Το καυχημα του Παυλου
Ἡ Β΄ πρὸς Θεσσαλονικεῖς (α, 4)
Από την ερμηνεία της Αγίας Γραφής στον κύκλο ανδρών στη Μητρόπολη
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, το 1975
στίχ. 4. «Ὥστε ἡμᾶς αὐτοὺς ἐν ὑμῖν καυχᾶσθαι ἐν ταῖς ἐκκλησίαις τοῦ Θεοῦ ὑπὲρ τῆς ὑπομονῆς ὑμῶν καὶ πίστεως ἐν πᾶσι τοῖς διωγμοῖς ὑμῶν καὶ ταῖς θλίψεσιν αἷς ἀνέχεσθε».
Ποιό εἶνε τὸ καύχημα τοῦ Παύλου; Κάθε ἄνθρωπος ἔχει ἕνα καύχημα. Τὸ καύχημα τοῦ Παύλου ἦταν οἱ Χριστιανοί.
Κάποτε σ᾿ ἕνα ἐμπορικὸ καράβι συνυπηρετοῦσαν ἕξι ναῦτες. Ἕνας Γερμανός, ἕνας Ῥῶσος, ἕνας Ἄγγλος, ἕνας Ἰταλός, ἕνας Γάλλος, κ᾿ ἕνας Ἕλληνας. Συζητοῦσαν καὶ καθένας ἐκαυχᾶτο γιὰ τὸν τόπο του. Ὁ Ῥῶσος, δείχνοντας τὸ χάρτη τῆς Εὐρώπης, ἐκαυχᾶτο καὶ ἔλεγε· «Ἡ χώρα μου εἶνε ἡ πιὸ μεγάλη στὸν κόσμο». Ὁ Ἄγγλος ξάπλωνε τὸ χέρι του στὴ θάλασσα καὶ ἔλεγε· «Ὅπου θάλασσα, ἐκεῖ Ἀγγλία». Ὁ Γερμανὸς ἐκαυχᾶτο γιὰ τὰ μεγάλα ἐργοστάσιά τους. Ὁ Ἰταλὸς γιὰ τὴ μουσική, τὰ τραγούδια καὶ τὶς κιθάρες τους. Ὁ Γάλλος γιὰ τοὺς ὡραίους τρόπους του καὶ τὴν εὐγενικὴ συμπεριφορά τους. Τότε οἱ πέντε γύρισαν καὶ κοίταξαν περιφρονητικὰ τὸν Ἕλληνα καὶ τοῦ εἶπαν· «Ἐσὺ τί ἔχεις γιὰ νὰ καυχηθῇς;».
Το καύχημα της Ελλάδος
Καὶ ὁ Ἕλληνας ναύτης δακρυσμένος ἔβγαλε ἀπ᾿ τὸν κόρφο του κ᾿ ἔδειξε μιὰ φωτογραφία· ἦταν ἡ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά του. Καὶ τοὺς λέει· «Ἐσεῖς καυχᾶσθε γιὰ τὶς κτίσεις καὶ ἀποικίες σας, γιὰ τὰ ἐργοστάσιά σας, γιὰ τὸ ἀτσάλι σας, γιὰ τὶς καμινάδες σας· ἐγὼ καυχῶμαι γιὰ τὴν οἰκογένειά μου!».
Στὴν Ἑλλάδα ἔχουμε οἰκογένεια. Ἡ Ἑλλάδα, ἡ μικρή μας πατρίδα, δὲν καυχᾶται οὔτε γιὰ τὶς μεγάλες ἐκτάσεις της ―ἀφοῦ δὲν ἔχει―, οὔτε γιὰ μεγάλα ἐργοστάσια καὶ καμινάδες, οὔτε γιὰ μεγάλα θωρηκτά. Ἡ Ἑλλάδα, ἡ γλυκυτάτη μας πατρίδα, ἔχει νὰ καυχηθῇ γιὰ τὴν οἰκογένειά της. Τώρα ὅμως, σιγὰ – σιγά, πάει κι αὐτή. Διότι οἱ πολιτικοί μας βάλθηκαν νὰ κάνουν τὴν Ἑλλάδα Σουηδία.
