Αυγουστίνος Καντιώτης



Archive for the ‘εορτολογιο’ Category

ΠΑΥΛΟΣ Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιούν 19th, 2013 | filed Filed under: OMIΛΙΑ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ, εορτολογιο

O ΑΠΟΣΤOΛOΣ ΠΑΥΛΟΣ & TA ΜΕΓΑΛΑ ΣΥΛΛΕΙΤΟΥΡΓΑ ΤΩΝ ΔΕΣΠΟΤΑΔΩΝ

Απόσπασμα ομιλίας του ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ

___

 

___

Πέτρου & Παύλου τῶν πρωτοκορυφαίων

ΠΑΥΛΟΣ Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

ΕΟΡΤΑΖΟΥΝ οἱ κορυφαῖοι τῶν ἀποστόλων, ὁ Πέτρος καὶ ὁ Παῦλος. Ἀπὸ τοὺς δύο, ἐκεῖνος ποὺ κήρυξε περισσότερο μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρῶν, εἶνε ὁ Παῦλος. Γι᾿ αὐτὸ ὀνομάζεται «ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν» (βλ. Ῥωμ. 11,13). Ἀπ᾿ ὅλα δὲ τὰ ἔθνη, ἐκεῖ ποὺ κήρυξε περισσότερο εἶνε ἡ ἀγαπητή μας πατρίδα ἡ Ἑλλάς. Ἀπ᾿ ὅλα δὲ τὰ μέρη τῆς Ἑλλάδος ἀγάπησε ἰδιαιτέρως τὴ Μακεδονία μας. Φίλιπποι, Θεσσαλονίκη, Βέροια, εἶνε πόλεις ποὺ ἐπεσκέφθη καὶ ἔσπειρε τὸ λόγο τοῦ εὐαγγελίου. Μετὰ τὴ Βέροια κατέβηκε στὴν Ἀθήνα καὶ στὸν Ἄρειο Πάγο εἶπε· Ἀθηναῖοι, μετανοεῖτε! Ὕστερα πῆγε στὴν Κόρινθο καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα μέρη. Ἔφθασε καὶ στὴν Πρέβεζα, ποὺ τότε ὠνομάζετο Νικόπολις, καὶ ἔμεινε ἐκεῖ ὁλόκληρο χειμῶνα. Ἐπεσκέφθη ἐπίσης πόλεις τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, νησιὰ τοῦ Αἰγαίου, καὶ τὶς μεγαλονήσους Κρήτη καὶ Κύπρο.
Καὶ ὄχι μόνο ἐπεσκέφθη τὰ μέρη μας, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὶς 14 ἐπιστολές του 10 ἀπευθύνονται σὲ Ἕλληνες καὶ ἑλληνικὲς πόλεις. Τί τιμὴ ἀλλὰ καὶ τί εὐθύνη γιὰ τὸ ἔθνος μας! Θά ᾿πρεπε νὰ τιμοῦμε ἰδιαιτέρως τὸν ἀπόστολο Παῦλο.
Δὲν ἔχει ὅμως ἀνάγκη ἀπὸ δικούς μας ἐπαίνους. Τὸν ἐπαινεῖ ἡ Ἐκκλησία διὰ μέσου τῶν αἰώνων μὲ ὡραιότατους ὕμνους. Ἀλλὰ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον τὸν ἐγκωμίασε ὁ βασιλεὺς τῶν ῥητόρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀντάξιος μαθητής του, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Ὑπάρχουν 7 ὁμιλίες τοῦ Χρυσοστόμου, μὲ τὶς ὁποῖες ἐγκωμιάζει τὸν ἀπόστολο Παῦλο.

* * *

Παῦλος ἀπόστολος, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ! Ἂν θέλετε νὰ δῆτε μέχρι ποιό σημεῖο καταπτώσεως φτάνει ὁ ἄνθρωπος, δέστε τὸν Ἰούδα τὸν προδότη· κι ἂν θέλετε νὰ δῆτε μέχρι ποιό ὕψος φτάνει ὁ ἄνθρωπος, τότε δέστε τὸν ἀπόστολο Παῦλο. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ὁμιλεῖ γι᾿ αὐτὸν μὲ μεγάλη θερμότητα. Ἀφ᾿ ὅτου ἔγινε ὁ κόσμος, λέει, πολλὲς ἅγιες μορφὲς ἔζησαν· ἀλλ᾿ ἀνώτερος ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἁγίους εἶνε ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Εἶνε ἀνώτερος ἀπὸ τὸν Ἄβελ, τὸ ἄκακο ἐκεῖνο ἀρνάκι ποὺ ἔσφαξε μὲ τὸ μαχαίρι ὁ κακοῦργος ἀδελφός του ὁ Κάιν. Γιατὶ ὁ Παῦλος κατεδιώκετο ὄχι ἀπὸ ἕναν ἀλλ᾿ ἀπὸ πολλοὺς Κάιν, τοὺς ἀπίστους Ἰουδαίους, ποὺ σὲ κάθε βῆμα τὸν κατεδίωκαν καὶ ἤθελαν νὰ πιοῦν τὸ αἷμα του. Ἀνώτερος τοῦ Ἄβελ· διότι ὁ Παῦλος ὄχι μόνο μιὰ μέρα, ἀλλὰ κάθε μέρα ἐθυσιάζετο γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ ἔλεγε· «Καθ᾿ ἡμέραν ἀποθνῄσκω» (Α΄ Κορ. 15,31).
Ἀνώτερος ἀπὸ τὸν Ἄβελ ὁ Παῦλος. Ἀλλ᾿ ἀνώτερος, λέει ὁ Χρυσόστομος, κι ἀπὸ τὸ Νῶε, ποὺ ἔφτειαξε κιβωτό, μέσα στὴν ὁποία διασώθηκαν 8 ψυχὲς καὶ ἔγιναν ὁ σπόρος μιᾶς νέας ἀνθρωπότητος. Διότι ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔφτειαξε μιὰ κιβωτὸ ὄχι ἀπὸ σανίδια καὶ πίσσα, ἀλλὰ κιβωτὸ ἄφθαρτη, ποὺ ἔσωσε ὄχι 8 ἀλλὰ μυριάδες ψυχές. Καὶ ἡ πνευματικὴ κιβωτὸς τοῦ Παύλου εἶνε ἡ διδασκαλία του, οἱ 14 ἐπιστολές του, πού, μέσα σ᾿ ἕναν ἄλλο κατακλυσμό, διαπορθμεύουν πρὸς τὸν οὐρανὸ μὲ ἀσφάλεια κάθε ψυχὴ ποὺ καταφεύγει ἐκεῖ.
Ἀνώτερος τοῦ Ἄβελ, ἀνώτερος τοῦ Νῶε· ἀλλ᾿ ἀνώτερος καὶ τοῦ Ἀβραάμ, ποὺ ἐγκατέλειψε Read more »

«ΤΙΣ ΘΕΟΣ ΜΕΓΑΣ ΩΣ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ;»

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιούν 18th, 2013 | filed Filed under: εορτολογιο

Δευτέρα τοῦ ἁγίου Πνεύματος

«ΤΙΣ ΘΕΟΣ ΜΕΓΑΣ ΩΣ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ;»

«Τίς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν; σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια (μόνος)» (Ψαλμ. 76,14-15)

ΠΑΝΤΟΚΡΑΤ.ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε μεγάλη ἑορτὴ καὶ πανήγυρις. Ἑορτάζει τὸ Πνεῦμα. Ὄ­χι ἁπλῶς τὸ πνεῦμα. Ὑπάρχει πνεῦμα μὲ πῖ μικρὸ καὶ Πνεῦμα μὲ πῖ κεφαλαῖο.
Στὴν ἁγία Γραφὴ πνεῦμα (μὲ μικρὸ πῖ) ὀνομάζεται ὁ ἀέρας, ποὺ εἶνε μὲν ἀόρατος, ἀλλὰ γίνεται αἰ­σθητὸς ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματά του. Σὲ ἄλλα χωρία πνεῦμα ὀνομάζεται ὁ ἄνθρωπος, ἡ ψυ­χὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἰδίως ὅταν σκέπτεται τὰ μεγάλα καὶ τὰ ὑψηλά. Ἐπίσης πνεύματα ἄυλα ὀνομάζονται οἱ ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι. Ἀλλὰ στὴν κορυφὴ ὅλων τῶν ἀΰλων πνευμάτων εἶ­νε ὁ Θεός. Αὐτὸ εἶνε ἀποκάλυψις τῆς ἁγίας Γρα­φῆς. Ἐκεῖ ὑπάρχει τὸ σπουδαιότατο ἐκεῖ­νο ῥητὸ ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς πα­ρὰ τὸ φρέαρ Συχάρ, ὅτι «Πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσ­κυ­νοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν» (Ἰωάν. 4,23). Πνεῦμα εἶνε ὁ Θεός. Καὶ Πνεῦμα ἅγιον (μὲ πῖ κεφαλαῖο) λέγεται εἰδικῶς τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Θεότητος, τοῦ Τριαδικοῦ Θε­οῦ. Δὲν εἶνε δηλαδὴ ἕ­νας μῦθος, μία θεωρία, μία ἰδέα πλατωνικὴ ἢ κάτι ἄλλο, ἀλλὰ εἶνε μία ὀν­τότης, μία ὑπόστασις, ἕνα πρόσωπο τὸ Πνεῦ­μα τὸ ἅγιο ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα.

* * *

Ποιός, ἀδελφοί μου, αἰσθάνεται τὸ μεγαλεῖο τῆς σημερινῆς ἡμέρας; Ἂς εἴμεθα εἰλικρινεῖς· ψυχροὶ καὶ ἀδιάφοροι στεκόμαστε ἐμ­πρὸς στὸ μέγα τοῦτο μυστήριο. Γιατί; τί συμβαίνει; Ἀπαντῶ διὰ παραδείγματος. Ὅποιος ἔχασε τὴν αἴσθησι τῆς ὀσφρήσεως, καὶ ἂν ἀ­κό­μα τὸν βάλῃς μέσα σ᾽ ἕνα περιβόλι γεμᾶτο ἄνθη, δὲν αἰσθάνεται καμμία εὐωδία. Κι ὅποιος ἔχασε τὴν αἴσθησι τῆς ἀκοῆς, κι ἂν ἀκόμα βρίσκεται ἐνώπιον συναυλίας Μπετόβεν, τίπο­τα δὲν ἀκούει. Κι ὅποιος ἔχασε τὴν ὅρασί του, δὲν εἶνε εἰς θέσιν νὰ δῇ τί μεγαλεῖο ἔχει ἡ χαραυγὴ τοῦ ἡλίου. Ὅπως λοιπὸν αὐτοὶ ποὺ χάνουν τὶς αἰσθήσεις δὲν ἀντιλαμβάνονται τὰ μεγαλεῖα τῆς φύσεως, κατὰ παρόμοιο τρόπο κι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν χάσει τὴν πίστι τὴν ὀρθόδοξο, τὴν ἕκτη αἴσθησι, δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ αἰ­σθανθοῦν τὰ μεγαλεῖα τοῦ ὑπερφυσικοῦ, τοῦ ὑπερπέραν, τοῦ πνευματικοῦ κόσμου.
Ἀλλὰ τώρα δὲν εἴμεθα μόνο ψυχροὶ καὶ ἀ­διάφοροι ἀπέναντι τοῦ μυστηρίου τῆς ἁγίας Τριάδος καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος εἰδικώτερον· στὶς ἡμέρες μας παρουσιάστηκαν καὶ ἐμπαῖ­κται καὶ χλευασταὶ καὶ βλάσφημοι τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ποτέ ἄλλοτε στὴν ἱστορία τοῦ γένους μας δὲν παρουσι­άστηκε τέτοιο φαινόμενο. Γιὰ ν᾽ ἀντιληφθῆτε τὸ μέγε­­θος τῆς βλασφημίας, σᾶς ἀναφέρω τὸ ἑξῆς. Τὰ συντάγματα τῆς πα­τρίδος μας ἀπὸ τοῦ 1821 μέχρι σήμερα, ὅλα, ἔχουν κάτι μοναδικὸ στὸν κόσμο. Ἐνῷ τῶν ἄλ­λων λαῶν τὰ συντάγματα ἀρχίζουν «Εἰς τὸ ὄ­νομα τοῦ λα­οῦ» ἢ κάτι ἄλλο παρόμοιο, τὸ ἑλ­ληνικὸ εἶ­νε τὸ μόνο σύνταγμα ποὺ ἀρχίζει «Εἰς τὸ ὄ­νομα τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος». Αὐτὰ ὁμολογοῦμε· ὅτι παρα­πάνω ἀπὸ τὸν πρωθυπουργὸ καὶ τὸν πρόεδρο δημο­κρατίας, παραπάνω ἀπ’ ὅλα εἶνε ἡ ἁγία Τρι­άς. Ἁγία Τριάς, ἐλέησον τὸν κόσμον! Ἀλλ’ ἐνῷ αὐ­τὴ εἶ­νε ἡ πίστι τῶν προγόνων μας, βρέ­θηκε τώρα κάποιος ὁ ὁποῖος στὰ γραπτά του ἐμ­­παί­­ζει καὶ χλευάζει μὲ τὸν αἰσχρότερο τρόπο τὴν ἁγία Τριάδα. Κι ὅμως τὰ ἔργα τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ διδάσκονται στὰ σχολεῖα μας, γιὰ νὰ διαπλασθῇ μία νέα γενεὰ ποὺ νὰ μὴ πιστεύῃ στὴν ἁγία Τριάδα. Ὁ συγγραφεὺς αὐ­τὸς εἶνε ὁ Καζαντζάκης, τὸν ὁποῖο πολλοὶ θαυμάζουν.
Καταντήσαμε ἔθνος ἀντιφάσεων· ἐνῷ ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ὁμολογοῦμε ὅτι στὴν κορυφὴ εἶνε ἡ ἁγία Τριάς, ἀπὸ τὸ ἄλλο ἐπιτρέπουμε σὲ διαφόρους ὄχι μόνο νὰ ἀρνοῦνται τὸ ὕψιστο μυστήριο ἀλλὰ καὶ νὰ τὸ βλασφημοῦν.
Ἀλλ’ ὅποιος δὲν πιστεύει στὸ Θεὸ θὰ πιστέ­ψῃ στὸν διάβολο. Καὶ ἡ σημερινὴ ἀνθρωπότης, ὅπως εἶπε ἕνας Γάλλος φιλόσοφος, δὲν πιστεύει στὴν ἁγία Τριάδα· πιστεύει – ποῦ; Σὲ μιὰ ἄλλη τριάδα, σατανική. Ποιά εἶνε ἡ σατανικὴ τριάς; Τρεῖς θεοὶ – τρία εἴδωλα. Ἕνα εἶνε τὸ χρῆμα, τὰ τριάκοντα ἀργύρια, ὁ μαμωνᾶς. Δεύτερο εἶνε ἡ γροθιά, ποὺ ὑψώνεται νὰ θρυμ­ματίσῃ τὸν ἀντίπαλο, ἡ βία. Καὶ τρίτο εἶνε τὸ σέξ, ἡ αἰσχρὰ ἡδονὴ τῆς σαρκός. Σ᾽ αὐτὴ τὴν σατανικὴ τριάδα πιστεύουν σήμερα πολλοί.
Ἀλλ’ ἐγὼ δὲν ἀπευθύνομαι σὲ ἀπίστους· ἀ­πευθύνομαι σὲ πιστούς. Καὶ παρακαλῶ τὴν ἁ­γία Τριάδα, ἡ σπίθα αὐτὴ τῆς πίστεως νὰ μὴ σβήσῃ, ἀλλὰ νὰ γίνῃ φλόγα πυρός, ἀπὸ τὶς γλῶσσες ἐκεῖνες ποὺ φάνηκαν στὸ ὑπερῷο ὅταν κατῆλθε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο στοὺς δώδεκα ἀγραμμάτους μαθητάς.
Οἱ δώδεκα ἀπόστολοι κατώρθωσαν ἔργο μεγαλύτερο τοῦ Πλάτωνος καὶ τοῦ Ἀριστοτέ­λους, μεγαλύτερο τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου· ἀνεγέννησαν τὸν κόσμο. Πῶς, μὲ ποιά δύναμι; Μόνο μὲ τὴ δύναμι τοῦ Θεοῦ. «Τίς Θεὸς μέ­γας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν; σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια (μόνος)» (Ψαλμ. 76,14-15).
Εἶνε ἀσύλληπτο τὸ μυστήριο τῆς Πεντηκο­στῆς, ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας· «καὶ τὸ μυ­­­στήριον ὅσον; ὡς μέγα τε καὶ σεβάσμιον!» (στιχηρ. ἑσπερ. Πεντ.). Ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος, πα­τὴρ τῆς Δύσεως καὶ τῆς οἰκουμένης ὁλοκλήρου, ἕνα ἀπὸ τὰ δέκα μεγαλοφυέστερα πνεύματα τῆς ἀνθρωπότητος, φιλοσόφησε ἐπὶ τοῦ μυστη­ρίου τῆς ἁγίας Τριάδος. Καὶ τὸ συμ­πέ­ρα­σμά του στὸ τέλος ποιό ἦταν· Παραδίδω τὰ ὅπλα, εἶνε ἀδύνατον ἡ ἀνθρωπίνη διάνοια νὰ εἰσέλθῃ στὸ μέγα τοῦτο μυστήριο… Ἐὰν μπο­ρῇ σ᾽ ἕ­να ποτήρι τοῦ νεροῦ νὰ χωρέ­σῃ ἡ θάλασσα, τό­τε θὰ μπορέσῃ καὶ τὸ μικρὸ μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἐν­νοήσῃ τὸ μέγα μυστήριο. Σκουλήκια ποὺ ἕρ­πουν ἐνώπιον τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου, μό­λις διὰ τῶν κεραιῶν τῆς πίστεως τὸ προσεγγίζουμε καὶ κλίνοντες γόνυ λέμε· Ἁγία Τριάς, ἐλέησον τὸν κόσμον· ἁγία Τριάς, ἐλέησον καὶ τὴν πατρίδα μας, ποὺ συνεστήθη «εἰς τὸ ὄνομα τῆς ἁ­γίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος». Γι’ αὐτό, ἐφ᾽ ὅσον θὰ ὑπάρχουν ἄστρα καὶ θ’ ἀ­νατέλλῃ ὁ ἥλιος καὶ θὰ ῥέουν οἱ ποταμοὶ καὶ θὰ θάλλουν οἱ δάφνες, ὁ λαός μας, ὁ Ἑλληνι­κὸς λαός, δὲν θὰ λατρεύσῃ τὴν σατα­νικὴ τρι­άδα, οὔτε τὸ χρῆμα οὔτε τὴν ἡδονὴ οὔτε τὴ βία· θὰ πιστεύῃ στὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, τὸ προσ­κυνητὸν εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

