Β΄ Κυριακη Νηστειων (Μαρκ. 2,1-12) ΠΡΟΘΥΜΟΙ ΓΙΑ ΒΟΗΘΕΙΑ ΣΤΟΝ ΠΛΗΣΙΟΝ ΜΑΣ
Β΄ Κυριακὴ Νηστειῶν (Μᾶρκ. 2,1-12)
4 Μαρτίου 2018
Γραπτή ὁμιλία τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου τοῦ 1939
Προθυμοι για βοηθεια στον πλησιον μας
Καὶ ἔρχονται πρὸς αὐτὸν παραλυτικὸν φέροντες, αἰρόμενον ὑπὸ τεσσάρων· καὶ μὴ δυνάμενοι προσεγγίσαι αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον, ἀπεστέγασαν τὴν στέγην ὅπου ἦν, καὶ ἐξορύξαντες χαλῶσι τὸν κράβατον, ἐφ᾽ ᾧ ὁ παραλυτικὸς κατέκειτο» (Μᾶρκ. 2,3-4)
Ἡ εἴδησις, ἀγαπητοί μου, ὅτι ὁ Ἰησοῦς «εἰσῆλθε πάλιν εἰς Καπερναούμ» (Μᾶρκ. 2,1), ὅτι ἐπανῆλθε στὸ κέντρο τῆς Γαλιλαίας, διαδόθηκε ἀστραπιαῖα μέσα στὴν πόλι, κι ἀμέσως λαὸς πολύς, ποὺ διψοῦσε ν᾿ ἀκούσῃ τὴν θεία διδασκαλία, τρέχει μὲ πόθο ἐκεῖ ποὺ ἦταν ὁ Θεῖος Διδάσκαλος.
Γνωρίζουμε ὅτι ὅπου εἶνε ὁ Χριστός, ἐκεῖ εἶνε ἡ Ἐκκλησία. Καὶ σήμερα οἱ πιστοὶ συγκεντρώνονται στὴν ἐκκλησία, γιὰ νὰ βροῦν τὸν Κύριο. Μποροῦμε λοιπὸν νὰ ποῦμε ὅτι καὶ τότε τὸ σπίτι ἐκεῖνο, στὸ ὁποῖο βρισκόταν ὁ Χριστός, μὲ τὴ συρροὴ τῶν ἀνθρώπων γύρω του μεταβλήθηκε ἔτσι σὲ ἐκκλησία.
Διδάσκει ὁ Ἰησοῦς κι ὁ λαὸς ἀκούει· καὶ ἐν τῷ μεταξὺ ἔρχονται ὅλο καὶ περισσότεροι. Τὸ σπίτι γεμίζει ἀσφυκτικὰ σὲ τέτοιο σημεῖο λέει ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος, «ὥστε μηκέτι χωρεῖν μηδὲ τὰ πρὸς τὴν θύραν» (ἔ.ἀ. 2,2), δὲν μπορεῖ νὰ εἰσχωρήσῃ πλέον κανείς, ὄχι στὸ δωμάτιο ποὺ βρίσκεται ὁ Χριστὸς καὶ διδάσκει ἀλλ᾽ οὔτε κἂν στὴν εἴσοδο. Ὅλοι θέλουν ν᾽ ἀκούσουν τὰ ῥήματα ἐκεῖνα τῆς αἰωνίου ζωῆς ποὺ εἶνε γλυκύτερα κι ἀπ᾽ τὸ μέλι, ὅλοι προσπαθοῦν ν᾽ ἀντικρύσουν ἔστω κι ἀπὸ μακριὰ τὴ μορφὴ τοῦ προσώπου του.
Ἕνας ὅμως ἄνθρωπος μέσα στὸ πλῆθος ἐκεῖνο ἔχει καὶ μιὰ ἄλλη μεγαλύτερη ἀνάγκη. Αὐτὸς δὲν θά ᾽θελε μόνο νὰ τὸν ἀκούσῃ καὶ νὰ τὸν δῇ· θέλει καὶ νὰ τοῦ ζητήσῃ τὴ θεραπεία του ἀπὸ μιὰ βαρειὰ καὶ ἀγιάτρευτη ἀσθένεια ποὺ τὸν ταλαιπωρεῖ· εἶνε ἕνας «παραλυτικός». Καὶ τώρα βέβαια αὐτός, μὲ τέτοια κοσμοσυρροή, δὲν μπορεῖ οὔτε ἀπὸ μακριὰ νὰ τὸν δῇ. Πῶς νὰ τοῦ μιλήσῃ γιὰ τὴν ἀνάγκη του, πῶς νὰ τὸν εἰδοποιήσῃ;
Φοβερὴ ἀσθένεια ἡ παραλυσία. Ποιός ξέρει πόσο καιρὸ τὸν εἶχε καθηλώσει στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου. Περίλυπος ἔβλεπε νὰ περνᾶνε ἔτσι μέρες, νύχτες, βδομάδες, μῆνες, χρόνια ὁλόκληρα· εἶχε πιὰ ἀπελπιστῆ. Ξαφνικὰ ὅμως μαθαίνει ὅτι κάποιος, ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ, ἔχει τὴ δύναμι νὰ θεραπεύῃ τοὺς ἀσθενεῖς· γιάτρεψε πολλοὺς ἄλλους, θὰ μποροῦσε λοιπὸν νὰ γιατρέψῃ κι αὐτόν. Ἡ ἐλπίδα του ἀναπτερώνεται.
