Δωστε στα παιδια το Ευαγγελιο – Εορτη του οσιου Ιωαννου του Καλυβιτου, 15 Ιανουαριου
Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΣΤ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2146
Τοῦ ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Καλυβίτου
Τρίτη 15 Ἰανουαρίου 2019
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου
Δωστε στα παιδια το Ευαγγελιο
Ὅποιος, ἀγαπητοί μου, ἀκούει τὸ πρωὶ τὴν καμπάνα, τρέχει στὴν ἐκκλησία καὶ παρακολουθεῖ μὲ προσοχὴ ὅσα λέγονται, ὅποιος ἔχει αὐτιά, μάτια καὶ πρὸ παντὸς καρδιὰ –γι᾽ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία φωνάζει «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας» (Θ. Λειτ.)–, ἔχει μεγάλη ὠφέλεια. Ἐκεῖ ὑπὸ τὴν πνοὴ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὅλα διδάσκουν· ἀναγνώσματα, ὑμνῳδίες, ἀπολυτίκια, τροπάρια, ἀπόστολος, εὐαγγέλιο.
Ἀλλὰ σήμερα 15 Ἰανουαρίου, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτά, διδάσκει καὶ ὁ ἅγιος ποὺ ἑορτάζει· εἶνε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Καλυβίτης. Γι᾽ αὐτὸ κ᾽ ἐμεῖς θὰ ποῦμε λίγα λόγια ἐπάνω στὸν βίο του.
* * *
Τὸν πέμπτο (5ο) αἰῶνα μ.Χ. στὴν Κωσταντινούπολι, ἐπὶ Λέοντος Σοφοῦ, ζοῦσε ἕνα εὐσεβὲς ἀντρόγυνο. Ὁ σύζυγος, ὁ Εὐτρόπιος, κατεῖχε μεγάλο ἀξίωμα στὴ Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία, ἦταν συγκλητικός. Ἡ σύζυγός του Θεοδώρα ἦταν ἀπὸ τὶς πρῶτες κυρίες τῆς κοινωνίας. Καρπὸς τοῦ γάμου τους ἦταν τρία ἐκλεκτὰ παιδιά, ποὺ μαθήτευσαν κοντὰ στοὺς καλύτερους δασκάλους. Τὰ δύο ἔγιναν ἀξιωματοῦχοι. Ὁ τελευταῖος, ὁ Ἰωάννης, ἐνῷ κανεὶς θὰ περίμενε νὰ κάνῃ τὸ ἴδιο, δὲν τοὺς ἀκολούθησε.
Ἀπὸ τὰ μικρά του χρόνια μέσα του ἄναψε ἕνας μεγάλος ἔρωτας γιὰ τὸ Θεό. Ἀπὸ νωρὶς τὸ παιδὶ δείχνει τί ὄνειρα ἔχει. Ἔτσι καὶ ὁ μικρὸς Ἰωάννης ἔδειχνε τὴν κλίσι του. Κάθε Κυριακὴ πρῶτος στὴν ἐκκλησία, μὲ μάτια καὶ αὐτιὰ προσηλωμένα στὴ θεία λειτουργία. Καὶ στὸ σπίτι, ἀπ᾽ ὅλα τὰ βιβλία ποὺ εἶχε ὁ πατέρας του, αὐτὸς ἀγαποῦσε περισσότερο καὶ ἤθελε ν᾽ ἀκούῃ τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου.
Χαρακτηριστικὸ εἶνε καὶ τὸ ἑξῆς. Τότε τὰ βιβλία ἦταν σπάνια· δὲν ἦταν ὅπως τώρα, ποὺ τ᾽ ἀγοράζεις μὲ λίγα χρήματα. Δὲν ὑπῆρχε τυπογραφία, τὰ βιβλία ἦταν πανάκριβα. Ὁ μικρὸς Ἰωάννης ὅμως ἤθελε τὸ Εὐαγγέλιο νὰ μὴν τ᾽ ἀκούῃ μόνο στὴν ἐκκλησία, ἀλλὰ νὰ τό ᾽χῃ καὶ στὸ προσκέφαλό του. Ὅπως ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος στὸ προσκέφαλό του εἶχε τὸν Ὅμηρο, ἔτσι αὐτὸς ἤθελε νά ᾽χῃ τὸ Εὐαγγέλιο. Ζήτησε λοιπὸν ἀπὸ τοὺς γονεῖς του ἕνα Εὐαγγέλιο. Ἐκεῖνοι πλήρωσαν καλλιγράφο, ἔδωσαν χρήματα πολλὰ γιὰ νὰ γράψῃ ὁλόκληρο τὸ Εὐαγγέλιο μὲ ὡραῖα γράμματα, τὸ ἔδεσαν, τὸ χρύσωσαν, τὸ στόλισαν, καὶ τὸ ἔδωσαν στὸ παιδί τους.
