Ο ΜΕΓΑΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ – «Επεσκεψατο ημας | εξ υψους ο Σωτηρ ημων | ανατολη ανατολων | και οι εν σκοτει και σκια | ευρομεν την αληθειαν· | και γαρ εκ της Παρθενου | ετεχθη ο Κυριος»
Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΚΕ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 1468
H ΓΕΝΝΗΣΙΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ
25 Δεκεμβρίου
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου
Ο ΜΕΓΑΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ
«Ἐπεσκέψατο ἡμᾶς | ἐξ ὕψους ὁ Σωτὴρ ἡμῶν | ἀνατολὴ ἀνατολῶν | καὶ οἱ ἐν σκότει καὶ σκιᾷ | εὕρομεν τὴν ἀλήθειαν· | καὶ γὰρ ἐκ τῆς Παρθένου | ἐτέχθη ὁ Κύριος» (ἐξαπ.)
ΔΕΝ πρέπει, νομίζω, ἡ ἡμέρα αὐτὴ νὰ μείνῃ χωρὶς κήρυγμα. Ἀλλὰ ποιός εἶνε ἱκανὸς νὰ ψάλῃ τὸ μεγαλεῖο της; Τὸ γεγονὸς ποὺ ἑορτάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία ἀπ᾽ ἄκρου εἰς ἄκρο τῆς γῆς εἶνε τὸ μεγαλύτερο τῆς παγκοσμίου ἱστορίας. Ἡ γέννησις τοῦ Χριστοῦ, ἡ σάρκωσις τοῦ Θείου Λόγου, εἶνε ἀκατάληπτο μυστήριο, πρὸ τοῦ ὁποίου ἰλιγγιᾷ ἡ διάνοιά μας, ποὺ ἀποδεικνύεται μικρή, ἔστω κι ἂν εἶνε διάνοια φιλοσόφου ἢ μεγάλου ἐπιστήμονος. Καὶ ἄλλοτε τὸ εἶπα· ἂν σ᾽ ἕνα ποτήρι μπορέσουν νὰ χωρέσουν ἡ θάλασσα καὶ οἱ ὠκεανοί, τότε καὶ στὴ μικρὴ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου, αὐτὸ τὸ κύπελλο, εἶνε δυνατὸν νὰ χωρέσῃ τὸ ἀκατάληπτο μυστήριο τῆς θείας Γεννήσεως. Μᾶλλον σιωπὴ καὶ δέος πρέπει νὰ κατέχῃ τὶς ψυχές μας. Ἀλλὰ ὁ πόθος νὰ μὴ μείνῃ ἡ ἁγία αὐτὴ ἡμέρα χωρὶς κήρυγμα μᾶς ἀναγκάζει νὰ ποῦμε λίγες λέξεις. Συγχωρῆστε με γιὰ τὴν ἀδυναμία καὶ παρακαλῶ προσέξτε λίγες σκέψεις.
* * *
Ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι ἡ γῆ μας εἶνε ἕνας πλανήτης ἀπὸ τὰ ἀναρίθμητα δισεκατομμύρια τῶν ἀστέρων. Ἐν συγκρίσει πρὸς τὸ σύμπαν εἶνε ἕνας κόκκος ἄμμου. Καὶ ὅμως ἐπάνω στὸν κόκκο αὐτὸν κατοικεῖ τὸ ἔξοχο δημιούργημα, ἡ κορωνίδα τῆς θείας δημιουργίας, ὁ ἄνθρωπος. Καὶ γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· ἆραγε μόνο στὴ γῆ ὑπάρχει ζωὴ καὶ ὄντα λογικά; στοὺς ἄλλους πλανῆτες δὲν ὑπάρχουν;
Ἂν καὶ φρονῶ ὅτι ἡ γῆ εἶνε ὁ μόνος πλανήτης ποὺ ὑπάρχει ζωή ―καὶ γι᾽ αὐτὸ ἕνας ἀστρονόμος τὴν ὠνόμασε τὸ διαμάντι τῆς δημιουργίας―, ἐν τούτοις πρὸς στιγμήν, ῥητορικῇ ἀδείᾳ ἂς ποῦμε, ἂς συμφωνήσω κ᾽ ἐγὼ καὶ ἂς δεχθῶ τὴν ὑπόθεσι, ὅτι καὶ σὲ ἄλλους πλανῆτες ὑπάρχουν ὄντα λογικά.
