Αυγουστίνος Καντιώτης



O XIΛΙΑΣΜΟΣ

«Χριστιανικη Σπιθα», φυλ. 263, Ἰούλιος-Αὐγουστος 1963
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστινου Καντιώτου

«Πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπὶ τὴν γῆν καὶ τί θέλω εἰ ἤδη ανήφθη;» (Ο ΚΥΡΙΟΣ)

Ο ΧΙΛΙΑΣΜΟΣ

Ἐχθροὶ τῆς Πίστεως

«Παιδία, ἐσχάτη ὥρα ἐστί, καὶ καθὼς
ἠκούσατε ὅτι ὁ ἀντίχριστος ἔρχεται,
καὶ νῦν ἀντίχριστοι πολλοὶ γεγόνασι»
(Α΄ Ἰωάν. Σ, 18)

Ἐάν, ἀγαπητοί μου, εἰς ἕνα σπίτι μιᾶς πυκνωκατωκημένης περιοχῆς πιΣΑΤΑΝ ισμος ιστάση πυρκαϊά, μεγάλη άνησυχία προκαλεῖται εἰς τὴν περιοχήν. Καὶ αὐτοὶ ποὺ κοιμῶνται, ἐξυπνοῦν, καὶ ὅλοι σπεύδουν νὰ σβήσουν τὴν πυρκαϊάν. Διότι γνωρίζουν, ὅτι ἐὰν ἀμελήσουν, ἡ πυρκαϊὰ θὰ ἐξαπλωθῆ ῥαγδαίως, θὰ φθάση καὶ εἰς τὰ ἰδικά των σπίτια, καὶ ὅλη ἡ περιοχὴ θὰ γίνη παρανάλωμα τοῦ πυρός. Πόσαι περιοχαὶ καὶ πόλεις δὲν κατεστράφησαν ἀπὸ πυρκαϊάς! Διὰ τοῦτο, μόλις ἀκουσθῆ «φωτιά!», τὸ πᾶν κινητοποιεῖται διὰ τὴν κατάσβεσίν της. Καὶ ἔτσι μὲν ἐνεργοῦν οἱ ἄνθρωποι, προκειμένου νὰ σβήσουν μίαν πυρκαϊάν, ποὺ ἀπειλεῖ τὰ σπίτια των. Ἀλλά, δυστυχῶς, τὴν ἰδίαν δραστηριότητα δὲν δεικνύουν καὶ ὅταν εἰς τὸν τόπον των παρουσιασθῆ κίνδυνος ἄλλου εἴδους πυρκαϊᾶς, πυρκαϊᾶς πολὺ χειροτέρας ἀπὸ τὴν συνήθη, πυρκαϊᾶς ἡ ὁποῖα ἀπειλεῖ νὰ καταστρέψη ὄχι πλέον οἰκίας καὶ καταστήματα, ἀλλὰ περιουσίαν πνευματικήν, ἀνεκτίμητον. Περιουσία δὲ πνευματικὴ καὶ ἀνεκτίμητος εἶνε ἡ Ὀρθόδοξος Πίστις μας. Ναί! Ἡ Ὀρθόδοξος Πίστις εἶνε ὁ ἀνεξιχνίαστος πλοῦτος μας. Ὤ! Ἐὰν ἡμεῖς οἱ νεώτεροι Ἕλληνες ἠθέλαμεν ἐννοήσει καὶ αἰσθανθῆ τοῦτο. Πόσον ἄγρυπνοι φύλακες θὰ ἤμεθα! Ἐνῶ τώρα… Ἡμεῖς ποὺ σπεύδομεν νὰ σβήσωμεν τὴν φωτιὰν ποὺ ἀπειλεῖ νὰ καύση μίαν καλύβην, ἡμεῖς οἱ ἴδιοι ἐλάχιστα, ἤ οὐδόλως συγκινούμεθα, ὅταν βλέπωμεν ὅτι ὁ Σατανᾶς καὶ τὰ ὄργανα αὐτοῦ λαμβάνουν πῦρ ἐκ τῆς κολάσεως καὶ τὸ ῥίπτουν, διὰ νὰ καύσουν τὸ μεγάλο Σπίτι, ποὺ ὀνομάζεται Ὀρθόδοξος Ἑλλὰς.
Ἰδοὺ καὶ ὁ Χιλιασμός! Κίνδυνος μέγιστος διὰ τὴν Ὀρθόδοξον Πίστιν, ὄντως φωτιὰ καὶ λάβα τῆς Κολάσεως. Ἐὰν πρὸ πενῆντα ἐτῶν, ὅταν διὰ πρώτην φορὰν ὁ Σατανᾶς ἔρριψε τὸ πρῶτον πῦρ τοῦ Χιλιασμοῦ εἰς τὴν Ἑλλάδα, ἐὰν τότε οἱ φύλακες τῆς Ἑλλάδος ἠγρύπνουν, καὶ ἐλάμβανον δραστικὰ μέτρα κατασβέσεως τοῦ κατηραμένου τούτου πυρός, δὲν θὰ ἐχρειάζετο σήμερον νὰ ἀσχολούμεθα μὲ τὸν Χιλιασμόν. Δυστυχῶς ὅμως, δὲν ἐδόθη εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς ἡ δέουσα σημασία, καὶ ἰδοὺ σήμερον τὸ ἀποτέλεσμα. Ἡ Ἑλλὰς πυρπολεῖται. Χιλιάδες Ἑλλήνων ἔχουν ὑποστῆ, ἐκ τῆς πυρκαϊᾶς αὐτῆς τοῦ Σατανᾶ, θανατηφόρα ἐγκαύματα, καὶ ἡ πυρκαϊὰ καθημερινῶς ἐξαπλοῦται. Οἱ Χιλιασταὶ γαυριοῦν διὰ τὴν πρόοδόν των, καὶ ἡ θρασύτης των ἔφθασεν εἰς τοιοῦτον σημεῖον, ὥστε τὸ Ἀρχηγεῖον τῆς ἐν τῶ Ἐξωτερικῶ ἑδρεούσης σατανικῆς ὀργανώσεώς των νὰ ὁρίση τὴν Ἑλλάδα ὡς τόπον διεθνοῦς Χιλιαστικοῦ Συνεδρίου.

Ἐκ τῆς ἀποφάσεως ταύτης τῶν Χιλιαστῶν πολὺς θόρυβος ἐδημιουργήθη. Τὸ θέμα ἦλθεν εἰς τὸ προσκήνιον τῆς ἐθνικῆς καὶ θρησκευτικῆς ζωῆς τοῦ τόπου μας. Ὄχι δὲ μόνον οἱ θρησκεύοντες, ἀλλὰ καὶ οἱ πλέον ψυχροὶ καὶ ἀδιάφοροι, βλέποντες τὴν ἀντίδρασιν ποὺ προὐκάλεσεν εἰς τὸν Ὀρθόδοξον κόσμον ἡ ἰταμὴ ἀξίωσις τῶν χιλιαστῶν, νὰ κάμουν διεθνὲς Συνέδριον ἐν Ἑλλάδι, ἤρχισαν νʼ ἀνησυχοῦν καὶ νὰ διερωτῶνται: Τί εἶνε ὁ Χιλιασμός; Τί διδάσκει; Καὶ τί ἐπιδιώκει οὗτος; Πῶς ἐξηπλώθη τόσον εἰς τὸν τόπον μας; Καὶ πῶς θὰ καταπολεμηθῆ;
Εἰς τὰ ἐρωτήματα αὐτὰ ἡ «Σπίθα» θὰ προσπαθήση νʼ ἀπαντήση συντόμως.
Τί εἶνε ὁ Χιλιασμός; Διὰ νὰ λάβη τις ὀρθὴν ἀπάντησιν εἰς τὸ ἐρώτημα τοῦτο, πρέπει νὰ ἐρωτήση τὸν Ἁρμόδιον. Ἀλλὰ ποῖος εἶνε ὁ ἁρμόδιος ἐν προκειμένω; Ἱερεύς, ἐπίσκοπος, ἀρχιεπίσκοπος, πατριάρχης, κορυφαῖός τις θεολόγος; Καὶ αὐτοὶ βεβαίως δύναται νὰ μᾶς δώσουν πληροφορίας περὶ τοῦ χιλιασμοῦ. Ἀλλʼ ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος κατέχει ἄριστα τὸ θέμα τοῦ χιλιασμοῦ, εἶνε ἄλλος τις. Εἶνε ὁ… Σατανᾶς! Ἐκπλήττεσθε; Κάμετε ὀλίγην ὑπομονὴν καὶ θὰ πεισθῆτε.
Ἐν τῶ βίω τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου ἀναγινώσκομεν ὅτι ὁ ὅσιος, διὰ τῆς δυνάμεως τῆς προσευχῆς του, ἐδέσμευσε κάποτε διάβολον, καὶ τὸν ἐξηνάγκασε νὰ ἀπαντήση εἰς τὸ ἐρώτημα, πῶς ἐνεργοῦν οἱ δαίμονες ἐν τῶ κόσμω. Καταπληκτικά, φοβερὰ ἦσαν ὅσα ὁ διάβολος ἀπήντησε. Λεπτομερῶς ἐξιστόρησε τὸ σχέδιον τὸ ὁποῖον εἶχε καταρτίσει ὁ ἀρχηγός του, ὁ Ἑωσφόρος, διὰ νὰ πλανήση τὴν οἰκουμένην ὅλην. Διʼ ἑκάστην τάξιν ἀνθρώπων εἶχε καὶ ἰδιαιτέραν μέθοδον. Τὰ πολυάριθμα ὄργανά του ἔστηναν παντοῦ παγίδας. Ψυχὴν ἀνενόχλητον δὲν ἄφηναν. Καὶ εἰς αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς μικροὺς μαθητὰς τοῦ σχολείου εἰσέδυον, διὰ νʼ ἀποσπάσουν τὴν προσοχήν των ἐκ τῆς διδασκαλίας, καὶ νὰ διεγείρουν αὐτοὺς κατὰ τοῦ διδασκάλου. Παντοῦ τὸ πνεῦμα τοῦ κακοῦ, τῆς ἀναρχίας καὶ τὴν ἀταξίας!
