Βαθυτερη αιτια που αυτοκτονουν
οι ανθρωποι ειναι η απιστια;
Εγκύκλιος ὑπ᾽ ἀριθμ. 111/15.7.1970 (Απόσπ. β´)
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
«Ἀλλὰ για πιά ἡ αἰτία αὐτοκτονοῦν οἱ ἀνθρωποί; Οἰκονομικοὶ λόγοι, λέγουν πολλοί. Ὅπου, λέγουν ὑπάρχει τὸ χρῆμα, ὅλα ἐκεῖ πᾶνε καλά. Τὸ χρῆμα εἶναι παντοδύναμο. Εξυπηρετεῖ κάθε ἀνάγκη. Ἱκανοποιεῖ κάθε ἐπιθυμία. Ἀνοίγει ὅλες τὶς πόρτες. Εὐτυχής ὅποιος ἔχει γεμάτες τὶς τσέπες του με χρῆμα. «Ὅποιος ἔχει τὸν κάτω θεό, ἔχει καὶ τὸν ἄνω…» θεός, λοιπόν, ἀνακηρύσεται τὸ χρῆμα ἀπὸ τοὺς οπαδοὺς τοῦ θεωρητικοῦ καὶ πρακτικοῦ ὑλισμοῦ. Ὁ οἰκονομικὸς παράγων τὸ πᾶν, ἀλλ᾽ ἐὰν ἡ θεωρία αὐτὴ περὶ παντοδυναμίας τοῦ χρήματος ἦτο ἀληθινή, θὰ ἔπρεπε στὰ πλούσια κράτη ὅπου ρέει το χρήμα ἄφθονο νὰ μὴν ὑπάρχῃ δυστυχία, νὰ μὴ ὑπάρχουν ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι τερματίζουν τὴν ζωήν τους αὐτοκτονοῦντες. Αἱ στατιστικαὶ ὅμως ἀποδεικνύουν, ὅτι μεταξὺ τῶν αὐτοκτονούντων εἶνε καὶ βαθύπλουτοι. Εἶναι καὶ ἐφοπλιστές, μεγαλοβιομήχανοι, βαθύπλουτοι μεγιστᾶνες τοῦ πλούτου, ποὺ διαθέτουν ὅλα τὰ μέσα για να ζήσουν μια ἄνετη ζωή. Ἄρα ὁ πλοῦτος δὲν μπορεῖ νὰ ἀποτρέψει τοὺς ἄνθρώπους ἀπὸ τὸ ἀπονενοημένο διάβημα τῆς αὐτοκτονίας.
Ἡ αἰτία τῆς αὐτοκτονίας εἶνε βαθυτέρα. Μέσα στον ἀόρατο ψυχικὸ κόσμο τοῦ ἀνθρώπου συντελοῦνται μυστικαὶ ἐπεξεργασίαι, γίνονται συσκέψεις καὶ διαβούλια, λαμβάνονται ἀποφάσεις. Ἐὰν ἐντὸς τοῦ ψυχικοῦ κόσμου ἡ πίστη στὸ Θεό, τὸν Δημιουργὸ καὶ Προνοητὴ τοῦ παντός, δὲν ἔχει ἀποθάνει, ἀλλὰ ζῇ, τότε ἡ πίστις αὐτὴ ὡς ἥλιος φωτίζει ὅλο τὸ ψυχικὸ κόσμο. Καὶ ἐνῷ οἱ μὴ πιστεύοντες ζοῦν μέσαεἰς πυκνὸ σκοτάδι καὶ δεν βλέπουν καμμία ἀκτῖνα φωτὸς καὶ ἀπελπίζονται καὶ αὐτοκτονοῦν, αὐτοὶ ποὺ πιστεύουν, ἀντιθέτως, καὶ εἰς τας δυσκολοτέρους στιγμάς τῆς ζωῆς τους διακρίνουν τὸ ιλαρὸ φῶς καὶ ζοῦν μὲ τὴν βεβαία ἐλπίδα ὅτι τὸν βαρὺ χειμῶνα τῆς ζωῆς θὰ τὸν διαδεχθῇ ἡ ἄνοιξις, τὴν θύελλαἡ γαλήνη, τὸν θάνατον ἡ ζωή, τὸν σταυρὸ ἡ ἀνάστασις. Αὐτὸς ποὺ πιστεύει πραγματικά οὐδέποτε ἀπελπίζεται. Τὸ αἴσθημα αὐτὸ τῆς ἀκραδάντου πίστεως καὶ τῆς βεβαίας ἐλπίδος εἰς τὸν Θεὸ ἐκφράζει ὁ Ψαλμωδός, λέγων «Ἐὰν καὶ πορευθῶ ἐν μέσῳ σκιᾶς θανάτου, οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι σὺ μετ᾿ ἐμοῦ εἶ» (Ψαλμ. 22,4).
