Δυο ομιλιες του Μητροπολιτου Φλωρινης Αυγουστινου Καντιωτου, για τον αγιο Σπυριδωνα: 1. ΜΗ ΧΑΝΕΙΣ ΚΑΙΡΟ! 2. Ο ΑΓΙΟΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝ (Συντομος βιος και μερικα θαυματα)
Τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος
12 Δεκεμβρίου
Δύο ὁμιλίες του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, για τὸν ἅγιο Σπυρίδωνα
ΜΗ ΧΑΝΕΙΣ ΚΑΙΡΟ!
«Βλέπετε οὖν πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μὴ ὡς ἄσοφοι, ἀλλ᾽ ὡς σοφοί,
ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι» (Ἐφ. 5,15-16)
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος τοῦ θαυματουργοῦ. Καὶ στὴν ἀκολουθία τῆς ἡμέρας ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ὥρισε νὰ διαβάζεται μία περικοπὴ ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴ πρὸς Ἐφεσίους, τὴν ὁποία μέσα ἀπὸ τὴ φυλακὴ ἔγραψε ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν ἐκκλησία τῶν Ἐφεσίων καὶ δι᾽ αὐτῆς πρὸς τοὺς Χριστιανοὺς ὅλων τῶν αἰώνων.
Ἐκεῖ, μεταξὺ ἄλλων, λέει· «Βλέπετε πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μὴ ὡς ἄσοφοι, ἀλλ᾽ ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι» (Ἐφ. 5,15). Τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά; Ἂς δώσουμε μία σύντομη ἑρμηνεία βοηθούμενοι ἀπὸ τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη.
* * *
Ἐδῶ, ἀγαπητοί μου, ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς ὑπενθυμίζει τὸ ἑξῆς. Στὸν κόσμο αὐτὸν οἱ Χριστιανοὶ εἴμαστε «σὰν πρόβατα ἀνάμεσα σὲ λύκους» (Ματθ. 10,16). Νὰ προσέχουμε λοιπόν, ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπὸ μᾶς, νὰ μὴν τοὺς δίνουμε ἀφορμὴ γιὰ ἔχθρα καὶ μῖσος. Μόνο σὲ ζητήματα ὀρθοδόξου πίστεως νὰ εἴμαστε ἀνυποχώρητοι· στὰ ἄλλα ἂς εἴμαστε εἰρηνικοὶ καὶ ἄκακοι. Αὐτὸ εἶνε γνώρισμα τῆς φρονιμάδας τῶν Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι ἔτσι θὰ συμπεριφέρωνται ὄχι «ὡς ἄσοφοι, ἀλλ᾽ ὡς σοφοί».
Νὰ ζοῦμε, συνεχίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν». Ὁμιλεῖ γιὰ τὴν ἀξία τοῦ χρόνου. Ὁ χρόνος εἶνε ἕνα πολύτιμο πρᾶγμα. Οἱ ἀρχαῖοι ἔλεγαν «χρόνου φείδου». Καὶ σήμερα ἀκοῦμε ὅτι «ὁ χρόνος εἶνε χρῆμα». Ὅπως δηλαδὴ τὸ χρῆμα τὸ φυλᾷς καὶ δὲν τὸ σπαταλᾷς, ἔτσι νὰ βλέπῃς καὶ τὸ χρόνο. Ὁ χρόνος εἶνε τάλαντο. Ὅπως τὰ τάλαντα, κατὰ τὴ γνωστὴ παραβολὴ τοῦ Κυρίου (βλ. Ματθ. 25,14-30), ὀφείλουμε νὰ τὰ ἀξιοποιοῦμε καὶ νὰ τὰ ἐκμεταλλευώμεθα, ἔτσι νὰ κάνουμε καὶ συνετὴ χρῆσι τοῦ χρόνου ποὺ διαθέτουμε.