Ἐὰν τώρα κάποιος ἀπὸ ἡμᾶς εἶχε τὴν δύναμιν τοῦ Μ. Ἀντωνίου καὶ ἐδέσμευεν ἕνα ἀπὸ τὰ πολυάριθμα ἐναέρια πνεύματα, ποὺ δροῦν εἰς τὸν κόσμον, καὶ ἠρώτα αὐτό, τί κάμνουν οἱ δαίμονες σήμερον; θὰ ἐλάμβανε τὴν ἐξῆς περίπου ἀπάντησιν:
«Ἄν και ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Μ. Ἀντωνίου ἔχουν παρέλθει δεκαὲξ καὶ πλέον αἰῶνες, ὁ σκοπός μας δὲν ἔχει ἀλλάξει καθόλου. Ὁ σκοπὸς παραμένει πάντοτε ὁ ἴδιος, νὰ συμπαρασύρωμεν τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὴν ἄβυσσον, νὰ κρημνίσωμεν τὴν Ἐκκλησίαν. Νὰ ἀμαυρώσωμεν, νὰ σβήσωμεν τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀκόμη περισσότερον˙ νὰ κάμωμεν τοὺς ἀνθρώπους νʼ ἀκούουν τὰ θεῖα ὀνόματα καὶ νʼ ἀφρίζουν, καὶ νὰ βλασφημοῦν μὲ τὰς χυδαιοτέρας βλασφημίας. Αὐτὸς εἶνε πάντοτε ὁ σκοπός μας. Ἀλλʼ ἐνῶ ὁ σκοπός μας παραμένει ἀμετάβλητος διὰ μέσου τῶν αἰώνων, τὰ μέσα ὅμως, τὰ ὁποῖα μεταχειριζόμεθα διὰ τὴν ἐπιτυχίαν τοῦ σκοποῦ μας, ἀλλάσουν. Ποικίλλουν κατὰ ἐποχὰς καὶ περιστάσεις. Διότι ἡμεῖς οἱ δαίμονες συγχρονιζόμεθα, καὶ φοροῦμεν ποικιλίαν προσωπείων, διὰ νὰ σᾶς ἐξαπατήσωμεν. Ἀναρίθμητα εἶνε τὰ μηχανήματα, ποὺ ἔχομεν χρησιμοποιήσει μέχρι τώρα. Ποῦ νὰ καθήσω καὶ νὰ τὰ περιγράψω ὅλα!… Βιάζομαι νὰ ἐπιστρέψω εἰς τὸ βασίλειόν μου, διότι ἡμεῖς οἱ δαίμονες δὲν πρέπει νὰ χάνωμεν καιρόν. Ἕνα μόνον σᾶς ἀποκαλύπτω, ὅτι τώρα τελευταίως ὁ εὐφυέστατος καὶ πολυμήχανος ἀρχηγός μας κατεσκεύασεν εἰς τὸ ἐργοστάσιόν του ἕνα νέο μηχάνημα, μὲ τὸ ὁποῖον, μᾶς λέγει, ἐᾶν τὸ χειρισθῶμεν καλῶς, θὰ κάμωμεν πρωτοφανῆ θραῦσιν εἰς τὸν χριστιανικὸν κόσμον. Καὶ τὸ νέον μηχάνημά μας εἶνε ὁ Χιλιασμός».
Τοιαύτην ἀπάντησιν θὰ ἔδιδεν ὁ διάβολος, ἐὰν δύναμις Μ. Ἀντωνίου ἐδέσμευεν αὐτὸν ἐκ νέου.
Ὁ Χιλιασμὸς εἶνε γέννημα τοῦ Διαβόλου. Προῆλθεν ἐκ τῆς μίξεως δύο παραγόντων. Ἀφʼ ἑνὸς μὲν ἐκ τοῦ μίσους, ποὺ τρέφει ὁ Ἑωσφόρος κατὰ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἀφʼ ἑτέρου δὲ ἐκ τῆς φοβερᾶς ἀγνοίας ποὺ ἔχουν οἱ σύγχρονοι χριστιανοὶ ἐπάνω εἰς τὰ ζητήματα τῆς Πίστεώς των λόγω τῆς ἐγκληματικῆς ἀμελείας των νʼ ἀνοίξουν τὰς Γραφὰς καὶ τοὺς Πατέρας καὶ νὰ γνωρίσουν τὸν Χριστόν. Διότι ὁσονδήποτε καὶ ἄν ὁ Σατανᾶς λυσσᾶ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας, οὐδὲν θὰ ἐπετύγχανεν ἐὰν οἱ χριστιανοὶ ἦσαν ὡπλισμένοι μὲ τὰ ὅπλα τοῦ φωτός, ποὺ μᾶς δίδει ἡ Ἁγία Γραφή, ὄχι ὅπως τὴν ἑρμηνεύει ὁ α΄ ἤ ὁ β΄ ἀλλʼ ὅπως τὴν ἑρμηνεύει ἡ Ἐκκλησία, τὴν ὁποίαν ἵδρυσεν ὁ Θεάνθρωπος διὰ νὰ εἶνε «ὁ στύλος καὶ τὸ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α΄ Τιμόθ. 3, 15). Ὅποιος ζῆ μακρὰν τῆς Ἐκκλησίας, τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὅποιος ζῆ μακρὰν τῆς διδασκαλίας καὶ τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, εἶνε φυσικὸν νὰ κυλίεται εἰς τὰ σκότη. Ἀγνοεῖ ὁ τοιοῦτος ποῖος εἶνε ὁ Χριστός. Δὲν γεύεται τῆς γλυκύτητος Αυτοῦ. Καὶ ἀδίδακτος καὶ ἄγευστος τοῦ μεγαλείου τοῦ Κυρίου, ὡς τοῦτο ἀποκαλύπτεται ἐν τῆ Ὀρθοδόξω Ἐκκλησία, γίνεται εὐκόλως θῦμα ἀγυρτῶν καὶ ἀπατεώνων, οἱ ὁποῖοι τῶ ὑπόσχονται ὅτι αὐτοὶ θὰ τοῦ γνωρίσουν τὸν Χριστὸν καὶ θὰ τὸν κάμουν εὐτυχῆ. Ἰδοὺ διατὶ λέγομεν ὅτι ὁ Χιλιασμὸς εἶνε ἀπαίσιον τέρας, τὸ ὁποῖον γεννᾶ ὁ Σατανᾶς, καταβάλλων τὸ πονηρὸν αὐτοῦ σπέρμα εἰς ψυχὰς ἀγνοούσας τὸν Χριστόν.
Τί διδάσκει ὁ Χιλιασμὸς
Ἐὰν κανεὶς ὁπλισθῆ μὲ ἰώβειον ὑπομονήν, καὶ ἐπιδοθῆ εἰς τὴν ἀνάγνωσιν τῶν Χιλιαστικῶν βιβλίων καὶ περιοδικῶν, θὰ εὑρεθῆ μέσα εἰς μίαν θάλασσαν φλυαριῶν καὶ ἀνοησιῶν, ἡ ὁποία κάμνει τὸν ἀναγνώστην νὰ ζαλίζεται, κυριολεκτικῶς, καὶ νὰ ἐπιζητῆ τὴν ταχυτέραν ἔξοδόν του ἐκ τοῦ πελάγους τούτου τῆς μωρίας, διὰ νὰ πατήση ἐπὶ στερεοῦ ἐδάφους, τοῦ ἐδάφους τῆς ἀληθινῆς πίστεως. Ὄντως μαῦρος πόντος, κυμαινομένη θάλασσα, ἐπαφρίζουσα τὰς αἰσχύνας τοῦ ψεύδους, καὶ καταποντίζουσα εἰς τὰ ἀπύθμενα τῆς πλάνης βάθη τοὺς ἀπείρους τῆς ἀληθινῆς γνώσεως, εἶνε ὁ Χιλιασμός. Μόνον ὅσοι γνωρίζουν καλῶς τὴν ὀρθὴν ἑρμηνείαν τῶν Γραφῶν, ὅπως ἀνωτέρω ἐξηγήσαμεν, μόνον αὐτοὶ δὲν καταποντίζονται ἐν τῶ φοβερῶ κλύδωνι, τὸν ὁποῖον ἐγείρει ἐν μέσω τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου ὁ Χιλιασμός. Εἴκοσιν αἰώνων ἱστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ δὲν ἔχει νʼ ἀναφέρη μεγαλυτέρους διαστρεβλωτὰς καὶ πλαστογράφους τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ὅ,τι ἔκαμνεν ἀρχαῖος ληστής, ὁ Προκρούστης, κάμνουν καὶ αὐτοί. Ὅπως ἐκεῖνος, ἔχων ὡς μοναδικὸν μέτρον κλίνην ὡρισμένου μῆκους, ἐξήπλωνεν ἐπʼ αὐτῆς τὰ θύματά του, καὶ τὰ μὲν μεγαλύτερα κατὰ τὸ μῆκος ἠκρωτηρίαζεν ἐλεεινῶς, τὰ δὲ μικρότερα ἐτέντωνε καὶ ἐξήρθρωνε, διὰ νὰ ἐξισώση μὲ τὸ μῆκος τῆς κλίνης, ἔτσι καὶ οἱ Χιλιασταί, οἱ νεώτεροι αὐτοὶ Προκροῦσται, τὴν ἰδικήν των κοσμοθεωρίαν ἔχοντες ὡς μέτρον, διὰ φοβερᾶς διαστρεβλώσεως ἐξαναγκάζουν τὰ χωρία τῆς Γραφῆς, καὶ τὰ πλέον σαφῆ νὰ συμφωνήσουν μὲ τὸ ἰδικόν των μέτρον. Καὶ ἔπειτα οἱ κακοῦργοι αὐτοί, οἱ κακουργοῦντες κατὰ τοῦ γνησίου πνεύματος τῶν Γραφῶν, ἔρχονται καὶ φωνάζουν: «Βλέπετε; Ἡμεῖς συμφωνοῦμεν ἀπολύτως μὲ τὴν Γραφήν».
