Περιληψη ομιλιας του νεαρου τοτε διακονου Αυγουστινου Καντιωτου, τα πρωτα κατοχικα Χριστουγεννα του 1941 στον Μητροπολιτικο ναο των Ιωαννινων, που αναστατωσε τους Ιταλους. Ομιλει ο ιδιος, αλλα και ενας γεροντας απο τα Γιαννενα ο Γεωργιος Πυλης, που ακουσε την ομιλια και εζησε τα γεγονοτα.
ΓΙΑΝΝΕΝΑ 1941
- Στὰ Γιάννενα ἔχει ἐξαπωληθεῖ ἡ Ἰταλικὴ προπαγάνδα γιὰ τὴν δημιουργία τοῦ βασιλείου τῆς Πίνδου ἤ τῆς ρωμαϊκῆς λεγεῶνος. Εἶνε ἐπίμονη ἡ ἐχθρικὴ προσπάθεια καὶ συνοδεύεται ἀπὸ μεθοδευμένη τρομοκρατία, ἀπὸ πολυπίκοιλες πιέσεις καὶ ἀπὸ δελεαστικὲς προσφορὲς πρὸς τοὺς Ἕλληνες στρατιῶτες.
Ὁ Γέροντας Μητροπολίτης Φλωρίνης π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης ἀναπωλεῖ τὶς δύσκολες ἐκεῖνες μέρες, ποὺ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ τὸν ὁδηγοῦσε στὰ Γιάννενα, καὶ λέει:
Μητροπολίτης Φλωρίνης π. Αὐγουστῖνος: «Ἐπίσκοπος τότε στὰ Γιάννενα ἦταν ὁ Σπυρίδων Βλάχος, ὁ μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν.
«Θ᾿ ἀνεβῆς», μοῦ λέει «στὸν ἄμβωνα καὶ θὰ μιλήσης ἐσὺ τὰ πρῶτα Χριστούγεννα τῆς σκλαβιᾶς».
Καλὰ τοῦ λέω, θ᾿ ἀνεβῶ. Ἄν τώρα στὰ γεραματά μου εἶμαι τρελλός, φανταστεῖτε πώς ἤμουν στὴν νεότητά μου. Ἤμουν ἁγνότερος καὶ καθαρότερος τότε.
Ἀνέβηκα στὸ βῆμα παρουσία τοῦ ἐπισκόπου καὶ εἶπα· Δύο ἄστρα δὲν θὰ σβήσουν ποτέ. Τὸ ἕνα εἶνε τὸ ἄστρο τὸ ἀθάνατο ὁ Χριστός, ποὺ ἐγεννήθη στὴν Βηθλεέμ. Καὶ τὸ ἄλλο ἀστέρι εἶναι ἡ Ἑλλάς. Θὰ ζήση ἡ Ἑλλάς.
Ἦταν μέσα στὸ ἐκκλησίασμα κατάσκοποι τῶν Ἰταλῶν. Τὴν ἄλλη μέρα πῆγαν στὸν μακαρίτη τὸν Σπυρίδωνα καὶ τοῦ εἶπαν. «Νὰ μὴν τὸν ἐπιτρέπεις αὐτὸν νὰ μιλᾶ».
Δηλαδή, ἤθελαν νὰ γίνω «Κύνας ἐναιός», σκυλὶ ποὺ δὲν γαυγίζει. Ὅπως λέει ὁ προφήτης Ἠσαΐας.
Μὲ ἐκάλεσε τότε ὁ Σπυρίδων καὶ μοῦ εἶπε, ὅτι δὲν θὰ ξανακάνω κήρυγμα. Ἐνῶ προηγουμένως μὲ εἶχε συγχαρεῖ, γιὰ τὸ χριστουγεννιάτικο κήρυγμα καὶ μὲ κράτησε στὴν τράπεζά του τὸ μεσημέρι.
Μ᾿ ἀγαποῦσε πάρα πολὺ ὁ Σπυρίδων καὶ αὐτὸς μ᾿ ἔφερε στὴν Ἀθήνα, μὲ τὴν ὑποκίνηση τοῦ πατρὸς Χρυστοφόρου Καλύβα.
