Шта ћеш радити на летњем распусту?
Шта ћеш радити на летњем распусту?
(Τι θα κανεις το καλοκαιρι)
(Τι θα κανεις το καλοκαιρι)
Ζοῦμε, ἀγαπητοί μου, σὲ δύσκολη ἐποχή, σὲ ἄπιστα χρόνια. Ἡ ἀπιστία κυριαρχεῖ. Ἄλλοτε, δὲν τολμοῦσε ἄνθρωπος δημοσίως νὰ βλαστημήσῃ τὰ θεῖα, κανείς. Ἂν καμμιὰ φορὰ κάποιος τὸ τολμοῦσε, χίλια χέρια σηκώνονταν νὰ τὸν χτυπήσουν, δὲν μποροῦσε νὰ σταθῇ. Κι ἂν καμμιὰ φορὰ παρουσιαζόταν κανένας καὶ ἔλεγε ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός, Χριστός, Παναγιά, δὲν ὑπάρχει κόλασις καὶ παράδεισος, τοῦ ἔκλειναν τὴν πόρτα· καὶ ἡ γυναίκα του ἀκόμα τὸν ἔδιωχνε. Ὅπως σήμερα ἀποφεύγουν ἕναν ἄρρωστο μὲ ἀρρώστια μεταδοτική, ἔτσι ἀπέφευγαν τότε τὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶχε προσβληθῆ ἀπὸ τὴ χειρότερη ἀσθένεια, τὴν ἀθεΐα καὶ ἀπιστία. Στὰ χρόνια ἐκεῖνα βλάστημος καὶ ἄθεος δὲν ἦταν ἀνεκτός.
Τώρα ὅμως τελευταῖα τὸ κακὸ προχώρησε. Ὄχι μόνο αὐτοὶ ποὺ πᾶνε στὰ σχολειὰ καὶ στὰ πανεπιστήμια καὶ μαθαίνουν μερικὰ γράμματα καὶ κάνουν τὸ σοφὸ καὶ γυρίζουν στὸ χωριὸ καὶ κάθονται στὸ καφενεῖο διπλοπόδι μὲ τὸ τσιγάρο στὸ στόμα καὶ τρῶνε τὸν ἱδρῶτα τοῦ γεωργοῦ ἄκοπα, ὄχι μόνο αὐτοὶ λένε ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός, ἀλλ᾽ ἀκόμα καὶ στὰ βουνὰ καὶ στὰ λαγκάδια, ἁπλοϊκοὶ χωριάτες καὶ βοσκοὶ καὶ μικρὰ παιδιὰ καὶ γριὲς γυναῖκες ἀκοῦς νὰ λένε ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός. Εἶνε χρόνια ἄπιστα καὶ ἄθεα.
Καὶ ὄχι μόνο ἀρνοῦνται τὴν πίστι, ἀλλὰ καὶ ὡρισμένοι στὶς ἡμέρες μας μισοῦν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Μοιάζουν μὲ λυσσασμένο σκυλί. Ὅπως τὸ σκυλὶ ὅταν λυσσάξῃ δὲν γνωρίζει κανένα ἀλλὰ δαγκώνει ἀκόμα καὶ τὸ ἀφεντικό του, ἔτσι κι αὐτοί, λυσσασμένα σκυλιὰ τοῦ αἰῶνος μας, μισοῦν θανασίμως τὴν Ἐκκλησία. Ἂν ἦταν δυνατὸν θὰ γκρέμιζαν τοὺς ναοὺς καὶ θὰ ἔσφαζαν τοὺς κληρικοὺς καὶ ῥασοφόρους. Μήπως δὲν τὰ εἴδαμε αὐτὰ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας, εἴτε στὴν Κωσταντινούπολι εἴτε στὴ Βόρειο Ἤπειρο ἀπὸ τὸν Ἐμβὲρ Χότζα εἴτε στὴν Κύπρο ἀπὸ τὸν Ἀττίλα εἴτε στὴ Σερβία καὶ τὸ Κόσσοβο; Καὶ ὅλα αὐτὰ ὑπὸ τὰ ὄμματα τῆς διεθνοῦς ὑποκριτικῆς κοινωνίας, ποὺ ἀπὸ τὴ μιὰ κόπτεται γιὰ δημοκρατικὰ δικαιώματα κι ἀπὸ τὴν ἄλλη ξέρει νὰ νίπτῃ τὰς χεῖρας καὶ νὰ ἀμνηστεύῃ τὰ ἐγκλήματα.
Ἀλλὰ δὲν εἶνε μόνο οἱ ἄθεοι τῶν ξένων κρατῶν, ἐκεῖνοι ποὺ γκρέμισαν ἐκκλησιὲς καὶ ἀπαγόρευαν νὰ βαπτίζουν τὰ παιδιὰ καὶ ὑποχρέωναν τοὺς Χριστιανοὺς ἀκόμα καὶ νὰ ἀλλάξουν τὰ ὀνόματά τους. Εἶνε καὶ μερικοὶ δικοί μας ἐδῶ, ποὺ μισοῦν τὴν Ἐκκλησία καὶ θέλουν νὰ ἐφαρμόσουν καὶ στὴν πατρίδα μας τέτοια ἄθεα καθεστῶτα.
Κι ἅμα τοὺς ρωτήσῃς, Γιατί μισεῖτε τὴν Ἐκκλησία, τί κακὸ σᾶς ἔκανε; ἀπαντοῦν, ὅτι τάχα ἡ Ἐκκλησία συμμάχησε μὲ τὸ κατεστημένο, ὅτι οἱ παπᾶδες καὶ οἱ δεσποτάδες ὑποστηρίζουν τοὺς πλουσίους, τὸ κεφάλαιο…
Αὐτὸ εἶνε ψέμα. Δὲν ξέρω τί γίνεται σὲ ἄλλα δόγματα καὶ ἄλλες θρησκεῖες, ἀλλ᾽ ἐὰν ἐξετάσουμε τὴ δική μας πίστι θὰ δοῦμε, ὅτι αὐτὸς ποὺ ἵδρυσε τὴν Ἐκκλησία μας, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἔζησε πτωχὸς στὸν κόσμο καὶ στηλίτευσε τὴ φιλαργυρία. Κανένας ἄλλος δὲν ἤλεγξε τὸν πλουτισμό, τὴν πλεονεξία, τὴν ἀδικία, ὅπως ὁ Χριστός. Ἐκεῖνος εἶνε ποὺ εἶπε, ὅτι δυὸ πράγματα δὲν συμβιβάζονται· ἡ ἀγάπη τοῦ χρήματος καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τὸ ν᾽ ἀγαπᾷς τὰ λεπτὰ καὶ ν᾽ ἀγαπᾷς τὸ Θεό (βλ. Ματθ. 6,24). Αὐτὰ τὰ πράγματα εἶνε ἀσυμβίβαστα. Ὅπως δυὸ πόδια δὲ χωρᾶνε σ᾽ ἕνα παπούτσι, ἔτσι μέσα στὴν ἴδια καρδιὰ δὲ μπορεῖς νὰ βάλῃς τὴν ἀγάπη τοῦ χρήματος καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. «Οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ»· «κανείς δὲν μπορεῖ νὰ ἔχῃ δύο κυρίους· διότι ἢ τὸν ἕνα θὰ μισήσῃ καὶ θ᾽ ἀγαπήσῃ τὸν ἄλλο, ἢ θὰ προσηλωθῇ στὸν ἕνα καὶ θὰ περιφρονήσῃ τὸν ἄλλο» (Ματθ. 6,24). Τὰ εἶπε καθαρὰ ὁ Χριστός.
Θὰ πῇς ἴσως τὸ ἑξῆς. ―Ὁ Χριστὸς βέβαια εἶνε καλός. Πιστεύω ἐγὼ στὸ Χριστό. Ἀλλὰ οἱ παπᾶδες ἐκμεταλλεύονται τὴ θρησκεία καὶ θησαυρίζουν…
Δὲν ξέρω, ἐπαναλαμβάνω, τί γίνεται ἀλλοῦ στὸν κόσμο. Ἀλλὰ ἐδῶ στὴν πατρίδα μας οἱ παπᾶδες εἶνε ὅλοι φτωχοί, φτωχαδάκια. Πόσους παπᾶδες ἔχει ἡ Ἑλλάς; Ὀκτὼ χιλιάδες περίπου; Πηγαίνετε παντοῦ καὶ ἐρευνῆστε· στὴν Ἤπειρο, στὴ Μακεδονία, στὸ Μοριὰ καὶ στὰ νησιά· ὅπου νὰ πᾶτε, θὰ δῆτε ὅτι οἱ παπᾶδες δὲν προέρχονται ἀπὸ τὴν ἀριστοκρατία. Γεννήθηκαν σὲ σπίτια φτωχά, μέσα σὲ ταπεινὲς οἰκογένειες. Κανένα πλούσιο σπίτι, κανένας ὑψηλὸς ἀξιωματοῦχος, κανένας βαθύπλουτος ἐφοπλιστὴς δὲν κάνει τὸ παιδί του παπᾶ. Ψάξτε νὰ δῆτε. Ἂν βρῆτε κάπου κληρικὸ νὰ εἶνε παιδὶ δικαστικοῦ, εἰσαγγελέως, ἀνωτέρου ἀξιωματικοῦ ἢ ἄλλου μεγάλου, θὰ εἶνε ἐξαίρεσις, ποὺ δὲν καταργεῖ ἀλλ᾽ ἐπιβεβαιώνει τὸν κανόνα. Ὁ κλῆρος μας εἶνε «ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων καὶ σὰρξ ἐκ τῆς σαρκὸς» τοῦ λαοῦ.
―Καλὰ τὰ παπαδάκια, θὰ πῆτε, ἀλλὰ οἱ δεσποτάδες;
Δὲν ξέρω τί κάνουν οἱ ἄλλοι δεσποτάδες, ἀλλὰ ἐπιτρέψατέ μου νὰ τολμήσω νὰ πῶ κάτι γιὰ τὴ μητρόπολί μου, ποὺ μὲ γνωρίζει τόσα χρόνια. Μπορεῖ κανεὶς νὰ πῇ ὅτι ὁ ἐπίσκοπός της ἀγαπᾷ τὰ λεπτά; Ἂν ψάξετε τὶς τσέπες μου, χρήματα δὲ θὰ βρῆτε. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ἐγκαταστάθηκα ἔχω κάνει ἀμέτρητες λειτουργίες σὲ ὅλες τὶς ἐνορίες· ἀπὸ πουθενὰ δὲν πῆρα χρήματα, οὔτε ἕνα καφὲ δὲν ζήτησα. Δωρεὰν λειτουργῶ καὶ διδάσκω. Ἔκανα ἑκατοντάδες χειροτονίες· δραχμή δὲν πῆρα. Καὶ τὸ μισθό μου τὸν δίνω ὅλο. Ὅταν πεθάνω, δὲ θὰ βροῦν τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα ῥάσο καὶ μερικὰ βιβλία. Καὶ δὲν εἶμαι ὁ μόνος ἀσφαλῶς.
Δὲν στέκονται λοιπὸν οἱ κατηγορίες ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλος εἶνε ὁ λόγος ποὺ τὴ μισοῦν. Ἡ Ἐκκλησία εἶνε ὅ,τι τὸ χαλινάρι, ποὺ δὲν ἀφήνει τὸ ἄλογο νὰ πέσῃ στὸ γκρεμό, ὅ,τι τὸ φρένο, ποὺ ἀποτρέπει τὸ αὐτοκίνητο ἀπὸ τὸ δυστύχημα. Ἀλλ᾽ ὅπως τὸ λυσσασμένο ἄλογο δαγκώνει τὸ χαλινάρι του, ἔτσι καὶ οἱ ἐχθροὶ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ θέλουν νὰ ζοῦν χωρὶς χαλινάρι, κατὰ τὰ κέφια τους, ἐπιτίθενται μὲ μῖσος κατὰ τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀλλὰ καὶ γι᾽ αὐτοὺς ἀκόμα ποὺ τὴν μισοῦν ἡ Ἐκκλησία μας προσεύχεται. Ἐμεῖς δὲν τοὺς μισοῦμε· τοὺς ἀγαποῦμε κι αὐτοὺς καὶ προσευχόμεθα καὶ γι᾽ αὐτοὺς καὶ παρακαλοῦμε τὸ Θεό. Κανένα δὲν μισεῖ ἡ Ἐκκλησία· ὅπως ὁ Χριστὸς ἐπάνω στὸ σταυρό, ποὺ ἐνῷ τὸν καρφώνανε προσηύχετο γιὰ τοὺς σταυρωτάς του.
Ἀλλὰ προσοχή. Ἐνῷ ἡ Ἐκκλησία κανένα δὲ μισεῖ, πρέπει ὅμως νὰ ποῦμε ὅτι αὐτοὶ ποὺ μισοῦν τὴν Ἐκκλησία καὶ τοὺς κληρικούς, αὐτοὶ ποὺ ὑβρίζουν Θεὸ καὶ Παναγία, οἱ ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ καὶ διῶκτες τῆς Ἐκκλησίας, δὲν θά ᾽χουν καλὸ τέλος· τὸ λέει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα.
Τί εἶνε σήμερα; Σήμερα, Κυριακὴ μετὰ τὰ Χριστούγεννα, μνημονεύουμε ὅτι ἕνας βασιλιᾶς κακοῦργος, ὁ Ἡρῴδης, – τί ἔκανε; Πῆρε μαχαίρι καὶ ἔσφαξε πόσους; 14.000 βρέφη! Ὅπως ὁ χασάπης σφάζει τ᾽ ἀρνάκια, ἔτσι αὐτὸς ἔσφαξε 14.000 παιδάκια. Γιατί; Ἤλπιζε, ὅτι μεταξὺ τῶν παιδιῶν θὰ ἦταν καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Καὶ αὐτὰ μὲν σὰν ἀγγελούδια πῆγαν ἐπάνω στὸν οὐρανὸ καὶ ψάλλουν τὸ Ἀλληλούια. Ὁ Ἡρῴδης ὅμως τί ἔγινε; Ἐμένα ρωτᾶτε; Διαβάστε νὰ δῆτε τί λέει ἡ ἱστορία. Ἀρρώστησε, ἔπεσε κατάκοιτος στὸ κρεβάτι, γέμισε πληγὲς ποὺ ἔτρεχαν πύον, σάπισε, βρώμισε, σκουλήκιασε· ἔτσι πέθανε καὶ παρέδωσε τὴν ψυχή του. Καὶ μόνο αὐτός;
Ὑπάρχει καὶ ἄλλο παράδειγμα· ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης. Αὐτὸς ἔζησε μετὰ τριακόσια χρόνια. Κατεδίωξε τὴν Ἐκκλησία, ἤθελε νὰ ἐπαναφέρῃ τὴν εἰδωλολατρία, νὰ σβήσῃ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ νὰ μὴν ἀκούγεται. Τὸ τέλος του ποιό ἦταν; Ἔκανε πόλεμο, καὶ πάνω στὴ μάχη ἕνα βέλος, μία σαΐτα, τὸν χτύπησε στὸ στῆθος. Γέμισε τότε τὴ φούχτα του αἷμα καί, τὴν ὥρα ποὺ ξεψυχοῦσε πλέον, τὸ σκόρπισε στὸν ἀέρα καὶ εἶπε· «Νενίκηκάς με, Ναζωραῖε»· Χριστέ, μὲ νίκησες.
Κανείς δὲ μπορεῖ νὰ νικήσῃ τὸ Χριστό, ὄχι. Ὅποιος ἀντιτίθεται ―σημειῶστε το―, ὅ,τι κι ἂν εἶνε, μικρὸς ἢ μεγάλος, ἄνθρωπος ἢ σύστημα, ὅποιος πάει κόντρα μὲ τὸ Χριστό, θὰ γίνῃ στάχτη. Ὑπάρχει Θεός, ὑπάρχει Χριστός!
Βουλῶστε τ᾽ αὐτιά σας, ἀδελφοί μου. Μὴν ἀκοῦτε τί λέει ὁ ἕνας κι ὁ ἄλλος. Κρατῆστε τὴν πίστι στὸ Χριστό, τὴν πίστι τῶν πατέρων μας, βαθειὰ στὴν ψυχή σας. Καμμιά δύναμις νὰ μὴ μπορέσῃ νὰ τὴν ξερριζώσῃ.
Αὐτὰ εἶχα νὰ σᾶς πῶ καὶ αὐτὰ νὰ πιστεύετε. Ν᾽ ἀκοῦτε τὴν Ἐκκλησία μας. Κι ὅταν πλησιάσῃ τὸ τέλος τῆς ζωῆς μας, νὰ μὴν εἶνε ὅπως τὸ τέλος τοῦ Ἡρῴδου, ποὺ ἀποδοκιμάστηκε ἀπὸ τὸν παντοδύναμο Θεό, ἀλλὰ τὸ τέλος μας νὰ εἶνε ὅπως τοῦ λῃστοῦ, ποὺ ἐπάνω στὸ σταυρὸ εἶπε «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
{Κυρ. μετὰ Χριστοῦ Γέννησιν (Μτ. 2,13-23).Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Ἁγίου Νικολάου Ὑδρούσης – Φλωρίνης 29-12-1976 ἡμέρα Τετάρτη}
_____________
__________
Данас живимо драги моји, у тешком времену, у неверним годинама. Неверје преовлађује. Иначе, човек се није усуђивао јавно да хули на божанско, нико. Ако би се случајно некада и неко одважио, хиљаду руку се подизало да га удари, није могао опстати. Када би се пре неко појавио и рекао да не постоји Бог, Христос или Богородица, да не постоји пакао и рај, затварали би му сва врата, чак би га и његова жена отерала из куће. Као у наше време данас што избегавају неког болесника са преносивом болешћу, тако су избегавали у оно старо време човека који је био погођен том опаком болешћу, неверјем и атеизмом. У оно време хулитељ и неверник нису били прихваћени од друштва. У последње време зло се проширило. Не само они који иду у школе и на факултете и уче неколико слова, и праве се паметни и враћајући се у своје село и седећи у кафићу са преклопљеним ногама и са цигаретом у устима једући зној земљорадника, не само да говоре да не постоји Бог, него и у брдима и долинама чујеш обичне сељане и чобане, па и малу децу, старе жене да говоре, не постоји Бог. То су године неверја и атеизма. Не само да негирају веру, него појединци у наше време и мрзе Цркву Христову. Сличе побеснелом псу. Као пас када је бесан не позна никога већ гризе и свог газду, тако и они, бесни пси нашег века, мрзе смртно Цркву. Када би могли срушили би храмове и клали би свештенике и ризоносце. Да ли такве ствари већ нисмо видели у нашим данима у Констандинграду , у Северном Ипиру (Албанија) од Енвер Хође или на Кипру од Атиле или у Србији или на Косову ? И све то у име светског друштва лицемера, које се бори за демократска права са једне стране а са друге зна да пере руке и да даје помиловања за злочине.
Међутим, нису само атеисти страних држава, они који су срушили цркве, забранили да се крштавају деца и обавезали хришћане да промене своја имена. Ту су и неки наши сународњаци, који мрзе Цркву и који желе у нашој домовини да спроведу такву атеистичку власт. И питамо их? Зашто мрзите Цркву, шта вам је лоше учинила? Одговарају тобож, да је Црква подржавала власт тј. свештеници и епископи да су подржавали богаташе, деонице итд…. То је једна велика лаж. Не знам шта се дешава у другим догмама и у другим религијама, али ако простудирамо нашу веру видећемо, да Онај који је основао нашу Цркву, наш Господ Исус Христос, је живео као сиромах на овом свету и да је осуђивао среброљубље. Нико други није критиковао богаћење, похлепу, неправду као Христос. Он је тај који је први рекао, да се две ствари никако не слажу, љубав према новцу и љубав према Богу, да волиш Бога и новац (Мат. 6,24). Те ствари су неспојиве. Као што две ноге не могу стати у једну папучу, тако не можеш у срцу имати љубав према новцу и љубав према Богу. Нико не може два господара служити, јер или ће једнога мрзити, а другога љубити; или ће се једнога држати, а другога презирати. Не можете служити Богу и мамону. (Мат. 6,24). То нам је рекао јасно Христос.
Можда ћеш рећи – Христос је, наравно, добар. Верујеш у Христа. Међутим свештеници искоришћавају религију и скупљају благо….. Не знам, понављам, шта се дешава даље у свету. Овде у нашој домовини сви свештеници су сиромашни, слабог имовног стања. Колико свештеника има Грчка? Осам хиљада отприлике? Идите свуда и истражите по Северном Ипиру, у Македонији, у Морији и на отоцима; где год да одете, видећете да свештеници не долазе из аристократије. Родили су се у сиромашним кућама, у скромним породицама, ни један није из богате породице, ни један дете официрско, ни један богати тајкун не дозвољава да његово дете буде свештеник. Истражите мало и уверићете се. Ако пронађете да је свештеник дете неког судије, адвоката, вишег чиновника или неког другог великог члана друштва, биће то изузетак, који не потире, већ сведочи правилу да је наше свештенство кост од кости и тело од тела нашег народа. Добро, рећи ће ми неко, свто је за свештенике – а шта са владикама? Не знам шта раде друге владике, али допустите ми да кажем нешто о мојој митрополији која ме познаје толике године. Да ли неко може рећи да њен епископ воли новце? Ако претражите моје џепове, новце нећете пронаћи. Од часа када сам постављен за епископа, служио сам у многим парохијама, али нигде нисам узео новце, нисам тражио ни једну кафу. Бесплатно служим и поучавам. Обавио сам на хиљаде хиротонија, једну драхму нисам узео. А моју плаћу дајем до последње драхме. Када умрем, неће пронаћи ништа више од једне одежде и неколико књига. А сигурно да нисам једини који тако чини. Тако да те оптужбе против Цркве баш и не држе се чврсто. Други је разлог зашто је мрзе. Црква је као узде које не дозвољавају коњу да падне у провалију, као кочница која спречава аутомобил од несреће. Као бесан коњ што гризе своју узду, тако и непријатељи Цркве, који желе да живе без узде, већ по својој жељи, нападају са мржњом Цркву. Међутим, и за оне који је мрзе, наша Црква се моли. Ми их не мрзимо, волимо их и молимо се за њих. Никога не мрзи Црква, већ попут Христоса на крсту, док су га разапињали, Христос се молио за своје џелате.
Овде обратите пажњу: док Црква никога не мрзи, требамо овде рећи да они, који мрзе Цркву и свештенике, они који псују Бога и Богородицу, непријатељи Христови и прогонитељи Цркве, неће имати добар крај, то нам говори данашње Јеванђеље.
Шта је данас? Данас је прва недеља после Божића. Шта се при томе присећамо да је један цар, злочинац Ирод,учинио? Да је узео је нож и колико деце је заклао? Заклао је 14.000 хиљада младенаца! Као што месар коље јагње, такао је и Ирод заклао 14.000 хиљада деце. Зашто? Јер се надао да ће међу том децом бити и наш Господ, Исус Христос. А ти анђели су отишли на небеса и поју: !Алилуја!» Шта се догодило Ироду? Питате мене? Прочитајте да видите шта нам говори прича. Разболео се, пао је непокретан у кревет, испунио се ранама из којих је излазио гној, иструнуо је и усмрдео се, уцрвао и такав је и умро, те предао своју душу. Да ли је само он имао такав крај? Постоје и други примери, нпр. Јулијана Преступника. Јулијан је живео после тристоте године. Прогонио је Цркву, желео је да поврати идолопоклонство, желео је да се више Христово име не чује. Који је био његов крај? Отишао је у рат, и у бици једна стрела га је погодила у прса. Испунила се његова шака крвљу у онај час и у моменту док је испуштао душу, размахнуо је руком и рекао: „Победио си ме, Назарећанине“, дакле рекао је – Победио си ме Христе. Нико не може да победи Христа, не. Ако се неко супротставља Христу – забележите ово: био он велики или мали, човек или систем, онај ко иде против Христа, претвориће се у пепео. Постоји Бог, постоји Христос!
Зачепите своје уши, браћо моја. Немојте слушати шта кажу други људи и причају. Задржите своју веру у Христа, веру наших отаца, дубоко у својој души. Ни једна сила неће је моћи искоренити. То сам вам имао рећи и у то да верујете. Слушајте нашу Цркву. А када се буде приближио крај нашег живота, да не буде као Иродов крај, који је био искушаван од Свемогућег Бога, него да буде наша кончина као кончина разбојника на крсту који је рекао: „Сети ме се Господе, када дођеш у царству Твоме“ (Лука. 23,42).
