Από το βιβλίο του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
άγιοι «ΑΠ᾽ ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ»
ΕΠΑΡΧΟΣ ΑΓΙΟΣ
(‘Αμβρόσιος ἐπίσκοπος – 7 Δεκεμβρίου)
Ὑπάρχει, ἀγαπητοί μου, ὑπάρχει ἡ γνώμη, ὅτι ὅσοι κατέχουν διάφορα ἀξιώματα στήν πολιτεία, δέν μποροῦν νά ζήσουν μέ ἀκρίβεια τή χριστιανική ζωή. ‘Αλλά ή γνώμη αὐτή δέν εἶνε σωστή. Στή σειρά αὐτή τῶν ὁμιλιῶν μας, πού ἔχει τόν τίτλο «Ἅγιοι ἀπ’ ὅλα τά ἐπαγγέλματα», θά παρουσιάσουμε ἐδῶ μιά ἅγια μορφή, ἕναν ἀδαμάντινο χαρακτήρα, τόν ἅγιο ‘Αμβρόσιο, πού πρίν γίνη ἐπίσκοπος ἦταν ἄρχοντας τῆς πολιτείας.
Ἀλλ’ ἄς δοῦμε μέ συντομία τή ζωή καί τή δρᾶσι τοῦ ἁγίου ‘Αμβροσίου, πού τόν προβάλλουμε σάν παράδειγμα γιά ὅλους ἐκείνους πού κατέχουν ἀξιώ-ματα στό κράτος.
* * *
Ὁ ‘Αμβρόσιος γεννήθηκε τό 340 μετά Χριστόν στά Μεδιόλανα, τό σημερινό Μιλάνο. Οἱ γονεῖς του ἦταν εὐσεβεῖς. Ὁ πατέρας του ἦταν ἔπαρχος, δηλαδή διοικητής σέ μιά μεγάλη περιοχή τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας.
Παράδειγμα κι αὐτός λαμπρό, ὅτι μπορεῖ ἕνας νά ἀσκῆ πολιτική ἐξουσία χωρίς νά παύη νά εἶνε χριστιανός, ζώντας σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιο, πού δείχνει τόν ἄριστο τρόπο κυβερνήσεως τῶν λαῶν. Οἱ γονεῖς του πέθαναν κι ἄφησαν τό μικρό ‘Αμβρόσιο ὀρφανό, κάτω ἀπό τήν ἐπίβλεψι μιᾶς ἁγίας ἀδελφῆς του, πού ἔζησε παρθενική ζωή.
Ὁ ‘Αμβρόσιος ἦταν πολύ ἔξυπνος καί μέ εὐκολία σπούδασε πολλές ἐπιστῆμες, ἀλλά ἰδιαίτερα σπούδασε τή ρητορική. Νέος ἀκόμη ἔγινε συνήγορος, δηλαδή δικηγόρος. Ἦταν ὁ πιό λαμπρός δικηγόρος τῶν Μεδιολάνων. ‘Αλλά δέν ἀναλάμβανε ἄδικες ὑποθέσεις. Γινόταν συνήγορος ἀνθρώπων πού ἄδικα καταδιώκονταν. Αὐτούς ὑποστήριζε μέ δύναμι στό δικαστήριο καί τούς ἀθώωνε. Ἔτσι ἀπέδειξε, ὅτι καί ἕνας δικηγόρος ἀκόμη, ἄν θέλη καί ἄν προσέχη στήν ἐξάσκησι τοῦ ἐπαγγέλματός του, μπορεῖ νά εἶνε χριστιανός.
Ἡ φήμη πού εἶχε ἀποκτήσει τράβηξε τήν προσοχή τοῦ αὐτοκράτορα Οὐαλεντινιανοῦ, πού τον κάλεσε καί τόν διώρισε ἔπαρχο μιᾶς μεγάλης περιφερείας μέ πρωτεύουσα τά Μεδιόλανα. Ἀπό δικηγόρος, τώρα ἔπαρχος. Ἕνας σύμβουλος τοῦ βασιλιᾶ τή μέρα τοῦ δι-ορισμοῦ του εἶπε στόν Ἀμβρόσιο: – Ἀμβρόσιε, πάρε τήν ἀξία πού σοῦ ἔδωσε ὁ βασιλιᾶς καί κυβέρνα τό λαό ὄχι σάν κριτής, ἀλλά σάν ἐπίσκοπος.
Ὁ ‘Αμβρόσιος σάν διοικητής κυβέρνησε μέ τόση φρόνησι, δικαιοσύνη καί ἀγάπη, ὥστε ὅλος ὁ λαός θαύμαζε καί εὐχαριστοῦσε τό Θεό γιά τόν ἄξιο ἄρχοντά του. Ἄς σημειωθῆ ἐδῶ, ὅτι ὁ ‘Αμβρόσιος, ἄν καί πίστευε στό Χριστό καί ζοῦσε σύμφωνα μέ το Ευαγγέλιο, ὅμως δέν εἶχε ἀκόμη βαπτιστῆ. Τήν ἐποχή ἐκείνη βαπτίζονταν συνήθως σέ μεγάλη ἡλικία. Ὡμολο-γοῦσαν μέ τό δικό τους στόμα τό «Πιστεύω», καί ἔτσι βαπτίζονταν.