Ὁ Θεὸς εἶνε αἰώνιος, ἄχρονος, ἐκτὸς χρόνου. Ἐμεῖς ζοῦμε ἐν χρόνῳ σ᾽ αὐτὸ τὸν κόσμο, ὡς «ξένοι» «πάροικοι» καὶ «παρεπίδημοι ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἑβρ. 11,13. Α΄ Πέτρ. 1,1· 2,11). Ὅσα χρόνια καὶ ἂν ζήσουμε, ἡ ζωή μας ἐδῶ εἶνε μιὰ σταγόνα ἐμπρὸς στὸν ὠκεανὸ τῆς αἰωνιότητος. Κάθε στιγμὴ ὅμως τῆς ζωῆς μας, αὐτὸς ὁ λίγος χρόνος, ἔχει μεγάλη ἀξία. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς γεννήσεώς μας ὣς τὰ βαθειὰ γεράματα, τὸ διάστημα αὐτὸ δὲν εἶνε δικό μας· μᾶς δόθηκε γιὰ ἕνα σκοπό. Ἂν ζήσουμε ὄχι μὲ ἔχθρες καὶ μίση, ἀλλὰ μὲ ὑπομονὴ στὶς θλίψεις, τότε «ἐξαγοράζουμε τὸν καιρόν». Ὅ,τι καὶ ἂν ἀπαιτηθῇ λοιπόν, ἂς τὸ θυσιάσουμε, ἀρκεῖ μόνο νὰ κρατήσουμε τὴν πίστι.
Ἀκοῦμε, ὅτι ἕνας πλούσιος, βλέποντας κακοποιοὺς νὰ ἔρχωνται νὰ τὸν σκοτώσουν, τοὺς ἔδωσε ὅ,τι εἶχε καὶ γλύτωσε. Αὐτός, λέμε, ἐξαγόρασε τὴ ζωή του μὲ τὰ πλούτη του. Κ᾽ ἐμεῖς ἀξίζει νὰ δώσουμε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά μας γιὰ νὰ γλυτώσουμε τὸ μέγα κεφάλαιο, γιὰ νὰ ἐξαγοράσουμε μ᾽ αὐτὰ τὴν ὀρθόδοξο πίστι μας, διότι «αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι». Δὲν φταῖνε βεβαίως οἱ ἡμέρες αὐτὲς καθεαυτές, τὸ φῶς – οἱ ὧρες – τὰ λεπτά τους· φταῖνε οἱ κακοὶ ἄνθρωποι ποὺ γεμίζουν τὶς ἡμέρες μὲ πονηρὰ ἔργα, καὶ ἔτσι λέμε ὅτι «οἱ ἡμέρες εἶνε πονηρές».
Ὡς πρὸς τὰ ἐπίγεια, τὰ καλύτερα χρόνια τῆς ζωῆς εἶνε γιὰ μὲν τὰ παιδιὰ καιρὸς μαθήσεως, γιὰ τοὺς νέους καιρὸς ἡρωικῶν πράξεων, γιὰ δὲ τοὺς ὡρίμους ἄντρες καὶ γυναῖκες καιρὸς γάμου καὶ τεκνογονίας. Κατόπιν οἱ εὐκαιρίες αὐτὲς τελειώνουν· δὲν βλέπεις γέροντες οὔτε στὰ σχολεῖα οὔτε στὸ στρατὸ οὔτε στὸ γάμο, γιατὶ ὁ χρόνος πέρασε πλέον.
Ἔτσι, καὶ πολὺ περισσότερο, στὰ μέλλοντα καὶ οὐράνια. Λένε γιὰ τὸν Τίτο, αὐτοκράτορα τῆς ῾Ρώμης, ὅτι ἦταν ὀπαδὸς τοῦ φιλοσόφου Πυθαγόρα, ποὺ ὑποχρέωνε τοὺς μαθητάς του κάθε βράδυ νὰ ἐξετάζουν τί ἔκαναν τὴν ἡμέρα. Καὶ ὁ Τίτος, ὅταν ἔβλεπε ὅτι δὲν ἔκανε κάτι ἀξιόλογο, ἔλεγε· Ἀλλοίμονο, ἔχασα τὸν καιρό μου! Καὶ στὴ δική μας πνευματικὴ ζωὴ πόσος χαμένος καιρὸς ὑπάρχει!
Πῶς ἐξαγοράζεται – πῶς κερδίζεται ὁ καιρός; Ὅταν δὲν διαφεύγῃ μὲ ἀμέλεια καὶ ἀργία, ἀλλὰ διατίθεται γιὰ κοπιώδη ἐσωτερικὴ ἐργασία, λεπτομερῆ αὐτοεξέτασι, ἐπιμελῆ ἄσκησι, ἀκριβῆ τήρησι τῶν θείων ἐντολῶν, ἐκρίζωσι τῶν παθῶν, καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν, μόρφωσι κατὰ Χριστόν. Ὅταν ὁ πιστὸς ἐκμεταλλεύεται τὸν καιρό, μπορεῖ νὰ ἐλπίζῃ στὸ αἰώνιο μέλλον.
