Αυγουστίνος Καντιώτης



ΠΡΟΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟ ΜΕ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥΣ & ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΣ ΥΠΟΔΙΚΟΥΣ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ! ΔΡΟΣΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΙΣ ΑΚΑΘΑΡΣΙΕΣ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΘΕΩΝ!

ΠΡΟΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟ ΜΕ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥΣ & ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΣ

ΥΠΟΔΙΚΟΥΣ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ!

ΔΡΟΣΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΑ ΒΔΕΛΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΘΕΩΝ!

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤ ΔΟΥΛΕΥΟΥΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΝΘΡΗΣΚΕΙΑ

_______________________________________

ΛΗΣΤΡΙΚΗ ΚΑΙ ΟΧΙ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΕΤΟΙΜΑΖΕΤΑΙ

 Πρὸς Οἰκουμενικὴν Σύνοδον;

Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

  • «Ἀπὸ ποιούς, παρακαλῶ, θὰ συγκροτηθῇ ἡ Σύνοδος αὐτή; Ποῦ τὰ μεγάλα πνευματικὰ ἀ­ναστήματα; ποῦ οἱ ἥρωες καὶ ὁμολογηταί, ποὺ θ᾽ ἀποτελοῦν ἐγγύησι Ὀρθοδοξίας; Ἀλλοίμονο, τέτοια πρόσωπα θὰ λείπουν. Κυρίαρχη δὲ θέσι θὰ κατέχουν στὴ Σύνοδο πρόσωπα ὑπόδικα ἐνώπιον τῆς Ὀρθοδόξου συνειδήσεως, ἐπίσκοποι καὶ μητροπολῖται ἄνευ ποιμνίων, μὲ τίτλος κενούς, ποὺ θὰ ἀγορεύουν ἐλαφρᾷ τῇ συνειδήσει, χωρὶς αἴσθημα εὐθύνης.

    Ὑπὸ τέτοιες συνθῆκες συγκαλουμένη ἡ Με­γάλη Σύνοδος θὰ ἀποτύχῃ οἰκτρὰ καὶ θὰ γίνῃ πηγὴ νέων πνευματικῶν συμφορῶν γιὰ τὸν Ὀρθόδοξο κόσμο».

Διαβᾶστε ὁλόκληρο τὸ ἄρθρο τοῦ π. Αὐγουστῖνο, ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «Χριστ. Σπίθα» (φ. 344/Ἰούλ.-Σεπτ. 1971) καὶ τὸ βιβλίο Σφενδόνη Β΄ (Ἀθῆναι 1989, σσ. 133).

Πρoς Οικουμενικη Συνοδο;

«Τότε ἔδοξε τοῖς ἀποστόλοις καὶ τοῖς πρεσβυτέροις σὺν ὅλῃ τῇ ἐκκλησίᾳ…» (Πράξ. 15,22)

