Αυγουστίνος Καντιώτης



Η μαρτυρια του αγαπημενου μαθητου (Μεταστασις αγ. Ιωαννου του Θεολογου)

date Σεπ 25th, 2021 | filed Filed under: εορτολογιο

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΗ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2409

Μετάστασις ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου
Κυριακὴ 26 Σεπτεμβρίου 2021
Του Μητροπολοτου Φλωρίνης Αυγουστινου

Η μαρτυρια του αγαπημενου μαθητου

«Οὗτός ἐστιν ὁ μαθητὴς ὁ μαρτυρῶν περὶ τούτων καὶ γράψας ταῦτα, καὶ οἴδαμεν ὅτι ἀληθής ἐστιν ἡ μαρτυρία αὐτοῦ» (Ἰω. 21,24)

Ευαγ. Ιωαν.Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, ἀγαπητοί μου, κατὰ τὴν Καινὴ Διαθήκη ἀκολούθησε τὴν ἑξῆς πορεία. Ἦταν γυιὸς τοῦ Ζεβεδαίου καὶ τῆς Σαλώμης καὶ ξεκίνησε ἀπὸ τὴ Γεννησαρέτ. Ἐνῷ ἦταν ὁ νεώτερος ἀπ᾽ ὅλους τοὺς μαθητὰς τοῦ Χριστοῦ, κατέλαβε διακεκριμένη θέσι μεταξύ τους. Στὴν ἀρχὴ παρουσίασε κι αὐτὸς ἀτέλειες, στὰ βάθη του ὅμως ἔκρυβε μιὰ εὐγενικὴ καρδιὰ μὲ τρυφερὰ αἰσθήματα ἀγάπης καὶ ἀφοσιώσεως στὸν Κύριο. Ἀγαποῦσε τὸ Χριστὸ ὅσο καν­είς ἄλλος, γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος τὸν ἀγαποῦσε ἰ­διαιτέρως· ἦταν ὁ μαθητὴς «ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς» (Ἰω. 21,20). Στὸ μυστικὸ δεῖπνο ἀνέπεσε στὸ στῆθος του καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ μίλησε ἐμπιστευτικά. Τὴν ἀγάπη του τὴν ἔδειξε ἐμπράκτως. Ἀφ᾽ ὅτου ἐκλή­­θη στὸ ἀποστολικὸ ἔργο δὲν χωρίστηκε ποτέ ἀπὸ τὸν Κύριο. Μαζί του στὸ Θαβώρ, μαζί του καὶ στὴν πορεία πρὸς τὸ Γολγοθᾶ. Εἶνε ὁ μόνος ποὺ ἔμεινε κοντά του στὶς δραματικὲς στιγμὲς τῆς σταυρικῆς θυσίας· σ᾽ αὐτὸν ἐμπιστεύθη­κε τὴν Παναγία μητέρα του. Καὶ τὸ πρωὶ τῆς μιᾶς Σαββάτων ἔφτασε πρῶτος στὸ μνημεῖο καὶ εἶδε τὸν κενὸ τάφο. Τὶς πρῶτες ἡμέρες τῆς Ἐκ­κλησίας τὸν βλέπουμε στὶς Πράξεις τῶν ἀποστόλων νὰ συμπορεύεται μὲ τὸν Πέτρο.
Ἡ ἀνάγκη τῆς διαδόσεως τοῦ εὐαγγελίου τὸν ἔφερε κατόπιν σὲ διάφορα μέρη τῆς Μικρᾶς Ἀ­σίας· ὑπέφερε πολλὰ καὶ νὰ ἐξωρίστηκε στὴν Πάτμο «διὰ τὴν μαρτυρίαν Ἰησοῦ» (Ἀπ. 1,9). Τέλος ξαναγύρισε στὴν Ἔφεσο, ποὺ ἦταν κέντρο τῆς δράσεώς του. Ἐκεῖ διὰ τῆς διδασκαλίας του πολ­λοὶ εἰδωλολάτρες πίστεψαν καὶ βαπτίσθηκαν Χριστιανοί. Γιὰ τὴ δρᾶσι του ἐκεῖ ἀρχαῖοι συγγραφεῖς τῆς Ἐκκλησίας (Κλήμης Ἀλεξανδρεύς, Εἰρηναῖος, Εὐσέβιος, Ἱερώνυμος, Αὐ­γου­στῖνος) διασῴζουν χαρακτηριστικὰ διδακτι­κὰ ἀνέκδοτα ὅπως τὰ ἑξῆς τρία.