Ἀλλὰ ἐπὶ τέλους κρώζουν οἱ θλιβεροὶ αὐτοὶ κόρακες τῆς κολάσεως; Ὅπως περὶ τῶν κοράκων λέγεται, ὅτι τὸ πρῶτον, τὸ ὁποῖον ἐξωρύσσουν ἐκ τοῦ σώματος τοῦ ζώου, εἶνε οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ ζώου, ἔτσι καὶ οἱ Χιλιασταί, ὡς ὄρνεα ἐπιτιθέμενοι κατὰ τοῦ Χριστιανισμοῦ, τὸ πρῶτον, τὸ ὁποῖον ζητοῦν νὰ καταστρέψουν, εἶνε τὸ φῶς, μὲ τὸ ὁποῖον βλέπει ὁ πιστός, εἶνε ἡ ὡς ἥλιος λάμπουσα ἀλήθεια, ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας, δὲν εἶνε ἕνας ἀπλοῦς ἄνθρωπος, ἀλλʼ εἶνε Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, εἶνε τὸ Πρόσωπον Ἐκεῖνο, ἐν τῶ ὁποίω, κατὰ τὸν Ἀπόστολον Παῦλον, «κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς Θεότητος σωματικῶς» (Κολασ. 2, 9). Ἡ ἀλήθεια αὕτη, ὅτι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς εἶνε Θεός, ἴσος τῶ Θεῶ Πατρί (Ἰωάν. 1, 1˙ 20, 28˙ Πράξ. 20, 28˙ Ρωμ. 9, 5˙ Τίτ. 2, 13˙ Ἑβρ. 1, 3˙ 1, 10˙ 3, 1-4, Α΄ Ἰωάν. 5, 20˙ Ἰωάν. 10, 30˙ 14, 8-10˙ 7, 10˙ 5, 18˙ Φιλιπ. 2, 6 κ. ἄ), εἶνε κεντρικὴ ἀλήθεια τοῦ χριστιανισμοῦ, εἶνε ὁ Ἥλιος, ὅστις ἐν μὲν τῆ Παλαιᾶ Διαθήκη προμηνύεται διὰ σειρᾶς προφητειῶν, αἵτινες δίκην ἀστέρων φωτίζουν τὴν νύκτα τῆς προχριστιανικῆς περιόδου, ἐν δὲ τῶ στερεώματι τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἐκ τῆς φάτνης διαρκῶς ἀνερχόμενος καὶ δοξαζόμενος ὑπὸ ἀνθρώπων καὶ ἀγγέλων, φθάνει εἰς τὰ ὕψη τῆς δόξης Του ἐν τῆ Μεταμορφώσει, ἐν τῶ Σταυρῶ, ἐν τῆ Ἀναστάσει, ἐν τῆ Ἀναλήψει καὶ ἐν τῆ ἐκ δεξιῶν καθέδρα, καὶ ἡ δόξα Αὐτοῦ «μονογενοῦς παρὰ Πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας» καταλάμπει τὸ στερέωμα τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀπὸ τοῦ πρώτου βιβλίου αὐτῆς μέχρι τοῦ τελευταίου. Ἐπαναλαμβάνομεν˙ Τὸ πρόσωπον τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶνε τὸ κέντρον τοῦ Εὐαγγελίου, εἶνε ἡ λατρεία τῶν Ἀποστόλων, οἵτινες, ἐπόπται γεννηθέντες τῆς Αὐτοῦ μεγαλειότητος, καὶ διὰ γλώσσης καὶ διὰ μελάνης καὶ διʼ αἵματος ἐβεβαίωσαν τὴν ἀλήθειαν ταύτην. Ἡ θεότης τοῦ Χριστοῦ εἶνε τὸ θεμέλιον τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπάνω εἰς τὴν πίστιν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶνε ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζώντος, ἐπάνω εἰς τὴν πίστιν αὐτήν, ἐθεμελίωσεν ὁ Χριστὸς τὴν Ἐκκλησίαν Του, καὶ προεφήτευσεν, ὅτι καμμία σκοτεινὴ δύναμις τοῦ Ἅδου δὲν θὰ ἠμπορέση ποτὲ νὰ τὴν κρημνίση (Ματθ. 16, 16-18). Ἐὰν δέ, παρʼ ὅλην τὴν διάσπασιν τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου, ὑπάρχη ἕν σημεῖον εἰς τὸ ὁποῖον συναντῶνται οἱ χριστιανοὶ ὅλων τῶν δογμάτων, τὸ σημεῖον τοῦτο, τὸ ἐλπιδοφόρον διὰ τὴν ἕνωσιν τῶν ἐκκλησιῶν, εἶνε ἡ Θεότης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλήθεια, τὴν ὁποίαν ὅλα τὰ δόγματα παραδέχονται. Δὲν ὑπάρχει χριστιανὸς εἰς τὴν ὑφήλιον, εἴτε Ὀρθόδοξος, εἴτε Καθολικός, εἴτε Προτεστάντης, ὁ ὁποῖος νὰ μὴ παραδέχεται τὴν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ.
Καὶ ὅμως, τὴν ἀλήθειαν ταύτην, τὴν ὑπὸ σύμπαντος τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου κηρυσομμένην, ἀρνοῦνται οἱ Χιλιασταί. Τί δὲ κηρύττουν οὗτοι ἐν σχέσει πρὸς τὸ θεμελιῶδες τοῦτο θέμα; Ἀναμασοῦν τὴν διδασκαλίαν τοῦ Ἀρείου, τὴν ὁποίαν κατεδίκασεν ἡ Α΄ ἐν Νικαία Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Ἐνῶ, δηλαδή, ἡμεῖς κηρύττομεν, ὅτι δὲν ὑπῆρξε ποτὲ χρόνος κατὰ τὸν ὁποῖον νὰ μὴ ὑπῆρχεν ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ (Ἴδε τὸ Α΄ κεφάλαιον τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ἰωάννου, τὸ Α΄ κεφάλαιον τῆς Α΄ Καθολικῆς Ἐπιστολῆς τοῦ Ἰωάννου, καὶ τὸ Α΄ κεφάλαιον τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Ἰωάννου, στίχ. 7, 8), οἱ Χιλιασταὶ λέγουν, ὅτι ὁ Υἱὸς εἶνε ἕν ἐκ τῶν πολλῶν κτισμάτων τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἶνε οἱ ἄνθρωποι καὶ οἱ ἄγγελοι, ὅτι εἶνε δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ἀρχιδοῦλος, ὅπως τὸν ὀνομάζουν, καὶ ὅτι συνεπῶς δὲν εἶνε ἴσος πρὸς τὸν Θεὸν Πατέρα.
Καὶ μόνον διότι οἱ Χιλιασταὶ ἀρνοῦνται τὴν Θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀρνοῦνται δηλαδὴ τὸν ἀγοράσαντα αὐτοὺς Δεσπότην (Β΄ Πέτρ. 2, 1, Ἰούδα 4) εἶνε ἀνάξιοι καὶ ἁπλοῦ χαιρετισμοῦ ἐκ μέρους τῶν πιστῶν, κατὰ τὴν ἐντολὴν αὐτοῦ τοῦ κήρυκος τῆς ἀγάπης, τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου (Β΄ Ἰωάν. 10).
Καὶ ἐφʼ ὅσον ἀρνοῦνται τὴν Θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὴν ὁποίαν διὰ πλήθους χωρίων κηρύσσει ἡ Ἁγία Γραφή, κηρύσσουν δὲ καὶ αὐτὰ τὰ ἄψυχα, λίμναι καὶ ποταμοὶ καὶ νεφέλαι καὶ οἱ λίθοι τοῦ Γολγοθᾶ, ποίαν ἀλήθειαν τῆς πίστεώς μας εἶνε δυνατὸν νὰ σεβασθοῦν; Ἀρνηθέντες τὴν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ ἔχουν τυφλωθῆ, καὶ δὲν γνωρίζουν ποὺ
ὑπάγουν. Καὶ ὅμως, παρʼ ὅλην τὴν τύφλαν των, ἔχουν τὴν ἐντύπωσιν ὅτι βλέπουν, ὅτι εἶνε οἱ ἐξυπνότεροι ἑρμηνευταὶ τῶν Γραφῶν, καὶ ὡς τοιοῦτοι ἔχουν τὴν ἀξίωσιν νὰ γίνουν ὁδηγοὶ ὅλου τοῦ κόσμου. Ἀλλοίμονον, χριστιανέ μου, ἐὰν ἐμπιστευθῆς τὸν ἑαυτόν σου εἰς τυφλὸν ὁδηγόν, ὅπως εἶνε ὁ Χιλιαστής. Ἀπὸ πρόσκομμα εἰς πρόσκομμα, ἀπὸ λάκκον εἰς λάκκον, ἀπὸ πλάνην εἰς πλάνην θὰ πίπτης, καὶ τέλος εἰς τὰ βάραθρα τοῦ Ἅδου θὰ καταπέσης, διὰ νὰ μὴ ἠμπορῆ πλέον νὰ σὲ σώση ἐκεῖθεν καμμία ἀνθρωπίνη βοηθεία. Διότι σπανιώτατα εἶνε τὰ παραδείγματα μετανοίας ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἠρνήθησαν τὴν Ὀρθοδοξίαν καὶ ἄφησαν τοὺς ἑαυτούς των νὰ παρασυρθοῦν ἀπὸ τὰ διδάγματα τῶν Χιλιαστῶν.* Εἰς αὐτοὺς ἔχει ἐφαρμογὴν ὁ λόγος τοῦ Κυρίου˙ «Μήτι δύναται τυφλὸς τυφλὸν ὁδηγεῖν; Οὐχὶ ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται;» (Λουκ. 6, 39).
* Ἕνας ἐκ τῶν Χιλιαστῶν, ὁ ὁποῖος εἶδεν εἰς ποῖον βάραθρον ψυχικῆς καταστροφῆς τὸν ὡδηγεῖ ὁ Χιλιασμὸς καὶ ἔντρομος ὁ ἄνθρωπος γενόμενος μετενόησε καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν εἶνε καὶ ὁ Ἰωάννης Στ. Ἀργέντος, ὅστις εἶχε χρηματίσει καὶ ἀξιωματοῦχος τοῦ Χιλιασμοῦ. Οὗτος καὶ γραπτῶς ἀπηρνήθη τὴν πλάνην καὶ κατεδίκασε τὸν Χιλιασμόν. Ἐξέδωκε τὸ 1935 μικρὸν βιβλίον ὑπὸ τὸν τίτλον: «Ἡ ἀλήθεια περὶ Χιλιασμοῦ». Εἰς τὸ μικρὸν τοῦτο βιβλίον ὁ μετανοήσας Χιλιαστὴς κάμνει τὰ ἀποκαλυπτήρια τῆς φοβερᾶς πλάνης. Τὸ βιβλιον τοῦτο εἶνε σήμερον σπάνιον, δυσεύρετον. Θὰ ἔπρεπεν ἡ Ἀποστολικὴ Διακονία νὰ προβῆ εἰς ἀνατύπωσίν του καὶ εὐρεῖαν διάδοσιν μεταξὺ τοῦ λαοῦ.