Τὰ ἑλληνικὰ καράβια φθάνουν ἀκόμα σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο. Ἔχουμε ναῦτες παντοῦ. Ἡ ἑλληνικὴ ναυτιλία ἔρχεται μεταξὺ τῶν πρώτων στὸν κόσμο. Ἀλλὰ τώρα, μὲ τὴν ἀποφυγὴ τῆς τεκνογονίας, γιὰ πρώτη φορὰ τὰ καράβια μας δὲν ἔχουν Ἕλληνες ναῦτες καὶ παίρνουν ξένους.
Σᾶς τὸ λέω καθαρά, θυμηθῆτε τὰ λόγια μου· Θὰ κάνετε βουτιὰ στὴν κόλασι, γιατὶ ―μὲ διάφορες δικαιολογίες― δὲν κάνετε παιδιά. Ὅλοι ἐσεῖς ποὺ ἔρχεστε στὴν ἐκκλησία, τίποτε δὲν σᾶς ὠφελεῖ, ἂν δὲν τηρῆτε τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ. Σᾶς τὸ λέω καθαρὰ ἐνώπιον Κυρίου· Ἐφ᾿ ὅσον δὲν κάνετε παιδιά, εἶστε ἔνοχοι καὶ δὲν θὰ δῆτε παράδεισο. Δὲν σᾶς ὠφελοῦν οὔτε τὰ κηρύγματα οὔτε οἱ ὁμιλίες οὔτε τίποτε. Γιὰ πρώτη φορά, ἐξ αἰτίας τῆς ἀποφυγῆς τῆς τεκνογονίας καὶ τῶν ἐκτρώσεων, ἡ Ἑλλάδα δὲν ἔχει ναῦτες. Καὶ παίρνουν νέγρους καὶ ἄλλους ἀπὸ διάφορα ξένα μέρη. Οἱ περισσότεροι περιορίζονται στὰ ἕνα – δύο παιδιά.
Ἦρθαν μιὰ μέρα στὴ μητρόπολι καμμιὰ δεκαριὰ ζευγάρια, γιὰ νὰ πάρουν τὴν ἄδεια γάμου. Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἄντρες γελοῦσε. ―Τί γελᾷς, φιλαράκο; τοῦ λέω. Γελᾷς, γιατὶ μ᾿ αὐτὴν ποὺ θὰ πάρῃς ἔχετε συμφωνήσει νὰ κάνετε μόνο δύο παιδιά. ―Ναί, μοῦ λέει. ―Μπράβο, τοῦ λέω. Τότε γιατί παντρεύεστε;… Ἕνα – δύο· αὐτὸ εἶνε κατάρα τοῦ ἔθνους μας.
Ἀπὸ τὸ ἀνέκδοτο ποὺ σᾶς εἶπα μὲ τοὺς ναυτικοὺς μπορεῖτε νὰ καταλάβετε, τί εἶνε νὰ καυχᾶται κανεὶς ὄχι γιὰ μικρὰ καὶ πρόσκαιρα ἀλλὰ γιὰ κάτι μεγάλο καὶ ὑψηλό.
Ὁ ἀπόστολος λέει· Καυχῶμαι γιὰ σᾶς. Καυχῶμαι, διότι ἔχω τέτοιους Χριστιανούς, μὲ πίστι καὶ ὑπομονὴ στοὺς διωγμοὺς καὶ τὶς θλίψεις, τέτοια ἡρωϊκὰ παιδιά, τέτοιους γενναίους μαχητάς. Ὅπως καυχᾶται ἕνας ἀξιωματικὸς γιὰ τοὺς καλοὺς στρατιῶτες του.