Ἔτσι, μὲ τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ διάβαζε, ἡ φλόγα τῆς ἀγάπης στὸ Χριστὸ μεγάλωνε. Καὶ φούντωσε ἀκόμη πιὸ πολὺ ὅταν ἀπὸ ᾽κεῖ πέρασε ἕνας ἀσκητής, ποὺ πήγαινε γιὰ προσκύνημα στὰ Ἰεροσόλυμα. Αὐτὸς τοῦ μίλησε γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή, τὴν προσευχὴ καὶ τὸν μοναχικὸ βίο. Ὁ Ἰωάννης χάρηκε τόσο πολύ, ὥστε τοῦ ζήτησε ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὸ προσκύνημα νὰ τὸν πάρῃ μαζί του στὸ μοναστήρι.
Ὁ ἀσκητὴς αὐτὸς ἀνῆκε στὴ μονὴ τῶν Ἀκοιμήτων, τῆς ὁποίας τὰ ἐρείπια σῴζονται. Ἡ μονὴ αὐτὴ ἦταν ξακουστή· ἐκεῖ, ὅποια ὥρα κι ἂν πήγαινες, πρωὶ – μεσημέρι – βράδυ – μεσάνυχτα, ἄκουγες ψαλμῳδίες, δὲν σταματοῦσε ὁ ὕμνος καὶ ἡ δοξολογία στὸ Θεό. Οἱ καλόγεροι κρατοῦσαν βάρδιες, ὅπως οἱ στρατιῶτες στὰ φυλάκια τῶν συνόρων κι ὅπως οἱ ἐργάτες στὰ ἐργοστάσια. Ἦταν ἕνα αὐστηρὸ μοναστήρι.
Ἐκεῖ λοιπὸν ἤθελε νὰ πάῃ ὁ Ἰωάννης. Ἀλλ᾽ ἐπειδὴ ἦταν μικρὸς καὶ οἱ γονεῖς του, μολονότι εὐσεβεῖς, δὲν θὰ τοῦ ἔδιναν τὴν ἄδεια, γι᾽ αὐτὸ ἔφυγε ἀπ᾽ τὸ σπίτι κρυφά. Ὅσοι εἶστε γονεῖς, μπορεῖτε νὰ φανταστῆτε τὴ λύπη τῶν γονέων του. Ἀνησύχησαν, βγῆκαν νύχτα στοὺς δρόμους ψάχνοντας, μὰ πουθενὰ ὁ Ἰωάννης. Τὸ πρωὶ ὁ πατέρας κινητοποίησε στρατό· ἔψαξαν σὲ λιμάνια, δρόμους, βουνὰ – φαράγγια, μὰ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν βροῦν. Ὁ πόνος τους μεγάλος, ἡ ὀδύνη ἀπερίγραπτη.
Καὶ ὁ Ἰωάννης; Ἔφτασε ἐκεῖ ποὺ ἐπιθυμοῦσε. Καὶ παρὰ τὴν ἡλικία του τὸν δέχτηκαν στὸ μοναστήρι. Καὶ πρόκοψε στὴ μοναχικὴ ζωή· ἔδειξε μεγάλο ζῆλο γιὰ τὴν ἄσκησι, τὴ νηστεία, τὴν προσευχή, γιὰ ὅλα τ᾽ ἀγωνίσματα.
Μὰ ἕνα «σκουλήκι» τὸν ἔτρωγε μέσα του, δὲν τὸν ἄφηνε νὰ ἡσυχάσῃ. Εἶχε φύγει κρυφά, εἶχε λυπήσει τοὺς καλοὺς γονεῖς του, κι αὐτὸ τό ᾽χε βάρος στὴν ψυχή. Ὁ χρόνος περνοῦσε, μὰ ὁ πόνος του δὲν γιατρευόταν. Γι᾽ αὐτὸ τελικά, χωρὶς νὰ ἐγκαταλείψῃ τὴν καλογερική, χωρὶς ν᾽ ἀθετήσῃ τὶς ὑποσχέσεις ποὺ ἔδωσε μπροστὰ στὸ Χριστό, ζήτησε τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου νὰ ἐπιστρέψῃ στὸ πατρικό του.