Ἰδοὺ οἱ ἄλλοι λάκκοι τῆς πλάνης εἰς τοὺς ὁποίους, μετὰ τὴν πρώτην πλάνην, τὴν ἄρνησιν τῆς Θεότητος τοῦ Χριστοῦ, πίπτουν οἱ Χιλιασταὶ καὶ οἱ ἀκολουθοῦντες αὐτοὺς τυφλῶς ὀπαδοὶ των. Ἀρνοῦνται, ὅτι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶνε πρόσωπον, καὶ παραδέχονται αὐτὸ ἀπλῶς ὡς δύναμιν. Ἀρνοῦνται συνεπῶς τὸ δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος, εἰς τὸ ὄνομα τῆς ὁποίας ἀπέστειλεν ὁ Κύριος τοὺς Μαθητάς Του νὰ βαπτίσουν τὰ ἔθνη εἰπὼν τὸν αἰωνίου κύρους λόγον ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον οὐδεμία χιλιαστικὴ σοφιστεία θὰ δυνηθῆ ποτε νὰ κλονίση. Σποῦν, κυριολεκτικῶς, τὰ «μοῦτρα» των οἱ Χιλιασταὶ ἐπάνω εἰς τὸν βράχον, τὸν ὁποῖον ἀποτελεῖ ὁ λόγος οὗτος τοῦ Κυρίου, ὁ ἐξαποστείλας εἰς τὸ παγκόσμιον κήρυγμα τοὺς Μαθητὰς καὶ Ἀποστόλους: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοὺς Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν˙ καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθʼ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν». Μὲ τὸν λόγον τοῦτον τελειώνει τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον.
Ἀρνοῦνται ἀκόμη τὴν ὕπαρξιν τῆς ψυχῆς, ὡς δευτέρου ἐν τῶ ἀνθρώπω στοιχείου, ἀρνοῦνται δηλαδὴ τὴν ψυχὴν ὡς πνευματικὸν στοιχεῖον ἐν τῶ ἀνθρώπω, ἀρνούνται, συνεπῶς, καὶ τὴν ἀθανασίαν τῆς ψυχῆς, καταντῶντες οὕτως εἰς τὴν θεωρίαν τοῦ ὑλισμοῦ, καὶ διδάσκουν ὅτι μετὰ θάνατον οἱ ἄνθρωποι ἐκμηδενίζονται. Θὰ λάβουν δὲ πάλιν τὴν ὕπαρξιν κατὰ τὴν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν, κατὰ τὴν Δευτέραν Παρουσίαν, ἀλλὰ καὶ τότε πάλιν θὰ ἐπανέλθουν εἰς τὴν ἀνυπαρξίαν, ἐκτὸς μόνον ὀλίγων, τῶν Χιλιαστῶν, οἱ ὁποῖοι ὡς ἐκλεκτοὶ τοῦ Θεοῦ θὰ εἰσέλθουν εἰς τὸν Παράδεισον, ἕνα παράδεισον ὁ ὁποῖος δὲν διαφέρει πολὺ ἀπὸ τὸν ὑλιστικὸν παράδεισον ποὺ κηρύττει τὸ Κοράνιον. Μὲ ὀλίγας λέξεις οἱ Χιλιασταὶ, κήρυκες τοῦ ὑλοζωϊσμοῦ, ἀρνοῦνται τὴν ἀθανασίαν τῆς ψυχῆς, τὴν ὁποίαν τόσον σαφῶς καὶ μεγαληγόρως διεκήρυξεν ὁ Θεάνθρωπος εἰπών˙ «Περὶ δὲ τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν οὐκ ἀνέγνωτε τὸ ῥηθὲν ὑμὶν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ λέγοντος˙ Ἐγὼ εἰμι ὁ Θεὸς Ἀβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς Ἰσαὰκ καὶ ὁ Θεὸς Ἰακώβ; Οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων. Πάντες γὰρ αὐτῶ ζῶσιν» (Ματθ. 22, 31 33˙ Λουκ. 20, 37-38). Καί˙ «Μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεινόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι» (Ματθ. 10, 28). Καὶ «Ἀμὴν λέγω σοι, σήμερον μετʼ ἐμοῦ ἔση ἐν τῶ Παραδείσω» (Λουκ. 23, 43). Ἀρνοῦνται ἀκόμη, ὡς φαίνεται καὶ ἐκ τῶν ἀνωτέρω, τὴν αἰωνίαν κόλασιν, παρὰ τοὺς σαφεῖς λόγους τοῦ Κυρίου˙ «Καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι (οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί) εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον» (Ματθ. 25, 46. Ἴδε καὶ 25, 41˙ Μάρκ. 9, 43-48, Ἀποκ. 14, 10-11˙ 20, 10˙ Ματθ. 10, 15).
Ἀρνοῦνται τὴν ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ μέχρι σήμερον ὑπάρχουσαν Ἐκκλησίαν, τὴν ὁποίαν ὀνομάζουν κατασκεύασμα τοῦ Διαβόλου, ἀρνοῦνται τὸ Ἱερατεῖον καὶ τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ἀρνούνται νʼ ἀποδώσουν τιμὴν εἰς τοὺς ἁγίους, καταπατοῦν τὸν Τίμιον Σταυρόν, καίουν τὰς ἱερὰς Εἰκόνας, ποὺ παριστάνουν τὰς μορφὰς τῶν ἡρώων τῆς Πίστεως. – Ποῖοι; Αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι τὰ σαλόνια τῶν σπιτιῶν των στολίζουν μὲ τὰς εἰκόνας τῶν ἁμαρτωλῶν γονέων των καὶ συγγενῶν. Τόλμησον, Ὀρθόδοξε χριστιανέ, νὰ καταβιβάσης ἐκ τῶν τοίχων τῆς οἰκίας ἑνὸς Χιλιαστοῦ τὴν φωτογραφίαν τοῦ πατέρα του ἤ τῆς μητέρας του ἤ τῆς συζύγου του, προσώπων τὰ ὁποῖα δὲν ἀποκλείεται νὰ εἶχον διαπράξει αἴσχη εἰς τὴν ζωήν των, τόλμησον, ὦ Ὀρθόδοξε, νὰ καταπατήσης ἤ νὰ κατακαύσης τὰς εἰκόνας αὐτῶν, καὶ τότε θὰ ἴδης πῶς ὁ πρᾶος καὶ μελιστάλακτος χιλιαστὴς μεταβάλλεται εἰς θηρίον! Ἄθλιε καὶ πανάθλιε Χιλιαστά! Σὺ ἔχεις τὰς εἰκόνας τῶν προσφιλῶν σου προσώπων, καὶ δὲν θεωρεῖς τοῦτο εἰδωλολατρίαν. Καὶ πῶς τολμᾶς νὰ ὀνομάζης ἡμᾶς εἰδωλολάτρας, διότι τιμῶντες ἱερὰ πρόσωπα, διʼ ἀσκήσεως καὶ μαρτυρίου ἐξαγιασθέντα, ἀναρτῶμεν τὰς Εἰκόνας αὐτῶν, πρὸς ζωηρὰν ὑπόμνησιν τῆς ἁγιότητός των; Ὀλίγη συνέπεια, παρακαλοῦμεν!
Οἱ Χιλιασταὶ μισοῦν τὰς Εἰκόνας, μισοῦν καὶ τοῦς ἁγίους. Διότι ἐκτὸς τῶν ἑαυτῶν των δὲν ἀναγνωρίζουν ἄλλους ἁγίους ἐπὶ τῆς γῆς. Ὤ τῆς ὑποκρισίας των, ὤ τῆς αὐταρεσκείας καὶ τῆς ὑπερηφανείας των, ὤ τοῦ μίσους των κατὰ τῶν ἁγίων! Λέγουν περὶ τῆς τίγρεως, ὅτι τόσον μισεῖ τὸν ἄνθρωπον, ὥστε ἐπιτίθεται ὄχι μόνον κατʼ αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου ἐὰν ἴδη κἄπου ζωγραφισμένην, ὁρμᾶ κατʼ αὐτῆς καὶ μὲ τοὺς ὄνυχάς της τὴν καταξεσχίζει. Ἄλλα καὶ οἱ Χιλιασταί, παρὰ τῆν φαινομενικήν των ἡμερότητα, ὡς τίγρεις πραγματικαὶ ὄχι μόνον τοὺς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ αὐτὰς τὰς Εἰκόνας τῶν Ἁγίων ζητοῦν νὰ ἐξαλείψουν. Χιλιαστής, ἀποκρύψας τὴν ἰδιότητά του καὶ ἐλθὼν εἰς γάμον μετὰ Ὀρθοδόξου κόρης ἀπεπειράθη, κατὰ τὴν πρώτην νύκτα τοῦ γάμου, νὰ κατακαύση τὰς Εἰκόνας. Ἀλλʼ έξεδιώχθη πύξ – λὰξ ἐκ τῆς οἰκίας τῆς πιστῆς κόρης, ἡ ὁποία ὑπεράνω τοῦ προσώπου τοῦ νυμφίου ἔθεσε τὰ ἱερὰ πρόσωπα τῆς Πίστεώς της. Μισοῦν τὰς ἁγίους, ὅπως λέγει καὶ ἡ Ἀποκάλυψις. Καὶ ἐξ ὅλων τῶν ἁγίων ἠξεύρετε ποῖον μισοῦν περισσότερον; Ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος, μετὰ τὸν Ἀπόστολον Παῦλον, ἀνεδείχθη ὁ ἡρωϊκώτερος τῶν ἁγίων καὶ ὁ Ἁγιώτερος τῶν ἡρώων. Ἐκεῖνον ὅστις σθεναρώτερον παντὸς ἄλλου ὑπεστήριξε τὸ δόγμα τῆς Θεότητος τοῦ Χριστοῦ, ἐναντίον τοῦ ὁποίου βάλλουν λυσσωδῶς οἱ Χιλιασταί. Τὸν Μέγαν Ἀθανάσιον μισοῦν. Ἀντιθέτως δέ, μὲ πολλὴν ἀγάπην καὶ τρυφερότητα περιβάλλουν τὸ πρόσωποντοῦ αἱρεσιάρχου Ἀρείου, τὸ ὁποῖον καὶ ὀνομάζουν ἀδελφόν! Ἐκ τούτου καὶ μόνον δύναταί τις νὰ συμπεράνη ὁποῖοι δαίμονες εἶνε οἱ Χιλιασταί. Ὅν ὁ Θεὸς ἀπεδοκίμασε, διὰ παραδειγματικοῦ θανάτου, αὐτοὶ τιμοῦν. Καὶ ὅν ὁ Θεὸς ἐτίμησε καὶ ἐν ζωῆ καὶ μετὰ θάνατον, αὐτοὶ ἀτιμάζουν.