Πῶς ὅμως –παράλυτος αὐτός– νὰ κινηθῇ, πῶς νὰ πάῃ νὰ συναντήσῃ τὸν Ἰησοῦ; Πόδια ἔχει καὶ πόδια δὲν ἔχει. Μένει ἐκεῖ ἀσάλευτος. Καὶ φοβᾶται ὁ δυστυχὴς πὼς ἡ εὐκαιρία αὐτὴ θὰ χαθῇ. Τί κρίμα!
Ἀλλὰ νά· ἐνῷ ὅλοι οἱ ἄλλοι τρέχουν νὰ συναντήσουν τὸν Ἰησοῦ, τέσσαρις πονετικοὶ ἄντρες σταματοῦν. Βλέπουν τὴ θλιβερὴ κατάστασι τοῦ ἀνήμπορου αὐτοῦ ἀνθρώπου, τὸν σπλαχνίζονται, συνεννοοῦνται μεταξύ τους καὶ ἀποφασίζουν· ἀναλαμβάνουν νὰ τὸν μεταφέρουν αὐτοὶ μπροστὰ στὸν Ἰησοῦ.
Καλὴ ἡ ἀπόφασί τους, μὰ καθόλου εὔκολο αὐτὸ ποὺ ἐπιχειροῦν. Ἀπ᾽ τὴν ἀρχὴ κιόλας συναντοῦν ἐμπόδια μεγάλα. Ἐμπόδιο ὁ ὄχλος ποὺ φράζει τὴν εἴσοδο τοῦ σπιτιοῦ, ἐμπόδιο ἡ ἀδιαφορία τῶν πολλῶν ποὺ δὲν σκέπτονται τὴν ἀνάγκη τοῦ παραλύτου, ἐμπόδιο ἡ φιλαυτία τους ποὺ δὲν τοὺς ἀφήνει νὰ παραμερίσουν, νὰ κάνουν μιὰ θυσία γιὰ τὸν ἄλλο.
Οἱ τέσσερις ὅμως αὐτοὶ εὐλογημένοι ἄντρες δὲν ἀποκάμνουν, δὲν «τὸ βάζουν κάτω». Βάζουν τὸ μυαλὸ νὰ δουλέψῃ, ἐπινοοῦν τρόπο καὶ καταστρώνουν σχέδιο τολμηρό, πρωτάκουστο· θὰ τὸν κατεβάσουν μπροστὰ στὸ Χριστό, μέσα ἐκεῖ στὸ δωμάτιο ποὺ μιλάει, ἀνοίγοντας ἀπὸ πάνω τὴ στέγη!
Αὐτὸ βέβαια ἀπαιτεῖ τώρα πρόσθετο κόπο, μὰ αὐτοὶ δὲν σταματοῦν μπροστὰ σὲ τίποτα. Καὶ τότε μόνο ἡσυχάζουν, ὅταν βλέπουν τὸν παράλυτο νὰ σηκώνεται μπροστὰ σὲ ὅλους ὑγιὴς καὶ νὰ φεύγῃ φορτωμένος μάλιστα τὸ κρεβάτι του.