* * *
Ἕνας ἄνθρωπος προετοιμασμένος γιὰ τὴν αἰωνιότητα ἦταν, ἀγαπητοί μου, ὁ ἅγιος Σπυρίδων, ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα. Αὐτὸς «ἐξηγοράσατο» – ἐκμεταλλεύθηκε τὸ χρόνο του.
Πῶς ἔζησε; Ἦταν ὀλιγογράμματος, ἔβοσκε πρόβατα, ἀλλ᾽ ἄνθρωπος μεγάλης ἀγάπης, ἐλεήμων καὶ φιλόξενος. Ἦταν ἔγγαμος καὶ μὲ τὴ γυναῖκα του ἀπέκτησαν μιὰ θυγατέρα, τὴν Εἰρήνη· ἀλλ᾽ ἔπειτα πέθαναν καὶ ἡ σύζυγος καὶ ἡ κόρη του. Ζοῦσε ἐνάρετα, ἁπλᾶ καὶ ταπεινά. Συμπεριφερόταν μὲ πραότητα καὶ ἀγαθότητα. Γι᾽ αὐτὸ τὸν ἀγαποῦσαν ὅλοι. Ἔτσι, ὅταν κενώθηκε ὁ θρόνος τῆς Τριμυθοῦντος, μιᾶς μικρῆς πόλεως κοντὰ στὴ Σαλαμῖνα τῆς Κύπρου, τὸν ἐξέλεξαν παμψηφεὶ ἐπίσκοπό της.
Ὡς ἐπίσκοπος δὲν ἄλλαξε τρόπο ζωῆς καὶ συμπεριφορᾶς. Εἶχε δὲ τόση παρρησία στὸ Θεό, ὥστε ἔκανε θαύματα μεγάλα.
Κάποτε π.χ., γιὰ νὰ βοηθήσῃ ἕνα φτωχὸ κ᾽ ἐπειδὴ ὁ ἴδιος δὲν εἶχε δραχμὴ στὴ τσέπη, μόλις εἶδε ἐκεῖ κοντὰ ἕνα φίδι νὰ κινῆται, ἔκανε τὸ φίδι χρυσό ―ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, ἐμεῖς πιστεύουμε―, κι ἀφοῦ ὁ φτωχὸς ἐξυπηρετήθηκε ἐπανέφερε τὸ χρυσάφι σὲ φίδι ζωντανό, γιὰ νὰ μὴν πέσῃ ὁ ἄνθρωπος σὲ πλεονεξία καὶ φιλαργυρία, ποὺ εἶνε τὰ χειρότερα κακά.
Πάλεψε ὅμως καὶ μ᾽ ἕνα ἄλλο τρομερὸ φίδι, μὲ τὴν αἵρεσι τοῦ Ἀρείου, ὁ ὁποῖος δὲν πίστευε στὴν ἁγία Τριάδα καὶ ἔλεγε, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε ἄχρονος ὅπως ὁ οὐράνιος Πατήρ. Συνῆλθε ἡ Πρώτη (Α΄) Οἰκουμενικὴ Σύνοδος στὴ Νίκαια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ μαζεύτηκαν ἐκεῖ 318 πατέρες ἀπ᾽ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Μεταξὺ αὐτῶν ἦταν καὶ ὁ ἅγιος Σπυρίδων, ὁ ὁποῖος μὲ θαῦμα ἀπέδειξε πῶς μποροῦν τὰ Τρία Πρόσωπα τῆς Θεότητος νὰ εἶνε μία φύσις. Τί ἔκανε· πῆρε στὰ χέρια του ἕνα κεραμίδι καὶ εἶπε «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός» κ᾽ ἔφυγε πρὸς τὰ πάνω ἡ φωτιὰ ποὺ τὸ εἶχε ψήσει, «καὶ τοῦ Υἱοῦ» κ᾽ ἔφυγε πρὸς τὰ κάτω τὸ νερὸ ποὺ τὸ εἶχε ζυμώσει, «καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος» κ᾽ ἔμεινε στὸ χέρι του τὸ χῶμα ἀπὸ τὸ ὁποῖο εἶχε γίνει. Ἔτσι συνετέλεσε καὶ αὐτὸς στὴν σύνταξι τοῦ «Πιστεύω» ποὺ ἀκοῦμε κάθε φορά.