* * *

Πρὶν τελειώσω θέλω νὰ σᾶς μεταφέρω μία παραστατικὴ εἰκόνα γιὰ τὸν πλοῦτο τῶν εὐ­λο­­γιῶν τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Στὸ τεσσαρακοστὸ ἕ­βδομο (μζ΄) κεφάλαιο τοῦ προφήτου Ἰ­ε­ζε­κιὴλ ὑπάρχει τὸ ἑξῆς ὅραμα. Ὁ προφήτης βλέ­πει ἀπὸ τὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ τοῦ ναοῦ τῆς πόλεως του Κυρίου νὰ βγαίνῃ μιὰ φλέβα νεροῦ καὶ νὰ σχηματίζῃ ποτάμι. Τὸ ποτάμι στὴν ἀρ­χὴ τρέχει ἥσυχα καὶ τὸ νερό του φτάνει μέχρι τοὺς ἀστραγάλους τοῦ προφήτου. Μετὰ ἀπὸ ὡρισμένο διάστημα τὸ ῥεῦμα ἀρχίζει ν’ αὐξάνεται καὶ φτάνει τότε μέχρι τοὺς μη­ρούς του. Μετὰ ἀπὸ λίγο ὑψώνεται ἀκόμη περισσότερο καὶ καλύπτει τὴ μέση του. Τέλος, καθὼς συνε­­χῶς μεγαλώνει, κάνει τὸ ποτάμι ἀ­διάβατο. Ὁ προφήτης θαυμάζει, καὶ ὁ θαυμα­σμός του γίνεται μεγαλύτερος ὅταν δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ βλέπει νὰ ἔχῃ ἀναπτυ­χθῆ πλουσιωτάτη καὶ ἀειθαλὴς βλάστησι. Πλῆ­θος δέντρα καὶ οἱ καρποί τους πλούσιοι. Καὶ ὅ­ταν ὁ ποταμὸς φτάνει στὶς ἐκ­βολές, τὸ ζωο­γόνο ῥεῦμα του κάνει τὴ θάλασ­σα νὰ γεμίζη ἀπὸ ψάρια. Ἄφθονα ψάρια, καὶ ἁλιευτικὰ συνεργεῖα ῥίχνουν τὰ δίχτυα τους καὶ ψαρεύουν.
Τί σημαίνει τὸ ὅραμα; ποιό εἶνε τὸ ποτάμι αὐτό; Εἶνε ἡ Ἐκκλησία μας. Ξεκίνησε ἀπὸ μία μικρὴ φλέβα, μιὰ φούχτα ἀγράμματους ψαρᾶ­δες. Οἱ δώδεκα ἔγιναν ἑκα­τὸν εἴκοσι, οἱ ἑκα­τὸν εἴκοσι τρεῖς χιλιάδες, οἱ τρεῖς χιλιάδες πέντε χιλιάδες, οἱ πέντε χιλιάδες ἑκατομμύρια. Σήμερα ὅπου νὰ πᾶτε, εἴτε στὴ Σαχάρα εἴτε στὸ Βόρειο Πό­λο, ὑπάρχουν Χριστι­ανοὶ ὀρθόδοξοι ποὺ πιστεύουν. Καὶ στὶς πέντε ἠ­πείρους οἱ εὐγενέστερες ψυχὲς πιστεύ­­ουν στὸ Εὐαγγέλιο ὀρθοδόξως. Ἀπὸ μία φλέβα ἔγινε ὁ μεγά­λος αὐτὸς καὶ ἀστείρευτος πο­ταμός, ἡ ἁγία μας θρησκεία. «Τίς Θεὸς μέ­γας ὡς ὁ Θεὸς ἡ­μῶν; σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια (μόνος)».
Κι ὄχι μόνο ποσοτικῶς ἀλλὰ καὶ ποιοτικῶς αὐξήθηκε ὁ χριστιανισμός. Καὶ αὐτὸ εἶνε τὸ σπουδαιότερο. Ἄπιστε καὶ ἄθεε, ἔλα νὰ μοῦ ἐξηγήσῃς ἕνα φαινόμενο· μπορεῖ ἕνας λαγὸς νὰ γίνῃ λιοντάρι; Καὶ ὅμως ἔγινε. Ποιός ἦταν ὁ λαγός; Ὁ Πέτρος. Αὐτός, ποὺ φοβήθηκε ἐμ­πρὸς σὲ μιὰ ὑπηρέτρια καὶ ἀρνήθηκε, σήμερα κηρύττει ἐνώπιον ὅλου τοῦ κόσμου!

* * *

Δὲν ὑπάρχει, ἀδελφοί μου, δὲν ὑπάρχει ἄλ­λη θρησκεία σὰν τὴ δική μας, δὲν ὑπάρχει τίποτε σὰν τὸ μεγαλεῖο τῆς ἁγίας Τριάδος. Πιστεύετε! Κι ἂν ἀκόμα ὅλος ὁ κόσμος γονατί­σῃ καὶ προσκυνήσῃ τὴν τριάδα τοῦ διαβόλου, ἐ­σεῖς νὰ μὴ γονατίσετε! Ἀλ­λὰ καὶ σήμερα καὶ αὔριο καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας νὰ λατρεύετε τὴν ἁ­γία Τριάδα. Ἁγία Τριάς, ἐλέησον τὸν κόσμον. Ἁγία Τριάς, ὁ Πατὴρ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα, σκέπε τὰ τέκνα σου· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου στον ιερό ναό της Ἁγιας Τριάδος Πτολεμαΐδος 14-6-1976)

ΤO EΡΓΟ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΨΥΧΩΝ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιούν 18th, 2013 | filed Filed under: εορτολογιο

ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

ΤO EΡΓΟ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΨΥΧΩΝ

«Ἦλθε γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου σῶσαι τὸ ἀπολωλός» (Ματθ. 18,11)

KYRIE TΩN DYNAM.istΠΡΟΣΠΑΘΗΣΑΜΕ ἄλλοτε ν᾿ ἀπαντήσουμε στὸ θέμα, τί εἶνε ἡ ἁγία Τριάς, καὶ εἰδικώτερα τί εἶνε Πνεῦμα ἅγιο. Σήμερα προβάλλει τὸ ἐπίσης μεγάλο σχετικὸ θέμα· τί εἶνε ὁ Χριστός; Σ᾿ αὐτὸ εἶνε ἀνάγκη ν᾿ ἀπαντήσουμε.
Τί εἶνε ὁ Χριστός; Οἱ ἄπιστοι καὶ ἄθεοι λένε, ὅτι ὁ Χριστὸς ―ἥμαρτον, Θεέ μου― εἶνε ἕνα παραμύθι· δὲν ὑπῆρξε ποτέ, ἀλλὰ τὸν ἔπλασε ἡ φαντασία τῶν ὀπαδῶν του. Αὐτοὶ εἶνε σὰν ἐκεῖνο τὸν τρελλὸ πού, ἐνῷ ἦταν μεσημέρι κι ὁ ἥλιος ἔκαιγε, ἀμφισβητοῦσε ὅτι ὑπάρχει ἥλιος. Οἱ περισσότεροι βέβαια δὲν ἀμφισβητοῦν τὸ Χριστό. Ἔχουν ὅμως συγκεχυμένη ἰδέα γιὰ τὸ πρόσωπό του. Ἄλλοι λένε, ὅτι ἦταν κι αὐτὸς ἕνας ἄνθρωπος μὲ ἀτέλειες καὶ ἀδυναμίες, ὅπως τὸν φαντάστηκε ὁ Καζαντζάκης. Ἄλλοι λένε ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν ἕνας ποιητής, ἄλλοι ὅτι ἦταν ἕνας φιλόσοφος ἢ ὁ μέγιστος τῶν φιλοσόφων, ἄλλοι ὅτι ἦταν μιὰ μεγάλη μορφή, ἄλλοι ὅτι ἦταν ἕνας κοινωνικὸς ἐπαναστάτης… Συγκεχυμένες ἰδέες. Ἀλλὰ ἔτσι δὲν ἦταν καὶ οἱ ἀπόστολοι πρὶν τὴν Πεντηκοστή; Μόνο ὅταν ἦρθε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο ἀπέκτησαν τὴν ὀρθὴ γνώμη γι᾿ αὐτὸν καὶ κήρυξαν παντοῦ τὸ εὐαγγέλιο.
Τί εἶνε ὁ Χριστός; Κι ἂν ἐμεῖς σιωπήσουμε, ὅλη ἡ κτίσις ἀπαντᾷ, ὅτι δὲν εἶνε ἁπλὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ εἶνε ὁ δημιουργός της.
Τί εἶνε ὁ Χριστός; Ἀκριβέστερα ἀπαντᾷ τὸ Σύμβολο τῆς πίστεως – αὐτὴ εἶνε καὶ ἡ δική μας ἀπάντησι· ὁ Χριστὸς εἶνε «Θεὸς ἀληθινός», τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος, ὁ «διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν… ἐνανθρωπήσας». Ἔχει λοιπὸν ἑνωμένες τὴ θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύσι, δηλαδὴ εἶνε Θεάνθρωπος.
Τί εἶνε ὁ Χριστός; Στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο ὁ διος δίνει τὴν ἑξῆς ἀπάντησι, ποὺ δείχνει τὴν ἀποστολή του· «Ἦλθε ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου σῶσαι τὸ ἀπολωλός» (Ματθ. 18,11). Ἐγώ, λέει, κατῆλθα ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἔγινα ἄνθρωπος μὲ μία εἰδικὴ καὶ μοναδικὴ ἀποστολή· νὰ σώσω τὸ ἀπολωλός.
Ἐπ᾿ αὐτοῦ ἂς ποῦμε κ᾿ ἐμεῖς λίγα λόγια.

* * *

«Ἦλθε», λέει, «ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου (ὁ Χριστός) σῶσαι τὸ ἀπολωλός». Ὁ Χριστὸς κατὰ τὴ συνήθειά του ν᾿ ἁπλοποιῇ τὰ ὑψηλὰ καὶ δύσκολα ὁμιλεῖ παραβολικῶς. Ἐδῶ πῆρε παράδειγμα ἀπὸ τὴν ποιμενικὴ ζωή, ἀπὸ τὸ βοσκό.
Περιφρονημένο τὸ ἐπάγγελμα τοῦ βοσκοῦ. Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς τὸ ἐτίμησε. Διότι τὴ νύχτα τῆς γεννήσεώς του βοσκοὶ ἄκουσαν τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις…» (Λουκ. 2,14). Τὸ ἐτίμησε ὅταν ὁ διος εἶπε «Ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός» (Ἰωάν. 10,11). Τὸ ἐτίμησε ὅταν ὠνόμασε τοὺς διαδόχους του κληρικοὺς βοσκοὺς καὶ ποιμένας (πρβλ. Ἰωάν. 21,15-17). Καὶ ἐδῶ χρησιμοποιεῖ στὴ διδασκαλία του μία ὡραία σχετικὴ παραβολή. Στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο ὑπάρχει συνεπτυγμένη· ἐγὼ σᾶς τὴν παρουσιάζω κάπως ἀνεπτυγμένη.
Ἕνας βοσκός, λέει, εἶχε ἑκατὸ πρόβατα. Τ᾿ ἀγαποῦσε, καὶ πρωῒ – πρωῒ σηκωνόταν καὶ τὰ ὡδηγοῦσε σὲ χλοερὰ λιβάδια καὶ κρυστάλλινα νερά. Τὰ φύλαγε ἀπὸ λύκους, τοὺς ἔπαιζε φλογέρα. Καὶ τὸ βράδυ στὸ μαντρί, ποὺ τό ᾿χτισε γιὰ νὰ τὰ ἀσφαλίζῃ, πρὶν τὰ βάλῃ μέσα ―τό ᾿χετε δεῖ αὐτό; ἐγὼ τό ᾿χω δεῖ―, μετροῦσε τὰ πρόβατά του· ἕνα, δύο, τρία, τέσσερα…· κι ὅταν τά ᾿βρισκε ἑκατό, ἡσύχαζε. Καὶ τὴ νύχτα δὲν κοιμόταν· ἀγρυπνοῦσε κρατώντας σφενδόνη, ἕτοιμος μὲ τὰ τσοπανόσκυλα νὰ ὑπερασπίσῃ τὸ ποίμνιό του. Ἀλλὰ μιὰ μέρα ἕνα πρόβατο χάθηκε. Τὰ μετράει, τὰ ξαναμετράει· ἐνενηνταεννέα. Τὸ ἕνα ποῦ εἶνε; Δὲν εἶπε «Δὲ᾿ βαριέσαι· χάθηκε ἕνα, ἔχω τὰ ἄλλα», ἀλλὰ τί ἔκανε. Ἀσφάλισε τὰ ἐνενηνταεννέα, καὶ βγῆκε ἔξω στὰ ρουμάνια καὶ στὰ δάση, φωνάζοντας καὶ ζητώντας «τὸ ἀπολωλός», τὸ χαμένο πρόβατο. Ἐπὶ τέλους τὸ βρῆκε μπλεγμένο σ᾿ ἕνα ἀπόκρημνο βράχο, χτυπημένο, πληγωμένο, ἕτοιμο νὰ γκρεμιστῇ στὴν ἄβυσσο. Μὲ δυσκολία ἔφθασε κοντά του καὶ τὸ ἐλευθέρωσε. Κατόπιν τὸ πῆρε μὲ χαρὰ στοὺς ὤμους, τό ᾿φερε στὸ μαντρί, καὶ κάλεσε φίλους καὶ συγγενεῖς νὰ χαροῦν τὸ γεγονός, διότι τὸ πρόβατο ἦταν «ἀπολωλὸς καὶ εὑρέθη» (βλ. Λουκ. 15,4-10,32).
Ποιός εἶνε ὁ βοσκός; ποιά εἶνε τὰ ἐνενηνταεννέα πρόβατα; ποιό τὸ ἀπολωλός; ποιά ἡ μάντρα; Βοσκὸς ἀνυπέρβλητος εἶνε ὁ Χριστός· οἱ βοσκοὶ ἔχουν τὰ πρόβατα γιὰ ἐκμετάλλευσι, ὁ Χριστὸς ἀντιθέτως θυσιάστηκε γιὰ τὰ πρόβατά του. Τὰ ἐνενηνταεννέα πρόβατα, κατὰ τοὺς ἑρμηνευτάς (τὸ Χρυσόστομο καὶ ἄλλους) εἶνε τὰ πλήθη τῶν ἀγγέλων. Τὸ δὲ ἕνα πρόβατο ποιός εἶνε; Εἶμαι ἐγώ, εἶστε σεῖς, εἶνε ὅλη ἡ ἀνθρωπότης, ποὺ ἐπλανᾶτο στὰ ἀδιέξοδα τῶν φιλοσόφων χωρὶς ἀνάπαυσι. Κανείς δὲν τὴν ἔσωσε παρὰ μόνο ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Τὴν ἔσωσε μὲ τὴ διδασκαλία του, μὲ τὰ θαύματά του, μὲ τὸ σταυρὸ καὶ τὴν ἀνάστασί του. Γι᾿ αὐτὸ εἶπε· «Ἦλθε ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου σῶσαι τὸ ἀπολωλός».