Ναί, πίσω ἀπὸ τὰς διαφόρους αἰτίας τῶν αὐτοκτονιῶν ὑπάρχει πάντοτε ὡς βασικὴ αἰτία ἡ ἀπιστία· Τοῦτο ὁμολογεῖ καὶ ἕνας ἐκ τῶν συγχρόνων ἀθέων, ὁ ὁποῖος κάτω ἀπὸ τὴν πίεση τῆς σκληρᾶς πραγματικότητος ἀναγκάσθηκε νὰ πῇ «Οφείλω νὰ ὁμολογήσω εἰλικρινῶς ὅτι ἐὰν μία κοινωνία ἀποτελεῖτο μόνον ἀπὸ ἀθέου, θὰ κατέληγε φυσικὰ εἰς μία ἐπιδημία αὐτοκτονιῶν. Πραγματικά, πρὶν ἀπὸ τὴν αὐτοκτονία τοῦ σώματος προηγεῖται ἡ αὐτοκτονία τῆς ψυχῆς. Ὡς ἀποφθεγματικῶς εἶπεν ὁ Οὑγκώ, «ἡ κακὴ σκέψις εἶνε αὐτοκτονία τῆς ψυχῆς». Κακὲς καὶ σατανικὲς σκέψεις ἐπικρατοῦν στὸν ἄνθρωπο κατὰ τὶς στιμές τῆς αὐτοκτονίας. Ἐφ᾽ὅσον ἡ ἁγία σκέψη, ἡ διαρκὴς μνήμη τοῦ Θεοῦ ἐξασθενεῖ καὶ σβήνει στὶς καρδιές τῶν ἀνθρώπων, ἐφ᾽ὅσον ὑλίστικὰ κηρύγματα διαδίδονται καὶ ἐπικρατοῦν, ἐφ᾽ὅσον αὐθάδης ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας ἀκούεται ἡ κραυγὴ τῶν ἀθέων «Ἀπέθανε ὁ Θεὸς….» τί τὸ παράδοξον ποὺ αὐξάνει τὸ ρεῦμα τῶν αὐτοκτονιῶν; Οἱ αὐτοκτονίες εἶνε πανάθλιος καρπὸς μιᾶς ἀπίστου καὶ διεφθαρμένης γενεᾶς, ἡ ὁποία ὡς μόνην διέξοδον ἐκ τῶν δεινῶν εὑρίσκει τὴν θύραν ἐπὶ τῆς ὁποίας ὁ σατανᾶς ἔγραψε τὸ σύνθημα «Αὐτοκτονεῖτε»…
Εγκύκλιος ὑπ᾽ ἀριθμ. 111/15.7.1970
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ ΣΤΟ ΧΡΗΜΑ ΚΑΙ ΟΛΗ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥΣ ΤΗΝ ΕΞΑΡΤΑΝΕ ΑΠ’ ΑΥΤΟ
ΑΜΑ ΛΕΙΨΕΙ ΑΥΤΟ – Ο ΘΕΟΣ ΤΟΥΣ, ΑΥΤΟΚΤΟΝΟΥΝ
Toυ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
«…Ζοῦμε, γιατὶ θέλει ὁ Θεός. Τὸ λέει τὸ Εὐαγγέλιο· ἕνα πουλάκι δὲν πέφτει στὴ γῆ χωρὶς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, μιὰ τρίχα δὲ φεύγει χωρὶς τὸ θέλημά του (βλ. Ματθ. 10, 29-30). Ὅλα ζοῦν γιατὶ τὰ συντηρεῖ ἐκεῖνος, καὶ πολὺ περισσότερο τὸν ἄνθρωπο. Εἶνε σπουδαῖο νὰ πιστεύῃ κανεὶς στὸ Θεὸ καὶ ὄχι στὰ λεφτὰ τὰ ἄτιμα.
