Η ΕΛΛΑΣ ΠΡΟ ΤΗΣ ΦΑΤΝΗΣ
Από το βιβλίο «ΕΚ ΤΟΥ ΑΝΕΣΠΕΡΟΥ ΦΩΤΟΣ», έκδοση 1950, σελ. 41-46
του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
Η ΕΛΛΑΣ ΠΡΟ ΤΗΣ ΦΑΤΝΗΣ
« Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ»(Φιλιπ. 4,13)
Ἡ ἀνθρωπότης ― ἄρα καὶ ἡ Ἑλλὰς ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τμῆμα ἀναπόσπαστον ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος― ὑπέφερε δεινῶς.
Ὑπέφερεν ἡ ἀνθρωπότης. Ἐὰν ἦτο δυνατὸν νὰ ἔφθανον μέχρι τῶν ἰδικῶν μας ὤτων αἱ φωναὶ ποὺ ἐξήρχοντο ἀπὸ τὰ βάθη τῶν καρδιῶν μυριάδων ἀνθρώπων τοῦ προχριστιανικοῦ κόσμου, εὐκόλως θὰ διεκρίνομεν, ὅτι αἱ περισσότεραι φωναὶ ποὺ θὰ ἠκούοντο θὰ ἦσαν ἀναστεναγμοί, κραυγαὶ πόνου, ὡς τοῦ φρικτοῦ ἐκείνου πόνου ποὺ ἐδοκίμαζεν ὁ Λαοκόων περισφιγγόμενος ἀπὸ τὸν τεράστιον δράκοντα, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ματαίως προσεπάθει ν’ ἀπαλλαγῇ.
Ἐπόνει ὁλόκληρος ἡ ἀνθρωπότης! Διότι ὁ δράκων, τὸ κακόν, παρ’ ὅλην τὴν τρομακτικὴν ἕλξιν τῆς γοητείας μὲ τὴν ὁποίαν ἐνεφανίσθη καὶ ἐξηπάτησε τὸ ζεῦγος τῶν πρωτοπλάστων, καὶ ἔκτοτε ὡς κραιπαλοῦντας παρασύρει τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὰς ἀβύσσους τῆς καταστροφῆς, τὸ κακόν, λέγομεν, ἐγκρύπτει εἰς τὰ βάθη του δηλητήριον ἀφαντάστου δραστικότητος. Ὑπὸ τὴν ἐπήρειαν τοῦ δηλητηρίου δὲν ἔμεινε τίποτε ἀμόλυντον καὶ καθαρόν. Ὁ ἄνθρωπος ἐδηλητηριάσθη ἐκ ρίζης. Ψυχὴ καὶ σῶμα διεφθάρησαν. Τὸ δηλητήριον αὐτό, τὸ φοβερώτερον ἐξ ὅλων τῶν δηλητηρίων, τὸ ὁποῖον εἰς τὴν γλῶσσαν τῆς Ἁγ. Γραφῆς ὀνομάζεται ἁμαρτία εἰσέδυσε καὶ διεπότισε ὅλον τὸν ἀνθρώπινον ὀργανισμόν. Ὁ νοῦς ἐσκοτίσθη. Ἡ καρδία ἐψυχράνθη. Ἡ θέλησις ἠτόνησε. Ἡ ἀνθρωπότης ἐψυχορράγει ὅπως ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ὅστις, κατὰ τὴν ὡραίαν παραβολὴν τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου, εἶχε περιπέσει εἰς τοὺς ληστάς, οἱ ὁποῖοι «καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ». Ὀλίγον ἔτι καὶ θ’ ἀπέθνησκεν. Ἀπὸ ὅλα τὰ σημεῖα τῆς ὑψηλίου ἠκούοντο κραυγαὶ πόνου ποὺ ἐδημιούργουν τὰ θανάσιμα τραύματα. Ἡ ἀνθρωπότης ἀπὸ κεφαλῆς μέχρι ποδῶν εἶχε γίνει ἕνα ἕλκος. Ὅπου καὶ ἐὰν τὴν ἤγγιζες ἐπόνει καὶ ἐκραύγαζε. Καὶ ποῖος δὲν ἐπόνει καὶ δὲν ἐκραύγαζεν; Ἐκραύγαζον τὰ παιδιὰ ποὺ ἐρρίπτοντο εἰς τὸν τρομερὸν Καιάδα. Ἐκραύγαζον αἱ παρθένοι ποὺ ἠτιμάζοντο μέσα εἰς τοὺς ναοὺς τῆς εἰδωλολατρείας προσφέρουσαι τὴν τιμήν των ὡς… λατρείαν τῆς θεᾶς Ἀφροδίτης καὶ Ἀστάρτης. Ἐκραύγαζον τὰ ἑκατομμύρια τῶν δούλων ποὺ ἔσυρον τὰς ἁλύσσεις τῆς δουλείας των καὶ ἐτεμαχίζοντο διὰ νὰ θρέψουν μὲ τὰς σάρκας των τὰ ἰχθυοτροφεῖα τῶν μεγιστάνων. Ἐκραύγαζον οἱ λαοὶ ποὺ εἶχαν χάσει τὴν ἐλευθερίαν καὶ ὑπέφερον κάτω ἀπὸ τὸν σιδηροῦν ζυγὸν τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Ρώμης. Ἀλλὰ πρὸ παντὸς ἐκραύγαζον οἱ ἁμαρτωλοί, οἱ ἔνοχοι διὰ τὰς μυρίας παραβάσεις τοῦ Ἠθικοῦ Νόμου οἱ ὀποῖοι ἐξ ἰδίας ἐσωτερικῆς πείρας εἶχον πεισθῆ ὅτι ἡ ἀνατροπὴ τυραννικοῦ καθεστῶτος ἦτο βεβαίως δύσκολον ἐγχείρημα, ἀλλὰ κυριολεκτικῶς παίγνιον ἐν συγκρίσει μὲ τὴν δυσκολίαν τὴν ὁποίαν ἠσθάνετο πᾶς ἄνθρωπος διὰ νὰ ἀνατρέψῃ τὴν τυραννίαν τῶν παθῶν, ἡ ὀποία ἐγκαθιστᾶ τὸν αἰμοστάλακτον θρόνον της μέσα εἰς τὴν καρδίαν τοῦ ἐνόχου. Ἐκεῖ εἰς τὰ σκοτεινὰ ὑπο συνείδητα τῆς ψυχῆς ― τοῦ ἀνθρώπου ζοῦν οἱ ἀόρατοι τύραννοι ― τὰ πάθη ― καὶ διὰ τὴν ἀπολύτρωσιν ἐκ τῆς τυραννίας τούτων ἡ ψυχὴ ἐκραύγαζε τὴν φωνὴν τοῦ Παύλου: «Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος! τὶς μὲ ρύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;» (Ρ ω μ. 7,24) .
Ὅλοι καὶ ὅλα ἐπόνουν καὶ ἐκραύγαζον καὶ αἱ φωναί των οὐρανομήκεις ἔφθανον μέχρι τοῦ Οὐρανοῦ καὶ ἐζήτουν ΛΥΤΡΩΣΙΝ. Read more »