* * *

Ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ ποιμήν, ὁ ἀρχιποίμην. Καὶ μετὰ τὴν ἀνάληψί του ἐφρόντισε νὰ ὑπάρχουν στὴν Ἐκκλησία του ποιμένες, διάδοχοι καὶ ἀντικαταστάται του. Αὐτοὶ εἶνε οἱ ἐπίσκοποι καὶ ὅλοι οἱ κληρικοί. Σ᾿ αὐτοὺς ἔδωσε ἐντολὴ «Ποίμαινε τὰ πρόβατά μου» (Ἰωάν. 21,16). Γι᾿ αὐτὸ λέγονται ποιμένες τῶν λογικῶν προβάτων. Ἔχουν τὴν ἐντολὴ νὰ φυλάττουν τὸ ποίμνιο καὶ νὰ μὴ τὸ ἐγκαταλείπουν. Μεταξὺ τῶν πολλῶν καλῶν ποιμένων ἕνας τελευταῖος ἦταν ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης. Ὅταν μπῆκαν στὴν πόλι οἱ αἱμοβόροι λύκοι ―ποὺ ὡρισμένοι ἐσχάτως θέλουν νὰ τοὺς παρουσιάζουν ὡς πρόβατα―, ὅλοι ἔφευγαν. Ὁ Ἀμερικανὸς πρεσβευτὴς τὸν προέτρεπε νὰ φύγῃ κι αὐτὸς γιὰ νὰ σωθῇ. Τότε ὁ Χρυσόστομος τοῦ εἶπε· «Ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων» (Ἰωάν. 10,11). Ἔμεινε ἐκεῖ καὶ θυσιάστηκε!
Οἱ καλοὶ ποιμένες φροντίζουν γιὰ τὸ ποίμνιό τους· τὸ ὁδηγοῦν στοὺς λειμῶνας καὶ τὰς πηγὰς τῶν Γραφῶν, ἑρμηνεύουν τὸ Εὐαγγέλιο, τελοῦν τὰ μυστήρια, λειτουργοῦν. Καὶ ἂν κάποτε ἕνα πρόβατο χαθῇ, τρέχουν νὰ τὸ βροῦν. Παλαιότερα στὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ τὸν Πόντο οἱ ἐφημέριοι ―τὸ ἄκουσα ἀπὸ ἕνα γέροντα― μετροῦσαν τοὺς πιστούς· κι ἂν ἕνας ἔλειπε, ὁ καλὸς ποιμὴν πήγαινε τὸ βράδυ στὸ σπίτι· ―Γιῶργο, ποῦ ἤσουν σήμερα; σὲ παρακαλῶ μὴ λείψῃς ἄλλη φορά… Αὐτὸ ἔκαναν ἐκεῖνοι. Δεῖξτε μου σήμερα ἕναν ἱερέα ποὺ τὸ κάνει.
Δὲν κατηγορῶ κανένα· κατηγορῶ πρῶτο τὸν ἑαυτό μου. Διότι καὶ τὰ ἄμφια ποὺ φοροῦμε διδάσκουν μὲ τὸ συμβολισμό τους. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὸ φέρουμε οἱ ἀρχιερεῖς στοὺς ὤμους καὶ λέγεται ὠμοφόριον. Τί συμβολίζει; Ὅπως ὁ βοσκὸς παίρνει στὸν ὦμο τὸ πρόβατο, ἔτσι κ᾿ ἐγὼ σηκώνω ὅλους σας ἐπάνω μου ὡς πρόβατα ἀπολωλότα. «Τὸ ἀπολωλὸς πρόβατον ἐγώ εἰμι», ποὺ λέμε στὴν κηδεία. Αὐτὸ λοιπὸν σημαίνει τὸ ὠμοφόριο· ὁ ἀρχιερεὺς ἀκολουθεῖ τὸ Χριστό, ποὺ εἶνε «ὁ αρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. 1,29). Μελαγχολία μὲ πιάνει, δάκρυα μοῦ ἔρχονται. Θέλω νὰ φύγω, τώρα στὰ γεράματά μου, νὰ πάω σὲ μιὰ σπηλιὰ τοῦ Ἁγίου Ὄρους νὰ κλάψω τ᾿ ἁμαρτήματά μου· ποιός εἶμαι;… ποιό τὸ ἔργο μου;… τί ποσοστὸ ἐκκλησιαζομένων ἔχει ἡ ἐπισκοπή μου;… Σήμερα ἀπὸ τὰ ἑκατὸ πρόβατα δὲ᾿ λείπει πλέον τὸ ἕνα, λείπουν τὰ ἐνενηνταεννέα! Πῶς θὰ ξαναγυρίσουν στὴ μάντρα τους;…
Αὐτὸ ὅμως δὲν εἶνε ἔργο μόνο τοῦ ἀρχιερέως καὶ τοῦ ἱερέως· εἶνε καὶ δικό σας. Χριστιανὸς Χριστιανός, μοῦ λές· ποῦ εἶνε τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ σωτηρία ψυχῶν; Ἐγὼ θαυμάζω τοὺς κομμουνιστάς. Ἔχω ζήσει τὸ δρᾶμα καὶ δὲ᾿ σᾶς λέγω ὑπερβολή. Ἕνας κομμουνιστὴς στὸ νησὶ ποὺ ἤμουν δάσκαλος ―δὲν ὑπῆρχε ἐκεῖ πρὶν οὔτε ἕνας κομμουνιστής― πῆγε ἀπὸ καλύβα σὲ καλύβα καὶ τοὺς ἔκανε σχεδὸν ὅλους κομμουνιστάς. Μπράβο του! Κ᾿ ἕνας χιλιαστὴς πῆγε σ᾿ ἕνα χωριὸ καὶ τοὺς ἔκανε ὅλους χιλιαστάς. Ἐμεῖς; Βουβὰ πλάσματα. Δὲ᾿ μιλᾶμε. Δὲ᾿ μιλᾶς γιὰ τὸ Χριστό; δὲν εἶσαι Χριστιανός. Ὅποιος δὲν προσπαθεῖ νὰ φέρῃ ἕναν ἄλλο κοντὰ στὸ Χριστό, δὲν εἶνε Χριστιανός. Ὁ Χριστιανὸς ἔχει πόθο νὰ μεταδώσῃ τὸ εὐαγγέλιο μέχρι τοὺς Ἐσκιμώους καὶ μέχρι τὴν Ἀφρική – ἂν πιστεύουμε ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε ἀληθινό· ἂν δὲν τὸ πιστεύουμε, τότε νὰ πᾶμε μὲ τοὺς ἀθέους καὶ νὰ τὸ κάψουμε, γιατὶ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ζοῦμε στὸ ψέμα. Ἀλλὰ ὅλα μπορεῖ νά ᾿νε ψέμα· ἕνα δὲν εἶνε ψέμα, τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Γιατί λοιπὸν ἐσὺ δὲν προσπαθεῖς νὰ τὸ ζήσῃς καὶ νὰ τὸ μεταδώσῃς;
Τελειώνοντας σᾶς βάζω κανόνα. Τὴν Κυριακὴ μὴν πᾶτε στὴν ἐκκλησία μόνοι σας· νὰ φέρετε μαζί σας καὶ ἕναν ἄλλο. Διότι Ἐκκλησία εἶνε τὸ μαντρὶ τοῦ Χριστοῦ· καὶ πρόβατο ποὺ φεύγει ἀπ᾿ τὸ μαντρί, τὸ τρώει ὁ λύκος. Ἂν πιστεύετε, πυκνῶστε τὴν Ἐκκλησία. Νὰ αὐξηθοῦν οἱ Χριστιανοί, πρὸς δόξαν τοῦ Χριστοῦ· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης στον ιερό ναὸ της  Ἁγίας Τριάδος Πτολεμαΐδος 30-5-1988)

ΤA MEΓΑΛΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιούν 18th, 2013 | filed Filed under: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ, εορτολογιο

Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς (Πράξ. 2,1-11)

ΤA MEΓΑΛΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

«Ἀκούομεν λαλούντων αὐτῶν ταῖς ἡμετέραις γλώσσαις τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. 2,11)

ΚYRIOS ΙHSOS ΧRISTOSΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε μεγάλη ἑορτὴ καὶ πανήγυρις. Σήμερα ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἑορτάζει τὰ γενέθλιά της. Σὰν σήμερα παρουσιάστηκε στὸν κόσμο ἡ Ἐκκλησία.
Ἀπ᾿ ὅλα τὰ χρυσᾶ νομίσματα ποὺ σκορπάει σήμερα τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, θὰ προσπαθήσω νὰ σᾶς ἐξαργυρώσω ἕνα. Εἶνε ὁ τελευταῖος στίχος τοῦ ἀποστόλου. Τὸν ἀκούσατε;
Στὰ Ἰεροσόλυμα μετὰ τὴν ἀνάληψι τοῦ Χριστοῦ εἶχαν μαζευτῆ χιλιάδες Ἰουδαῖοι, γιὰ νὰ γιορτάσουν τὴν Πεντηκοστή τους. Ἦταν ἀπὸ κάθε μέρος· ἄλλοι ἀπὸ τὸ Ἀραρὰτ καὶ τὴν Ἀρμενία, ἄλλοι ἀπὸ τὸν Καύκασο καὶ τὰ μέρη τῆς Περσίας, ἄλλοι ἀπὸ τὴ Μεσοποταμία, ἄλλοι ἀπὸ τὴν Ἰουδαία καὶ τὴν Καππαδοκία, ἄλλοι ἀπὸ τὸν Πόντο, τὴν Ἀσία καὶ τὴν Ἰωνία, ἄλλοι ἀπὸ τὴ Φρυγία καὶ τὴν Παμφυλία, ἄλλοι ἀπὸ τὴν Αγυπτο, τὴ Λιβύη καὶ τὴν Κυρήνη, ἄλλοι ἀπὸ τὴ Ῥώμη, ἄλλοι ἀπὸ τὴν Κρήτη καὶ τὴν Κύπρο, ἄλλοι ἀπὸ τὴν Ἀραβία. Καθένας μιλοῦσε τὴ δική του γλῶσσα. Μόλις ὅμως ἦλθε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο οἱ ἀπόστολοι ἄρχισαν νὰ μιλοῦν ξένες γλῶσσες, κι ὅλο τὸ πλῆθος ἄκουγαν ἔκπληκτοι, καθένας στὴ γλῶσσα του, τὴ διδαχή τους, μὲ τὴ χάρι τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ νὰ ξέρῃ ὅλες τὶς γλῶσσες; Δὲν ὑπάρχει. Τὸ πολὺ – πολὺ νὰ μάθῃ ἕξι – ἑπτὰ γλῶσσες. Οἱ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ ὅμως μιλοῦν ὅλες τὶς γλῶσσες. Καὶ τὸ σπουδαῖο ποιό εἶνε· ὅτι τὶς ἔμαθαν μέσα σὲ μιὰ στιγμή. Καὶ μόνο αὐτό; Μπορεῖ νὰ μάθῃς γλῶσσες σὰν τὸν παπαγάλο· ἀλλὰ τί λές; ποιό εἶνε τὸ περιεχόμενο τῶν λόγων σου; Ἐκεῖνα ποὺ ἔλεγαν οἱ ἀπόστολοι εἶνε σπουδαῖα. Τί ἔλεγαν οἱ ἀπόστολοι; Λαλοῦσαν «τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ» – ἔτσι τελειώνει ὁ ἀπόστολος (Πράξ. 2,11). Ποιά εἶνε, λοιπόν, αὐτὰ τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ;