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
{Недеља после Божића. Беседа Митрополита Флорине о. Августина Кандиота у светом храму Светог Николе у селу Идруса – Флорина – 29-12-1976, дан среда}
У ДИРЕКТНОЈ СУПРОТНОСТИ ХРИСТОВИМ РЕЧИМА, «ВЕРУЈУ» ЦАРИГРАДСКОГ ПАТРИЈАРХА
”Високопоштованом г-ну Мојсеју Константину, Председнику Централног Израелског Савета Грчке, благодат и мир од Бога.
Са великом жалошћу сазнали смо у Цариградској Патријаршији за нови покушај изазивања пожара у згради Јеврејске Синагоге у Старом Граду у Хања.
Зато Вам и овом нашом Патријарашком Граматом јављамо да осуђујемо тај чин, као и сваки покушај насиља и тероризма а особито против места где се служи Богу, и изражавамо Вам најдубљу жалост наше најсветије Цариградске Цркве нашу лично због овог догађаја, и молимо се да Бог сачува Вас и Јеврејску заједницу у Грчкој од сваког напада.
Поводом тога, призивамо на Вас благодат и безграничну милост Божију.
20 Јануар 2010.
Ватрени молитвеник Богу
Цариградски Патријарх Вартоломеј”
◊ ”Пошто, дакле, не знају Оца, распели су Сина и одбацили помоћ Духа, ко неће са смелошћу рећи да је њихова синагога збориште демона? Тамо се не прославља Бог, него је то место идолопоклоништва” (Беседа 6, 6; стр. 321)
◊ Немој ми само рећи да се тамо налази закон и књиге прорка. То није довољно да учини место светим… Пошто је чак и Ђаво наводио речи Писма, зар су тако његова уста освећена?
(Беседа 6, 6; стр. 321)
◊ Код Јевреја не постоји више ни жртва нити свештенство (Беседа 5, 12; стр. 291)
◊ Њихов ”свештеник” је нечист и богохулан и безбожан и разгневљује Бога (Беседа 6, 5; стр. 317)
–
–
–
–
–
–
–
(ΠΟΥ ΕΠΙΚΥΡΩΘΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΤ΄ ΚΑΙ Ζ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΕΣ ΣΥΝΟΔΟΥΣ)
[Κανών ΜΕ΄ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, μτφρ]
[«Ὀρθοδοξία καί “Οἰκουμενισμός”. Μία Ὀρθόδοξος γνωμάτευσις καί μαρτυρία», στό «Κοινωνία», 18,2 (1975), σ. 98]
«Οἱ Ἱεροί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας στήν ἐξάσκηση τῆς φιλανθρώπου ποιμαντικῆς διακονίας τους δέν δίσταζαν, προκειμένου νά περιφρουρήσουν τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, νά θεσπίσουν, μέ φιλαδέλφο αὐστηρότητα, ἱερούς Κανόνες. Ἀνάμεσα σ’ αὐτούς ὑπάρχουν καί ἀρκετοί, οἱ ὁποῖοι ρητῶς ἀπαγορεύουν τή συμπροσευχή τῶν Ὀρθοδόξων μετά τῶν αἱρετικῶν ὄχι μόνο γιά νά μή μολυνθοῦν οἱ πιστοί καί ἀμβλυνθεῖ τό Ὀρθόδοξο αἰσθητήριό τους, ἀλλά καί γιά να καλλιεργηθεῖ ἡ μετάνοια στούς αἱρετικούς, ἴσως καί ἐπιστρέψουν στήν κανονική μάνδρα τοῦ Χριστοῦ, ἥτις εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Τόσο τό γράμμα ὅσον καί τό πνεῦμα τῶν ἱερῶν Κανόνων ἀπαγορεύουν ρητῶς τίς συμπροσευχές. Σύγχρονοι θεολογοῦντες Ὀρθόδοξοι κληρικοί ἐνθαρρύνουν τίς μετά τῶν ἑτεροδόξων συμπροσευχές, ἄνευ τῆς ἀπαραιτήτου προηγηθείσης ἑνότητος τῆς Πίστεως καί τῆς Κοινωνίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» [ Ἐφημερίδα «Ὀρθόδοξος Τύπος», φ. 31/7/2009]
________________
___________________
.
.
.
.
.
.
.
.
(КОЈИ СУ ПОТВРЂЕНИ ОД СТРАНЕ ШЕСТОГ И СЕДМОГ ВАСЕЉЕНСКОГ САБОРА)
(33. Канон Лаодикијског Сабора)
(45. Канон Светих Апостола)
(”Православље и Екуменизам”, часопис Кинонија 18, 2, 1975, стр. 98)
(Часопис ”Православна Штампа”, Грчка, од 31. јула 2009)
(Црква га прославља 14. јуна)
(Свети Јустин Поповић, ”Човек и Богочовек”, издање Астир, Атина 1993, 6. издање, стр. 159. Превео на грчки о. Атанасије Јевтић)
____
(Тумачи 9. и 34. Канон Лаодикијског Сабора):
◊ (Канон 9): ”…Сви који припадају Цркви, тј. православни верници, не треба да иду на гробља јеретика, где су сахрањени поједини познати јеретици, или на места где су сахрањени њихови мученици; (…) Не треба да иду к њима, православни Хришћани, нити да се моле, нити да траже исцелење, тј. да им одају пошту или да ишту излечење својих болести. А који би то учинили, одређује овај Канон да се одлуче привремено, док се не покају и исповеде да су сагрешили. Погледај и 45. Канон Светих Апостола (тај Канон наређује одлучење клирика који се заједно моле са јеретицима)”
◊ (Канон 34): ”…9. Канон (претходно наведен) само одлучује оне одлазе на гробове лажних мученика јеретика, … док овај (34-ти) анатемише оне који тамо иду, јер су пренебрегли истинске Мученике Христове, оделивши се тако од Бога, и отишли су лажним мученицима, са свим својим срцем и расположењем душе…”
(Свети Никодим Светогорац, Пидалион (Крмчија) умног Брода, Једне Свете Католичанске и Апостолске Цркве Православних, Солун 2033, стр. 424, 424 и 433)
________
________
Ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς: (Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τή μνήμη του στίς 14 Ἰουνίου)
[ Ἰουστίνου Πόποβιτς, «Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος», ἐκδόσεις «Ἀστήρ», Ἀθήνα 1993, ἔκδοση στ΄, σελ. 159 ]
______
Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης [ Ἑρμηνεύει τούς Θ΄ καί ΛΔ΄ Ἱερούς Κανόνες τῆς Συνόδου τῆς Λαοδικείας: ◊ [Κανών Θ΄]:
[Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Πηδάλιον τῆς νοητῆς Νηός, τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησίας, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 423, 424 καί 433, μέ ἀπόδοση στή δημοτική γλώσσα].
Τῶν ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἑορτὴ τῶν κορυφαίων ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου καὶ αὔριο ἡ σύναξις τῶν Δώδεκα ἀποστόλων.
Οἱ ἀπόστολοι εἶνε ἀστέρια τοῦ πνευματικοῦ σύμπαντος, ποταμοὶ τοῦ Πνεύματος, στῦλοι τῆς Ἐκκλησίας ποὺ γι᾽ αὐτὸ ὀνομάζεται ἀποστολική. Νὰ τοὺς ἐπαινέσουμε; Δὲν εἴμαστε ἄξιοι. Δὲν ἔχουν ἄλλωστε ἀνάγκη τοὺς ἐπαίνους μας. Εἶχαν ἐξαιρετικὲς εὐλογίες καὶ ἔλαβαν μεγάλες δυνάμεις γιὰ τὸ ἔργο τους.
Εἶνε θαυμαστὸ ὅτι, ἂν καὶ κατήγονταν ἀπὸ διάφορες πατρίδες καὶ εἶχαν καθένας τους διαφορετικὸ χαρακτῆρα, ἐν τούτοις ἦταν ἑνωμένοι. Ἡ Ἐκκλησία τοὺς ἐγκωμιάζει ὡς «διῃρημένους τοῖς σώμασι, καὶ ἡνωμένους τῷ Πνεύματι» (στιχ. ἑσπ. 29ης Ἰουν.). Δώδεκα σώματα, ἀλλὰ μία ψυχή· μὲ μία πνοή, μία σκέψι, ἕνα αἴσθημα.
Ποιό ἦταν ἐκεῖνο ποὺ τοὺς ἕνωνε; Τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ πίστι στὸ Χριστό. Πίστευαν ἀκραδάντως. Λέμε κ᾽ ἐμεῖς πὼς πιστεύουμε, ἀλλὰ ἡ πίστι μας δὲν συγκρίνεται μὲ τὴν πίστι τῶν ἀποστόλων.
Γι᾽ αὐτὴ τὴν πίστι τῶν ἀποστόλων θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε, ἀγαπητοί μου, νὰ πῶ λίγες λέξεις. Περὶ πίστεως ὁμιλεῖ τὸ εὐαγγέλιο σήμερα.
Ὁ Κύριος, λέει, μὲ τοὺς δώδεκα μαθητὰς ἔφυγε ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα. Στὶς μεγάλες πόλεις συχνὰ συγκεντρώνεται ὅ,τι κακό. Καὶ στὰ Ἰεροσόλυμα ἦταν ἡ φωλιὰ τοῦ Ἄννα, τοῦ Καϊάφα, τοῦ Πιλάτου. Ἀπομακρύνθηκε λοιπὸν καὶ βάδιζε πρὸς τὰ ἐρημικώτερα μέρη, στὰ μέρη «Καισαρείας τῆς Φιλίππου» (Ματθ. 16,13). Μακριὰ ἀπὸ τὸ θόρυβο τῶν πόλεων, κοντὰ στὴ φύσι, ποὺ φέρνει καὶ κοντὰ στὸ Θεό, ἐκεῖ ποὺ ἀκούγεται μόνο τὸ θρόισμα τῶν φύλλων, τὸ ἀηδόνι καὶ τὸ ῥυάκι, μέσα στὴν ἀμόλυντη πλάσι, στὴν ἔρημο, ἐκεῖ τὸ πνεῦμα ἠρεμεῖ.
Ἐκεῖ λοιπὸν καὶ ὁ Χριστός, βαδίζοντας, ἔθεσε καθ᾽ ὁδὸν στοὺς μαθητάς του ἕνα ἐρώτημα. Εἶνε τὸ δυσκολώτερο ἀπὸ ὅλα τὰ προβλήματα, ἀπὸ τὴ λύσι τοῦ ὁποίου ἐξαρτᾶται ἡ εὐτυχία ἢ ἡ δυστυχία τῆς ἀνθρωπότητος. Ἔθεσε ἕνα ἐρώτημα, στὸ ὁποῖο δὲν μποροῦμε νὰ μείνουμε ἀδιάφοροι. Ἀπήντησαν σ᾽ αὐτὸ οἱ προηγούμενες γενεὲς μετὰ ἀπὸ πεισματώδεις ἀγῶνες, θ᾽ ἀπαντήσουν καὶ οἱ μέλλουσες. Καλεῖται ν᾽ ἀπαντήσῃ καὶ ἡ δική μας γενεά. Καλεῖσαι κ᾽ ἐσύ, Χριστιανέ, σήμερα ν᾽ ἀπαντήσῃς· καὶ ἀπὸ τὴν ἀπάντησί σου θὰ σὲ ζυγίσω, θὰ κρίνω ἂν εἶσαι Χριστιανός.
Ποιό εἶνε λοιπὸν τὸ ἐρώτημα τοῦ Ἰησοῦ στοὺς ἀποστόλους· «Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι;», ποία ἰδέα ἔχουν γιὰ μένα οἱ ἄνθρωποι; (ἔ.ἀ.). Κι αὐτοὶ τί ἀπήντησαν; Ἦταν παιδιὰ τοῦ λαοῦ. Ψαρᾶδες καὶ τεχνῖτες καὶ μικροεπαγγελματίες, εἶχαν τὸ αὐτί τους κοντὰ στὸ λαό· ἄκουγαν τὸν ἀντίκτυπο, τὰ σχόλια καὶ τὶς ἐντυπώσεις ποὺ δημιουργοῦσε ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ. Διότι κάθε δημόσιο πρόσωπο δέχεται κριτική· εἶνε ἀδύνατον ν᾽ ἀποφύγῃ τὰ σχόλια. Καὶ ἀπήντησαν.
Διδάσκαλε, λένε, ὁ λαὸς δὲν σὲ θεωρεῖ τυχαῖο πρόσωπο· σὲ θεωροῦν ἕνα ἄνδρα μεγάλο. Ἄλλοι λένε, ὅτι εἶσαι ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ποὺ συνετάραξε τὸν Ἰορδάνη· ἄλλοι, ὅτι εἶσαι ὁ προφήτης Ἠλίας, ποὺ ἔκλεινε καὶ ἄνοιγε τοὺς οὐρανούς· ἄλλοι ὁ Ἰερεμίας, ὁ φλογερὸς κήρυκας τῆς ἀληθείας τοῦ Θεοῦ, ἢ κάποιος ἀπὸ τοὺς μεγάλους προφήτας.
Δὲν ἱκανοποιήθηκε ὁ Χριστός, καὶ κάνει τώρα τὸ κυριώτερο ἐρώτημά του· Σεῖς οἱ μαθηταί μου τί μὲ θεωρεῖτε; Καλὰ ὁ κόσμος, τέτοια ἰδέα ἔχει γιὰ μένα, μὲ θεωρεῖ ἕνα μεγάλο ἄνθρωπο· ἐσεῖς τί μὲ θεωρεῖτε; (ἔ.ἀ. 16,15). Ἄκρα σιγὴ τώρα μέσα στὸ δάσος. Καὶ ἐκεῖ, κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα, ἐδόθη ἡ ἀπάντησις.
Οἱ μαθηταὶ ῥιγοῦν, συγκλονίζονται. Ἀπαντοῦν ὄχι ὅλοι μαζί. Δὲν εἶνε ἀναρχούμενη μᾶζα οἱ ἀπόστολοι· εἶνε πειθαρχημένη ἀδελφότης. Ἀπαντᾷ λοιπὸν ἐκ μέρους ὅλων ὁ πρωτοκορυφαῖος Πέτρος· γίνεται τὸ στόμα τῶν ἀποστόλων. Ἐμεῖς, Κύριε, λέει, δὲν σὲ θεωροῦμε ἁπλῶς ἕνα μεγάλο ἄνδρα· ἐμεῖς σὲ θεωροῦμε ἀνώτερο ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἄνδρες τῆς παλαιᾶς διαθήκης· πιστεύουμε ὅτι εἶσαι «ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (ἔ.ἀ. 16,16).
Τότε ὁ Χριστὸς «ἠγαλλιάσατο τῷ πνεύματι», ἐπῄνεσε τὴν ἀπάντησι. Εἶσαι μακάριος, Πέτρο, σὺ ὁ ψαρᾶς· δὲ διάβασες βιβλία καὶ φιλοσοφίες, βρῆκες ὅμως τὸ κλειδὶ τῆς ἀληθείας, ποὺ εἶνε ἡ πίστι στὸ Χριστό. Εἶσαι μακάριος, διότι αὐτὸ ποὺ εἶπες δὲν εἶνε προϊὸν ἀνθρωπίνης σκέψεως· εἶνε ὁ βράχος πάνω στὸν ὁποῖο θὰ στηριχθῇ τὸ οἰκοδόμημα τῆς Ἐκκλησίας μου· αὐτὸ δὲν εἶνε ἀνθρώπινη ἐπινόησις, εἶνε ἔλλαμψις τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀποκάλυψις τοῦ οὐρανίου Πατρός μου. «Μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνᾶ, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ᾽ ὁ πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (ἔ.ἀ. 16,17). Τί λόγια! Ὅποιος διαβάζει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ δὲ δακρύζει, δὲν ἀξίζει νὰ λέγεται ἄνθρωπος.
Καὶ μετὰ τί τοῦ λέει· «Σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (ἔ.ἀ. 16,18). Πλοῦτος νοημάτων συνωστίζονται μέσα στὶς λίγες αὐτὲς λέξεις.
Ἡ ἀξία μιᾶς οἰκοδομῆς δὲν εἶνε τόσο στοὺς τοίχους καὶ τὴ στέγη ὅσο στὰ θεμέλια. Ὅποιο σπίτι ἔχει γερὰ θεμέλια, δὲ φοβᾶται ποταμούς, θύελλες, σεισμούς. Ὅπως λοιπὸν κάθε σπίτι ἔχει θεμέλιο, κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶνε οἰκοδομή, ποὺ ἔχτισε ὁ Θεός, καὶ θεμέλιό της εἶνε ὁ Χριστός. Αὐτὸς εἶνε «τὸ Ἄ(λφα) καὶ τὸ Ὠ(μέγα), ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος» (Ἀπ. 22,13). Εἶνε ὄχι ἁπλῶς τέλειος ἄνθρωπος, ἀλλὰ καὶ τέλειος Θεός, Θεάνθρωπος. Αὐτὸ εἶπε ὁ Πέτρος· Εἶσαι «ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος». Καὶ πάνω στὴν «πέτρα», στὴν ἄσειστη αὐτὴ ἀλήθεια, εἶνε θεμελιωμένη ἡ Ἐκκλησία.
Οἱ φράγκοι διαστρεβλώνουν τὸ νόημα τοῦ χωρίου καὶ λένε, ὅτι «πέτρα» εἶνε ὁ Πέτρος. Λάθος. «Πέτρα» εἶνε ἡ πίστι ποὺ διεκήρυξε ὁ Πέτρος, ἡ πίστι στὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Παρερμηνεύουν παπικοὶ τὸ χωρίο, θέλοντας νὰ στηρίξουν σ᾽ αὐτὸ τὸ πρωτεῖο τοῦ πάπα. Τὴν ὀρθὴ ἑρμηνεία ἔδωσαν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας· «Σὺ εἶσαι Πέτρος, καὶ αὐτὴ ἡ πίστι σου εἶνε ἡ πέτρα πάνω στὴν ὁποία θὰ οἰκοδομήσω τὴν Ἐκκλησία μου, καὶ θὰ μείνῃ ἀνίκητη ἀπὸ τὶς δυνάμεις τοῦ ᾅδου καὶ ἀκατάλυτη».
Καὶ ποιά εἶνε ἡ Ἐκκλησία; Ἐκκλησία λέμε συχνὰ καὶ τὸ κτήριο τοῦ ναοῦ. Ἕνα κτήριο ὅμως καταλύεται· ὁ χρόνος ἢ ἕνας σεισμὸς ἢ κάποια δολιοφθορὰ τῶν ἀθέων μπορεῖ νὰ τὸ φθείρῃ, νὰ τὸ γκρεμίσῃ καὶ νὰ γίνῃ ἐρείπιο. Ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, κι ἂν ἀκόμα γκρεμιστοῦν ὅλοι οἱ ναοί, μένει ἀκατάλυτη. Ἐκκλησία δὲν εἶνε τὸ κτήριο, τὰ ντουβάρια. Ξέρεις ποιά εἶνε ἡ Ἐκκλησία; Βλέπεις ἐκείνη τὴ μάνα μὲ τὸ μικρό της στὴν ἀγκάλη ποὺ ψελλίζει τὶς λέξεις «Χριστὸς» καὶ «Κύριε, ἐλέησον»; Βλέπεις ἐκεῖνο τὸ παιδὶ κ᾽ ἐκεῖνο τὸ νέο, ποὺ ἀντιστέκονται; Βλέπεις ἐκεῖνο τὸ γέροντα ποὺ ἔρχεται μὲ τρεμάμενα γόνατα νὰ μεταλάβῃ; Βλέπεις ἐκεῖνο τὸν ἐργάτη, ἐκεῖνο τὸν ἀγρότη, ἐκεῖνο τὸν ἐπιστήμονα, ἐκεῖνο τὸν καθηγητή, ἐκεῖνο τὸν ἀξιωματικό, ἐκεῖνο τὸν ἄρχοντα, ποὺ κρατοῦν τὸ Εὐαγγέλιο, ἀκοῦνε τὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεως, κάνουν σταυρό, γονατίζουν στὸ πετραχήλι; Αὐτοὶ εἶνε ἡ Ἐκκλησία. Ὅποιος βαπτίστηκε στὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος, πιστεύει στὸ Χριστὸ καὶ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, εἶνε Ἐκκλησία.
Ἡ Ἐκκλησία εἶνε μέσ᾽ στὶς καρδιές. Ἐκεῖ ἔχει ῥίξει ῥίζες, καὶ δὲ φοβᾶται θύελλες καὶ διωγμούς. Κι ἂν ἀκόμα ἀνοίξῃ ἡ κόλασι καὶ βγοῦν ὅλοι οἱ δαίμονες νὰ τὴν πολεμήσουν, ἡ Ἐκκλησία θὰ παραμείνῃ εἰς τὸν αἰῶνα.
Σήμερα ἐκεῖνο ποὺ σπανίζει δὲν εἶνε ὁ χρυσός· τὸ πολὺ σπάνιο σήμερα εἶνε ἡ πίστι. Τὸ εἶπε ὁ Χριστός· «Ἂν ξανάρθω στὴ γῆ, θὰ βρῶ ἆραγε τὴν πίστι;» (βλ. Λουκ. 18,8). Μέσ᾽ στοὺς ἑκατὸ ζήτημα ἂν ἕνας πιστεύῃ. Ἄλλα «πιστεύω» ἀπατηλὰ ἐπικρατοῦν. Ἀνάμεσα σ᾽ αὐτὰ σὰν φάρος οὐράνιος ὑψώνεται τὸ «Πιστεύω» τῆς Ἐκκλησίας, τὸ «πιστεύω» τοῦ Πέτρου, τοῦ Παύλου, τῶν ἁλιέων, τῶν ἁπλοϊκῶν ψυχῶν. Λένε γιὰ τὸ μεγάλο Γάλλο μαθηματικὸ Πασκάλ, ὅτι θαύμασε σὲ χωριὸ τῆς Βρετάνης ἕνα χωρικὸ τὴν ὥρα ποὺ προσευχόταν, καὶ εἶπε· Δὲ θέλω τὴν ἐπιστήμη, δὲ θέλω τὴ φιλοσοφία· θέλω τὴν πίστι τῶν χωρικῶν τῆς Βρετάνης!
Χριστέ ―ἂς ποῦμε ἐμεῖς―, δὲ θέλουμε τὰ ψεύτικα φῶτα, τὴ ματαιότητα, τὰ πλούτη τοῦ κόσμου· δῶσ᾽ μας τὴν πίστι τῶν ἀποστόλων, τὴν πίστι τῶν μαρτύρων, τῶν ἁγίων πατέρων καὶ τῶν προγόνων μας. Χριστέ, «πρόσθες ἡμῖν πίστιν» (Λουκ. 17,5). Χωρὶς αὐτὴ δὲ ζοῦμε.
Ἀνοῖξτε, ἀγαπητοί μου, τὸ Εὐαγγέλιο, τὶς Πράξεις τῶν ἀποστόλων, τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου. Καὶ στὸ θεμελιῶδες ἐρώτημα «Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι;», ποὺ ἀπευθύνει καὶ σ᾽ ἐμᾶς ὁ Χριστός, κάθε ψυχή, κ᾽ ἐγὼ ὁ ἐπίσκοπος κ᾽ ἐσεῖς, ν᾽ ἀπαντήσουμε ὅπως ὁ Πέτρος· Ναί, Κύριε, πιστεύω ὅτι σὺ εἶσαι «ὁ Χριστός, ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος»· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναὸ του Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 29-6-1969 Κυριακὴ πρωί)
________________
___________________
Данас је драги моји празник врховних апостола Петра и Павла, а сутра је Сабор светих дванаест апостола.
Апостоли су звезде на духовном небу, реке Духа, стубови Цркве која се зато и назива апостолска. Да ли да их похвалимо? Нисмо достојни. А њима нису ни потребне похвале. Они су имали посебне благослове и примили су посебне дарове за своје дело.
Заиста је задивљујуће да су они потицали из различитих домовина и да је свако од њих имао различит карактер, а ипак су били уједињени. Црква их опева као „раздвојени телесно а уједињени у Духу“ (стих. веч. 11 јул). Дванаест тела али једна душа, један дух, једна мисао, један осећај.
Шта је то што их је уједињавало? Лице нашег Господа Исуса Христа, вера у Христа. Веровали су неклонуло. И ми кажемо како верујемо али наша вера се не може упоредити са вером апостола.
