Αυγουστίνος Καντιώτης



Η αθλιοτης του ανθρωπου 2. Η Συναξη Ορθοδοξων Κρητων σας προσκαλει την Τεταρτη 13 Δεκεμβριου 2017 και ωρα 6.00 μ.μ στην Θεσσαλονικη

Η Συναξη Ορθοδοξων Κρητων σας προσκαλει

την Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2017 και ώρα 6.00 μ.μ στην Θεσσαλονίκη, στον κινηματογράφο »ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ»

(βρίσκεται δίπλα στην λέσχη Αξιωματικών & απέναντι από τον Λευκό Πύργο).

  • Ομιλία Γέρoντος Σάββα του Λαυρεώτη με θέμα:
  • «Χριστούγεννα 2017: Οι ορθόδοξοι πιστοί μπροστά στις Οικουμενιστικές προκλήσεις»

ΠΡΟΛΟΓΙΖΕΙ:
Γεώργιος Βλαμάκης(Πρόεδρος Σύναξης Ορθοδόξων Κρητών)
Χαιρετίζει – Συντονίζει την συζήτηση:
Νικόλαος Χειλαδάκης( δημοσιογράφος-συγγραφέας τουρκολόγος)
(Ευχαριστούμε το Κέντρο Πολιτισμού της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας για την δωρεάν παραχώρηση της αίθουσας). http://synaksiorthodoxon.blogspot.gr/2017/12/2017.html

2223b01

Κυριακὴ Ι΄ Λουκᾶ (Λουκ. 13,10-17)
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

Η αθλιοτης του ανθρωπου

Διδάσκει, ἀγαπητοί μου, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς σὲ μία συναγωγὴ τῆς Παλαιστίνης. Εἶνε ὁ Διδάσκαλος, ὁ μο­ναδικὸς διδάσκαλος τοῦ κόσμου. Τὰ λόγια του δροσιά, σταλάζουν μύρο, σκορποῦν χαρά. Τὸν ἀκοῦνε, εὐφραίνονται καὶ δοξάζουν τὸ Θεό. «Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλη­σεν ἄν­θρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος» (Ἰω. 7,46).
Ἀλλ᾽ ἐνῷ ὁ Χριστὸς διδάσκει, σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς συν­αγωγῆς κάτι κινεῖται μὲ τὰ τέσσερα. Ζῷο εἶ­νε; Ὄχι, ἄνθρωπος. Καὶ τί ἔπαθε, ὥστε τὸ σῶμα του ἔγινε καμπύλη ποὺ τὰ δύο ἄκρα της ἀγγίζουν τὴ γῆ; πῶς πῆρε μορφὴ ζῴου; Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, ποὺ ἦταν καὶ γιατρός, λέει· «Καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενεί­ας ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ, καὶ ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές» (Λουκ. 13,11).
Ἡ γυναίκα αὐτὴ θὰ ἦταν κάπο­τε ὡραία, ὄρ­θια σὰν κυπαρίσσι. Ἀλλ᾿ ὁ σατανᾶς τὴ φθόνησε. Εἰσχώρησε στὸν ὀρ­γανι­­σμό της δαιμονικὸ πνεῦμα, «πνεῦμα ἀσθενείας». Ὅ­πως ἐμεῖς λυγίζουμε ἕνα ἔλασμα, ἔτσι ὁ κακοῦρ­γος τῆς ἔκαμψε τὴ σπονδυλικὴ στήλη, κι ἀπὸ τὴ μέρα ἐκείνη δὲν ὕψωσε πλέον τὸ κεφάλι της.
Σπανίως βέβαια παρουσιάζεται τὸ φαινόμε­νο ἄντρας ἢ γυναίκα νὰ περπατοῦν σὰν τετρά­ποδα. Ἀλλ᾿ ἐὰν τὸ φαινό­μενο τέτοιων ἀσθε­νῶν στὸ σῶμα εἶνε σπάνιο, δὲν εἶνε ὅμως σπάνιοι ἐ­κεῖνοι ποὺ ἡ ψυχική τους κατάστασι μοιάζει μὲ τὴν κατάστασι τῆς γυναίκας τοῦ εὐαγγελίου. Ἀλλοίμονο, πόσοι καὶ πόσες εἶνε μὲν ὄρθιοι στὸ σῶμα, ἀλλ᾿ ἔ­χουν τὴν ψυχὴ συγκύπτουσα, νὰ σέρνεται πρὸς τὴ γῆ! Οἱ δύστυχοι ἔχουν τσακίσει τὴν ἠθικὴ καὶ θρησκευτικὴ στήλη τους· δὲ ζοῦν σὰν ἄνθρωποι, ζοῦν σὰν ἄλογα ζῷα, πολλὲς φορὲς χειρότερα κι ἀπ᾽ αὐτά.
Γιὰ τὴν ἀθλιότητα τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως αὐτὴ εἰκονίζεται στὸ παράδειγμα τῆς συγκυπτούσης γυναικός, ἂς ποῦμε λίγες λέξεις.