Μετὰ τὴν κοίμησί του τὸ ἱερὸ λείψανό του μεταφέρθηκε ἀρχικὰ στὴν Κωνσταντινούπολι (τὸν 7ο αἰῶνα) καὶ τελικὰ στὴν Κέρκυρα (τὸν 15ο αἰῶνα), ὅπου τιμᾶται μέχρι σήμερα.
* * *
Αὐτός, ἀγαπητοί μου, ἦταν ὁ ἅγιος Σπυρίδων. Ἔζησε σ᾽ αὐτὴ τὴ ζωὴ κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ μᾶς διδάσκει νὰ ζήσουμε κ᾽ ἐμεῖς ὅπως λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος, «ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι». Μὴ χάνετε καιρό! μᾶς φωνάζει. Ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας εἶνε χρόνος προετοιμασίας γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Κι αὐτὴ ἡ προετοιμασία ἀρχίζει ἀπὸ ἐδῶ μὲ τὴ μετοχὴ στὰ ἱερὰ μυστήρια.
Σὲ λίγο ἔρχονται Χριστούγεννα, ἀκούγεται τὸ «Χριστὸς γεννᾶται…» (ᾠδ. α΄). Ἂς ἑτοιμαστοῦμε γιὰ θεία κοινωνία. Καὶ ἡ ἑτοιμασία εἶνε νὰ ἐξομολογηθοῦμε τὰ ἁμαρτήματά μας. Στὸ ζήτημα αὐτὸ δυστυχῶς εἴμαστε πίσω. Εἶνε ἀμφίβολο ἂν στοὺς δέκα ἕνας ἐξομολογῆται· οἱ ἄλλοι πῶς θὰ κοινωνήσουν; Ἂς τρέξουμε λοιπὸν νὰ λουστοῦμε, νὰ καθαριστοῦμε. Τὰ χρόνια ποὺ ζοῦμε, ὅσο πᾶνε, γίνονται σκληρότερα, ἁμαρτωλότερα. Βρισκόμαστε σὲ καιροὺς ἀποκαλυπτικούς. Τὸ κακὸ αὐξάνει. Οἱ Χριστιανοί, ὅπως εἴπαμε, εἶνε «ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων» (Ματθ. 10,16). Εἶνε λίγοι. Γίνεται μάχη μεταξὺ τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ. Κατὰ τὴν Ἀποκάλυψι θὰ πέσῃ κόσκινο. Οἱ πολλοὶ ἐπηρεάζονται, ξεμυαλίζονται, ἀπομακρύνονται. Ἔντυπα, ῥαδιοφωνικοὶ καὶ τηλεοπτικοὶ σταθμοί, νυχτερινὰ κέντρα, ἀθέμιτες ἀπολαύσεις, κρεοφαγία ἀκόρεστη, ἀλκοόλ, κάπνισμα, ναρκωτικὰ προκαλοῦν φθορά. Οἱ ἄνθρωποι ξοδεύουν τὰ χρήματά τους στὸ διάβολο. Κι ὅσοι ἔρχεστε στὴν ἐκκλησία, τί τὸ ὄφελος; Οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς παντρεμένους εἶστε δολοφόνοι, σκοτώνετε παιδιά· γι᾽ αὐτὸ σβήνουμε ὡς ἔθνος. Ἕνας Ἕλληνας πεθαίνει τὸ πρωὶ καὶ ὣς τὸ βράδυ δὲ γεννιέται ἄλλος· μισὸς γεννιέται. Στὴν Τουρκία ἕνας Τοῦρκος πεθαίνει τὸ πρωὶ καὶ ὣς τὸ βράδυ γεννιοῦνται δώδεκα! Νὰ μετανοήσουμε λοιπόν.
Τὶς παραμονὲς τῶν Χριστουγέννων θὰ γίνῃ ἔρανος γιὰ τοὺς φτωχούς. Ἂς ἐλεήσουμε. «Ὁ ἐλεῶν, λέει, πτωχόν, δανείζει Θεῷ» (Παροιμ. 19,17).
Εἴθε ὁ Κύριος νὰ μᾶς ἀξιώσῃ ὅλους νὰ ἑορτάσουμε τὶς ἅγιες ἡμέρες ποὺ ἔρχονται ὅπως θέλει ὁ Θεός, ὅπως θέλει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, «τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον» (Ἀπ. 5,6)· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Στεφάνου – Πτολεμαΐδος τὴν Κυριακὴ 12-12-1993
Ο ΑΓΙΟΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝ
(Σύντομος βίος καὶ μερικὰ θαύματα)
ΕΟΡΤΗ, ἀγαπητοί μου, ἑορτὴ μεγάλη ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος.