Ἡ Ἐκκλησία, ἀγαπητοί μου, κατὰ τὸν ἅγιο Αὐγουστῖνο εἶνε «ὁ Χριστὸς παρατεινόμε­νος εἰς τοὺς αἰῶνας». Ἐκκλησία = Χριστός. Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ θὰ συ­νεχίζεται δι᾽ αὐτῆς αἰωνίως· ἀλλὰ καὶ οἱ ἀντιδράσεις ἐ­ναντίον της δὲν θὰ λείψουν, σύμφω­να μὲ τὸ λόγο τοῦ ἰδίου στοὺς μαθητάς του· «Εἰ ἐμὲ ἐ­δίωξαν, καὶ ὑμᾶς διώξουσιν…» (Ἰω. 15,20).
«Σημεῖον ἀντιλεγόμενον» ὁ Χριστός (Λουκ. 2,34), «σημεῖον ἀντιλεγόμενον» καὶ ἡ Ἐκκλησία του. Μόνο ἂν πάψῃ ἡ Ἐκκλησία νὰ κηρύττῃ καὶ νὰ ἐνεργῇ ὅπως ὁ Χριστός, τότε θὰ πάψῃ καὶ ἡ ἀν­τίδρασι τοῦ κόσμου ἐναν­τίον της. Τὸ Πνεῦ­μα τὸ ἅγιο μάλιστα προειδοποιεῖ, ὅτι πρὸς τὸ τέλος τῶν αἰώνων ἡ σύγκρουσι ἀληθείας καὶ ψεύδους θὰ εἶνε σφοδρότερη, ἰδίως ἐπὶ τῶν ἡ­­μερῶν τοῦ μεγάλου ἀντιχρίστου· τὸ μικρὸ ποί­μνιο θὰ δοκιμαστῇ σκληρά, οἱ πιστοὶ θὰ λιγοστέψουν πολύ. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως, ἡ ἐλευ­θέρα καὶ ζῶσα, ἡ Ὀρθοδοξία, θὰ περισυλλέξῃ τὰ τέ­κνα της κάτω ἀπὸ τὰ φτερὰ τοῦ μεγάλου Ἀετοῦ καὶ θὰ βγῇ στὴν ἔρημο, ὄχι μόνο τροπι­κὰ ἀλλὰ καὶ τοπικά, ἕως ὅτου ἔλθουν πάλι «καιροὶ ἀναψύξεως» (Πράξ. 3,20) γιὰ τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ.
Λυσσώδης ὁ πόλεμος κατὰ τῆς Ἐκκλησί­ας, ὅ­πως μαρτυρεῖ ἡ ἱστορία. Στοὺς τρεῖς πρώτους αἰ­ῶ­νες πολεμήθηκε ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς εἰδωλολάτρες. Κι ὅταν σταμάτησαν οἱ διωγμοί, ἄλλη θύελλα ἦλθε νὰ ταράξῃ τὴ γαλήνη της. Οἱ Χριστιανοὶ κινδύνευαν τώρα ὄχι ἀπὸ πεινασμένα θηρία τοῦ ἀμφιθεάτρου ἀλλὰ ἀπὸ νοητοὺς λύκους, τοὺς αἱρετικούς. Οἱ πρῶτοι ἐχθροὶ ὡς ὅπλο χρησιμοποιοῦσαν τὸ ξίφος, οἱ δεύτεροι χρησιμοποιοῦσαν τὴ γλῶσσα, μὲ τὴν ὁποία διέδιδαν διδασκαλίες ξένες καὶ ἀντίθετες πρὸς τὴν ἁγνὴ ἀλήθεια.
Οἱ αἱρετικοὶ ἦταν «ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα» (ἔ.ἀ. 20,30). Ὁ διάβολος δι᾽ αὐτῶν ἔ­σπερνε ζιζάνια στὸν ἀγρὸ τῆς Ἐκκλησίας, ἀ­ψίνθιον (Πράξ. 8,11), φαρμάκι.
Ἐὰν τὰ ζιζάνια ξερριζώνωνται δύσκολα ἀπὸ τοὺς ἀγρούς, πολὺ δυσκολώτερα ξερριζώνον­ται οἱ αἱρετικοὶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Γι᾽ αὐτὸ οἱ ποι­μένες πρέπει νὰ ἀγρυπνοῦν, ὥστε νὰ μὴ βρίσκῃ ὁ ἐχθρὸς καιρὸ νὰ σπείρῃ ζιζάνια (βλ. Ματθ. 13,24-26).
Γιὰ νὰ καταπολεμηθοῦν οἱ αἱρέσεις καὶ νὰ διατηρηθῇ καθαρὸς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἔγιναν μεγάλοι ἀγῶνες καὶ συγκλήθηκαν τοπι­κὲς καὶ οἰ­κουμενικὲς Σύνοδοι. Αἰτία τῆς συγ­κλήσεως Οἰ­­κουμενικῶν Συνόδων ἦταν κυρίως οἱ αἱρέσεις καὶ ἔπειτα οἱ ἐκτροπὲς στὸ ἦθος καὶ στὴν τάξι. Αὐτὸ δείχνει πόση σημασία ἀ­πο­δίδει ἡ Ἐκκλη­σία στὴν καθαρότητα τῆς ἀ­ληθείας.

