Μεγαλη Πεμπτη βραδυ: «Ιδε ο ανθρωπος» – Σημερα ο κοσμος βλασφημει το Θεο & θαυμαζει δολοφονους. Πολλοι φευγουν· αλλοι γινονται μασονοι, αλλοι αιρετικοι, αλλοι οπαδοι αλλων σατανικων δυναμεων, που υποσχονται να κανουν παραδεισο τη γη αλλα την καταντουν κολασι. Και ποιοι μενουν, στον αιωνα αυτο της απιστιας & διαφθορας; Μενει το εκλεκτο ποιμνιο
Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΙΘ΄, Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 869
Μεγάλη Πέμπτη βράδυ
16 Ἀπριλίου 2020
Το[υ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστινου Καντιώτου
«Ιδε ο ανθρωπος»
«Καὶ λέγει αὐτοῖς (ὁ Πιλᾶτος)· Ἴδε ὁ ἄνθρωπος» (Δ΄ εὐαγγέλιο – Ἰω. 19,6)
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε πολὺ δύσκολο νὰ μιλήσῃ κανείς. Τὸ μεγαλεῖο τοῦ Ἐσταυρωμένου οὔτε οἱ γλῶσσες τῶν ἀγγέλων εἶνε ἱκανὲς νὰ τὸ ὑμνήσουν. Ἀλλὰ θὰ προσπαθήσω μὲ τὴ φτωχή μου γλῶσσα νὰ παρουσιάσω μιὰ πτυχὴ ἀπὸ τὸ θεῖο δρᾶμα.
* * *
Εἴδαμε στὰ εὐαγγέλια, ὅτι ὁ ὄχλος μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν Ἰούδα ἔφθασε στὴ Γεθσημανῆ. Παραβιάζοντας τρόπον τινὰ τὸ οἰκογενειακὸ ἄσυλο τοῦ Χριστοῦ, μπῆκαν μέσα στὸν κῆπο, τὸν συνέλαβαν ἐνῷ προσευχόταν, τὸν ἔδεσαν, καὶ σὰν κακοῦργο τὸν ὡδήγησαν στοὺς ἀρχιερεῖς Ἄννα καὶ Καϊάφα.
Ἦταν μεσάνυχτα. Στὸ παλάτι τοῦ Ἄννα οἱ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι ἔκαναν συμβούλιο καὶ κατηγοροῦσαν τὸ Χριστό. Ἔλεγαν, ὅτι καταλύει τὸ Σάββατο, ὅτι θέλει ν᾿ ἀνατρέψῃ τὸ καθεστὼς καὶ νὰ γκρεμίσῃ τὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος, ὅτι βλασφημεῖ τὸ Θεό. Καὶ ἔβγαλαν καταδικαστικὴ ἀπόφασι εἰς θάνατον. Ἡ ἀπόφασι ὅμως αὐτὴ θὰ ἦταν ἄκυρη, ἂν ὁ ἡγεμόνας τῆς Παλαιστίνης δὲν ἔβαζε ὑπογραφή. Γι᾿ αὐτό, πρὶν ἀκόμη ξημερώσῃ ἡ Παρασκευή, τὸν ἔφεραν στὸ πραιτώριο τοῦ Πιλάτου.