Πολὺ συγκινοῦμε μὲ τὸν Χρυστοφόρο Καλύβα, ποὺ σήμερα ἔμαθα ὅτι οἱ τελευταῖες του λέξεις ἦταν: «Αὐγουστῖνε, Αὐγουστῖνε ποὺ εἶσαι»;
Ὁ Σπυρίδων ἐπειδὴ τὸν πιέσαν οἱ Ἰταλοί, τοὺς εἶπε ὅτι θὰ μὲ τιμωρήση αὐτὸς καὶ δὲν θὰ μὲ ξαναφήσει νὰ μιλήσω.
Ὅταν μὲ τὸ ἀνακοίνωσε τοῦ εἶπα: Τὸ σκέφτηκα πολύ, παρ᾿ ὅτι ξέρω ὅτι τὸ κάνεις ἀπὸ ἀγάπη, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀντάξιο ἑνὸς Σπυρίδωνος Βλάχου, νὰ μ᾽ ἀπαγορεύσεις τὸ κήρυγμα, ἐπειδή τὸ θέλουν οἱ Ἰταλοί.
«Γιατὶ ρέ», μοῦ ἀπαντᾶ.
Διότι τοῦ λέω ἔπρεπε νὰ πῆς στοὺς Ἰταλούς, ὅτι ὁ Αὐγουστῖνος δὲν εἶναι παιδί μου, οὔτε συγγενής μου, τέτοιους σὰν τὸν Αὐγουστῖνο ἔχει πολλούς ἡ Ἑλλάδα. Ἐγὼ δὲν ἔχω κανένα παράπονο ἐναντίον του, ἀλλὰ ἄν ἐσεῖς νομίζετε ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ κηρύττη, νὰ τὸν περιμένετε ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ ὅταν βγῆ ἄρπαξέ τον καὶ ρίξτέ τον στὴν λίμνη τὸν Ἰωαννίνων, γιὰ νὰ ἡσυχάσετε.
«Ναί, ἔτσι λές βρέ»; Μοῦ ἀπαντᾶ.
Δὲν μποροῦσα ἄλλο νὰ μείνω στὰ Γιάννενα, μιὰ νύχτα ἄφησα τὴν μητέρα μου καὶ ἔφυγα. Τὴν ἄλλη μέρα ἦρθαν νὰ μέ συλλάβουν οἱ Ἰταλοί καὶ ἐπειδή δὲν μὲ βρῆκαν συνέλαβαν τὴν μητέρα μου. Τὸ ἔμαθε κατόπιν ὁ Σπυρίδωνας καὶ πῆγε, διαμαρτυρήθηκε ἐντονότατα καὶ τὴν πῆρε ἀπὸ τὰ χέρια τους. Καὶ ἦταν ἡ μητέρα μου εὐγνώμονα πρὸς αὐτόν.
Ἦταν ἐκ Θεοῦ νὰ φύγω, γιατὶ τὸ χέρι τῆς Θείας Προνοία παρ᾿ ὅλη τὴν ἀτέλεια καὶ ἁμαρτωλότητά μου, μὲ ἔσωσε. Μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες ἄρπαξαν 300 τέτοιους θερμούς Ἕλληνες οἱ Ἰταλοί, τοὺς βάλλαν σ᾿ ἕνα καράβι καὶ τοὺς ἔπνιξαν, στὸ Ἀνδριατικό Πέλαγος. Θὰ ἤμουν καὶ ἐγὼ μεταξὺ τῶν τριακοσίων αὐτῶν πατριωτῶν.
* * *
Ἕνας γέροντας, αὐτόπτης καὶ αὐτήκοος μάρτυς ἀπὸ τὰ Γιάννενα, μιλᾶ στὴν κατασκήνωσι στὶς 15-6-1985 γιὰ τὴν ἀναστάτωσι ποὺ προκάλεσε τὸ κήρυγμα ἐκεῖνο στοὺς Ἰταλούς καραμπινιεριδες·
«Μὲ λένε Γεώργιο Πύλη. Ἤμουν ἀνάμεσα στὸ ἐκκλησίασμα ποὺ ἄκουγε τὸν π. Αὐγουστῖνο, μέσα στὸ Μητροπολιτικὸ ναὸ τῶν Ἰωαννίνων τὴν ἡμέρα ἐκείνη. Ἧταν παρόντες καὶ οἱ Ἰταλοὶ ἀστυνομικοὶ (καραμπινιέροι καὶ πρικαντιέρηδεςͺἀλλοὶ μὲ στολὴ ὑπηρεσίας καὶ ἄλλοι μὲ πολιτικὴ περιβολή. Τοὺς εἶδα μετὰ τὸ κήρυγμα νὰ βγαίνουν ἀγανακτισμένοι στὸ προαύλιο ποὺ ὁδηγεῖ ἡ κεντρικὴ ἔξοδος καὶ μὲ διάθεσι νὰ συλλάβουν τὸν π. Αὐγουστῖνο, διότι τοὺς ἔθιξε.
Πραγματικά ἐνῶ στὴν ἀρχὴ ξεκίνησε ἤπια τὸ κηρυγμά του ὁ π. Αὐγουστῖνος, ὕστερα τὸν κατέλαβε θρησκευτικὸς οἷστρος καὶ μὲ φωνὴ στεντορεία καταφέρθηκε ἐναντίον τους γιὰ τὴν ἄδικη εἰσβολὴ στὴ χώρα μας».
Ὅπως φάνηκε, ἐξεμάνησαν ἐναντίον του. Δὲν τὸν κατέβασαν ὅμως ἀπὸ τὸν ἄμβωνα, διότι θὰ δημιουργοῦσαν θόρυβο καὶ διότι σεβάστηκαν τὸν ἱερὸ χῶρο. Βγῆκαν λοιπὸν στὸ κεντρικὸ προαύλιο τοῦ ναοῦ, ὅπου ὑπάρχει τὸ ναΐδριο τοῦ ἁγίου Γεωργίου τοῦ νεομάρτυρος καὶ ὁ τάφος του. Ὑπάρχει μιὰ μικρὴ πόρτα στὸ ναΐδριο ποὺ ἐπικοινωνωνεῖ μὲ τὸ μητροπολιτικὸ ναό. Φοβούμενοι μήπως φύγει ἀπὸ ᾿κεῖ, βγῆκαν γρήγορα στὸ προαύλιο, ἀλλὰ εἰς μάτην τὸ σχέδιό τους. Ὁ ναὸς ἀπὸ τὸ νότιο μέρος ἔχει κι ἄλλη μικρὴ πόρτα, τὴν ὁποία δὲν προσεξαν, καὶ ἀπ’ αὐτὴν ἔφυγε ὁ π. Αὐγουστῖνος.
Τὰ μεσάνυχτα τὸν ξυπνᾶ ἕνα κτύπημα στὴν πόρτα. Τὸν εἰδοποιοῦν πὼς οἱ Ἰταλοὶ ἔχουν ἀπόφασι νὰ τὸν συλλάβουν καὶ νὰ τὸν στείλουν μαζὶ μὲ ἄλλους πατριῶτες ὅμηρο στὴν Ἰταλία. Ὁ π. Αὐγουστῖνος φεύγει τὸ ἴδιο βράδυ ἀπὸ τὰ Γιάννενα, ἐγκαταλείποντας πίσω τὴν γερόντισσα μητέρα του, ἡ ὁποία συλλαμβάνεται ἀπὸ τοὺς Ἰταλούς. Ὁ μητροπολίτης Σπυρίδων τὴν παίρνει ὑπὸ τὴν προστασία του καὶ τὴν γλυτώνει ἀπὸ τὰ χέρια τῶν Ἰταλῶν.
Μετὰ ἀπὸ μεγάλες περιπέτειες ὁ διάκονος Αὐγουστῖνος φτάνει στὴν Ἀθῆνα. Ἐκεῖ μαθαίνει ὅτι ἡ Μακεδονία φλέγεται ἀπό τοὺς Γερμανοὺς κατακτητας καὶ ἡ Ἀρχιεπισκοπή ἔκανε ἔκληση στοὺς ἀγάμους κληρικούς νὰ μεταβουν γιὰ νὰ βοηθήσουν τοὺς Μακεδόνες….
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.