Μιὰ μέρα, ἀφοῦ πῆρε τὴν εὐχὴ τοῦ ἡγουμένου καὶ ὅλης τῆς ἀδελφότητος, ξεκίνησε. Μεγάλος πιὰ καὶ ἀγνώριστος ἀπὸ τὴν ἄσκησι καὶ τὴν κακοπάθεια, νάτον κ᾽ ἐπιστρέφει. Στὸ δρόμο συνάντησε ἕνα ζητιάνο κουρελιάρη· βγάζει τὰ ροῦχα του, τοῦ τὰ δίνει, παίρνει τὰ ῥάκη τοῦ ζητιάνου καὶ τὰ φοράει αὐτός. Ξυπόλητος καὶ ταλαιπωρημένος πλησίασε στὸ σπίτι καὶ χτύπησε τὴν πόρτα. Τὰ σκυλιὰ γαύγισαν, βγῆκαν οἱ ὑπηρέτες, μὰ δὲν τὸν γνώρισαν. Οὔτε οἱ γονεῖς του τὸν ἀναγνώρισαν.
Μὴ σᾶς φανῇ παράξενο. Θυμᾶμαι μικρὸς στὸ χωριό μου, ὅταν γύρισαν ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία τὰ παιδιὰ ποὺ πολέμησαν κ᾽ ἔφτασαν ὣς τὴν Ἄγκυρα. Ἦρθαν σκελετωμένα, κουρελιασμένα, ἐλεεινὰ – τρισάθλια. Δὲν τὰ γνωρίσαμε ὄχι ἐμεῖς οἱ χωριανοί, μὰ οὔτε οἱ μανάδες τους.
Ἔτσι καὶ τὸν Ἰωάννη. Ἡ μάνα κι ὁ πατέρας του τὸν συμπάθησαν σὰν ἕνα ξένο. Αὐτὸς ζήτησε μόνο νὰ τὸν ἀφήσουν νὰ κάνῃ μιὰ καλύβα στὴν ἄκρη τῆς αὐλῆς τους καὶ νὰ μείνῃ ἐκεῖ. Καὶ ἔμεινε κλεισμένος ἐκεῖ τρία χρόνια, ὅπως ὁ Λάζαρος τῆς παραβολῆς στὸν «πυλῶνα» τοῦ πλουσίου (Λουκ. 16,20). Στὸ διάστημα αὐτὸ κανείς δὲν ὑπωψιάστηκε ὅτι ὁ ζητιάνος αὐτὸς εἶνε τὸ παιδὶ τοῦ ἄρχοντα. Τοῦ ἔδιναν φαγητό, μὰ αὐτὸς τὸ μοίραζε σὲ ἄλλους φτωχούς. Ἔζησε σκληρά, πιὸ σκληρὰ ἀπὸ ὅ,τι στὸ μοναστήρι του, περιφρονημένος ἀπὸ ὅλους.
Ὅταν ἔφτασε πιὰ τὸ τέλος του, ὁ Χριστὸς τὸν εἰδοποίησε, ὅτι φεύγει ἀπὸ τὸν κόσμο. Κάλεσε τότε τὴ μητέρα του καὶ τῆς ἔδωσε τὸ πολύτιμο κειμήλιο, τὸ Εὐαγγέλιό του. Ἐκείνη ἔκπληκτη ἔτρεξε νὰ τὸ δείξῃ στὸν ἄντρα της. Ἦρθαν λοιπὸν καὶ δύο μαζὶ στὴν καλύβα καὶ ἐκεῖ ὁ Ἰωάννης τοὺς ἀπεκάλυψε τὸ μυστικό. Ἐγὼ εἶμαι, τοὺς εἶπε, τὸ παιδί σας ὁ Ἰωάννης· καὶ τὸ Εὐαγγέλιο αὐτὸ εἶνε ἐκεῖνο ποὺ ἐσεῖς μοῦ δώσατε πρὶν δέκα χρόνια. Τώρα ὅμως ἦρθε ἡ ὥρα νὰ φύγω ἀπ᾽ τὴ ζωὴ αὐτή. Σᾶς εὐχαριστῶ γιὰ τὴ φιλοξενία ποὺ μοῦ κάνατε, συχωρέστε με γιὰ τὴ λύπη ποὺ σᾶς προξένησα!… Ἔγινε μιὰ σκηνὴ ποὺ δὲν περιγράφεται. Ἔκλαιγαν οἱ γονεῖς, ἔκλαιγε κι ὁ Ἰωάννης. Χαρὰ γιὰ τὴν ἀναγνώρισι, λύπη γιὰ τὸν ἀποχωρισμό. Ἔτσι φτερούγισε στὰ οὐράνια ἡ ἁγία του ψυχή.
Τὸν ἔθαψαν ἐκεῖ, στὴν καλύβα, καὶ κατόπιν στὸν τάφο χτίστηκε ναός. Τὸ σκήνωμά του ἔγινε βρύση ἰαμάτων καὶ ἄλλων θαυμάτων.