О тој апостолској вери, дозволите ми, драги моји да кажем неколико речи. О вери нам говори данашње Јеванђеље.
Господ је, каже Јеванђеље са дванаест ученика отишао у престолницу. У великим се градовима скупља све лоше. И у Јерусалиму је било гнездо Анино, Кајафино и Пилатово. Одаљио се дакле и ишао је према пустињским крајевима „Кесарије Филипове“ (Мат. 16,13). Далеко од буке градова, близу природе, која човека приближава Богу, тамо где се само чује шушкање лишћа, песма славуја и течење реке, у незагађеној творевини, у пустињи, тамо се дух умирује.
Тамо је и Христос ходајући, поставио ученицима једно питање. То је најтеже питање од чијег одговора зависи срећа или несрећа човечанства. Поставио је једно питање, које нас не оставља равнодушним. Одговориле су на то питање претходне генерације након упорних борби, одговориће на то питање и будућа поколења. На то питање је позвано да одговори и наше поколење. И ти си данас позван хришћанине, данас одговори а после твога одговора ћу те извагати, проценићу да ли си хришћанин.
Које је то питање поставио Исус, апостолима: „Шта о мени говоре људи?“,“ Шта мисле о мени људи?“. Како су апостоли одговорили на то питање? Они су били народна деца, рибари, занатлије и мали трговци, живели су међу народом, слушали су одјек, коментаре и утиске које је стварала реч Христова. Зато што свака јавна личност прима критику , немогуће је да избегне коментаре. И одговорили су.
Учитељу, рекли су, народ те не сматра неким обичним човеком, кажу да си велики човек. Неки говоре да си Јован Претеча, који је узбуркао Јордан, други говоре да си пророк Илија, који је затворио небеса, трећи говоре да си Јеремија, ватрени проповедник истине Божије, или неки од великих пророка.
Христос није био задовољан одговором, и сада поставља главно- кризно питање: „А ви моји ученици, шта ви кажете ко сам ја?“. Добро тако мисли свет, такву представу свет има о мени, сматрају ме великим човеком али ви шта кажете ко сам ја? (Мат. 16,15). Потпуна тишина је испунила шуму. И тамо испод звезда небеских дат је и одговор.
Ученици су дирнути, клонули. Одговарају сви заједно. Нису апостоли тамо нека маса они су уједињено братство. Одговара у име свих врховни апостол Петар, он постаје уста свих апостола. Ми, Господе, каже те не сматрамо само великим човеком ми те сматрамо вишим од великих људи Старог завета, верујемо да „Ти си Син Бога живога“ (Мат. 16,16).
Тада се Христос „обрадова духом“, похвали одговор. Благо теби Петре, ти који си рибар и који ниси читао књиге филозофске , пронашао си кључ истине, која је вера у Христа. Ти си блажени јер је то што си рекао исход људских мисли, то је стена на коју ће се ослонити моја Црква, то није људска измишљотина, то је осветљење Светога духа, откровење мога небеског Оца. „Благо теби, Симоне, сине Јонин! Јер тело и крв не открише ти то, него Отац мој који је на небесима“. (Мат.16,17). Какве речи! Ко чита Јеванђеље и не плаче, није достојан да се назове човеком.
После тога шта му говори: „А и ја теби кажем да си ти Петар, и на томе камену сазидаћу Цркву своју, и врата пакла неће је надвладати. „ (Мат. 16,18). Мноштво порука је било у то мало речи.
Вредност неке грађевине није толико у зидовима и у крову колико у темељу. Кућа која има чврст темељ, не боји се река, олуја и земљотреса. Као дакле свака кућа што има темељ, исто тако на сличан начин и Црква је грађевина, коју је саградио Бог, а њен темељ је Христос. Он је „Алфа“ и „Омега“ значи први и последњи“ (От. 22,13). Он није само савршен човек, Он је и савршен Бог, Богочовек. То је рекао Петар: „Ти си Син Бога живога“. И на „камену“ , на тој чврстој истини је утемељена Црква.
Латини изопачују смисао овога дела и говоре да је „камен“ сам Петар. То је погрешно учење. „Петра-камен“ је вера коју је проповедао Петар, вера у божанство Христово. Погрешно тумаче паписти овај део, желећи да на њему подупру папино првенство. Исправно тумачење су дали очеви Цркве. „Ти си Петар а твоја вера је камен на коме ћу саградити моју Цркву, која ће остати непобедива и неуништива од сила ада“.
Која је то Црква? Црквом често називамо и грађевину храма. Грађевина може пропасти временом од неког земљотреса или напада безбожника, а може се срушити и претворити у рушевине. Међутим Црква Христова,и када би се срушили сви храмови остаје неуништива. Црква није зграда или зидови. Знаш ли шта је Црква? Видиш ли мајку са малим дететом у наручју, да изговара „Христос“ и „Господе помилуј“? Видиш ли оно дете и оног младог човека како се супротстављају?Видиш ли онога старца који се долази причестити са коленима која клецају? Видиш ли онога радника, земљорадника, научника, професора, официра, владара који држе Јеванђеље, слушају глас савести, крсте се, клече пред петрахиљем? То је Црква. Ко се крстио у име Свете тројице, верује у Христа и држи заповести Господње, то је Црква. Црква је у срцима. Тамо је бацила своје корење, и не боји се никакве олује ни прогона. И ако се отвори пакао и изађу сви демони да се боре, Црква ће остати у векове, векова.
Данас оно што је права реткост није злато него вера. То је рекао Христос: „ Али Син Човечји када дође, хоће ли наћи веру на земљи?“ (Лука 18,8). Од стотину људи питање је да ли један верује. Друга лажна „верујем“ преовлађују. Међу њима као небески светионик уздиже се Црквино „Верујем“ , и „верујем“ Петрово, Павлово, рибара и једноставних душа. Кажу за великог француског математичара Паскала, да се дивио у једном британском селу једном мештанину док се молио и да је рекао: „ Не желим науку, не желим филозофију, желим веру британских сељака!
Христе – кажимо и ми- , не желимо лажна светла, пролазност, светско благо , дај нам веру апостолску, веру мученика, светих отаца и наших предака. Христе, „Дометни нам вере!“ (Лука. 17,5). Без ње не можемо живети.
Отворите драги моји Јеванђеље, Дела апостола, посланице Павлове, читајте. На основно питање: . „Шта о мени говоре људи?“, које Христос поставља свакој души, и ја као епископ и ви, да одговоримо као Петар: Да, Господе, верујем „Ти си Син Бога живога“. Амин.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Беседа Митрополита Флорине о. Августина Кандиота у светом храму Светог Пантелејмона,Флорина, 29-6-1969 недеља ујутру)
Τῶν ἁγίων Ἀναργύρων
1 Ἰουλίου
Ο ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, αὐτὸς δηλαδὴ ποὺ δὲν συναισθάνεται τὶς ἁμαρτίες του καὶ δὲν μετανοεῖ ―γιατὶ ὅλοι εἴμεθα ἁμαρτωλοί, ἀλλὰ ἄλλος μετανοεῖ καὶ ἄλλος δὲν μετανοεῖ―, ὁ ἁμαρτωλὸς λοιπὸν ποὺ δὲν μετανοεῖ κατὰ τὴν ἁγία Γραφὴ μοιάζει μὲ ἕνα χωράφι χέρσο καὶ ἀκαλλιέργητο, ποὺ εἶνε γεμᾶτο ἄγρια χόρτα, ἀγκάθια καὶ φίδια. Εἶνε γῆ «ἐγγὺς κατάρας», ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Ἑβρ. 6,8). Ἀντιθέτως ὁ ἅγιος εἶνε σὰν τὸ καλλιεργημένο χωράφι, σὰν τὴν «καλὴ γῆ» ποὺ λέει ἡ παραβολὴ τοῦ σπορέως, ὅπου ὁ σπόρος ἀποδίδει ἀλλοῦ τριάντα, ἀλλοῦ ἑξήντα, κι ἀλλοῦ ἑκατὸ φορές (Ματθ. 13,8· Μᾶρκ. 4, 8). Ὁ ἅγιος εἶνε ἕνας ἐκλεκτὸς κῆπος τοῦ Θεοῦ. Κι ὅσο εὐχάριστο εἶνε νὰ περπατάῃ κανεὶς μέσα σ᾽ ἕνα περιβόλι, τόσο εὐχάριστο εἶνε νὰ διαβάζῃ τοὺς βίους τῶν ἁγίων· εἶνε περιβόλια πνευματικά.
Ἕνα περιβόλι πνευματικὸ εἶνε σήμερα καὶ οἱ ἅγιοι ποὺ ἑορτάζουμε, οἱ ἅγιοι Ἀνάργυροι Κοσμᾶς καὶ Δαμιανός. Καὶ ὅπως ὅταν πηγαίνουμε σὲ περιβόλι διαλέγουμε λουλούδια καὶ φτειάχνουμε ἕνα ὡραῖο μπουκέτο, ἔτσι καὶ σήμερα, περιδιαβάζοντας στὸν βίο τῶν δύο αὐτῶν ἁγίων, θὰ κόψουμε μερικὰ πνευματικὰ ἄνθη γιὰ νὰ σχηματίσουμε μιὰ ἀνθοδέσμη.
❀ Τὸ πρῶτο λουλούδι – πρῶτο δίδαγμα ποὺ παίρνουμε ἀπὸ τὸν βίο τῶν ἁγίων Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ, εἶνε ἡ ἀγάπη, ὅπως τὴν περιέγραψε ὁ ἀπόστολος Παῦλος σήμερα στὴν ἀποστολικὴ περικοπή (Α΄ Κορ. 12,27–13,8· βλ. 13,1-8). Εἶχαν μεταξύ τους ἀγάπη. Ἦταν ἀδέρφια, ἀπὸ μιὰ μάνα κ’ ἕνα πατέρα. Φτάνει ὅμως αὐτό;
Ἡ ἀγάπη τοῦ αἵματος δὲν εἶνε σταθερά. Ἔχουμε πολλὰ παραδείγματα· ἀδέρφια, ποὺ γεννήθηκαν ἀπὸ τὴν ἴδια μάνα καὶ βύζαξαν τὸ ἴδιο γάλα καὶ ἀνετράφησαν μέσα στὸ ἴδιο σπίτι, πῆγε κατόπιν ὁ ἕνας νὰ βγάλῃ τὸ μάτι τοῦ ἄλλου. Μᾶς λέει καὶ ἡ ἁγία Γραφή, ὅτι ὁ Κάιν καὶ ὁ Ἄβελ ἦταν ἀδέρφια· ἀλλὰ ὁ Κάιν φθόνησε τὸν Ἄβελ καὶ τὸν σκότωσε. Ἀπὸ τότε ἀδελφοὶ μισοῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Χθὲς στὴ Φλώρινα ἕνας ἀδελφὸς ἔκανε ἔξωσι, πέταξε ἀπὸ τὸ πατρικὸ σπίτι στὸ δρόμο τὸν ἀδελφό του μὲ πέντε παιδιά. Προχθὲς πάλι ἦρθε στὴ μητρόπολι κάποιος ἄλλος ποὺ ἔλεγε ὡραῖα λόγια. Κόντεψα νὰ πιστέψω ὅτι εἶνε καλὸς ἄνθρωπος. Μοῦ λέει μετὰ ὁ ἄλλος· «Δὲν τὸν ρωτᾷς, πόσο καιρὸ ἔχει νὰ μιλήσῃ μὲ τὸν ἀδερφό του; Στὸ ἴδιο χωριὸ κάθονται, κοντὰ εἶνε τὰ σπίτια τους, Χριστούγεννα ἔρχονται – Μεγάλη Παρασκευὴ ἔρχεται – Λαμπρὴ ἔρχεται, μεγάλες ἡμέρες, καλημέρα δὲν τοῦ λέει». Λέω· ―Εἶνε ἀλήθεια αὐτό; ἐσὺ φαίνεσαι Χριστιανός· μὲ τὸν ἀδερφό σου δὲ μιλᾷς; ―Ἄ, λέει, μ᾽ ὅλο τὸν κόσμο μιλάω, μὲ τὸν ἀδερφό μου ὄχι. ―Μὰ γιατί; ―Δὲν τοῦ μιλάω, ὅ,τι καὶ νὰ μοῦ πῇς. Προσπάθησα νὰ τοὺς συμφιλιώσω, στάθηκε ἀδύνατον.
Οἱ ἅγιοι Ἀνάργυροι ἦταν ἀδέρφια, ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ τοὺς ἕνωνε δὲν ἦταν τὸ αἷμα, οὔτε τὸ χρῆμα, οὔτε τίποτε ἄλλο ὑλικό. Ἐκεῖνος ποὺ τοὺς ἕνωνε ἦταν ὁ Χριστός. Ὁ σατανᾶς χωρίζει, ὁ Χριστὸς ἑνώνει. Καὶ ὁ Χριστὸς πῆρε τὰ δυὸ αὐτὰ ἀδέρφια καὶ τὰ ἔκανε μιὰ ψυχὴ καὶ μιὰ καρδιά. Ἀγαπημένοι στὴ ζωή, ἀγαπημένοι καὶ στὸ θάνατο, στὸ μαρτύριο καὶ στὴν πέρα τοῦ τάφου ζωὴ τῆς αἰωνιότητος. Εἶχαν ἀγάπη· ὄχι τόσο τὴν ἀγάπη ἀπὸ τὴ σαρκικὴ συγγένεια καὶ τὸ αἷμα, ὅσο τὴν ἀγάπη ἀπὸ τὴν πνευματικὴ συγγένεια καὶ τὴν κοινὴ πίστι.
❀ Τὸ ἕνα λουλούδι λοιπὸν ἀπὸ τὸ ὄμορφο περιβόλι τῶν ἁγίων εἶνε ἡ ἀγάπη. Τὸ ἄλλο ποιό εἶνε; Τί ἡλικία εἶχαν οἱ δύο ἅγιοι; Ἦταν γέροντες ἀσπρομάλληδες 80 – 90 χρονῶν; Ὄχι, ἦταν νέοι, πάνω στὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας τους. Ὑπάρχει ἡ ἰδέα, ὅτι ἡ θρησκεία εἶνε γιὰ τοὺς γέρους καὶ τὶς γριές, γι’ αὐτοὺς ποὺ ἑτοιμάζονται νὰ πεθάνουν. Αὐτὸ εἶνε λάθος. Ἡ θρησκεία μας εἶνε γιὰ ὅλους. Εἶνε καὶ γιὰ τὰ παιδιά, καὶ γιὰ τὶς γυναῖκες, καὶ γιὰ τοὺς ἄντρες, καὶ γιὰ τοὺς γέροντες· ἀλλὰ εἶνε καὶ γιὰ τοὺς νέους, καὶ πρὸ παντὸς γιὰ τοὺς νέους. Ἂν ἐπιτρέπεται ἡ ἔκφρασις, ὁ Χριστὸς εἶνε χρήσιμος γιὰ ὅλους. Ὅπως ὁ ἥλιος εἶνε χρήσιμος γιὰ ὅλους, καὶ γιὰ τὸ μικρὸ παιδὶ καὶ γιὰ τὸν μεγάλο, ἔτσι καὶ ὁ Χριστός. Δὲν ὑπάρχει κανεὶς ποὺ μπορεῖ νὰ πῇ στὸν ἥλιο, Δὲν σὲ χρειάζομαι. Τὸν ἥλιο τὸν χρειάζονται καὶ ὁ βασιλιᾶς καὶ ὁ φτωχός, καὶ ἡ γυναίκα καὶ ὁ ἄντρας, καὶ ὁ μαῦρος καὶ ὁ λευκός, ὅλοι. Ἔτσι καὶ ἡ θρησκεία· εἶνε χρήσιμη γιὰ ὅλους, ἀλλ’ ἰδιαιτέρως γιὰ τοὺς νέους. Ὁ γέρος μοιάζει μὲ καράβι ποὺ ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα πλησιάζει νὰ ῥίξῃ τὴν ἄγκυρά του στὸ λιμάνι, στὴν αἰωνιότητα, ἐνῷ ὁ νέος τώρα βγαίνει ἀπὸ τὸ λιμάνι καὶ πρόκειται ν’ ἀντιμετωπίσῃ κύματα μεγάλα, τρικυμίες καὶ θύελλες, καὶ πρέπει τὸ καράβι του νὰ εἶνε ἐξωπλισμένο μὲ τὴν ἐλπίδα, τὴν πίστι καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἀπόδειξις οἱ ἅγιοι Ἀνάργυροι· οἱ δύο αὐτοὶ ἀδελφοὶ ἀπὸ μικροὶ πίστευαν στὸ Χριστὸ καὶ ἔζησαν μὲ ἁγνότητα. Τὸ παράδειγμά τους μᾶς δείχνει, ὅτι καὶ οἱ νέοι ἔχουν ἀνάγκη τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ.
❀ Ἀγάπη λοιπὸν καὶ πίστι. Καὶ τέλος τὸ τρίτο λουλούδι ἀπὸ τὸ ὄμορφο περιβόλι τῶν ἁγίων. Τί ἦταν οἱ ἅγιοι Ἀνάργυροι, ἐγγράμματοι ἢ ἀγράμματοι; Δὲν ἦταν ἀγράμματοι. Ὑπάρχουν καὶ ἅγιοι ἀγράμματοι. Ἀλλ’ αὐτοὶ οἱ δύο ἦταν ἐπιστήμονες. Ἦταν γιατροί. Καὶ τί γιατροί, οἱ καλύτεροι στὴν ἐποχή τους. Ἄρρωστοι, ποὺ δὲ μποροῦσαν νὰ τοὺς θεραπεύσουν οἱ ἄλλοι γιατροί, ἔτρεχαν στὸν Κοσμᾶ καὶ στὸ Δαμιανὸ καὶ τοὺς ἔκαναν καλά. Πῶς; μὲ τὰ φάρμακα; Καὶ μὲ τὰ φάρμακα· ἔψαχναν στὰ βουνὰ καὶ στὰ λαγκάδια καὶ ἔβρισκαν θεραπευτικὰ βότανα. Παραπάνω ὅμως ἀπ’ ὅλα τὰ ἄλλα φάρμακα εἶχαν ἐκεῖνο ποὺ λέγεται θαυματουργὸς προσευχή. Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου θεράπευαν κάθε ἀρρώστια. Τί δείχνει αὐτό; Ὅτι ἡ θρησκεία δὲν εἶνε μόνο γιὰ τοὺς ἀγραμμάτους, ὅπως νομίζουν πολλοί. Αὐτὸ εἶνε λάθος. Ἐκθειάζουν τὴν ἐπιστήμη καὶ λένε, ὅτι οἱ ἐπιστήμονες δὲν πιστεύουν στὸ Θεό. Ψέμα εἶνε αὐτό. Γιατί; ποιούς θεωροῦν ἐπιστήμονες; Ὅσοι παίρνουν ἕνα δίπλωμα καὶ κατόπιν κλείνουν τὰ βιβλία καὶ παίζουν τάβλι, καὶ κατόπιν βγαίνουν καὶ λένε ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός, δὲν εἶνε ἐπιστήμονες. Ἐπιστήμονες εἶνε αὐτοὶ ποὺ κάθονται μέρα – νύχτα καὶ διαβάζουν. Αὐτοὶ λοιπόν, οἱ ἀληθινοὶ ἐπιστήμονες, πιστεύουν στὸ Θεό. Καὶ ἔχουμε τέτοιους ἐπιστήμονες, ἀστρονόμους, φυσικούς, μαθηματικούς καὶ ἄλλους, ποὺ πιστεύουν στὸ Θεὸ ὅπως ἕνας χωρικὸς κ’ ἕνας τσοπάνος.
Θέλετε ἕνα παράδειγμα; Στὶς ἡμέρες μας ἔγινε ἡ μεγάλη κατάκτησις, ὁ ἄνθρωπος πῆγε στὸ φεγγάρι. Πῶς πῆγε; Μὲ πύραυλο, ποὺ προωθοῦσε τὸ διαστημόπλοιο. Τὸν πύραυλο ποιός τὸν ἐφεῦρε; Ἕνας ἐπιστήμονας. Πῶς λέγεται; Ἂς ποῦμε τὸ ὄνομά του, μολονότι στὴν ἐκκλησία δὲν κάνει νὰ λέμε ὀνόματα ξένων ἀνθρώπων ἀλλὰ μόνο τὰ ὀνόματα τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν ἁγίων. Μπράουν λέγεται καὶ εἶνε Γερμανός. Ἔ λοιπόν, αὐτὸς πιστεύει! Πέρσι – πρόπερσι ἦρθε καὶ στὴν Ἑλλάδα. Πῆγε σ’ ἕνα νησάκι στὸ Αἰγαῖο πέλαγος, στὴ Μύκονο, ὅπου μαζεύονται καὶ χαίρονται τὴ θάλασσα χιλιάδες τουρίστες. Τὴν Κυριακή, ὅταν χτύπησε ἡ καμπάνα, κανείς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν πῆγε στὴν ἐκκλησία· πῆγαν στὴ θάλασσα. Αὐτὸς πῆγε καὶ σὰν μικρὸ παιδὶ ἄκουγε τὴ θεία λειτουργία. Κατόπιν τὸν ρώτησαν· ―Μὰ πιστεύεις ἐσύ; ―Μάλιστα, εἶπε· μετὰ τὶς ἀνακαλύψεις αὐτὲς πιστεύω στὸ Θεὸ ἀκόμη περισσότερο… Καὶ δὲν εἶνε μόνο αὐτός, εἶνε καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἐπιστήμονες ποὺ πιστεύουν.
Καὶ στὴν πατρίδα μας ὑπάρχουν ἐπιστήμονες καὶ φοιτηταὶ πιστοὶ στὸ Χριστό (μαθηματικοί, γιατροί, φιλόλογοι κ.λπ.). Ἐργάζονται καὶ σπουδάζουν μέσα σὲ μεγαλουπόλεις, ποὺ εἶνε μιὰ κόλασις, Σόδομα καὶ Γόμορρα, καὶ ὅμως πιστεύουν βαθειὰ στὸ Θεό.
Τρία πράγματα λοιπόν, ἀγαπητοί μου, διδάσκουν σήμερα οἱ ἅγιοι Ἀνάργυροι. Τὸ πρῶτο, νὰ ἔχουμε ἀγάπη, διότι ὅλοι εἴμεθα ἀδέρφια. Τὸ δεύτερο, νὰ ἔχουμε, οἱ νέοι πρὸ παντός, ἁγνότητα καὶ καθαρότητα. Καὶ τὸ τρίτο, ὅτι τὰ γράμματα δὲν ἀπομακρύνουν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ Θεό, ἀλλὰ τὸν φέρνουν πιὸ κοντά του.
Ἡ πίστις καὶ ἡ ἁγιότης δὲν ἦταν μόνο «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ». Καὶ σήμερα καὶ αὔριο καὶ μέχρι συντελείας τοῦ κόσμου δὲν θὰ ἐκλείψουν. Μπορεῖ πολλὰ νὰ συμβοῦν, καὶ τὰ ἄστρα νὰ πέσουν, καὶ τὰ ποτάμια νὰ ξεραθοῦν, καὶ τὰ βουνὰ νὰ λειώσουν, καὶ τὰ πάντα ν’ ἀνατραποῦν, ἀλλὰ ποτέ ποτέ δὲν θά ’ρθῃ ἡμέρα ποὺ νὰ μὴν ὑπάρχουν Χριστιανοί. Πάντοτε θὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ θὰ πιστεύουν στὸ Χριστὸ καὶ θά ’νε ἕτοιμοι νὰ παίξουν καὶ τὴ ζωή τους κορώνα – γράμματα, ὅπως ἔκαναν οἱ ἅγιοι Κοσμᾶς καὶ Δαμιανός, τῶν ὁποίων οἱ πρεσβεῖες εἴθε νὰ εἶνε μαζί μας πάντοτε, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(«Ομιλία του Μητροπολίττου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό των Ἁγίων Ἀναργύρων Περάσματος – Φλωρίνης Δευτέρα 1-7-74)
______________
________________
Свети Бесребреници – Козма и Дамјан
14/1 Јул
Грешни човек, драги моји, тај дакле који не осећа своја сагрешења и не каје се – зато што смо сви грешници, али неко се од нас каје а неко не каје, грешник дакле који се не каје по Светом писму сличи њиви трновитој и необрадивој, која је пуна дивљих трава, трња и змија. То је земља која „није далеко од проклетства“, као што каже апостол Павле (Јевр. 6,8). Супротно од тога светитељ је као обрадива земља, као „добра земља“, како нам каже прича о сејачу и семену, где семе негде даје род од по тридесет, негде шездесет, а негде сто (Матеј. 13,8 и Марко. 4,8). Светитељ је један изабрани врт Божији. Колико је угодно да неко хода кроз неки леп врт, толико је угодно и да неко чита животописе светитеља који су духовни вртови.