Πῶς τιμᾶται ὁ ἅγιος Σπυρίδων; Τιμᾶται βεβαίως κι ὅταν τὸν παραδέχεσαι ὡς ἅγιο, ὅταν ἐκκλησιάζεσαι στὴν ἑορτή του καὶ προσεύχεσαι κι ἀνάβῃς τὸ κερί σου καὶ προσκυνᾷς τὴν ἁγία του εἰκόνα. Ἀλλὰ φτάνουν αὐτά; Αὐτὰ εἶνε τὰ εὔκολα. Ὁ ἅγιος ζητεῖ καὶ κάτι ἄλλο ποὺ εἶνε πιὸ δύσκολο. Ὅποιος τὸ κατορθώνει, αὐτός τιμᾷ τὸν ἅγιο. Ποιό εἶν᾿ αὐτό; Νὰ τὸν μιμηθοῦμε. Δηλαδή; νὰ κάνουμε κ᾿ ἐμεῖς ὅ,τι ἔκανε ἐκεῖνος; Μὰ ἐκεῖνος ἔκανε θαύματα. Ποιός ἀπὸ μᾶς μπορεῖ νὰ κάνῃ θαύματα; Ὅλοι νὰ μαζευτοῦμε, τὸ νυχάκι τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος δὲν κάνουμε. Τότε λοιπὸν πῶς θὰ τὸν μιμηθοῦμε; Νὰ τὸν μιμηθοῦμε σὲ ἄλλο σημεῖο. Νὰ μιμηθοῦμε τὶς ἀρετές του· τὶς ἀρετὲς ποὺ εἶχε, ποὺ χάρι σ᾿ αὐτὲς ἔλαμψε ὡς ἀστὴρ πρώτου μεγέθους. Νὰ μιμηθοῦμε τὶς ἀρετές του. Ἀλλὰ γιὰ νὰ μιμηθοῦμε τὶς ἀρετές του, πρέπει νὰ ξέρουμε τὸν βίο του· τί ἔκανε ὁ ἅγιος.
Στὰ παλιὰ τὰ εὐλογημένα χρόνια, ποὺ δὲν ὑπῆρχαν σχολεῖα, γυμνάσια καὶ πανεπιστήμια, ἀλλὰ κατοικοῦσαν σὲ καλύβες, παρ᾿ ὅλη τὴ φτώχεια στὰ σπίτια είχανε συναξάρια. Τί θὰ πῇ συναξάριον; Θὰ πῇ βίος ἁγίου. Είχανε τοὺς βίους τῶν ἁγίων. Καὶ τὴν παραμονὴ ἀποβραδὶς διαβάζανε. Γνωρίζανε τὸν ἅγιο ποιός ἦταν, συγκινοῦνταν καὶ κλαίγανε. Καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ ἀκόμα ἂν ρωτοῦσες τί ἤτανε ὁ ἅγιος Σπυρίδων, θὰ σοῦ ἀπαντοῦσαν. Ἦταν ξεφτέρια. Ἄντε τώρα… Δὲν κατηγορῶ οὔτε δασκάλους οὔτε καθηγητάς. Κατηγορῶ τὸ ἄθεο ἐκπαιδευτικὸ σύστημα μιᾶς ὀρθοδόξου χώρας. Γιατὶ ἂν ρωτήσῃς ἑκατό, ὄχι μαθητὰς δημοτικοῦ ἀλλὰ καὶ φοιτητὰς πανεπιστημίου, γιὰ τὸν ἅγιο Σπυρίδωνα δὲν ξέρουν τίποτα, γρῦ!
Γιὰ νὰ μιμηθοῦμε λοιπὸν τὸν ἅγιο, πρέπει νὰ γνωρίζουμε τὸν βίο του, τὸ συναξάριό του. Αὐτὸ τὸ συναξάρι ἀνοίγω κ᾿ ἐγὼ ἐδῶ σ᾿ ἐσᾶς. Θὰ ποῦμε μερικὰ περιστατικὰ ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, ὄχι ὅλα, διότι τότε ὁ λόγος θὰ ἔπρεπε νὰ εἶνε πολὺ ἐκτεταμένος.