Ἐνῶ ὁ Ἀμβρόσιος σάν ἔπαρχος κυβερνοῦσε τό λαό μέ ἀγάπη καί δικαιοσύνη, ὁ ἐπίσκοπος τῶν Μεδιολάνων πέθανε ξαφνικά καί ὁ ἀρχιερατικός θρόνος τῆς μεγάλης αὐτῆς πόλεως ἔμεινε κενός. Κι ὅπως γύρω ἀπ’ τούς θρόνους μεγάλων μητροπόλεων γίνεται συνή-θως φιλονεικία γιά τό ποιός θά καταλάβη τό θρόνο, ἔτσι γύρω ἀπ’ τό θρόνο τῶν Μεδιολάνων προκλήθηκε μεγάλη ταραχή. Κλῆρος καί λαός – γιατί κι ὁ λαός τότε ἔπαιρνε μέρος στήν ἐκλογή – φιλονεικοῦσαν καί δέν συμφωνοῦσαν.
Σέ κάποια συγκέντρωσι, πού φιλονεικοῦσαν γιά τό ποιόν θά ἐκλέξουν ἐπίσκοπο, ξαφνικά ἀκούστηκε ἕνα μικρό παιδί νά φωνάζη: «Ἀμβρόσιον, Ἀμβρόσιον…». Ἡ φωνή αὐτή τοῦ ἀθώου παιδιοῦ, ἐξελήφθη σάν φωνή τοῦ Θεοῦ, καί ὅλος ὁ κλῆρος καί ὁ λαός, πού πριν διαφωνοῦσαν, συμφώνησαν καί διάλεξαν γιά ἐπίσκοπο Μεδιολάνων τόν ἔπαρχο Ἀμβρόσιο. – Αὐτός, εἶπαν, πού μᾶς διοίκησε σάν πολιτικός ἄρχοντας, θά μᾶς διοίκηση καί σάν ἐπίσκοπος. Ἀλλ’ ὁ Ἀμβρόσιος, πού δέν περίμενε ποτέ μιά τέτοια ἐκλογή, παραξενεύτηκε καί θεωρώντας τόν ἑαυτό του ἀνάξιο γιά μιά τέτοια ἱερή ὑπόθεσι, ἀρνήθηκε στήν ἀρχή νά δεχτῆ τήν ἐκλογή. Ἀλλ’ ὕστερα ἀπό παρακλήσεις καί πιέσεις τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ καί τοῦ Οὐαλεντινιανοῦ, ὁ Ἀμβρόσιος δέχτηκε τήν πρόσκλησι. Βαφτίστηκε καί χειροτονήθηκε μέ τή σειρά διάκονος, πρεσβύτε-ρος καί στίς 17 Δεκεμβρίου τού 374 μπροστά στό πλῆθος τοῦ λαοῦ χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Μεδιολάνων.
Παρών στήν ἐνθρόνισί του ἦταν καί ὁ αὐτοκράτορας, ὁ ὁποῑος εἶπε: – Χριστέ, εὐλογημένο νά εἶνε τό ὄνομά σου, διότι στόν ἅγιο αὐτό ἄνδρα ἐγώ μέν παρέδωσα σώματα ἀνθρώπων νά κυβερνᾶ, σύ δέ ἐμπιστεύθηκες ψυχές ἀθάνατες, γιά νά τίς καθοδηγῆ στήν ὁδό τῆς σωτηρίας…
* * *
Ὁ ‘Αμβρόσιος, ὅταν ἔγινε ἐπίσκοπος Μεδιολάνων, ἀ-νέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα καί ἔδειξε τό μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς του. Μοίρασε τή μεγάλη πατρική του περιουσία στούς φτωχούς καί στήν Ἐκκλησία καί δέν κράτησε γιά τόν ἑαυτό του τίποτε, λέγοντας ὅτι, ὅπως ὁ Χριστός, ὁ Δεσπότης καί Κύριος τοῦ παντός, φτώχεψε καί γυμνός καρφώθηκε πάνω στό σταυρό, ἔτσι πρέπει καί ὅλοι οἱ δούλοι του, γυμνοί ἀπό ὑλικά ἀγα-θά, νά ἀκολουθοῦν τό Δεσπότη Χριστό σ’ ὅλη τους τή ζωή.