Ὁ Πιλᾶτος ἀπὸ τὴν πρώτη ἀνάκρισι κατάλαβε, ὅτι μπροστά του ἔχει ἕναν ἀθῷο. Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ ὑποστηρίξῃ μέχρι τέλους τὴν ἀθῳότητά του. Καὶ εἶχε τὴ δύναμι ν᾿ ἀντισταθῇ στὸν ὄχλο· μποροῦσε μὲ τὶς λεγεῶνες του νὰ τοὺς διαλύσῃ. Δὲν τὸ ἔκανε ὅμως. Γιατί; Διότι ἦταν δειλός. Βρέθηκε σὲ δίλημμα. Μέσα του πάλευαν δυὸ πράγματα· τὸ καθῆκον, ποὺ τοῦ ἔλεγε νὰ μὴν ὑπογράψῃ τὴν ἄδικη καταδίκη, καὶ τὸ συμφέρον, ποὺ τοῦ ἔλεγε «Σῶσε τὸ θρόνο σου καὶ δὲ βαριέσαι γιὰ τὸν ἀθῷο». Πάλη ἐσωτερική. Τί νὰ κάνῃ, νὰ ὑπογράψῃ ἢ νὰ μὴν ὑπογράψῃ;
Περιῆλθε σὲ ἀμηχανία. Γιὰ νὰ βγῇ ἀπὸ αὐτήν, μηχανεύθηκε δύο τρόπους νὰ σώσῃ τὸ Χριστό. Σκέφθηκε τὴ συνήθεια ποὺ ὑπῆρχε, νὰ ἐλευθερώνῃ στὴν ἑορτὴ ὁ ἡγεμόνας ἕναν δέσμιο, ὅποιον ἤθελαν. Ἦταν τότε στὶς φυλακὲς ἕνας περιβόητος λῃστὴς καὶ φονιᾶς, ὁ Βαραββᾶς. Τοὺς ρωτάει λοιπόν· Ποιόν ἀπὸ τοὺς δύο θέλετε ν᾿ ἀπολύσω, τὸ Βαραββᾶ ἢ τὸν Ἰησοῦ; Γίνεται ψηφοφορία· ἀπὸ τὴ μιὰ ὁ κακοῦργος, ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ ἀθῷος. Κι ὁ Χριστὸς δὲν παίρνει οὔτε μία ψῆφο! Τέτοιος εἶνε ὁ κόσμος, ἀθῳώνει τοὺς Βαραββᾶδες, καὶ καταδικάζει τὸ Χριστό. Ποῦ εἶνε οἱ ἄρρωστοι, ποῦ οἱ πεινασμένοι, ποῦ οἱ λεπροί, ποῦ ὅλοι ἐκεῖνοι τοὺς ὁποίους εὐεργέτησε; Ὁ Πιλᾶτος μένει κατάπληκτος. Δὲν περίμενε τέτοιο ἀποτέλεσμα.
Ἡ πρώτη του προσπάθεια ἀπέτυχε. Κάνει τώρα καὶ δεύτερη προσπάθεια, μὲ σκοπὸ νὰ διεγείρῃ τὸν οἶκτο στὶς ψυχές τους. Διατάζει νὰ φραγγελλώσουν τὸν Ἰησοῦ· σκληρὴ ῥωμαϊκὴ τιμωρία – πολλοὶ κατάδικοι πέθαιναν ἐπάνω στὸ φραγγέλλωμα. Τὸ ἀκοῦμε στὸ εὐαγγέλιο, ἀλλὰ δὲν μᾶς συγκινεῖ… Κατόπιν, δεμένο καὶ καταπληγωμένο ἀπὸ τὰ ἄγρια χτυπήματα, μὲ τὸ ἀγκάθινο στεφάνι στὴν κεφαλὴ καὶ ντυμένο μὲ τὴν κόκκινη χλαμύδα, σὲ ἐλεεινὴ κατάστασι, παρουσιάζει τὸ Χριστὸ ὁ Πιλᾶτος μπροστά τους καὶ λέει· «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος» (Ἰω. 19,6). Γιά κοιτάξτε πῶς ἔγινε ὁ «ὡραῖος κάλλει παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων» (Ψαλμ. 44,3). Τὰ «θηρία» ὅμως δὲν συγκινοῦνται· ἀγριεύουν περισσότερο καὶ φωνάζουν «Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν» (ἔ.ἀ.).
Ὁ Πιλᾶτος δὲν ἔχει πλέον θάρρος ν᾿ ἀντισταθῇ. Τὸν ἀπειλοῦν, πὼς θὰ τὸν καταγγείλουν στὴ Ῥώμη ὅτι δὲν εἶνε φίλος τοῦ καίσαρος. Ἔτσι ὑποχωρεῖ. Νίπτει τὰς χεῖρας καὶ ὑπογράφει τὴν καταδίκη τοῦ Ἰησοῦ. Ἄχ, Πιλᾶτε, τί κάνεις; Νομίζεις, πὼς ἔτσι θ᾽ ἀποσείσῃς τὴν ἐνοχή σου; Ὅλα τὰ ποτάμια τοῦ κόσμου δὲν μποροῦν νὰ ξεπλύνουν τὴν ἀδικία σου.
* * *
«Ἴδε ὁ ἄνθρωπος». Αὐτὴ ἡ φωνή, ποὺ ἄφησε ἀσυγκίνητους τοὺς Ἰουδαίους, διαβαίνει τοὺς αἰῶνας καὶ φτάνει ὣς ἐμᾶς. Κ᾿ ἐμεῖς ἀκοῦμε τὸ «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος». Καὶ ὑπάρχουν σήμερα ψυχὲς ποὺ συγκινοῦνται.
