῶ; Κ᾽ ἐμεῖς μέσα στὴν καρδιά μας ἔχουμε καθένας τὸ «ἀτελιέ» του. Δὲν εἶμαι καρδιογνώστης. Ἀλλὰ ἂν μποροῦσα ν᾽ ἀνοίξω τὶς καρδιές, θὰ ἔβλεπα ὅτι μέσα ἐκεῖ ὑπάρχουν πρόσωπα ἀγαπητά· ἡ σύζυγος ἢ ὁ σύζυγος, τὰ παιδιά, οἱ φίλοι, καλλιτεχνικὲς προτιμήσεις, ἀθλητικὲς μανίες, πολιτικὲς προσκολλήσεις, ἰνδάλματα, «θεοὶ» καὶ εἴδωλα τοῦ σημερινοῦ κόσμου. Ὅλοι κάτι ἔχουν ζωγραφίσει μέσα τους. Πῆγα κάποτε στὸ σπίτι ἑνὸς φοιτητοῦ καὶ μπαίνοντας στὸ δωμάτιό του ἔφριξα· ἦταν γεμᾶτο αἰσχρὲς εἰκόνες. Μικρὰ καὶ ἀσήμαντα πορτραῖτα ζωγραφίσαμε μέσα στὸ μυστικὸ ἀτελιὲ τῆς ψυχῆς μας. Τώρα λοιπὸν τὴν ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάδα ἂς πάρουμε τὸ πινέλλο τῆς πίστεως κι ἂς ζωγραφίσουμε τὴ μορφὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ Θεοῦ. Αὐτὸς νὰ εἶνε ὁ κυρίαρχος, ὁ ἀγαπητὸς τῆς καρδιᾶς μας, ὅπως τὸν ἀγάπησαν οἱ μάρτυρες, οἱ ὁμολογηταί, ὅλοι οἱ μεγάλοι ἄνδρες, ὅπως τὸν ἀγάπησε κι ὁ ἄπιστος αὐτὸς ζωγράφος.
Λένε γιὰ τὸν ἅγιο Ἰγνάτιο τὸν Θεοφόρο, ποὺ ἀγαποῦσε τὸ Χριστό, ὅτι ὅταν τὸν πῆγαν στὴ ῾Ρώμη δεμένο καὶ τὸν ἔρριξαν στὰ πεινασμένα λιοντάρια μέσα στὸ Κολοσσαῖο, ἐκεῖνα ὥρμησαν καὶ τὸν ἔφαγαν, ἀλλ᾽ ἄφησαν ἀπείραχτη μόνο τὴν καρδιά του. Κι ὅταν ἄνοιξαν τὴν καρδιά του, βρῆκαν μέσα γραμμένα τὰ λόγια «Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ ἔρως τῆς ψυχῆς μου».
Ὦ κόσμε, μὲ τὶς ἀπατηλές σου ἀγάπες, μὲ τοὺς μικρούς σου ἔρωτες! κανείς δὲν ἀπορρίπτει τὸν συζυγικὸ ἔρωτα, ἀλλὰ θὰ ἀδικήσῃς πολὺ τὸν ἑαυτό σου ἐὰν δὲν αἰσθανθῇς τὸν θεϊκὸ ἔρωτα. Ὦ κόσμε! ζωγράφισε βαθειὰ στὴν ψυχή σου Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον τὸν ἐσταυρωμένον· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Β΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας, ποὺ ἔγινε στὸν ἱ. ν. Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 8-4-1985 βράδυ
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.