Αὐτοὶ ποὺ πιστεύουν στὸ χρῆμα, ἅμα λείψῃ αὐτὸ – ὁ θεός τους, αὐτοκτονοῦν· δὲν ἔχουν ἄλλο θεό. Ὅσοι πιστεύουν στὸ ζωντανὸ Θεό, δὲν ἀπελπίζονται. Πᾶνε πολλὰ χρόνια ποὺ περπατώντας στὴ Θεσσαλονίκη εἶδα πρωὶ – πρωὶ ἕνα γεροντάκο νὰ πουλάῃ λάχανα καὶ στὸ καρότσι ἐπάνω μὲ κόκκινα γράμματα εἶχε μιὰ ἐπιγραφή· «Ἔχει ὁ Θεός». Μοῦ ᾽κανε ἐντύπωσι καὶ τὸν πλησίασα· ―Γιατί πάνω στὸ καρότσι σου ἔγραψες «Ἔχει ὁ Θεός»; ―Εἶμαι πρόσφυγας, λέει. Στὸν Πόντο ζούσαμε καλά, ἤμασταν πλούσιοι. Ἔγινε ὅμως ἡ καταστροφὴ καὶ ἤρθαμε γυμνοὶ στὴν Ἑλλάδα. Πῆγα στὴν ἐκκλησιά, γονάτισα καὶ εἶπα· Θεέ μου, ἐσὺ ποὺ τρέφεις τὰ πουλιὰ καὶ τὰ κοράκια, μὴ μᾶς ἀφήσῃς. Κι ἄρχισα νὰ δουλεύω. Ἔχω γυναῖκα καὶ 5 παιδιά. Κάνω τὸ σταυρό μου, βγαίνω καὶ πουλῶ, καὶ ἔτσι ζῶ. Δόξα νά ᾽χῃ ὁ Θεός!…
Μὴν ἀπελπίζεσαι. Κι ἂν σ᾽ ἀφήσουν ὅλοι, κι ἂν γίνῃ ὁ κόσμος ἄνω – κάτω, ὑπάρχει ὁ Θεός!
«Κι ἂν δὲν μοῦ μείνῃ ἐντὸς τοῦ κόσμου
ποῦ ν᾽ ἀκουμπήσω, νὰ σταθῶ,
ἐκεῖ ψηλὰ εἶν᾽ ὁ Θεός μου·
πῶς ἠμπορῶ ν᾽ ἀπελπισθῶ;».
Αὐτὰ μᾶς λέει τὸ εὐαγγέλιο. Ἂς τὰ κρατήσουμε σφιχτά. Νὰ πιστεύουμε. Νὰ βουλώσουμε τ᾽ αὐτιά μας νὰ μὴν ἀκοῦμε τί λένε τὰ κοράκια τῆς ἀπιστίας, ἀλλὰ νὰ ζήσουμε ὅπως θέλει ὁ Χριστός, ὁ εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος (τέλος ομιλίας στον ἱ. ναὸ Ἁγ. Γεωργίου Βεύης – Φλωρίνης 19-6-1977)