Πονοῦσε τό λαό, ἀγαποῦσε τούς φτωχούς, ἔκλαιγε γιά κείνους πού ἁμάρταναν καί κατέβαλλε κάθε προσπάθεια γιά νά τούς ἐπαναφέρη στήν Ἐκκλησία. Δίδασκε τακτικά τοό λαό καί πλήθη ἀνθρώπων κι ἀπό ἄλλα ἀκόμη δόγματα ἔτρεχαν γιά ν’ ἀκούσουν τά λόγια τοῦ ἐπισκόπου Μεδιολάνων, πού δίδασκε μέ μεγάλη δύναμι, ἀλλά καί μέ μεγάλη ἁπλότητα. Ἀνάμεσα δέ σ’ ἐκείνους πού τόν ἄκουγαν ἦταν κι ὁ νεαρός Αὐγουστῖνος, πού εἶχε ξεκλίνει σέ αἱρέσεις καί ἄσωτη ζωή καί ἔκανε τήν ἁγία του μητέρα, τή Μόνικα, νά κλαίη καί νά παρακαλῆ τόν ἐπίσκοπο ‘Αμβρόσιο νά δέεται γιά τό παιδί τῆς. Ὁ ‘Αμβρόσιος παρηγορώντας τή Μόνικα ἔλεγε: – Παιδί, γιά τό ὁποῖο ἡ μητέρα του χύνει τόσα δάκρυα, εἶνε ἀδύνατον νά χαθῆ… Τελικά ὁ Αὐγουστῖνος, γοητευμένος ἀπ’ τά κηρύγματα καί τήν ἁγία ζωή τοῦ ἁγίου ‘Αμβροσίου, μετανόησε καί ἐπέστρεψε στήν Ἐκκλησία καί ἔγινε ἕνας ἀπ’τούς κορυφαίους πατέρας καί διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας.
* * *
Ὕστερα ἀπό τό θάνατο τοῦ αὐτοκράτορα Οὐαλεντί-νιανοῦ οἱ διάδοχοί του ὑποστήριζαν τόν Ἀρειανισμό. Οἱ ἀρειανοί ἀποθρασύνθηκαν καί δημιουργοῦσαν πολλές δυσκολίες στή διοίκησι τῆς Ἐκκλησίας. ‘Αλλ’ ὁ ‘Αμβρόσιος μέ ὅλη τή δύναμι τῆς ψυχῆς του ἤλεγχε τούς αἱρετικούς καί μέ θάρρος ἀκατάβλητο ὑποστήριζε τήν Ὀρθοδοξία καί τά δίκαια τῆς Ἐκκλησίας. Συνέβη δέ καί ἕνα επεισόδιο, πού φανερώνει τόν ἡρωι-σμό τοῦ ‘Αμβροσίου. Στη Θεσσαλονίκη, ὅταν στό στάδιό της γίνονταν ἀθλητικοί ἀγῶνες, ἔγινε ἐπανάστασις τοῦ λαοῦ ἐναντίον τοῦ στρατοῦ καί πολλοί ἀξιωματι-κοί σκοτώθηκαν. Ὁ τότε αὐτοκράτορας Θεοδόσιος ὁ Μέγας, ὅταν πληροφορήθηκε τό γεγονός, ἀγανάκτησε καί διέταξε τό στρατό νά πάρη ἐκδίκησι. Καί ὁ στρα-τός κατέσφαξε 7.000 κατοίκους τῆς Θεσσαλονίκης. Ὁ ἱερός ‘Αμβρόσιος, ὅταν τό ἔμαθε, λυπήθηκε καί ἔκλαψε. Καί ὅταν ὁ Θεοδόσιος πῆγε στα Μέδιόλανα καί θέλησε νά ἐκκλησιασθῆ, ὁ ‘Αμβρόσιος στάθηκε στήν πόρτα καί δέν τοῦ ἐπέτρεψε νά μπῆ. – Τά χέρια σου, βασιλιᾶ, εἶπε ὁ θαρραλέος ἐπίσκοπος, στάζουν αἷμα. Πρέπει νά κλάψης καί νά μετανοήσης ὅπως ὁ Δαβίδ.
Ἔτσι ἔζησε καί ἔδρασε ὁ ‘Αμβρόσιος. Καί σάν ἔπαρχος διοίκησε χριστιανικά τό λαό, ἀλλα καί σάν ἐπί-σκοπος ἐποίμανε τό λαό τοῦ Θεοῦ σάν καλός ποιμέ-νας, μιμητής τοῦ Καλοῦ Ποιμένος. Καί διδάσκει ὄχι μόνο τούς ἐπισκόπους, ἀλλά καί τούς πολιτικούς ἄρχοντες, ὅτι καί αὐτοί ἔχουν χρέος χριστιανικά νά διοι-κοῦν καί νά κυβερνοῦν τό λαό. Διότι κι αὐτοί κατά κάποιο τρόπο εἶνε ἐπίσκοποι. Ἐπίσκοποι τοῦ λαοῦ στά ὑλικά κυρίως πράγματα.