ΤΑ ΘΝΗΤΑ ΚΑΙ Ο ΑΘΑΝΑΤΟΣ «Αυτοι απολουνται, συ δε διαμενεις» (Εβρ. 1,11)
Κυριακὴ Β΄ τῶν Νηστειῶν (Ἑβρ. 1,10–2,3)
Ὁμιλία τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντώτου
ΤΑ ΘΝΗΤΑ ΚΑΙ Ο ΑΘΑΝΑΤΟΣ
«Αὐτοὶ ἀπολοῦνται, σὺ δὲ διαμένεις» (Ἑβρ. 1,11)
ΞΕΡΩ, ἀδελφοί μου, ὅτι οἱ ἄνθρωποι σήμερα, ἅμα δοῦνε τὸν ἱεροκήρυκα στὸν ἄμβωνα, στενοχωροῦνται. Φοβοῦνται μήπως ἀργήσῃ. Γι᾿ αὐτὸ κ᾿ ἐγὼ δὲν θὰ μιλήσω πολύ. Θὰ περιορισθῶ στὸν ἀπόστολο, καὶ δὲ᾿ θὰ κάνω παραπάνω ἀπὸ δέκα λεπτά. Προσέξτε λοιπὸν τί θὰ ποῦμε
Τί λέει ὁ ἀπόστολος ποὺ ὥρισε ἡ Ἐκκλησία μας ν᾿ ἀναγινώσκεται σήμερα, δευτέρα Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν; Μέσα ἀπὸ τὸ ἱερὸ κείμενο προβάλλουν δύο εἰκόνες.
Ἡ μιὰ εἰκόνα ποιά εἶνε; Στὴν ἀρχὴ εἶνε εὐχάριστη, ἀλλὰ στὸ τέλος σὲ τρομάζει. Ποιά εἶνε ἡ εὐχάριστη ὄψι της; Γιὰ νὰ δῆτε τὴν εἰκόνα αὐτή, τὴν πιὸ ὡραία εἰκόνα στὸν κόσμο, ἀνεβῆτε πρωῒ – πρωΐ, ὄρθρου βαθέος, σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ εὐλογημένα ἑλληνικὰ βουνά, ἐκεῖ ποὺ παλεύει ὁ Θεὸς μὲ τὸν διάβολο. Ἀπὸ ᾿κεῖ θὰ δῆτε μπροστά σας ἕνα πανόραμα ἀλησμόνητο. Θὰ δῆτε κάτω ἀπὸ τὰ πόδια σας ποτάμια νὰ τρέχουν, λιβάδια καὶ κάμπους πράσινους, θὰ δῆτε πλατάνια πελώρια. Πιὸ κάτω θ᾿ ἀκούσετε γλυκά, ὁλόγλυκα τραγούδια, ποὺ δὲν τὰ ψάλλουν οὔτε μέσα στὶς ὡραιότερες ἐκκλησίες· γιατὶ οἱ καλύτεροι ψάλτες εἶνε τὰ πουλιά, τ᾿ ἀηδόνια ποὺ τραγουδοῦνε μέσ᾿ στὰ δάση τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ μας ἀμισθί, χωρὶς μισθό,. Θὰ δῆτε ἐκεῖ κοντὰ νὰ τρέχουνε ζῷα μικρὰ καὶ μεγάλα. Θὰ δῆτε ὅλο τὸ πανόραμα τῆς θείας δημιουργίας. Καὶ ἂν ἀγαπᾶτε τὸν τουρισμὸ καὶ τὰ ταξίδια, μπαίνετε μέσα σ᾿ ἕνα ἀεροπλάνο, ἢ μᾶλλον σ᾿ ἕνα διαστημόπλοιο, καὶ περνᾶτε πάνω ψηλὰ ἀπὸ τὶς κορυφές, καὶ τὶς ψηλότερες κορυφές, καὶ πάνω ἐκεῖ ἀπὸ τὰ ὕψη, κοντὰ στὸν ἥλιο, βλέπετε κάτω πλέον ὄχι ἁπλῶς ἕνα κομμάτι τῆς γῆς, ἀλλὰ βλέπετε ὅλη τὴ γῆ μας σὰν μία σφαῖρα.