Ὁ β΄ κανό­νας τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συν­όδου λέει· «οὐσία τῆς καθ᾽ ἡμᾶς ἱεραρχίας ἐ­στὶ τὰ θεοπαράδοτα λόγια, ἤγουν ἡ τῶν θείων Γραφῶν ἀληθινὴ ἐ­πιστήμη». Ἡ ὀρθὴ ἑρμηνεία τῆς ἁγίας Γρα­φῆς ἀπέναντι στὶς πλάνες τῶν αἱρετικῶν ἦ­ταν τὸ κύριο ἔργο τῶν ἀοιδίμων ἁγίων πατέρων, ποὺ συνῆλθαν ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς γῆς καὶ συγκρό­τησαν τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους καὶ περιέλαβαν μέσα σὲ σαφεῖς καὶ σύντομες φράσεις τὸ θησαυρὸ τῆς ἱερᾶς ἀποκαλύψεως.
Ἔτσι, αἰτία τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στὴ Νίκαια τῆς Μ. Ἀσίας (325 μ.Χ.) ἦταν ἡ αἵρεσις τοῦ Ἀρείου, ποὺ ἠρνεῖτο τὴ Θεότητα τοῦ Υἱοῦ. Τῆς Β΄ στὴν Κωνσταντινούπολι (381 μ.Χ.) ἡ αἵρεσις τοῦ Μακεδονίου, ποὺ ἠρνεῖτο τὴ θεότητα τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τῆς Γ΄ στὴν Ἔφεσο (431 μ.Χ.) ἡ αἵ­­ρεσις τοῦ Νεστορίου, ποὺ ἠρνεῖτο ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία γέννησε τὸν Θεὸ καὶ ἀντὶ Θεοτό­κον τὴν ὠνόμαζε Χριστοτόκον. Τῆς Δ΄ στὴν Χαλκηδόνα (451 μ.Χ.) ἡ αἵρεσις τοῦ Εὐτυχοῦς, ποὺ ἐκήρυττε μία μόνο φύσι στὸν Χριστό, διότι ἡ ἀνθρώπινη φύσις ἀπορροφήθηκε δῆθεν ἀπὸ τὴν θεία. Τῆς Ε΄ στὴν Κωνσταντινούπολι (553 μ.Χ.) πάλι ἡ αἵρεσις τῶν μονοφυσιτῶν καὶ μερικὲς ἄλλες αἱρετικὲς δοξασίες κάποιων συγγραφέων. Τῆς ΣΤ΄ στὴν Κωνσταντινούπολι (681 μ.Χ.) ἡ αἵρεσις τοῦ μονοθελήτου πάπα ῾Ρώμης Ὁνωρίου. Καὶ τῆς Ζ΄ πάλι στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας (787 μ.Χ.) ἡ αἵρεσις τῆς εἰκονομαχίας.
Ὅπως βλέπουμε, ἡ αἵρεσις ἦταν κυρία αἰτία τῆς συγκλήσεως ὅλων τῶν Οἰκουμενικῶν Συν­όδων. Τὶς συγκαλοῦσαν εὐσεβεῖς αὐτοκρά­τορες, ποὺ ἔβλεπαν τὴν αἵρεσι ὡς συμφορὰ καὶ πλῆγμα κατὰ τῆς ἑνότητος ἐκκλησίας καὶ πολιτείας. Ὁ αὐτοκράτωρ θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του ὡς «ἐπίσκοπον τῶν ἐκτὸς» καὶ δὲν ἀ­να­μειγνυόταν στὰ ἐσωτερικὰ τῆς Συνόδου. Ἂν ἀποτολμοῦσε ν᾽ ἀναμειχθῇ στὶς πνευματικὲς συζητήσεις τῶν ἁγίων πατέρων, ἀπεκρούετο σθεναρὰ ἀπὸ τοὺς προμάχους τῆς Ὀρθοδοξίας· ἕνας ἀπὸ αὐτούς, ὁ Κορδούης Ὅσιος, εἶπε στὸν αὐτοκράτορα· «Οὔτε ἡμῖν ἄρχειν ἐ­πὶ τῆς γῆς ἔξεστιν, οὔτε σὺ θυμιᾶν ἐξουσίαν ἔ­χεις, βασιλεῦ». Οἱ πατέρες συνέρχονταν ἐν ὀ­νόματι τοῦ Κυρίου, εἶχαν συναίσθησι ὅτι ἀ­νά­μεσά τους παρίσταται ὁ Χριστὸς ποὺ εἶπε· «Οὗ εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄ­νομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν» καὶ «Ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾽ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συν­τελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. 18,20· 28,20). Ἀπόδειξις τοῦ σεβασμοῦ πρὸς τὸν Ἱδρυτὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶνε, ὅτι στὴ μέση τοῦ χώρου τῶν συνεδριάσεων ἔ­στηναν ἕνα θρόνο καὶ σ᾽ αὐτὸν δὲν καθόταν κανείς, ἀλλὰ ἐπάνω του ἔθεταν τὸ Εὐαγγέλιο· αὐτὸ ὑπενθύμιζε τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύ­λου «Καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐ­αγγελίζηται ὑμῖν παρ᾽ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω… Εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ᾽ ὃ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω» (Γαλ. 1,8-9).