1. Ἕνας νέος, τὸν ὁποῖον ἔφερε στὸν Κύριο καὶ ἐν συνεχείᾳ τὸν εἶχε ἐμπιστευθῆ στὸν ἐπίσκοπο, παρασύρθηκε ἀπὸ κακὲς συναναστρο­φὲς καὶ κατήντησε νὰ γίνῃ ἀρχηγὸς λῃστοσυμμορίας. Ὅταν ὁ ἅγιος πέρασε πάλι ἀπὸ ᾽κεῖ καὶ ἔμαθε τὴ θλιβερὴ αὐτὴ ἐξέλιξι, δὲν μποροῦσε νὰ ἡσυχάσῃ. Παρὰ τὰ γηρατειά του πῆρε τὰ βουνά, ἀναζήτησε στὰ κρησφύγετα τῶν λῃ­στῶν τὸ ἀπολωλὸς πρόβατο, τὸ βρῆκε, καὶ μετὰ ἀπὸ δραματικὸ διάλογο τὸ ἐπανέφερε στὴν ποίμνη τοῦ Χριστοῦ (βλ. Β.Ε.Π.Ε.Σ. 8,372-373).
2. Ὅταν ὁ Ἰωάννης πῆγε κάποτε σὲ ἕνα βαλανεῖον (δημόσιο λουτρό) καὶ τοῦ εἶπαν, ὅτι μέσα βρίσκεται ὁ Κήρινθος, περιβόητος αἱρετικὸς ποὺ ἀρνεῖτο τὴν σάρκωσι τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἀπόστολος φώναξε· «Φύγωμεν, μὴ καὶ τὸ βαλανεῖ­ον συμ­πέσῃ, ἔνδον ὄντος Κηρίνθου, τοῦ τῆς ἀ­ληθείας έχθροῦ» (βλ. ἔ.ἀ. 5,144, στ. 16-17).
3. Ὅταν ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἔφτασε σὲ βαθὺ γῆρας (ξεπέρασε τὸ 100ὸ ἔτος), δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ βαδίζῃ καὶ νὰ διδάσκῃ ὅπως πρῶτα. Ἐρ­χόταν στὶς ἱερὲς συνάξεις ὑποβασταζόμενος ἀπὸ τοὺς μαθητάς του καὶ ἔλεγε μόνο τρεῖς λέξεις· «Τεκνία, ἀγαπᾶτε ἀλλήλους».
Τὸ πρῶτο ἀνέκδοτο ἐλέγχει τὴν ἀδιαφορία τῶν ποιμένων, ποὺ δὲν συγκινοῦνται μπροστὰ στὴν ἀπώλεια λογικῶν προβάτων τοῦ Χριστοῦ. Βλέπουν τοὺς λύκους νὰ εἰσπηδοῦν σὲ ἐνορίες καὶ ἐπισκοπές, νὰ κατασπαράζουν πρόβατα, κι αὐτοὶ ἢ μένουν ἀσυγκίνητοι ἢ καὶ συνεργάζον­ται μὲ τοὺς λύκους! Ἅγιε Ἰωάννη, ἔλα καὶ ἐπανάλαβε τὰ λόγια ποὺ εἶπες τότε· «Ὦ ἐπίσκοπε, τὴν παραθήκην ἀπόδος ἡμῖν, ἣν ἐγώ τε καὶ ὁ Χριστός σοι παρακατεθέμεθα ἐπὶ τῆς ἐκκλησί­ας, ἧς προκαθέζῃ, μάρτυρος» (βλ. ἔ.ἀ. 8,373).
Τὸ δεύτερο ἀνέκδοτο ἐλέγχει τοὺς ποιμένες καὶ θεολόγους ἐκείνους ποὺ ἀναπτύσσουν ἁ­βρὲς σχέσεις μὲ τοὺς αἱρετικοὺς παραθεωρών­τας τὴν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως. Ἔχουν αὐτοὶ μεγαλύτερη ἀγάπη ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἰωάννη; Αὐτὸς ὅμως ἀπέφευγε τὴ συναναστροφὴ μὲ αἱρετικοὺς καὶ παρήγγελλε στοὺς Χριστιανοὺς νὰ μὴν ἔχουν οὔτε χαιρετισμὸ μαζί τους (βλ. Β΄ Ἰω. 10). Ἀγάπη, ποὺ δὲν ἔχει ὑπόβαθρο τὴν ὀρθόδοξο πίστι, δὲν μπορεῖ νὰ σταθῇ.
Τὸ τρίτο ἀνέκδοτο, ποὺ διασῴζει τὸ κύκνειο ᾆσμα τοῦ εὐαγγελιστοῦ, εἶνε γιὰ ὅλους μας. Ποιός μπορεῖ νὰ πῇ ὅτι ἔχει τὴ χριστιανικὴ ἀγάπη στὸ βα­θμὸ ποὺ τὴ θέλει ὁ Κύριος; Ἰδιαιτέρως οἱ κήρυκες ἂς καλλιεργοῦν μὲ θέρμη καὶ ἁπλότητα τὸ οὐράνιο φυτὸ τῆς ἀγάπης. Ὁ ἅ­γιος Ἰωάννης, ἀφοῦ ἐξεπλήρωσε μέχρι τέλους τὸ χρέος τῆς ἀγάπης πρὸς τὸ Χριστὸ καὶ τὸν πλησίον, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ.