Καὶ εἶνε ἡ γῆ τὸ μόνο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ; Ὄχι βεβαίως. Αὐτὴ ἡ γῆ ποὺ κατοικοῦμε τί εἶνε; Εἶνε σὰ᾿ νὰ πᾷς στὴν ἀμμουδιὰ τῆς θαλάσσης καὶ νὰ πάρῃς ἕνα κουκκὶ ἄμμου. Πάρε ἕνα κουκκὶ ἄμμου. Ἔ, ὅ,τι εἶνε τὸ κουκκί, εἶνε καὶ ἡ γῆ μπροστὰ στὸ σύμπαν, μέσ᾿ στὸ ἄπειρο σύμπαν. Ἂν βγῇς τὴ νύχτα στὸ ὕπαιθρο, καὶ ὑψώσῃς τὰ μάτια σου ψηλὰ κατὰ τὸ πρόσταγμα «Ἄνω σχῶμεν…», θὰ δῇς ἐπάνω τὰ ἀστέρια. Πόσα εἶνε; Μὲ τὸ γυμνὸ μάτι εἶνε ἕξι χιλιάδες (6.000). Μὲ τὰ τηλεσκόπια; ἀμέτρητα δισεκατομμύρια. Ἀποστάσεις ἰλιγγιώδεις. Δὲν ξέρω, μπορεῖ κάποτε ―ὅλα εἶνε δυνατά―, ἀφοῦ φτάσαμε στὸ φεγγάρι, νὰ φτάσουμε καὶ στὸν Ἄρι. Μπορεῖ νὰ κάνουμε ταξίδια τουριστικὰ καὶ νά ᾿χουμε ἀεροδρόμια στὴ σελήνη καὶ στὰ ἄστρα. Στὰ κοντινὰ ἄστρα· γιατὶ στὰ μακρινὰ ποῦ νὰ φτάσῃς! Ἴλιγγος… Θὰ ταξιδεύῃς ἀμέτρητα χρόνια, ἑκατομμύρια χρόνια, μὲ ταχύτητα φωτός ―δὲ᾿ φτάνει ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου―, γιὰ νὰ φτάσῃς στὶς ἐσχατιὲς τοῦ σύμπαντος. Ζαλίζεται τὸ πνεῦμα ὅταν τὰ σκέπτεται αὐτά.
Καὶ τίθεται ἕνα ἐρώτημα· ὅλα αὐτὰ ἔτσι φυτρώσανε; Ἐρωτοῦμε, ἔτσι φυτρώσανε; Τεράστιο τὸ ἐρώτημα. Ἂν μὲ πείσῃς, ὅτι τὸ ροῦχο ποὺ φορᾷς ἔτσι ἔγινε· ἂν μὲ πείσῃς, ὅτι τὸ ρολόι ποὺ κρατᾷς στὰ χέρια σου ἔτσι φύτρωσε, ὅτι φύτρωσε στὰ χωράφια· ἂν μοῦ ἀποδείξῃς, ὅτι τὸ σπίτι ποὺ κατοικεῖς ἔτσι ἔγινε· ἂν μὲ βεβαιώσῃς, ὅτι ὁ ναὸς ποὺ ἐκκλησιάζεσαι ἔτσι κτίσθηκε, τότε θὰ μὲ πείσῃς καὶ ὅτι αὐτὸ τὸ μεγάλο ὡρολόγιο, τὸ τεράστιο ὡρολόγιο, ποὺ λειτουργεῖ μὲ μεγαλύτερη ἀκρίβεια ἀπὸ τὰ ρολόγια «Ζενίθ», αὐτὸ τὸ ὑπέροχο δημιούργημα, αὐτὸ τὸ σπίτι τοῦ σύμπαντος, ἔτσι φύτρωσε. Ἀτράνταχτη εἶνε ἡ λογικὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου ὅταν λέει· «Πᾶς οἶκος κατασκευάζεται ὑπό τινος, ὁ δὲ τὰ πάντα κατασκευάσας Θεός»· κάθε σπίτι ἀπὸ κάποιον κατασκευάζεται, ἐκεῖνος δὲ ποὺ κατασκεύασε τὰ σύμαντα εἶνε ὁ Θεός (Ἑβρ. 3,4).
Ὡραῖο τὸ πανόραμα ἀπὸ τὴ ῥάχι τῶν βουνῶν, ὡραῖο τὸ πανόραμα πάνω ἀπὸ τὰ ἀεροπλάνα καὶ τοὺς πυραύλους· κι ἀκόμα ὡραιότερο θὰ γίνῃ, ἂν σὲ κάποια γενεὰ ὁ ἄνθρωπος φτάσῃ καὶ σ᾿ ἄλλα ἀστέρια. «Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε» (Ψαλμ. 103,24). Ὡς θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου, Κύριε! (πρβλ. Σ. Σειρ. 11,4). «Τίς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν; σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια» μόνος (Ψαλμ. 76,14-15).