* * *
Ποιά ἤτανε ἡ πατρίδα τοῦ ἁγίου; Ἕνα μαρτυρικὸ ἑλληνικὸ νησί, ἡ Κύπρος. Στὴν Κύπρο γεννήθηκε τὸν 3ο αἰῶνα. Τὸ ἐπάγγελμά του; Δὲν ἦταν ἐγγράμματος, οὔτε δάσκαλος οὔτε δικηγόρος. Ἦταν φτωχαδάκι, βοσκός. Ἔβγαζε τὰ πρόβατά του στὸ βουνὸ καὶ ἔπαιζε φλογέρα, τὰ πήγαινε στὸ ποτάμι καὶ τὰ πότιζε.
Βοσκός. Ἀλλὰ τί βοσκός! Βοσκὸς ἀπὸ βοσκὸ διαφέρει. Ὑπάρχουν βοσκοὶ καλοί, ἀγαθοὶ ἄνθρωποι, ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ κακοί. Διαβάσαμε στὶς ἐφημερίδες, ὅτι ἕνας βοσκὸς σκότωσε μὲ καραμπίνα τέσσερις – πέντε ἀνθρώπους, γιατὶ πάτησαν τὸ γρασίδι του. Μπῆκαν τὰ πρόβατά τους καὶ φάγανε λίγο χόρτο, κι αὐτὸς τοὺς ἔρριξε. Τέτοιοι βοσκοὶ εἶνε κακοί. Ἀλλ᾿ ὁ ἅγιος Σπυρίδων δὲν ἦταν τέτοιος. Ἦταν ἀγαθός, πολὺ ἀγαθός. Ἀκοῦστε καὶ θαυμάστε. Μιὰ νύχτα πήγανε στὸ μαντρί του κλέφτες νὰ κλέψουν. Τὸ περικύκλωσαν, προσπαθοῦσαν νὰ μποῦνε μέσα, μὰ δὲ᾿ μποροῦσαν. Ἄγγελος Κυρίου φύλαγε τὸ μαντρί. Ἅμα εἶσαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἄγγελος σὲ φυλάει, δὲν παθαίνεις τίποτα. Τὸ πρωῒ ποὺ ξημέρωσε τοὺς βλέπει κουρασμένους καὶ λυπημένους. ―Τί θέλετε; λέει. ―Νά, ἤρθαμε νὰ κλέψουμε, ἀλλὰ κάποιο χέρι ἀόρατο δὲ᾿ μᾶς ἄφησε… Κατάλαβε ὁ ἅγιος. Ἀφοῦ τοὺς συμβούλευσε, τέλος τοὺς λέει· ―Κουραστήκατε ὅλη νύχτα. Γιὰ τὸν κόπο σας λοιπὸν πάρτε δυὸ κριάρια!… Ἀκοῦτε, ἀδελφοί μου; Γι᾿ αὐτὸ εἶνε ἅγιοι! Ὄχι μόνο δὲν τοὺς μάλωσε, ἀλλὰ καὶ τοὺς φιλοδώρησε. Σὰν παραμύθια φαίνονται αὐτά. Ἐνῷ ἄλλος σκοτώνει πέντε μὲ καραμπίνα γιὰ ἕνα γρασίδι, τί μεγαλεῖο ὁ ἅγιος Σπυρίδων! Γι᾿ αὐτό, ὅταν τὸ εἶδαν αὐτὸ οἱ κλέφτες, είπανε· ―Πιστεύουμε στὸ Θεό!… Πέσανε στὰ πόδια του, ζητοῦσαν συγγνώμη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Βλέπετε τί κάνει ἡ ἀγαθότης καὶ ἡ ἁγιότης; Ποιός τὸ κάνει αὐτὸ σήμερα; Τρέχουν τὸν ἀντίδικο ἀμέσως στὰ δικαστήρια· ἀδέρφια χωρίζουν καὶ μαλώνουν γιὰ λίγα μέτρα γῆς.
Κοντὰ στὴν ἀγαθότητα καὶ ἁγιότητα ἄλλο χαρακτηριστικὸ τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος εἶνε ὅτι μὲ τὴν πίστι του ἔκανε θαύματα. Ἔτσι ἦταν γνωστὸς σὲ ὅλο τὸ νησί. Ὅταν λοιπὸν πέθανε ὁ ἐπίσκοπος Τριμυθοῦντος, τότε ὅλοι, ἄντρες – γυναῖκες – μικρὰ παιδιά, μὲ μιὰ φωνὴ εἶπαν· ―Τὸν Σπυρίδωνα ἐπίσκοπο!… Καὶ ἐνῷ ὑπῆρχαν ἄλλοι ἐγγράμματοι, ἐπίσκοπος Τριμυθοῦντος τῆς Κύπρου ἔγινε ὁ τσομπάνος. Τριάντα περίπου χρόνια ἔμεινε ἐπίσκοπος. Ἐποίμανε μὲ ἀγάπη καὶ μὲ πίστι.