* * *

Καὶ μετὰ τὴν κοίμησί του ὅμως ἡ μαρτυρία του δὲν ἔπαυσε· συνεχίζει ν᾽ ἀκούγεται μὲ τὸ γραπτὸ λόγο ποὺ ἄφησε στὴν Ἐκκλησία διὰ τοῦ Εὐαγγελίου του, τῶν τριῶν Καθολικῶν Ἐπιστο­λῶν του καὶ τῆς ἱερᾶς Ἀποκαλύψεως. Ὅποιος μελετᾷ μὲ πίστι τὰ θεόπνευστα αὐτὰ συγγράμματα, εἶνε σὰν ν᾽ ἀκούῃ τὸν ἅγιο Ἰωάννη ὅ­πως οἱ τότε Χριστιανοί. Ἡ φωνή του μοιάζει μὲ φω­νὴ βροντῆς, ἰδίως ἡ μαρτυρία του γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ στὸ Εὐαγγέλιο.
Κηρύττει μὲ τρόπο μεγαλοπρεπῆ τὴ Θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τὸ πρόσωπό του παρουσιάζεται ὑπερφυές, προκαλεῖ δέος καὶ ἔκστασι· δὲν μπορεῖς παρὰ νὰ πέσῃς καὶ προσκυνώντας νὰ πῇς «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» (Ἰω. 20,28).
Τὰ θαύματα στὸ τέταρτο Εὐαγγέλιο εἶνε λίγα· τὸ μεγαλύτερο μέρος καταλαμβάνουν οἱ ὁ­μιλίες καὶ οἱ διάλογοι τοῦ Κυρίου. Ὁ τόνος τῶν λόγων ἔχει αὐθεντία. Αὐτὸς ποὺ μιλάει δὲν εἶνε ἕνας σοφὸς ποὺ ἀνιχνεύει νὰ συλλάβῃ τὴν ἀλήθεια καὶ μέσα σ᾽ ἕνα σωρὸ σκουριᾶς βρίσκει μερικὰ ψήγματά της· εἶνε αὐτὸς ποὺ κατέχει πλήρη τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἐξαγγέλλει χωρὶς ἴχνος ἀμ­φιβολίας. Οὔτε μιλάει σὰν ἕνας προφήτης, ἐν­τολοδόχος τοῦ Θεοῦ, ἀρχίζοντας μὲ τὴ φράσι «Τάδε λέγει Κύριος». Ὁ Χριστὸς μιλάει αὐ­θεν­τικὰ καὶ ἀξιωματικὰ λέγοντας· «Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ἰω. 8,12). Ἐγώ εἰμι «τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν» (4,10-11). «Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς» (6,35,41). «Ἐγώ εἰμι ἡ θύρα» (10,7). «Ἐγὼ ἦλθον ἵνα ζωὴν ἔχωσι καὶ περισσὸν ἔχωσιν» (10,10). «Ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός» (10,11). «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀ­νάστασις καὶ ἡ ζωή» (11,25). «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁ­δὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (14,6). Αὐτὰ τὰ «ἐγώ» εἶνε οὐ­ρανομήκη, δὲν ἀνταποκρίνονται στὴν φτω­χὴ ἀν­θρώπινη πρα­γματικότητα, δὲν ἁρμόζουν σὲ καν­έναν ἄλλο. Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἐκ­φράζεται τὸ ἀπό­λυτο, ποὺ μόνο ὁ Θεὸς κατέχει καὶ μόνο αὐτὸς μπορεῖ νὰ ἀξιώνῃ πίστι καὶ ὑπακοὴ ἀπόλυτη.
Στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννου κηρύσσεται περισσότερο ἀπ᾽ ὅλη τὴν Καινὴ Διαθήκη ἡ Θεότης τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἐδῶ ἀνακόπτεται ἡ ὁρμὴ τῶν αἱ­ρετικῶν. Στηριζόμενοι ἐδῶ ὁ μέγας Ἀθανάσιος καὶ οἱ ἄλλοι πατέρες νίκησαν τὴ λερναία ὕ­δρα τοῦ ἀρειανισμοῦ. Ἐπάνω στὸ βράχο αὐτὸν συντρίβονται τὰ κύματα τῆς ἀπιστίας. Τὸ προοίμιο τοῦ κατὰ Ἰωάννην Εὐγγελίου διαβάζεται στὴν θεία λειτουργία τοῦ Πάσχα· ποιά ἄλλη περικοπὴ διακηρύττει σαφέστερα καὶ μεγαλοπρεπέστερα τὸν θρίαμβο τοῦ Κυρίου;