>Ἡ προθυμία, ἀγαπητοί μου, ποὺ ἔδειξαν οἱ τέσσερις αὐτοὶ ἄνθρωποι γιὰ τὴν ἐξυπηρέτησι ἑνὸς δυστυχισμένου συνανθρώπου τους, ἂς γίνῃ παράδειγμα σὲ ὅλους μας. Γιατὶ ἡ ζωὴ ἀνακυκλώνεται καὶ τὰ περιστατικὰ ἐπαναλαμβάνονται· ἔτσι βρισκόμαστε κ᾽ ἐμεῖς πολλὲς φορὲς μπροστὰ σὲ παρόμοιες περιπτώσεις δυστυχίας. Ἀκοῦμε τὶς θλιβερὲς φωνὲς τοῦ πόνου ἀδελφῶν μας, βλέπουμε τὰ δάκρυά τους, ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι κάποια λύπη βαθειὰ τυραννεῖ καὶ θλίβει τὴν καρδιά τους. Τί πρέπει νὰ κάνουμε λοιπόν; νὰ ἀδιαφορήσουμε καὶ νὰ προσπεράσουμε ἄσπλαχνα, ὅπως ὁ ὄχλος σήμερα ἢ ὁ ἱερεὺς καὶ ὁ λευΐτης τῆς γνωστῆς ἐκείνης παραβολῆς (βλ. Λουκ. 10,30-37); ἢ μήπως νὰ ἐκμεταλλευθοῦμε τὴν κατάστασι καὶ νὰ τὴ δοῦμε ἰδιοτελῶς, ὡς εὐκαιρία δικοῦ μας πλουτισμοῦ; ἢ τέλος νὰ μιμηθοῦμε τὸν καλὸ Σαμαρείτη καὶ τοὺς τέσσερις σπουδαίους ἄντρες τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου;
Ὄχι –βέβαια– ν᾿ ἀδιαφορήσουμε, ὅπως ἔκαναν οἱ πολλοὶ τοῦ ὄχλου, ποὺ συνωστίζονταν γύρω ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ δίχως νὰ παραμερίζουν λίγο, ὥστε ν᾽ ἀνοιχθῇ μιὰ δίοδος γιὰ νὰ περάσῃ ὁ παραλυτικός· ὄχι νὰ κλείνουμε τὰ σπλάχνα καὶ τὴν καρδιά μας καὶ ἀδιάφοροι νὰ συνεχίζουμε τὸ δρόμο μας, χωρὶς νὰ ῥίχνουμε οὔτε ἕνα βλέμμα συμπαθείας στοὺς τραυματίες τῆς ζωῆς, ποὺ μένουν πληγωμένοι στὴ μέση τοῦ δρόμου ἀδύναμοι νὰ σύρουν τὰ βήματά τους. Ὄχι –πολὺ περισσότερο– νὰ θελήσουμε νὰ ἐκμεταλλευθοῦμε τὴ δυστυχία τους, ὄχι νὰ πατήσουμε ἐπάνω στὰ πτώματά τους, γιὰ ν᾽ ἀνεβοῦμε ἐμεῖς πιὸ ψηλὰ καὶ ν᾽ ἀποκτήσουμε δύναμι μεγαλύτερη. Ἀλλὰ τί πρέπει λοιπὸν νὰ κάνουμε; Τὰ καθήκοντά μας στὸ ζήτημα αὐτὸ τὰ ὑπαγορεύει σαφῶς ἡ συμπεριφορὰ τῶν τεσσάρων.
πρῶτα νὰ σταθοῦμε καὶ νὰ πλησιάσουμε, ὅπως αὐτοί, ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται ὁ δυστυχισμένος. Δὲν θὰ τὸν παρηγορήσουμε ἁπλῶς μὲ λίγα λόγια χριστιανικῆς ἀγάπης, ἀλλὰ καὶ θ᾿ ἀναλάβουμε κάθε κόπο γιὰ νὰ τὸν ἀνακουφίσουμε, ὅπως ἔκαναν καὶ οἱ τέσσερις συνοδοὶ τοῦ παραλυτικοῦ.
Θὰ χτυπήσουμε κατόπιν γι᾿ αὐτὸν πόρτες καὶ ἄλλων, ἂν ἐμεῖς μόνοι μας δὲν μποροῦμε νὰ τὸν βοηθήσουμε. Θὰ ζητήσουμε λοιπὸν καὶ τὴ βοήθεια τῶν ἄλλων. Γιατὶ ὅπως ὁ ἕνας δὲν μποροῦσε μόνος του νὰ σηκώσῃ καὶ νὰ μεταφέρῃ τὸν παραλυτικὸ μπροστὰ στὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ χρειάστηκε γι᾽ αὐτὸ καὶ τὴ βοήθεια τῶν ἄλλων τριῶν συντρόφων του, τὸ ἴδιο κ᾽ ἐμεῖς πολλὲς φορὲς δὲν μποροῦμε μόνοι μας νὰ προσφέρουμε ἀποτελεσματικὴ βοήθεια σὲ δυστυχισμένους, ἐὰν δὲν καλέσουμε σὲ βοήθεια καὶ ἄλλους. Μόνοι μας δὲν μποροῦμε, μαζὶ μὲ ἄλλους μποροῦμε.