Један духовни расадник данас су и светитељи које прослављамо данас, свети Бесребреници Козма и Дамјан. Као када идемо у расадник и бирамо лепо цвеће и правимо један леп букет, тако и данас, читајући животопис ова два светитеља, убраћемо неке духовне цветове од којих ћемо начинити један букет.
Први цвет – прву поуку коју узимамо из живота ова два светитеља Козме и Дамјана је љубав, као што је описао апостол Павле данас у апостолској причи (А. Корић. 12,27-13,8 и 13, 1-8). Имали су љубав међу собом. Били су браћа, од једног оца и једне мајке. Да ли је то довољно?
Љубав по крви није стабилна. Имамо пуно примера, браћа, која су рођена од исте мајке и која су дојена истим млеком и отхрањена у истој кући, на крају су један другом око ископали. Говори нам Свето писмо, да су Каин и Авељ били браћа, да је Каин био љубоморан на Авеља и да га је убио. Од тада браћа мрзе један другог. Јуче у Флорини један брат је починио злочин, бацио је са балкона родитељске куће свога брата са петоро деце. Прекјуче опет је дошао у нашу митрополију један слаткоречиви човек. Скоро смо поверовали да је добар човек. Касније ми неко рече: „ Да ли си га питао, колико дуго није причао са својим братом?“ У истом селу су живели, близу су им куће, долази Божић, долази Велики Петак, долази Пасха, велики дани, добар дан он брату своме не пожели. Кажем: – Да ли је то истина, питам га, ти ми изгледаш као хришћанин, говориш ли са својим братом? – А, одговара ми, са свим светом причам али са својим братом не. – Али зашто питам га? – Нећу са њим говорити шта и да ми кажеш. Покушао сам га помирити са братом, али је то било немогуће.
Свети бесребреници су били браћа, оно што их је спајало није била крв, ни новац, ни нешто друго материјално. Оно што их је уједињавало је био Христос. Док сатана раздваја, Христос уједињује. И Христос је узео два брата и од њих начинио једну душу и једно срце. Били су у љубави за живота а и након смрти, у мучењу и у животу вечном. Имали су љубав међу собом, не толико телесну љубав, рођачку и крвну, колико више духовно сродство и заједничку веру.
Један цвет из лепог расадника ових светитеља је љубав. Који је други цвет? Колико година им је било? Да ли су били седи старци од 80 и 90 година? Не, били су млади, у цвету своје младости. Постоји неко веровање да је религија за старце и старице, за оне који се спремају за смрт. То је погрешно. Наша религија је за све. Она је и за децу, и за жене, и за мушкарце и за старце, али је и за омладину, пре свега је за омладину. Ако ми дозволите израз, Христос је користан свима. Као што је сунце корисно свима, и за малу децу и за одрасле, тако и Христос. Не постоји нико на овоме свету ко може рећи сунцу: „ниси ми потребно“. Сунце је потребно и цару и сиромаху, и женама и мушкарцима, и црнима и белима, свима. Тако је и религија корисна свима, посебно младима. Стари човек сличи броду који ће из часа у час бацити своје сидро у неку луку, у вечност, док млад човек сада излази на море и треба да сусретне велике валове, олује и непогоде, и треба његов брод да је наоружан надом, вером и љубављу Божијом. Доказ за то су свети Бесребреници, ова два брата, од малена су веровали у Христа и живели су чедно. Њихов пример нам показује, да је и младима потребна вера у Христа.
Дакле љубав и вера. И на крају трећи цвет из овог лепог светитељског расадника. Шта су били свети Бесребреници, неписмени или писмени? Нису били неписмени. Постоје и писмени светитељи. Њих двојица су били научници. Били су лекари, какви лекари, најбољи у њихово време. Болесници, које нису могли излечити други лекари, трчали су Козми и Дамјану и они су их лечили. Како? С лековима? Са каквим лековима? Тражили су по брдима и долинама и проналазили су исцелитељске траве. Изнад свих других лекова имали су оно што се зове чудотворна молитва. У име Исуса Христа Назарећанина исцељивали су сваку болест. Шта нам то казује? Да религија није само за неписмене, као што многи мисле. То је погрешно. Они обезбожују науку и говоре да научници не верују у Бога. То је лаж. Зашто? Кога они сматрају научницима? Оне који узимају диплому и после затварају књиге и играју тавлу а касније излазе и говоре да не постоји Бог, то нису научници. Научници су они који сваки дан, дан-ноћ читају. Они су дакле истински научници, верују у Бога. Имамо такве научнике, астрономе, физичаре, математичаре и друге, који верују у Бога као један сељак или један чобанин.
Желите ли један пример? Наши дани су постали дани великих открића, човек је стигао до месеца. Како је отишао тамо? Са ракетом, која је претходила свемирском броду. Ко је измислио ракету? Један научник. Како се звао? Навешћемо његово име, мада у цркви није ред да наводимо имена страних људи, али само имена апостола и светитеља. Звао се Браун( Wernher von Braun), и био је Немац. Е дакле, тај човек је веровао! Преклани је чак био у Грчкој. Ишао је на један оток у Свети пелаг, на Миконос, где се сакупља и радује мору на хиљаде туриста. Недељом, када се звоно огласи, нико од њих не иде у цркву, иду на море. Он је ишао као мало дете и слушао литургију. Неко га је упитао: – Ти верујеш? – Наравно, одговорио је, после свих ових открића, верујем у Бога још више…. Није само он једини научник који верује, постоје и други научници који верују.
И у нашој домовини постоје научници и студенти који верују у Христа, (математичари, лекари, филолози итд.). Раде и студирају у велеградима, који су један пакао, Содома и Гомора али ипак дубоко верују у Бога.
Драги моји, три ствари нас данас уче свети Бесребреници. Прва је да имамо љубав, јер смо сви браћа. Друга је да имамо , пре свега млади, чедност и чистоту. А трећа је, да знање не одаљава човека од Бога, али га доводи ближе Богу.
Вера и светост нису постојале само „у оно време“. И данас и сутра и све до краја свете ће их бити. Може се свашта догодити, и звезде могу пасти са неба, и реке могу пресушити, и брда се могу изменити, и све се може изменити, али никада неће доћи дан када неће постојати хришћани. Увек ће постојати људи који ће веровати у Христа и који ће бити спремни да жртвују свој живот за Христа као што су то учинили свети Козма и Дамјан, чији благослов нек је у све векове векова са нама. Амин.
† епископ Августин
(Беседа Митрополита Флорине о. Августина Кандиота у светом храму Светих Бесребреника Козме и Дамјана ,Перама – Флорина, понедељак, 1-7-74)
Κυριακὴ Ἁγίων Πάντων (Α΄ Ματθαίου)
ΥΠΑΡΧΟΥΝ, ἀγαπητοί μου, ἄπιστοι καὶ ἄθεοι, ποὺ ἀνοίγουν τὰ στόματά τους καὶ χλευάζουν τὰ ὅσια καὶ ἱερά, καὶ προσπαθοῦν νὰ ξερριζώσουν ἀπ’ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων τὴν πίστι στὸ Θεό. Μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς λένε μὲ τρόπο δόλιο· Καλὰ εἶν’ αὐτὰ ποὺ λέει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ κηρύττει ἡ ᾿Εκκλησία, ἀλλὰ ποιός τὰ κάνει;… Ὁ λόγος αὐτὸς σπέρνει ἀπιστία. «Ποιός τὰ κάνει;…»· θέλουν δηλαδὴ νὰ ποῦν, ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο πάλιωσε πλέον. Ἀλλὰ ὁ ἥλιος μπορεῖ νὰ παλιώσῃ, τὸ Εὐαγγέλιο δὲν παλιώνει. Αὐτοὶ δὲν πιστεύουν, γι᾿ αὐτὸ θέλουν ἕνα καινούργιο «εὐαγγέλιο», ἀντιευαγγέλιο, «εὐαγγέλιο» τοῦ ἀντιχρίστου. Τί ἔχουμε ν’ ἀπαντήσουμε σ᾿ αὐτούς; Ὅτι, καὶ ἕνας ἀκόμη μέσ᾿ στὰ δισεκατομμύρια ἂν παρουσιαστῇ νὰ ἐφαρμόζῃ τὸ Εὐαγγέλιο, ἀρκεῖ αὐτὸς ν’ ἀποδείξῃ, ὅτι ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ Εὐαγγελίου εἶνε δυνατή. Ἐφ’ ὅσον ἕνας τὸ ἐφήρμοσε, μποροῦν νὰ τὸ ἐφαρμόσουν καὶ οἱ ἄλλοι· διότι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶνε τοῦ αὐτοῦ φυράματος.
᾿Αλλ’ ἐρωτῶ· ἕνας μόνο ἐφήρμοσε τὸ Εὐαγγέλιο; Ὄχι ἕνας ἀλλὰ πολλοί. Πόσοι; Τὸ φωνάζει ἡ σημερινὴ ἑορτὴ τῶν ἁγίων Πάντων. Σήμερα δὲν ἑορτάζει ἕνας ἅγιος, δὲν ἑορτάζουν δύο ἅγιοι ἢ δέκα ἢ ἑκατὸ ἢ τριακόσοι ἢ πεντακόσοι ἢ χίλιοι ἅγιοι. Ἐὰν μπορῆτε νὰ μετρήσετε τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, τότε θὰ μπορέσετε νὰ μετρήσετε καὶ τοὺς ἁγίους ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα, γνωστοὺς καὶ ἀγνώστους. Οἱ ἅγιοι εἶνε ἀπ᾿ ὅλο τὸν κόσμο. Εἶνε ἄντρες ἀλλὰ καὶ γυναῖκες καὶ παιδιά. Εἶνε γέροι ἀλλὰ καὶ νήπια. Εἶνε ἀπ’ ὅλα τὰ ἐπαγγέλματα· βοσκοί, γεωργοί, ἐργάται, διδάσκαλοι, καθηγηταί, φιλόσοφοι, ποιηταί, ῥήτορες, βασιλεῖς, στρατηγοί. Εἶνε ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη τῆς γῆς· Ἕλληνες, Βούλγαροι, Σέρβοι, ῾Ρουμᾶνοι, ῾Ρῶσοι, παντοῦ ὅπου ὑπάρχει ᾿Ορθοδοξία. Ἅγιοι ἑκατομμύρια. Καὶ ὅλοι αὐτοὶ τί μᾶς φωνάζουν; Διαψεύδουν τοὺς ἀπίστους καὶ λένε· Ἐμεῖς δὲ ζήσαμε στὸ φεγγάρι οὔτε στὰ ἄστρα, ἐδῶ κάτω στὴ γῆ ζήσαμε· ἐφ’ ὅσον λοιπὸν ἐμεῖς ἐφαρμόσαμε τὸ Εὐαγγέλιο, μπορεῖτε κ᾽ ἐσεῖς νὰ τὸ ἐφαρμόσετε. Μᾶς φωνάζουν μὲ σάλπιγγες οὐράνιες νὰ τοὺς μιμηθοῦμε, νὰ ζήσουμε κ’ ἐμεῖς ὅπως ἐκεῖνοι.
Πῶς ἔζησαν οἱ ἅγιοι, τὸ λέει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα. Ἕνα ἀπὸ τὰ γνωρίσματα τῶν ἁγίων εἶνε – ποιό; Τὸ εἶπε ὁ Χριστός· Ὅποιος μὲ ὁμολογήσῃ, θὰ τὸν ὁμολογήσω κ’ ἐγὼ μπροστὰ στὸν οὐράνιο Πατέρα (βλ. Ματθ. 10,32). Καθῆκον μας δηλαδὴ εἶνε ἡ ὁμολογία.
Τί θὰ πῇ ὁμολογία; Αὐτὸ ποὺ πιστεύεις νὰ μὴν τὸ κρύβῃς, ἀλλὰ νὰ τὸ λὲς μὲ τὸ στόμα σου. Σωστὸ εἶν’ αὐτό. Ὅπως ἕνας νέος ποὺ ἀγαπάει μιὰ νέα δὲν κρύβει τὸν ἔρωτά του, ἀλλ’ ὅπου νὰ σταθῇ μὲ ὅλα τὰ μέσα (μὲ νεύματα, μὲ λουλούδια, μὲ γράμματα, μὲ ποιήματα, μὲ τραγούδια, μὲ κάθε τρόπο) ἐκφράζει τὸν ἔρωτά του, φανερώνει τὴν ἀγάπη του, ἔτσι κ’ ἐσύ. Ἂν εἶσαι Χριστιανός, ἂν αἰσθάνεσαι ἀγάπη γιὰ τὸ Χριστό, νὰ τὸν ὁμολογῇς παντοῦ, νὰ τὸν κηρύττῃς θερμά. Αὐτὸ ἔκαναν οἱ ἅγιοι Πάντες· ὡμολόγησαν τὸ Χριστό.
Ποῦ τὸν ὡμολόγησαν; Ὄχι μόνο στὰ χρόνια τὰ ἥσυχα, ἀλλὰ καὶ στὰ χρόνια τὰ δύσκολα, στὰ φοβερὰ χρόνια τῶν διωγμῶν. Τότε ἕνα ἔγκλημα ὑπῆρχε· τὸ νὰ λέῃ κανεὶς ὅτι εἶνε Χριστιανός. Τὸ νὰ ὁμολογήσῃ ὅτι εἶνε Χριστιανὸς ἀποτελοῦσε αἰτία συλλήψεώς του. Τὸν ἔπιαναν, τὸν ὡδηγοῦσαν στὸ δικαστήριο καὶ τοῦ ἔκαναν τὴν ἐρώτησι· Εἶσαι Χριστιανός; Τὸ νὰ πῇς σήμερα, Εἶμαι Χριστιανός, δὲν κοστίζει τίποτα· τότε τὸ νὰ πῇς, Ναὶ εἶμαι Χριστιανός, κόστιζε τὸ κεφάλι σου! Εἶσαι Χριστιανός; ρωτοῦσαν τότε, δυὸ λέξεις. Καὶ ἄλλοι μὲν ἀρνοῦντο, ἄλλοι δὲ ὡμολογοῦσαν καὶ ἔλεγαν «Εἶμαι Χριστιανός». Καὶ ἐφυλακίζοντο, ἐστεροῦντο τὰ δικαιώματά τους, ἀπελύοντο ἀπὸ τὶς θέσεις τους, ὑπεβάλλοντο σὲ φοβερὰ μαρτύρια, γιὰ τὰ ὁποῖα ὁμιλεῖ ὁ ἀπόστολος σήμερα (βλ. ῾Εβρ. 11,33–12,2), καὶ τέλος τοὺς κατεδίκαζαν σὲ θάνατο καὶ τοὺς ἐκτελοῦσαν. Κ’ ἐκεῖνοι μέχρι τὴν τελευταία στιγμὴ ὡμολογοῦσαν τὸ Χριστό, δὲν τὸν ἀρνοῦντο.
Θέλετε ἕνα παράδειγμα; Θὰ μποροῦσα νὰ διηγηθῶ πολλά, ἀλλὰ δὲν ἔχετε ὄρεξι. Ἐνῷ τὸ βράδυ στὴν τηλεόρασι ἀκοῦτε ἐπὶ ὧρες τὶς ψευτιὲς τοῦ κόσμου, στὴν ἐκκλησία στενοχωριέστε, δὲ βλέπετε τὴν ὥρα πότε νὰ πῇ ὁ ἱερεὺς τὸ «Δι᾿ εὐχῶν». Τέτοια εἶνε ἡ γενεά μας. Λοιπὸν μόνο ἕνα μαρτύριο θὰ σᾶς διηγηθῶ.
Ἦταν μιὰ γυναίκα 25 ἐτῶν, πλούσια, μορφωμένη καὶ ὡραία. Ἦταν παντρεμένη· εἶχε ἄντρα σπουδαῖο, μὲ τὸν ὁποῖο εἶχε ἀποκτήσει ἕνα χαριτωμένο ἀγοράκι. Τὴν ἔπιασαν, τὴν ὡδήγησαν μπροστὰ στὸ δικαστήριο. ―Εἶσαι Χριστιανή; ―Εἶμαι Χριστιανή. ―Ἐσύ, μιὰ τόσο σπουδαία γυναίκα, νὰ εἶσαι Χριστιανή; ―Εἶμαι, δὲν τὸ ἀρνοῦμαι. Τὴν φυλάκισαν καὶ τὴν κατεδίκασαν εἰς θάνατον. Καὶ ἐνῷ ἦταν ἕτοιμοι τὴν ἄλλη μέρα νὰ τὴν ἐκτελέσουν, πῆγε τὸ βράδυ ὁ πατέρας της καὶ ὁ ἄντρας της. Ὁ πατέρας πέφτει στὰ πόδια τῆς κόρης· ―Παιδί μου, τί εἶν’ αὐτὸ ποὺ κάνεις; γιατί νὰ μᾶς στερήσῃς τὴν παρουσία σου; Ἀρνήσου, πὲς ὅτι δὲν εἶσαι Χριστιανή. ―Ὄχι, πατέρα. ―Μὰ δὲ μᾶς ἀγαπᾶς; ―Σᾶς ἀγαπῶ, ἀλλὰ παραπάνω ἀγαπῶ τὸ Χριστό. Ἔρχεται καὶ ὁ ἄντρας της, ποὺ τὴν ἀγαποῦσε, καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια τῆς λέει·―Πῶς τὸ κάνεις αὐτό; δὲν ἀγαπᾷς τὸ παιδί σου; δὲν ἀγαπᾷς ἐμένα; Τί ἀπαντάει ἐκείνη ἡ εὐλογημένη; Λόγια ποὺ δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὰ ζυγίσῃ καὶ καμμιά γυναίκα δὲν τὰ λέει σήμερα· ―Κ’ ἐσένα ἀγαπῶ, καὶ τὸ παιδὶ ἀγαπῶ· ἀλλὰ χίλιες φορὲς περισσότερο ἀγαπῶ τὸ Χριστό!… Γυναῖκες, ἂν κάνετε εἴδωλα τοὺς ἄντρες καὶ τὰ παιδιά σας, θὰ κολαστῆτε.
Ζοῦμε βέβαια τώρα σὲ ἐποχὴ φιλελευθέρου δημοκρατικοῦ πολιτεύματος, κανείς δὲ μᾶς διώκει. Ἀλλὰ «ῥόδα εἶνε καὶ γυρίζει», ἀλλάζει ὁ κόσμος. Δὲν ἀποκλείεται νὰ βρεθοῦμε κ’ ἐμεῖς σὲ δοκιμασία. Φαντασθῆτε λ.χ. ν’ ἀπαγορευθῇ ὁ ἐκκλησιασμός, ὅπως ἔγινε ἀλλοῦ. Σᾶς ἐρωτῶ· ἐὰν βγῇ ἕνα τέτοιο διάταγμα καὶ λέῃ ὅτι «Ὅποιος πάῃ στὴν ἐκκλησία, θὰ ἐκτελῆται», ποιός θὰ τὸ ἀψηφήσῃ; Οὔτε ὁ παπᾶς δὲ θὰ πάῃ! Γιατὶ δὲν εἴμαστε θερμοὶ Χριστιανοί, δὲν ἔχουμε μέσα μας τὴ φωτιὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὥστε νὰ προτιμήσουμε τὴ θυσία. Εἴμεθα ὕλη καὶ μόνο ὕλη, κοιλιὰ καὶ ἔντερα καὶ ἔρωτες αἰσχροί, τίποτα περισσότερο.
Σᾶς ὁμιλῶ μὲ σκληρὰ λόγια. Ἀλλὰ πρέπει ἀπὸ τώρα νὰ προετοιμάσουμε τὸν ἑαυτό μας γιὰ τὴν ὁμολογία τῆς πίστεως. Κ’ ἐπειδὴ εἶνε δύσκολο νὰ φθάσουμε ἀπ’ εὐθείας στὴ μεγάλη ὁμολογία καὶ στὸ μαρτύριο, ἂς ἀρχίσουμε μὲ μικρὲς ὁμολογίες. Ποιές εἶνε οἱ μικρὲς ὁμολογίες; Λόγου χάριν· σηκώνεσαι τὸ πρωί; κάνε τὸ σταυρό σου· μιὰ ὁμολογία εἶνε αὐτή, μικρὰ ὁμολογία. Πηγαίνεις στὸ χωράφι; κάνε τὸ σταυρό σου· μικρὰ ὁμολογία εἶνε αὐτή. ᾿Επιστρέφεις, κάθεσαι στὸ τραπέζι, ἔχεις ὅλα τ’ ἀγαθὰ ἐκεῖ; κάνε τὸ σταυρό σου· μικρὰ ὁμολογία εἶνε αὐτή. ᾿Ακοῦς τὴν καμπάνα νὰ χτυπάῃ; κάνε τὸ σταυρό σου· μικρὰ ὁμολογία εἶνε κι αὐτή. Περνᾷς ἀπὸ ἐκκλησία; κάνε τὸ σταυρό σου· μικρὰ ὁμολογία εἶνε αὐτή. Μπαίνεις στὸ αὐτοκίνητο; κάνε τὸ σταυρό σου. Ποιός κάνει σήμερα τὸ σταυρό του ξεκινώντας; Κανείς. Κ’ ὕστερα κλαῖμε ὅταν σκοτώνωνται ἄνθρωποι. Στὴν Ἑλλάδα ἔχουμε τροχαῖα δυστυχήματα ὅσα σὲ καμμιά ἄλλη χώρα· γιατὶ μπαίνουν στὰ αὐτοκίνητα ὄχι μόνο χωρὶς σταυρὸ ἀλλὰ καὶ μὲ βλαστήμιες. Πρὶν πιάσῃς τὸ τιμόνι κάνε τὸ σταυρό σου· μικρὰ ὁμολογία τῆς πίστεως εἶνε. Πᾷς στὸ καφενεῖο, ἀκοῦς τὸν ἄλλο νὰ ὑβρίζῃ τὸ Χριστό, τὸ Θεό, τὴν Παναγία; ἔχεις γλῶσσα; νὰ ὑπερασπισθῇς! Ἂν ὕβριζε τὸν πατέρα ἢ τὴ μάνα σου, τί θὰ ἔκανες; ἔτσι θὰ σιωποῦσες; Ἂν πιστεύῃς, δεῖξε τὴν πίστι σου.
Ἂς ὁμολογοῦμε, ἀγαπητοί μου, τὸ Χριστὸ παντοῦ καὶ πάντοτε. Γι’ αὐτὸ μᾶς ἔδωσε ὁ Θεὸς τὴ γλῶσσα. Τὰ ζῷα δὲ μιλᾶνε· ὁ ἄνθρωπος μόνο ἔχει αὐτὸ τὸ προνόμιο. Καὶ λέμε τόσα λόγια. Ἂν μετρήσῃς, μέσα σὲ μιὰ μέρα ἄλλος λέει 100 λέξεις, ἄλλος λέει 500, ἄλλος 600, ἄλλος 1.000· γιὰ ἔρωτες, γιὰ γυναῖκες, γιὰ συνοικέσια, γιὰ διαζύγια, γιὰ φαγητά, γιὰ ροῦχα, γιὰ λεφτά, γιὰ σπίτια, γιὰ κόμματα, γιὰ ὅ,τι φανταστῇς. Ἀπ’ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ πριόνι τὸ στόμα· ἀλλ’ οὔτε μιὰ λέξι γιὰ τὸ Χριστό! Τίποτα. Ἂν τὸν ἀγαπᾷς τὸ Χριστό, ποῦ εἶνε ἡ ἀγάπη σου; Ὅ,τι ἀγαπάει κανείς, τὸ λέει, δὲ ντρέπεται, δὲ δειλιάζει.
Δυστυχῶς ὅμως δὲν εἴμαστε μόνο δειλοί. Ἀντὶ ν’ ἀκούγεται ὁμολογία, ἀκούγεται βλασφημία. Θεέ μου, πῶς μᾶς ἀνέχεσαι! Ἕνα σκύλο ἔχεις, τοῦ πετᾷς ἕνα κόκκαλο, καὶ κουνάει τὴν οὐρά του, σὰ νὰ λέῃ· Εὐχαριστῶ, ἀφεντικό. Κ᾽ ἐμεῖς, ποὺ δεχόμαστε τόσα δῶρα, ποιό εἶνε τὸ εὐχαριστῶ; Εἴμαστε ἀγνώμονες, ἀχάριστοι.