* * *

Ὅπου νὰ κοιτάξῃς, βλέπεις μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ τὰ συνηθίσαμε καὶ δὲν τοὺς δίνουμε σημασία. Ἐὰν ἕνας τυφλὸς ἐκ γενετῆς θεραπευθῇ ξαφνικά, θὰ θαμπωθῇ τόσο, ὥστε συνεχῶς θὰ ρωτάῃ σὰν τὸ μικρὸ παιδί· ποιός τά ᾿κανε αὐτά; Ἐμεῖς μάτια ἔχουμε, καὶ μάτια δὲν ἔχουμε. Ζοῦμε μέσα σ᾿ ἕνα πανόραμα. Ὅλη ἡ φύσις καὶ τὸ σύμπαν, ἰδού τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ. Ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ διαλέγω τρεῖς – τέσσερις εἰκόνες. Θέ᾿ς νὰ δῇς μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ; Ξύπνα νωρὶς τὸ πρωῒ νὰ δῇς πῶς βγαίνει ὁ ἥλιος. Τί μεγαλεῖο εἶν᾿ αὐτό! Ἢ περίμενε τὸ βράδυ νὰ βασιλέψῃ· «Ὁ ἥλιος ἔγνω τὴν δύσιν αὐτοῦ… Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε, πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας» (Ψαλμ. 103,19,24). Μεγαλεῖο ἡ ἀνατολή, μεγαλεῖο ἡ δύσις τοῦ ἡλίου. Ἂν θέ᾿ς ἀκόμα, ἀνέβα σὲ μιὰ ψηλὴ κορφὴ ἢ πέταξε μὲ ἀεροπλάνο, κι ἀπὸ ᾿κεῖ δὲς τὸν κάμπο, τὰ ποτάμια, τὴ θάλασσα μὲ τὰ νησιά· ὅλα εἶνε μεγαλεῖο. Δὲν σοῦ ἀρκοῦν αὐτά; Τότε γίνε ἀστροναύτης καὶ βγὲς στὸ διάστημα, νὰ δῇς τὴ γῆ σὰν μιὰ τεράστια σφαῖρα νὰ στρέφεται μέσα στὸ ἄπειρο. Γεμᾶτο εἶνε τὸ σύμπαν ἀπὸ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ!
Ἀλλὰ οἱ ἀπόστολοι δὲν μίλησαν τότε γι᾿ αὐτά. Οὔτε ἐγὼ σκοπεύω νὰ σᾶς περιγράψω ἐδῶ τὴν ἀνατολὴ ἢ τὸ ἡλιοβασίλεμα κ.τ.λ.. Ὅταν λέει ἐδῶ, ὅτι τὰ πλήθη τοὺς ἄκουγαν νὰ λαλοῦν «τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ», δὲν ἐννοεῖ τὰ φυσικὰ μεγαλεῖα. Ὑπάρχει κάτι ἀνώτερο. Θὰ τὸ πῶ, ἀλλὰ θὰ τὸ προσέξετε; ἂν δὲν τὸ προσέξετε, πολύ θὰ λυπηθῶ καὶ εἰς μάτην θὰ πάῃ ὁ λόγος μου. Παραπάνω ἀπ᾿ τὸν ἥλιο καὶ τὰ ἄστρα, τὰ ποτάμια καὶ τὶς θάλασσες, ὑπάρχει ἕνα ἄλλο μεγαλεῖο. Ποιό; Πάρτε κιμωλία καὶ γράψτε. Μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ εἶνε ἡ ἁγία Γραφὴ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο. Εἶνε μεγαλεῖο· ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸ δῇς, πρέπει νὰ πιστεύῃς· ἂν δὲν πιστεύῃς, δὲν θὰ τὸ καταλάβῃς. Χρειάζονται μάτια πνευματικά. Τότε, μόλις ἀνοίξῃς τὴν ἁγία Γραφή, θὰ σὲ πάρουν φτερὰ ἀγγέλων καὶ θὰ σὲ ἀνεβάσουν – ποῦ; Ὄχι ἐκεῖ ποὺ ἀνέβηκαν οἱ ἀστροναῦτες, ἀλλὰ στὸν «τρίτον οὐρανόν» (Β΄ Κορ. 12,2), στὸ θρόνο τοῦ Δημιουργοῦ. Ἐκεῖ, στὴν ἀρχὴ τῆς Δημιουργίας, θ᾿ ἀκούσῃς ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ ν᾿ ἀντηχῇ μέσα στὸ χάος ἡ μεγάλη προσταγή· «Γενηθήτω φῶς» (Γέν. 1,3). Δὲν ὑπάρχει ἀλλοῦ αὐτὸς ὁ λόγος. Γι᾿ αὐτὸ ἐμπρὸς στὶς λέξεις αὐτὲς στάθηκαν μὲ προσοχὴ οἱ εἰδικοὶ ἐπιστήμονες.
Σὲ παίρνει κατόπιν ἄλλος ἄγγελος καὶ σ᾿ ἀνεβάζει ψηλά, στὴν κορυφὴ τοῦ Ἀραράτ, καὶ σοῦ δείχνει ἐκεῖ τὸ Νῶε, τὸν δοῦλο τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔμεινε μόνος, διότι ἡ ἀνθρωπότης ἔγινε σάρκες καὶ γι᾿ αὐτὸ ὁ κόσμος ὅλος πνίγηκε ἀπὸ τὰ νερὰ τοῦ κατακλυσμοῦ.
Μετὰ ἕνας ἄλλος ἄγγελος σὲ παίρνει καὶ καὶ σὲ ἀνεβάζει ἐπάνω στὸ ὅρος Σινὰ καὶ βλέπεις τὸ Μωυσῆ νὰ δέχεται τὶς δέκα ἐντολές, ποὺ οὐδέποτε ὣς τότε εἶχε ἀκούσει ὁ κόσμος. Δέκα δάχτυλα σοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς καὶ δέκα εἶνε οἱ ἐντολές του. Κόβεις ἕνα δάχτυλό σου; Ὄχι. Καὶ ὅμως πολλοὶ τώρα εἶνε… μὲ κομμένα «δάχτυλα», κόβουν δηλαδὴ τὶς ἐντολές. Ἔ, ἐσὺ ποὺ κόβεις τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, πόσο μικρὸς καὶ ἀσήμαντος εἶσαι!…
Ἀνοίγεις ἀκόμα τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ ἀκοῦς φωνὲς προφητῶν. Διάβασε τὸν Ἠσαΐα, διάβασε τὸν Ἰερεμία, διάβασε τὸ Δαυΐδ, διάβασε τὸν Ἰωήλ, ποὺ 800 χρόνια π.Χ. προφήτευσε γιὰ τὴ σημερινὴ ἑορτὴ ὅτι θὰ ἔλθῃ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο στὸν κόσμο (βλ. Ἰωὴλ 3,1). Πήγαινε καὶ μέσα σ᾿ ἕνα καμίνι ν᾿ ἀκούσῃς τρία παιδιὰ νὰ ψάλλουν «Τὸν Κύριον ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας» (βλ. Δαν. 3,34 κ.ἑ.).
Κι ἅμα κλείσῃς τὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ ἀνοίξῃς τὴν Καινὴ Διαθήκη, ἐκεῖ ἀντηχεῖ ἐξαίσια ἁρμονία, μπροστὰ στὴν ὁποία οἱ μουσικὲς τῆς γῆς σιγοῦν. Μόλις ἀνοίξῃς τὸ Εὐαγγέλιο, θ᾿ ἀκούσῃς οὐράνια στρατιὰ ἀγγέλων νὰ ψάλλῃ· «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14).
Ἐκεῖ ἀκοῦς τὸν διο τὸ Χριστὸ νὰ μιλάῃ. Θέ᾿ς νὰ δῇς θαύματα μεγάλα; ἄνοιξε τὸ Εὐαγγέλιο. Δὲν σὲ πείθουν αὐτά; εἶσαι ἄπιστος; Τότε διάβασε μιὰ φορά, δυὸ φορές, τρεῖς φορὲς τὰ πάθη τοῦ Κυρίου· κι ὅταν δῇς τὸ Γολγοθᾶ νὰ σείεται ὁλόκληρος, τότε μαζὶ μὲ τὸν ἑκατόνταρχο θὰ γονατίσῃς κ᾿ ἐσὺ γιὰ νὰ πῇς «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος» (Ματθ. 27,54). Καὶ ἂν εἶσαι ἁμαρτωλός, ὁσοδήποτε ἁμαρτωλός, κι ἂν τὰ χέρια σου εἶνε βουτηγμένα στὸ αἷμα, θὰ πῇς κ᾿ ἐσὺ μαζὶ μὲ τὸ λῃστή· «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).
Ὅλα αὐτὰ τὰ ὡραῖα ἔχει μέσα τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο Εὐαγγέλιο. Καὶ αὐτὰ ἦταν «τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ», γιὰ τὰ ὁποῖα μιλοῦσαν οἱ ἀπόστολοι καὶ τοὺς ἄκουγε τὸ πλῆθος.

* * *

Προτοῦ νὰ τελειώσω, ἀδελφοί μου, θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ πάρω μιὰ ζυγαριὰ νὰ ζυγίσω ὅλους, πρῶτα τὸν ἑαυτό μου καὶ ἔπειτα ἐσᾶς, νὰ δοῦμε πόσων καρατίων Χριστιανοὶ εμεθα. Σᾶς ἐρωτῶ· Οἱ ἀπόστολοι μιλοῦσαν γιὰ «τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ», ἐμᾶς μᾶς ἀκούει κανεὶς νὰ μιλοῦμε γιὰ «τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ»;
Ἦρθε κάποτε στὴν Ἑλλάδα ἕνας ξένος, ποὺ ἤξερε καλὰ τὰ ἑλληνικά. Ἄκουγε, ὅτι ἡ χώρα αὐτὴ κατοικεῖται ἀπὸ ὀρθοδόξους, ἔχει κληρικοὺς καὶ ἱεροκήρυκες, καὶ εἶπε· Ἂς πάω ἐκεῖ, νὰ βρῶ σωστοὺς Χριστιανούς. Στὸν Πειραιᾶ μπῆκε σ᾿ ἕνα καράβι καὶ στὴ διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ περπατοῦσε ἀπὸ τὴ μία ἄκρη τοῦ πλοίου μέχρι τὴν ἄλλη. Ἤθελε νὰ μάθῃ τί κουβεντιάζουν οἱ Ἕλληνες (γιατὶ πές μου τί συζητᾷς, νὰ σοῦ πῶ ποιός εἶσαι). Τέντωσε τ᾿ αὐτί του στὴ γέφυρα, στὸ κατάστρωμα, δεξιὰ – ἀριστερὰ σὲ ὅλες τὶς θέσεις. Σὲ μιὰ παρέα συζητοῦσαν πολιτικά, σὲ ἄλλη συζητοῦσαν γιὰ οἰκονομικά, κάποιοι νεώτεροι παραπέρα ἦταν ἕτοιμοι νὰ πιαστοῦν γιὰ τὸ ποδόσφαιρο, κάτι ἄλλοι μιλοῦσαν γιὰ ταινίες καὶ κινηματογραφικὰ ἔργα. Πιὸ πέρα συναντᾷ καὶ κάτι μεσόκοπους μὲ γκρίζα μαλλιά, ποὺ τοὺς ἀπασχολοῦσε – τί; τὸ πῶς θὰ πάρουν διαζύγιο! Τρεῖς μέρες μέσ᾿ στὸ καράβι, μιὰ φορὰ μόνο ἄκουσε τὴ λέξι Θεός· ὄχι ὅμως ὡς δοξολογία, ἀλλὰ ὡς βλαστήμια δυστυχῶς! Ἀπογοητεύθηκε.
Γι᾿ αὐτὸ ἐρωτῶ· ποιός πατέρας καὶ μάνα ἀπὸ σᾶς, ὅταν βρεθῇ στὸ σπίτι μὲ τὰ παιδιά, θὰ τοὺς μιλήσῃ γιὰ τὸ Θεό; Ἐνώπιον τοῦ ἐσταυρωμένου Κυρίου, ἐνώπιον τῶν ἁγίων καὶ τῶν μακαρίων προγόνων μας, σᾶς ἐξορκίζω, ἂν ἔχετε γλῶσσα μιλᾶτε γιὰ τὸ Θεό μας, γιὰ τὸν Κύριό μας, γιὰ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο! Σήμερα οἱ Χριστιανοὶ ἔγιναν μουγγοί, ντρέπονται νὰ μιλήσουν. Καὶ ἡ αἰτία ποιά; Δὲν ἔχουμε Πνεῦμα ἅγιο, εμεθα σάρκες! Ἡ καρδιά μας εἶνε ψυχρά, μιὰ κολώνα πάγου ἔχουμε μέσα μας. Ἂς παρακαλέσουμε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο νὰ λειώσῃ τὸν πάγο, νὰ θερμάνῃ τὴν καρδιά μας, καὶ τὸ στόμα μας, ἡ ζωή μας, ἡ ὕπαρξί μας, τὰ πάντα νὰ αἰνοῦν καὶ νὰ δοξάζουν Πατέρα, Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

μιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου σε ιερό ναό των Ἀθηνῶν 13-6-1965)

ΜΕ ΜΙΑ ΚΑΡΔΙΑ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ!

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιούν 17th, 2013 | filed Filed under: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ, εορτολογιο

Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς (Πράξ. 2,1-11)

ΜΕ ΜΙΑ  ΚΑΡΔΙΑ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ!

«Ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό» (Πράξ. 2,1)

 

ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ ιστΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου Χριστιανοί, εἶνε μία ἀπὸ τὶς πιὸ μεγάλες ἑορτές. Σήμερα ἦρθε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο στοὺς ἀποστόλους.
Ἀπ᾿ ὅλα τὰ νοήματα, ποὺ ἔχει σήμερα ἡ Ἐκκλησία, θὰ σᾶς παρακαλέσω νὰ προσέξουμε τὸ στίχο τοῦ ἀποστόλου, τὸν ὁποῖο καὶ προέταξα στὴν ἀρχή ὡς ῥητό.

* * *

Λέει· «Ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό» (Πράξ. 2,1). Τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά; Ὅταν συμπληρωνόταν ἡ ἡμέρα τῆς πεντηκοστῆς, δέκα μέρες μετὰ τὴν ἀνάληψι τοῦ Κυρίου καὶ πενήντα μέρες μετὰ τὴν ἀνάστασί του, τότε ποὺ εἶχαν μαζευτῆ στὰ Ἰεροσόλυμα ἀπὸ παντοῦ ὅλοι οἱ Ἑβραῖοι, τότε «ἦσαν ἅπαντες (οἱ ἀπόστολοι) ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό». Ἦταν στὸ ἀνώγειο ἐκεῖνο ὅπου ἔγινε ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος, ἐκεῖ ὅπου ἐμφανίσθηκε ὁ Ἰησοῦς κεκλεισμένων τῶν θυρῶν καὶ εἶπε τὸ «Εἰρήνη ὑμῖν» (Ἰωάν. 20,19).
«Ἦσαν ἅπαντες» συγκεντρωμένοι. Ὄχι ἁπλῶς πάντες, ἀλλὰ «ἅπαντες». Δὲν ἀπουσίαζε οὔτε ἕνας. Ἦταν πρῶτα – πρῶτα οἱ δώδεκα ἀπόστολοι· στὴ θέσι τοῦ Ἰούδα εἶχε ἐκλεγῆ ὁ Ματθίας. Ἦταν ἔπειτα οἱ ἑβδομήκοντα ἀπόστολοι. Ἦταν ἀκόμη ὁ ὅμιλος τῶν μυροφόρων γυναικῶν. Καὶ κοντὰ στὶς μυροφόρες ἡ παμφαὴς σελήνη, ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος.
Δὲν ἀρκεῖ ὅμως νὰ εἶνε μόνο μαζεμένοι. Γιατὶ κ᾿ ἐμεῖς μπορεῖ νὰ μαζευτοῦμε. Καὶ τὰ θηρία μαζεύονται. Καὶ οἱ λῃσταὶ μαζεύονται ὅλοι μαζί. Δὲν εἶνε ἁπλῶς τὸ νὰ μαζευτοῦμε. Σημασία ἔχει ἡ ἄλλη λέξι ποὺ λέει ὁ ἀπόστολος. Γιατὶ δὲν ὑπάρχει τίποτε περιττὸ στὰ θεόπνευστα λόγια. Καὶ μία ἀκόμη λέξι, καὶ μία τελεία μέσα στὸ ἱερὸ κείμενο ἔχει τεραστία σημασία. Ὅλη ἡ σημασία τοῦ ἀποστόλου σήμερα ποῦ εὑρίσκεται· ὅτι ὅλοι αὐτοί, ποὺ ἦταν μαζεμένοι, δὲν ἦταν μαζεμένοι γιὰ φαγοπότι, γιὰ διασκέδασι, γιὰ χορό, γιὰ πάρτυ, γιὰ τίποτε ἄλλο, λ.χ. γιὰ ποδοσφαιρικὰ μὰτς κ.λπ.. Ἀλλὰ ἦταν μαζεμένοι «ὁμοθυμαδόν». Τί θὰ πῇ αὐτὸ τὸ «ὁμοθυμαδόν»; Εἶνε μία λέξι τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσης, τῆς γλώσσης ποὺ ἐκφράζει καὶ τὰ λεπτότερα νοήματα. Ἡ λέξι αὐτὴ σχεδὸν εἶνε ἀμετάφραστη. Ὅσο κι ἂν κοπιάσῃς, δὲν θὰ μπορέσῃς νὰ μεταδώσῃς τὸ βαθὺ νόημά της. Τί θὰ πῇ «ὁμοθυμαδόν»; Θὰ πῇ, ὅτι τὴν ὥρα ἐκείνη ποὺ ἦταν μαζεμένοι ἐκεῖ οἱ ἀπόστολοι, ἡ σκέψι τους – ποῦ ἤτανε; Στὶς γυναῖκες, στὰ παιδιά τους; στὴ δουλειά τους, στὸ ψάρεμα; στὶς παλαιές τους ἀναμνήσεις; Ἡ σκέψι τους τὴν ὥρα ἐκείνη ἦταν ὅλη στὸ Χριστό. «Ὁμοθυμαδὸν» θὰ πῇ λοιπόν, ὅτι ὅλη ἡ σκέψι των ἦταν στὸ Χριστό.
Καὶ μόνο ἡ σκέψι; Καὶ ἡ καρδιά τους. Ἅμα ἀγαπᾷς ἕνα πρόσωπο, τὸ βλέπεις τὴν ἡμέρα, τὸ βλέπεις καὶ τὴ νύχτα στὸ ὄνειρό σου. Ἡ καρδιὰ τῶν ἀποστόλων τὴν ὥρα ἐκείνη ἦταν ἕνα φλογερὸ καμίνι, ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ σβήσουν ὅλοι οἱ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι κι ὅλος ὁ κόσμος ἐκεῖνος. Καὶ μέσ᾿ στὸ φλογερὸ αὐτὸ καμίνι ἔκαιγε ὁ ἔρως, ὁ αἰώνιος ἔρως πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