Ιστορία που δεν πρέπει να την ξεχνάμε
Στὴ Μικρὰ Ἀσία είχαμε σαράντα συντάγματα. Ἀλλὰ ἀπ᾿ ὅλα ἕνα σύνταγμα ἄξιζε περισσότερο, κι αὐτὸ ἦταν τοῦ Πλαστήρα. Εἶχε στενὸ σύνδεσμο μὲ τοὺς εὐζώνους του καὶ ἐκαυχᾶτο γι᾿ αὐτοὺς ὁ Πλαστήρας, καὶ οἱ εὔζωνοι ἐκαυχῶντο γι᾿ αὐτόν. Εἶχαν θαυμαστὴ ἑνότητα μεταξύ των.
Ἔσφαλε βέβαια κι αὐτὸς ὁ ταλαίπωρος, γιατὶ ἀνακατεύτηκε μὲ τὴν πολιτική. Ἐγὼ δὲν τὸν κρίνω ὡς πολιτικὸ τὸν Πλαστήρα· τὸν βλέπω ὡς γενναῖο καὶ ἔξοχο ἀξιωματικὸ τοῦ Μικρασιατικοῦ πολέμου.
Ἂν ἦταν τώρα ἐδῶ, ἂν ζοῦσε σήμερα, θὰ ἦταν κάτι πολὺ μεγάλο γιὰ τὴν Ἑλλάδα. Ἀλλὰ πᾶνε αὐτοὶ οἱ μεγάλοι ἄνδρες. Ὁ Βενιζέλος τὸν εἶπε ἥλιο. Θέλεις νὰ δῇς πατρίδα; δὲς τὸν Πλαστήρα. Ἦταν φλογερὸς πατριώτης.
Ἕνα μονάχα σᾶς διηγοῦμαι. Κινδύνευε τότε, ὅταν κατέρρευσε τὸ μικρασιατικὸ μέτωπο, νὰ αἰχμαλωτισθῇ ὅλος ὁ στρατὸς τῆς πατρίδος μας. Καθὼς ἡ στρατιά μας ὠπισθοχωροῦσε, ὁ στρατὸς τοῦ Κεμὰλ μὲ πολὺ ἱππικὸ ἐρχόταν νὰ καταλάβῃ τὴ Σμύρνη, καὶ θά ᾿πεφταν στὰ χέρια τῶν Τούρκων ἄλλες 30.000 στρατιῶτες. Ἔξω ἀπὸ τὴ Σμύρνη εἶνε τὸ Σαλιχλῆ, μιὰ μεγάλη πόλι, κόμβος συγκοινωνιῶν. Ἐκεῖ τὴν τελευταία στιγμὴ πρόλαβε καὶ στάθηκε ὁ Πλαστήρας μὲ τοὺς εὐζώνους του. Τοὺς συγκέντρωσε καὶ ―ὁ Ἕλληνας εἶνε φιλότιμος― μὲ γλῶσσα ὠμὴ τοὺς εἶπε· Ὅσοι ἀπὸ σᾶς φορᾶτε ἀντρίκιο βρακί, μείνετε κοντά μου. Πολέμησε μὲ ἀνδρεία. Πάνω στὴ μάχη σκοτώνεται τὸ ἄλογό του· παίρνει δεύτερο, σκοτώνεται κι αὐτό· παίρνει τρίτο, σκοτώνεται κι αὐτό. Τοὺς ρήμαξε τοὺς Τούρκους, τοὺς ἔδιωξε ἀπὸ τὴν πόλι. Πέρασε ὅλο τὸ σύνταγμα μπροστά, μὲ ἀσφάλεια, κι αὐτὸς πέρασε τελευταῖος. Ἂν ὁ Πλαστήρας μὲ τοὺς εὐζώνους του δὲν σταματοῦσε τοὺς Τούρκους στὸ Σαλιχλῆ, ἡ συμφορὰ θὰ ἦταν μεγαλύτερη.
Στὸ Σαλιχλῆ πῆγε γύρω στὸ 1965 ἕνας δημοσιογράφος καὶ εἶδε μιὰ μαύρη κολώνα, ποὺ εἶχαν στήσει ἐκεῖ οἱ Τοῦρκοι γιὰ τὰ θύματά τους. Πάνω στὴ στήλη αὐτὴ ἔγραφε· Ὅλοι ἔπεσαν μαχόμενοι ἐναντίον τοῦ συντάγματος Πλαστήρα. Τί κάνει ἕνας ἄνθρωπος, ὅταν ἔχῃ μέσα του ἀγάπη γιὰ τὴν πατρίδα!