Ἀλλὰ τί νὰ περιμένει κανεὶς ἀπὸ τοὺς Χιλιαστάς; Ἐκ κόρακος κρὰ ἀκούεται, καὶ ἐκ τῶν κοράκων τούτων τοὺς ὁποίους ἐξαπέστειλεν ὁ Σατανᾶς, διὰ νὰ βασανίζουν τὰς ψυχὰς τῶν Ὀρθοδόξων, δὲν εἶνε δυνατὸν νʼ ἀκούη τις ἄσματα ἀηδόνος, ἀλλὰ τὸ ἀπαίσιον καὶ μονότονον κρὰ τῆς ἀρνήσεως, μιᾶς ἀρνήσεως ἡ ὁποία ἔφθασε μέχρι τοῦ σημείου νὰ ἀρνῆται καὶ αὐτὴν ἀκόμη τὴν ἔννοιαν Θρησκεία. Διότι τί ἄλλο παρὰ ἄρνησις Θρησκείας εἶνε ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἐξῆλθεν ἐκ τῆς γραφίδος τοῦ Ρόδερφορντ, ὁ ὁποῖος μετὰ τὸν θάνατον τοῦ ἱδρυτοῦ τοῦ Χιλιασμοῦ, τοῦ Ρῶσσελ, κλέπτου καὶ ἀπατεῶνος ἐμπόρου, ἐκδιωχθέντος ὑπὸ τῆς συζύγου του διὰ συζυγικὴν ἀπιστίαν, ἀνεκηρύχθη ὁ ἀρχηγὸς τῶν χιλιαστῶν; Ἰδοὺ τὶ φθέγγεται ὁ Ρόδερφορντ: «Θρησκεία ἔλαβε τὴν ἀρχήν της ἐκ τοῦ Διαβόλου καὶ ἐχρησιμοποιήθη καθʼ ὅλους τοὺς χρόνους ὑπὸ τοῦ Διαβόλου, ἔκτοτε, ὅπως ἐξαπατήση τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς ἀπομακρύνη ἀπὸ τὴν λατρείαν τοῦ Παντοδυνάμου Θεοῦ».
Μετὰ τὴν ἐπίσημον ταύτην διακήρυξιν, θʼ ἀδικήση τις τοὺς Χιλιαστὰς ἐὰν εἴπη ὅτι εἶνε κατʼ οὐσίαν ἄθρησκοι;
Τί ἐπιδιώκει ὁ Χιλιασμὸς
Ὁ Χιλιασμὸς εἶνε μία ἀπάτη, ἡ ὁποία ὑπερβαίνει πᾶν ἄλλο ἀπατηλὸν σύστημα. Ἐνῶ, ὡς ἀνωτέρω εἴπομεν, ὁ Χιλιασμὸς ἀρνεῖται τὰ βασικώτερα τῶν χριστιανικῶν δογμάτων, ἐνῶ βάλλει καὶ κατʼ αὐτῆς ἀκόμη τῆς ἱερᾶς ἐννοίας τῆς Θρησκείας, ἐν τούτοις ἔχων διαρκῶς εἰς τὰ χείλη του ἁγιογραφικὰ ῥητά, καὶ ταῦτα κατὰ τὸ δοκοῦν ἑρμηνεύων, κατορθώνει νὰ παρουσιάζεται εἰς τοὺς πολλοὺς ὡς μοναδικὸς φίλος τῶν Ἁγίων Γραφῶν, ὡς τὸ μόνο γνήσιονθρησκευτικὸν κίνημα. Ἀλλὰ δὲν εἶνε ὁποῖος ἐμφανίζεται. Δὲν εἶνε φίλος τῶν Γραφῶν, ἀλλὰ φοβερὸς διαστροφεύς, ὁ χειρότερος διαστροφεὺς τῶν νοημάτων τῶν Γραφῶν. Δὲν εἶνε θρησκεία, ἀλλὰ διάλυσις θρησκείας. Δὲν εἶνε ἄγγελος, ἀλλὰ Σατανᾶς μὲ προσωπεῖον ἀγγέλου, ποὺ χρησιμοποιεῖ τὴν γλώσσαν τῆς Γραφῆς. Παλαιὰ μέθοδος τοῦ Σατανᾶ. Τοὺς λόγους τοῦ Θεοῦ δὲν ἐχρησιμοποίησεν ὁ Σατανᾶς, καὶ διαστρέφων αὐτοὺς δὲν μετεχειρίσθη ὡς ὅπλον, διὰ τοῦ ὁποίου κατώρθωσε νὰ παρασύρη εἰς πτῶσιν τὴν Εὔαν; Ἐὰν δὲν ἤνοιγεν ἡ Εὔα συζήτησιν μὲ τὸν Διάβολον, δὲν θὰ ἐξέπιπτε τοῦ Παραδείσου. Καὶ σύ, χριστιανέ, ἀκριβῶς διότι ὁ Σατανᾶς αὐτὸς τοῦ Χιλιασμοῦ μεταχειρίζεται τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ τὸν φοβῆσαι περισσότερον. Ναί! Ἄδολον γάλα εἶνε τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, ἀλλʼ εἰς τὸ γάλα ὁ Χιλιαστὴς ῥίπτει τὸ φαρμάκι του. Ναί! Στερεὰ τροφή, κρέας καθαρὸν καὶ θρεπτικὸν εἶνε τὰ βαθέα νοήματα τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ, ἀλλʼ ὁ Χιλιαστὴς κόπτει τὸ κρέας εἰς μύρια μικρὰ τεμάχια καὶ τὰ ἀναμιγνύει μὲ στρυχνίνην, τὰ ζυμώνει καὶ τὰ κάμνει «φόλες» ποὺ τὶς «χάφτουν» μὲ λαιμαγίαν τὰ ἀνύποπτα ζῶα διὰ νὰ εὕρουν τὸν θάνατον. Ναί, χριστιανέ μου. Κάθε διδασκαλία τῶν Χιλιαστῶν εἶνε καὶ μία «φόλα». Ὅσον καὶ ἄν πεινᾶς, μὴ ζητήσης τροφὴν ἀπὸ Χιλιαστήν. Μὴ φάγης ἐκ τῆς χύτρας τοῦ Χιλιασμοῦ, διότι θάνατος ἐγκρύπτεται ἐν αὐτῆ. Μὴ ἀπατηθῆς ἀπὸ τὴν κατὰ κόρον χρησιμοποίησιν τῶν ῥητῶν τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ὁσάκις ὁ Χιλιαστὴς σὲ βομβαρδίζει μὲ ῥητὰ τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἐνθυμοῦ τοὺς πειρασμοὺς τοῦ Κυρίου εἰς τὴν ἔρημον, ὅτε ὁ Σατανᾶς, μὲ τὸ ἴδιον ὅπλον, μὲ τὸ ὁποῖον ἐνίκησε τοὺς πρωτοπλάστους, προσεπάθησε νὰ νικήση καὶ τὸν Χριστόν. Ῥητὰ τῆς Γραφῆς μετεχειρίσθη ὁ Σατανᾶς. Ῥητά, τῶν ὁποίων σκοπίμως παρερμήνευε τὸ πνεῦμα, διὰ νʼ ἀπατήση τὸν Χριστόν. Ἀκούων τὸν Σατανᾶν νὰ ὁμιλῆ μὲ τὸν Χριστὸν καὶ νὰ μετεχειρίζεται τὴν γλῶσσαν τῆς Γραφῆς, νομίζει ὅτι ἀκούει σπουδαστὴν τῆς Γραφῆς, ὅτι ἀκούει Χιλιαστήν, ὁ ὁποῖος, μὲ τὴν γλῶσσαν τῆς Γραφῆς, προσπαθεῖ νʼ ἀπατήση σύγχρονον χριστιανόν. Ἀλλʼ ὅπως ὁ Χριστὸς ἀπέκρουσε τὸν Σατανᾶν μὲ ῥητὰ τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τὰ ὁποία ἀνταπεκρίνοντο ἀληθῶς εἰς τὴν περίπτωσιν ἐκείνην (ἐνῶ τὰ ῥητὰ ποὺ ἐχρησιμοποίησεν ὁ Σατανᾶς δὲν εἶχον ἐφαρμογὴν εἰς τὴν περίπτωσιν ἐκείνην, καὶ κακῶς ὁ Σατανᾶς ἐχρησιμοποίησεν αὐτά), ἔτσι καὶ σύ, χριστιανέ, πολέμει τὸν Σατανᾶν τοῦ χιλιασμοῦ μὲ τὰ ῥητὰ τῆς Γραφῆς. Ἀλλὰ διὰ νὰ πολεμῆς, μὲ ῥητὰ τῆς Γραφῆς, πρέπει νὰ μελετᾶς καθημερινῶς τὴν Ἁγίαν Γραφὴν καὶ τὰ ἑρμηνευτικὰ συγγράμματα τῶν Πατέρων καὶ Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, διὰ νὰ γνωρίσης τὸ ἀληθὲς νόημα τῶν διαφόρων ῥητῶν, καὶ νὰ μὴ πίπτης θῦμα τῶν παρερμηνειῶν τῶν Χιλιαστῶν. Διότι ἐν τῆ Ἁγία Γραφῆ, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ὑπάρχουν χωρία δυσνόητα, τὰ ὁποῖα οἱ ἀμαθεῖς καὶ ἀστήρικτοι διαστρεβλώνουν πρὸς ἀπώλειάν των (Β΄ Πέτρ. 3, 16).