«Ἴδε ὁ ἄνθρωπος». Πάντα ὁ κόσμος ἀναζητοῦσε τὸν τέλειο τύπο ἀνθρώπου. Ἕνας ἀρχαῖος φιλόσοφος, ὁ Διογένης, ἄναψε κάποτε φανάρι καὶ μέρα – μεσημέρι βγῆκε στοὺς δρόμους τῆς Ἀθήνας φωνάζοντας· «Ἄνθρωπον ζητῶ». Τὸν ρωτοῦσαν· Δὲ μᾶς βλέπεις; τόσοι εἴμαστε γύρω σου· δὲν εἴμαστε ἐμεῖς ἄνθρωποι; Ὁ Διογένης ἐννοοῦσε· Ζητῶ ἄνθρωπο μὲ τὰ γνωρίσματα τῆς εὐγενοῦς φύσεως, δίκαιο, φιλάνθρωπο. Τὸν τέλειο ἄνθρωπο ζητοῦσε καὶ ὁ Μένανδρος ὅταν ἔλεγε· «῏Η χαρίεν ἔστ’ ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ»· χαριτωμένο ὄντως πλάσμα ὁ ἄνθρωπος, ὅταν εἶνε ἄνθρωπος (Μιχ. Ἰατροῦ, Πόθεν καὶ Διατί σ. 216). Ἐκεῖνος ποὺ ζητοῦσε ὁ ἀρχαῖος κόσμος εἶνε ἕνας καὶ μόνο, ὁ Χριστός.
«Ἴδε ὁ ἄνθρωπος». Ἐμεῖς δὲν τὸ λέμε μὲ πνεῦμα οἴκτου, ὅπως ὁ Πιλᾶτος· τὸ λέμε μὲ θαυμασμὸ καὶ λατρεία· «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος». Στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶνε ὅλες οἱ ἀρετές· ἡ φιλανθρωπία, ἡ δικαιοσύνη, ἡ πραότης, ἡ ἀνδρεία, ἡ τόλμη, καὶ πρὸ πάντων ἡ ἀγάπη· ἡ ἀγάπη του γιὰ τὸν ἁμαρτωλό, ποὺ τὸν ὡδήγησε μέχρι τὸ σταυρό. Ὁ Χριστὸς ἀγάπησε ὅλα τὰ δημιουργήματά του, μὰ περισσότερο τὸν ἄνθρωπο. Κανένας ἄλλος δὲν μᾶς ἀγάπησε τόσο ὅσο ὁ Χριστός. Οὔτε ἡ μάνα μας, οὔτε ὁ πατέρας μας, οὔτε τὰ παιδιά μας. Ὁ Χριστὸς ἀγάπησε τὸν ἄνθρωπο καὶ θυσιάστηκε γι᾿ αὐτόν. Ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς σταυρωτάς του παρακάλεσε νὰ συγχωρηθοῦν· «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23,34). Αὐτὴ εἶνε φωνὴ ἀπεράντου ἀγάπης.
«Ἴδε ὁ ἄνθρωπος», ὁ τέλειος ἄνθρωπος. Ἀκοῦμε ἀνθρωπάκια ἀνιστόρητα νὰ τολμοῦν νὰ συγκρίνουν τὸ Χριστὸ μὲ διαφόρους ἄνδρες τῆς ἱστορίας. Ὁ Χριστὸς δὲν συγκρίνεται μὲ κανένα ἄνθρωπο, οὔτε τῆς νεωτέρας οὔτε τῆς παλαιοτέρας ἱστορίας. Ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ ἄδυτος ἥλιος, ὁ ὡραῖος νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ κόσμος ἄλλους θαυμάζει κ᾿ εἶνε ἕτοιμος νὰ σκοτωθῇ γι᾿ αὐτοὺς στὰ πεζοδρόμια – δὲν λέω ὀνόματα, γιὰ νὰ μὴν προκαλέσω διενέξεις. Θαυμάζουν πρόσωπα ποὺ εἶνε πυγολαμπίδες, δᾳδιὰ μπροστὰ στὸν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης. Ἐμεῖς θαυμάζουμε τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Αὐτὸς εἶνε ὁ τέλειος Ἄνθρωπος. Οἱ ἄλλοι, ὁποιοδήποτε ὄνομα καὶ ἂν φέρουν, εἶνε κλάσματα ἀνθρώπου, ὄχι ὁλόκληρες μονάδες. Μειονεκτοῦν κοντὰ στὸ Χριστό. Ἕνας εἶνε ὁ ἅγιος. «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός. Ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.). Δὲν ὑπάρχει ἄλλος.