* * *

Ἡ λέξι ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, ἔχει σπου­δαία σημασία. Ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα, ποὺ διακρίνεται γιὰ τὴν ἀκρίβειά της, ἔδωσε τὸ ὄνομα αὐτὸ στὸ τελειότερο ἀπὸ τὰ δημιουργήματα. Ἀπὸ δύο λέξεις, ἄνω + θρώσκειν (=ἄνω τρέχειν), σχηματίσθηκε ἡ λέξι ἄνθρωπος, ποὺ φανερώνει ἔτσι τὴν εὐγένεια, τὴν ὑ­ψηλὴ καταγωγὴ καὶ τὸν προορισμό του. Ἀνάμεσα στὰ ζῷα, ποὺ περπατοῦν μὲ τὰ τέσσερα κ᾽ ἔχουν τὸ κεφάλι πρὸς τὴ γῆ ψάχνον­τας γιὰ ὑ­λικὴ τροφή, μόνο ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε νὰ στέκῃ καὶ νὰ περπατάῃ ὄρθιος. Βλέπει ψηλά, στὸν οὐρανό, κι ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο τῆς φύσεως ποὺ ἁπλώνεται ἐμπρός του παρακινεῖται νὰ δοξολογῇ τὸν Πλάστη του. Γίνεται ὑψιπέτης.
Ἀλλὰ τί συμφορά! Ἡ εὐγενὴς αὐτὴ ῥοπὴ ἀ­νακόπτεται. Μία μυστηριώδης δύναμις σταματᾷ τὴν πορεία πρὸς τὰ ἄνω, λυγίζει τὸ αὐ­τε­ξούσιο, τὴ θέλησί του, καὶ ὑποχρεώνει τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς ν᾿ ἀλλάξουν κατεύθυνσι, νὰ στραφοῦν πρὸς τὰ κάτω. Καὶ ἡ ψυχή, ποὺ διέγραφε φωτεινοὺς κύκλους γύρω ἀπὸ τὸ θρόνο τοῦ Ὑψίστου καὶ τρεφόταν μὲ ἀμ­βροσία καὶ νέκταρ καὶ ἔψαλλε τὸ «ὡσαννὰ» καὶ τὸ «ἀλληλούϊα», δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ σταθῇ στὸ ὕψος, ἀλλὰ γκρεμίζεται· σὰ νὰ τῆς ἔδεσαν μολύβδινη σφαῖρα, πέφτει μὲ ὁρμή, ἀγγίζει τὴ γῆ, τρώει χῶμα, κυλιέται στὸ βόρβορο, γίνεται συγκύπτουσα τοῦ εὐαγγελίου, μὴ «δυ­ναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές».
Ὅποιος ἔχει ψυχὴ ποὺ ἕρπει πρὸς ὅ,τι ἁ­μαρτωλὸ καὶ χυδαῖο, δὲ μπορεῖ νὰ λέγεται ἄν­θρωπος. Ἀπ᾽ ἔξω βέβαια ἔχει μορφὴ ἀν­θρώπου, ἀλλ᾿ ἐσωτερικὰ μοιάζει μὲ κτῆνος. Ἐάν, ὅ­πως λέει ὁ ἰατροφιλόσοφος Καρρέλ, οἱ ἄνθρω­ποι αὐτοὶ ἔπαιρναν καὶ ἐξωτερικὰ σχῆμα σύμφωνο μὲ τὴν ψυχική τους κατάστασι, θὰ εἴχαμε ἕνα φρικτὸ θέαμα· θὰ παρουσιαζόταν ὁ συ­κοφάντης σὰν ὀχιά, ὁ ἅρπαγας σὰν γεράκι, ὁ πονηρὸς σὰν ἀλεποῦ, ὁ μνησίκακος σὰν καμή­λα, ὁ αἱμοβόρος σὰν λύκος, ὁ ὀργίλος καὶ ἐπι­θετικὸς σὰν τίγρις, ὁ ἄπληστος σὰν χοῖρος, ὁ θηλυμανὴς σὰν ἄλογο ποὺ χρεμετίζει…