Σατανᾶς λοιπὸν εἶνε ὁ Χιλιασμός, ἔστω καὶ ἄν χιλιάκις τῆς ἡμέρας ἀναφέρη τὰ ῥητὰ τῆς Γραφῆς. Κάτω ἀπὸ τὴν φαινομενικὴν θρησκευτικότητα κρύπτεται πανοῦργος σκοπός. Ποῖος δὲ ὁ σκοπὸς οὗτος;
Ὁ σκοπὸς τοῦ Χιλιασμοῦ διαφεύγει τοὺς πολλούς, οἱ ὁποῖοι ἐπιπολαίως βλέπουν τὴν κίνησιν τῶν Χιλιαστῶν. Ἀλλʼ ὅσοι εἶχον τὴν ὑπομονὴν νὰ ἐρευνήσουν τὰ τῆς κινήσεως τῶν Χιλιαστῶν, καὶ κατώρθωσαν νὰ εἰσδύσουν εἰς τοὺς σκοτεινοὺς θαλάμους, εἰς τοὺς ὁποίους ἐγεννήθη τὸ τέρας τοῦ Χιλιασμοῦ, διαπιστώνουν, ὅτι ὁ Χιλιασμὸς εἶνε καταχθόνιος πολιτικὴ κίνησις, μὲ ἀραχνοΰφαντον θρησκευτικὸν μανδύαν. Ἀφαίρεσον τὸν μανδύαν καὶ θὰ ἴδης τὸν Καίσαρα. Διότι παρʼ ὅλας τὰς κραυγάς των κατὰ πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας, Ὡς ὀργάνων τοῦ Σατανᾶ, ἔχουν καὶ οἱ Χιλιασταὶ τὸν ἰδικόν των Καίσαρα. Διότι ὁ Χιλιασμός, ἐν τῆ ἐσχάτη αὐτοῦ ἀναλύσει εἶνε παραφυὰς τοῦ Σιωνισμοῦ, κινήσεως πολιτικῆς φανατικῶν ἐθνικιστῶν Ἑβραίων, οἱ ὁποῖοι, νοσταλγοῦντες ἡμέρας δόξης τοῦ ἀρχαίου Ἰσραήλ, ἔχουν θέσει ὡς σκοπὸν τὴν διάλυσιν τῶν διαφόρων κρατῶν, τὴν παντελῆ ἐκρίζωσιν τοῦ χριστιανικοῦ δένδρου, καὶ τὴν δημιουργίαν Ἑβραϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ἤ μᾶλλον Ἑβραϊκῆς Παντοκρατορίας.
Ὁ Χιλιασμός, λοιπόν, εἶνε ὅπλον τοῦ Σιωνισμοῦ. Σαφὴς δὲ ἔνδειξις τῆς τοιαύτης προελεύσεώς του εἶνε ἡ προτίμησης τὴν ὁποίαν δεικνύουν οἱ Χιλιασταὶ εἰς τὸ ἑβραϊκὸν ὄνομα Ἰεχωβᾶ. Διότι δὲν τοὺς ἀρέσει νὰ ὀνομάζουν τὸν Θεόν, ὅπως τὸν ὀνομάζουν οἱ ἱεροὶ συγγραφεῖς τῆς Καινῆς Διαθήκης, οἱ ὁποῖοι οὐδαμοῦ ἀναφέρουν τὴν λέξιν Ἰεχωβᾶ, ἀλλʼ ἐπιμένουν νὰ χρησιμοποιοῦν τὴν λέξιν Ἑβραϊκήν, τὸ Ἰεχωβᾶ. Ἀνώτεροι, βλέπετε, οἱ Χιλιασταὶ ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους! Ἡ δὲ ὀνομασία Ίεχωβᾶ ἐκυριάρχησεν εἰς ὅλον τὸ σύστημα τῶν Χιλιαστῶν ὥστε νὰ μὴν ὀνομάζουν ἑαυτοὺς ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ χριστιανοὺς δηλαδή, ὄνομα τὸ ὁποῖον ἐδόθη, εἰς τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Χριστοῦ καὶ ὑπάρχει μέσα εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην (Πράξ. 11, 26), καὶ μὲ τὸ ὁποῖον ὀνομάζονται ἔκτοτε ὅλα τὰ ἑκατομμύρια τοῦ Χριστιανικοῦ κόσμου, ἀλλʼ αὐτοὶ ἐπιμένουν νὰ ὀνομάζωνται Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ. Καὶ μόνον ἡ ἐπιμονή των αὐτὴ δεικνύει τὰς διαθέσεις των καὶ τοὺς σκοπούς των.
Οἱ Χιλιασταί, ἔλκοντες τὴν καταγωγήν των ὡς κίνησις ἐκ τοῦ Σιωνισμοῦ, πιστεύουν εἰς τὴν ἐπικράτησιν Ἑβραϊκῆς Κοσμοκρατορίας. Συνεχῶς δὲ κηρύττουν, ὅτι θὰ ἔλθη ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Ἰεχωβᾶ θὰ ἐγκαθιδρύση ἐν Ἰερουσαλὴμ κοσμικὴν Κυβέρνησιν, τῆς ὁποίας σημαίνοντα μέλη θὰ ἀποτελέσουν οἱ Πατριάρχαι καὶ ἄλλοι μεγάλοι ἄνδρες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, οἱ ὁποῖοι πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦτον θὰ ἐγερθοῦν ἐκ νεκρῶν. Χιλετὴς κοσμικὴ βασιλεία, μὲ πλῆθος ὑλικῶν ἀγαθῶν, εἶνε τὸ ὄνειρον, τὸ ὁποῖον βλέπουν ἐν τῆ νοσηρᾶ των φαντασία οἱ παχυλοὶ τὸν νοῦν καὶ τὴν καρδίαν ὀπαδοὶ τοῦ Χιλιασμοῦ. Ἐντεῦθεν καὶ τὸ ἄλλο, τὸ παλαιότερον ὄνομα, Χιλιασταί. Προσδιορίσαντες δὲ οἱ Χιλιασταὶ ὡς ἔτος ἐλεύσεως τῆς κοσμικῆς βασιλείας των τὸ ἔτος 1872 καὶ διαψευσθέντες, καὶ γελοιοποιηθέντες, ὤρισαν κατὰ σειρὰν ἀποτυχίας, νέας χρονολογίας, τὰ ἔτη 1914, 1918, 1925, 1931… καὶ τέλος, μετέθεσαν τὴν ἐλπίδα τῆς ἐκπληρώσεως τῶν ὀνείρων των εἰς τὸ ἔτος 1984. καὶ κηρύττουν δὲ ὅτι ἡ Δευτέρα Παρουσία ἔγινε τὸ 1914!
Κατά ταῦτα, ἐντὸς διαστήματος μικροτέρου αίῶνος, πεντάκις διεψεύσθησαν οἱ Χιλιαστικαὶ προφητεῖαι, καὶ διὰ τὴν παταγώδη διάψευσίν των, δικαίως ἀπέκτησαν τὸν τίτλον τοῦ ψευδοπροφήτου καὶ τοῦ ψευδομάρτυρος, καὶ θὰ ἔπρεπε νὰ αἰσχύνωνται νὰ ἐμφανίζωνται εἰς τὂ κοινόν, ἀξιοῦντες ὅτι εἶνε οἱ μόνοι γνήσιοι ἑρμηνευταὶ τῶν Γραφῶν. Ἐὰν παρʼ αὐτοῖς ὑπῆρχε κόκκος συναισθήσεως καὶ μετανοίας, θὰ ἔπρεπε νʼ ἀποσυρθοῦν εἰς σπήλαιον, καὶ νὰ κλαίουν ἰσοβίως διὰ τὰ φοβερὰ ψεύδη τὰ ὁποῖα, ἐν ὀνόματι δῆθεν τοῦ Θεοῦ, διέσπειραν εἰς τὀν κόσμον. Ἀλλὰ ποῦ μετάνοια παρὰ τοῖς Χιλιασταῖς; Διαψευδόμενοι συνεχῶς προσπαθοῦν νὰ δικαιολογήσουν τὰς ἀποτυχίας των, καὶ ἄφθαστοι εἰς ἐπινοήσει καὶ φαντασιοκοπήματα, ὡς τὰ χέλια γλιστροῦν, καὶ οὐδέποτε θέλουν νʼ ἀναγνωρίσουν σφάλμα των, ὡς νὰ εἶνε θεόπνευστοι καὶ ἀλάθητοι.
Διεθνεῖς ἀπατεῶνες ἀπεδείχθησαν, διὰ τῶν ἐπανειλημμένων διαψεύσεων τῶν προφητειῶν των, οἱ Χιλιασταί. Καὶ ὅπως οἱ κοινοὶ ἀπατεῶνες, οἱ ἐπʼ αὐτοφώρω συλλαμβανόμενοι, ἀναγκάζονται, διὰ τὴν περαιτέρω δρᾶσίν των, νʼ ἀλλάζουν ὀνοματεπώνυμα, οὕτω καὶ οἱ Χιλιασταὶ ἀλλάζουν ὀνόματα. Μέχρι σήμερον ἔχουν βαπτίσει ἑαυτοὺς μὲ τὰ ἐξῆς ὀνόματα: Χιλιασταί, Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, Ἰεχωβῖται, Χαραυγισταὶ τῆς χιλιετηρίδος, Ρωσσελισταί, Ὁπαδοὶ τῆς νέας ἡμέρας, Ὀπαδοὶ τῆς Παγκοσμίου Σωτηρίας, Ὀργάνωσις Σκοπιᾶς τοῦ Πύργου, καὶ σπουδασταὶ τῶν Γραφῶν!