Ὑποθέτουμε λοιπόν, ὅτι ἕνας κάτοικος κάποιου ἄλλου πλανήτου κατορθώνει τώρα νὰ ταξιδέψῃ στὸ ἄπειρο, νὰ διανύσῃ τὸ διάστημα, νὰ περάσῃ τὴν ἀτμόσφαιρα, καὶ κάποια στιγμὴ νάτον καὶ φθάνει στὴ γῆ. Ἕνα ἐξωγήινο ὂν νὰ πλησιάσῃ τὸν πλανήτη μας; τί κατάπληξις, τί εἴδησις! Ἀνωτέρα ἀσφαλῶς ἀπὸ ἐκείνη ποὺ μετέδωσαν τὸ 1969 οἱ σταθμοί, ὅτι ὁ ἄνθρωπος πάτησε ἐπάνω στὸ φεγγάρι. Τώρα ἕνα ἄλλο ὄν, ἀπὸ ἄλλο πλανήτη, ἐξωγήινο πλάσμα, νὰ πατήσῃ ἐπάνω στὴ γῆ; Θὰ θεωρηθῇ ἀφάνταστα μεγάλο γεγονός.
Ἐγὼ ὅμως ἔχω νὰ σᾶς δείξω ἕνα γεγονὸς ἀκόμη μεγαλύτερο ἀπὸ αὐτό. Καὶ δὲν πρόκειται γιὰ ὑπόθεσι καὶ πλάσμα φαντασίας, ἀλλὰ γιὰ πραγματικὸ γεγονός. Ἡ σημερινὴ ἡμέρα μᾶς δείχνει ὅτι, ὄχι ἐξωγήινο πλάσμα ―ὅπως φαντάζονται μερικοί―, οὔτε ἄγγελος καὶ ἀρχάγγελος, ἀλλ᾽ αὐτὸς ὁ Δημιουργὸς τοῦ παντός ―πρέπει νὰ τὸ πιστέψουμε αὐτὸ γιὰ νὰ τὸ γνωρίσουμε―, αὐτὸς ὁ Δημιουργὸς τοῦ παντός, ποὺ ἔφτειαξε τοὺς γαλαξίες, αὐτὸς ἦρθε ἐδῶ κάτω στὴ γῆ καὶ «συνανεστράφη μὲ τοὺς ἀνθρώπους!» (βλ. Βαρ. 3,38).
Ὁ Θεὸς ἐπὶ τῆς γῆς. Ἐπαναλαμβάνω· ὄχι ἐξωγήινο πλάσμα, ὅπως θὰ μποροῦσε νὰ φανταστῇ ἕνας Ἰούλιος Βέρν, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς κατέβηκε ἐδῶ στὴ γῆ.
Πῶς, ἀδελφοί μου, νὰ σᾶς δώσω μία εἰκόνα τοῦ μεγαλείου αὐτοῦ, ποὺ προκαλεῖ τὸν ἴλιγγο; Δὲν θὰ κάνω θεολογικοὺς οὔτε φιλοσοφικοὺς συλλογισμούς· θὰ πῶ μόνο δυὸ – τρία παραδείγματα, ποὺ μποροῦν νὰ μᾶς δώσουν μιὰ εἰκόνα τοῦ μυστηρίου.
* * *
⃝ Στὴν ἱστορία τοῦ μεγάλου καὶ εὐσεβοῦς ῾Ρωσικοῦ λαοῦ ὑπάρχει τὸ ἑξῆς. Ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλυτέρους μονάρχας τῆς ἀπεράντου αὐτῆς χώρας, ὁ Ἰβὰν Δ΄ ὁ Τρομερός (1533–1584), ἀηδιασμένος ἀπὸ τὶς κολακεῖες τοῦ περιβάλλοντός του, ἀπεφάσισε νὰ κατέλθῃ τὰ σκαλοπάτια τῆς δόξης καὶ νὰ πλησιάσῃ τὸν φτωχὸ ῾Ρωσικὸ λαό. Ἀλλὰ πῶς; μὲ τὴν μεγαλοπρεπῆ ἐμφάνισι τοῦ αὐτοκράτορος; Δὲν θὰ ἐπετύγχανε τὸ σκοπό του. Ἀπεφάσισε λοιπὸν ν᾽ ἀφαιρέσῃ τὸ στέμμα ἀπ᾽ τὸ κεφάλι του, νὰ βγάλῃ τὴ βασιλικὴ χλαμύδα, ὅλα τὰ διάσημα τοῦ ἀξιώματός του, καὶ ἔτσι, μ᾽ ἕνα ῥαβδὶ στὸ χέρι, σὰν ῾Ρῶσος ζητιάνος, νὰ ἐπισκεφθῇ τὶς καλύβες τῶν φτωχῶν ὑπηκόων του.