Ν’ ἀγαπᾷς τὸ παιδί σου, ν’ ἀγαπᾷς τὸν ἄντρα σου, ν’ ἀγαπᾷς τὴν οἰκογένειά σου, ν’ ἀγαπᾷς τοὺς ἀνθρώπους· ἀλλὰ παραπάνω ν’ ἀγαπᾷς τὸ Χριστό· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου στον ιερό ναὸ των Ἁγίων Πάντων Δροσεροῦ – Ἑορδαίας 9-6-1985)
________
_______________
Драга моја децо, када сам био мали, у једној старој књизи сам прочитао једну веома поучну причу. Испричаћу вам је сада. У једној планини је једно дете чувало овце. После целодневног чувања дете је своје овце одводило увече у тор. У оно време је било много вукова који су нападали и односили овце, зато су их чобани чували увече у торовима. Тако је и то дете чувало увече своје овце. То дете је једне ноћи, да би се забавило, без да постоји опасност узвикнуло: „Вукови у тору!“. Када су други чобани чули његов глас, одмах су потрчали да му помогну отерати вукове. Када су стигли до његовог тора, вукова нигде није било. Дете их је слагало. На жалост дете то није учинило само једном. И много пута касније он се тако забављао. Повикивао би: „Вукови у тору!“. Забављао се видећи своје суседе како трче да му помогну. Забављао се са лажима које је говорио. Једне ноћи када су вукови заиста напали тор. Дете се уплашило и почело дозивати снажним гласом:“ Вукови у тору!“. Очекивао је да ће људи доћи и помоћи, али овај пут нико није дошао да му помогне. Зашто?Нису чули? Рекли су: – Није први пут како он повикује:“Вукови у тору!“. Колико пута нас је до сада само слагао. Он је лажов и не идемо. И сада сигурно лаже…. Тако су вукови ушли у тор и опустошили га. Дете је ујутру, забринуто и уплакано само са једним завежљајем се вратило у своје село и објавило вест о несрећи која га је задесила у планини. Нико се није сажалио на њега. – То си и заслужио, рекли су. Ти си крив. Толико пута си нас преварио и слагао, тако да када си нас заиста звао нисмо ти поверовали…. *** На жалост није само овај мали чобан лагао и исмејавао своје сељане и тако се забављао. Постоје и многа друга деца која говоре лажи. Постоје деца, коју су родитељи уписали у школу и родитељи верују да се њихова деца налазе у школи сваки дан и да марљиво прате наставу. Али та деца не иду у школу. Више воле игру, лоше друштво, телевизор и биоскоп од школе. Када се врате кући и када их родитељи упитају где су били они одговарају: У школи. Међутим лаж пре или касније изађе на видело. Долази време испита и та деца не буду примљена на испите због својих изостанака. Другу децу добри родитељи шаљу недељом на веронауку али та деца не иду, лажу да су ишли. Лаж се лако докаже. Неку децу родитељи шаљу да обаве неке задатке а они налазе разна оправдања да их не би обављали. Нека деца говоре родитељима како им требају новци да купе школски прибор, свеске, књиге итд. Међутим они то или не купе или новце потроше на неке друге сувишне и штетне ствари, лажући родитеље како су те паре потрошили на оно за шта су и тражили… Нека друга деца направе неку штету у школи или у кући, када родитељи или учитељи открију штету, та деца немају храбрости да кажу истину, него кривицу бацају на своје другове који су потпуно недужни. И то је лаж а у овом случају када добија друге размере назива се и клевета и подметање. Нека друга деца опет, да би се смејала и забавила као чобанин из наше приче, смишљају разне лажи и говоре их са таквом озбиљношћу, да други поверују и да се узнемире и узрујају. Имамо примере, када су од таквих шаљивих лажи настале разне несреће. И на крају, деца долазе до те тачке, када иду да се исповеде духовнику, да не говоре истину, него да у томе светом тренутку исповести не оклевају да лажу. Лажи у кући, лажи у школи, лажу родитеље, оца и мајку, лажу учитеља, лажу школске другове, лажу свога духовног оца, свуда лажу. Дете која од малена науче да лажу, ће навикнути на зло, када порасту наставиће да лажу и тако ће лоше учинити и себи и друштву, које не може опстати ако сви људи говоре лажи. Знате ли децо моја, који је извор лажи? Свето писмо, које је реч Божија, нас уверава, да прву лаж на земљи није изрекао човек. Изрекао је нечастиви. Прочитајте, молим вас, треће поглавље Постојања, и тамо ћете видети најтужнију причу човечанства, када је човек, који је живео срећно у рају Божијем, изгубио рај. Изгубио га је са лажи коју је рекао нечастиви. Он дакле, нечастиви, је отац лажи, и од тада па све до наших дана уста његових људи настављају да шире лажи на земљи. И данас човечанство плива у једном црном и мрачном океану, океану лажи. Реткост је права данас да пронађеш човека који не лаже. Људи који говоре истину, колико мало и да их је, имају велику вредност. Они су као дијаманти на једној гомили каменчића. Ти људи су навикли од малена да говоре истину. У старо време су кажњавали децу која су говорила лажи. Сада на жалост, постоје родитељи који уче своју децу да лажу и којима је задовољство да слушају „недужне“ лажи! Али ти родитељи ће плакати када њихова деца порасту и постану лажови и преваранти, несрећа и непогода човечанства. На зло се неко учи од малена. И , као што каже наравоученије: „ко научи у младости ни у старости не заборавља“. Једном сам посетио једну основну школу. Рекао сам деци: – Децо, донео сам вам један леп поклон. Тај поклон ћу дати једном детету које никада није изрекло неку лаж (нагласио сам „никада“). Да ли постоји, упитао сам, такво дете овде? Деца су се погледала, утихнула и нико се није усудио да каже како није никада рекао неку лаж. Сви, видите, су били криви у томе греху лажи. Наставио сам: – Знам једно дете које никада није изрекло неку лаж. И као мали и као велики је говорио истину, проповедао је истину и сведочио је за истину. Ко је то? – – Х Р И С Т О С! Одговорила су деца. – Да, децо, Христос! Сви који говоре истину су са Христом. Сви који говоре лажи, су са нечастивим. Христос је истина а нечастиви је лаж. Децо моја што даље од лажи! Са пуно љубави ваш духовни отац Августинос
______________
___________
ΣΥΝΤΟΜΟ, ἀγαπητοί μου, θὰ εἶνε τὸ κήρυγμα. Παρὰ τὴν κόπωσι, δὲν πρέπει νὰ γίνεται θεία λειτουργία χωρὶς κήρυγμα.
Τὸ εὐαγγέλιο ποὺ διαβάζεται σήμερα εἶνε τὸ σπουδαιότερο ἀπ᾽ ὅλα τὰ εὐαγγέλια τοῦ ἔτους. Εἶνε τὸ πιὸ ὑψήγορο, τὸ πιὸ θεολογικό. Εἶνε ὕψος τὰ λόγια «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος» (Ἰωάν. 1,1)! Νὰ τὰ ἑρμηνεύσουμε; Δὲν ἔχουμε οὔτε ἐγὼ εὐφράδεια οὔτε σεῖς ὑπομονὴ γιὰ μία πλήρη ἐξήγησι τοῦ ῥητοῦ αὐτοῦ. Λίγες λέξεις μόνο θὰ ψελλίσουμε ἐπάνω σ᾽ αὐτό.
Λένε, ὅτι κάποιος βασιλιᾶς τῆς ἀρχαίας ἐποχῆς κάλεσε στὰ ἀνάκτορα ἕνα σοφό. ―Θέλω, λέει, νὰ μοῦ λύσῃς ἕνα πρόβλημα. Μὲ βασανίζει τὸ ἐρώτημα τί εἶνε Θεός. ―Δύσκολο αὐτό, ἀπαντᾷ ὁ σοφός. Δὲν μπορῶ ν᾽ ἀπαντήσω ἀμέσως. Δῶσε μου προθεσμία τρεῖς μέρες. Τοῦ ἔδωσε προθεσμία. Ἄνοιξε ἐκεῖνος βιβλία καὶ μελέτησε. Ὅταν ἐπέστρεψε λέει· ―Βασιλιᾶ, δὲν μπόρεσα νὰ βρῶ ἀπάντησι. Ζητῶ ἄλλες τρεῖς μέρες. Πῆρε ἄλλες τρεῖς. Πάλι ὅμως ἴδια ἡ ἀπάντησι. Ζητάει ἀκόμα τρεῖς μέρες. Ἀλλὰ τελικά, παρ᾽ ὅλες τὶς παρατάσεις ποὺ πῆρε, στάθηκε ἀδύνατο νὰ ἱκανοποιήσῃ τὸ βασιλιᾶ.
Στὸ ἐρώτημα λοιπὸν αὐτό, ποὺ δὲν ἀπήντησε ὁ ἀρχαῖος σοφός, ἀπαντᾷ σήμερα μὲ λίγες λέξεις τὸ εὐαγγέλιο· «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος».
Πῶς θὰ τὸ ἐννοήσουμε τὸ χωρίο αὐτό; Ἂς πετάξουμε μὲ τὴ σκέψι μας στὸ παρελθόν. Διατρέχουμε αἰῶνες καὶ χιλιετίες προχωρώντας διαρκῶς πρὸς τὰ πίσω. Φθάνουμε σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ δὲν ὑπῆρχε ἄνθρωπος. Προχωρώντας ἀκόμη βρίσκουμε, ἀπὸ τὰ ἀπολιθώματα ποὺ ἐξετάζει ἡ γεωλογία, ὅτι δὲν ὑπῆρχαν οὔτε ζῷα οὔτε πουλιὰ οὔτε δέντρα οὔτε φυτὰ οὔτε ἄλλο ἴχνος ζωῆς. Προχωρώντας ἀκόμη θὰ δοῦμε, ὅτι δὲν ὑπῆρχε θάλασσα, «ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος» (Γέν. 1,2). Δὲν ὑπῆρχαν πλανῆτες, δὲν ὑπῆρχε γῆ, ἥλιος, γαλαξίες, κομῆτες, οὔτε τίποτε ἀπὸ ἀστρικὸ σύμπαν. Φθάνουμε ἔτσι σὲ ἕνα χρόνο ποὺ δὲν ὑπῆρχε τίποτα.
Τί εἶπα; τίποτα; Βλασφημία! Πῶς δὲν ὑπῆρχε τίποτα; Ὑπῆρχε ὁ Θεός, ὁ Λόγος! «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος», ἀπ᾽ τὴν ἀρχὴ ὑπῆρχε ὁ Λόγος.
Ὥστε δὲν ὑπῆρξε ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία νὰ μὴν ὑπάρχῃ ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς ὑπῆρχε πάντοτε. Εἶνε ἄναρχος καὶ μὲ τὸν Πατέρα συνάναρχος· εἶνε ἀΐδιος δηλαδὴ αἰώνιος, καὶ μὲ τὸν Πατέρα συναΐδιος δηλαδὴ συναιώνιος. Δύσκολα, θὰ πῆτε, εἶν᾽ αὐτά, εἶνε μυστήρια. Ὄντως μεγάλα μυστήρια. Δὲν θὰ τὰ ἀρνηθοῦμε ὅμως· τὰ δεχόμεθα διὰ τῆς πίστεως.
Ἄλλωστε, ὅπως ἔχω πεῖ καὶ ἄλλοτε, ὄχι πλέον τὰ ὑπερφυσικὰ ἀλλὰ κι αὐτὰ τὰ φυσικὰ πράγματα κρύβουν μυστήρια. Γεμᾶτος μυστήρια εἶνε ὁ κόσμος. Ὅλοι οἱ ἐπιστημονικοὶ κλάδοι ἔχουν ἄλυτα προβλήματα. Ἡ ἐπιστήμη ἁπλῶς περιγράφει, δὲν ἐξηγεῖ πλήρως, δὲν εἰσέρχεται στὰ βαθύτερα αἴτια τῶν πραγμάτων καὶ τῶν φαινομένων. Τί εἶνε λ.χ. ὁ ἠλεκτρισμός; τί εἶνε ὁ μαγνητισμός; τί εἶνε ἡ παγκόσμιος ἕλξις; Ἡ ἐπιστήμη περιγράφει, τί ἀκριβῶς ὅμως εἶνε δὲν γνωρίζει. Μυστήρια εἶνε ἁπλωμένα παντοῦ στὴ φύσι, καὶ στὰ μικρότερα ἀκόμα. Καὶ ἡ ἐλαχίστη ποσότης τῆς ὕλης, τὸ ἄτομο, εἶνε μιὰ μικρογραφία τοῦ σύμπαντος. Ἀναφέρω ἕνα παράδειγμα. Στὴ ῾Ρώμη συνῆλθε διεθνὲς ἰατρικὸ συνέδριο ἀπὸ κορυφαίους ἐπιστήμονες ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν ἐπάρατο νόσο ποὺ σαρώνει τὴν ἀνθρωπότητα, τὸν καρκίνο. Εἶπαν πολλά. Στὸ τέλος ὁ πρόεδρος συνόψισε. Γνωρίζουμε, λέει, πῶς ἐμφανίζεται, πῶς ἐξελίσσεται ὁ καρκίνος καὶ ποιά εἶνε τὰ συμπτώματά του· ἕνα δὲν γνωρίζουμε, τὴν αἰτία του, πῶς δημιουργεῖται – πῶς γίνεται. Πῶς ἕνα ἀπὸ τὰ ἑκατομμύρια κύτταρα ποὺ ἔχει τὸ σῶμα – αὐτὸ εἶνε καρκίνος, ἐκεῖ ποὺ λειτουργεῖ ἁρμονικὰ μὲ τὰ ἄλλα, ξαφνικὰ «τρελλαίνεται», φεύγει ἀπ᾽ τὴν τροχιά του, κι ἀπὸ ᾽κείνη τὴν ὥρα πλέον ἀρχίζει ἡ νόσος.
Παντοῦ λοιπὸν εἶνε τὸ μυστήριο. Καὶ ἐφ᾽ ὅσον οἱ ἐπιστήμονες ἀποροῦν γιὰ πράγματα τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, πῶς ἐμεῖς νὰ ἐξηγήσουμε τὸ μυστήριο τῶν προσώπων τῆς ἁγίας Τριάδος; Ἂς λύσουν αὐτοὶ πρῶτα τὰ μυστήρια ποὺ κρύβουν τὰ φυσικὰ πράγματα, καὶ τότε νὰ ζητοῦν νὰ λύσουμε τὰ ὑπερφυσικὰ πράγματα. Ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου εἶνε ἕνα μικρὸ κύπελλο· δὲν μπορεῖ νὰ χωρέσῃ τὸν ὠκεανό.
«Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος». Λόγος στὴ γλῶσσα τῆς Γραφῆς καὶ τῆς Ἐκκλησίας λέγεται ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, διότι γεννᾶται ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα ποὺ εἶνε ὁ ὑπέρτατος Νοῦς. Ὁ Νοῦς γεννᾷ τὸν Λόγο, ὁ Πατὴρ γεννᾷ τὸν Υἱό.
Γιὰ νὰ προσεγγίσουμε τὴν ἀλήθεια αὐτή, λέμε τὰ ἑξῆς. Ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε «κατ᾽ εἰκόνα» τοῦ Θεοῦ (Γέν. 1,26) καὶ γι᾽ αὐτὸ ὀνομάζεται «εἰκὼν τοῦ Θεοῦ» (Α΄ Κορ. 11,7. Κολ. 3,10). Πῶς εἶνε ὁ ἄνθρωπος εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὡς πρὸς τὸ σῶμα; Ὄχι βεβαίως. Ὁ Θεὸς δὲν ἔχει κάτι τὸ ὑλικό, δὲν ἔχει σῶμα, χέρια πόδια αὐτιὰ κ.τ.λ., ὅπως φαντάζονταν τοὺς θεούς των οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας. Ὁμιλεῖ κάποτε καὶ ἡ ἁγία Γραφὴ ἀνθρωποειδῶς γιὰ τὸ Θεό, ἀλλὰ μόνο κατὰ συγκατάβασιν. Ὁ Θεὸς εἶνε πνεῦμα. Συνεπῶς τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε «εἰκὼν» τοῦ Θεοῦ δὲν ἀναφέρεται στὸ σῶμα ἀλλὰ στὴν ψυχή του· κατὰ τὴν ψυχὴ ὁ ἄνθρωπος εἶνε εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἄνθρωπος κυρίως δὲν εἶνε τὸ ὁρώμενον, αὐτὸ ποὺ φαίνεται· εἶνε τὸ μὴ ὁρώμενον. Τὸ ὁρώμενον εἶνε ὕλη, τὸ μὴ ὁρώμενον εἶνε ἡ ψυχή.
Ὑπάρχει λοιπὸν ἀντιστοιχία. Ὅπως ὁ Θεὸς εἶνε τριαδικός, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶνε στὴν ψυχὴ τριαδικός. Ὁ Θεὸς Πατὴρ εἶνε ὁ ὑπέρτατος Νοῦς, ποὺ γεννᾷ τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο του, καὶ ἐκπορεύει τὸ ἅγιο Πνεῦμα· καὶ ὁ ἄνθρωπος ἔχει νοῦ, ἔχει λόγο – σκέψι, ἔχει καὶ πνεῦμα.
Σπουδαιότατο δῶρο τοῦ Θεοῦ ἡ σκέψις. Αὐτὴ ἀποτελεῖ τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν συναντᾶται στὰ ζῷα οὔτε πουθενὰ ἀλλοῦ· μόνο στὸν ἄνθρωπο. Ὤ ἡ σκέψις, ὁ νοῦς! Βρίσκεσαι τὴν ὥρα αὐτὴ ἐδῶ, κι ἀμέσως πετᾷς σὰν μὲ πύραυλο καὶ βρίσκεσαι στὴν Ἀμερικὴ ἢ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ. Ἀναλογισθήκατε πῶς συλλαμβάνει, πῶς γεννᾷ σκέψι ὁ ἄνθρωπος; Ἡ σκέψις εἶνε ἡ βάσι τῆς ἐπιστήμης· μ᾽ αὐτὴν ἐρευνᾷ τὴ γῆ, ζυγίζει τὰ ἄστρα, ψαύει τοὺς οὐρανούς, ἀνακαλύπτει, δημιουργεῖ.
Ἡ σκέψις κατ᾽ ἀρχὴν εἶνε ἐνδιάθετος – ἐπιτρέψτε μου νὰ σᾶς δυσκολέψω λιγάκι. Τί θὰ πῇ ἐνδιάθετος; Εἶνε κρυμμένη βαθειὰ μέσα στὸν ἄνθρωπο, ἀσύλληπτη. Τί σκέπτεται ὁ καθένας δὲν μποροῦμε νὰ ξέρουμε· μόνο ὁ Θεὸς γνωρίζει. Ἀλλοίμονο ἂν βρεθῇ τρόπος νὰ ἀστυνομεύεται ἡ σκέψις.
Στὴ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας ἡ σκέψις ὀνομάζεται λόγος, λογικὴ δηλαδή. Ἀλλὰ προσέξτε· ὁ νοῦς γεννάει τὸ λόγο. Πῶς γεννάει; Ὄχι ὅπως γεννοῦν τὰ ζῷα. Ὑπάρχει καὶ ἄλλη γέννησις. Ποιά γέννησις; Ὁ νοῦς ―λένε οἱ θεολόγοι― γεννάει τὸν ἐνδιάθετο λόγο, τὴ σκέψι. Κι ὅταν ἡ σκέψι ἐκφρασθῇ μὲ τὸ στόμα, τότε ὁ ἐνδιάθετος λόγος γίνεται προφορικός. Ἄλλο μυστήριο – καὶ ἀπορῶ πῶς ὑπάρχουν ἄπιστοι. Πῶς μιλᾶμε; Γιά σκεφτῆτε το. Πῶς; Καμμία ἀπάντησι ἡ ἐπιστήμη. Προσπαθεῖ μόνο νὰ ἐντοπίσῃ στὸν ἐγκέφαλο ὡρισμένα κέντρα ἀπὸ τὰ ὁποῖα παράγεται ὁ προφορικὸς λόγος. Ὁ νοῦς μας λοιπὸν γεννάει τὸν ἐνδιάθετο λόγο, ἐν συνεχείᾳ γεννάει τὸν προφορικὸ λόγο, καὶ τέλος γεννάει καὶ τὸν γραπτὸ λόγο.
Ἀλλὰ ἐδῶ στὸ εὐαγγέλιο ἡ λέξι Λόγος γράφεται μὲ λάμβδα κεφαλαῖο «Λ». Διότι ὁ Λόγος εἶνε Θεός. «Καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος». Ὁ Θεὸς – Νοῦς γεννᾷ τὸν Θεὸ Λόγο, ὁ Πατὴρ γεννᾷ τὸν Υἱό. Ἐμπρὸς σ᾽ αὐτὸν τὸν Λόγο ἡ λογικὴ – ἡ σκέψι τοῦ ἀνθρώπου, αὐτὸ τὸ μεγαλούργημα ποὺ εἴπαμε, εἶνε κάτι μικρό, ἀσήμαντο. Μποροῦμε νὰ συλλάβουμε τί εἶνε ὁ Θεὸς Λόγος;
Ὁ Λόγος εἶνε ὁ Χριστός, ποὺ ὑπῆρχε πάντοτε. Καὶ ἐπ᾽ αὐτοῦ ἡ Ἐκκλησία ἔδωσε τὴ μάχη ἐναντίον τοῦ Ἀρείου καὶ ἄλλων αἱρετικῶν, ὅπως εἶνε καὶ σήμερα οἱ χιλιασταί.
Ἂς τὸν πλησιάσουμε, ἀγαπητοί μου, κ᾽ ἐμεῖς. Τὸ μεσημέρι θὰ καθήσουμε νὰ φᾶμε, ν᾽ ἀπολαύσουμε τὰ ἀγαθά του. Πόσοι ἔχουμε ἔννοια Θεοῦ; Πολλοὶ οὔτε σταυρὸ κάνουν οὔτε ἀναφέρουν τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.
Ἂς εὐχαριστήσουμε τὸ Θεὸ γιὰ ὅλα τὰ δῶρα του καὶ πρὸ παντὸς γιὰ τὸ ὅτι ἔχουμε τὴ μόνη ἀληθινὴ θρησκεία. Οἱ ἱδρυταὶ τῶν ἄλλων θρησκειῶν (Μωάμεθ, Κομφούκιος κ.τ.λ.) εἶνε θνητοί· ἔζησαν ἕνα διάστημα καὶ μετὰ πέθαναν. Ὁ Χριστὸς ζῇ καὶ σήμερα καὶ αὔριο καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Δὲν ὑπάρχει στιγμὴ στὸ ἄπειρο τοῦ χρόνου ποὺ δὲν ὑπῆρχε Χριστός. Καὶ διὰ τῆς ἀναστάσεώς του ἀπέδειξε, ὅτι ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς τοὺς αἰῶνας.
Αὐτὸν ἑορτάζουμε σήμερα, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, εἰς δόξαν τῆς ἁγίας Τριάδος· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναὸ του Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 22-4-1984 θ. λειτ.)
Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ (Ἰωάν. 20,19-31)
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἑορτή. Εἶνε ἡ δευτέρα Κυριακὴ τοῦ Πάσχα ἢ Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ. Καὶ λέγεται Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ, γιατὶ σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας ὥρισε νὰ διαβάζεται τὸ εὐαγγέλιο ποὺ ὁμιλεῖ γιὰ τὸ Θωμᾶ.