Πίστευε ἀληθινά. Ὄχι σὰν κ᾿ ἐμᾶς. Ποῦ ἔδειξε τὴν πίστι του; Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη παρουσιάστηκε ἕνας ἄπιστος καὶ αἱρετικός, ὁ Ἄρειος. Αὐτὸς δίδασκε, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε Θεός. (Αὐτὸ ποὺ διδάσκουν καὶ οἱ χιλιασταὶ σήμερα. Ἐγγόνια καὶ τρισέγγονα τοῦ Ἀρείου εἶνε οἱ ἰεχωβῖτες· ὅ,τι ἔλεγε ὁ Ἄρειος, λένε κι αὐτοὶ τώρα). Τότε φάνηκε ἡ πίστις τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος. Μαζευτήκανε στὴ Νίκαια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας 318 πατέρες, γιὰ νὰ πολεμήσουν τὴν αἵρεσι τοῦ Ἀρείου. Ἦταν ἐκεῖ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ ἅγιος Νικόλαος…, ἐκεῖ καὶ ὁ ἅγιος Σπυρίδων. Ὁ ἅγιος Σπυρίδων, ὅπως είπαμε, δὲν ἤξερε πολλὰ γράμματα. Καὶ ἐνῷ στὴ Σύνοδο γινόταν μεγάλη συζήτησι, σὲ μιὰ στιγμὴ λαμβάνει τὸν λόγο ὁ βοσκὸς αὐτὸς καὶ λέει· ―Ὁ Θεός, ἡ ἁγία Τριάς, εἶνε μυστήριο· εἶνε ἀόρατος καὶ ἀκατάληπτος. Καὶ γιὰ ν᾿ ἀποδείξῃ στὸν Ἄρειο ὅτι ὁ Θεὸς εἶνε τρία πρόσωπα, Πατὴρ Υἱὸς καὶ ἅγιο Πνεῦμα, τρισυπόστατος Θεός, τί ἔκανε; Πῆρε ἕνα κεραμίδι ―ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, ἐμεῖς πιστεύουμε στὰ θαύματα τῶν ἁγίων―, καὶ λέει· ―Τὸ βλέπεις τὸ κεραμίδι; Εἶνε ἕνα, ἀλλὰ εἶνε καὶ τρία. Γιὰ νὰ γίνῃ τὸ κεραμίδι, χρειάζονται τρία πράγματα· τὸ ἕνα εἶνε τὸ χῶμα, τὸ ἄλλο εἶνε τὸ νερὸ ποὺ ζυμώνει τὸ χῶμα, τὸ τρίτο εἶνε ἡ φωτιὰ ποὺ τὸ ψήνει στὸ καμίνι. Κάνει λοιπὸν τὸ σταυρό του καὶ προσεύχεται· Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με. Παναγία Τριάς, ἐλέησόν με, καὶ λέει· ―Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ἀμέσως τὸ κεραμίδι ἔγινε τρία· ἡ φωτιὰ ἀνέβηκε πρὸς τὰ ἐπάνω, τὸ νερὸ ἔπεσε πρὸς τὰ κάτω, καὶ μέσ᾿ στὴ χούφτα του ἔμεινε τὸ χῶμα. Ἔτσι ὅλοι πίστεψαν, ὅτι τὸ δόγμα τῆς ἁγίας Τριάδος εἶνε ὄντως γνήσιο.
Εἶχε πίστι. Ἀλλὰ εἶχε καὶ ἀγάπη. Πίστευε καὶ ἀγαποῦσε. Γιατὶ πίστι χωρὶς ἀγάπη εἶνε νεκρά, ὅπως καὶ σῶμα χωρὶς ψυχὴ εἶνε νεκρό. Ποῦ ἔδειξε τὴν ἀγάπη του ὁ ἅγιος Σπυρίδων; Θὰ σᾶς διηγηθῶ τρία περιστατικά.