Τί ἀπαιτεῖται γιὰ νὰ χαρακτηρισθῇ ὀρθόδο­ξη μία Σύνοδος; Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἑπτὰ Οἰκουμε­νικὲς καὶ τὶς ἀναγνωρισμένες Τοπικές, ἔγιναν καὶ ἄλλες σύνοδοι ποὺ ὅμως δὲν ἀναγνωρίσθη­καν ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδησι. Ἐκκλησι­αστικὴ συνείδησις εἶνε ἡ κρίσι καὶ ἐκτίμησις τοῦ εὐσεβοῦς πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο ἔχει ἐκ Θεοῦ τὸ πνευ­ματικὸ αἰσθητήριο νὰ δια­κρίνῃ τὴν ἀλήθεια ἀ­πὸ τὴν πλάνη, ὅπως τὰ πρό­βατα ἔχουν ἐκ φύ­σεως τὸ αἰσθητήριο νὰ διακρί­νουν τὰ ὠφέλιμα βότανα ἀπὸ τὰ βλαβερά (Μ. Βασίλειος). Ὁ ὀρθόδοξος λαός, ποὺ ζῇ σὲ μυστηρια­κὴ ἐπαφὴ μὲ τὸ Χριστὸ καὶ ἔχει Πνεῦμα ἅγιο, ὅταν ἀκούσῃ ἀπόφασι Συνόδου ποὺ εἶνε σύμφωνη μὲ τὴν πα­τροπαράδοτη πίστι, μὲ «ὅ,τι πάντοτε, πανταχοῦ καὶ ὑπὸ πάντων ἐπιστεύθη» (Βικέντιος Λερ.), αἰ­σθάνεται χαρὰ καὶ λέει· «Αὕτη ἡ πίστις τῶν ἀ­ποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τὴν οἰκουμένην ἐστήριξεν». Εἰ δ᾽ ἄλλως, ἐκ­δη­λώ­νει τὴ διαφωνία καὶ ἀποδοκιμασία του.
Ὥστε κατὰ τὴν ὀρθόδοξη ἀντίληψι αἱ Σύν­οδοι βρίσκονται ὑπὸ τὸν ἔλεγχο τῆς ἐκκλησι­αστικῆς συνειδήσεως, ποὺ δὲν περιορίζεται μόνο στοὺς κληρικοὺς ἀλλὰ ἐπεκτείνεται καὶ ἀποκορυφώνεται στὸν εὐσεβῆ λαό· τοῦ λαοῦ ἡ ἐπιδοκιμασία ἢ ἡ ἀποδοκιμασία κρίνει ἂν μία Σύνοδος εἶνε ἀληθινὴ ἢ μή. Ἡ Ὀρθοδοξία δι­αφέρει ἀπὸ τὸν παπισμὸ καὶ στὸ σημεῖο αὐτό· ἐδῶ τὸ ἀλάθητο δὲν τὸ διεκδικεῖ ἕνα πρόσωπο, ἀλλὰ τὸ ἔχει τὸ πλήρωμα, ὁ εὐσεβὴς λαὸς ποὺ ὀνομάζεται «φύλαξ τῆς πίστεως». Ὁ πιστός, ὅσο ἄσημος καὶ ἂν εἶνε, δὲν ἐκμηδενίζεται· ἡ ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας δὲν μπορεῖ νὰ ἀγνοῇ τὴ φωνή του. Ἔτσι ὑπάρχει ἁρμονία. Ἐκ­κλησιαστικὲς ἀποφάσεις ἐρήμην τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ καὶ ἀντίθετες μὲ τὸ φρόνημά του δὲν μποροῦν νὰ σταθοῦν. Οἱ Πράξεις τῶν ἀ­ποστόλων, ποὺ περιγράφουν τὴν πρώτη Σύν­οδο τῆς Ἐκκλησίας, τὴν Ἀποστολικὴ Σύνοδο, λένε γιὰ τὸν τρόπο λήψεως τῶν ἀποφάσεών της· «Ἔδοξε τοῖς ἀποστόλοις καὶ τοῖς πρεσβυ­τέροις σὺν ὅλῃ τῇ ἐκκλησίᾳ» (Πράξ. 15,22). Ἀκοῦτε, κύριοι, ὅσοι κεκλεισμένων τῶν θυρῶν παίρνετε ἀποφάσεις γιὰ λογαριασμὸ τῆς Ὀρθοδο­ξίας καὶ τῶν ὀρθοδόξων; Τί εἶστε σεῖς, ἀνώτεροι τῶν ἀποστόλων; Τόσο μεγάλη ἰδέα ἔχετε γιὰ τοὺς ἑαυτούς σας;
Ἕνα παράδειγμα Συνόδου ποὺ δὲν ἀνεγνώ­ρισε ἀλλ᾽ ἀπεδοκίμασε ἡ ἐκκλησιαστικὴ συνεί­δησι, εἶνε ἡ ἐν Ἐφέσῳ συγκληθεῖσα τὸ 449 μ.Χ. πολυαριθμότατη Σύνοδος. Κατὰ τὸν ἱστο­ρικὸ Βασίλειο Στεφανίδη, ἡ Σύνοδος αὐτὴ συνῆλ­θε ὑπὸ τὸ κράτος βίας καὶ τρομοκρατίας, ποὺ ἀσκοῦσαν σκληροὶ στρατιῶτες, φανατικοὶ μοναχοὶ φερμένοι ἀπὸ ἀλλοῦ, χεροδύναμοι ναῦ­τες καὶ κακότροποι «παραβολάνοι» (νοσοκόμοι καὶ νεκροθάφτες). Ὅταν ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φλαβιανὸς σηκώθηκε νὰ ὑπερασπίσῃ τὸ δόγμα περὶ τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ, ἀκούστηκαν κραυγές, ὑψώθηκαν ῥαβδιὰ καὶ σφιγμένες γροθιές, ἔπεσαν χαστούκια καὶ κλωτσιές. Ὁ Φλαβιανὸς ζήτησε νὰ καταφύγῃ κάτω ἀπὸ τὴν ἁγία τράπεζα, ἀλλὰ κι ἀπὸ κεῖ σπρώχνοντας καὶ χτυπώντας τὸν πέταξαν ἔξω ἀπ᾽ τὸ ναό, τὸν καθαίρεσαν καὶ τὸν ἐξώρισαν. Τὰ ἔκτροπα βεβαίωσαν κατόπιν πα­ριστάμενοι ἱεράρχες, ποὺ ἐνώπιον τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὡμολόγησαν· «Οὐδείς (ἐξ ἡμῶν) συνῄνεσε· βίᾳ ἐγένετο· βίᾳ μετὰ πληγῶν· εἰς ἄγραφον χάρτην ὑπεγράψα­μεν…· ὅπου ξίφη καὶ βάκλα (=ῥαβδιά), ποία σύν­οδος;» (Mansi, Πρακτ. Δ΄ Οἰκ. Συν.). Γιὰ τὰ ἔκτροπα αὐτὰ ὁ λαὸς ὠνόμασε τὴν Σύνοδο αὐτὴ λῃστρική.

