O AΓΙΟΣ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ (Κατα της βλασφημιας)
Τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου Σμύρνης
23 Φεβρουαρίου
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
O AΓΙΟΣ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ
(κατὰ τῆς βλασφημίας)
Συνιστῶ σὲ ὅλους, ἀγαπητοί μου, μετὰ τὴν ἁγία Γραφή, μετὰ τὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἱερὰ Σύνοψι, νὰ ἀγαπᾶτε ἕνα βιβλίο ποὺ οἱ πρόγονοί μας τὸ ἀγαποῦσαν πολύ. Εἶνε ὁ Συναξαριστής, ποὺ ἱστορεῖ τοὺς βίους τῶν ἁγίων. Νὰ ἐντρυφᾶτε στὶς σελίδες του.
Ἐδῶ θὰ ποῦμε λίγα λόγια γιὰ τὸν ἅγιο Πολύκαρπο, ποὺ ἑορτάζει σήμερα.
* * *
Ὁ ἅγιος Πολύκαρπος γεννήθηκε τὸ 60 μ.Χ. στὴ Μικρὰ Ἀσία, στὴν ἀλησμόνητη Σμύρνη. Καὶ ποῦ ἀκριβῶς; Μέσα στὴ φυλακή! Ἡ μητέρα του ἦταν Χριστιανή, ὡμολόγησε μὲ παρρησία τὴν πίστι, καὶ συνελήφθη. Ἦταν τότε ἔγκυος καὶ φυλακίστηκε ἑτοιμόγεννη, μαζὶ μὲ ἄλλους. Προσπάθησαν νὰ τὴ μεταπείσουν, ἀλλ᾿ αὐτὴ παρέμεινε ἀκλόνητη. Μέσα ἐκεῖ λοιπὸν γέννησε τὸν ἅγιο Πολύκαρπο, καὶ ὕστερα ἀπὸ δύο μέρες μαρτύρησε.
Νεογνὸ τὸν πῆρε μία εὐλαβὴς Χριστιανή, τὸν υἱοθέτησε καὶ τὸν ἀνέθρεψε. Τοῦ διηγεῖτο γιὰ τὴ γλυκειά του μάνα, ποὺ μαρτύρησε μέσ᾿ στὶς φυλακές. Τὸν πότισε μὲ τὸ νέκταρ καὶ τὸ γάλα τῆς ἁγίας μας πίστεως.
Αὐτὰ σ᾿ ἐμᾶς φαίνονται παραμύθια. Οἱ Χριστιανοὶ ἐκεῖνοι ἦταν ἀετοὶ καὶ πετοῦσαν πολὺ ψηλά. Ἂν στὴ θέσι τῆς μητέρας του ἦταν καμμιὰ ἄλλη γυναίκα, θὰ ἔλεγε· Ἐγὼ τώρα εἶμαι ἔγκυος· ἔχω ἄντρα, περιμένω παιδί· ἐγὼ νὰ μαρτυρήσω; ἂς πᾶνε ἄλλοι… Ἐκεῖνοι πάνω ἀπὸ τὰ νεογνὰ καὶ τὰ παιδιὰ καὶ τοὺς γονεῖς, πάνω ἀπ᾿ ὅλα, εἶχαν τὸ Χριστό. Αὐτὸς ἦταν ὁ μεγάλος ἔρωτας τῆς ψυχῆς τους.
Εἶνε λοιπὸν ἁγία ἡ μητέρα, καὶ ὁ Πολύκαρπος παιδὶ ἁγίων. Σήμερα τί παιδιὰ νὰ βγοῦν; Ἀπὸ ποιές μῆτρες νὰ βγοῦνε ἅγιοι; Δὲν εἶνε ἁγιασμένες οἱ μῆτρες, δὲν εἶνε ἁγιασμένα τὰ παιδιά. Καὶ γεννιοῦνται τέρατα, τρομοκράτες, ἐγκληματίες. Καλὰ εἶπε ἕνας στάρετς, μεγάλος διδάσκαλος καὶ πνευματικὸς τῆς Ῥωσίας. Πῆγε καὶ τὸν ρώτησε ἕνας νέος· –Νὰ παντρευτῶ; Λέει ὁ στάρετς· –Νὰ τὸ σκεφτῶ· ἔλα τὴν ἄλλη βδομάδα. Ὅταν ἦρθε πάλι ὁ νέος τοῦ λέει ὁ ἀσκητής· –Πρέπει νὰ προσευχηθῶ ἀκόμα περισσότερο· εἶνε μεγάλο αὐτὸ ποὺ ζητᾷς, νὰ παντρευτῇς. Μετὰ δυὸ – τρεῖς ἑβδομάδες τοῦ λέει ὁ γέροντας· –Ἔκανα τὴν προσευχή μου, παρακάλεσα τὸ Θεό, καὶ σοῦ ἀπαντῶ· ἐὰν μπορῇς νὰ φέρῃς ἕναν ἅγιο στὸν κόσμο, νὰ παντρευτῇς.