Μιὰ χήρα γυναίκα πῆγε στὴν ἐπισκοπή του καὶ ἔκλαιγε· ―Σῶσε με, γέροντα! Ἔχω πέντε παιδιά. Δὲν ἔχω ψωμὶ νὰ φάω. Πῆγα σ᾿ ἕνα πλούσιο, ἔπεσα στὰ πόδια του καὶ τὸν παρακαλοῦσα νὰ μοῦ δώσῃ ἀλεύρι, καὶ μοῦ λέει· Χωρὶς λεφτὰ ἐγὼ δὲ᾿ δίνω… Ὁ ἅγιος Σπυρίδων ἤτανε ἀπένταρος. Ἀκούγοντάς την πόνεσε. Τότε εἶδε ἐκεῖ στὸ χωράφι ἕνα φίδι. Κάνει τὸ σταυρό του καὶ τὸ φίδι γίνεται χρυσό, ῥάβδος χρυσοῦ ὅπως λένε σήμερα. Τὸ πῆρε ἡ χήρα, τὸ πῆγε στὸν ἔμπορο, καὶ πῆρε ἀλεύρι. Ὅταν κατόπιν βρῆκε λεφτὰ ἡ χήρα καὶ ἤθελε νὰ πάρῃ τὸ χρυσὸ φίδι της νὰ τὸ ἔχῃ ὡς κειμήλιο, ὁ πλούσιος δὲν τό ᾿δινε. Τότε ὁ ἅγιος ἔκανε πάλι τὸ σταυρό του καὶ τὸ φίδι ἔγινε ζωντανό, ἔγινε δράκοντας καὶ πῆγε νὰ τὸν φάῃ… Λεπτὰ ἀπὸ πλεονεξίες καὶ ἀδικίες, θὰ γίνουν φίδια νὰ φᾶνε τὸ φιλάργυρο ἄνθρωπο.
Ἄλλο περιστατικό. Εἶχε πέσει ἀνομβρία ἐπὶ ἕνα χρόνο. Τὰ δέντρα ξεραθήκανε, τὰ ζῷα ψοφούσανε. Πήγανε ὅλοι στὸν ἅγιο. ―Σῶσε μας!… Κ᾿ ἐκεῖνος ἔπεσε στὰ γόνατα, παρακάλεσε τὸ Θεό, καὶ νά· ὁ οὐρανὸς γέμισε σύννεφα, καὶ ποτάμι ὁλόκληρο πότισε τὴ γῆ.
Κ᾿ ἕνα τρίτο. Ὅταν λειτουργοῦσε ὁ ἅγιος Σπυρίδων, ὅποιοι μπαίνανε μέσα ἀκούγανε ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους νὰ ψάλλουν μαζί του. Γι᾿ αὐτὸ λέει τὸ ἀπολυτίκιό του· «…Ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργοῦντάς σοι, ἱερώτατε».
* * *
Ἔτσι ἔζησε, ἀγαπητοί μου, ὁ ἅγιος Σπυρίδων. Ἦταν ἁπλὸς καὶ ἀπονήρευτος, εἶχε πίστι καὶ ἀγάπη. Αὐτὲς λοιπὸν τὶς ἀρετὲς ν᾿ ἀγαπήσουμε κ᾿ ἐμεῖς, καὶ νὰ ζήσουμε ὅπως ἐκεῖνος. Κανείς ἄπιστος, κανεὶς ἄθεος, κανείς αἱρετικός. Ὅλοι πιστοί, μικροὶ καὶ μεγάλοι. Καὶ τὰ παιδιά σας νὰ τὰ μάθετε νὰ λένε τὸ «Πιστεύω», ποὺ πρώτη φορὰ τὸ εἶπε ὁ ἅγιος Σπυρίδων στὴν Πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ ἀπὸ ᾿κεῖ ἔπειτα τὸ πῆραν καὶ τὸ εἶπαν χιλιάδες καὶ ἑκατομμύρια στόματα. Ἔχει τὴν ἀξίωσι ὁ ἅγιος Σπυρίδων, τὰ παιδιὰ τῆς Ἐκκλησίας, μικρὰ καὶ μεγάλα, νὰ ξέρουν ἀπ᾿ ἔξω τὸ «Πιστεύω». Κανείς ἄπιστος λοιπόν, κανείς βλάστημος, κανείς πόρνος, κανείς μοιχός. Ὅλοι κοντὰ στὸ Θεό, γιὰ νὰ ἔχουμε τὴν εὐλογία τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, καὶ ὁ Κύριος διὰ πρεσβειῶν του νὰ σκεπάζῃ ὅλους μας. Ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγίου Σπυρίδωνος Ἀχλάδας – Φλωρίνης 12-12-1985)
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.