• • •

Ἡ τελευταία Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἡ Ἑβδόμη (Ζ΄), συνῆλθε τὸ 787 μ.Χ.. Ἀ­πὸ τότε μέχρι σήμερα ἔχουν περάσει 12 αἰ­ῶνες. Κάποιος εἶπε, ὅτι αὐτοὶ ἦταν αἰῶνες συνοδι­κῆς ἀπραξίας. Ἀλλὰ κάνει λάθος.
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἦταν καὶ εἶνε ἡ ἐμ­προσθοφυλακὴ τῆς ἀγωνιζομένης χριστιανοσύνης. Ἂν ῥίξῃ κανεὶς ἕνα βλέμμα στὴν ἐκ­κλη­σιαστικὴ ἱστορία τῶν 12 αὐτῶν αἰώνων, θὰ δῇ ὅ­τι ἡ Ὀρθοδοξία δὲν ἔπαψε νὰ ὑπερα­σπίζεται τὴν πίστι της ἀπέναντι σὲ μικρὰ καὶ μεγάλα θη­ρία. Πρῶτο ἀπ᾽ αὐτὰ εἶνε τὸ ἰσλάμ, ποὺ ἀπ᾽ τὴν Ἀ­ραβία μὲ φωτιὰ καὶ σίδερο ἐρείπωσε περι­ο­χὲς τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Ἄλλο θηρίο εἶ­νε ὁ παπισμός, ποὺ ἀπ᾽ τὴ Δύσι μὲ προπέ­­τασμα τὶς σταυροφορίες ἐξασθένησε τὴν αὐ­τοκρατορία, ὥστε αὐτὴ νὰ πέσῃ στὸ στόμα τοῦ πρώ­του θηρίου· καὶ ἦταν τόση ἡ φρίκη τῶν ὀρ­θοδόξων ἀπὸ τοὺς σταυροφόρους τοῦ πάπα, ὥσ­τε μεταξὺ τῶν δύο κακῶν, ἰσλὰμ καὶ παπισμοῦ, οἱ ὀρθόδοξοι νὰ προτιμοῦν τὸ πρῶτο, ὡς λιγώ­τερο ἐ­πικίνδυ­νο γιὰ τὴν ὀρθόδοξο πίστι, ποὺ τὴν ἔ­θεταν πά­νω ἀπ᾽ ὅλα. Τέλος παρουσιάστη­κε τρίτο μεγάλο θηρίο, κόκκινο, ὁ ἄθεος κομμουνισμός, ποὺ κα­τεσπάραξε μυριάδες ἁ­γίων πίσω ἀπὸ τὸ σιδη­ροῦν παραπέτασμα.
Κατὰ τὸ μακρὸ αὐτὸ διάστημα στὸν Ὀρθόδοξο χῶρο ἔγιναν πάνω ἀπὸ 30 Σύνοδοι, μικρὲς καὶ μεγάλες· τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο δὲν ἔπαψε νὰ λαλῇ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς ἔχουν ὅ­λα τὰ χαρακτηριστικὰ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἄκου το ἐσύ, ποὺ λὲς ὅτι ἡ Ὀρ­θοδοξία βρισκόταν σὲ συνοδικὴ ἀπραξία.
Οἰκουμενικὴ π.χ. εἶνε ἡ Σύνοδος ποὺ συν­ῆλθε τὸ 879-880 στὴν Κωνσταντινούπολι ἐπὶ Μ. Φωτίου. Ἡ Σύνοδος αὐτή, στὴν ὁποία μετεῖχαν 383 ἐπίσκοποι, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ἀντιπρόσωποι τῶν πατριαρχείων τῆς Ἀνατο­λῆς ἀλλὰ καὶ τοῦ πάπα, κατεδίκασε ὁμοφώνως τὸ Filioque, δηλαδὴ τὸ παπικὸ δόγμα, καὶ ἀποφάσισε ὅτι, ὅποιος ἀλλοιώσῃ τὸ Σύμβολο τῆς πίστεως, προσθέσῃ ἢ ἀφαιρέσῃ κάτι, ἂν εἶνε κληρικὸς νὰ καθαιρῆται καὶ ἂν εἶνε λαϊ­κὸς νὰ ἀναθεματίζεται. Αὐτὴ ἡ Σύνοδος στὴ συνείδησι τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος θεωρεῖται ὡς ἡ Η΄ Οἰκουμενική. Ἔτσι τὴ χαρακτη­ρίζουν διαπρεπεῖς κανονολόγοι καὶ ἱεράρχες, ὁ δὲ ἱστορικὸς Στεφανίδης λέει ὅτι ἡ μέλλου­σα νὰ συνέλθῃ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος πρέπει ν᾽ ἀσχοληθῇ μὲ τὸ ζήτημα τῆς ἀναγνωρίσεώς της.