Μεγάλα λόγια αὐτά· «Ἂν μπορῇς νὰ φέρῃς ἕναν ἅγιο, νὰ παντρευτῇς»· δηλαδή, ἂν δὲν μπορῇς νὰ φέρῃς ἕναν ἅγιο, ἀλλὰ βγάλῃς ἕναν ἀκόμη ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἀχρήστων ἢ καὶ ἐγκληματιῶν ἀνθρώπων, πού ᾿νε βάρος τῆς κοινωνίας καὶ ὅλοι καταριῶνται τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα ποὺ τὸν γέννησαν, νὰ μὴν παντρευτῇς. Δὲν εἶνε μικρὸ πρᾶγμα ὁ γάμος.
Ὁ Πολύκαρπος, μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο Ἰγνάτιο Ἀντιοχείας, γνώρισε ἀπὸ μικρὸς ἕνα μεγάλο διδάσκαλο, ποὺ ὅλους ἐμᾶς νὰ μᾶς πιάσῃς καὶ νὰ μᾶς στύψῃς δὲν φτειάνεις οὔτε τὸ νυχάκι του. Διδάσκαλός τους ἦταν ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ εὐαγγελιστής, ὁ ἠγαπημένος μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ μας. Τὸν εἶχε κοντά του καὶ τὸν ἀγαποῦσε ὁ Ἰωάννης τὸ μικρὸ Πολύκαρπο.
Ἀργότερα ἔγινε ἀναγνώστης καὶ μελετοῦσε τὰς Γραφάς. Ἦταν ὑπόδειγμα στὴ ζωή του. Τακτικὸς μέσα στὴν ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τότε δὲν ἦταν κτήρια· κατακόμβες ἦταν καὶ σπηλιές. Τέλος, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, ὁ Πολύκαρπος διαδέχθηκε τὸν ἅγιο Βουκόλο καὶ ἔγινε ἐπίσκοπος Σμύρνης.
Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ ἀνέβηκε στὸ θρόνο δὲν ἡσύχασε. Γι᾿ αὐτὸ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του τὸ ποίμνιο τῆς Σμύρνης αὐξήθηκε. Ἀλλ᾿ αὐτὸ προκάλεσε τὴν κακία καὶ τὸ φθόνο τῶν εἰδωλολατρῶν.
Ὅταν ἔγινε ὁ διωγμὸς τοῦ Δεκίου (τὸ 143 μ.Χ.), οἱ Χριστιανοὶ τὸν φυγάδευσαν σὲ ἐρημικὴ δασώδη περιοχή. Ἐκεῖ ἔμενε καὶ προσευχόταν. Ἀλλὰ κάτι παιδιά, ἀθῷα, τὸν μαρτύρησαν στὸ ἀπόσπασμα καὶ ἔτσι τὸν βρῆκαν.
Παρουσιάστηκε ἐνώπιον τοῦ ἀνθυπάτου. Ἐκεῖνος τὸν διέταξε νὰ βλαστημήσῃ τὸ Χριστό, καὶ ὁ Πολύκαρπος ἀπήντησε μὲ λόγια ποὺ δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὰ ζυγίσουμε·
–Ὀγδονταέξι χρόνια ὑπηρετῶ τὸ Χριστό, καὶ δὲν μοῦ ἔκανε κανένα κακό. Πῶς νὰ τὸν ἀρνηθῶ καὶ νὰ βλαστημήσω τὸν Σωτῆρα μου;
Βγῆκε ἡ ἀπόφασι νὰ τὸν ῥίξουν στὰ θηρία. Ἀλλά, περίεργο, τὰ θηρία δὲν τὸν πείραξαν. Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι· ἐμεῖς πιστεύουμε, ὅτι ὁ ἅγιος ἔχει δύναμι ὑπερφυσική. «Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ» (Ψαλμ. 67,36). Τότε ἀκούστηκε φωνή· Στὴ φωτιά! Πῆγαν νὰ τὸν δέσουν, ἀλλ᾿ αὐτὸς δὲν θέλησε. Πέφτοντας μέσα στὶς φλόγες ἔκανε τὴν προσευχή του. Καὶ ἡ φωτιὰ ἔκανε καμάρα! Ὅπως τὸ πανὶ τῆς βάρκας κολπώνεται ἀπὸ τὸν ἄνεμο, ἔτσι ἔκανε καὶ ἡ φωτιά, καὶ μέσα στὴν καμάρα ἐκείνη ἔμενε ἀβλαβής. Στὸ τέλος κάηκε, καὶ μιὰ εὐωδία σκορπίστηκε ἐκεῖ, σὰν νὰ καιγόταν λιβάνι.