Ἔπειτα, πρέπει νὰ συνοδεύσουμε τὸν δοκιμαζόμενο ὣς τὸ τέλος τοῦ μαρτυρίου του. Ὄχι νὰ τὸν «πετάξουμε» στὸ ὀρφανοτροφεῖο ἢ στὸ γηροκομεῖο ἢ στὸ ἄσυλο τῶν ἀνιάτων ἢ στὸ νοσοκομεῖο, κ᾽ ἔπειτα νὰ τὸ βάλουμε στὰ πόδια θεωρώντας ὅτι τὸ χρέος μας τελείωσε, χωρὶς νὰ ἐνδιαφερώμαστε πιὰ γι᾿ αὐτόν, χωρὶς νὰ τὸν ἐπισκεπτώμαστε. Οἱ τέσσερις αὐτοὶ δὲν ἔκαναν ἔτσι. Δὲν ἄφησαν τὸν παραλυτικὸ ἔξω ἀπ᾽ τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ ποὺ βρισκόταν ὁ Ἰησοῦς, ἀλλ᾿ ἀγωνίστηκαν νὰ τὸν βάλουν μέσα στὸ σπίτι κ᾽ ἐκεῖ νὰ συναντήσῃ τὸν Θεραπευτή. Δὲν ἄφησαν δηλαδὴ τὸ καλὸ ἡμιτελές, δὲν ἄφησαν τὴ δουλειὰ στὴ μέση, ἀλλὰ προσπάθησαν καὶ ἔφεραν τὸ καλὸ εἰς πέρας, παρὰ τὰ ἐμπόδια ποὺ συνάντησαν. Αὐτὸ λοιπὸν νὰ κάνουμε κ᾽ ἐμεῖς.
Ἡ προθυμία μας γιὰ βοήθεια στὸν ἄλλο ἂς μὴ σταματᾷ μπροστὰ στὸ πρῶτο ἐμπόδιο ποὺ θὰ συναντήσουμε. Θὰ βρεθοῦν ἀσφαλῶς πολλοὶ ποὺ θὰ παρεξηγήσουν τὸ ἔργο τῆς ἀγάπης μας· ἄλλοι δὲν θὰ μᾶς νιώσουν, καὶ ἄλλοι μὲ τὶς κακίες τους θὰ σταθοῦν μπροστά μας φραγμός· κι αὐτὰ θὰ εἶνε γιὰ μᾶς δοκιμαστήριο τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς ἀντοχῆς μας στὴν ἐργασία τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου. Ἀλλ᾿ ἐμεῖς ἂς μιμηθοῦμε καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ τοὺς τέσσερις συνοδοὺς τοῦ παραλυτικοῦ· ἡ προθυμία μας γιὰ τὸ καλὸ πρέπει νά ᾽νε τόση, ὥστε, καὶ ἂν ὅλους τοὺς δρόμους μᾶς τοὺς κλείνουν, ἐμεῖς νὰ προσπαθοῦμε νὰ βροῦμε ἄλλο νέο τρόπο –ὅπως οἱ τέσσερις ποὺ «ἀπεστέγασαν τὴν στέγην» κι ἀπὸ ᾽κεῖ κατέβασαν τὸν παραλυτικό–, καὶ ἔτσι νὰ κατορθώσουμε νὰ ὁλοκληρώσουμε τὸ καλό.
Ὁ Κύριος, ἀγαπητοί μου, ποὺ θὰ βλέπῃ τὴν προθυμία, τὴν ἀδελφικὴ συνεργασία, τὸν κόπο, τὴν ἐπιμονή, τὴν ἐπινοητικότητά μας γιὰ νὰ πετύχουμε τὸ καλό, θὰ μᾶς φωτίζῃ πάντοτε, ὥστε καὶ νέους δρόμους ἀγαθοεργίας νὰ βρίσκουμε, καὶ νέες δυνάμεις θὰ μᾶς χαρίζῃ, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ Ἴδιος θὰ ἔρχεται νὰ μᾶς εὐλογῇ καὶ νὰ ἐπιστεγάζῃ μὲ θαυμαστὸ τρόπο κάθε ἔργο ποὺ θὰ ἀναλαμβάνουμε γιὰ τὴ βοήθεια τοῦ πλησίον καὶ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
/Αρθρο ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ τῆς ἱ. μητροπόλεως Αἰτωλίας & Ἀκαρνανίας «Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός» (Μεσολόγγι, φ. 201/1-3-1939, σσ. 22-23)
Μεταγλώττισις στὴν ὁμιλουμένη σήμερα καὶ μικρὴ ἀνάπτυξις 7-2-2018
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.