* * *

 Ὅπως ἐκεῖνοι «ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτὸ» στὸ ἀνώγειο, ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς εμεθα στὸ ἀνώγειο τῆς ἐκκλησίας. Ἆραγε είμεθα «ἅπαντες ἐπὶ τὸ αὐτό»; Ἂς ρωτήσουμε σήμερα, τέτοια ἁγία ἡμέρα· εἶνε ἐδῶ ὅλη ἡ ἐνορία; Γιὰ νὰ εμεθα σύμφωνα μὲ τὸν ἀπόστολο τῆς σημερινῆς ἡμέρας, πρέπει κ᾿ ἐμεῖς νὰ εμεθα ὅλοι ἐδῶ. Ἐδῶ λοιπὸν στὸ ὑπερῷο, στὸ ἀνώγειο αὐτό, ἂν ἔλθῃ σήμερα ὁ Ἰησοῦς, ἂν ἔλθῃ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, εμεθα «ἅπαντες»; Πόσες οἰκογένειες ἔχει ἡ ἐνορία; Ἂν σταθῇ ἄγγελος στὴν πόρτα καὶ μετρήσῃ, πόσες ψυχὲς εμεθα ἐδῶ μέσα;
Ὦ Πόντε, ὦ Σμύρνη, ποὺ δίχως καμπάνες οὔτε ἕνας ἔλειπε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία! Μόνο οἱ λεχῶνες, οἱ ἄρρωστοι καὶ οἱ ἑτοιμοθάνατοι ἔλειπαν. Τώρα; Γιά φαντάσου νά ᾿σαι σ᾿ ἕνα στρατόπεδο μὲ δέκα χιλιάδες στρατιῶτες, καὶ νὰ χτυπήσῃ ἡ σάλπιγγα καὶ νὰ μαζευτοῦν μόνο ἑκατό. Γιὰ φαντάσου νά ᾿σαι δάσκαλος σ᾿ ἕνα σχολεῖο μὲ πεντακόσα παιδιά, καὶ νὰ χτυπήσῃ τὸ κουδούνι καὶ νὰ ᾿ρθοῦν μόνο δέκα παιδιά. Γιὰ φαντάσου νά ᾿σαι καπετάνιος στὸν ὠκεανό, καὶ νὰ καλῇς τοὺς ναῦτες τοῦ πλοίου ἐν ὥρᾳ θυέλλης κι ἀπὸ τοὺς ἑκατὸ τοῦ πληρώματος νὰ παρουσιαστοῦν μόνο δέκα!
  Γεννᾶται ὅμως καὶ ἄλλο, πιό σοβαρὸ ἐρώτημα. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴ σωματικὴ παρουσία, ὑπάρχει σήμερα καὶ τὸ «ὁμοθυμαδόν»; Τὸ «ὁμοθυμαδὸν» προχωρεῖ ἀκόμη περισσότερο καὶ φθάνει στὸ κέντρο τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως. Τὸ δὲ κέντρο τῆς ὑπάρξεως εἶνε ἡ βούλησις, ἡ θέλησις. «Ὁμοθυμαδὸν» σημαίνει μιὰ καρδιά. Πόσοι εμεθα ἐδῶ μέσα· νὰ ἔχουμε ὅλοι ἕνα θέλημα! Ποιό θέλημα; Τί λέμε στὸ «Πάτερ ἡμῶν»· «…Γενηθήτω τὸ θέλημά σου» (Ματθ, 6,10). Ὄχι τὸ δικό μας θέλημα, ἀλλὰ τὸ θέλημά Του. Ὄχι, κυρά μου, δὲν θὰ γίνῃ τὸ θέλημά σου· θὰ γίνῃ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὸ τὸ διασαφηνίζουν οἱ πνευματικοὶ μέσα στὸ μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως.
«Ὁμοθυμαδὸν» θὰ πῇ, νά ᾿χουμε ὅλοι ἕνα θέλημα. Ἂς πάρουμε λοιπὸν τὴ ζυγαριὰ αὐτὴ τοῦ «ὁμοθυμαδὸν» κι ἂς μποῦμε σ᾿ ἕνα σπίτι, νὰ δοῦμε ὑπάρχει ἐκεῖ μέσα τὸ ἕνα θέλημα; Ἡ γυναίκα ὑπακούει σήμερα στὸν ἄντρα; Τὰ παιδιὰ ὑπακούουν στὸν πατέρα, τὰ κορίτσια στὴ μάνα; Ὑπακούει ἡ οἰκογένεια στὸν οἰκογενειάρχη, ποὺ κάθε μέρα ὁ ταλαίπωρος στύβεται σὰν τὸ λεμόνι γιὰ νὰ τοὺς ζήσῃ;
Ὅσα κεφάλια εἶνε μέσα στὸ σπίτι, τόσα καὶ τὰ θελήματα. Δὲν ὑπάρχει τὸ «ὁμοθυμαδόν». Ὑπάρχει τρομερὰ διχόνοια. Σὲ ποιό σήμερα σπίτι ὑπάρχει μιὰ καρδιά, τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου;
Ἐὰν ὑπάρχῃ τὸ «ὁμοθυμαδόν», ποὺ λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος, τότε ὑπάρχει ἁρμονία. Σπάνια σπίτια αὐτά. Ἁρμονία, θεῖο πρᾶγμα, κι ἂς κάθωνται μέσα σὲ καλύβα. Βρῆκα σὰν ἱεροκήρυκας σπίτια καλύβες, ποὺ μέσα ἦταν ἄγγελοι· καὶ βρῆκα παλάτια, ποὺ μέσα ἦταν κόλασι. Ὅταν ὑπάρχῃ ἀγάπη καὶ ὁμόνοια, ὅταν τὸ ἀντρόγυνο εἶνε ἀγαπημένο, τότε τὸ νεράκι ποὺ πίνουν γίνεται βούτυρο καὶ ἡ μπομπότα κρέας. Ὅταν δὲν ὑπάρχῃ ἡ ἀγάπη, τί νὰ τὰ κάνῃς τὰ σερβίτσια καὶ τὰ ψυγεῖα; Κρέας θὰ τρῶς καὶ ἀπὸ καρκίνο θὰ πεθαίνῃς.
Πάω παραπέρα. Ἐδῶ εἶνε ἐργοστάσιο. Θὰ βρῶ ἐδῶ μέσα τὴν ὁμόνοια; Ἀντὶ ὅμως νὰ δῶ τὸν κεφαλαιοῦχο μὲ τὸν ἐργάτη νὰ συνεργάζωνται, βλέπω κ᾿ ἐδῶ μία πάλη ἄγρια, μιὰ ζούγκλα. Δὲν ὑπάρχει ὁ Ναζωραῖος, δὲν ὑπάρχει τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο· ὑπάρχει διχόνοια.
Ποῦ ἀλλοῦ νὰ πάω, γιὰ νὰ τελειώνω; Πηγαίνω σ᾿ ἕνα μεγάλο ἀνώγειο. Ὄχι σὰν ἐκεῖνο ποὺ λέει ὁ ἀπόστολος. Αὐτὸ εἶνε ἀνώγειο μὲ ἀσανσέρ. Ἔχει δεκαέξι πατώματα. Οὐρανοξύστης. Μέσα στὸ μεγάλο αὐτὸ σπίτι μαζευτήκανε ὅλα τὰ ἔθνη. Ἀπ᾿ ἔξω ἔχουν ὑψωμένες τὶς σημαῖες ὅλου τοῦ κόσμου κ᾿ ἐπάνω τὴν ταμπέλλα· «Ὀργανισμὸς Ἡνωμένων Ἐθνῶν». Μπαίνω μέσα. Ὑπάρχει ὁμόνοια, ὑπάρχει κατανόησις, ὑπάρχει τὸ «ὁμοθυμαδόν»;
Κάθε ἔθνος ἔχει τὶς βλέψεις του, τὰ συμφέροντά του. Δὲν ὑπάρχει τὸ «ὁμοθυμαδόν». Ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα ἀπειλεῖται ἔκρηξι. Ἂν εἶχα δικαίωμα, θὰ ξεκρεμοῦσα τὸ «Ο.Η.Ε.», ποὺ εἶνε ἕνας ἐμπαιγμὸς καὶ μία εἰρωνεία, κ᾿ ἐκεῖ στὸ ἀνώγειο αὐτὸ τῆς ἀνθρωπότητος, ποὺ μιλοῦν τόσες γλῶσσες ἀλλὰ δὲν μιλοῦν τὴ γλῶσσα τοῦ παναγίου Πνεύματος, θὰ ἔγραφα· Βαβέλ (=Σύγχυσις) τῶν ἐθνῶν! Τί ἐστι Βαβέλ, ἀνοῖξτε τὴν Παλαιὰ Διαθήκη νὰ δῆτε (βλ. Γέν. 11,1-9).

* * *

Βαβὲλ ἡ οἰκογένεια. Βαβὲλ τὸ σχολεῖο. Βαβὲλ τὸ πανεπιστήμιο, τὸ κοινοβούλιο, ἡ πολιτική… Σύγχυσις καὶ ταραχή. Γιατί; Διότι λείπει τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Ὄχι ὅτι ἔπαυσε νὰ ὑπάρχῃ. Ὑπάρχει. Ποτάμι τρέχει τὸ Πνεῦμα ἅγιο. Τρέχει, κ᾿ ἐλᾶτε ὅλοι μὲ κύπελλα καθαρὰ νὰ πάρετε. Κάντε τὴν καρδιά σας κύπελλο, καὶ πλησιάστε τὸ Πνεῦμα ἅγιο, ποὺ περνᾷ σὰν ποτάμι ποὺ καθαρίζει, σὰν ποτάμι ὁρμητικό, σὰν Ἁλιάκμονας, σὰν Δούναβις.
Ἂς γονατίσουμε. Ὅσοι πιστοί, ἂς παρακαλέσουμε νὰ ᾿ρθῇ Πνεῦμα ἅγιο στὰ σπίτια μας, στὰ σχολεῖα μας, στὰ δικαστήριά μας, στὰ ἐργοστάσιά μας, στὸ στρατό μας, στὴν ἐκκλησία μας. Νὰ ᾿ρθῇ Πνεῦμα ἅγιο στὸν κόσμο, στοὺς διεθνεῖς ὀργανισμούς. Νὰ ᾿ρθῇ. Ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ Πνεῦμα ἅγιο. Καὶ τότε «ἅπαντες ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτὸ» νὰ ὑμνοῦμε Πατέρα, Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα εἰς αἰῶνας αἰώνων. Ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(παλαιὰ ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης σὲ ἐνοριακὸ ναὸ τῶν Ἀθηνῶν, πρὸ τοῦ 1967)

Aνθρωποι, απογειωθητε! «Ανω σχωμεν τας καρδιας» (θ. Λειτουργια)

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιούν 2nd, 2013 | filed Filed under: εορτολογιο

Πέμπτη τῆς Ἀναλήψεως

Aνθρωποι, απογειωθητε!

«Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας»(θ. Λειτουργία)

εικ. ΑναληψεωςΕΧΟΥΝ περάσει, ἀγαπητοί μου, σαράντα μέρες ἀπὸ τὸ Πάσχα, ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ ἀκούστηκε τὸ «Χριστὸς ἀνέστη». Ἡ ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ εἶνε τὸ μεγαλύτερο γεγονός, τὸ θεμέλιο τῆς πίστεώς μας. Εἶνε ἀλήθεια τετραγωνική, ποὺ βεβαιώθηκε μὲ πολλὲς ἐμφανίσεις τοῦ Χριστοῦ στοὺς μαθητάς. Ἕνδεκα (11) ἐμφανίσεις ἱστοροῦν τὰ εὐαγγέλια. Τελευταία δὲ εἶνε αὐτὴ ποὺ ἔγινε σήμερα, ἡμέρα τῆς Ἀναλήψεως.

* * *

Ποῦ ἔγινε ἡ Ἀνάληψις; Ἔξω ἀπὸ τὰ Ἰεροσόλυμα εἶνε ἕνα μικρὸ προάστιο, ἕνα χαριτωμένο χωριό, ἡ Βηθανία (ἡ πατρίδα τοῦ Λαζάρου). Ἐκεῖ εἶνε ἕνας λόφος, τὸ Ὄρος τῶν ἐλαιῶν. Ἐκεῖ συγκεντρώθηκαν ἡ Παναγία, οἱ μαθηταὶ καὶ οἱ μυροφόρες, καὶ ἐκεῖ ἐμφανίστηκε ὁ Χριστὸς γιὰ τελευταία φορά.
Τοὺς μίλησε γιὰ τὴ βασιλεία του. Ἀλλὰ οἱ μαθηταί, ποὺ ἀκόμα δὲν εἶχαν λάβει τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, παρεξηγοῦσαν τὰ λόγια του. Αὐτοὶ ἐφαντάζοντο, πὼς ὁ Χριστὸς θὰ ἵδρυε μιὰ μεγάλη Ἰουδαϊκὴ αὐτοκρατορία, πιὸ ἔνδοξη κι ἀπὸ τοῦ Δαυῒδ καὶ τοῦ Σολομῶντος. Καὶ ρωτοῦν· Ἦρθε λοιπὸν ἡ ὥρα; Εἶχαν λάθος. Τὸ διο λάθος, ποὺ κάνουν μέχρι σήμερα οἱ Ἑβραῖοι ὀπαδοὶ τοῦ σιωνισμοῦ· κι αὐτοὶ φαντάζονται, ὅτι μιὰ μέρα θὰ σβήσουν τὰ ἄλλα κράτη καὶ ἐπὶ τῶν ἐρειπίων ὅλων τῶν κρατῶν θὰ ἱδρυθῇ μία παγκόσμιος Ἑβραϊκὴ αὐτοκρατορία μὲ πρωτεύουσα τὴν Ἰερουσαλήμ. Λάθος αὐτό. Ὅπως λάθος ἔχουν καὶ οἱ χιλιασταί, ποὺ λένε ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ ἔρθῃ πάλι γιὰ χίλια χρόνια στὴ γῆ, νὰ ἱδρύσῃ τὴ δική του βασιλεία. Πλάνη. Ὁ Χριστὸς ἦρθε νὰ ἱδρύσῃ βασιλεία, τῆς ὁποίας «οὐκ ἔσται τέλος» (Λουκ. 1,33). Καὶ τὴν ἵδρυσε. Καὶ ἡ βασιλεία του δὲν θὰ ἔχῃ τέλος. Ἐνῷ οἱ ἄλλες βασιλεῖες τοῦ κόσμου; Ῥίξτε μιὰ ματιὰ στὴν ἱστορία νὰ δῆτε. Ἡ μία βάσταξε 300 χρόνια, ἡ ἄλλη 100, ἄλλη 50, ἄλλη 200, ἄλλη 1000 χρόνια· καὶ μετὰ σβήσανε, κ᾿ ἔμειναν ἐρείπια. Ἔτσι καὶ τὰ σημερινὰ κράτη· ἔτσι καὶ τὰ ἐφήμερα κόμματα, ποὺ οἱ ὀπαδοί τους φωνάζουν καὶ ξελαρυγγιάζονται γιὰ χάρι τους· θὰ καταργηθοῦν. Μία βασιλεία, ἕνα κράτος θὰ μείνῃ, ἕνα ὄνομα δὲ᾿ θὰ λησμονηθῇ· ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία του!
Ἔσφαλλαν λοιπὸν οἱ μαθηταὶ ποὺ φαντάστηκαν κοσμικὴ αὐτοκρατορία. Ὁ Χριστὸς ἦρθε νὰ ἱδρύσῃ βασιλεία πνευματική. Καὶ τώρα, ἀφοῦ ἀπήντησε στὸ ἐρώτημά τους, ἔγινε τὸ θαῦμα. Ποιό θαῦμα; Τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ μας, τὰ εὐλογημένα πόδια ποὺ ἐπὶ 33 χρόνια πατοῦσαν τὴ γῆ καὶ ἐπὶ 3 χρόνια περπάτησαν στὴν Παλαιστίνη γιὰ τὸ κήρυγμα τοῦ θείου λόγου, τὰ πόδια ποὺ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι καρφώσαμε στὸ Γολγοθᾶ, τὰ ματωμένα πόδια τοῦ Χριστοῦ, ἀπεσπάσθησαν ἀπὸ τὸ ἔδαφος, ξεκόλλησαν ἀπὸ τὴ γῆ. Ἔγινε ἀπογείωσις, ὅπως στὰ ἀεροπλάνα. Ὁ Χριστὸς ―γιὰ νὰ μιλήσουμε μὲ σύγχρονη γλῶσσα― ἀπογειώθηκε. Ἄφησε πλέον τὴ γῆ καὶ ἀνέβαινε στὰ οὐράνια ἐπάνω σὲ νεφέλη. Καὶ οἱ μαθηταὶ ἔκθαμβοι παρατηροῦσαν τὸ ἔξοχο θέαμα, ὁ ἄνθρωπος Χριστὸς ν᾿ ἀνεβαίνῃ στὰ οὐράνια!
Τότε παρουσιάστηκαν δύο ἄγγελοι. Ὅπως ὅταν ἦρθε στὴ γῆ ὁ Χριστὸς ἄγγελοι ἔψαλλαν στὴ γέννησί του τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ…» (Λουκ. 2,14), ἔτσι καὶ τώρα ποὺ φεύγει ἀπὸ τὴ γῆ, ἄγγελοι τὸν συνοδεύουν. Καὶ λένε στοὺς μαθητάς· Τί σταθήκατε καὶ βλέπετε; Μὴ σᾶς φαίνεται παράξενο. Ὅπως τώρα βλέπετε τὸ Χριστὸ ν᾿ ἀνεβαίνῃ στὰ οὐράνια, ἔτσι θὰ τὸν δῆτε νὰ ἔρχεται πάλι γιὰ νὰ κρίνῃ τὸν κόσμο.
Αὐτὸ εἶνε μὲ λίγα λόγια τὸ ἱστορικὸ τῆς Ἀναλήψεως. Καὶ πρέπει νὰ γνωρίζουμε, ὅτι ὁ Χριστὸς ὡς Θεὸς δὲν χωρίστηκε ποτέ ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα. Ἀλλὰ τώρα μὲ τὴν Ἀνάληψι ἀνῆλθε καὶ ὡς ἄνθρωπος στὰ οὐράνια καὶ ἐκεῖ πλέον κάθεται «ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός».