Καὶ τὸ τέλος ὅμως τοῦ Εὐαγγελίου εἶνε ἀν­τά­ξιο τῆς ἀρχῆς. Κηρύττει, ὅτι ἡ μαρτυρία ποὺ περιέχει τὸ βιβλίο αὐτὸ εἶνε μαρτυρία αὐτόπτου καὶ αὐτηκόου μάρτυρος. Καὶ ὅσοι ἀπὸ τοὺς συγχρόνους του τὸν γνώρισαν ἀπὸ κοντά, βεβαιώνουν τὴν εἰλικρίνεια τοῦ μάρτυρος. Ἔρ­χεται καὶ καταθέτει ἐνώπιον ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος τὴν ἀλήθεια μὲ ὅλα τὰ ἐχέγγυά της. Καὶ βεβαιώνει, ὅτι ὅσα ἐξέθεσε στὸ Εὐαγγέλιο εἶνε λίγα· ἂν ἤθελε κανεὶς νὰ περιγράψῃ ὅ­λα «ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς», θὰ ἐγράφοντο τόσα βιβλία ὥστε δὲν θὰ τὰ χωροῦσε οὔτε ὅλος ὁ κόσμος (Ἰω. 21,25).
Αὐτὸ δὲν λέγεται κατὰ σχῆμα ὑπερβολῆς· εἶ­νε κυριολεκτικό. Τί εἶπε καὶ τί ἔκανε στὰ τρία χρόνια τῆς δημοσίας δράσεώς του, τί ὁλονύκτιες προσευχὲς ἀνέπεμψε στὸν οὐράνιο Πατέρα, τί θαύματα ἔκανε. Καὶ μόνο αὐτά; Ποίημα τοῦ Χριστοῦ εἶνε ὅλη ἡ φύσις, ὅλα τὰ δημιουργήματα· «Πάντα δι᾽ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐ­τοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν» (Ἰω. 1,3). Ἐλᾶτε τώ­ρα, ἐπιστήμονες ὅλων τῶν κλάδων, νὰ περιγρά­ψετε ἕνα – ἕνα τὰ δημιουργήματα… Καὶ ποιός νὰ περιγράψῃ τὸν ἄλλο ἐκεῖνο κόσμο, τῶν ἀ­ΰλων πνευμάτων; γιατὶ καὶ ἐκείνου τοῦ κόσμου ποιη­τὴς εἶνε ὁ Χριστός. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι «ἐν αὐτῷ (=τῷ Χριστῷ) ἐκτίσθη τὰ πάν­­τα, τὰ ἐν οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀ­όρατα, εἴτε θρόνοι εἴτε κυριότητες εἴτε ἀρχαὶ εἴτε ἐξουσίαι· τὰ πάντα δι᾽ αὐτοῦ καὶ εἰς αὐτὸν ἔκτισται (=ἔχουν δημιουργηθῆ)· καὶ αὐ­τός ἐστι πρὸ πάντων, καὶ τὰ πάν­τα ἐν αὐτῷ συν­έστηκε (=ὅλα ἀπὸ αὐτὸν κατευθύνονται καὶ κρατιῶνται)» (Κολ. 1,15-17). Γι᾽ αὐτὸ κηρύττω ὅτι· Καὶ ἂν τὰ δάση γίνονταν μολύβια, καὶ οἱ θά­λασσες κ᾽ οἱ ποταμοὶ μελάνι, κι ὁ οὐ­ρανὸς χαρτί, πάλι δὲν θὰ ἔφταναν γιὰ νὰ περιγραφοῦν ὅσα ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ ὁ Χριστὸς στὸ βασίλειο τῆς φύσεως καὶ στὸ βασίλειο τῆς χάριτος.
Μεγαλειώδης καὶ συγχρόνως θελκτικὴ εἶνε ἡ μαρτυρία τοῦ Ἰωάννου γιὰ τὸν Ἰησοῦ. Μιλών­τας ὁ ἴδιος γι᾽ αὐτὴν ὁμιλεῖ ὄχι σὲ ἑνικὸ («οἶδα», γνωρίζω) ἀλλὰ σὲ πληθυντικό («οἴδαμεν», γνωρίζουμε – Ἰω. 21,24)· ἔτσι τὸ πλάτος τῆς μαρτυρίας εὐρύνεται· ἡ μαρτυρία δίδεται ὄχι μόνο ἀπὸ αὐτὸν ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς μαθητὰς καὶ συνεργάτες του, ὅλη ἡ Ἐκ­κλησία βεβαιώνει μαζί του ὅτι ἡ μαρτυρία του εἶνε ἀληθινή.

