ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
Δύο ὁμιλίες τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου Καντιώτου. Η πρώτη σε pdf
ΚΥΡΙΑΚΗΝ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ
(Ἰωάν. ζ΄ 37-52· η΄ 12)
ΠΟΙΟΣ ΕΧΕΙ ΤΟ ΑΘΑΝΑΤΟ ΝΕΡΟ;
«Ἐν δὲ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω» (Ἰω. 7,37)
• Ἡ ἑορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας
Τὸ εὐαγγέλιον τῆς Κυριακῆς τῆς Πεντηκοστῆς ὁμιλεῖ ἐν ἀρχῇ διὰ κάποιαν ἑορτήν. Ποία εἶνε αὐτή; Εἶνε μία ἑβραϊκὴ ἑορτή.
Οἱ Ἑβραῖοι ἔχουν ἑορτάς, ὅπως ἔχουν ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ λαοί. Ἡ κυριωτέρα ἑορτὴ τῶν Ἑβραίων, τακτική, ἑβδομαδιαία, εἶνε τὸ Σάββατον, τὸ ὁποῖον εἶνε ἡμέρα ἀναπαύσεως. «Ἕξ ἡμέρας ἐργᾷ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου· τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου» (Ἔξ. 20,9-10). Τὴν ἀργίαν τοῦ Σαββάτου οἱ Ἑβραῖοι τηροῦν μέχρι σήμερον αὐστηρότατα. Κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτὴν οὐδείς ἐργάζεται. Ὅλοι πηγαίνουν εἰς τὰς θρησκευτικάς των συνάξεις, ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου. Ἐὰν ἐπισκεφθῆτε τὰ Ἰεροσόλυμα τὴν πρωτεύουσαν τοῦ Ἰσραήλ, θὰ ἰδῆτε ὅτι τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου εἰς τοὺς δρόμους δὲν κυκλοφοροῦν αὐτοκίνητα, ἐκτὸς μόνον τῶν αὐτοκινήτων τοῦ ἰατροῦ καὶ τῆς ἀστυνομίας.
Ἐδῶ εἰς τὴν πατρίδα μας ἀντίστοιχος ἡμέρα εἶνε ἡ Κυριακή. Καὶ ὅμως κατὰ τὴν Κυριακὴν ἡμεῖς οἱ Χριστιανοὶ δὲν τηροῦμεν τὴν ἀργίαν. Οἱ δρόμοι εἶνε γεμᾶτοι ἀπὸ αὐτοκίνητα. Συνωστισμὸς παρατηρεῖται ἐν ἡμέρᾳ ἀναπαύσεως, λατρείας καὶ δοξολογίας τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου ἔγινεν ἡμέρα ἐκδρομῶν, ἡμέρα διασκεδάσεων, ἡμέρα μέθης, ἡμέρα ὀργίων καὶ ἐγκλημάτων… Οἱ Ἑβραῖοι, συνεπῶς, μᾶς διδάσκουν μὲ τὰς ἑορτάς των πῶς θὰ ἔπρεπε νὰ ἑορτάζωμεν ἡμεῖς τὰς χριστιανικὰς ἑορτάς.
Ἀλλ᾿ ἐκτὸς τοῦ Σαββάτου οἱ Ἑβραῖοι ἔχουν καὶ ἄλλας ἑορτάς. Μία δὲ ἀπὸ τὰς μεγάλας ἑορτὰς τοῦ Ἑβραϊκοῦ ἔθνους, ἡ ὁποία τελεῖται καὶ μέχρι σήμερον, εἶνε ἡ ἑορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας. Αὐτὴ δὲ εἶνε ἡ ἑορτὴ διὰ τὴν ὁποίαν ὁμιλεῖ ἐν ἀρχῇ τὸ εὐαγγέλιον τῆς ἡμέρας τῆς Πεντηκοστῆς.