Ἀπὸ τὸ ἅγιο σῶμα τοῦ Πολυκάρπου ἔμειναν μερικὰ ἅγια λείψανα, τὰ ὁποῖα περισυνέλεξαν οἱ Χριστιανοί.
Αὐτὸς ἦταν ὁ ἅγιος Πολύκαρπος· ἕνας ἅγιος τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων.
* * *
Ἀπὸ ὅλο τὸν βίο του, ἀγαπητοί μου, ἂς προσέξουμε τὴν ἀπάντησι ποὺ ἔδωσε· «Πῶς νὰ βλαστημήσω τὸν Σωτῆρα μου;». Δὲν θέλησε νὰ πῇ κακὸ λόγο γιὰ τὸ Χριστό, καὶ μαρτύρησε.
Ἐκεῖνος μπροστὰ στὰ θηρία καὶ στὴ φωτιὰ δὲν βλαστήμησε. Ἐμεῖς σήμερα; Ποιός μᾶς πιέζει κι ἀκούγονται βλαστήμιες μέρα – νύχτα; Δεξιὰ – ἀριστερά, μικροὶ – μεγάλοι, σὲ δρόμους καὶ πλατεῖες, σὲ στρατόπεδα καὶ σχολεῖα, παντοῦ. Βλαστημᾶνε καὶ οἱ γυναῖκες ἀκόμη! Ποιός μᾶς πιέζει; Μᾶς ἔβαλε κανεὶς τὸ μαχαίρι στὸ λαιμό; ποὺ καὶ τότε πάλι δὲν ἔπρεπε νὰ βλαστημήσουμε, ἂν εἴμαστε Χριστιανοί.
«Χριστιανοὶ» ποὺ βλαστημᾶτε, τί κακὸ μᾶς ἔκανε ὁ Χριστός; Ἢ μᾶλλον τί καλὸ δὲν μᾶς ἔκανε; Ὁ ἥλιος, ὁ ἀέρας, τὰ ποτάμια, ἡ θάλασσα, τὰ ἄστρα, τὰ δέντρα, ἡ ἀναπνοή μας, ἡ ζωή μας, κάθε τὶκ – τὰκ ποὺ κάνει ἡ καρδιά, τὰ πάντα εἶνε δῶρα του. Τί κακὸ μᾶς ἔκανε;
Τὸν βλαστημοῦμε, καὶ μακροθυμεῖ. Ἀλλὰ μέχρι πότε; Θὰ ἔρθῃ ἡ τιμωρία. Καὶ θά ᾿μαστε ἀναπολόγητοι τὴν ἡμέρα ἐκείνη.
Ἡ βλαστήμια εἶνε ἡ πιὸ μεγάλη ἁμαρτία στὸν κόσμο. Οἱ ἄλλες ἁμαρτίες εἶνε παράβασι τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ· ἐνῷ ἡ βλαστήμια εἶνε ὕβρις τοῦ ἰδίου τοῦ νομοθέτου Θεοῦ, λέει ὁ Μέγας Βασίλειος. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως ἔχουν ἀγριέψει ἐναντίον μας. Γιατί νὰ μᾶς ὑπηρετοῦν; Σὰν ν᾿ ἀκούω τὸν ἥλιο νὰ λέῃ· Χριστέ μου, ἄφησέ με νὰ πλησιάσω τὴ Γῆ νὰ τοὺς ζεματίσω. Καὶ ἡ θάλασσα νὰ λέῃ· Ἄφησέ με νὰ φουσκώσω τὰ κύματά μου νὰ τοὺς πνίξω. Καὶ ἡ φωτιὰ νὰ λέῃ· Ἄφησέ με νὰ τοὺς κάψω. Καὶ ἡ Γῆ νὰ λέῃ· Ἄφησέ με νὰ κάνω σεισμὸ μεγάλο νὰ τοὺς θάψω… Γι᾿ αὐτὸ θὰ ὑποστοῦμε τιμωρίες· δὲν θὰ μείνουν ἔτσι αὐτά.