Τὸ ἔκανε. Ἄγνωστος, ῥακένδυτος, ἀκάθαρτος, ἄρχισε ἔτσι νὰ χτυπᾷ τὶς πόρτες. Πῆγε σὲ πολλούς. Δὲν τὸν δέχτηκαν. Ὅλοι τὸν ἔδιωχναν, ἔβαζαν καὶ τὰ σκυλιὰ νὰ τὸν γαυγίζουν. Κάποια νύχτα τέλος, μιὰ καλύβα φτωχοῦ ἀνθρώπου τοῦ ἄνοιξε τὴν πόρτα. Ὁ χωρικὸς ἐκεῖνος ποτέ του δὲν φανταζόταν ὅτι κάτω ἀπὸ τὸ σχῆμα ἑνὸς ῥακένδυτου ἐπαίτη κρύβεται ἡ αὑτοῦ μεγαλειότης ὁ αὐτοκράτωρ πασῶν τῶν ῾Ρωσιῶν. Τὴν ἑπομένη ὁ Ἰβὰν ὁ Τρομερὸς συγκινημένος ἀποχαιρέτισε καὶ ἔφυγε.
Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες ἔφθασε ἐκεῖ ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα συνεργεῖο μηχανικῶν καὶ ἐργατῶν. Γκρέμισαν τὴν καλύβα καὶ στὴ θέσι της ἔχτισαν ἕνα μέγαρο, μὲ τὴν ἐπιγραφή· «Μνημεῖο ἀγάπης καὶ ἐκτιμήσεως τοῦ αὐτοκράτορος πρὸς ἕνα φτωχὸ χωρικὸ γιὰ τὴ φιλοξενία του».
⃝ Ὑπάρχουν καὶ ἄλλα τέτοια παραδείγματα. Ἐνθυμοῦμαι ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν γονέων καὶ προπατόρων μου ὅτι, ἐκεῖ στὸ μέτωπο ποὺ ἦταν γιὰ τοὺς βαλκανικοὺς πολέμους, τοὺς πλησίασε κάποιος μὲ στολὴ ἁπλοῦ στρατιώτου. Δὲν κατάλαβαν ποιός εἶνε. Ἦταν ὁ βασιλεὺς Κωνσταντῖνος ὁ στρατηλάτης (1868-1922). Ὅταν κατόπιν ἔμαθαν ὅτι ἦταν αὐτός, ἔμειναν ἔκπληκτοι. Διαρκῶς στὴ μνήμη τους εἶχαν τὴν εἰκόνα ἐκείνη, ὅτι κάθησε καὶ ἔφαγε καὶ μίλησε μαζί τους ἕνας ἔνδοξος στρατηλάτης βασιλεύς.
Ἐγὼ ὅμως δὲν θαυμάζω αὐτοὺς τοὺς εὐγενεῖς ποὺ ἄφησαν τὴν ἐθιμοτυπία καὶ ἐπικοινώνησαν ἔτσι μὲ τὸ λαό· θαυμάζω κάποιον ἄλλο. Εἶνε ὄχι ἁπλῶς βασιλεὺς τῆς ἄλφα ἢ βῆτα χώρας ἀλλὰ «ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ κύριος τῶν κυριευόντων» (Α΄ Τιμ. 6,15). Αὐτὸς ―ἐὰν πιστεύουμε― ἐπεσκέφθη τὴ γῆ. Ἦρθε κοντά μας ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, μᾶς πλησίασε. Ἀγάπησε τὸν ἄνθρωπο ὅσο κανείς ἄλλος. Ἔπαθε, καὶ μὲ τὰ σεπτά του πάθη ἄνοιξε νέους ὁρίζοντες. Ἔδωσε ὄχι μόνο νέο νόημα στὴν ἀνθρώπινη ζωή, ἀλλὰ καὶ τὴ δύναμι, φτεροῦγες πνευματικές, ὥστε ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ζοῦσε σὰν κτῆνος, νὰ κατορθώσῃ ν᾽ ἀπογειωθῇ γιὰ νὰ φθάσῃ στὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ.