Γιὰ τοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς ὁ Δαυῒδ λέει· «ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυν­εβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48,13). Καὶ ὁ προφήτης Ἠσαΐας, ὅταν ὁ Θεὸς τὸν ἔστειλε νὰ κηρύξῃ στὰ Ἰερο­σόλυμα, εἶπε· «Ἦλθον καὶ οὐκ ἦν ἄνθρωπος, ἐ­κάλεσα καὶ οὐκ ἦν ὁ ὑπακούων» (Ἠσ. 50,2). Δηλαδή· Κύριε, ἐξετέλεσα τὴ διαταγή σου· πῆγα, κήρυ­ξα, κάλεσα σὲ μετάνοια. Ἀλλὰ ποῦ μ᾽ ἔστειλες; Ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος· κανείς ἀπ᾽ αὐ­τοὺς δὲ θέλησε νὰ προσέξῃ στὴ φωνή σου. Ὁ νοῦς, ἡ καρδιά, ἡ θέλησί τους εἶνε ἀλλοῦ… «Οὐκ ἦν» ἐκεῖ «ἄνθρωπος». Φανταστῆτε· μέσα σὲ μιὰ πρωτεύουσα κράτους, ὁ προφήτης δὲ βρίσκει ἄνθρωπο νὰ συνομιλήσῃ περὶ ἀρε­τῆς, δικαιοσύνης καὶ ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλὰ μήπως καὶ ὁ ἀρχαῖος φιλόσοφος τῆς πατρίδος μας ὁ Διογένης; Δὲν εὕρισκε κι αὐ­τὸς ἀνθρώπους εἰλικρινεῖς, τιμίους, δικαίους. Ὅλοι ἔρρεπαν πρὸς τὴν ὕλη, τὸ συμφέρον, τὴν ἰδιοτέλεια. Γι᾿ αὐτὸ ἕνα μεσημέρι, ἐνῷ ὁ ἥλιος ἔκαιγε, ἄναψε τὸ φανάρι του καὶ περιφε­ρόταν λέγοντας «Ἄνθρωπον ζητῶ».
Πόσο σπάνιο πρᾶγμα εἶνε ὁ ἄνθρωπος, ὁ ἰ­δεώδης ἄνθρωπος! Ἐνῷ συγγενεύει μὲ τοὺς ἀγγέλους, αὐτὸς ἐκφυλίζεται, πέφτει πιὸ χαμηλὰ κι ἀπὸ τὰ κτήνη. Καὶ ἡ γῆ ἀναστενάζει καὶ διαμαρτύρεται· Ἄνθρωπε, μὲ τὰ ἐγκλήμα­τά σου μοῦ ἔγινες βαρύς, δὲ σὲ σηκώνω πλέον· θ᾽ ἀνοίξω τὰ ἡφαίστεια, θὰ σὲ θάψω στὴ λάβα. Ὁ ἄνθρωπος, ἔγινε βάρος τῆς γῆς, «ἄχθος ἀ­ρούρης», ὅπως ἔλεγαν οἱ πρόγονοί μας. Κι ὅ­πως κηρύττει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «τίποτε ἄλλο δὲν βαραίνει τὸν ἄνθρωπο ὅπως ἡ ἁ­μαρτία». Αὐτὴ εἶνε σὰν μολύβδινη σφαῖρα, ὅ­πως τὴν εἶ­δε ὁ προφήτης Ζαχαρίας (Ζαχ. 5,7), εἶνε φορτίο, εἶνε βου­νὸ ποὺ σηκώνει στοὺς ὤμους του ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος, καὶ κάτω ἀπὸ τὸ βάρος της σκύβει. Καὶ ἂν κάποτε ἔρθῃ σὲ συν­αίσθησι τῆς καταστάσεώς του, λέει στὸ Θεὸ μὲ τὸ στόμα τοῦ Δαυΐδ· «Αἱ ἀνομίαι μου ὑ­περῆραν τὴν κεφαλήν μου, ὡσεὶ φορτίον βαρὺ ἐβαρύνθησαν ἐπ᾿ ἐμέ. …ἐταλαιπώρησα καὶ κατεκάμφθην ἕως τέλους…» (Ψαλμ. 37, 5-7).