Καὶ μερικὲς ἄλλες ἐπίσης Σύνοδοι μποροῦν νὰ χαρακτηρισθοῦν Οἰκουμενικές. Τέτοιες εἶ­νε ἐκεῖνες ποὺ συνῆλθαν στὴν Κων­σταντινούπολι τὰ ἔτη 1341, 1347 καὶ 1351 ἐν­αντίον τῶν κακοδοξιῶν τῶν Βαρλαὰμ καὶ Ἀ­κινδύνου καὶ τοῦ πατριάρχου Ἰωάννου Καλέκα. Καὶ οἱ τρεῖς αὐτὲς δικαίωσαν τὸν πρόμαχο τῆς Ὀρθοδο­ξί­ας ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ. Ἀλλὰ μήπως καὶ ἐκεῖνες ποὺ συνῆλθαν τὰ ἔτη 1482, 1593 καὶ 1642 καὶ κατεδίκασαν κακοδοξίες παπικῶν καὶ διαμαρτυρομένων-προτεσταντῶν δὲν μπο­ροῦν νὰ χαρακτηρισθοῦν Οἰκουμενικές;
Μερικοὶ θὰ προβάλουν τὴν ἔνστασι· Ἀφοῦ μετὰ τὸ σχίσμα ὁ χρι­στιανισμὸς διασπάθηκε, οἱ Σύνοδοι αὐτὲς δὲν μποροῦν νὰ χαρακτηρισθοῦν Οἰκουμενικές, ἐφ᾽ ὅσον σ᾽ αὐτὲς δὲν μετεῖχαν οἱ παπικοὶ καὶ οἱ διαμαρτυρόμενοι· πανορθόδοξες ναί, οἰκουμε­νικὲς ὄχι. Ἀπαν­τών­τας σ᾽ αὐτὸ λέμε ἐκεῖνο ποὺ ἔλεγε ὁ κορυφαῖ­ος θεολόγος Χρῆστος Ἀνδροῦτσος· Ἐμεῖς ὡς Ἐκ­κλη­σία ἀναγνωρίζουμε καὶ ὁμολογοῦμε μόνο τὴν Ὀρθοδοξία· οἱ ἐκτὸς τῆς Ὀρθοδοξίας λεγόμενες Ἐκκλησίες δὲν εἶνε παρὰ σχίσματα καὶ αἱρέσεις. Συνεπῶς μία Σύνοδος, στὴν ὁ­ποία ἀντιπροσωπεύεται ὅλη ἡ Ὀρθοδοξία, μπο­ρεῖ νὰ χαρακτηρισθῇ Οἰκουμενική.
Μετὰ τὴν ἱστορικὴ αὐτὴ ἀναδρομὴ πρέπει νὰ δώσουμε ἀπάντησι σὲ δύο ἐρωτήματα.
⃝ Πρῶτον. Ὑπάρχει σήμερα ἀνάγκη συγκλήσε­ως Οἰκουμενικῆς Συνόδου; Ἀπάντησις. Ἐὰν ἡ κυρία αἰτία γιὰ τὴν ὁποία συγκαλοῦνται οἱ Οἰ­κουμενικὲς Σύνοδοι εἶνε ἡ αἵρεσις, ὑπάρχει πράγματι λόγος σοβαρὸς γιὰ νὰ συγκληθῇ Οἰ­­κουμενικὴ Σύνοδος. Ἐκτὸς τῶν ἄλλων πλα­νῶν καὶ αἱρέσεων, ποὺ πρέπει νὰ καταδικασθοῦν, εἶνε καὶ ἡ αἵρεσις τῶν αἱρέσεων ποὺ λέγεται οἰ­κουμενισμός. Οἱ ὀπαδοί του φρονοῦν, ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία δὲν μπορεῖ νὰ λέῃ ὅτι κατέχει ὁλό­κληρη τὴν ἐξ ἀποκαλύψεως ἀλήθεια, ὅτι εἶνε ὁ «στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α΄ Τιμ. 3,15). Οἱ οἰκουμενισταὶ στρέφονται πρὸς ἄλλες πηγές, «φρέατα» καὶ «λάκκους συντετριμ­μένους» (βλ. Ἰερ. 2,13), ἱδρύουν νέα θρησκεία, ὑπερθρησκεία, ἀνανεώνοντας τὸ παλαιὸ ῥεῦ­μα τοῦ συγκρητισμοῦ. Τὸ μίασμα ἔχει προσ­βάλει οὐκ ὀλίγους, ἡ ψώρα τοῦ οἰκουμενισμοῦ ἔφθασε μέχρι Ἁγίου Ὄρους· ὁ κίνδυνος εἶνε ἀφάν­ταστος. Ἐκτὸς τοῦ οἰκουμενισμοῦ ἄλλες πλάνες ποὺ πρέπει νὰ καταδικασθοῦν εἶνε ὁ ἄθεος καὶ ὑλιστικὸς κομμουνισμός, ὁ ἀρνησίχριστος μασονισμός, ὁ βλάσφημος χιλιασμός, ὁ δαιμονικὸς πνευματισμός, ἡ παπικὴ οὐνία.
Ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ἠθικῶν ζητημάτων πρέπει νὰ ληφθοῦν ἀποφάσεις, ὅπως εἶνε ὁ ἀνανεούμε­νος νικολαϊτισμὸς μὲ σημαία τὴ θεωρία τοῦ Φρό­υντ, ἡ ἀποφυγὴ τῆς τεκνογονίας, διάφορα εἴ­δωλα τοῦ τεχνικοῦ πολιτισμοῦ γιὰ τὰ ὁποῖα ἀ­κούγεται ἡ θεόπνευστη προτροπὴ «Τεκνία, φυλάξατε ἑαυτοὺς ἀπὸ τῶν εἰδώλων» (Α΄ Ἰω. 5,21).
Στὴν ἀρχὴ τῆς μελλούσης νὰ συγκληθῇ Συν­­όδου πρέπει ἀπαραιτήτως, ὅπως συνέβαινε πάντοτε, νὰ ἀναγνωσθοῦν οἱ Ὅροι τῶν προηγουμένων Οἰ­κουμενικῶν Συνόδων καὶ ὡς πρῶ­το θέμα νὰ τεθῇ ἡ ἀναγνώρισις ὡς Οἰκουμενικῶν τῶν Συνόδων ποὺ ἀναφέραμε καὶ ἰδίως τῆς ἐν Κωσταντινουπόλει τοῦ 879-880.
Καὶ ἐρωτῶ· αὐτὰ εἶνε τὰ θέματα ποὺ θ᾽ ἀ­πα­σχολήσουν τὴν συγκαλουμένη Σύνοδο; Ὄχι δυστυχῶς. Καμμία καταδίκη ἑτεροδιδασκαλι­ῶν δὲν προβλέπεται. Συνεπῶς, δὲν βλέπω ποιός ἀποχρῶν λόγος συντρέχει γιὰ νὰ συγκληθῇ ἡ Σύνοδος αὐτή. Ἀπὸ ὅσα ἔχουν γνωσθῆ, εὔκολα διαφαίνεται τί ἄνεμος πνέει· ἄνεμος ἐκσυγ­χρονισμοῦ, ἐκκοσμικεύσεως, οἰκουμενισμοῦ.
⃝ Καὶ τὸ δεύτερο ἐρώτημα. Ὑπάρχουν τώρα οἱ προϋποθέσεις γιὰ σύγκλησι καὶ ἐπιτυχία μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου; Συμφωνῶ ἀπολύτως μὲ τὴ γνώμη τοῦ ἁγίου ἀσκητοῦ Ἰουστίνου Πό­ποβιτς καὶ ἀπαντῶ χωρὶς περιστρο­φές· Ὄχι, δὲν ὑπάρχουν σήμερα οἱ ἀπαιτούμε­­­νες προϋποθέσεις. Διότι πρῶτον, ποιός εἶ­νε αὐτὸς ποὺ συγκαλεῖ τώρα τὴν ἀναμενομένη Σύνοδο; Κάποιος εὐσεβὴς αὐτοκράτωρ; Δὲν ὑπάρχει. Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο; Ἀλλ᾽ αὐτὸ χειμάζεται δεινῶς. Τὸ δὲ χειρότερο ἐξ ἐ­πόψεως ὀρθο­δόξου, ὁ πατριάρχης καὶ ὁ ἀντιπρόσωπός του μητροπολίτης μὲ τὶς κατὰ καιροὺς ἀντορθόδο­­ξες δηλώσεις τους ἔχουν κλο­νίσει τὴν ἐμπιστο­σύνη τοῦ εὐσεβοῦς πληρώματος. Ὁ ἀνωτέρω διαπρεπὴς θεολόγος Ἰουστῖνος Πόποβιτς τολ­μᾷ καὶ ἀποκαλεῖ τὸν πατριάρχη «πηγὴ ἀναρχισμοῦ καὶ μηδενισμοῦ στὸν Ὀρθόδοξο κόσμο». «Οἱ Ἁγιορεῖτες», λέει, «δικαίως τὸν ὀ­νομάζουν αἱρετικὸ καὶ ἀποστάτη… Αὐτὸς μὲ τὴ νεοπαπι­στικὴ συμπεριφορά του στὰ λόγια καὶ στὰ ἔρ­γα σκανδαλίζει ἐπὶ χρόνια τὶς ὀρθόδοξες συνειδήσεις, ἀρνούμενος τὴ μοναδικὴ καὶ πανσωστικὴ ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκ­κλησίας καὶ Πίστεως, ἀναγνωρίζοντας τὶς ῥωμαϊκὲς καὶ ἄλλες αἱρέσεις ὡς ἰσότιμες μὲ τὴν Ἀλήθεια, ἀναγνωρίζοντας τὸν ῥωμαῖο ἄκρο ποντίφικα μὲ ὅλη τὴ δαιμονικὴ ἀντιεκκλησιαστικὴ ὑπερηφάνειά του».
Δὲν εἶνε κατάλληλος ὁ καιρὸς γιὰ συγκλησι Οἰκουμενικῆς Συνόδου, διότι ἐρωτῶ ἐπίσης· ποιοί θὰ λάβουν μέρος στὴν Σύνοδο; Ἱεράρχες (ὅπως τῆς ῥωσικῆς Ἐκκλησίας) ποὺ ἀποφάσι­σαν τὴ μετάδοσι τῶν ἀχράντων μυστηρί­ων στοὺς παπικοὺς καὶ κήρυξαν ἔτσι τὴν ἕνωσι μὲ τὸν πα­πισμό; Ἀναγνώρισαν ἀκόμη τοὺς ρασκόλνι­κους, τοὺς παλαιόπιστους ῾Ρώσους. Γι᾽ αὐτοὺς ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς Γρηγόριος Παπαμιχα­ήλ, ποὺ ἐγνώριζε καλὰ τὰ ῾Ρωσικὰ πράγματα, ἔγραφε, ὅτι συνεπείᾳ τῶν πλανῶν τῶν παλαιο­πίστων νοθεύθηκε στὴ ῾Ρωσία ἡ ἀληθινὴ Ὀρθο­δοξία. Ἐναντίον αὐτῶν ἀγωνίσθηκαν οἱ ἀείμνηστοι ἱεράρχες Εὐγένιος Βούλγαρις καὶ Νικηφόρος Θεοτόκης. Θὰ εἶνε λοιπὸν δεκτοὶ στὴν Σύνοδο ἱεράρχες ποὺ ἦλθαν σὲ μυστηρι­ακὴ κοινωνία μὲ αἱρετικούς; Καὶ ἀντιθέτως θ᾽ ἀπουσιάζουν ἐκεῖνοι ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ μετέχουν στὴν Σύνοδο καὶ ποὺ ὁ λόγος τους θὰ ἔ­πρεπε νὰ βαρύνῃ περισσότερο· καὶ αὐτοὶ εἶνε οἱ νεώτεροι ὁμολογηταὶ τῆς πίστεως, ὅσοι ἐ­πέζησαν ἀπὸ τοὺς φοβεροὺς διωγμούς.
Ἀπὸ ποιούς, παρακαλῶ, θὰ συγκροτηθῇ ἡ Σύνοδος αὐτή; Ποῦ τὰ μεγάλα πνευματικὰ ἀ­ναστήματα; ποῦ οἱ ἥρωες καὶ ὁμολογηταί, ποὺ θ᾽ ἀποτελοῦν ἐγγύησι Ὀρθοδοξίας; Ἀλλοίμονο, τέτοια πρόσωπα θὰ λείπουν. Κυρίαρχη δὲ θέσι θὰ κατέχουν στὴ Σύνοδο πρόσωπα ὑπόδικα ἐνώπιον τῆς Ὀρθοδόξου συνειδήσεως, ἐπίσκοποι καὶ μητροπολῖται ἄνευ ποιμνίων, μὲ τίτλος κενούς, ποὺ θὰ ἀγορεύουν ἐλαφρᾷ τῇ συνειδήσει, χωρὶς αἴσθημα εὐθύνης.
Ὑπὸ τέτοιες συνθῆκες συγκαλουμένη ἡ Με­γάλη Σύνοδος θὰ ἀποτύχῃ οἰκτρὰ καὶ θὰ γίνῃ πηγὴ νέων πνευματικῶν συμφορῶν γιὰ τὸν Ὀρθόδοξο κόσμο.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

[περιληπτικὴ μεταγλώττισις ἄρθρου ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «Χριστ. Σπίθα» (φ. 344/Ἰούλ.-Σεπτ. 1971) καὶ τὸ βιβλίο Σφενδόνη Β΄ (Ἀθῆναι 1989, σσ. 133 κ.ἑ.).]

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.