Ἀργότερα, ὅταν ὁ Πλαστήρας ἦρθε στὴν Ἑλλάδα, τὸν κάλεσαν σὲ μιὰ συνεστίασι στὴν Ἀθήνα καὶ κάτι κυρίες τοῦ Κολωνακίου τοῦ εἶπαν· ―Πέστε μας, στρατηγέ μας, καμμιὰ ὡραία ἱστορία ἀπὸ τὸν πόλεμο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Καὶ ὁ Πλαστήρας, ὁ μπαρουτοκαπνισμένος καὶ ἡλιοκαμένος Θεσσαλός, τοὺς λέει· ―Νομίζετε, κυράδες μου, πὼς αὐτὰ εἶνε ἱστορίες σὰν παραμύθια; Ὁ πόλεμος δὲν εἶνε, νὰ σπᾶμε αὐγὰ καὶ νὰ τὰ κάνουμε ὀμελέττα. Ὁ πόλεμος εἶνε πόλεμος!
Δὲν θέλουμε ἐμεῖς τὸν πόλεμο, ἀλλὰ τὰ φέρουμε αὐτὰ ὡς παραδείγματα.
Γενναῖοι χριστιανοί
Ὅπως ὑπάρχουν γενναῖοι στρατηγοί, ἔτσι ὑπάρχουν καὶ γενναῖοι Χριστιανοί. Ὁ Παῦλος λ.χ. ἦταν γενναῖος στρατηγός. Ἔτσι τὸν ὀνομάζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος.
Ἐμπρός, λέει, προχωρεῖτε ἐναντίον τοῦ διαβόλου, ἐναντίον τῆς σαρκός, ἐναντίον τοῦ διεφθαρμένου κόσμου! Προχωροῦσε αὐτὸς μπροστά, ἀγωνιζόμενος, καὶ ἀκολουθοῦσαν ἀπὸ πίσω οἱ Χριστιανοί. Ἦταν καύχημα τῶν Χριστιανῶν ὁ Παῦλος. Ἀλλὰ κι αὐτὸς εἶχε καύχημά του τοὺς Χριστιανούς. Αὐτὸ πρέπει νὰ γίνεται καὶ σήμερα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Νὰ ὑπάρχουν τέτοια καυχήματα. Νὰ καυχᾶσθε ἐν Κυρίῳ· γιὰ μεγάλα καὶ ὑψηλά.
Χάνουμε οι Ελληνες τα καυχήματά μας
Δυστυχῶς ἕνα – ἕνα τὰ χάνουμε τὰ καυχήματά μας αὐτά. Οἰκογένεια είχαμε, τὴ διαλύουμε. Ἐκκλησία είχαμε, τὴν πολεμᾶμε. Γλῶσσα είχαμε, τὴ χάνουμε. Παιδιὰ εἶχε ἡ πατρίδα μας, τὰ σκοτώνουμε. Γιὰ πηγαίντε κάτω στὸ Ἰσραήλ, καὶ θὰ δῆτε. Μιλᾶνε τὴν ἀρχαία ἰσραηλιτικὴ γλῶσσα.