* * *

Νά γιατί ἡ συγκύπτουσα γυναίκα εἶνε κατὰ τοὺς πατέρας τῆς Ἐκκλησίας ἡ εἰκόνα τοῦ ἁ­μαρτωλοῦ ποὺ ἀναστενάζει κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἐνοχῆς. Καὶ ἐκείνης μὲν εἶχε καμφθῆ ἡ σπονδυλικὴ στήλη, τοῦ ἁμαρτωλοῦ ὅμως κάμπτεται κάτι πολὺ σπουδαιότερο, ἡ θέλησις, ποὺ τοῦ δόθη­κε γιὰ νὰ τὸν κρατάῃ ἠθικῶς ὄρ­θιο, ὥστε ν᾽ ἀντιστέκεται στὸν ἐχθρὸ καὶ νὰ τοῦ λέῃ· Σατανᾶ, ὄχι! δὲ θὰ σὲ προσ­κυνήσω, δὲ θὰ σ᾽ ἀφήνω νὰ μὲ ὑποτάσσῃς. Αὐτὴ ἡ θέλησις δυστυχῶς κάμπτεται, καταντᾷ ἐλεεινὸ ὑ­ποζύγιο, καὶ δέχεται ἀναβάτη τὴν ἀνομία, ποὺ σέρνει τὸν ἄνθρωπο σὲ κάθε εἶδος διαφθο­ρᾶς. Πίθηκος ποὺ καβαλλικεύει ἄγγελο, αὐτὸς εἶνε ὁ ἄνθρωπος ὑπὸ τὸ κράτος τῆς ἁμαρτίας. «Καὶ ἦν —ὄχι πλέον γυνὴ ἀλλὰ— ψυχὴ συγκύπτου­σα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές».
Ποιός λοιπὸν θὰ τινάξῃ μακριὰ τὴν ἀνομία; Ἂς ἀκούσουμε τί ἀπαντᾷ ἡ συγκύπτουσα·
Ὑπέφερα 18 ὁλόκληρα χρόνια, περπατοῦ­σα μὲ τὰ τέσσερα, δὲν ἔβλεπα παρὰ μόνο χῶμα καὶ πέτρες. Ἀλλ᾿ ἦρθε καὶ γιὰ μένα ἡ στιγμή, ποὺ ποτέ δὲν θὰ τὴν ξεχάσω. Μὲ εἶδε ὁ Ἰησοῦς, μὲ σπλαχνίστηκε. Ἄρθρωσε τέσσερις μόνο λέξεις, μὲ ἄγγιξε μὲ τὰ πανάχραντα χέρια του, κι ἀμέσως ἡ δύναμις τοῦ πονηροῦ ποὺ μὲ κρατοῦσε δέσμια διώχθηκε· σὰ νὰ δέχθηκα ῥεῦμα νέας ζωῆς, τὸ σῶμα μου ἀνωρθώθηκε, τὸ κεφάλι μου ὑψώθηκε, ἀναστηλώθηκα, ἀνέλαβα τὸ σχῆμα τοῦ ἀνθρώπου, καὶ τώρα ὄρ­θια βαδίζω καὶ φωνάζω, ὅτι τὸ θαῦμα αὐτὸ τὸ ἔ­κανε ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀπὸ Ναζαρέτ!