* * *

Τί μᾶς διδάσκει ἡ ἑορτὴ αὐτή; Πολλὰ πράγματα. Ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ εἶνε τὸ ἑξῆς. Τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναλήψεως μᾶς ὑπενθυμίζει ἡ Ἐκκλησία κάθε φορὰ ποὺ γίνεται θεία λειτουργία. Ἀπὸ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…» μέχρι τὸ «Δι᾿ εὐχῶν…» βλέπουμε ὅλα τὰ γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Στὴν ἀρχὴ εἶνε ἡ Γέννησί του· μέσα στὸ ἱερὸ βῆμα ὑπάρχει ἡ ἁγία πρόθεσι, ποὺ εἰκονίζει τὴ φάτνη. Ἐν συνεχείᾳ ἡ εσοδός του στὸν κόσμο καὶ τὸ κήρυγμα ποὺ γίνεται μὲ τὰ ἀναγνώσματα τοῦ ἀποστόλου καὶ τοῦ εὐαγγελίου. Ἔπειτα εἶνε ἡ Θυσία τοῦ Γολγοθᾶ, ποὺ εἰκονίζει ὁ Ἐσταυρωμένος καὶ τὸ θυσιαστήριο, ἡ ἁγία τράπεζα. Κατόπιν ἔρχεται ἡ Ἀνάστασι, μὲ τὴ θεία κοινωνία. Καὶ τέλος οἱ πιστοὶ ζοῦν τὴν Ἀνάληψί του μὲ τὰ λόγια «Ὑψώθητι ἐπὶ τοὺς οὐρανούς, ὁ Θεός, καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἡ δόξα σου» (Ψαλμ. 56,6,12). Ἀλλὰ καὶ στὴν καρδιὰ τῆς θείας λειτουργίας, ἂν ἔχουμε προσοχή, ἀκοῦμε· «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας», μιὰ προτροπὴ ποὺ ταιριάζει μὲ τὴν Ἀνάληψι. Σὰ᾿ νὰ μᾶς λέῃ ἡ Ἐκκλησία· Ἄνθρωποι, ἀπογειωθῆτε! Μὴ μένετε κολλημένοι στὰ γήινα ὅπως τὰ στρείδια στὸ βράχο. Ἡ γῆ αὐτὴ δὲν εἶνε πατρίδα σας. Πατρίδα σας εἶνε ὁ οὐρανός, ἐκεῖ ποὺ εἶνε ὁ Χριστός, οἱ ἄγγελοι, οἱ ψυχὲς καὶ τὰ πνεύματα τῶν προγόνων σας.
Ἐμεῖς ὅμως ἔχουμε τὴ σκέψι μας, τὰ αἰσθήματά μας καὶ τὴ βούλησί μας στραμμένα διαρκῶς στὰ χαμηλά. Ξέρετε πῶς μοιάζουμε; Σὰν τὰ τετράποδα, ποὺ ἔχουν τὸ κεφάλι κάτω. Ἀλλ᾿ ὁ ἄνθρωπος εἶνε τὸ μόνο πλάσμα ποὺ στέκει ὀρθό. Γιατί μᾶς ἔκανε ὄρθιους ὁ Θεός; Γιὰ νὰ βλέπουμε τὸν οὐρανό. Κατὰ μία ἐτυμολογία αὐτὸ σημαίνει καὶ ἡ λέξι ἄν-θρωπος. Ἐν τούτοις ἐμεῖς δὲν τιμοῦμε τὸν ἑαυτό μας. Τὸν ὑποβιβάζουμε στὴν τάξι τῶν ζῴων. Μοιάζουμε μὲ τοὺς χοίρους, ποὺ ἔχουν τὸ ῥύγχος καὶ τὰ μάτια συνεχῶς κάτω, στὴ λάσπη, καὶ ποτέ δὲν ὑψώνουν τὸ βλέμμα ἐπάνω παρὰ μόνο μιὰ φορά. Πότε; Ὅταν τοὺς πᾶνε στὸ σφαγεῖο καὶ τοὺς ἀναποδογυρίζουν γιὰ νὰ μπῇ τὸ μαχαίρι στὸ λαιμό· τότε γιὰ πρώτη φορὰ τὰ μάτια τους ἀντικρύζουν οὐρανό. Ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς. Λησμονοῦμε ποιά εἶνε ἡ πατρίδα μας κι ὅτι ἐδῶ στὴ γῆ εμεθα πρόσκαιροι καὶ παρεπίδημοι· καὶ μόνο ὅταν πλέον ἔρθῃ ἡ μάχαιρα τοῦ ἀρχαγγέλου, τὴν τελευταία στιγμή, βλέπουμε ἔκπληκτοι ποιός ἦταν ὁ προορισμός μας. Μὰ τότε εἶνε ἀργά.
Ἄνθρωπος εἶνε αὐτὸς ποὺ βλέπει πρὸς τὰ ἄνω, αὐτὸς ποὺ σκέπτεται τὸ Θεό, αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾷ τὸν πλησίον, αὐτὸς ποὺ ἔχει εὐγενῆ αἰσθήματα· πίστι, ἐλπίδα, εὐσυνειδησία, στοργή, δικαιοσύνη, πατριωτισμό, αὐτοθυσία… Ὤ τί ὡραῖο πρᾶγμα εἶνε ὁ ἄνθρωπος, ὅταν εἶνε πράγματι ἄνθρωπος! ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας. Τώρα ὅμως κατήντησε σὰν τὰ κτήνη καὶ χειρότερα, ἀφοῦ τὰ πάθη του τὸν ἀποκτηνώνουν, ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος.
Καὶ ὄχι μόνο κτῆνος κατήντησε ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ καὶ θηρίο, τὸ ἀγριώτερο θηρίο. Μὴ φοβηθῆτε τὰ λιοντάρια καὶ τὶς τίγρεις. Ἕνα θηρίο πόσους μπορεῖ νὰ φάῃ; 100; 200; παραπάνω ὄχι. Ἐνῷ ὁ ἄνθρωπος, μὲ τὸ μυαλὸ ποὺ τοῦ ᾿δωσε ὁ Θεός, ἀντὶ νὰ γίνῃ ἄγγελος, γίνεται ἐπιστημονικὸ θηρίο. Ἀνεβαίνει στὰ «μαυροπούλια», ὅπως λέει τὰ πολεμικὰ ἀεροπλάνα ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, καὶ ῥίχνει βόμβες τρομερές, ποὺ ἀφανίζουν πολιτεῖες ὁλόκληρες. Αὐτὸ ἔγινε στὴν Ἰαπωνία. Εἶνε λοιπὸν ἢ δὲν εἶνε ὁ ἄνθρωπος τὸ ἀγριώτερο θηρίο; Τὸν πρῶτο ἀεροπόρο ποὺ πῆγε καὶ ἔρριξε ἀτομικὴ βόμβα στὴν Ἰαπωνία καὶ ἔσβησε μιὰ ὁλόκληρο πόλι, μετὰ τὸν κάνανε ἥρωα στὴν Ἀμερική. Ἀλλ᾿ αὐτὸς εἶχε μέσα του κάρβουνο τὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεως ποὺ τὸν ἔκαιγε καὶ τοῦ φώναζε· Ἂς ἔχῃς τὰ παράσημα ὅλου τοῦ κόσμου· εἶσαι κακοῦργος… Ἔχασε τὸν ὕπνο του. Προσπαθοῦσαν νὰ τὸν ἡσυχάσουν· τέλος αὐτοκτόνησε, δὲ᾿ μποροῦσε νὰ ὑποφέρῃ.
Ἐνῷ λοιπὸν ἡ ἀνθρωπότης βρίσκεται σὲ τέτοια κατάπτωσι, ἔρχεται ἡ Ἀνάληψις τοῦ Χριστοῦ καὶ λέει· Ἄνθρωποι, κοιτάξτε ψηλά, στὰ ἄστρα. Ὑψῶστε τὸ νοῦ στὰ οὐράνια· «ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας». Ἀπογειωθῆτε· ξεκολλῆστε ἀπὸ τὴ λάσπη καὶ τὰ πάθη, ἐλευθερωθῆτε ἀπὸ τὸ μῖσος καὶ τὴν ἔχθρα, ἀπαλλαγῆτε ἀπὸ τὴν ἰδιοτέλεια καὶ τὴν πλεονεξία, ἀποδεσμευθῆτε ἀπὸ τὸ θυμὸ καὶ τὴν ὀργή, τὸ φανατισμὸ καὶ τὴν προσωπολατρία, τὸν κομματισμὸ καὶ τὴ φατρία, τὸν ἐγωϊσμὸ καὶ τὴν ὑπερηφάνεια. Μὴ μοιράζεστε. Ὁ Χριστὸς δὲν διαιρεῖ, ὁ Χριστὸς ἑνώνει. Ἑνωμένοι ὅλοι, σὰν παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, ὡς μέλη τοῦ ἑνὸς σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς μιᾶς ἁγίας του Ἐκκλησίας.
Πατρίδα μας δὲν εἶνε ἡ γῆ ἐδῶ κάτω, τὰ οἰκόπεδα καὶ τὰ κτήματα. Πατρίδα μας εἶνε ὁ οὐρανός· καὶ ἀρχηγός μας εἶνε ὁ Χριστός· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, εις τον ιερό ναὸ Ἀναλήψεως Πέρδικα – Ἑορδαίας Πέμπτη Ἀναλήψεως 27-5-1982)

Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιούν 2nd, 2013 | filed Filed under: εορτολογιο

Τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου
15 Iουνίου

Tου Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ

  • «Ἀδελφοί, ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ, ἀλλ᾿ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας» (Ῥωμ. 13,13-14)

ΑΓΙΟΣ-ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ ἑορτὴ τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου. Ἐὰν ἐξετάσουμε τὸν ἅγιο Αὐγουστῖνο κατὰ κόσμον, χωρὶς ἀμφιβολία ἦταν χαρισματοῦχος μὲ ἔξοχα τάλαντα· ῥήτορας σπάνιος, συγγραφεὺς ἐμπνευσμένος, δημιουργὸς μὲ πλούσια φαντασία, μεγαλοφυΐα, πνεῦμα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ σπανίως παρουσιάζονται. Ἀλλὰ τί νὰ τὰ κάνῃς ὅλα αὐτά; Τὸ σπουδαιότερο ἀπ᾿ ὅλα γιὰ τὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο εἶνε, ὅτι ἦταν ἅγιος. Περιφρονημένη σήμερα ἡ ἀξία τῆς ἁγιότητος. Ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει ὡραιότερος τίτλος ἀπὸ αὐτόν. Μία εὐσεβὴς ψυχὴ λέει· «Θέλω νὰ γίνω ἅγιος, ὅσο κι ἂν μοῦ στοιχίσῃ». Ἅγιος θὰ πῇ καθαρὸς ἀπὸ ἁμαρτία.

* * *

Ἅγιος λοιπὸν ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος. Ἀλλὰ ἦταν ἅγιος ἐκ γενετῆς; Ὄχι. Κάθε ἄνθρωπος γεννιέται μὲ τὸ λεγόμενο προπατορικὸ ἁμάρτημα. Ὅπως ψάλλει ὁ Δαυΐδ, «ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου» (Ψαλμ. 50,7). Νιώθει ἔνοχος γιὰ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, ἀλλ᾿ ἔνοχος καὶ λόγῳ τῶν προσωπικῶν του ἁμαρτημάτων. Γι᾿ αὐτὸ ζητάει τὴ λύτρωσι. Ξέρετε πῶς μοιάζει; Ὅπως ἐκεῖνος ποὺ ἔπεφτε στὸ λαβύρινθο τῆς ἀρχαίας μυθολογίας. Ποιός νὰ τὸν βγάλῃ ἀπό ᾿κεῖ; ἡ φιλοσοφία; ἡ ποίησις; ἡ πολιτική;… Μόνο ὁ μίτος, τὸ νῆμα. Καὶ ποιός εἶνε ὁ μίτος; Ἡ πίστις στὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Ὅποιος πιστεύει στὸ Χριστὸ καὶ μετανοεῖ εἰλικρινῶς, βρίσκει τὴ λύτρωσι. Αὐτὸ βλέπουμε στὸν βίο καὶ τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου.
Ἁμαρτωλὸς ἦταν, μεγάλος ἁμαρτωλός. Παρασύρθηκε ἀπὸ τὸ ῥεῦμα τοῦ κακοῦ στὴν παιδικὴ καὶ νεανική του ἡλικία. Ἡ ἁγία μητέρα του, ἡ Μόνικα, προσευχόταν στὸ Θεὸ καὶ ἔκλαιγε γι᾿ αὐτόν. Τότε ἕνας ἐπίσκοπος ποὺ τὴν ἄκουσε τῆς εἶπε· «Παιδί, ποὺ ἡ μάνα του κλαίει τόσο πολὺ γι᾿ αὐτό, εἶνε ἀδύνατον νὰ χαθῇ». Καὶ πράγματι ὁ Αὐγουστῖνος ἐν τέλει μετανόησε. Μιὰ μέρα, ἐκεῖ ποὺ καθόταν στὸ περιβόλι του κάτω ἀπὸ μιὰ συκιά, ἄκουσε μία μυστηριώδη φωνὴ νὰ τοῦ λέῃ· «Πάρε καὶ διάβασε». Μόλις ἄνοιξε τὴν ἁγία Γραφή, τὰ μάτια του ἔπεσαν στὸ ῥητὸ «Ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ, ἀλλ᾿ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας» (Ῥωμ. 13,13-14). Τότε ἦλθε σὲ μετάνοια, μετάνοια βαθειά. Καὶ ὄχι ἁπλῶς ἐξωμολογήθηκε τὰ ἁμαρτήματά του, ἀλλὰ καὶ τὰ ἔγραψε σὲ βιβλίο ποὺ λέγεται «Ἐξομολογήσεις».
Ἔτσι ὁ Αὐγουστῖνος ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ἄρχισε πλέον μιὰ νέα ζωή.