Ὅλα αὐτὰ εἶνε ἡ εὐχάριστη ὄψι τῆς εἰκόνος. Ἀλλ᾿ ὅταν δῇς τὴν ἄλλη ὄψι, σὲ πιάνει φόβος καὶ τρόμος. Διότι μέσα σὲ ὅλα αὐτὰ ποὺ σᾶς εἶπα, ἀπὸ τὸ χορταράκι μέχρι τὸ πλατάνι, κι ἀπὸ τὸ κουκκὶ τῆς ἄμμου μέχρι τὸν Ὠρίωνα καὶ τὰ μεγάλα ἀστέρια, κι ἀπὸ τὸ ἔντομο μέχρι τὸν ἀετό, κι ἀπὸ τὸ ἀρνάκι μέχρι τὸ λιοντάρι, μέσα σὲ ὅλα τὰ ὁρατὰ ὄντα, μέσα σὲ ὅλη τὴν ὑλικὴ δημιουργία ―γιατὶ αὐτὰ εἶνε ὑλικὰ πράγματα, ὑλικὴ δημιουργία―, μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν ὑλικὴ δημιουργία ὑπάρχει βέβαια μεγαλεῖο καὶ κάλλος, ἀλλ᾿ ὑπάρχει καὶ κάτι ἄλλο ποὺ μειώνει τὴν ἀξία τους. Ποιό εἶνε αὐτό; Μία λέξις! Ἂν τὸ ἐκφράσουμε ἐπιστημονικῶς, λέγεται φθορά· ἂν ὅμως τὸ ποῦμε περισσότερο ὠμὰ καὶ ρεαλιστικά, λέγεται θάνατος.
Θάνατος! Καὶ τὸ χορταράκι θὰ ξεραθῇ, καὶ τὸ λουλούδι θὰ μαραθῇ, καὶ τὸ πλατάνι ποὺ ζῇ ἑκατὸ – διακόσα χρόνια κι αὐτὸ θὰ ᾿ρθῇ ἡ ὥρα ποὺ θὰ γίνῃ ξύλα καὶ θὰ καῇ. Καὶ τὸ ἀρνάκι ποὺ βόσκει, καὶ ὁ λύκος ποὺ οὐρλιάζει, καὶ τὸ πουλάκι ποὺ κελαϊδεῖ, καὶ ὅλα ἐν γένει τὰ ζῷα θὰ τερματίσουν τὴ ζωή τους. Καὶ τ᾿ ἀστέρια τὰ μεγάλα θὰ πέσουν, καὶ ὁ ἥλιος ποὺ φωτίζει κι αὐτὸς ἀκόμα θὰ ᾿ρθῇ ὥρα ποὺ θὰ σβήσῃ ὅπως σβήνει τὸ κεράκι κι ὅπως σβήνει τὸ καντήλι. Καὶ αὐτὰ ὄχι μόνο κατὰ τὴν ἁγία Γραφὴ ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν ἐπιστήμη τῶν ἀστρονόμων.
Τὰ πάντα σβήνουν. Καὶ ὁ ἄνθρωπος, ὡς φθαρτὸ μέρος τῆς δημιουργίας κατὰ τὸ σῶμα, πεθαίνει κι αὐτός. Καὶ τὸν βλέπεις λοιπὸν νὰ διαλύεται. Τὸ σκουλήκι τῆς φθορᾶς δουλεύει μέσα του. Συνεπῶς καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο τί μποροῦμε νὰ ποῦμε; Τί ἄλλο παρὰ τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὅταν κάποιος μεγάλος, ποὺ ἐξουσίαζε τότε στὴν αὐτοκρατορία καὶ τὸν ἔτρεμαν ὅλοι, ἔπεσε ἀπὸ τὸ ἀξίωμά του καὶ κυνηγημένος ἔτρεχε νὰ σωθῇ. Εἶνε ὁ ὕπατος Εὐτρόπιος. Τότε ὁ Χρυσόστομος εἶπε· Ποῦ εἶνε τώρα τὰ μεγαλεῖα καὶ ἡ δόξα; Ὅλα εἶνε σὰν ὄνειρο καὶ σὰν καπνὸς ποὺ διαλύεται. «Πομφόλυγες ἦσαν καὶ διερράγησαν», λέει. Ἔχετε δεῖ κάτι σαπουνόφουσκες χρωματιστές; αὐτὸ θὰ πῇ «πομφόλυγες». Ἔτσι εἶνε καὶ τὰ ἀνθρώπινα καὶ ὅλα τὰ ἐγκόσμια. Ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα ἀστέρια τοῦ οὐρανοῦ μέχρι τὰ μικρότερα δημιουργήματα τῆς γῆς, παντοῦ ὁ θάνατος. Ὅλα μέσα στὴ φθορά. «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2). Αὐτὴ εἶνε ἡ πρώτη εἰκόνα, ἡ εἰκόνα τῆς φθορᾶς.