Τί ἦταν ὁ Θωμᾶς; κανένας πλούσιος, κανένας ἐπιστήμων, κανένας διάσημος τῆς ἐποχῆς ἐκείνης; Τίποτε. Ἕνα ἀγράμματο φτωχαδάκι ἦταν. Καὶ ὅμως ἔγινε πασίγνωστος. Καὶ ἐνῷ μεγάλοι καὶ τρανοὶ λησμονήθηκαν, αὐτὸς ζῇ στὴ μνήμη ὅλων. Τί συνέβη ἆραγε; Κάτι ἄλλαξε στὴ ζωὴ τοῦ Θωμᾶ, καὶ τὸ πτωχαδάκι ἔγινε μιὰ μεγάλη φυσιογνωμία. Τί συνέβη;
Μιὰ μέρα ἄκουσε νὰ τὸν καλῇ μιὰ φωνή. Μιὰ φωνὴ πιὸ γλυκειὰ κι ἀπ’ τὴ φωνὴ τῆς μάνας, φωνὴ ποὺ ἀπευθύνεται σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο καὶ μακάριοι ὅσοι τὴν ἀκοῦνε. Εἶνε ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ μας. Εἶδε ὁ Χριστὸς τὸ Θωμᾶ καὶ διέκρινε ὅτι μέσα του κρύβεται ἕνα διαμάντι. Διαμάντι ἦταν ἡ καλή του διάθεσι. Ἔλα μαζί μου, τοῦ εἶπε ὁ Χριστός. Κι ἀμέσως ὁ Θωμᾶς ἄφησε τὰ πάντα καὶ τὸν ἀκολούθησε. Κάθησε τρία χρόνια κοντά του. Ἄκουσε τὰ λόγια του, λόγια ποὺ δὲν ἀκούστηκαν ποτέ ἄλλοτε στὸν κόσμο. Εἶδε τὰ θαύματά του, ποὺ εἶνε ἄπειρα – ἀμέτρητα. Εἶδε τὴν ἁγία ζωή του. Ἔτσι πίστεψε καὶ εἶπε· Αὐτὸς εἶνε ὁ Χριστός, ἐκεῖνος ποὺ λένε οἱ προφητεῖες ὅτι θὰ ἔρθῃ. Πίστεψε, ὅτι ὁ Ναζωραῖος θὰ συντρίψῃ τὶς λεγεῶνες τῆς ῾Ρώμης, θὰ διώξῃ τοὺς κατακτητάς, θὰ στήσῃ θρόνο μεγάλο, θὰ ἱδρύσῃ βασίλειο, τὴν πιὸ μεγάλη αὐτοκρατορία, καὶ θὰ γίνῃ ὁ βασιλεὺς τῆς ἀνθρωπότητος.
Αὐτὰ πίστεψε καὶ ἦταν χαρούμενος. ᾿Αλλ’ ὅταν τὴ νύχτα τῆς Μεγάλης Πέμπτης στὴ Γεθσημανῆ ―ἦταν κι αὐτὸς ἐκεῖ― εἶδε νὰ πιάνουν τὸ Χριστό, νὰ τὸν δένουν χωρὶς νὰ προβάλλῃ καμμιά ἀντίστασι, νὰ τὸν φέρνουν στὸν Ἄννα, στὸν Καϊάφα, στὸ πραιτώριο, νὰ τὸν ῥαπίζουν, νὰ τὸν φτύνουν, καὶ τέλος νὰ τὸν ὁδηγοῦν στὸ Γολγοθᾶ καὶ νὰ τὸν σταυρώνουν χωρὶς νὰ τοὺς ῥίχνῃ ἀστροπελέκια – ὅπως θὰ μποροῦσε, ὁ Θωμᾶς παραξενεύτηκε. Κι ὅταν ἔμαθε ὅτι ξεψύχησε, εἶπε τὸ «Τετέλεσται» (Ἰωάν. 19,30), καὶ τὸν ἔβαλαν μέσ’ στὸ μνῆμα ὅπως ὅλους τοὺς κοινοὺς ἀνθρώπους, τότε πλέον ἔπαψε νὰ πιστεύῃ. Ψέμα ἦταν ὅλα, σκέφτηκε. Ἔφυγε, πῆγε πάλι στὶς δουλειές του καὶ ἄρχισε ν᾿ ἀσχολῆται μ’ αὐτὲς ὅπως πρίν. Ἀπομακρυνόταν ἀπὸ τοὺς ἄλλους μαθητάς. Κάποια μέρα ποὺ συναντήθηκε μαζί τους, τοῦ εἶπαν· ―Θωμᾶ, ἔχασες! ―Τί ἔχασα; ―Εἴδαμε τὸν Κύριο. Ἀναστήθηκε. Ἔπρεπε νὰ ἤσουν μαζί μας. ―Δὲν πιστεύω τίποτα. ―Δὲν πιστεύεις ἐμᾶς, ποὺ μᾶς γνωρίζεις τόσα χρόνια; δὲν δέχεσαι τὴ μαρτυρία μας; ―Ἐὰν δὲν βάλω τὸ δάχτυλό μου στὰ σημάδια ποὺ ἄφησαν τὰ καρφιὰ στὰ χέρια του καὶ ἡ λόγχη στὴν πλευρά του, «οὐ μὴ πιστεύσω» (Ἰωάν. 20,26). Δὲν πιστεύω, ἂν δὲν τὸν δῶ, λέει.
Πέρασε ἔτσι μιὰ βδομάδα, ποὺ ὁ Θωμᾶς πάλευε μεταξὺ πίστεως καὶ ἀπιστίας, καὶ μετὰ ἀπὸ ὀχτὼ μέρες οἱ μαθηταὶ ―μαζὶ τώρα μὲ τὸ Θωμᾶ― ἦταν πάλι κλεισμένοι μέσα στὸ ὑπερῷο. Ξαφνικά, «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων» (ἐ.ἄ. 20,26) νά ὁ Χριστός. ―Θωμᾶ, ἔλα, τοῦ λέει. Ὁ Θωμᾶς πλησιάζει, βάζει τὸ δάχτυλό του ―ὅπως εἶνε ζωγραφισμένο στὴν εἰκόνα― στὴν πλευρὰ καὶ στὰ χέρια τοῦ Χριστοῦ, καὶ τότε φωνάζει· «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» (ἐ.ἄ. 20, 29). Ἔτσι ἔπαψε πλέον νὰ εἶνε ἄπιστος, ἔγινε πιστὸς καὶ ἀφωσιωμένος στὸ Χριστό.
Ἀπὸ τότε ὁ Θωμᾶς, αὐτὸ ποὺ πίστεψε δὲν τό ’κρυψε, ὅπως δυστυχῶς κάνουμε ἐμεῖς. Τέτοια πίστι δὲν ἔχει ἀξία. Αὐτὸ ποὺ πιστεύεις, πρέπει νά ’χῃς θάρρος νὰ τὸ πῇς παντοῦ, ἀκόμη κι ἂν βρεθῇς μέσα σὲ χιλιάδες ἀπίστους. Τώρα καταντήσαμε καὶ τὸ σταυρό μας νὰ ντρεπώμεθα νὰ κάνουμε. Στὴ Θεσσαλονίκη ἕνα πτωχαδάκι πῆγε σ’ ἕνα ἑστιατόριο νὰ φάῃ καὶ θεώρησε καθῆκον νὰ κάνῃ τὸ σταυρό του· ὅταν τὸν εἶδαν οἱ ἄλλοι, ἄρχισαν νὰ κοροϊδεύουν… Ὁ Θωμᾶς δὲ ντράπηκε, μέσα σὲ ἀπίστους καὶ εἰδωλολάτρες ποὺ μισοῦσαν τὸ Χριστό, νὰ τὸν κηρύξῃ. Πῆγε ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό, ἀπὸ πόλι σὲ πόλι, ἀπὸ χώρα σὲ χώρα.
Πέταξε σὰν ἀετός. Καὶ παντοῦ ἔλεγε· «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Ὄχι ἁπλῶς «ὁ Κύριος καὶ ὁ Θεός». Ἐκεῖνο τὸ «μου» ἔχει σημασία. Εἶδες; ἡ γυναίκα λέει «ὁ ἄντρας μου», ἡ μάνα λέει «τὸ παιδί μου», ὁ ἄρρωστος λέει «ὁ γιατρός μου». Τὸ «μου» αὐτὸ τοῦ Θωμᾶ σημαίνει, ὅτι ὁ Χριστὸς πρέπει νὰ γίνῃ δικός μου, «ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Τὸ ὅτι εἶνε Κύριος ὅλου τοῦ κόσμου εἶνε γεγονός· ἀλλὰ πρέπει νὰ γίνῃ καὶ δικός σου, νὰ δημιουργήσῃς στενὴ τρυφερὰ σχέσι μὲ τὸ Χριστό, τόσο νὰ τὸν ἀγαπήσῃς.
Ἔτσι ὁ Θωμᾶς ἔφθασε μέχρι τὶς Ἰνδίες. Ἐκεῖ πίστεψαν πολλοί, καὶ ἐκεῖ αὐτὸς βρῆκε θάνατο μαρτυρικό. Γι’ αὐτὸ οἱ χριστιανοὶ τῶν Ἰνδιῶν ὀνομάζονται χριστιανοὶ τοῦ Θωμᾶ.
Αὐτὸς ἦταν ὁ Θωμᾶς, ποὺ ἀπὸ ἄπιστος ἔγινε πιστὸς καὶ σήμερα ἑορτάζουμε τὴν ψηλάφησί του. Στὶς μέρες μας ὑπάρχουν πολλοὶ ἄπιστοι. Ψέμα, σοῦ λένε, εἶνε ἡ θρησκεία· οἱ παπᾶδες κοροϊδεύουν τὸν κόσμο, ἐκμεταλλεύονται τὸ λαό… Νομίζουν πὼς ἔτσι θὰ σβήσουν τὴν πίστι. Ἐμεῖς τί ν’ ἀπαντήσουμε; Θὰ ὑπενθυμίσουμε μερικὰ ἁπλᾶ πράγματα.
1. Τὸ νερό. Ἄνθρωπε ἀχάριστε, πίνεις νεράκι· σκέφτηκες ποιός χαρίζει τὸ νερό; Ἂν στερέψουν οἱ πηγές, θὰ ποῦμε τὸ νερὸ νεράκι. Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια οἱ ἄνθρωποι πίστευαν. Παρατηροῦσα· προτοῦ νὰ πιοῦν νερὸ ἔκαναν τὸ σταυρό τους. Εἴδατε τώρα πίνοντας νὰ κάνῃ κανεὶς σταυρό; Τίποτα! Τὴ γουλιὰ ἔχουν στὸ στόμα, καὶ τὸ Χριστὸ βλαστημᾶνε. Ἐνῷ τὸ πουλάκι· πίνει νερὸ καὶ ὑψώνει τὸ κεφαλάκι του στὸν οὐρανό, σὰ νὰ λέῃ «Χριστέ, σ’ εὐχαριστῶ». Ἐσὺ γιατί δὲν πιστεύεις;
2. Ὁ ἥλιος. Ἄκου ἐκεῖ, λένε μερικοί, «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν» νὰ μπῇ ὁ Χριστός; Αὐτὸ εἶν’ ἀπίστευτο, ἀπαράδεκτο… Ἀπίστευτο; Ὅταν ἤμουν στὸ σχολειό, ὁ καλός μας δάσκαλος μᾶς ἔλεγε· Λῦστε μου τὸ αἴνιγμα «Κλείνω τὸ σπιτάκι μου, κι ὁ κλέφτης εἶνε μέσα». Ποιός εἶν’ ὁ κλέφτης; ρωτούσαμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ στὸ σπίτι τοὺς γονεῖς. Ποιά ἦταν ἡ λύσις· ὁ ἥλιος! Αὐτὸς περνάει τὰ τζάμια χωρὶς νὰ τὰ σπάσῃ καὶ εἶνε μέσα στὸ σπίτι. Καὶ ὁ ἥλιος λοιπὸν φωνάζει «Χριστὸς ἀνέστη».
3. Ὁ ἀέρας. Κλειστὸ εἶνε τὸ σπίτι, κι ὅμως ὁ ἀέρας μπαίνει. Πῶς; Ἀπὸ μιὰ χαραμάδα. Μιὰ μικρὴ τρυπίτσα νὰ βρῇ, περνάει καὶ φτάνει μέχρι τὰ ἔγκατα τῆς γῆς. Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ ἔκανε τὸν ἀέρα καὶ τὸν ἥλιο, δὲ μποροῦσε ὁ ἴδιος νὰ μπῇ«κεκλεισμένων τῶν θυρῶν»;
4. Τὰ δέντρα. Τὸ χειμῶνα εἶνε γυμνὰ – ξερά, ἀλλὰ τὴν ἄνοιξι; «Σήμερον ἔαρ μυρίζει» (ἐξαπ. Θωμ.). Κάθε φύλλο ποὺ βγαίνει, κάθε λουλούδι, κάθε καρπός, ὅλα φωνάζουν «Χριστὸς ἀνέστη».
5. Νά καὶ ὁ σπόρος. Ὁ γεωργὸς τὸν θάβει στ’ αὐλάκι ὅπως ὁ νεκροθάφτης τὸ νεκρό. Ὁ σπόρος σαπίζει, καὶ μετὰ ζωντανεύει καὶ βγαίνει. Καὶ κάθε φορὰ ποὺ φυτρώνει ἕνα στάχυ – ἕνας βλαστός, λέει «Χριστὸς ἀνέστη». Ἐσὺ ἀμφιβάλλεις;
6. Τὸ ἀβγὸ ποὺ μοιράζουμε τὸ Πάσχα. Ἔχει σημασία. Γιατί; Μέσα στὸ ἀβγὸ εἶνε θαμμένο, κλεισμένο σὰν σὲ τάφο μὲ μαρμάρινη πλάκα, ἕνα πουλάκι. Ἡ κλῶσσα τὸ θερμαίνει καὶ ὕστερα ἀπὸ 40 μέρες νάτο, μὲ τὴ μυτίτσα του σπάει τὴ φλούδα· καὶ μόλις βγῇ ἔξω, εἶνε σὰν νὰ κελαϊδῇ «Χριστὸς ἀνέστη».
7. Τὸ ῥαδιόφωνο καὶ ἡ τηλεοράσι τέλος. Ὅλα εἶνε κλειστά, ἀλλὰ μ’ ἕνα κουμπὶ τὸ σπίτι γεμίζει φωνὲς καὶ εἰκόνες ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς γῆς. Πῶς γίνεται, τί λέει ἡ ἐπιστήμη; Ὑπάρχουν τὰ λεγόμενα ἑρτζιανὰ κύματα, ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ Θεὸς δύναμι νὰ μεταφέρουν ὅλα αὐτὰ μέσα στὸ σπίτι. Τὰ κτίσματα λοιπὸν μποροῦν νὰ κινοῦνται ἔτσι, ὁ Κτίστης δὲν μπορεῖ;
Μὴν ἀκοῦτε, ἀδελφοί μου, τὶς φλυαρίες ἡμιμαθῶν καὶ ἀγραμμάτων. Νὰ πιστεύετε στὸ Χριστὸ ὅπως οἱ πρόγονοί μας, μὲ πίστι βαθειά. Κλεῖστε τ’ αὐτιά σας στὴν ἀθεΐα καὶ ἀπιστία. Κρατῆστε βαθειὰ μέσα σας τὴν πίστι. Νὰ λέτε κ’ ἐσεῖς ὅπως ὁ Θωμᾶς «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Καθόλου μὴ δειλιάζετε.
Ἀλλὰ ἡ πίστι σας νὰ μὴν εἶνε νεκρά. Ἡ ἁγία Γραφὴ λέει· «ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔργα ἔχῃ, νεκρά ἐστι» (Ἰακ. 2,17). Ἡ πίστι σας νά ’νε ζωντανή. Νὰ φανερώνετε παντοῦ ὅτι πιστεύετε. Νὰ τὸ δείχνετε μὲ ἔργα. Αὐτὸ σημαίνει· στὴ ζωή σας καμμιά βλαστήμια, καμμιά κλοπή, καμμιά μοιχεία, καμμιά πορνεία, κανένα διαζύγιο. Νὰ βασιλεύῃ ὁ Χριστὸς στὰ σπίτια σας, στὶς οἰκογένειές σας, στὰ παιδιά σας, παντοῦ.
Θὰ σᾶς πῶ ἕνα λόγο, ἀκοῦστε με. Πιστεύω. Ἂν δὲν πίστευα, θὰ ἔσπαζα τὴ ῥάβδο αὐτὴ ποὺ κρατῶ καὶ θὰ γινόμουν ἕνας ἐπαγγελματίας. Ἀλλὰ πιστεύω στὸ Χριστό. Ὅλα εἶνε ψέματα, ἕνα εἶνε ἀληθινό. Κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα δὲν ὑπάρχει ἄλλο, παρὰ ὁ Ἰησοῦς Χριστός· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Ἁγίου Θωμᾶ Ζέρβης – Ἐδέσσης 7-5-1989)
_______________
___________________
3.
Ваздух. Затворена је кућа, али ипак улази ваздух. Како? Кроз једну рупицу. Нека нађе једну малену рупицу, то му је довољно да уђе у кућу. Онај који је створио вадух и сунце, није ли и Он могао ући «кроз затворена врата»? (Јов. 20,26).Μεγάλη Δευτέρα βράδυ
«Ὁ Ἰούδας τῇ γνώμῃ φιλαργυρεῖ…» (κάθ. ὄρθρ. Μ. Τρίτ.)
ΕΟΡΤΑΖΟΥΜΕ, ἀγαπητοί μου, «τὰ πάθη τὰ σεπτά», τὸ θεῖο δρᾶμα. Κεντρικὸ πρόσωπο τοῦ δράματος εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, καὶ γύρω του κινοῦνται καὶ δροῦν πολλὰ πρόσωπα. Ἄλλα ἀπὸ αὐτὰ εἶνε φωτεινά, ἄλλα σκοτεινά. Ἀλλ᾽ ἂν μὲ ῥωτήσετε ποιό εἶνε τὸ πιὸ σκοτεινό, θὰ σᾶς πῶ· ὁ Ἰούδας. Γι᾽ αὐτὸν ἀπόψε λέει κάτι ἡ ὑμνολογία καὶ περισσότερα θὰ πῇ τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης.
Στὴν ἀρχὴ τῆς ἀκολουθίας ἀκούσαμε· «Ὁ Ἰούδας τῇ γνώμῃ φιλαργυρεῖ, κατὰ τοῦ Διδασκάλου ὁ δυσμενής· κινεῖται, βουλεύεται, μελετᾷ τὴν παράδοσιν…» (κάθ. ὄρθρ. Μ. Τρίτ.). Γιὰ τὸν Ἰούδα λοιπὸν θὰ πῶ κ᾽ ἐγὼ λίγα λόγια.
Ὁ Ἰούδας καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰουδαία. Δὲν γνωρίζουμε πολλὰ γι᾽ αὐτόν. Ἐκεῖνο ποὺ γνωρίζουμε εἶνε ὅτι ἐπονομάζεται Ἰσκαριώτης (Ματθ. 10,4 κ.ἀ.). Ὅπως ἐμεῖς λέμε Φλωρινιώτης, Κοζανίτης, Γρεβενιώτης, ἔτσι αὐτὸς λέγεται Ἰσκαριώτης, ποὺ σημαίνει τὸν τόπο γεννήσεώς του, ἕνα χωριὸ τῆς Ἰουδαίας, τὴν Καριώθ.
Χρειάζεται τὸ ἐπίθετο Ἰσκαριώτης. Διότι ὑπάρχει κι ἄλλος Ἰούδας, ὁ ἀδελφόθεος, ὥστε νὰ γίνεται διάκρισις. Ὁ Ἰούδας ὁ ἀδελφόθεος εἶνε ὁ ἀπόστολος ποὺ ἔγραψε τὴ μικρὴ ἀλλὰ ὑπέροχη ἐπιστολὴ ποὺ φέρει τὸ ὄνομά του καὶ εἶνε ἕνα ἀπὸ τὰ 27 θεόπνευστα βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης· διαβάστε την. Δύο Ἰοῦδες λοιπόν. Τί διαφορὰ ὅμως! Τὸ ἴδιο ὄνομα, ὁ ἕνας τὸ ἀτιμάζει, ὁ ἄλλος τὸ δοξάζει. Αὐτὸ συμβαίνει καὶ μ᾽ ἐμᾶς, καὶ μᾶς ἁρμόζει τὸ ῥητὸ «Ἢ ἄλλαξε ὄνομα, ἢ ἄλλαξε διαγωγή».
Γιὰ τὸν Ἰούδα τὸν Ἰσκαριώτη τὸ Εὐαγγέλιο δὲν λέει τί ἐπάγγελμα ἔκανε. Ζοῦσε στὸ χωριό του. Ἀλλ᾽ ἔφθασε κ᾽ ἐκεῖ ἡ φήμη τοῦ μεγάλου Διδασκάλου. Ὅταν ἄκουσε τὴ διδασκαλία του ἠλεκτρίσθηκε. Θαύμασε τὸ Χριστὸ καὶ τὸν ἀκολούθησε. Διότι καὶ στοῦ Ἰούδα τὴν καρδιὰ ὑπῆρχε μιὰ σπίθα. Κι ὁ μεγαλύτερος κακοῦργος διατηρεῖ μέσα του κάτι καλό, ὅπως κι ὁ μεγαλύτερος ἅγιος φέρει μέσα του κάτι κακό. Μυστήριο ὁ ἄνθρωπος. Ποιός γνωρίζει τὴν καρδιά του; Μόνο ὁ καρδιογνώστης Κύριος.
Ἑλκύσθηκε λοιπὸν ἀπὸ τὸ Χριστὸ ὁ Ἰούδας καὶ ἔμεινε κοντά του τρία χρόνια. Μὲ τί φρόνημα ὅμως, μὲ τί ἰδέα; Μὲ τὴν ἰδέα ποὺ εἶχαν πολλοὶ φανατικοὶ Ἑβραῖοι, ποὺ καὶ μέχρι σήμερα τὴν ἔχουν περιμένοντας ἕνα Μεσσία. Ἐμεῖς λέμε· Ἦρθε. Αὐτοὶ λένε· Θὰ ἔρθῃ. Τί πίστευε ὁ Ἰούδας· ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ ξεσηκώσῃ τὸν Ἑβραϊκὸ κόσμο, θὰ κάνουν ἐπανάστασι, θὰ γκρεμίσουν τοὺς ῾Ρωμαίους κατακτητάς, κι ὁ Χριστὸς θὰ γίνῃ βασιλιᾶς, βασιλιᾶς ἐγκόσμιος, πιὸ ἔνδοξος ἀπὸ τὸ Σολομῶντα καὶ τὸ Δαυΐδ. Αὐτὰ περίμενε καὶ ὁ Ἰούδας.
Ὁ Χριστὸς τὸν τίμησε. Τὸν εἶχε τρόπον τινὰ ὑπουργὸ οἰκονομικῶν. Οἱ δώδεκα μαθηταὶ δὲν εἶχαν καθένας δικό του πορτοφόλι· εἶχαν ἕνα κοινὸ ταμεῖο γιὰ ὅλη τὴν ἀδελφότητα, τὸ γλωσσόκομον, ποὺ τὸ διαχειριζόταν Ἰούδας. Ἄρχισε ὅμως ν᾽ ἁπλώνῃ χέρι στὰ ἱερὰ χρήματα. Ἄφησε νὰ μπῇ στὴν ψυχή του ἡ φιλαργυρία καὶ μετὰ ἡ κλοπή. «Κλέπτης ἦν, καὶ τὸ γλωσσόκομον εἶχε καὶ τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζεν» (Ἰωάν. 12,6).
Ἐν τούτοις ἔκρυβε τὸ πάθος. Ὅταν στὸ σπίτι τοῦ Λαζάρου ἡ Μαρία ἀπὸ εὐγνωμοσύνη ἄλειψε μὲ μύρο τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ σκούπισε μὲ τὰ μαλλιά της, ὁ Ἰούδας εἶπε· Κρίμα τόσα ἔξοδα γιὰ μύρα· γιατί νὰ μὴ δοθοῦν στοὺς φτωχούς;… Ὁ κλέφτης ἔκανε τὸ φιλάνθρωπο! Συμβαίνει αὐτὸ πολλὲς φορές.