Ἐμεῖς ἔχουμε τὴν ὡραιότερη γλῶσσα τοῦ κόσμου. Τὴ διαβάζουν οἱ Ἄγγλοι, οἱ Ῥῶσοι καὶ ἄλλα ἔθνη, κ᾿ ἐμεῖς τὴν ἀφήνουμε. Ἔξυπνα εἶνε τὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος· ἂν τὰ διδάσκαμε, θὰ μποροῦσαν νὰ μιλοῦν ὅπως ὁ Πλάτων καὶ ὁ Ἀριστοτέλης. Θὰ μποροῦσαν νὰ μιλοῦν τὴν ὡραιότερη γλῶσσα τοῦ κόσμου. Τώρα οὔτε οἱ φιλόλογοι δὲν τὴν ξέρουν καλά. Ποῦ ν᾿ ἀφήσουν ὅμως τὰ φλὲρτ καὶ ἡ ντόλτσε βίτα, ποῦ ν᾿ ἀφήσουν τὸ σὲξ καὶ ἡ πολιτικολογία, γιὰ νὰ διαβάσουν;
Οἱ ἐκπαιδευτικοὶ κάνουν ἀπεργία καὶ κλείνουν τὰ σχολεῖα. Καλά, γιατί κλείνετε τὰ σχολεῖα, ποιά εἶνε τὰ αἰτήματά σας; Ἂν πρόκειται γιὰ μεγάλα πράγματα, δέκα φορὲς νὰ τὰ κλείσετε· γιὰ τὸ πρόγραμμα τῶν μαθημάτων, ποὺ εἶνε παμπάλαιο, ἀρχαιολογικὸ μουσεῖο ἑκατὸ ἐτῶν· γιὰ τὰ βιβλία, ποὺ δὲν ἀνταποκρίνονται στὶς σημερινὲς ἐπιστημονικὲς ἀξιώσεις· ἤ, ἀκόμη περισσότερο, νὰ τὰ κλείσετε γιατὶ σᾶς πῆρε φαλάγγι ἡ τηλεόρασι. Νὰ τὰ κλείσετε καὶ νὰ τοὺς πῆτε· Δὲν θέλουμε, κύριοι, νὰ είμαστε δάσκαλοι, ἂν δὲν διορθώσετε τὰ προγράμματα τῆς τηλεοράσεως· γιατὶ ὅ,τι κτίζουμε ἐμεῖς στὸ σχολεῖο, τὸ γκρεμίζει ἡ τηλεόρασι.
Ξέρετε τί μπορεῖ νὰ πάθουμε ἐμεῖς; Ὅ,τι ἔπαθαν κάτι ἰθαγενεῖς τῆς Ἀφρικῆς. Μάζευαν μὲ τὶς χοῦφτες τὸ χρυσάφι οἱ ἄγριοι κοντὰ στὰ ποτάμια. Πήγαιναν κατόπιν Ἐγγλέζοι περιηγηταὶ καὶ ἤθελαν νὰ τοὺς τὸ πάρουν. Πονηροὶ οἱ ξένοι καὶ φιλάργυροι, κορόϊδευαν τὰ φτωχαδάκια ἐκεῖνα, ποὺ ζοῦσαν πρωτόγονα καὶ δὲν ἤξεραν τὴν ἀξία τοῦ χρυσοῦ. Τοὺς ἔδιναν κάτι φανταχτερὰ κορδελλάκια, κάτι χάντρες καὶ κάτι γυαλιά, καὶ μ᾿ αὐτὰ ἀντάλλαζαν οἱ ντόπιοι τὸ χρυσάφι. Κάποτε βέβαια ξύπνησαν κι αὐτοί. Τοὺς εἶπε κάποιος ποὺ τοὺς ἀγαποῦσε·
―Βρέ, τί κάνετε; Σᾶς γελοῦν οἱ Εὐρωπαῖοι. Τοὺς δίνετε τὸ χρυσάφι, ποὺ ἔχει ἀξία, καὶ παίρνετε τὰ κουρέλια τους;
―Ἆ, ἔτσι; λένε αὐτοί· μᾶς κοροϊδεύανε τόσο καιρό. Τώρα θὰ δῇς, τί θὰ τοὺς κάνουμε…
Ὕστερα ἀπὸ λίγο ξαναῆρθαν οἱ ξένοι καὶ λένε στὰ φτωχαδάκια·
―Μαζέψατε ἀπὸ ᾿κεῖνα;…
―Ναί, λένε, ἔχουμε μαζέψει ἀρκετά. Καθῆστε ἐδῶ καὶ θὰ σᾶς τὰ φέρουμε.