Ἀκούσατε τὴ μαρτυρία τῆς γυναίκας. Ἀμφι­βάλλετε ἀκόμη γιὰ τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ; Τότε πειραματισθῆτε, δοκιμάστε. Ἀφῆστε τὴ δύναμι τοῦ Ἰησοῦ ν᾽ ἀγγίξῃ τὴ θέλησί σας, καὶ τότε θὰ γίνῃ ἡ ἀνόρθωσις, ἡ ἀναστήλωσις τῶν ἀξιῶν ἐκείνων τῆς ζωῆς ποὺ τώρα κοίτον­ται σὲ ἐρείπια, ὅπως οἱ σπόνδυλοι ἐκείνης τῆς πεσμένης στήλης τοῦ Ὀλυμπίου Διός.
Ὅταν, ἀγαπητοί μου, οἱ σύντροφοι τοῦ Ὀ­δυσσέως ἐμφανίσθηκαν ἐμπρὸς στὴ μάγισσα Κίρκη, αὐτὴ τοὺς προσέφερε ἡδύποτα, τοὺς χτύπησε μ᾽ ἕνα ῥαβδί, κι ἀμέσως –οἱ ἥρωες ἐ­κεῖ­νοι ποὺ εἶχαν ἐκπορθήσει τὴν Τροία– ἔχασαν τὴν ὄψι τῶν ἀνθρώπων, ἔγιναν ζῷα, μιὰ ἀ­­γέλη χοίρων, καὶ κλείστηκαν στοὺς σταύ­λους. Μὲ καταλάβατε;
Κίρκη δὲν ὑπάρχει. Κίρκη ὅ­μως πραγματικὴ εἶνε ἡ ἁμαρτία. Αὐτὴ προσ­φέρει ποτά, κρατάει ῥαβδὶ ἡδονῆς καὶ χτυπάει μαλακά… Ὅ­ποιος πιῇ τὰ ἡδύποτά της καὶ δεχθῇ τὰ ἡδονικὰ χτυπήματά της, ζαλίζεται, χάνει τὴν ἀξι­ο­πρέπεια, ἐξομοιώνεται μὲ κτῆνος, καὶ φορτώνεται φορτίο βαρύ, δυσβάστακτο. Καὶ δὲν θὰ μπορέσῃ ποτέ πλέον νὰ τὸ ἀποτινάξῃ πα­ρὰ μόνο ὅταν πιστέψῃ στὸ Θεὸ ποὺ ἔγινε ἄν­θρωπος καὶ γεννήθηκε μέσα σὲ σταῦλο, γιὰ ν᾽ ἀνορθώσῃ τὸν ἀποκτηνωμένο ἄνθρωπο, νὰ τὸν ὁδηγήσῃ ἀπὸ τὴν ἀποκτήνωσι στὴ δόξα, καὶ νὰ τὸν ἀναδείξῃ ἔνδοξο κληρονόμο τῆς βασιλεί­ας του, τῆς ὁποίας «οὐκ ἔσται τέλος» (Λουκ. 1,33).

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Γραπτὴ ὁμιλία, ἡ ὁποία μεταδόθηκε ἀπὸ τὸν ῾Ραδιοφωνικὸ Σταθμὸ Λαρίσσης τὸ 1949

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.