Χριστὸς ἐπὶ τῆς γῆς, βρέφος Θεῖον. Ποιά εἶνε ἆραγε ἡ δική μας συμπεριφορὰ ἀπέναντί του; Μήπως ἑορτάζουμε τὴν ἡμέρα αὐτὴ τυπικά, ὡς ἑορτὴ τῆς γαστρός, τῆς διασκεδάσεως, τῶν χορῶν καὶ ἄλλων ἀσέμνων διαχύσεων;
⃝ Θὰ προσθέσω ἕνα ἀκόμη παράδειγμα ἀπὸ τὶς ἀρχαῖες παραδόσεις τῆς φυλῆς μας. Ὅλοι ἔχετε ἀκούσει γιὰ τὸν Ὀδυσσέα τὸν βασιλέα τῆς Ἰθάκης, τὸν ἥρωα τῆς Τροίας. Ἀπουσίασε πολὺ ἀπὸ τὴν πατρίδα του. Πέρασε πελάγη καὶ θάλασσες, καὶ ὕστερα ἀπὸ εἴκοσι χρόνια, ἀφοῦ βγῆκε ναυαγὸς στὴν Κέρκυρα, πάτησε πάλι τὴ γῆ τῆς Ἰθάκης, ὅπου τὸν ἀποβίβασε μὲ δικό του πλοῖο ὁ βασιλεὺς τῆς Κερκύρας. Γερασμένο πλέον, δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ τὸν ἀναγνωρίσῃ κανείς. Δὲν τοῦ ἔδιναν σημασία. Ἕνας μόνο τὸν ἀναγνώρισε, κι αὐτὸς ὄχι ἄνθρωπος· τὸ γέρικο σκυλί του, ὁ Ἄργος. Τί μυστήρια πράγματα! Μόλις τὸν εἶδε – τὸν ὀσφράνθηκε ὁ σκύλος, ἀντιλήφθηκε ὅτι εἶν᾽ τ᾽ ἀφεντικό του· κ᾽ ἐπειδὴ δὲν εἶχε δυνάμεις νὰ τρέξῃ, κούνησε τὴν οὐρά του καὶ ξεψύχησε.
Εἶνε μία ὡραία σκηνή, τὴν ὁποία περιγράφει ὁ Ὅμηρος. Τὸ σκυλὶ γνωρίζει τὸν ἀφέντη του, ὁ ἄνθρωπος δὲν γνωρίζει τὸν Κύριό του, τὸ Θεό. Μὰ κάτι τέτοιο συνέβη καὶ τὴ νύχτα τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Μέσα στὸ στάβλο δὲν ἀναγνώρισαν τὸ Χριστὸ οἱ ἄνθρωποι· ὁ βασιλεὺς Ἡρῴδης, οἱ γραμματεῖς, οἱ φαρισαῖοι καὶ οἱ ἀρχιερεῖς· τὸν ἀναγνώρισαν τὸ ταπεινὸ γαϊδουράκι καὶ τὸ καματερὸ βόδι. Αὐτὰ μὲ τὴν ἀνάσα τους τὸν θέρμαναν.
* * *
Ἀδελφοί μου, ὅσα καὶ νὰ ποῦμε τὸ μυστήριο εἶνε μέγα καὶ ἀσύλληπτο.
Ὁ ἔξοχος ὕμνος τῆς Ἐκκλησίας λέει· «Ἐπεσκέψατο ἡμᾶς | ἐξ ὕψους ὁ Σωτὴρ ἡμῶν | ἀνατολὴ ἀνατολῶν | καὶ οἱ ἐν σκότει καὶ σκιᾷ | εὕρομεν τὴν ἀλήθειαν· | καὶ γὰρ ἐκ τῆς Παρθένου | ἐτέχθη ὁ Κύριος» (ἐξαπ. Χριστουγ.). Δὲν ξέρω ἂν στὴν ἱστορία σας εἴχατε ἐπίσκεψι κάποιου μεγάλου προσώπου. Σὲ τέτοιες περιπτώσεις στὸ σπίτι ποὺ φιλοξενήθηκε θυμοῦνται καὶ λένε μὲ τιμή· Νά ἐδῶ κάθησε, ἐκεῖ ἀκούμπησε…
Ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, ὅσοι πιστεύουμε, ἂς ἀνοίξουμε σήμερα τὶς καρδιές μας νὰ γίνουν φάτνη τῆς Βηθλεέμ, μὲ τὴν πίστι, τὴν ἁπλότητα, τὴν αὐταπάρνησι, τὴ φιλοξενία, καὶ πρὸ παντὸς τὴν ἀγάπη. Ὅπως ὁ Χριστὸς γεννήθηκε στὴ φάτνη, ἔτσι νὰ γεννηθῇ καὶ μέσα στὶς καρδιές μας. Κι ὅταν Ἐκεῖνος γεννηθῇ ἐντός μας, τότε θὰ αἰσθανθοῦμε τὸ μεγαλεῖο τῆς ἡμέρας αὐτῆς, ἐνῷ οἱ στρατιὲς τῶν ἀγγέλων θὰ ψάλλουν· «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14).
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 25-12-1978.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.