Μέσα. Ἡ ὀργάνωσις τῶν Χιλιαστῶν, ἔχουσα τὴν ἕδραν αὐτῆς εἰς τὸ Μπροῦκλιν τῆς Ν. Ὑόρκης – Ἀμερικῆς, ἔχει ἐξελισθῆ εἰς ἰσχυρότατον πολιτικο-θρησκευτικὸ-οἰκονομικὸν συγκρότημα. Ποταμὸς δολλαρίων ῥέει ἐν τοῖς ταμείοις τῆς Ὀργανώσεως. Διότι πῶς ἄλλως ἐξηγεῖται ἡ εἰς τριάκοντα περίπου γλώσσας μετάφρασις καὶ εἰς ἑκατομμύρια ἀντιτύπων κυκλοφορία ἀνὰ τὴν ὑφήλιον τῶν δύο Χιλιαστικῶν περιοδικῶν «Σκοπιὰ» καὶ «Ξύπνα», ὡς ἐπίσης καὶ ἡ ἔκδοσις καὶ κυκλοφορία ἀναριθμήτων φυλλαδίων, βιβλίων, μικρῶν καὶ μεγάλων, τὰ ὁποῖα διανέμονται δωρεὰν ἤ πωλοῦνται εἰς τιμὰς ἐξευτελιστικάς. Τὰ περιοδικά, τὰ φυλλάδια, τὰ βιβλία τῶν Χιλιαστῶν ὡς ἄλλαι ἀκρίδες τῆς Ἀποκαλύψεως ἔχουν κατακλύσει τὸν κόσμον.
Καὶ μόνον αἱ ἐκδόσεις των; Ἔχουν ἱδρύσει ἐν Ἀμερικῆ εἰδικὴν Σχολήν, τὴν καλουμένην Σχολὴν Γαλαάδ, εἰς τὴν ὁποίαν δωρεὰν τρέφονται καὶ ἐκπαιδεύονται ἑκατοντάδες νέων ἐξ ὅλων τῶν χωρῶν διὰ νὰ γίνουν αὔριον εἰς τὰς ἰδιαιτέρας των Πατρίδας τὰ ἀνώτερα στελέχη τῆς Ἀντιχρίστου ταύτης ὀργανώσεως. Ἔχουν δὲ καταρτίσει δίκτυον προπαγάνδας εἰς ὅλον τὸν κόσμον. Πλῆθος δὲ διδασκάλων, βοηθῶν, ὑπηρετῶν, εὐαγγελιστῶν, ποὺ ἀσχολοῦνται εἰς διαφόρους τομεῖς, διαθέτει ἡ Ὀργάνωσις. Ἀναλόγως δὲ τῶν ὡρῶν ποὺ διαθέτουν τὰ ὄργανα ταῦτα διὰ τὴν διάδοσιν τῶν πλανῶν τοῦ Χιλιασμοῦ, κατατάσσονται εἰς κατηγορίας τῶν ἐκλεκτῶν. Οὕτω π.χ. ἐάν τις διαθέτη 175 ὥρας τοὐλάχιστον κατὰ μῆνα θεωρεῖται ἐκλεκτός, καὶ κατατάσσεται εἰς τὴν Α΄ κατηγορίαν τῶν εἰδικῶν σκαπανέων, ὡς ὀνομάζονται οἱ τὸ κρὰτος τοῦ Ἰεχωβᾶ κηρύττοντες… Αὐτοὶ λαμβάνουν ὁδηγίας κατʼ εὐθείαν ἀπὸ τὸ κέντρον. Εἰς τὴν κατηγορίαν Β΄, τῶν ἀπλῶν σκαπανέων κατατάσσονται ὅσοι κατορθώνουν νὰ διαθέσουν ὑπὲρ τοῦ ἔργου τῆς διαδόσεως 150 ὥρας κατὰ μῆνα…
Ἄλλο μέσον ἔχουν τὰς συναθροίσεις, κατὰ τὰς ὁποίας ὁμάδες Χιλιαστῶν συμμελετοῦν τὰ περιοδικὰ καὶ τὰ βιβλία τῆς ὀργανώσεώς των (Ἴδε Ἐπισκόπου Ἀχαΐας Παντελεήμονος, Αἱ αἱρέσεις – 1 Χιλιασταὶ σελ. 33-34).
Τέλος δὲ ὡς ἰσχυρὸν μέσον προπαγάνδας ἔχουν καὶ τὰ λεγόμενα Διεθνῆ Συνέδριά των. Διότι ἡ εἰσβολὴ 200-300 κορυφαίων διδασκάλων μετὰ τοῦ ἀρχηγοῦ τῶν Χιλιαστῶν εἰς μίαν ξένην χώραν δὲν ἔχει ἄλλον σκοπὸν εἰμὴ νὰ προκαλέση θόρυβον καὶ δημιουργήση τὴν ἐντύπωσιν εἰς τὸν ἀπλοῦν λαόν, ὅτι τὸ κράτος τοῦ Χιλιασμοῦ ἔχει ῥίψει τὰς ῥίζας του πλέον διεθνῶς. Τὸ Διεθνὲς Συνέδριον εἶνε ὅπλον προπαγάνδας, εὶνε ἡ βιτρίνα τοῦ Χιλιασμοῦ.
Εὐτυχῶς χάρις εἰς τὰς ἐντόνους διαμαρτυρίας τοῦ θρησκευομένου λαοῦ καὶ τὴν σθεναρὰν στάσιν τῆς Ἐπισήμου Ἐκκλησίας τὸ Συνέδριον ποὺ ἐπρόκειτο νὰ γίνη ἐφέτος ἐν Ἑλλάδι ἐματαιώθη. Ἡ βιτρίνα δὲν ἐστήθη… Ἀλλὰ τὰ ψεύδη τῶν Χιλιαστῶν ἐξακολουθοῦν νὰ κηρύσσωνται. Καὶ ὑπάρχουν αὐτιὰ Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων ποὺ τοὺς ἀκούουν τοὺς ψεύστας αὐτοὺς καὶ ἀπατεῶνας;
Ποῖα τὰ αἴτια τῆς ἐξαπλώσεως τοῦ Χιλιασμοῦ;
Ὕστερον ἀπὸ τόσας μωρίας καὶ ἀνοησίας καὶ διαψεύσεις τῶν Χιλιαστῶν, οὐδεὶς θὰ ἀνέμενεν ὅτι θὰ εὑρίσκετο Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς ἐν Ἑλλάδι, διατηρῶν κόκκον λογικῆς καὶ ἔχων ἔστω καὶ στοιχειώδη γνῶσιν τοῦ περιεχομένου τῆς Πίστεώς μας, ὁ ὁποῖος θὰ ἔπιπτεν εἰς τὰ δίκτυα τῆς πλάνης τῶν Χιλιαστῶν. Καὶ χάνος ἐὰν ἦτο, δὲν θὰ συνελαμβάνετο. Καὶ ὅμως, πλεῖστα ὅσα εἶνε τὰ θύματα τῶν Χιλιαστῶν εἰς τῆν Ὀρθόδοξον Ἑλλάδα. Τόσον θλιβερόν, ὅσν καὶ περίεργον φαινόμενον! Ἀνοητότεροι χάνων, λοιπόν, ἔγιναν οἱ χριστιανοί μας;
Ποῖα τὰ αἴτια; Μία ἐπισταμένη ἔρευνα πολλὰ θʼ ἀνεύρισκεν αἴτια, διὰ τὰ ὁποῖα τὰ δίκτυα τῶν Χιλιαστῶν ἀλιεύουν Ὀρθοδόξους. Ἀλλʼ ἡμεῖς φρονοῦμεν, ὅτι τὴν μεγαλυτέραν εὐθύνην διὰ τὴν ἀπώλειαν τόσον Ὀρθοδόξων ψυχῶν ὑπέχουν ἡ Πολιτεία καὶ ἡ Ἐκκλησία. Καὶ ἐπʼ αὐτοῦ θὰ σημειώσωμεν ὀλίγας λέξεις.
Εἶνε ἐν πρῶτοις, ἡ Ἑλληνικὴ Πολιτεία ὑπεύθυνος, διότι, ὡς καὶ ἄλλοτε ἐτονίσαμεν, ἡ Ἑλληνικὴ Πολιτεία δὲν εἶνε ὅπως αἱ ἄλλαι Πολιτεῖαι τοῦ κόσμου. Ἀλλʼ εἶνε Βασίλειον Ὀρθόδοξον, τὸ μοναδικὸν εἰς τὸν κόσμον Ὀρθόδοξον Βασίλειον, τὸ ὁποῖον, κατὰ τὸ Σύνταγμα τῶν Ἑλλήνων, ὡς θεμέλιον τῆς ὑποστάσεώς του ἔχει τὴν πίστιν εἰς τὸν ἐν Τριάδι Θεόν. Πᾶσα λοιπὸν δημοσία καὶ βάναυσος προσβολὴ κατὰ τοῦ ὑψίστου δόγματος τῆς Θρησκείας μας, τοῦ δόγματος τῆς Ἁγίας Τριάδος, θὰ ἔπρεπε νὰ συγκινῆ βαθύτατα τὴν Ἑλληνικὴν Πολιτείαν, ἀπείρως περισσότερον ἀπὸ ὅσον συγκινεῖ αὐτὴν ἡ δημοσία καὶ βάναυσος προσβολὴ τῶν ἐπιγείων βασιλέων μας. Ἐρωτῶ τὰς εἰσαγγελικὰς καὶ ἀστυνομικὰς Ἀρχάς: Ἐάν, κύριοι, ἤθελον ὑποτεθῆ ὅτι κἄποιος εἰς τὸ Ἐξωτερικὸν ἐξετύπωνε βιβλίον πλῆρες ὕβρεων κατὰ τῆς βασιλικῆς Οἰκογενείας τῆς Ἑλλάδος, σᾶς ἐρωτῶ: Θὰ ἐπετρέπατε νὰ περάση ἀπὸ τὸ Τελωνεῖον καὶ νὰ εἰσέλθη εἰς τὴν Ἑλλάδα τοιοῦτον βιβλίον; Καλῶς γνωρίζω, ὅτι ἐπὶ τῆ πληροφορία, ὅτι ἔφθασεν εἰς τὸ Τελωνεῖον τοιοῦτον βιβλίον, θὰ σπεύσετε, θὰ τὸ κατάσχετε καὶ θὰ τὸ καύσετε. Ἀλλʼ ἐνῶ διὰ τοῦ Τελωνείου δὲν διέρχεται οὐδὲν βιβλίον καθαπτόμενον τῆς τιμῆς τῶν βασιλέων μας, ἐν τούτοις διὰ τοῦ Τελωνείου διέρχονται τόννοι ὁλόκληροι βιβλίων καὶ φυλλαδίων σατανικῆς ὀργανώσεως τοῦ Χιλιασμοῦ, διὰ τῶν ὁποίων καθυβρίζεται τὸ ὄνομα τῆς ἁγίας καὶ ὀμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος, μὲ τὸ ὁποῖον ἀρχίζει τὸ Σύνταγμα τῶν Ἑλλήνων. Διατί, κύριοι, δὲν διατάσσετε τὴν κατάσχεσίν των; Διατί δὲν τὰ καίετε; Διατί ἐπιτρέπετε τὴν κατὰ χιλιάδας ἀνατύπωσίν των ἐν Ἑλλάδι; Ἤ μήπως τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶνε μικρόν, καὶ τὸ ὄνομα τῶν βασιλέων μας εἶνε μέγα; Ἤ μήπως ἐπαύσαμεν πλέον νὰ πιστεύωμεν, καὶ τὸ ἀπείρως μεγαλοπρεπὲς καὶ σεβαστὸν ὄνομα τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ κατήτνησεν εἰς τὰς ἡμέρας ἕνα ἀπλῶς διακοσμητικὸν στοιχεῖον, ἕνας παμπάλαιος θυρεὸς στολίζων τὰ ἐρείπια μεσαιωνικοῦ τινος πύργου; Ἤ πιστεύομεν, κύριοι, ἤ δὲν πιστεύομεν. Ἐὰν πιστεύωμεν, ὁ Χιλιασμὸς δὲν ἔχει θέσιν εἰς τὴν Ἑλλάδα. Ἐὰν ὅμως δὲν πιστεύωμεν, ἄς σβήσωμεν ἀπὸ τὸ Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος τὴν ἐπικεφαλίδα, καὶ ἄς γράφωμεν ὅ,τι δήποτε ἄλλο θέλομεν, διὰ νὰ ἔχωμεν συνέπειαν καὶ νὰ μὴ παρουσιαζώμεθα ὡς Κράτος ὑποκριτικόν.