* * *

Στὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο βλέπουμε, ἀγαπητοί μου, δύο πράγματα· τὸ βάθος καὶ τὸ ὕψος. Ἔφθασε σὲ πυθμένα ἁμαρτίας, ἀλλὰ κατόπιν καὶ σὲ ὕψη ἁγιότητος διὰ τῆς μετανοίας. Read more »

ΠOIOΣ ΕΙΝ᾿ ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΑΝΕΒΑΙΝΕΙ ΤΟΣΟ ΨΗΛΑ;

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιούν 2nd, 2013 | filed Filed under: εορτολογιο

Πέμπτη τῆς Ἀναλήψεως

ΠOIOΣ ΕΙΝ᾿ ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΑΝΕΒΑΙΝΕΙ ΤΟΣΟ ΨΗΛΑ;

ΑΝΑΛΗΨ.ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε δεσποτικὴ ἑορτή. Γιατί ὀνομάζεται δεσποτική; Διότι ἑορτάζει ὁ Δεσπότης. Ποιός δεσπότης, ἡ ἀφεντιά μου; Κ᾿ ἐγὼ δεσπότης λέγομαι, ἀλλὰ ἡ ἐξουσία μου εἶνε μικρά. Ἔχω κάποια ἐξουσία ἀπὸ τὸ Θεό· καὶ πρέπει κλῆρος καὶ λαὸς νὰ ὑπακούῃ στὰ λόγια μας, ὅταν αὐτὰ εἶνε λόγια τοῦ Χριστοῦ μας. Μικρὰ ὅμως εἶνε ἡ ἐξουσία μας· σήμερα εἶμαι δεσπότης, αὔριο δὲν εἶμαι. Αἰώνιος δεσπότης εἶνε ὁ Χριστός, ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ κύριος τῶν κυριευόντων, καὶ ἡ βασιλεία του εἶνε αἰώνιος· «καὶ τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος» (Λουκ. 1,33· Σύμβ. πίστ.). Εἶνε βασιλεὺς τῶν «ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων» (Φιλ. 2,10). Ὁ Χριστὸς λοιπὸν ἀξίζει νὰ λέγεται Δεσπότης. Καὶ ἡ σημερινὴ ἑορτὴ εἶνε πρὸς τιμήν του.
Δεσποτικὲς ἑορτὲς ὑπάρχουν ἀρκετές, ὅπως λόγου χάριν τὰ Χριστούγεννα, τὰ Θεοφάνεια, ἡ Μεταμόρφωσις, ἡ Σταύρωσις, ἡ Ἀνάστασις ποὺ ἑωρτάσαμε σαράντα ἡμέρες – χθὲς τὸ βράδυ σταμάτησε τὸ «Χριστὸς ἀνέστη». Σήμερα εἶνε ἡ Ἀνάληψις, δεσποτικὴ κι αὐτὴ ἑορτή, ἡ τελευταία ἀπὸ τὰ γεγονότα τῆς ἐπὶ γῆς ζωῆς τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ.
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, μιλώντας στὴν ἑορτὴ αὐτή, εἶπε ὅτι δὲ᾿ βρίσκει λέξεις νὰ ἐκφράσῃ τὸ μεγαλεῖο της. Ἐμεῖς τί νὰ ποῦμε; Ἂς προσπαθήσουμε νὰ δώσουμε τὸ νόημά της.

* * *

Ὁ Θεὸς δημιούργησε ὅλα ὅσα βλέπουμε, καὶ τελευταῖο τὸν ἄνθρωπο, ποὺ εἶνε ἡ κορωνίδα, τὸ ἄριστο δημιούργημά του. Καὶ μόνο ὁ ἄνθρωπος νὰ ὑπῆρχε στὸν κόσμο, ἔφτανε ν᾿ ἀποδείξῃ ὅτι ὑπάρχει Θεός· ὑπάρχει ἄνθρωπος; ἄρα ὑπάρχει Θεός. Θεῖο μεγαλούργημα ὄχι μόνο ὡς πνεῦμα ἀλλὰ καὶ ὡς σῶμα. Ὅλη ἡ ἐπιστήμη νὰ μαζευτῇ, δὲ᾿ μπορεῖ νὰ φτειάσῃ ἕνα μάτι, ἕνα αὐτί, μιὰ καρδιὰ νὰ κτυπάῃ, ―τί λέω;― δὲ᾿ μπορεῖ νὰ φτειάσῃ ἕνα κύτταρο τοῦ ἀνθρωπίνου ὀργανισμοῦ. Κάθε κύτταρο εἶνε ἕνα τέλειο ἐργοστάσιο, ἕνα θαῦμα, ἕνα μυστήριο. Ὁ Θεὸς ἔφτειαξε τὸν ἄνθρωπο, τὸ τέλειο δημιούργημα. Καὶ ὄχι μόνο τὸν δημιούργησε, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἔδωσε ὅλα τὰ μέσα γιὰ νὰ ζήσῃ εὐτυχής. Δὲν τὸν ἔῤῥιξε σ᾿ ἕνα ἄλλο ἀστέρι· τὸν ἔβαλε πάνω στὴ γῆ, ποὺ εἶνε ὁ ὡραιότερος πλανήτης. Ἐδῶ ὑπάρχουν ποτάμια, θάλασσες, βρύσες, βλάστησι, δέντρα, πουλιά, δάση, ζῷα, ἀέρας μὲ ὀξυγόνο ποὺ δὲν ὑπάρχει σ᾿ ἄλλο πλανήτη. Σκεφθῆτε· λίγα λεπτὰ νὰ λείψῃ ὁ ἀέρας, δὲ᾿ θὰ μείνῃ οὔτε ἕνας ζωντανὸς πάνω στὴ γῆ. Εἶνε ὁ πλανήτης μας ἕνας μικρὸς παράδεισος, μία Ἐδέμ.
Ἀλλὰ δυστυχῶς ὁ ἄνθρωπος ἄκουσε τὸν διάβολο καὶ παρήκουσε τὸ Θεό. Ἀπὸ τότε ἀρχίζει ἡ μεγάλη του συμφορά. Ἔπεσε ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο σὲ μία διαφθορά. Ἔπαυσε νὰ λατρεύῃ τὸν ἀληθινὸ Θεό, κ᾿ ἔκανε θεοὺς τὰ είδωλα, ἀγάλματα ἀπὸ ξύλο, σίδερο, μπροῦντζο, μάρμαρο· ἀλλοῦ λάτρευαν τὰ ζῷα, κι ἀλλοῦ τὸν ἥλιο ἢ ἄλλα στοιχεῖα τῆς φύσεως· «ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα» (Ῥωμ. 1,25). Καὶ διέπραττε πλῆθος ἁμαρτήματα ὁ ἄνθρωπος· ἔγινε ἡ γῆ Σόδομα καὶ Γόμορρα.
Ξέρετε πῶς ἔμοιαζε ὁ ἄνθρωπος; Σὰ᾿ νὰ περπατάῃ κάποιος καὶ νὰ μὴν προσέχῃ, καὶ αίφνης νὰ πέσῃ σ᾿ ἕνα πηγάδι. Μπορεῖ νὰ βγῇ μόνος του; Ἀδύνατον. Οὔτε ἡ φωνή του δὲ᾿ φτάνει ν᾿ ἀκουστῇ ἀπὸ ᾿κεῖνο τὸ βάθος. Πῶς νὰ σωθῇ; Θὰ μείνῃ ἐκεῖ, ἐκτὸς ἂν τοῦ ῥίξῃς σχοινὶ καὶ τὸ πιάσῃ. Ἔτσι ἦταν ὁ ἄνθρωπος. Γλίστρησε μὲ τὸ ἁμάρτημα τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας, κ᾿ ἔπεσε σ᾿ ἕνα πηγάδι, σ᾿ ἕναν ᾅδη ἀπωλείας. Καὶ ποιός τὸν ἔσωσε; Ὁ Χριστός. Ἂν μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος νὰ σωθῇ μόνος του, δὲ᾿ θὰ ᾿ρχόταν ὁ Χριστός. Ἐκεῖνος ἦταν πάνω στὰ οὐράνια, καὶ χαμήλωσε σὰν ἀετός. Εἶδα ἐγὼ στὰ Γρεβενὰ ἀετὸ-χρυσάετο, ποὺ διέγραφε κύκλους κ᾿ ἦρθε καὶ κάθησε πάνω σ᾿ ἕνα βράχο – ὡραῖο, μεγαλοπρεπὲς θέαμα!. Ἔτσι κι ὁ Χριστὸς χαμήλωσε χαμήλωσε ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἦρθε ἐδῶ στὴ γῆ, ἔγινε ἄνθρωπος σὰν κ᾿ ἐμᾶς, καὶ πῆρε σάρκα ἀπὸ τὰ ἁγνὰ αἵματα τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Καὶ ἔζησε φτωχός. Κανείς ἄλλος δὲν ἔζησε τόσο φτωχά. Ἀκτήμων ἦταν. Ὑπάρχει κανεὶς ἀπὸ τοὺς πολιτικοὺς ἡγέτας, ποὺ λένε ὅτι ἀγαποῦν τάχατες τοὺς ἐργάτες, ποὺ νὰ ἔζησε ἔτσι; Ψέματα λένε. Στὴ Ῥωσία γκρεμίσανε ἕνα τσάρο, καὶ φτάσανε αὐτοὶ νὰ ζοῦν ἐκεῖ πλουσιώτερα. Δὲν ἀνήκω σὲ κόμματα, ἀλλὰ πρέπει νὰ πῶ τὴν ἀλήθεια. Καὶ ἡ ἀλήθεια εἶνε, ὅτι κανείς δὲν ἔχει νὰ δείξῃ τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ. Ἔζησε μὲ ἁπλότητα. Περπατοῦσε ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό. Διψοῦσε, πεινοῦσε, κοιμόταν στὰ χορτάρια σὰν τὸν τελευταῖο ἄνθρωπο. Δίδαξε τὰ ὡραιότερα καὶ ὑψηλότερα λόγια. Ἔκανε θαύματα ἀναρίθμητα. Τέλος σταυρώθηκε καὶ ἔχυσε τὸ τίμιό του αἷμα γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ κατόπιν ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν.
Σαράντα μέρες ἔμεινε πάνω στὴ γῆ, καὶ μετὰ ἔγινε τὸ θαῦμα. Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά τους· ἐμεῖς πιστεύουμε. Ὁ Χριστὸς ἔβγαλε τοὺς μαθητάς του ἔξω σ᾿ ἕνα ὕψωμα· ἦταν καὶ ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος. Κ᾿ ἐκεῖ ποὺ τοὺς μιλοῦσε γλυκὰ – γλυκά, ξαφνικά, ὅπως τὸ ἀεροπλάνο βάνει μπροστὰ τὴ μηχανὴ καὶ μὲ τὸν ἕλικα ξεκολλάει ἀπὸ τὸ ἔδαφος καὶ πετάει στὰ ὕψη, ἔτσι κι ὁ Χριστός. Ἂν ὁ ἄνθρωπος βρῆκε τρόπο νὰ ὑψώνῃ ἕνα ἀεροπλάνο, γιατί ὁ Θεὸς δὲν εἶχε τὴ δύναμι αὐτή; Ἔτσι λοιπὸν ὑψώθηκε. Σὲ μιὰ στιγμὴ τὰ τρυπημένα πόδια τοῦ Θεανθρώπου δὲν πατοῦσαν πλέον τὴ γῆ· ὑψώθηκε, ὑψώθηκε μεταξὺ γῆς καὶ οὐρανοῦ, καὶ οἱ μαθηταὶ κοίταζαν. Πέρασε τὰ σύννεφα, τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς γῆς, τὰ φεγγάρια καὶ τὰ ἄστρα, πέρασε τὸν ἥλιο, καὶ ἔφθασε – ποῦ; Πέρα ἀπὸ τὸν ὑλικὸ οὐρανό, στὸν πνευματικὸ οὐρανό, ἐκεῖ ποὺ εἶνε ὁ «τρίτος οὐρανός» (Β΄ Κορ. 12,2).
Τότε, λέει ἡ Γραφή, ὅταν οἱ ἄγγελοι εἶδαν τὸ Θεάνθρωπο, εἶδαν ἀνθρώπινο σῶμα στὰ ὕψη, ἀπόρησαν· Ἄνθρωπος στὸν οὐρανό; Ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἔπεσε βαθειὰ μέσ᾿ στὸ πηγάδι τῆς ἀθλιότητος, τώρα ἀνεβαίνει στὰ οὐράνια; Σήμανε συναγερμός. Ποιός εἶν᾿ αὐτὸς ποὺ ἀνεβαίνει τόσο ψηλά; Καὶ γιατί φορεῖ κόκκινα ῥοῦχα; Αὐτὰ λέει προφητικῶς ὁ Ἠσαΐας (βλ. Ἠσ. 63,1-2). Καὶ ποιά ἡ ἀπάντησι στὴν ἀπορία τῶν ἀγγέλων; Αὐτὸς εἶνε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔγινε καὶ υἱὸς ἀνθρώπου· καὶ εἶνε κόκκινα τὰ ροῦχα του, διότι εἶνε βαμμένα στὸ αἷμα τῆς Σταυρώσεως.
Ἔτσι ὁ Χριστός, κατὰ τὴν πίστι μας, ἀνῆλθε στὰ οὐράνια καὶ κάθισε «ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός» (Σύμβ. πίστ.). Καὶ θὰ ἔρθῃ πάλι. Ὅσο βέβαιο εἶνε ὅτι ὑπάρχει γῆ, τόσο εἶνε βέβαιο ὅτι μιὰ ἡμέρα ὁ διος θὰ ἐπιστρέψῃ ἐδῶ, γιὰ νὰ κρίνῃ τὸν κόσμο σὲ θεῖο δικαστήριο.

* * *

Ἡ ἔνδοξος ἀνάληψις τοῦ Κυρίου διδάσκει, ὅτι ὁ Θεὸς πῆρε τὸν ἄνθρωπο, ποὺ εἶχε πέσει χαμηλά, καὶ τὸν ὕψωσε μέχρι τὰ οὐράνια, τὸν κάθισε στὰ δεξιὰ τῆς Θεότητος ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς ἁγίας Τριάδος.
Λέει ἀκόμα τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο, ὅτι οἱ μαθηταὶ εἶχαν τὰ μάτια τους καρφωμένα στὸ Χριστὸ ποὺ ἀνυψώνετο. Κοίταζαν ψηλὰ στὸν οὐρανό. Κ᾿ ἐμεῖς ψηλὰ νὰ κοιτάζουμε. Ὄχι σὰν τὰ τετράποδα νὰ κοιτάζουμε κάτω. Εἶδα στὸ Ξηρόμερο τῆς Ἀκαρνανίας ἕνα κοπάδι χοίρων. Τοὺς ἔβαλαν σ᾿ ἕνα δάσος βελανιδιᾶς καὶ τρώγανε ἀπλείστως τὰ βελανίδια πού ᾿ταν στρωμένα κάτω. Κανένας χοῖρος δὲν ὕψωσε τὸ μάτι στὴ βελανιδιὰ νὰ δῇ ἀπὸ ποῦ πέφτουν τὰ βελανίδια. Κ᾿ ἐμεῖς ζοῦμε κάτω ἀπὸ μιὰ βελανιδιά· βελανιδιὰ εἶν᾿ ὁ Χριστὸς καὶ Θεός μας. Ὑψώνουμε ποτὲ τὰ μάτια στὸν οὐρανὸ νὰ ποῦμε στὸ Θεὸ ἕνα εὐχαριστῶ; Ὅταν ἔρθῃ ὁ ἀρχάγγελος νὰ πάρῃ τὴν ψυχή μας, τότε πλέον θὰ εἶνε ἀργά. Λοιπὸν «ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας» (θ. λειτ.), ἐκεῖ ποὺ εἶνε ἡ πατρίδα μας.
Γι᾿ αὐτὸ ἂς ἑτοιμαστοῦμε. Πρέπει ὅλα μας νὰ εἶνε καθαρά, ψυχὴ καὶ σῶμα. Καθαρὰ τὰ χέρια, τὰ πόδια, τὰ αὐτιά, τὰ μάτια, ἡ γλῶσσα … Νὰ μείνουμε πιστοὶ καὶ ἀφωσιωμένοι στὸ Θεό. Τὰ ζῷα μᾶς διδάσκουν σ᾿ αὐτό. Εἶδα ἐγὼ σκυλὶ πιστὸ σ᾿ ἕνα χωριό· τὸ ἀφεντικὸ πέθανε, ἡ γυναίκα του πρὶν τὰ σαράντα ἔκανε δεύτερο γάμο, τὸ σκυλί του ὅμως δὲν τὸν ξέχασε· πῆγε στὸν τάφο κ᾿ ἔκλαιγε, κ᾿ ἐκεῖ πάνω ψόφησε! Ἐμεῖς γίναμε χειρότεροι ἀπὸ τὰ ζῷα; Νὰ συναισθανθοῦμε τ᾿ ἁμαρτήματά μας καὶ νὰ καθαριστοῦμε ἀπὸ αὐτὰ διὰ τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως. Δὲ᾿ θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεὸς γιατὶ ἁμαρτάνουμε· θὰ μᾶς δικάσῃ γιατὶ δὲ᾿ μετανοοῦμε. Χίλιες φορὲς νὰ ἁμαρτήσῃς, χίλιες φορὲς νὰ πῇς Μετανοῶ! Κι ὁ Χριστός, ποὺ δέχτηκε ἄλλους ἁμαρτωλούς, θὰ δεχθῇ κ᾿ ἐσένα καὶ θὰ σὲ ὑψώσῃ κοντά του.
Ταῦτα, ἀγαπητοί μου. Καὶ εὔχομαι, πάντοτε μὲ χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι νὰ ἑορτάζουμε τὴν ἔνδοξο ἀνάληψι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό  ναὸ της Ἀναλήψεως  Ἁγίου Ἀθανασίου (χωριόν Ἐδέσσης) 23-5-1985

ΓΙΑΤΙ Ο ΜΕΓΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΕΙΝΕ ΑΓΙΟΣ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαι 9th, 2013 | filed Filed under: εορτολογιο

Εορτή των Ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης
21 Mαΐου

ΓΙΑΤΙ Ο ΜΕΓΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΕΙΝΕ ΑΓΙΟΣ

Αγιοι Κωνστ. & ΕλενηΗ ἁγία μας Ἐκκλησία ἑορτάζει καὶ πανηγυρίζει σήμερα τὴ μνήμη τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου καὶ τῆς μητρός του ἁγίας Ἑλένης.