* * *
Ἀλλ᾿ ὑπάρχει καὶ μιὰ ἄλλη εἰκόνα σήμερα στὸν ἀπόστολο. «Αὐτοί», λέει (δηλαδὴ οἱ οὐρανοὶ καὶ τὰ σύμπαντα), «αὐτοὶ ἀπολοῦνται, σὺ δὲ διαμένεις· καὶ πάντες ὡς ἱμάτιον παλαιωθήσονται», σὰν τὸ ροῦχο θὰ παλιώσουν, «καὶ ὡσεὶ περιβόλαιον ἑλίξεις αὐτούς, καὶ ἀλλαγήσονται» (Ἑβρ. 1,11-12). Ὁ θάνατος κρατάει ἕνα πριόνι καὶ πριονίζει, καὶ ἡ φθορὰ μὲ τὸ σκουλήκι της τὰ τρώει ὅλα. Ἀλλὰ μέσ᾿ στὴ φθορὰ αὐτὴ ὑπάρχει κάτι ποὺ δὲν πεθαίνει. Ποιό εἶν᾿ αὐτὸ ποὺ δὲν πεθαίνει, ἀδέρφια μου; Ποιό ζῇ αἰώνια καὶ μένει ἀθάνατο; Μόνο ἡ ψυχή. Καὶ παραπάνω ἀπὸ τὴν ψυχὴ αὐτὸς ποὺ δημιούργησε τὴν ψυχή· ποιός εἶνε; Τὸ λέει· «Σὺ δὲ διαμένεις». Ὤ τί λόγια εἶνε αὐτά! Δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὰ ζυγίσουμε. «Σὺ διαμένεις». Κι ὅταν τὰ ποτάμια στερέψουν, κι ὅταν οἱ λίμνες ξεραθοῦν, κι ὅταν τ᾿ ἀστέρια πέσουν, κι ὅταν ὁ ἥλιος σβήσῃ, ὅταν τὰ πάντα γίνουν ἄνω – κάτω καὶ τὸ σύμπαν διαλυθῇ, «σὺ διαμένεις». Ποιός «διαμένει»; Ποιός ζῇ, ποιός βασιλεύει εἰς αἰῶνας αἰώνων; Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός! Εἶνε ὁ «ἀεὶ ὤν, ὡσαύτως ὤν», ποὺ λέει ἡ θεία λειτουργία, αὐτὸς ποὺ ὑπάρχει πάντοτε καὶ μένει ἀναλλοίωτος!
«Αὐτοὶ ἀπολοῦνται», λέει, «σὺ δὲ διαμένεις». Μέσα στὴ ῥοὴ τοῦ κόσμου, μέσα στὶς ἀλλαγὲς καὶ τὰ ποικίλα σχήματα, μέσα στὰ συντρίμματα τῶν αἰώνων, σύ, Χριστέ, Βασιλεῦ τῶν βασιλευόντων καὶ Κύριε τῶν κυριευόντων, «σὺ διαμένεις». Τὸ πιστεύετε, ἀδελφοί μου αὐτό; Ἂν τὸ πιστεύετε, τότε ποῦ ὁ πλοῦτος, ποῦ τὰ στέμματα καὶ οἱ βασιλεῖς, ποῦ οἱ πλούσιοι καὶ οἱ μεγιστᾶνες, ποῦ οἱ θεωρίες, ποῦ…, ποῦ…, ποῦ…; Καπνὸς καὶ ὄνειρο εἶνε τὰ πάντα.
Ὦ ἐσταυρωμένε Λυτρωτὰ τοῦ κόσμου, «σὺ διαμένεις». Ὦ Χριστέ, «σὺ διαμένεις».
Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς αἰῶνας αἰώνων. Ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ὁμιλία σὲ ναὸ τῆς συνοικίας Κολωνοῦ τῶν Ἀθηνῶν, σως στὸν Ἅγιο Κωνσταντῖνο, παρόντος μᾶλλον καὶ κάποιου μητροπολίτου, μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1963-1967 ἐν Μ. Τεσσαρακοστῇ)
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.