* * *
Αὐτή, ἀγαπητοί μου, μὲ λίγα φτωχὰ λόγια ἦταν ἡ ζωὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Καλυβίτου, μιὰ συγκλονιστικὴ ἱστορία. Θά ᾽ρθῃ μιὰ μέρα ποὺ ὁ βίος του θὰ γίνῃ κινηματογραφικὸ ἔργο καὶ δὲν θὰ μείνῃ καρδιὰ ποὺ νὰ μὴ συγκινηθῇ καὶ μάτι ποὺ νὰ μὴ δακρύσῃ. Ἔχει στοιχεῖα σπουδαῖα, ποὺ συμπλέκουν σὲ μία ἀποκορύφωσι τὰ γνήσια ἀνθρώπινα συναισθήματα.
Τελειώνω. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Καλυβίτης μᾶς διδάσκει τρία πράγματα.
Τὸ ἕνα· στὰ χρόνια ἐκεῖνα ὑπῆρχε εὐλάβεια ὄχι μόνο στὰ φτωχόσπιτα ἀλλὰ καὶ στὰ ἀρχοντικά. Ἀπὸ ᾽κεῖ βγῆκαν ἅγιοι, μάρτυρες, ὁμολογηταί, πατέρες καὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι κράτησε χίλια χρόνια ἡ Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία κ᾽ ἔγινε ὁ φάρος Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως. Τώρα; Ἡ εὐσέβεια ἔμεινε στὰ φτωχόσπιτα.
Τὸ δεύτερο· τί μεγάλο πρᾶγμα εἶνε ἡ ἐλεημοσύνη! Γιά φαντασθῆτε, ὅταν χτύπησε τὴν πόρτα τους, νὰ τὸν ἔδιωχναν! Θὰ ἔδιωχναν τὸ θησαυρό τους. Κ᾽ ἐσύ, ὅταν χτυπάῃ τὴν πόρτα σου ξένος, δὲν ξέρεις τί κρύβεται κάτω ἀπ᾽ αὐτόν· μπορεῖ νά ᾽νε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ποὺ μᾶς εἶπε «Ἐφ᾽ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. 25,40).
Καὶ τὸ τρίτο· ὁ ἅγιος Ἰωάννης διδάσκει τί ἀξία ἔχει τὸ Εὐαγγέλιο. Ἂν δὲν ὑπῆρχε αὐτό, δὲν θὰ ὑπῆρχε Ἰωάννης. Τὸ κράτησε στὰ χέρια του σὰν θησαυρό· ἦταν ὁ ὁδηγὸς στὴ ζωή του. Γονεῖς ποὺ μ᾽ ἀκοῦτε· ἕνα Εὐαγγέλιο τότε κόστιζε μιὰ περιουσία, τώρα εἶνε προσιτό. Δαπάνησε, σὺ πατέρα, λίγα χρήματα, πάρε ἕνα Εὐαγγέλιο, γράψε πάνω σ᾽ αὐτὸ λίγα λόγια ἀπ᾽ τὴν καρδιά σου, καὶ δῶσ᾽ το στὸ παιδί. Μιὰ μέρα ἐσὺ θὰ μπῇς στὴ γῆ, θὰ γίνῃς χῶμα, μὰ τὸ Εὐαγγέλιο αὐτὸ τὸ παιδί σου θὰ τὸ ἔχῃ σὰν ἀτίμητο δῶρο. Δὲν ὑπάρχει κάτι πολυτιμότερο· αὐτὸ εἶνε τὸ θεμέλιο τοῦ σπιτιοῦ καὶ τῆς κοινωνίας. Ψάξτε στὰ πράγματα τῶν παιδιῶν, βρῆτε ὅ,τι κακὸ ὑπάρχει, βάλτε μιὰ ἅγια φωτιὰ καὶ κάψτε το. Δῶστε στὰ παιδιά σας τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο Εὐαγγέλιο· αὐτὸ θὰ σώσῃ τὸν κόσμο.
Τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε ἡ ῥίζα κάθε εὐγενικοῦ πράγματος. Εἶνε ἡ δύναμις ποὺ φωτίζει, θερμαίνει, ἠλεκτρίζει. Σφουγγίζει τὰ δάκρυα, δείχνει τοὺς οὐρανούς, γεννᾷ ἥρωες. Αὐτὸ γέννησε καὶ τὸν Καλυβίτη. Διὰ πρεσβειῶν του ὁ Θεὸς εἴθε νὰ ἐλεήσῃ καὶ ὅλους ἐμᾶς· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Προφήτου Δανιὴλ Βοτανικοῦ – Ἀθηνῶν, Κυριακὴ 15-1-1967)
― cds ἀδελφ. «Ἀγάπη» ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ 150β΄Α
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.