Ποία ἦτο ἡ ἑορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας; Ὅπως ὅλοι γνωρίζομεν ἀπὸ τὸ δημοτικὸν σχολεῖον, οἱ Ἑβραῖοι ὑπεδουλώθησαν ἐπὶ τετρακόσια ἔτη εἰς τὴν τυραννίαν τῶν φαραὼ τῆς Αἰγύπτου. Ἀλλ᾿ ἐπὶ τέλους ὁ Θεὸς τοὺς ἠλέησε καὶ ὁ λαός των ἠλευθερώθη διὰ τοῦ προφήτου Μωυσέως, ἐπέστρεψαν δὲ εἰς τὴν γῆν τὴν «ῥέουσαν μέλι καὶ γάλα» (ἔ.ἀ. 3,8,17 κ.ἀ.
Ἕως ὅτου ὅμως ἐπιστρέψουν, διὰ τὰς ἁμαρτίας των περιεπλανήθησαν τεσσαράκοντα ἔτη εἰς τὴν ἔρημον. Κατὰ τὴν διάρκειαν δὲ τῆς περιπλανήσεως αὐτῆς δὲν εἶχον βεβαίως μονίμους ἐγκαταστάσεις, ἀλλ᾿ ὡς στρατιῶται ἔμενον κάτω ἀπὸ σκηνάς. Ἐπὶ σαράντα χρόνια δὲν ἔκτισαν σπίτι οἱ Ἑβραῖοι, ἀλλ᾿ ἔζησαν σκηνῖται.
Τοῦτο λοιπὸν τὸ γεγονὸς τῆς ἱστορίας των ἐνθυμοῦνται κατ᾿ ἔτος οἱ Ἑβραῖοι μὲ τὴν ἑορτὴν τῆς Σκηνοπηγίας, ποὺ διαρκεῖ ὀκτὼ ἡμέρας. Ἡ ἐπισημοτέρα ἡμέρα τῆς ἑορτῆς αὐτῆς εἶνε ἡ τελευταία, ἡ ὀγδόη ἡμέρα. Κατ᾿ αὐτὴν ὁ ἀρχιερεύς, ἐνδεδυμένος τὰ ἄμφιά του μεταβαίνει εἰς τὴν περίφημον πηγὴν τοῦ Σιλωὰμ καὶ μὲ χρυσοῦν δοχεῖον παίρνει νερὸ ἀπὸ τὴν πηγήν, μὲ τὸ ὁποῖον ῥαντίζει κατόπιν τὸ θυσιαστήριον καὶ τὸν ναόν, ἐνῷ αἱ σάλπιγγες σαλπίζουν νικητήρια σαλπίσματα καὶ ὁ λαὸς ψάλλει τὸ ἀλληλούϊα.
• Ἡ δίψα τοῦ ὕδατος
Αὐτὴν δὲ ἀκριβῶς τὴν ὥραν, ποὺ ὁ ἀρχιερεὺς ἐῥῤάντιζε μὲ τὸ χρυσοῦν δοχεῖον τὸ θυσιαστήριον, ὁ Χριστὸς «ἔκραξε», δηλαδὴ ἐφώναξε μὲ ὅλην τὴν δύναμίν του (Ἰω. 7,37).
Ἂς τὸ ἀκούσουν αὐτὸ ὡρισμένοι, οἱ ὁποῖοι δυσανασχετοῦν ὅταν ὁ κῆρυξ τοῦ εὐαγγελίου ὑψώνῃ ἐνίοτε τὴν φωνήν. Ὁ Κύριος «ἔκραξε», καὶ ἡμεῖς εἶνε ἀνάγκη πολλὰς φορὰς νὰ κράζωμεν. Εἴδατε τὴν ὄρνιθα; Μὲ ἠπίαν φωνὴν καλεῖ πλησίον τοὺς νεοσσούς της. Ἀλλ᾿ ὅταν ἰδῇ νὰ ὑπερίπταται τὸ γεράκι καὶ τὰ μικρά της νὰ κινδυνεύουν, τότε κράζει, φωνάζει μὲ ὅλην τὴν δύναμίν της. Ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία· διὰ τῶν ποιμένων της, ἐπισκόπων καὶ κηρύκων, κραυγάζει ὡς ἡ ὄρνις, ὅταν βλέπῃ κίνδυνον νὰ ἀπειλῇ τὰς ψυχάς. Κραυγάζει, διὰ νὰ ἐξυπνήσουν καὶ οἱ πλέον ῥάθυμοι καὶ ἀμέριμνοι. Read more »