Μὲ τὴν ἀσυνέπειαν, τὴν ὁποίαν δεικνύει τὸ Ἑλληνικὸν Κράτος ἀπέναντι τοῦ Χιλιασμοῦ, ἀφήνει νὰ γίνωνται χιλιασταὶ διὰ νὰ ἔρχεται αὔριον μὲ τᾶ Στρατοδικεῖά του καὶ νὰ τοὺς ἐκτελῆ, ὡς ἀρνουμένους νὰ ἐκτελέσουν τὰς στρατιωτικάς των ὑποχρεώσεις καὶ νὰ ὑπερασπίσουν τὸ πάτριον ἔδαφος.
Ἀλλὰ περισσότερον ἀπὸ τὸ Κράτος ὑπεύθυνος εἶνε ἡ Ἐπίσημος Ἐκκλησία. Ναί. Εἶνε ὑπεύθυνος διὰ τὴν ῥαθυμίαν τῶν ποιμένων, διὰ τὴν φαυλότητα τοῦ βίου, καὶ πρὸ παντὸς διὰ τὴν φιλαργυρίαν καὶ πλεονεξίαν, ὡρισμένων ἐξ αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι δίδουν ὅπλα εἰς τοὺς χιλιαστὰς διὰ νὰ καταπολεμοῦν τὴν Ἐκκλησίαν. Χαρακτηριστικῶς ἀναφέρομεν δύο παραδείγματα. Τὸ ἕν: Βασανισμένος πατέρας ἀκριτικῆς περιοχῆς τῆς Πατρίδος μας, ζητήσας πιστοποιητικὸν γάμου διὰ τὸν υἱόν του ἐργαζόμενον ἐν Γερμανία, ἐταλαιπωρήθη ἀφαντάστως ἀπὸ τὰς ἐκκλησιαστικὰς ἀρχὰς καὶ ὑπεχρεώθη νὰ καταβάλη ἐκ τοῦ πτωχοῦ βαλαντίου του εἰς ἱερεῖς, ἀρχιερατικοὺς ἐπιτρόπους καὶ Μητροπολίτην, διʼ ὑπογραφὰς καὶ ἐπικυρώσεις, ποσὰ ἀδικαιολόγητα. Διʼ ἕν πιστοποιητικὸν τόσα χρήματα! Καὶ γράφει ἐν ἀγανακτήσει ὁ ἄνθρωπος: «Πότε ἠκούσθη ἀπὸ μία γίδα νὰ βγάζουν δύο τομάρια;». Καὶ τὸ ἄλλο παράδειγμα: Χρυσοστόλιστος ἀρχιερεὺς μετέβη εἰς χωρίον, ἐλειτούργησε, χωρὶς νὰ ὁμιλήση, καὶ μετὰ πλούσιον γεῦμα ὑπεχρέωσε τὸ ταμεῖον τῆς πτωχῆς ἐκκλησίας νὰ πληρώση τὰ πρόσωπα τῆς συνοδείας του (ψάλτην, διᾶκον, σωφέρ), καὶ τέλος τὸν ἑαυτόν του, μὲ τὸ γενναιότερον ποσόν. Καὶ ἀφοῦ ἐγέμισε καὶ τὸ αὐτοκίνητόν του ἀπὸ «δῶρα», ἀνεχώρησεν… Τὴν ἐπομένην ἀφίχθη, εἰς τὸ ἴδιον χωρίον, διδάσκαλος τοῦ Χιλιασμοῦ. Αὐτὸς ἡρμήνευσε περικοπὴν ἐκ τῆς Ἁγίας Γραφῆς, συνεζήτησε μὲ τοὺς χωρικούς, ἐπεσκέφθη τὰ σπίτια τῶν πτωχῶν, διένειμε δῶρα, καὶ ἀνεχώρησε, χωρὶς νὰ ἐπιβαρύνη κανένα. Καὶ οἱ χωρικοί, συγκρίνοντες ἀρχιερέα καὶ χιλιαστήν, ἔλεγον: Ποῖος ἐκ τῶν δύο ὁμοιάζει περισσότερον μὲ τὸν Χριστόν; Τὸ ἀποτέλεσμα ἦτο, ὅτι εἰς τὸ χωρίον ἐσχηματίσθη πυρὴν φανατικῶν χιλιαστῶν. Δὲν ὑπάρχει δὲ ἀμφιβολία, ὅτι δύο ἤ τρεῖς ἀκόμη ἐπισκέψεις τοῦ φιλαργύρου ἀρχιερέως θὰ εἶνε ἀρκεταὶ διὰ νὰ μεταβάλουν τὸ Ὀρθόδοξον χωρίον εἰς χιλιαστικόν.
Ἀλλʼ ἐνῶ εἰς ἐνορίας καὶ ἐπισκοπάς, ὅπου βασιλεύει φιλάργυρον ἱερατεῖον, ὁ Χιλιασμὸς κανει θραῦσιν, ἀντιθέτως ἐκεῖ ὅπου οἱ ποιμένες εἶνε τύποι καὶ ὑπογραμμοὶ εὐαγγελικῆς ἀρετῆς, οἱ λύκοι τοῦ Χιλιασμοῦ δὲν δύνανται νὰ εἰσχωρήσουν. Μὲ τὰ ξύλα τοὺς ἐκδιώκουν οἱ χριστιανοί. Ἤ μᾶλλον, τοὺς ἐκδιώκει ἡ ἀστραπὴ τῆς ἀρετῆς. Χαρακτηριστικῶς ἀναφέρομεν τὸ παράδειγμα εὐσεβοῦς ἱερατικοῦ ζεύγους χωρίου τινὸς τῆς Μουργκάνας Ἠπείρου. Ἐπειδὴ τὸ ζεῦγος ἦτο ἄτεκνον, ὁ ἱερεὺς καὶ ἡ πρεσβυτέρα περισυνέλεξαν εἰς τὴν οἰκίαν των περὶ τὰ 20 ὀρφανὰ τῆς περιφερείας των, καὶ τὰ περιποιοῦνται ὡς παιδιά των, καὶ διαθέτουν ὑπὲρ αὐτῶν ὅλα τὰ ἔσοδά των, ἐνισχυόμενοι καὶ ὑπὸ δωρεῶν τῶν εὐσεβῶν. Τὸ λαμπρὸν τοῦτο παράδειγμα ἔχει συγκινήσει βαθύτατα τοὺς χωρικούς, οἱ ὁποῖοι καυχῶνται διὰ τὸν ἐφημμέριόν των. Πῶς νὰ εὕρουν ἔδαφος εἰς τὸ χωρίον τοῦτο οἱ Χιλιασταὶ διὰ νὰ σπείρουν τὰ ζιζάνιά των;
Διὰ ταῦτα φρονοῦμεν, ὡς καὶ εἰς εἰδικὴν συγκέντρωσιν χριστιανικῶν σωματείων ἀνεπτύξαμεν, ὅτι ὁ ἀποτελεσματικώτερος τρόπος καταπολεμήσεως τῆς Χιλιαστικῆς λέπρας εἶνε ἡ κάθαρσις τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐξ ὅλων ἐκείνων τῶν στοιχείων τὰ ὁποῖα σκανδαλίζουν τὸν λαόν μας. Ἄς τὸ ἐννοήσωμεν, ἐπὶ τέλους, ὅτι οἱ μεγαλύτεροι προπαγανδισταὶ τοῦ Χιλιασμοῦ, καὶ τῶν αἱρέσεων γενικῶς, εὑρίσκωνται εἰς τὰς τάξεις μας, εὑρίσκονται μεταξὺ ἀρχιερέων, ἱερέων, διακόνων καὶ μοναχῶν. Εὑρίσκονται μεταξὺ τῶν θρησκευομένων μελῶν τῆς κοινωνίας, ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, τῶν ὁποίων ὁ βίος δὲν εἶνε σύμφωνος μὲ τὰ λάμποντα διδάγματα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἄς μετουσιώσωμεν λοιπὸν τὴν ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΝ ΕΙΣ ΟΡΘΟΠΡΑΞΙΑΝ, καὶ τότε ἡ Ὀρθοδοξία, δυνατὴ ἐν λόγοις καὶ ἔργοις τῶν πιστῶν της τέκνων, θὰ νικᾶ τοὺς ἀντιχρίστους, καὶ θὰ θριαμβεύη εἰς τοὺς αἰῶνας. Διότι ἡ δόξα καὶ ὁ Θρίαμβος ἀνήκει τελικῶς εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.