Κωνσταντῖνος ὄνομα γλυκύ, Κωνσταντῖνος ὄνομα προσφιλές, Κωνσταντῖνος ὄνομα ἄστρον τῆς φυλῆς. Ὄνομα προσφιλέστατο, ὄχι μόνο σ᾿ ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνας, ἀλλὰ καὶ σ᾿ ὅλα τὰ Βαλκάνια. Είτε πᾷς στὴ Σόφια, είτε στὸ Βελιγράδι καὶ στὸ Βουκουρέστι, είτε πᾷς στὸ Στάλινγκραντ καὶ στὴ Μόσχα καὶ στὰ ἄκρα τῆς Ῥωσίας τῆς ποτὲ ἁγίας, θ᾿ ἀκούσῃς τὸ ὄνομα Κωνσταντῖνος.

Ἐὰν δὲ ἀνοίξωμε τὴν ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους, θὰ δωμεν, ὅτι τὸ ὄνομα Κωνσταντῖνος τὸ ἔφεραν δεκατρεῖς βασιλεῖς καὶ αὐτοκράτορες. Ἐξ αὐτῶν τῶν βασιλέων καὶ αὐτοκρατόρων οἱ ἐπισημότεροι ἦταν· πρῶτος ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ποὺ ἑορτάζει σήμερα· δεύτερος ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Παλαιολόγος, ποὺ ἔπεσε ἐνδόξως ἐπὶ τῶν τειχῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως· καὶ τρίτος ὁ Κωνσταντῖνος ὁ 12ος, ποὺ ἐλευθέρωσε τὴ Μακεδονικὴ γῆ. Κορυφαῖος μεταξύ τους εἶνε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος. Καὶ γι᾿ αὐτὸ ὀνομάζεται Μέγας, γιὰ νὰ διακρίνεται ἀπὸ τοὺς ἄλλους.
Μέγας ὁ Κωνσταντῖνος, ἕνας ἐκ τῶν μεγαλυτέρων ἀνδρῶν. Καὶ ὅπως ὅλοι οἱ μεγάλοι διχάζουν τοὺς κριτικούς, ἔτσι καὶ αὐτὸς εἶνε σημεῖον ἀντιλεγόμενον. Ἄλλοι εἶνε ὑπὲρ αὐτοῦ, καὶ ἄλλοι εἶνε κατ᾿ αὐτοῦ.
Ἀπὸ τοὺς θαυμαστάς του ἄλλοι μὲν τὸν θαυμάζουν γιὰ τὰ σωματικά του χαρίσματα. Ἦτο ὑψηλός, ὡραῖος, ῥωμαλέος. Ἄλλοι τὸν θαυμάζουν γιὰ τὰ διανοητικά του προσόντα. Ἦτο μεγαλοφυΐα. Οἱ δὲ πόλοι τῆς μεγαλοφυΐας εἶνε δύο· ὁ ἕνας εἶνε τὸ σχέδιο καὶ ὁ δεύτερος ἡ ἐκτέλεσις. Ἦτο ὑπέροχος στὴν σύλληψι ἰδεῶν ἀλλὰ καὶ στὴν ταχεῖα ἐκτέλεσι τῶν σχεδίων. Ἄλλοι πάλι τὸν θεωροῦν συντελεστὴ μεγάλου πολιτιστικοῦ ἔργου. Διότι ἔκτισε ναούς, γηροκομεῖα, νοσοκομεῖα, σχολὲς καὶ ἀκαδημίες· ἔκτισε γέφυρες, ἄνοιξε δρόμους. Προστάτευσε προπαντὸς τὴ γεωργία· ἀπήλλαξε τοὺς γεωργοὺς ἀπὸ τοὺς φόρους. Κατεδίωξε τὴ μαγεία καὶ τοὺς μάγους. Προστάτευσε τὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά. Ἔκανε ἐν γένει κάθε τι γιὰ τὴν προαγωγὴ τοῦ ἀληθινοῦ πολιτισμοῦ. Τέλος, ὡς μεγαλοφυΐα ποὺ ἦτο, διέκρινε, ὅτι ἡ Δύσις ἐσάπισε. Ἀντελήφθη, ὅτι ἡ ἕδρα του δὲν ἦτο ἀσφαλὴς στὴ Δύσι, καὶ τὴ μετέφερε στὴν Ἀνατολή, στὸ Βόσπορο. Ἐκεῖ ἔκτισε τὴν Κωνσταντινούπολι, τὸ ὄνειρο τῆς φυλῆς.

* * *

Ἀλλ᾿ ἐὰν οἱ ἱστορικοὶ θαυμάζουν τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο γιὰ ὅλα αὐτά, ἐμεῖς τὸν θαυμάζουμε γιὰ κάτι ἄλλο ἀνώτερο. Τὸ δὲ ἀνώτερο, ποὺ δυστυχῶς δὲν τὸ ἐκτιμοῦμε, εἶνε ὅτι ἦτο Χριστιανός. Ἦτο ὁ πρῶτος Χριστιανὸς βασιλεὺς καὶ αὐτοκράτωρ. Ἐδῶ ὅμως οἱ φαρμακερὲς γλῶσσες προβάλλουν ἀντιρρήσεις·
―Χριστιανὸς καὶ ἅγιος ὁ Κωνσταντῖνος; Αὐτὸς ποὺ διέπραξε τόσα ἁμαρτήματα, τόσα ἐγκλήματα;…
Δὲν τὸ ἀρνούμεθα, ἀγαπητοί μου, ὅτι ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος διέπραξε ἐγκλήματα. Πῶς ὅμως τὰ διέπραξε; Ἕνα λάθος διαπράττει συχνὰ ὁ ἄνθρωπος στὴ ζωή του, καὶ τὸ λάθος αὐτὸ γίνεται στὸ γάμο. Πόσες γυναῖκες κλαῖνε καὶ θρηνοῦν, διότι ἀτύχησαν στὸ γάμο! Πόσοι ἄνδρες δυστυχοῦν, διότι ἀπέτυχαν στὸ γάμο!… Καὶ ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος λοιπὸν ἔκανε αὐτὸ τὸ σφάλμα. Πῆρε μία σύζυγο, τὴ Φαύστα, ποὺ ἦτο μὲν ὡραιοτάτη, ἀλλὰ πίσω ἀπὸ τὸ κάλλος ἐκεῖνο κρυβόταν διάβολος.
Χίλιες φορὲς εὐλογημένη μία ἄσχημη γυναίκα ποὺ ἔχει μέσα της ἄγγελο, καὶ χίλιες φορὲς κατηραμένη μιὰ γυναίκα ποὺ εἶνε μὲν ὡραία ἀλλ᾿ ἔχει μέσα της διάβολο. Πόσα ἐγκλήματα καὶ πόσες τραγῳδίες δὲν ἔχουν προέλθει ἀπὸ τὸ διαβολικὸ κάλλος!
Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος εἶχε τὸ ἀτύχημα νὰ παντρευτῇ τὴ Φαύστα. Καὶ ἡ Φαύστα ἦτο φθονερὰ καὶ κακή. Τί συνέβη; Ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος, ἀπὸ ἄλλη γυναῖκα, εἶχε γυιὸ ἕναν ὑπέροχο καὶ ἀνδρεῖο νέο, ὡραῖο καὶ εὐφυῆ. Ὠνομάζετο Κρίσπος. Ὁ Κρίσπος λοιπὸν ἔγινε τὸ ἀντικείμενο τῆς ζηλοτυπίας τῆς γυναικὸς αὐτῆς, ποὺ ἦτο μητρυιά του.
Ὅσοι ἔπεσαν σὲ χέρια μητρυιῶν, γνωρίζουν τί τραβοῦν ―ἐκτὸς ἐξαιρέσεων― τὰ δυστυχισμένα παιδιά. Γι᾿ αὐτὸ ὅποιος χήρεψε καὶ ἔχει παιδιά, ἐὰν ἀγαπάῃ τὰ παιδιά του, νὰ μὴν ἔρθῃ σὲ δεύτερο γάμο. Θὰ εἶνε δυστυχῆ τὰ παιδιά του. Σπάνιο, μὰ πολὺ σπάνιο, μέσα στὶς χίλιες γυναῖκες μητρυιὲς νὰ βρεθῇ μία ἡ ὁποία νὰ ἀγαπᾷ τὰ παιδιὰ τοῦ συζύγου της ἀπὸ τὴν πρώτη του γυναῖκα.
Ἡ Φαύστα ἦτο ἀπὸ τὶς κακὲς μητρυιές. Μίσησε τὸν Κρίσπο, καὶ ἔβαλε διαβολὲς στὸν Κωνσταντῖνο, ὅτι ὁ Κρίσπος θὰ σηκώσῃ ἐπανάστασι, θ᾿ ἀνατρέψῃ τὸν πατέρα του καὶ θὰ γίνῃ ἐκεῖνος αὐτοκράτωρ. Αὐτὸ ἦτο ψεῦδος, συκοφαντία, διαβολή. Τὸ ἐπίστευσε ὁ Κωνσταντῖνος. Καὶ διατάζει νὰ σκοτωθῇ ὁ Κρίσπος, ὁ ἀγαπημένος του υἱός!
Ἀλλ᾿ ὅταν ἡ ἁγία Ἑλένη, ἡ γιαγιά, μετὰ ἀπὸ δύο μῆνες ἔφτασε στὰ ἀνάκτορα καὶ ἔμαθε τὸ ἔγκλημα, τὸ θάνατο τοῦ ἐγγονοῦ της, ἔκλαυσε πολύ. Καὶ ἀπέδειξε στὸν υἱό της τὸν Κωνσταντῖνο, ὅτι τὸ πρᾶγμα ἦτο συκοφαντία δεινή. Τότε ὁ τίμιος Κωνσταντῖνος ἐθύμωσε. Ἔσυρε τὸ ξίφος καὶ ἐφόνευσε τὴ Φαύστα.
Ἰδού λοιπὸν δύο ἐγκλήματα. Τὸ ἕνα, ὅτι ἔδωσε ἐντολὴ νὰ φονεύσουν τὸν υἱό του τὸν Κρίσπο· καὶ τὸ ἄλλο, ὅτι ἐφόνευσε τὴ γυναῖκα του. Τραγῳδία οἰκογενειακή.
Αὐτὰ εἶνε τὰ ἐγκλήματά του. Τί θ᾿ ἀπαντήσουμε; Τὰ ἀρνούμεθα; Ὄχι, δὲν τὰ ἀρνούμεθα. Ὁ βίος τοῦ ἀνθρώπου εἶνε ζυγαριά, στὴν ὁποία φορτώνονται ὅλα. Καὶ καλὰ καὶ κακὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος. Ἕνας εἶνε τέλειος· «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός…». Εἶνε ὁ μόνος ποὺ μπορεῖ νὰ βροντοφωνήσῃ· «Τίς ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας;» (Ἰωάν. 8,46).
Ἁμάρτησε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος. Ἀλλὰ πρέπει νὰ προσέξουμε καὶ κάτι ἄλλο. Τὰ ἁμαρτήματά του πότε τὰ διέπραξε; Ἐδῶ εἶνε τὸ μεγάλο ζήτημα, ποὺ ὅσοι βλέπουν τὴν ἱστορία ἀνάποδα δὲν τὸ ἐκτιμοῦν. Ἁμάρτησε ὡς εἰδωλολάτρης, ὄχι ὡς Χριστιανός. Ἐπαναλαμβάνω· ἁμάρτησε ὡς εἰδωλολάτρης. Διότι προτοῦ βαπτισθῇ ἦτο εἰδωλολάτρης· θεός του ἦτο ὁ ἥλιος, αὐτόν προσκυνοῦσε. Ἀλλ᾿ ὅταν μετὰ εἶδε τὸ ὅραμα μὲ τὸ «Ἐν τούτῳ νίκα» καὶ συνέβησαν καὶ ἄλλα γεγονότα, ἄρχισε σιγὰ – σιγὰ νὰ προσελκύεται στὸν χριστιανισμό. Συνεπῶς, τὰ ἁμαρτήματα αὐτὰ τὰ διέπραξε κατὰ τὴν περίοδο τῆς εἰδωλολατρίας του, πρὸ τοῦ βαπτίσματος· καὶ πρέπει νὰ εμεθα γι᾿ αὐτὰ ἐπιεικεῖς.
Βαπτίσθηκε δύο ἑβδομάδες προτοῦ ν᾿ ἀποθάνῃ. Αἰσθάνθηκε, ὅτι οἱ δυνάμεις του καταπίπτουν. Ἀντελήφθη, ὅτι φεύγει. Ἀπεσύρθη σὲ ἐρημικὸ μέρος, ἐκάλεσε πνευματικὸ πατέρα, ἔκλαυσε γιὰ τ᾿ ἁμαρτήματά του ὅσο δὲν κλαίει κανείς ἀπὸ μᾶς, καὶ ἔψαλλε ὅλη τὴ νύχτα τὸν 50ὸ ψαλμό, τὸ «Ἐλέησόν με ὁ Θεός…» (Ψαλμ. 50,3). Ἔτσι ἐβαπτίσθη. Ἔβγαλε τὴν κορώνα ἀπ᾿ τὸ κεφάλι του. Ἔβγαλε τὴν πορφύρα, τὸ ὁλομέταξο ἐκεῖνο ἔνδυμα ποὺ ἔφεραν οἱ αὐτοκράτορες. Καὶ διῆλθε τὶς ὑπόλοιπες ἡμέρες τῆς ζωῆς του φορώντας τὸ χιτῶνα τοῦ βαπτίσματος, τὸ λευκὸ ἐκεῖνο φόρεμα ποὺ δίδει ἡ Ἐκκλησία στοὺς νεοφωτίστους. Ἔτσι, μὲ τὸ «Ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» καὶ τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 18,13· 23,42), ἐξέπνευσε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος.
Πῶς λοιπὸν ἐσὺ τολμᾷς νὰ τὸν διαβάλλῃς;
Καὶ μόνο αὐτὸς ἦταν ἁμαρτωλός; Σᾶς ἐρωτῶ· ὁ Δαυΐδ, ποὺ διέπραξε δύο μεγάλα ἐγκλήματα, δὲν εἶνε μεταξὺ τῶν ἁγίων; Ὁ Πέτρος δὲν ἀρνήθηκε τὸ Χριστό, ἀλλ᾿ «ἐξελθὼν ἔξω ἔκλαυσε πικρῶς»; (Ματθ. 26,75). Ὁ Παῦλος δὲν ἦτο διώκτης τοῦ χριστιανισμοῦ, καὶ ὅμως ἔγινε κορυφαῖος ἀπόστολος; Καὶ πόσοι ἄλλοι ἅγιοι!
Ἂς δοξάσουμε, ