Αυγουστίνος Καντιώτης



«ΤI NA KANΩ;…» – «Τι ποιησω;» (Λουκ. 12,17)

date Νοέ 18th, 2017 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Κυριακὴ Θ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 12,16-21· 14,35)
19 Νοεμβρίου
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

«ΤI NA KANΩ;…»

«Τί ποιήσω;» (Λουκ. 12,17)

ΠΛΟΥΣ. ΠΛΕΟΝΔὲν θὰ ἔπρεπε, ἀγαπητοί μου, νὰ βρίσκωμαι σήμερα ἐδῶ. Ἐπιθυμοῦσα νὰ βρίσκωμαι πάνω στὰ ψηλὰ βουνά, ἐκεῖ στὰ μικρὰ ἐγ­καταλελειμμένα χωριά μας, γιὰ νὰ κηρύ­ξω στοὺς χωρικούς μας. Ἀλλ᾽ ἐφ᾿ ὅσον βρίσκομαι ἐδῶ, θὰ παρακαλέσω νὰ δώσετε προσοχὴ στὰ λίγα λόγια ποὺ θὰ πῇ ἡ ἀδέξιος γλῶσσα μου.
Ἀκούσατε τὸ εὐαγγέλιο. Περιέχει δυὸ ἐρω­τή­ματα· τὸ ἕνα τὸ θέτει ὁ ἄνθρωπος, τὸ ἄλ­λο –τὸ καὶ σπουδαιότερο– τὸ θέτει ὁ Θεός. Σήμερα θ᾽ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὸ ἐρώτημα ποὺ θέ­τει ὁ ἄνθρωπος. Ποιό εἶν᾽ αὐτό; Ἕνα ἐρώτημα γεμᾶτο ἄγχος· «Τί ποιήσω;», τί νὰ κάνω; (Λουκ. 12,17).
Μὰ ποιός τὸ λέει αὐτὸ τὸ «Τί νὰ κάνω;»; Μή­πως τὸ λέει κανένας ζητιάνος, ποὺ δὲν ἔ­χει ψωμάκι νὰ φάῃ, ῥουχαλάκι νὰ σκεπαστῇ καὶ καλυβούλα νὰ καθίσῃ; μήπως τὸ φωνάζει καν­ένας ἄνεργος νέος, ποὺ χτυπάει πόρτες, δὲ βρίσκει πουθενὰ κατανό­ησι, κι ἀναγκάζεται νὰ φύγῃ μακριά, στὴν Αὐ­στραλία καὶ στὴν Ἀ­μερικὴ γιὰ νὰ ζήσῃ; μήπως τὸ λέει κανένα ὀρ­φανό, ποὺ γυρίζει παντέρημο στοὺς δρόμους; μήπως τὸ λέει καμμιὰ χήρα μὲ ἕξι – ἑ­φτὰ παιδιά; μήπως τὸ λέει κανένας οἰκογενει­άρχης ποὺ ἔχει σήμερα νὰ λύσῃ μύρια προβλήματα; μήπως τὸ λέει κανένας ἄρρωστος ποὺ βογγάει πάνω στὸ κρεβάτι καὶ δὲν ὑπάρχει γι᾿ αὐ­τὸν φάρμακο καὶ γιατρειά; «Τί νὰ κάνω;». Πα­ρὰ τὴν κατάστασί τους δὲν τὸ λέει κάποιος ἀ­πὸ αὐτούς. Τὸ λέει – ποιός; ἐκεῖνος ποὺ καὶ ὑ­γεία ἔχει, καὶ λεπτὰ ἔχει, καὶ σπίτια ἔχει, καὶ περιουσία ἔχει· ὁ πλούσιος.
Ὁ πλούσιος λέει «Τί ποιήσω;». Καὶ τὸ λέει μάλιστα σὲ μιὰ πε­ρίοδο ποὺ ἀπ᾽ τὴν καρδιά του ἔπρεπε νὰ βγαί­νουν μύρια «εὐχαριστῶ». Γιατὶ ἐκεῖνο τὸ ἔ­τος, ὅπως λέει τὸ εὐαγγέλιο, εἶχε στὰ χωράφια του μία ἐξαιρετικὴ εὐλογία· οἱ ἐλιὲς λύγιζαν ἀπὸ τὸν καρπό, τ᾽ ἀμπέλια ἦ­ταν κατάφορ­τα, τὰ στάχυα πεδιάδα πράσινη.
«Τί νὰ κάνω;» λέει, οἱ ἀποθῆκες μου δὲ χω­ρᾶ­νε τὴ σοδειά. Μὰ ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἀποθῆκες ποὺ εἶχε, ὑπῆρχαν κι ἄλλες· ἀποθῆκες ποὺ δὲν τὶς χτίζουν μηχανικοὶ ἐργολάβοι καὶ χτίστες, ποὺ δὲν τὶς γκρεμίζει ὁ σεισμός, ποὺ δὲν τὶς δι­αλύει ὁ χρόνος, ἀποθῆκες ἀσφαλισμένες ἑ­κα­­τὸ τοῖς ἑκατό· ἀποθῆκες τοῦ Χριστοῦ. Ποιές εἶ­­ν᾽ αὐτές; Ἦταν τότε, καὶ θὰ εἶνε πάντα, τὰ στομά­χια τῶν πεινασμένων· κά­θε στομάχι εἶνε μιὰ μικρὴ ἀποθήκη. Ἂν λοι­­πὸν αὐτὸς μοίραζε σὲ κά­θε πει­νασμέ­νο ἀπὸ λί­γο ἀλεύρι, λίγο λάδι, μερι­κὰ ἄλλα ἀ­γαθά, τό­τε διπλάσια καὶ τριπλάσια θὰ χωροῦ­σαν στὶς τόσες «ἀποθῆκες» τῶν φτωχῶν.
Ὁ πλεονέκτης ὅμως καὶ φιλάργυρος δὲν δί­νει οὔτε μπουκιὰ στὸν πεινασμένο, οὔτε ἕνα κου­ρέλι στὸν γυμνό, οὔτε λαδάκι γιὰ τὸ καν­τήλι τοῦ Χριστοῦ· οὔτε στὸν ἄγγελό του νερό. Τίποτα, λέει· ὅλα στὶς ἀποθῆκες του. Μὰ αὐ­τὲς δὲν χωροῦν, κι αὐτὸς πέφτει σὲ συλλογή· «Τί νὰ κάνω;». Λὲς καὶ εἶχε μπροστά του ἕνα δύσκολο πρόβλημα καὶ –Ἀρχιμήδης τοῦ μαμωνᾶ αὐτός– προσπαθεῖ νὰ βρῇ τὴ λύσι.
«Τί νὰ κάνω;». Σὰ νὰ τὸν βλέπω· περνάει ἡ ὥρα, σημαίνουν μεσάνυχτα, κ᾽ ἐνῷ ὁ φτωχὸς κουρασμένος πέφτει καὶ κοιμᾶται καὶ ἄγγελοι φρουροῦν πάνω του –τί εὐλογημένος!–, αὐτὸς δὲν ἡσυχάζει. «Τί νὰ κάνω;…». Ἐπὶ τέλους, ὕ­στερα ἀπὸ πολ­λὴ σκέψι καὶ διαλογισμοὺς βρίσκει «λύσι». Νά τί θὰ κάνω· μόλις ξημερώσῃ, θὰ καλέσω μηχανικό, θὰ γκρεμίσω τὶς παλιὲς ἀποθῆκες, θὰ βάλω ἐργολάβους καὶ ἐργάτες, θὰ μαζέψω ὑλικά, θὰ χτίσω ἀποθῆκες μεγαλύτερες, θὰ συνάξω ἐκεῖ ὅλα τὰ ἀγαθά μου, καὶ μετὰ θὰ πῶ στὴν ψυχή μου· Ψυχή, ἔχεις ἄ­φθονα ἀγαθὰ ποὺ φτάνουν γιὰ πολλὰ χρόνια· ξάπλωσε, φάε, πιές, γλέντα τὴ ζωή σου….
Ἀπ᾽ ὅλα αὐτὰ τὰ «θά…», ποὺ εἶπε, κανένα δὲν πραγματοποιήθηκε. Γιατί; Γιατὶ προτοῦ νὰ ξημερώσῃ, ἦρθε κάποιος ἀνεπιθύμητος ἐπισκέπτης, πολὺ ἀγροῖκος, καὶ τοῦ χτύπησε τὴν πόρτα. Ἦταν ὁ χάρος. Αὐτὸς τὸν πῆρε ξα­φνι­κὰ μέσ᾽ ἀπ᾽ τὸ σπίτι του. Κι ὁ Θεὸς τώρα τὸν ρω­τάει· «Ἄφρον, …ἃ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» (ἔ.ἀ. 12,20).

* * *

Ἂς ἐπιμείνουμε, ἀδελφοί μου, στὸ ἐρώτημα «Τί ποιήσω;…». Αὐτὴ ἡ ἀγωνία δὲν ἦταν μόνο τοῦ πλουσίου τῆς παραβολῆς, εἶνε καὶ ἡ ἀγωνία τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς μας.
Ποιῶν ἀνθρώπων; Ὄχι ἐκείνων ποὺ πιστεύ­ουν, ἀλλ᾽ αὐτῶν ποὺ ἔχουν ξερριζώσει ἀπ᾽ τὴν καρδιά τους τὴν ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό. Φιλάρ­γυροι καὶ πλεονέκτες πλούσιοι, νομίζουν πὼς τ᾽ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου ὅλα εἶνε μόνο γι᾽ αὐτούς· καὶ θαρρεῖς πὼς ἔχουν ὑπογράψει συμβό­λαιο μὲ τὸ χάρο ὅτι θὰ ζήσουν χίλια χρόνια. Αὐτοὶ λοι­πὸν ἔχουν τὴν ἀγω­νία καὶ ρωτοῦν.
«Τί νὰ κάνω;»; Μοῦ περισσεύουν χρήματα. Νὰ τὰ κάνω χαρτονομίσματα; ἀλλὰ κινδυνεύουν νὰ γίνουν κοτζαμάνεια χαρτονομίσματα, θ᾽ ἀξίζουν ὅσο καὶ τὰ πλατανόφυλλα ποὺ πέφτουν τὸ φθινόπωρο ἀπὸ τὰ δέντρα. Νὰ τὰ κάνω λίρες; ἀλλὰ μπορεῖ νὰ πέσῃ ἡ τιμή τους. Ν᾽ ἀγοράσω οἰκόπεδα; Νὰ χτίσω πολυκατοικίες; Ν᾽ ἀγοράσω πλοῖα, νὰ γίνω ἐφοπλιστής; Πῶς νὰ τὰ ἀσφαλίσω, ποῦ νὰ τὰ βάλω; Στὸ σπίτι μπορεῖ νὰ κλαποῦν. «Τί ποιήσω;», τί νὰ κάνω; Νὰ τὰ κλείσω σὲ χρηματοκιβώ­τια τῆς τραπέζης; Ἐδῶ κινδυνεύουν. Νὰ βρῶ τράπεζες στὸ ἐξωτερικό; νὰ τὰ στείλω στὴν Ἑλβετία, στὴν Ἀμερική; «Τί νὰ κάνω;…», ἀ­γωνία με­γάλη. Ὤ αἰώνιο Εὐαγγέλιο! Χιλιάδες χρόνια νὰ περάσουν, τὰ λόγια του λὲς καὶ λέχθη­καν τώρα, λὲς καὶ περιγράφει τὸ σήμερα, δίνει τὸ ψυχογράφημα ἑνὸς συγχρόνου πλουσίου.
Ἔλα ἐδῶ λοιπόν, ἐ­σὺ ὁ πλούσιος, ποὺ τὴ νύχτα ἀ­νοίγεις τὰ χρηματοκιβώτια καὶ μετρᾷς τὶς λίρες. Ρωτᾷς «τί νὰ κάνῃς;»; Ἔλα νὰ σοῦ πῶ, ἔλα νὰ σοῦ λύσω ἀμέσως τὸ πρόβλημα.
⃝ Σοῦ περισσεύει κάτι; Μπὲς στὴν ἐκ­κλησιά, ρώτησε τὸν ἐφημέριο τί ἀνάγκες ἔχει ὁ ναός. Δὲν εἶνε σωστό, στὸ σαλόνι τοῦ σπιτιοῦ μας νὰ εἶνε ὅλα τὰ ἔπιπλα τὶς τελευταίας μάρκας, καὶ τὸ «σαλόνι» τοῦ Θεοῦ νὰ εἶνε γυμνό. Εἶνε τι­μὴ καὶ δόξα ὅτι στὴν Ὀρθοδοξία τοὺς ὡραίους ναούς μας κατὰ κανόνα δὲν τοὺς χτίζουν οἱ πλούσιοι· τοὺς χτίζουν τὰ «ταλληράκια» τοῦ φτωχοῦ καὶ ἐρ­γατικοῦ λαοῦ μας.
⃝ «Τί νὰ κάνω;»; Ἐσὺ ποὺ ἔχεις χρήματα πλεονάζοντα, ἄντε στὸ δάσκαλο τοῦ χωριοῦ ἢ τῆς συνοικίας σου καὶ πές· Δάσκαλε, ἐδῶ εἶνε φτωχὰ τὰ παιδιά, σοῦ δίνω δέκα, εἴκοσι, τριάντα χιλιάδες, νὰ βελτιώσῃς τὸ σχολεῖο.
⃝ «Τί νὰ κάνω;»; Ἔρχονται Χριστούγεννα, θὰ κάνῃς προμήθειες καὶ ψώνια. Μὴν ἑορτάσῃς χωρὶς νὰ βρῇς στὴ γειτονιὰ τὸν ἄπορο, τὸν ἀσθενῆ, τὸ γέρο, τὸ ὀρφανό, τὴ χήρα, τὸν ἀ­νάπηρο ποὺ ἄφησε τὰ πόδια του στὴν Ἀλβανία γιὰ σένα, γιὰ νὰ κυματίζῃ ἐλεύθερα ἡ σημαία στὴν Ἀκρόπολι!
Τὸ «τί ποιήσω;» ὅμως δὲν τὸ λένε μόνο οἱ πλούσιοι ἄνθρωποι· τὸ λένε καὶ τὰ συγκροτή­μα­τα, τὰ μεγάλα τρὰστ (trust) τῆς Ἀμερικῆς καὶ τῆς Εὐρώπης, τὰ πλούσια πανίσχυρα κράτη, ποὺ τὰ ἐργοστάσιά τους δουλεύουν μέρα – νύ­χτα. Τὰ βιομηχανικά τους προϊόντα πλεονάζουν καὶ δι­ερωτῶνται· Τί νὰ τὰ κάνουμε; «τί ποιήσωμεν;». Μποροῦσαν νὰ τὰ σκορπίσουν στὰ τέσσερα σημεῖα τῆς ὑφηλίου, νὰ γίνουν εὐεργέτες τῶν ὑποαναπτύκτων· ἐν τούτοις τὰ κρατοῦν καὶ ὑ­ψώνουν φραγμούς, τὰ λεγόμενα τελωνειακὰ τείχη, κ᾽ ἔτσι τὰ ἀγαθὰ δὲν διαπορθμεύον­ται καὶ δὲν διανέμονται σὲ φτωχοὺς λαούς.
Γιά φανταστῆτε ἡ καρδιὰ ποὺ κινεῖ τὸ αἷμα νὰ τὸ μαζέψῃ, νὰ τὸ κρατάῃ καὶ νὰ λέῃ στὰ ἄλλα μέλη· «Δὲν σᾶς δίνω αἷμα! θὰ τὸ κρατήσω ὅλο ἐγώ». Ξέρετε τί θὰ πάθῃ; ρωτῆστε ἕ­να γιατρό· συμφόρησι! Ἔτσι καὶ τὸ χρῆμα· εἶνε σὰν τὸ αἷμα. Ἅμα μαζευτῇ σὲ λίγους, θὰ πάθουν συμφόρησι, συμφορά.

* * *

Ὦ ἀδέρφια μου, μεγάλη ἀσθένεια ἡ φιλαρ­γυρία καὶ ἡ πλεονεξία! Ἄχ νὰ κατέβαινε ἄγγελος ἀπὸ τὰ οὐράνια κι ὅπως ὁ χωρικὸς ξερριζώνει ἀπ᾽ τὸ χωράφι τὶς ἀγριάδες καὶ τ᾽ ἀγ­κά­θια, νὰ ξερριζώσῃ ἀπὸ τὶς καρδιὲς ὅλων μας τὸν φοβερὸ αὐτὸν κάκτο! Ἡ γῆ θὰ γινόταν παράδεισος, ἐνῷ τώρα μᾶς δέρνει τὸ κακό.
Κάποτε μᾶς ρώτησε ἕνας σοφὸς καθηγητής· Ὑπάρχουν δύο, ὁ ὑπερήφανος καὶ ὁ φιλάργυ­ρος· ποιός ἀπὸ τοὺς δύο θεραπεύεται εὐκο­λώτερα;… Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ποιό φάρμακο θεραπεύει τὴ φιλαργυρία; Ἕνα φάρμακο. Ποιό; Ἄνοιξε τ᾿ αὐτιά σου, καθάρισέ τα ἀπὸ τὴν ἀκαθαρσία· καὶ μετά, ὅπως τὰ τεντώνεις στοὺς διαφόρους σταθμοὺς γιὰ ν᾿ ἀκοῦς τὶς ψευτιὲς τοῦ κόσμου, τέντωσε τὰ αὐτιά σου ὥσ­τε ν᾿ ἀκοῦς καλὰ ὅταν ἔρχεσαι στὴν ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία εἶνε τὸ ἰατρεῖο, τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μας εἶνε τὰ αἰώνια φάρμακα. Ὅποιος λοι­πὸν εἶνε πιασμένος –καὶ ποιός δὲν εἶνε!– στὰ δίχτυα τῆς ἀράχνης αὐ­τῆς ποὺ λέγεται φιλαργυρία, τοῦ συνιστῶ νὰ πάρῃ ἕνα φάρμακο. Τὸ δίνει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, ἀλλὰ ἐμεῖς τότε χασμουριόμαστε. Σᾶς τὸ δίνω κ᾽ ἐγὼ ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ παρακαλῶ νὰ τὸ μελετήσετε. Εἶνε ἐκείνη ἡ ὡραία προτροπὴ ποὺ ἀκοῦμε· «…ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν, Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα»!

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Θεράποντο Ζωγράφου – Ἀθηνῶν τὴν 20-11-1966.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ θὰ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς στὸ cd 111β΄Α τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868)

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.