Καὶ τί τοὺς κάνανε· μάζεψαν τὸ χρυσάφι, τό ᾿ριξαν μέσα σ᾿ ἕνα καζάνι, βάλανε φωτιὰ ἀπὸ κάτω καὶ τὸ ἔλειωσαν. Ἔπειτα κόψανε κάτι ξύλα μπαμποῦ καὶ τὰ κάνανε χωνιά. Πιάσανε μετὰ δυό -τρεῖς ἀπ᾿ αὐτούς, τοὺς ἄνοιξαν τὸ στόμα καὶ τοὺς τὸ ἔρριξαν μέσα λέγοντας·
―Φᾶτε χρυσάφι νὰ χορτάσετε, ἀχόρταγοι ἄνθρωποι!
Προέβλεψε από το 1975 ο π. Αυγουστίνος, το σημερινό κατάντημα της Ελλάδος
Ακούστε τη συνέχεια του μαθήματος·Ὅλοι λένε, Δός μου! Κ᾿ ἐδῶ στὴν πατρίδα μας ὅλοι σχεδὸν περιμένουν ἀπ᾿ τὸ δημόσιο ταμεῖο. Ἀλλὰ ἔτσι ποῦ θὰ πάῃ κι αὐτὸ τὸ κράτος; Δὲν θ᾿ ἀντέξῃ. Πρέπει λοιπὸν νὰ κοποῦν τὰ περιττά. Γι᾿ αὐτὸ κλεῖστε τὰ ταβερνεῖα, τὶς ντίσκο κ.τ.λ.. Μὲ τὸ δελτίο, κύριε, τὰ ἀγαθά! Κοινὸ συσσίτιο, ὅπως οἱ Σπαρτιάτες· κ᾿ ἔτσι θὰ ἔχουμε καὶ ὑγεία. Δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ μιμηθοῦμε ἐμεῖς τοὺς κομμουνιστάς. Ἔχουμε δικά μας πρότυπα. Οἱ Σπαρτιάτες μιὰ χούφτα ἄνθρωποι ἦταν. Εἶχαν κοινὸ συσσίτιο, κοινὰ κρεβάτια, ὅλα τὰ εἶχαν κοινά· καὶ ζοῦσαν εὐτυχισμένοι. Λεφτὰ δὲν εἶχαν. Εὐφυὴς ὁ Λυκοῦργος ὁ νομοθέτης τῆς Σπάρτης, ξέρετε τί ἔκανε; Ὅσοι διαβάζουν τὴν ἱστορία, θὰ ξέρουν. Τοὺς εἶπε· Θὰ ὑπάρχουν καὶ νομίσματα, ἀλλὰ θὰ εἶνε πολὺ βαρειά. Καὶ τοὺς παρουσίασε κάτι μεγάλες πέτρες…
Ἔχουμε λοιπὸν πρότυπα δικά μας γιὰ νὰ μιμηθοῦμε. Δὲν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τοὺς ξένους. Κι ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ τοὺς Σπαρτιάτες νὰ μιμηθοῦμε τοὺς πρώτους Χριστιανούς, ποὺ «ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά» (Πράξ. 4,32).
Τὸ πείραμα τῆς ἐν Χριστῷ κοινοκτημοσύνης τῆς πρώτης Ἐκκλησίας ἐπρότεινε καὶ ἀργότερα στοὺς Χριστιανοὺς τῆς ἐποχῆς του ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Νὰ τολμήσω νὰ τὸ προτείνω κ᾿ ἐγὼ σήμερα;
Ἐλᾶτε, λοιπόν, νὰ σᾶς κάνω ἕνα κοινὸ συσσίτιο, κατὰ τὰ πρότυπα ἐκεῖνα, καὶ τελείωσε ἡ ἱστορία! Θέλετε ν᾿ ἀρχίσῃ τὸ πείραμα ἀπὸ σᾶς; Ἔ, τότε εἶνε ποὺ θὰ μὲ κλείσετε στὰ φρενοκομεῖα. Θὰ πῆτε, Ὁ Καντιώτης στὴ Φλώρινα τρελλάθηκε, πάει τὰ ἔχασε πιά…
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