Ζοῦμε σὲ ἐποχὴ κατηραμένη, ποὺ καυχᾶται ὅτι δὲν ἔχει ἀνάγκη τὸ Χριστό. Οἱ παπποῦδες καὶ οἱ γιαγιάδες μας δὲν μποροῦσαν νὰ ζήσουν χωρὶς Αὐτόν. Τώρα οἱ σύγχρονες ἰδεολογίες καὶ τὰ συστήματα τὸν διώχνουν. Γιατὶ λένε ὅτι δημιούργησαν νέο τύπο, τὸν ἐπιστημονικὸ ἄνθρωπο, ποὺ ζῇ χωρὶς Θεό. Ἕνας φιλόσοφος τῆς Γερμανίας –ποὺ πέθανε στὰ φρενοκομεῖα– καυχήθηκε καὶ εἶπε· Ἂν ὁ Χριστὸς δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο, ἐμεῖς θὰ δημιουργήσουμε τὸν ὑπεράνθρωπο. Κι ἀντὶ γιὰ ὑπεράνθρωπο δημιούργησαν ὑπανθρώπους καὶ ἀπανθρώπους. Ἡ ἐποχή μας γεύτηκε τοὺς πικροὺς καρπούς των. Μὲ τὶς ὑψωμένες γροθιές τους σκόρπισαν συμφορὰ στὸν κόσμο καὶ ποταμοὺς αἱμάτων. Οἱ δύο παγκόσμιοι πόλεμοι καὶ ὁ τρίτος ποὺ ἔρχεται, ὁ Ἁρμαγεδών (Ἀπ. 16,16), εἶνε καρποὶ τοῦ ἐπιστημονικοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ὑπερανθρώπου.
Ἀλλὰ καὶ πάλι μέσα στὰ ἐρείπια ἐμφανίζεται ἡ γλυκυτάτη μορφὴ τοῦ Κυρίου μας.
Κάποτε, ἐνῷ ὁ Χριστὸς μιλοῦσε, πολλοὶ ἔφυγαν ἀπὸ κοντά του, γιατὶ θεώρησαν σκληρὰ τὰ λόγια του. Ἔμειναν μόνο οἱ δώδεκα μαθηταί. Σ᾿ αὐτοὺς εἶπε· «Μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν;», μήπως κ᾿ ἐσεῖς θέλετε νὰ φύγετε; Γιατὶ ὁ Χριστὸς δὲν θέλει ποσότητα ἀλλὰ ποιότητα. Καὶ οἱ μαθηταὶ μὲ τὸ στόμα τοῦ Πέτρου ἀπήντησαν· Κύριε, ποῦ νὰ πᾶμε; Σὺ «ῥήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις» (Ἰω. 6,67-68). Καὶ σήμερα ὁ κόσμος βλασφημεῖ τὸ Θεὸ καὶ θαυμάζει δολοφόνους. Πολλοὶ φεύγουν· ἄλλοι γίνονται μασόνοι, ἄλλοι αἱρετικοί, ἄλλοι ὀπαδοὶ ἄλλων σατανικῶν δυνάμεων, ποὺ ὑπόσχονται νὰ κάνουν παράδεισο τὴ γῆ ἀλλὰ τὴν καταντοῦν κόλασι. Καὶ ποιοί μένουν, στὸν αἰῶνα αὐτὸ τῆς ἀπιστίας καὶ διαφθορᾶς; Μένει τὸ ἐκλεκτὸ ποίμνιο. Ὁ Χριστὸς ἀπευθύνει τὸ ἐρώτημά του· Μήπως «καὶ ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν;». Ποῦ νὰ πᾶμε, Κύριε; Σὲ ποιό σύστημα, σὲ ποιά ἰδεολογία; Νὰ πᾶμε δεξιά, ἀριστερά; νὰ γίνουμε κόκκινοι, πράσινοι, μαῦροι, γαλάζιοι…; Ὅπου νὰ πᾶμε, ψεῦδος καὶ ἀπανθρωπιά. Κανείς δὲν ἀναπαύει τὶς ψυχές μας.
Γι᾿ αὐτὸ πηγαίνουμε στὸ Χριστό. Καὶ λέμε, ὄχι μὲ αἰσθήματα οἴκτου ἀλλὰ μὲ θαυμασμὸ καὶ λατρεία· «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος», ὁ τέλειος ἄνθρωπος. Χαῖρε, «ὁ βασιλεὺς ἡμῶν» (Ἰω. 19,14) καὶ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42)· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴ Μ. Παρασκευὴ πρωὶ 28-4-1978. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 2-5-2002, ἐπανέκδοσις 13-3-2020.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.