Κατέκτησε λοιπὸν τὴν ψυχή του ὁ ἔρωτας τῶν χρημάτων καί, σπρώχνοντας σπρώχνοντας, ἔρριξε τὸν Ἰούδα στὸ βάραθρο. Αὐτὸ γίνεται ὅταν ὁ ἄνθρωπος πάρῃ κατρακύλα. Ὅπως μία σφαῖρα πέφτοντας ἀπὸ μιὰ κορυφὴ δὲν σταματάει ἕως ὅτου φτάσῃ στὸ πιὸ χαμηλὸ σημεῖο, ἔτσι κι αὐτὸς ἔφτασε στὸν πυθμένα τοῦ κακοῦ. Ἀφάνταστο, μυστήριο· πούλησε τὸν Διδάσκαλό του, «τὸν ἀτίμητον» (αἶν. Μ. Τετ.), δηλαδὴ τὸν ἀνεκτίμητο, αὐτὸν ποὺ δὲν ἀγοράζεται! Ἂν κάθε ἄνθρωπος ἔχει ἀξία ἀνεκτίμητη, πόσῳ μᾶλλον ὁ Θεάνθρωπος; Κι ὅμως ὁ Ἰούδας πούλησε τὸν Ἀτίμητο γιὰ ἕνα εὐτελὲς ποσό, γιὰ «τριάκοντα ἀργύρια» (Ματθ. 26,15), πιὸ φτηνὰ ἀπ᾽ ὅ,τι ἀγοραζόταν τότε ἕνας δοῦλος.
Μήπως εἶχε παράπονο; Ὁ Χριστὸς δὲν τὸν στέρησε σὲ τίποτε. Μαζί του στὸ τραπέζι, στὶς ὁδοιπορίες, στὸ κήρυγμα, στὰ θαύματα, στὶς ἰδιαίτερες συζητήσεις, παντοῦ. Τέλος καὶ στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο. Κι ὅταν ὁ Κύριος ἔπλυνε τὰ πόδια τῶν μαθητῶν, ἔπλυνε καὶ τὰ δικά του. Καὶ ἐνῷ γνώριζε ὅτι θὰ τὸν προδώσῃ, δὲν τοῦ ἀπηύθυνε κακὴ λέξι, οὔτε στοὺς ἄλλους εἶπε, Αὐτὸς θὰ μὲ προδώσῃ. Συγκεκαλυμμένα εἶπε μόνο· Κάποιος ἀπὸ σᾶς θὰ μὲ προδώσῃ.
Ὅταν τέλος στὴ Γεθσημανῆ ὁ Ἰούδας τὸν πλησίασε καὶ τοῦ ἔδωσε φίλημα – σύνθημα γιὰ τὴν σύλληψι, ὁ Χριστὸς δὲν τοῦ εἶπε «Φύγε, προδότη!», ἀλλὰ τί· «Ἑταῖρε, ἐφ᾽ ᾧ πάρει»· φίλε, κάνε αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο ἦρθες (Ματθ. 26,50). Πόσο διδακτικὴ ἡ εὐγένεια τοῦ Χριστοῦ!
Εἶνε γεγονὸς ὅτι ὁ Ἰούδας κατόπιν μεταμελήθηκε, πλὴν ὅμως ἀνωφελῶς. Δὲν τὸ περίμενε νὰ καταδικαστῇ ὁ Χριστός. Πίστευε μᾶλλον, ὅτι στὸ τέλος θὰ καταφέρῃ νὰ διαλύσῃ τοὺς ἐχθρούς του καὶ νὰ διαφύγῃ, ὅπως ἔγινε ἄλλοτε. Ὅταν ὅμως ἔμαθε τὴ θανατική του καταδίκη, αἰσθάνθηκε τύψεις. Ἐπέστρεψε τὰ ἀργύρια στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ εἶπε· «Ἥμαρτον παραδοὺς αἷμα ἀθῷον» (Ματθ. 27,4). Δὲν ἔτρεξε τότε στὸ Γολγοθᾶ νὰ ζητήσῃ τὴ συγχώρησι τοῦ Ἐσταυρωμένου. Βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι, βρῆκε ἕνα δένδρο, ἔδεσε θηλειὰ σ᾽ ἕνα κλαδί, τὴν πέρασε στὸ λαιμό του καὶ κρεμάστηκε – αὐτοκτόνησε. Θλιβερὸ τὸ τέλος τοῦ Ἰούδα!
Ἀλλὰ ὁ Ἰούδας δὲν ἔλειψε ἀπὸ τὸν κόσμο. Ἕνας συγγραφεὺς ἔγραψε βιβλίο μὲ τίτλο «Ὁ Ἰούδας διὰ μέσου τῶν αἰώνων». Ἐκεῖ παραθέτει παραδείγματα ἀνθρώπων ποὺ ὑπῆρξαν μιμηταὶ τοῦ Ἰούδα. Καὶ σήμερα ὑπάρχουν Ἰοῦδες στὴν κοινωνία. Νὰ παρουσιάσω μερικούς;
⃝ Πρῶτον οἱ γιατροί. Ὄχι ὅλοι βεβαίως. Ὑπάρχουν γιατροὶ ὑποδείγματα. Ἀλλ᾽ ἐκτὸς αὐτῶν ὑπάρχουν καὶ γιατροὶ ἀσυνείδητοι, ποὺ ἀντὶ τριάκοντα ἀργυρίων ὄχι μόνο προδίδουν ἀλλὰ καὶ σκοτώνουν τὸ ἀθῳότερο πλάσμα, τὰ ἔμβρυα, καὶ τὰ πετοῦν στὰ ἀπορρίμματα. Ἰοῦδες εἶνε· ἀντὶ τριάκοντα ἀργυρίων πωλοῦν κάτι ἀτίμητο.
⃝ Ἰοῦδες ἐπίσης εἶνε οἱ δικηγόροι – κ᾽ ἐδῶ ὄχι ὅλοι· ὑπάρχουν καὶ διαμάντια. Ξέρω δικηγόρο στὴν Ἀθήνα πού, ἀφοῦ ἀκούσῃ τὴν ὑπόθεσι τοῦ πελάτη, λέει· ―Φίλε μου, ἔχεις ἄδικο· δὲν μπορῶ νὰ σὲ ὑπερασπισθῶ. ―Μὰ σοῦ δίνω ἑκατομμύρια. ―Ὅλο τὸν κόσμο νὰ μοῦ δώσῃς, δὲν δέχομαι. Πηγαίνει ὅμως αὐτὸς σὲ κάποιον ἄλλο δικηγόρο, ἐκεῖνος ἐπιστρατεύει ψευδομάρτυρες ποὺ παρουσιάζονται στὸ δικαστήριο καὶ παλαμίζουν τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, κι ὁ δικηγόρος εἰσπράττει τὰ τριάκοντα ἀργύρια τῆς ἀτιμίας.
⃝ Ἰούδας στὰ ἰατρεῖα, Ἰούδας στὰ δικαστήρια, Ἰούδας ἀκόμα ―Θεέ μου, πῶς νὰ τὸ πῶ― μέσ᾽ στὴν Ἐκκλησία! Ὑπάρχουν καὶ κληρικοὶ Ἰοῦδες. Δὲν κατηγορῶ βεβαίως ὅλους. Ὑπάρχουν κληρικοὶ ὑποδείγματα πού, πάμπτωχοι αὐτοί, ἔκαναν πλούσια τὴν Ἐκκλησία. Ἀλλ᾽ ὑπάρχουν κ᾽ ἐκεῖνοι ποὺ μοσχοπωλοῦν τὸ Χριστὸ εἰσπράττοντας τυχερὰ στὰ μυστήρια, ἐνῷ ὁ Χριστὸς εἶπε «Δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε» (Ματθ. 10,8). Αὐτοὶ ἀποτελοῦν μεγάλο ἐμπόδιο στὴ διάδοσι τοῦ εὐαγγελίου.
Ὅσο ἀγαποῦμε τὸ χρῆμα, ἀγαπητοί μου, ὅλοι μέσα μας κρύβουμε ἕνα μικρὸ Ἰούδα. Τὸ θλιβερὸ κατάντημα ὅμως ἐκείνου μᾶς διδάσκει νὰ μισήσουμε τὴ φιλαργυρία. Εἶνε «ῥίζα πάντων τῶν κακῶν» (Α΄ Τιμ. 6,10). Ὁ ἔρωτας τοῦ χρήματος κάνει τὸν ἄνθρωπο ἀπατεῶνα, πλαστογράφο, κλέφτη, προδότη, φονιᾶ… Λέει κάπου ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος· Σκλαβώνει κι ὁ ἔρωτας τῆς γυναίκας· ἀλλὰ ὁ ἔρωτας τοῦ χρήματος εἶνε χειρότερος· ὅποιος ἀγαπᾷ τὸ χρῆμα δὲν ἀγαπᾷ ἔμψυχο πλάσμα, ἀλλὰ ἀγαπᾷ ἕνα ἄψυχο εἴδωλο, γίνεται εἰδωλολάτρης.
Ἂς προσέξουν ἰδίως οἱ γονεῖς. Ἡ φιλαργυρία πῆρε ἔκτασι, γιατὶ μαθαίνουν στὸ παιδὶ νὰ θαυμάζῃ ὄχι τὸν φτωχὸ καὶ τίμιο ἀλλὰ τὸν κλέφτη ποὺ πλουτίζει. Μεγάλη ἡ ἁμαρτία τους. Τὸ παιδὶ μαθαίνει στὴ φιλαργυρία καὶ αὔριο γίνεται ἐγκληματίας. Ἕνας νεαρὸς κατεδικάσθη εἰς θάνατον· κι ὅταν ἡ μάνα ἔτρεξε κοντά του, αὐτὸς δὲν ἤθελε νὰ τὴ δῇ. Σύ φταῖς, τῆς εἶπε, γιὰ τὸ κατάντημά μου· ὅταν μικρὸς ἔκλεψα κάτι, δὲ μὲ τιμώρησες· ἔτσι ἀπ᾽ τὰ μικρὰ ἔφθασα στὰ μεγάλα… Ὅποιος ἀρχίσῃ κλέβοντας ἀβγό, στὸ τέλος θὰ κλέψῃ βόδι.
Πρέπει νὰ χτυπήσουμε τὸ μικρόβιο τῆς φιλαργυρίας ποὺ ὑπάρχει μέσα μας. Μεθαύριο θ᾽ ἀκούσουμε γιὰ τὸν Ἰούδα· «Βλέπε, χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον», γιὰ τὰ λεφτὰ κατήντησε στὴν ἀγχόνη. Γι᾽ αὐτό, τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες, ἂς κάνουμε ἐλεημοσύνη· ὄχι ὑποκριτικά, ἀλλὰ εἰλικρινά.
Εἴθε ὁ Κύριος νὰ μᾶς φωτίσῃ, ὥστε αὐτὰ ποὺ ἀκοῦμε νὰ μᾶς γίνουν διδάγματα.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης 16-4-1984 βράδυ)
________________
___________________
«Јуда разумом среброљубљује против Учитеља…» (Јутрење Великог Уторка)
Славимо, драги моји, «велика страдања», божанску драму. Централни лик драме је наш Господ Исус Христос, око њега се креће и учествује много лица. Нека од њих су светла,а друга су мрачна. Ако ли ме упитате које је најмрачније лице, рећи ћу вам да је то Јуда. О њему вечерас и говори химнографија а нешто више ће рећи увече на Велики Четвртак. На почетку службе смо чули:«Јуда разумом среброљубљује против Учитеља, безбожни се креће, саветује се, проучава издају, отпада од светлости, примивши таму; уговара цену, продаје безценог…. » (Јутрење Великог Уторка). О Јуди ћу и ја рећи мало речи.
* * *
Јуда је потицао из Јудеје. Не знамо много о њему. Оно што знамо је да се називао Искариотски (Матеј. 10,4). Као што ми кажемо Флорињотис, Козанитис, Гревењотис, тако се и он називао Искариотски, што представља место његовог рођења, једно село у Јудеји, Кариот. Потребан је назив Искариотски, зато што је постојао и други Јуда(аделфотеј), брат Господњи по телу (Родио се у галилејском граду Назарету од праведног Јосифа дрводеље, потоњег обручника Пречисте Дјеве Марије, и од матере Саломије), тако да их разликујемо. Јуда аделфотеј је апостол који је написао малу али предивну посланицу која носи његово име и која је једна од 27 богонадахнутих књига Новог завета. Прочитајте је. Две Јуде имамо дакле. Која је разлика?Један је то име прославио а други га је обешчастио. То исто се може рећи и за нас: “ Промени своје понашање или промени своје име”. Јеванђеље нам не говори какво занимање је имао Јуда Искариотски. Живео је у свом селу. И тамо је стигао глас о великом Учитељу. Када је чуо Христово учење он се дивио и следио Христа . Зато што је и у Јудином срцу постојала једна варница. И највећи злочинац има у себи нешто добро, као и највећи светитељ што носи у себи нешто лоше. Човек је тајна. Ко познаје његово срце? Само срцепознаватељ Господ. Био је дакле привучен Христом, Јуда је живео поред њега три године. Међутим са каквим очекивањима, са каквом идејом? Са идејом коју су имали многи фанатични Јевреји, који до данас очекују једног Месију. Ми кажемо, дошао је. Они кажу, доћи ће. Шта је веровао Јуда? Да ће Христос узбунити Јеврејски свет, да ће дићи револуцију и да ће уништити Римску власт, да ће Христос постати цар, светски цар, славнији од Соломона и Давида. То је очекивао Јуда. Христос га је почаствовао. На неки начин био је министар економије. Дванаест ученика је било, није свако од њих имао свој новчаник, имали су заједничку благајну за цело братство, касу, којом је располагао Јуда. Почео је да пружа своју руку на свете новце. Допустио је да у његову душу уђе среброљубље а касније и крађа. «беше крадљивац, и имаше касу, и узимаше што се меташе у њу» (Јов. 12,6). При томе је сакривао своју страст. Када је у кући Лазара, Марија из захвалности намазала са миром ноге Христове и обрисала их са својом косом, Јуда је рекао: Каква штета, толики трошак за миро, зашто се то није дало сиромасима?… Крадљивац се правио човекољубцем! То се догађало често. Преузела је његову душу страст ка новцу и терала га у провалију. То се дешава када човек крене странпутицом. Као што један метак падајући са врха се не зауставља све док не стигне до најнижег дела, тако и Јуда све док није стигао до самог дна зла се није зауставио. Незамисливо, тајна, продао је свог Учитеља, «непроцењивог» (В. Среда.), онога који нема цену, онога који се не продаје!
Ако сваки човек има непроцењиву вредност, колико више је Богочовек непроцењив? Међутим Јуда је продао Непроцењивог за једну малу суму, за «тридесет сребреника» (Мат. 26,15), пуно мање но што се у оно време продавао један роб. Можда је имао неки разлог? Христос му није ускратио ништа. Са Христом је био за столом, на путовањима, на проповедима, у чудима, у посебним разговорима, свуда. На крају и на Тајној вечери. Када је Господ прао ноге својим ученицима, опрао је и његове ноге. Иако је знао да ће га Јуда издати, није му никада упутио ружну реч, као ни осталим ученицима. Он ће ме предати. Само је рекао у наговештају: Неко од вас ће ме издати. На крају у Гетсиманском врту када му се Јуда приближио и када му је дао целив – знак за хватање, Христос му није рекао: «Бежи, издајниче!», него «Пријатељу, зато ли си дошао? (Мат. 26,50). Колико је само поучна Христова љубазност!
Јуда се касније преобратио, али бескорисно. Није очекивао да Христос буде осуђен. Вероватно је веровао, да ће на крају успети да распрши своје непријатеље и да побегне, као и раније. Међутим када је чуо за смртну пресуду, осетио је грижу савест. Вратио је сребренике архијерејима и рекао: «сагреших што издадох крв невину» (Мат. 27,4). Није отишао на Голготу да затражи опроштај од Распетог. Изашао је ван града, пронашао је једно дрво, завезао је омчу на дрво, ставио себи на врат и извршио самоубиство. Тужан је Јудин крај!
* * *
Међутим, Јуда није нестао из света. Један писац је написао књигу са следећим насловом: «Јуда кроз векове». Тамо наводи примере људи који су опонашали Јуду. И данас постоје Јуде у друштву. Да наведем неке од њих?
На првом месту лекари. Не сви наравно. Постоје и лекари за пример. Осим тих лекара постоје и несавесни лекари, који за тридесет сребреника не само да издају него и убијају људско створење, ембрион, и бацају у смеће. Јуде су јер за тридесет сребреника продају нешто непроцењиво.
Јуде су такође и адвокати- и овде опет не сви, постоје и дијаманти. Познајем адвоката у Атини који када чује клијентово излагање каже: – Пријатељу мој, ниси у праву, не могу да те браним. – Ма даћу ти милионе. – Цео свет да ми даш, не прихватам да те браним. Одлази тај човек неком другом адвокату, а он прикупља лажне сведоке који се појављују на суду и стављају свој длан на свето Јеванђеље, а адвокат добија тридесет нечасних сребреника.
Јуда у болницама, Јуда у судовима, о Боже мој, како то да кажем – чак и у Цркви! Постоје и свештеници Јуде. Не оптужујем наравно све свештенике. Постоје и свештеници за пример, који су пресиромашни а обогатили су Цркву. Постоје и они који продају Христа зарађујући на светим тајнама, а сам Христос је рекао: «На дар сте добили, на дар и дајте» (Мат. 10,8). Они су велика препрека у ширењу Јеванђеља.
* * *
Све док волимо новац, драги моји, сви у себи кријемо једног малог Јуду. Најжалосније је за Онога који нас је научио да замрзимо среброљубље. То је «корен свих зала» (А. Тим. 6,10). Љубав према новцу од човека прави варалицу, кривотворитеља, крадљивца, издајника, убицу… Говори негде свети Јован Златоуст: “Поробљава и љубав према жени, али љубав према новцу је гора”. Онај који воли новац не воли биће које има душу, него воли бездушни идол, постаје идолопоклоник . Нека обрате пажњу посебно родитељи. Среброљубље се распространило, зато што уче децу да се диве не сиромашном и часном човеку већ крадљивцу који се обогатио. То је њихов велики грех. Дете се учи среброљубљу и сутра постаје злочинац. Један младић је осуђен на смрт, а када је мајка потрчала за њим, он није желео да је види. Ти си крива, рекао је, за оно што сам постао, када бих као мали нешто украо, ниси ме кажњавала, тако сам од малог постао велики лопов… Онај који почне крадући јаје, на крају ће украсти и вола. Треба да уништимо микроб среброљубља који постоји у нама. Данас-сутра чућемо о Јуди. «Љубитељу новца, погледај онога, који се због тога обесио; бежи од ненасите душе, која се дрзнула да тако поступи са Учитељем.»(Јутрење Великог Четвртка), због новца је завршио на вешалима. Зато у ове свете дане, чинимо милостињу не претворно али искрено. Нека нас Господ просвети, све што смо чули да нам буде поука.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Μεγάλη Τρίτη βράδυ
(δοξ. ἀποστ. αἴν. Μ. Τετάρτης)
ΑΠΟΨΕ, εὐσεβὲς ἐκκλησίασμα, σ᾿ ὅλες τὶς ἐκκλησίες τῆς ᾿Ορθοδοξίας μας ψάλλεται τὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς. Ὅλοι τρέχουν στοὺς ναοὺς νὰ τ’ ἀκούσουν καὶ θαυμάζουν τὸν ψάλτη ποὺ θὰ τὸ παρατείνῃ περισσότερο. Ἀλλ’ ἐὰν τοὺς ρωτήσῃς, τί κατάλαβαν ἀπ’ αὐτό, οἱ περισσότεροι δὲν ξέρουν ν᾿ ἀπαντήσουν. Σὰ νὰ εἶνε κινέζικα. Γι᾿ αὐτὸ θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ πῶ λίγα λόγια γιὰ τὸ τροπάριο.
Στὰ παλιὰ εὐλογημένα χρόνια, τὸν 9ο μ.Χ. αἰῶνα, στὴν Κωσταντινούπολι, ποὺ εἶνε ἡ πόλις τῶν ὀνείρων μας, βασιλεὺς τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας στέφεται ὁ νεαρὸς Θεόφιλος (829-842). Ἦταν ἄγαμος. Ἡ καλὴ μητρυιά του, ἡ Εὐφροσύνη, θέλοντας νὰ τὸν παντρέψῃ, κάλεσε ἀπ᾿ ὅλα τὰ μέρη τοῦ ἀπεράντου κράτους, σὰν μιὰ ἀνθοδέσμη ἀπὸ λουλούδια τῆς νεότητος, ἐκλεκτὲς κοπέλλες, γιὰ νὰ διαλέξῃ ἀπ’ αὐτὲς τὴν σύζυγό του. Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα ἡ Εὐφροσύνη τοῦ ἔδωσε ἕνα χρυσὸ μῆλο, γιὰ νὰ τὸ προσφέρῃ σ᾿ αὐτὴν ποὺ θὰ διάλεγε. Ὁ Θεόφιλος στάθηκε μπροστὰ στὴν Κασσιανὴ κ’ ἦταν ἕτοιμος νὰ τῆς τὸ προσφέρῃ, ἀλλὰ τῆς εἶπε κάτι, ποὺ ἡ Κασσιανὴ τὸ θεώρησε προσβλητικὸ γιὰ τὶς γυναῖκες· «Ἐκ γυναικὸς ἐρρύη τὰ φαῦλα», ἀπ’ τὴ γυναῖκα ἀπέρρευσαν τὰ κακά· ἐννοοῦσε τὴν Εὔα. Ἐκείνη, εὐφυὴς καθὼς ἦταν, τοῦ ἀπήντησε· «Ναί, ἀλλ’ ἀπὸ τὴ γυναῖκα προέρχονται καὶ ὅλα τὰ καλά», καὶ ἐννοοῦσε τὴν Παναγία.
Γυναῖκες, ἀκοῦτε; Ἔχετε τεραστία δύναμι. Ἢ Εὖες θὰ γίνετε, ἢ Παναγίες. Ἢ θ᾿ ἀνεβάσετε τοὺς ἄντρες σας στὸν οὐρανό, ἢ θὰ τοὺς ῥίξετε στὸν ᾅδη· διαλέξτε καὶ πάρτε. Πόσα ἀκούω ἀπὸ ἄντρες! Ἄχ, λένε, δὲν εἶσαι παντρεμένος, νὰ δῇς τί τραβᾶμε. Ἂν ἤσουν στὴ θέσι μας, θὰ προτιμοῦσες νὰ πεθάνῃς παρὰ νά ’χῃς κοντά σου μιὰ κακιὰ γυναῖκα…
Ἡ ἀπάντησι τῆς Κασσιανῆς δὲν ἄρεσε στὸν Θεόφιλο. Ἡ εὐφυΐα της ἔθιξε τὸν ἐγωισμό του (ὑπάρχουν γυναῖκες εὐφυέστερες τῶν ἀνδρῶν). Τὴν ἀπέρριψε λοιπὸν καὶ ἔδωσε τὸ μῆλο στὴν Θεόδωρα, ποὺ ἦταν βέβαια καλλονή, ἀλλὰ δὲν εἶχε τὸ σπινθηροβόλο πνεῦμα τῆς Κασσιανῆς. Ἡ Κασσιανὴ ἔχασε τὸ θρόνο ἀπὸ μία ἀπάντησι! Ἔχασε θρόνο ἐπίγειο, ἀλλὰ κέρδισε τὸν οὐράνιο βασιλέα, τὸν Κύριο ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστό.
Κάθε ψυχὴ εἶνε νύφη καὶ ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ ὡραῖος Νυμφίος. Τὸ κάλλος του εἶνε ἄφθαρτο, αἰώνιο, ἀληθινό. Δυστυχῶς σήμερα οἱ ἄνθρωποι δὲν ἐκτιμοῦν τὸ Νυμφίο Χριστό. Ὅποιος ὅμως, εἴτε ἄντρας εἴτε γυναίκα, λάβει ἰδέα τῆς ὡραιότητός του, δὲ συγκινεῖται πιὰ ἀπὸ κανένα ἄλλο φθαρτὸ ἀνθρώπινο κάλλος.
