ΟΧΙ ΣΤΗ ΜΟΔΑ
Μνήμη τῆς ἐθνικῆς ἐπετείου
28 Ὀκτωβρίου
Ομιλίας Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
ΟΧΙ ΣΤΗ ΜΟΔΑ
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, ἡ σκέψι μας, ἡ καρδιά μας, ἡ μνήμη μας, ὅλος ὁ ψυχικός μας κόσμος φτερουγίζει στὸ μέγα γεγονὸς τῆς ἐθνικῆς μας ἱστορίας. Ἐμεῖς, ποὺ τὸ ζήσαμε καὶ τὸ αἰσθανθήκαμε, ὡς αὐτόπται καὶ αὐτήκοοι μάρτυρες ἐκείνου τοῦ θαύματος ἔχουμε ἱερὰ ὑποχρέωσι νὰ τὸ μεταδώσουμε ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεά. Δὲν πρέπει νὰ λησμονηθῇ ἡ μνήμη τῶν εὐεργεσιῶν τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ εὐγνωμοσύνη πρὸς τοὺς πεσόντας. Διότι τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες ἐπάνω στὰ ψηλὰ βουνὰ ἔκλεισαν τὰ μάτια τους τὰ καλύτερα παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος, γιὰ νὰ ζῇς σήμερα ἐσύ, παιδί μου, ἐλεύθερος. Τὰ κόκκαλά τους εἶνε φωτεινὰ ὁρόσημα, ποὺ θὰ φωνάζουν· Ἄλτ, ἐδῶ Ἑλλάς!
Ἂς ζωντανέψουμε μπροστὰ στὰ μάτια μας αὐτὴ τὴν ἡμέρα τῆς ἐθνικῆς ἀντιστάσεως λέγοντας λίγα λόγια.
* * *
Σὰν σήμερα τὸ 1940 στὴν Ἀθήνα, στὴν Ἰταλικὴ πρεσβεία, εἶχε δεξίωσι ὁ Ἰταλὸς πρέσβυς. Ἦταν ἐκεῖ μαζεμένοι ὅλοι. Κανείς δὲν περίμενε ὅτι θὰ ἐκραγῇ πόλεμος. Ὅπως τὸ καλοκαίρι, ποὺ ὁ οὐρανὸς εἶνε ὁλοκάθαρος, δὲν περιμένεις κεραυνό, ἔτσι καὶ τὴ νύχτα ἐκείνη, ποὺ διασκέδαζαν ἀδελφωμένοι Ἕλληνες μὲ Ἰταλούς, δὲν φαινόταν τί θ᾿ ἀκολουθήσῃ· ἐν συνεχείᾳ ἐκδηλώθηκε ἡ σύγκρουσις. Ἡ νύχτα, ἡ ὥρα τοῦ σκότους, εἶνε ὥρα τοῦ σατανᾶ. Σῶσε μας, Κύριε, ἀπὸ «πράγματος ἐν σκότει διαπορευομένου» (Ψαλμ. 90,6). Τὰ μεσάνυχτα λοιπὸν ὁ Ἰταλὸς πρέσβυς ἔφυγε ἀπὸ τὴν αθουσα τῆς δεξιώσεως, πῆγε στὸ σπίτι τοῦ τότε πρωθυπουργοῦ τῆς χώρας, χτύπησε καὶ τοῦ ἔδωσε τελεσίγραφο ποὺ ἔγραφε· «Ἑλλάς, παραδόσου ἐντὸς τριῶν ὡρῶν». Καὶ ἡ Ἑλλὰς ἀπήντησε «ΟΧΙ». Ἀπήντησε ἀμέσως μὲ τὸ στόμα τοῦ πρωθυπουργοῦ· ἀπήντησε κατόπιν μὲ τὸ στόμα τοῦ βασιλέως· ἀπήντησε μὲ τὸ στόμα του ὅλος ὁ λαός – καὶ τὰ μικρὰ ἀκόμη παιδιὰ φώναζαν «ΟΧΙ». Καὶ τὸ «ΟΧΙ» ἐκεῖνο τῆς 28ης Ὀκτωβρίου 1940 ἔγινε ἀστραπή, ποὺ κατέπληξε Ἀνατολὴ καὶ Δύσι.
Ἀλλ᾿ ἐκεῖνο τὸ «ὄχι», ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε τὸ μοναδικό. Ἡ ἱστορία τῆς Ἑλλάδος εἶνε ἱστορία συνεχῶν «ὄχι», εἶνε μία συνεχὴς ἀντίστασις ἐναντίον τῶν βαρβάρων. Μπουκέτο ἀπὸ «ὄχι» μποροῦμε νὰ φτειάξουμε. Ἐὰν ἤμουν ποιητής, θὰ ἔκανα ἕνα ποίημα μὲ ὅλα τὰ «ὄχι» ποὺ εἶπε διὰ μέσου τῶν αἰώνων ἡ Ἑλλάς. «Ὄχι» στὸ Μαραθῶνα. «Ὄχι» στὴ Σαλαμῖνα. «Ὄχι» στὶς Θερμοπύλες. «Ὄχι» στὴν Κωνσταντινούπολι πρὸς τὸν Χοσρόη καὶ τοὺς Ἀβάρους. «Ὄχι» στὴν Πύλη τοῦ Ῥωμανοῦ πρὸς τοὺς Τούρκους ἀπὸ τὸν Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο. «Ὄχι» κατόπιν στὸ Μεσολόγγι, «ὄχι» στὸ Σούλι, «ὄχι» στὴ Γραβιά, «ὄχι» στὴν Ἀλαμάνα, «ὄχι» στὸ Μανιάκι, «ὄχι» στὴν Κρήτη, «ὄχι» στὴ Μακεδονία, «ὄχι» στὸν Πόντο, «ὄχι» στὴν Κύπρο… Τὸ «ὄχι» ἐπανελήφθη μυριάκις στὰ βουνὰ καὶ τὰ λαγκάδια, καὶ συνεχίζεται…
Ἂν ἤμουν καθηγητὴς τῆς ἱστορίας, θὰ ἐπλάτυνα τὸν λόγο καὶ ἡ ὁμιλία θὰ στρεφόταν γύρω ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἱστορικὰ «ὄχι». Ἀλλὰ δὲν ἔχω τέτοιο σκοπό. Ἁπλῶς λαμβάνω ἀφορμὴ ἀπὸ τὸ ἱστορικὸ «ὄχι» ποὺ ἑορτάζουμε, γιὰ νὰ πῶ ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ «ὄχι» αὐτά, ὑπάρχουν καὶ κάποια ἄλλα «ὄχι», ποὺ πρέπει νὰ λέμε καὶ δὲν τὰ λέμε. Ποιά εἶνε αὐτά;