* * *

Αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ κάθε σύγχρονο κήρυκα τοῦ εὐαγγελίου· ἡ μαρτυρία του, ὅταν ἐπιβεβαι­ώνεται ἀπὸ σημερινοὺς μαθητὰς καὶ ἀκροατάς του, ἀποκτᾷ ἰδιαίτερη λάμψι καὶ ἰσχύ. Τὴν ἐπικα­λεῖται καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅταν λέει στοὺς Χριστιανοὺς τῆς Θεσσαλονίκης· «Ὑμεῖς μάρτυρες καὶ ὁ Θεὸς ὡς ὁσίως καὶ δικαίως καὶ ἀμέμπτως ὑμῖν τοῖς πιστεύουσιν ἐγενήθημεν» (Α΄ Θεσ. 2,10). Ἡ μαρτυρία τῶν πιστῶν κηρύκων εἶνε μαρτυρία πόνων, δακρύων καὶ αἵματος, καὶ γι᾽ αὐτὸ εἶνε ἀξιοπρόσεκτη. Τὰ λόγια ἁγνῶν ἐρ­γατῶν τοῦ εὐαγγελίου, ὅπως π.χ. τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, εἶνε ἱερὰ κειμήλια. Ἐμεῖς τί κάνουμε; γρά­φουμε ἆραγε τὴ μαρτυρία μας μὲ θυσίες, ἢ ἁπλῶς φιλολογοῦμε; Μακάρι γιὰ κάθε κήρυκα αὐτοὶ ποὺ τὸν παρακολουθοῦν νὰ μποροῦν νὰ ἑνώσουν καὶ τὴ δική τους φωνὴ μὲ τὴ δική του καὶ νὰ λένε· Ἐμεῖς γνωρίζουμε ὅτι ἡ μαρτυρία του εἶνε ἀληθινή (βλ. Ἰω. 21,24).

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Περιληπτικὴ μεταφορὰ μὲ μεταγλώττισι στὴν ὁμιλουμένη σήμερα κεφαλαίου τοῦ βιβλίου «Ἀκολούθει μοι», Ἀθῆναι (1965) 19893, σσ. 400-418. 28-7-2021.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.