Τὰ παλιὰ τὰ χρόνια οἱ ἄνθρωποι ἦταν εὐγνώμονες. Λίγο νερὸ ἔχουμε στὰ νησιά μας· δὲν ὑπάρχουν ἐκεῖ ποτάμια μεγάλα. Καὶ εἶδα τότε γεροντάκια σεβάσμια, ποὺ ἔπιναν ἕνα ποτήρι νερὸ κ᾽ ἔκαναν τὸ σταυρό τους. Εὐχαριστοῦσαν τὸ Θεὸ σὰν τὰ πουλάκια, ποὺ ὅταν πίνουν ὑψώνουν τὸ κεφαλάκι τους πρὸς τὰ ἐπάνω, σὰν νὰ λένε· Χριστέ, σ᾿ εὐχαριστῶ.
Σήμερα; Ἀχάριστοι. Καὶ ἰδού λοιπὸν τώρα ἡ τιμωρία· ἄρχισε ἡ ἀνομβρία! Καὶ ἂν συνεχιστῇ ἔτσι, θὰ ἔρθῃ μέρα ποὺ τὸ νερὸ θὰ μοιράζεται μὲ τὸ δελτίο. Μάλιστα. Γιὰ νὰ μάθῃς, ἄνθρωπε ἀχάριστε! Ὅπως ἔχω πεῖ χίλιες φορές, ἕνα σκύλο ἔχεις, τοῦ πετᾷς ἕνα κόκκαλο, κι ὁ σκύλος κουνάει τὴν οὐρὰ σὰν νὰ λέῃ· Ἀφέντη, σ᾿ εὐχαριστῶ. Κ᾿ ἐμεῖς, τὴ μπουκιὰ ἔχουμε στὸ στόμα καὶ τὸ Χριστὸ βλαστημᾶμε. Θὰ ποῦμε τὸ ψωμὶ ψωμάκι καὶ τὸ νερὸ νεράκι. Θὰ στερέψουν τὰ ποτάμια καὶ οἱ λίμνες.
Ἂς πάρουμε λοιπὸν τὸ δίδαγμα αὐτό. Καὶ ὅπως ἀπήντησε ὁ ἅγιος Πολύκαρπος, ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς. Καὶ σὲ κάθε βλάστημο ποὺ ἀκούσετε, διαμαρτυρηθῆτε ν᾿ ἁγιάσῃ τὸ στόμα σας. Διαφορετικά, ἔχουμε ἁμαρτία. Δὲν ἁμαρτάνει μόνο αὐτὸς ποὺ βλαστημᾷ· ἁμαρτάνει καὶ ὅποιος ἀκούει τὸ βλάστημο καὶ μένει ἀδιάφορος.
Ὅταν ἤμουν στρατιωτικὸς ἱερεύς, μόλις μπῆκα μιὰ νύχτα στὸ στρατόπεδο, ἀκούω ἕνα στρατιώτη νὰ βλαστημάῃ τὰ θεῖα. Τί κακὸ σοῦ ἔκανε, τοῦ λέω, ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Παναγιά; Ἂν σοῦ φταίῃ ἡ ἀδικία τοῦ κράτους, νὰ βλαστημήσῃς τὸ βασιλιᾶ, τὸν πρόεδρο τῆς κυβερνήσεως, τὸ λοχαγό σου. Ἄ, αὐτοὺς δὲν τολμᾷς! Δειλὲ ἄνθρωπε, τὸ Θεὸ βλαστημᾷς;
Θεέ μου, σὲ ποιόν αἰῶνα ζοῦμε! Θά ᾿πρεπε νὰ μὴν ὑπάρχῃ οὔτε ἕνας βλάστημος. Φταῖμε ὅλοι.
Ὁ Θεὸς διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου, ποὺ θυσιάσθηκε γιὰ νὰ μὴ βλαστημήσῃ, ἂς ἐλεήσῃ καὶ σώσῃ ὅλους μας· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν Παρασκευὴ 24-2-1989 πρωί.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.