Μπορεῖ μιὰ γυναίκα νὰ ἔχῃ σωματικὴ ὀμορφιὰ καὶ νά ’νε ἕνα τέρας στὴν ψυχή, καὶ μιὰ ἄλλη νά ’νε ἄσχημη ἀλλὰ νὰ ἔχῃ ἐσωτερικὸ μεγαλεῖο, ἠθικὸ κάλλος, νά ’νε ἕνας ἄγγελος, κι ὁ ἄντρας της νὰ τὴ θαυμάζῃ καὶ νὰ τὴν ἀγαπᾷ. Τί νὰ τὸ κάνῃς τὸ ἐξωτερικὸ κάλλος, ἂν δὲν ὑπάρχῃ ἐσωτερικὴ ὀμορφιά; Ἦρθε κάποιος στὸ γραφεῖο καὶ ζητοῦσε διαζύγιο. —Πῶς τὴν παντρεύτηκες, λέω, καὶ τώρα θέλεις νὰ τὴ χωρίσῃς; —Μὲ γέλασε ἡ ὀμορφιά της· τὴν πέρασα γιὰ ἄγγελο, καὶ τώρα κατάλαβα ὅτι εἶχα νὰ κάνω μ᾿ ἕνα διάβολο…
᾿Αλλὰ τὸ κάλλος τοῦ Χριστοῦ δὲν συγκρίνεται μ᾿ ὅλα τὰ κάλλη τῶν ἀνθρώπων. Πόσο μάταιος εἶνε ὁ κόσμος, ποὺ γίνεται ἐραστὴς τοῦ ταπεινοῦ κάλλους! Μιὰ νέα ἀγαποῦσε κάποιον ἔξοχο ἐπιστήμονα καὶ τὸν ρώτησε· —Τί ἰδέα ἔχεις γιὰ μένα; —Σ᾿ ἀγαπῶ, σ᾿ ἐκτιμῶ, σὲ θαυμάζω· ἀλλ᾿ ἂν σὲ συγκρίνω μὲ τὸ Χριστό, σὲ βλέπω σὰν ἕνα μηδενικό, σὰν μιὰ σκιά… Εὐτυχεῖς αὐτοὶ ποὺ ἀγαποῦν τὸ Χριστό, δυστυχεῖς ὅσοι δὲν τὸν ἀγαποῦν.
Ἡ Κασσιανὴ τὸν ἀγάπησε μὲ ὅλη τὴν ψυχή της. Ἔφυγε ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα καὶ ἔχτισε μοναστήρι. ᾿Εκεῖ ἔζησε τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς της. Ἔγραψε ὑπέροχα ποιήματα. Ἕνα ἀπ᾿ αὐτὰ εἶνε τὸ τροπάριο ποὺ ἀκοῦμε σήμερα, «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή…». Ἡ Κασσιανὴ βέβαια δὲν ἦταν πόρνη· ἦταν ἕνα ἁγνὸ λουλούδι. Γιὰ ποιόν τὸ γράφει λοιπὸν αὐτό; Ἀνοῖξτε τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο στὸ 7ο κεφάλαιο, κ᾿ ἐκεῖ θὰ δῆτε μιὰ γυναῖκα πόρνη, ποὺ πλησίασε τὸ Χριστό. Αὐτὴν εἶχε ὑπ’ ὄψιν ἡ Βυζαντινὴ ποιήτριά μας.
Λένε μερικοὶ ποὺ κάνουν τὸν ψευτοευγενῆ· Γλῶσσα εἶν’ αὐτὴ τοῦ δεσπότη, νὰ λέῃ τὴ λέξι «πόρνη»;… Ὑποκριταί! δὲ σᾶς πειράζει τὸ πρᾶγμα, ἡ λέξι σᾶς ἐνοχλεῖ. Μετρῆστε στὴ σημερινὴ ἀκολουθία· ἑκατὸ φορὲς λέγεται ἡ λέξι πόρνη. ᾿Αλλὰ σεῖς αὐτὲς τὶς γυναῖκες, ποὺ πουλᾶνε τὸ κορμί τους γιὰ τριάκοντα ἀργύρια, τὶς ὀνομάζετε «φιλενάδες». Κόσμε ψεύτη! ὀνομάζεις τὸ φαρμάκι σιρόπι. ᾿Εμεῖς θὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια· τὰ σῦκα σῦκα, τὴ σκάφη σκάφη· τὸ φῶς φῶς καὶ τὸ σκότος σκότος.
Αὐτὴ λοιπὸν ἡ πόρνη, ὅταν ἄκουσε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μετανόησε. Ἔγινε σεισμὸς μέσα της καὶ μὲ μιᾶς κατέρρευσε ὅλο τὸ ἁμαρτωλὸ οἰκοδόμημα. Μπῆκε ἀπαρατήρητη στὸ σπίτι τοῦ φαρισαίου. Πλησίασε μὲ εὐγνωμοσύνη τὸ Χριστό. Ἔσκυψε καὶ ἔπλυνε τὰ πόδια του μὲ μύρα ποὺ εἶχε ἀγοράσει, ξέπλεξε τὰ πλούσια μαλλιά της, τὰ ἔκανε πετσέττα καὶ τὰ σκούπισε μ’ αὐτά. Καὶ ἔκλαιγε συνεχῶς.
Σκάνδαλο νὰ πλένῃ τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ μιὰ πόρνη! σκέφτηκε ὁ φαρισαῖος. Σκάνδαλο; Ὅπως ὁ ἥλιος δὲν μολύνεται, ὅταν οἱ ἀκτῖνες του ἀγγίζουν τὰ κόπρια τῆς γῆς, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς δὲν μολύνθηκε. Εἶδε τὴ μετάνοια καὶ τὴν ἀφοσίωσι τῆς γυναίκας καὶ εἶπε· «Ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολύ» (Λουκ. 7,47). ῾Η πόρνη ἀγάπησε μ᾿ ὅλη τὴν καρδιά της τὸ Χριστό, ἐνῷ ὁ ᾿Ιούδας ὁ μαθητής του τὸν πρόδωσε καὶ οἱ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι τὸν σταύρωσαν. Μέσα ἀπὸ τὰ κόπρια βγῆκε ἕνα διαμάντι. Καὶ μέσα στὶς καρδιὲς αὐτῶν τῶν γυναικῶν, ὅταν ἔρθῃ ἡ θεία χάρις, μπορεῖ νὰ κατοικήσῃ ὁ ᾿Ιησοῦς ὁ Ναζωραῖος.
Αὐτὴν εἶχε ὑπ’ ὄψιν της ἡ Κασσιανὴ καὶ τὴν ἔκανε τραγούδι. Εἶχε ὅμως ὑπ’ ὄψιν καὶ τὸν ἑαυτό της. Ἦταν παρθένος, ἁγνή· ἀλλ’ ἐγνώριζε, ὅτι δὲν εἶνε καὶ ἀναμάρτητη. Μπορεῖ μιὰ νέα νὰ μὴ τὴν ἔχῃ ἀγγίξει ἄνθρωπος, νὰ εἶνε παρθένος σωματικῶς, ἀλλ᾿ ὄχι καὶ ἠθικῶς. Ὁ Μέγας Βασίλειος ἔλεγε· «Μετὰ γυναικὸς οὐκ ἐκοιμήθην, καὶ παρθένος οὐκ εἰμί». Μιὰ σκέψι πονηρὴ νὰ περάσῃ ἀπ’ τὸ μυαλό μας, ἁμαρτάνουμε. Καὶ μόνο μιὰ τέτοια σκέψι κάνουμε; Γι᾿ αὐτὸ τὸ τραγούδι τοῦτο ταιριάζει σ᾿ ὅλους μας. Εἶνε δικό μας. Ἂν αὐτὸ δὲν τὸ καταλάβουμε, δὲ θὰ νιώσουμε τί θὰ πῇ «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή».
Ὅταν σκέπτωμαι τ᾿ ἁμαρτήματά μου, ντρέπομαι νὰ κοιτάξω τὸν Κύριο· ὅπως ἡ Εὔα ποὺ κρύφτηκε στοὺς θάμνους, ὅπως τὸ παιδὶ ποὺ κάνει ἀταξία καὶ φοβᾶται νὰ δῇ τὸν πατέρα του, ὅπως ἡ μοιχαλίδα ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ κοιτάξῃ στὰ μάτια τὸν ἄντρα της. Ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου τρέμει τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ τὴν δικαία, ποὺ ἔρχεται γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Λέει ἡ Ἀποκάλυψι· θὰ ἔρθῃ ὥρα —κ’ ἦρθε ἡ ὥρα—, ποὺ θὰ ποῦμε· Ἀνοῖξτε, βουνά, νὰ μᾶς κρύψετε ἀπ’ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ (βλ. Ἀπ. 6,15-17). Χριστέ μου, ποὺ μ’ ἀνέβασες στὸν οὐρανὸ κ’ ἐγὼ κατέβηκα στὸν ᾅδη, ντρέπομαι νὰ σ’ ἀντικρύσω διότι ζῶ ἔτσι. Δός μου δάκρυα μετανοίας, συχώρεσέ με· καὶ σοῦ ὑπόσχομαι, ὅτι ἀπὸ δῶ κ’ ἐμπρὸς θὰ ζῶ κατὰ τὸ θέλημά σου.
᾿Αδελφοί μου, δὲ θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεὸς γιατὶ ἁμαρτάνουμε· θὰ μᾶς δικάσῃ γιατὶ δὲν μετανοοῦμε. Τὸ ἁμαρτάνειν εἶνε ἀνθρώπινο. Καὶ Μέγας ᾿Αντώνιος καὶ Μέγας Βασίλειος καὶ ἀσκητὴς νὰ γίνῃς, θ᾿ ἁμαρτάνῃς. Εἴμαστε ναυαγοὶ μέσα στὴ θάλασσα, στὸν ὠκεανό, καὶ κινδυνεύουμε. Παλεύουμε μὲ τὰ κύματα. Ἂς ἁρπάξουμε τὰ σωσίβια, ποὺ μᾶς ρίχνει ὁ Θεός. Σωσίβια εἶνε τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας. Τέτοια δάκρυα ἔχυνε ἡ Κασσιανὴ στὸ μοναστήρι, ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία στὴν ἔρημο. Τέτοια δάκρυα νὰ χύσουμε κ᾿ ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες, γιὰ νὰ σωθοῦμε.
Μέσα σὲ χιλιάδες Χριστιανοὺς ἀμφιβάλλω ἂν ἕνας ἔχυσε τέτοια δάκρυα μετανοίας. Τὸ μεγαλύτερο θαῦμα εἶνε ἡ μετάνοια. Κάποτε μετανοοῦσε ἕνας στοὺς 10, ἔπειτα ἔγινε ἕνας στοὺς 100, ἔπειτα ἕνας στοὺς 1.000. Τώρα εἶνε ζήτημα ἂν ἕνας στοὺς 10.000 μετανοῇ. Ἂν περνοῦσε πρὶν διακόσα χρόνια ἀπὸ μᾶς ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὅλοι θὰ ἐξωμολογοῦνταν· τώρα ―ὦ Θεέ μου, σὲ τί χρόνια βρισκόμαστε!― ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποὺ μέχρι σήμερα δὲν ἔρριξαν ἕνα δάκρυ, δὲν εἶπαν τὸ «ἥμαρτον», δὲν ἐξωμολογήθηκαν. «Γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη» (Ματθ. 17,17).
Νὰ μετανοήσουμε, ἀδελφοί μου, νὰ πλησιάσουμε ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι κάτω ἀπὸ τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, καὶ νὰ ποῦμε μαζὶ μὲ τὸ λῃστὴ τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42)· ἀμήν.
†ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Νικολάου Ἀμυνταίου Μ. Τρίτη βράδυ 20-4-1976)
__________
__________
Велики уторак, вече
Вечерас драги моји у свим храмовима Православља се поје Касијанин тропар. Сви журе у храмове да чују и да се диве појцу који ће дуже отпојати. Међутим ако их упиташ, шта су разумели од тропара, већина неће знати да одговори. Као да је кинески. Зато ћете ми дозволити да кажем мало речи о томе тропару.
У старо благословено време, 9-ти век пре Христа, у Констандинграду, који је град наших снова, за цара Византијског царства се крунисао млади Теофил (829-842). Био је безбрачан. Његова добра маћеха, Ефросинија, желела је да га ожени, позвала је из целог царства као један букет младости, изабране девојке, да би Теофил изабрао од њих себи супругу. Када је дошао час Ефросинија му је дала једну златну јабуку, да је подари оној коју ће изабрати. Тефил је застао пред Касијаном и био је спреман да јој подари јабуку, рекао јој је нешто, што је Касијана сматрала увредљивим за жене: Теофил је рекао: „кроз жену се зло излило“. Он је овде имао у виду Еву, која је прва окусила забрањени плод и која је постала главна виновница изгнања из раја, као и свих осталих људских невоља. Касијанине речи: „Али и кроз жену је проистекло најбоље“, описивале су Богородицу из које је „проистекло најбоље“ – спасење, истог тог људског рода – оваплоћени Бог, Христос Спаситељ. На такав начин је Касијана одбацила љубав Теофила као и царску круну, а царица је постала Теодора, будућа установитељница иконопоштовања, и светитељка.Жене, да ли чујете ово? Имате велику моћ. Постаћете или Еве или Богородице. Или ћете успињати ваше мужеве на небо, или ћете их бацати у ад, изаберите шта ћете. Шта све чујем од мужева! Ах, говоре ми, ниси ожењен, да видиш шта све трпимо. Када би био на нашем месту, желео би пре да умреш него да имаш поред себе једну злу жену… Касијанин одговор се није допао Теофилу. Касијанина интелигенција је повредила његов егоизам (постоје жене које су паметније од мушкараца). Тако да је Теофил одбацио и даровао јабуку Теодори, која је наравно била лепотица, али није имала Касијанин ватрени дух. Касијана је изгубила трон једним одговором! Изгубила је земаљски трон али је добила небеско царство, Господа нашег Исуса Христа. Свака душа је млада а Христос је лепи Младожења. Његова лепота је непролазна, вечна, истинита. На жалост данас људи не цене Младожењу Христа. Међутим ако нека жена или мушкарац, спозна његову лепоту, више се не гањава ни од било какве друге трулежне људске лепоте. Може једна жена да има телесну лепоту али да је звер у души, а нека друга жена може бити ружна споља али да има унутрашњу величанственост, моралну лепоту, да је као један анђео, а њен супруг да јој се диви и да је воли. Шта да радиш са спољашњом лепотом, ако нема унутрашње лепоте? Дошао је неко у моју канцеларију и тражио је развод. – Како си се оженио са њом, кажем му, а сада желиш да се раздвојиш од ње? Преварила ме њена лепота, сматрао сам је анђелом, а сада сам схватио да сам живео са једним ђаволом….
Лепота Христова не упоређује се с лепотом људи. Колико је залудан свет, да постаје љубитељ понизне лепоте! Једна млада девојка је упитала једног великог научника: – Шта мислиш о мени? Волим те, ценим те, дивим ти се, али ако те упоредим са Христом, видим те као једну велику нулу, као једну сенку… Срећни су они који воле Христа, а несрећни су они који га не воле. Касијана га је волела свом својом душом. Отишла је из дворца и саградила је манастир. Тамо је проживела остатак свога живота. Написала је предивне песме. Једна од тих је и овај тропар који слушамо данас: «Господе у многа сагрешења пала жена…». Касијана, наравно није била блудница, била је као један чедни цвет. За кога она то пише? Отворите Еванђеље по Луци, поглавље 7-мо, и тамо ћете видети једну блудну жену, која се приближила Христу. На њу је мислила наша Византијска песникиња. Кажу неки који се праве много фини, какав је то владикин језик, да изговара реч «блудница». Хипокрите, не смета вам ствар већ реч вам смета! Избројте у данашњој служби да се сто пута наводи реч блудница. Али ви те жене, које продају своја тела за тридесет сребреника, називате «пријатељице». Лажни свете! Називаш отров, сирупом. Ми ћемо рећи истину, светло је светло , а мрак је мрак. Та блудница, када је чула речи Христове се покајала. Настао је потрес у њој и од једном је пала сва грешна зграда у њој. Ушла је непримећена у кућу фарисејеву. Приближила се захвално Христу. Сагнула се и опрала је ноге његове са миром које је купила, обрисала га са својом богатом косом, направила је од ње пешкир и обрисала све. Плакала је непрестално. Какав скандал да пере ноге Христове једна блудница! Помислио је фарисеј. Скандал? Као што се сунце не прља, када његови здраци додирују нечистоће земаљске, тако се ни Христос није упрљао. Видевши покајање и женину одлучности рекао је: «Опраштају јој се греси многи, јер је велику љубав имала» (Лука. 7,47).Блудница је заволела свим срцем Христа, док га је Јуда његов ученик издао књижевницима и фарисејима да га разапну. Из нечистоће је изашао један дијамант. А у срца тих жена, ће доћи божанска благодан, да у њима може борави Исус Назарећанин. То је имала на уму Касијана када је писала песму. Имала је у виду и себе. Била је дјевица, чедна, али знала је да није безгрешна. Може неку младу девојку да не додирне човек, да је телесно девица, али не и морално. Велики Василије је говорио :”Нисам познао жену а ипак нисам девствен”. Само једна лукава помисао да прође нашим умом, сагрешили смо. Да ли само једна такву помисао имамо?Зато ова песма одговара свима нама. Она је наша. Ако то не разумемо, нећемо никада осетити: Господе, жена која је пала у многе грехе, ……
Када мислим о својим греховима, стидим се да погледам Господа, као и Ева када се сакрила у жбуње, као дете које прави неред и боји се да погледа свога оца, као прељубница која не може да гледа у очи свога мужа. Тако и душа човекова, дрхти од Божијег праведног гнева, који долази за неше грехове. Каже нам Апокалипса : Доћи ће час – а већ је дошао час, када ћемо рећи горама и стенама: “Падните на нас и сакријте нас од лица Онога што седи на престолу и од гнева Јагњетова.(Апок. 6,15-17). Христе мој, који си ме успео на небеса, а ја сам сишао у ад, стидим се да те погледам јер тако живим. Дај ми сузе покајања, опрости ми и обећавам ти, од сада да ћу живети по Твојој вољи.
* * *
Браћо моја, неће нам судити Бог зато што грешимо, већ ће нам судити зато што се не кајемо. Грешити је људски. Да постанеш Велики Антоније,Велики Василије, подвижник, опет ћеш грешити. Ми смо дављеници у мору, у океану и у опасности смо. Боримо се са валовима. Уграбимо појас за спасавање који нам баца Бог. Појас су сузе покајања. Такве сузе је пролила Касијана у манастиру, Марија Египћанка у пустињи. Такве сузе ћемо пролити и ми, браћо моја, у ове свете дане, да се спасемо. Међу хиљадама хришћана, да ли је и један пролио такве сузе покајања. Највеће чудо је покајање. Некада се кајао један од 10, после један од 100, касније један од 1.000. Сада је питање да ли се један од 10.000 каје. Да је прошао пре двеста година поред нас свети Косма Етолски, сви би се исповедили а сада – Боже мој, у каквим годинама се налазимо! – постоје људи, који до данас нису пролили једну сузу, нису рекли ни једно «сагрешио сам», нису се исповедили. «О роде неверни и покварени» (Матеј. 17,17). Треба да се покајемо, браћо моја, да се поклонимо сви, мали и велики крсту Христовом, и да сви заједно кажемо као разбојник: «Сети ме се Господе, када дођеш у Царству своме» (Лука. 23,42)· амин.
†ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Προσευχή, η αναπνοή της ψυχής)
Драга моја децо, месец септембар је месец када почиње нова школска година . Првог дана када почиње школа бива освећење. Ученици, родитељи, старатељи, учитељи и наставници се сакупљају у предворју школе да чују молитву коју упућује свештеник. Свештеник моли Бога да благослови децу која почињу нову школску годину.
То освећење које бива у нашим школама је један свети обичај. Наши стари преци, пре него што је дошао Христос на свет, су имали навику пре почетка сваког посла да се помоле. Имали су рито: “Са Богом започети”. Сваки почетак, дакле, бива са Богом. Међутим и у време када је наша домовина била у ропству од Турака и није било јавних школа, мали хришћани на празник Воздвижења Часног Крста, 14/27 септембра су се окупљали у манастирима и црквеним двориштима и започињали своју наставу са молитвом “Крсте Господњи, помози нам”, коју су понављали са сузама у очима. Колико су само то биле тешке године да би научили слова деца Грчке! Сада има пуно школа у Грчкој и има пуно више олакшица да би се деца образовала. Један разлог више да се моле и захваљују Богу.
Молитва је једна потреба, духовна потреба, коју осећа сваки човек, на којој страни света и да живи. Путописци који су путовали у земље дивљих племена која су живела у шумама који нису имала школе а ни куће, него су живели у привременим колибама, тамо су путописци видели да се и они моле. Чим се ујутру појави Сунце, њихов поглавица удара у један бубањ, направљен од лавове коже а тада сви клече и са повицима радости и захвалности поздрављају Сунце које излази. За свога Бога имају Сунце. Видите, да се и дивљаци(можда домородци ил друга реч) моле. Сви народи се моле. Ако се они моле, пуно више треба ми да се молимо, чија је религија једина истинита религија на целом свету.
Христос, који је основао Цркву, поручује, својим ученицима да воле молитву. Сам Христос је био непревазиђени пример молитвености. И на крсту, где је толико трпео за спасење света се молио.Молитва је нераздвојна од Христовог живота, као и од живота свих светитеља.И ви , децо моја, да се молите. Не само на почетку школске године, већ увек да се молите.
Молите се ујутру чим се пробудите. Захвалите Богу, што вас је чувао целу ноћ. Да се молите сваки дан пре поласка у школу. Да молите Господа нашег Исуса Христа да вас просветли у учењу. Један познати научник је говорио, када је ишао у гимназију, да је у неким предметима као што је математика приметио потешкоће у разумевању, молио се и тражио божанско просветљење, и тако је успео да реши и најтеже задатке. Ово не значи да ће ученик занемарити учење и само се посветити молитви, зато што Христос не воли лењиве ученике. Он жели да су ученици марљиви. Да читају књиге и да прате пажљиво учитеље и наставнике, и када ученици чине све што се од њих захтева, онда Христос видећи њихову вољу и труд, чује молитву те изабране деце. Пробајте и уверићете се заиста, какву помоћ даје у учењу молитва.
Да се молите у подне, када седате за сто да ручате. Немојте заборавити да се захвалите Христу, који даје хлеб и све друге материјалне ствари. Без благослова Његовог земља би пресушила. Молите се и увече. Пре спавања, клекните и замолите Христа да вас сачува од сваког зла као што су у старо време говорили мали хришћани: “Свети анђеле, чувару мој свети, моли Бога за мене”.
Молите се не само сами, пробајте уверити и своју браћу и родитеље, као што сви заједно ручате исто тако је добро и спасоносно да се сви чланови породице моле заједно. На жалост веома је мало породица где се отац, мајка и деца моле заједно. Тамо где је породична молитва, тамо је и опроштај, мир, љубав и срећа. Христос уједињује целу породицу. Уједињује је са заједничком молитвом. На жалост, у кућама где се нико не моли, сваки дан се чују само псовке и хуле.
Да се молите не само са члановима своје породице, већ се молите и заједно са својим друговима у школи. У старо доба сви ученици су у недељу ујутру се окупљали испред школе и заједно са својим учитељима и наставницима ишли у храм своје епархије и присуствовали литургији. То је био један леп призор, да неко види ученике у реду да иду сви заједно у цркву. Сада се тај заједнички одлазак у цркву укинуо. Не решавамо овде зашто се укинуо тај свети обичај. Они који су га укинули, у неком другом случају, када треба да дође у школу неки велики научник, обавезују сву децу да буду на његовом дочеку. Велики, видите је министар, али је мали Христос кога смо позвани сваке недеље да дочекамо у храму вршећи свету литургију! На жалост у наше доба многе су стране настојале децу Грчке да спрече да иду у цркву, да се не моле, да не буду религиозни, са мало речи борили су се да наша омладина постане нерелигиозна.
Али, ви, драга моја децо, сада када вас нико не обавезује да идете у цркву, сада треба да докажете да волите цркву. Немојте се угледати на ону децу, који док звони црквено звоно, спавају. Ви, мали хришћани, чим чујете звону у недељу, трчите у цркву. Тамо ћете пронаћи и другу децу која воле цркву. Станите поред њих са побожношћу и пажњом и пратите до краја свету литургију. Ако сте спремни, причестите се светим тајнама. Тако, са заједничком молитвом коју ћете учинити заједно са другом децом и са божанским причешћем, узећете снаге да победите лукавог, да напредујете у својим предметима као и у вери и у врлини. А када одрастете, сетићете се са ганућем свих дана када сте са вашим добрим родитељима и учитељима ишли у цркву да се заједно молите.
Драга моја децо, заволите молитву. Свако ваше школско дело да започињете и да завршавате са молитвом. Молитва у школи. Молитва у кући. Молитва лична. Молитва породична. Молитва са друговима и другим хришћанима недељом у цркву. Као што ваша плућа стално удишу ваздух, тако исто непрестално треба да се молите. Молитва нам је неопходна колико и ваздух. “Непрестално се молите”, препоручује нам апостол Павле, дакле, молите се без престанка.
С очинском љубави
ваш духовни отац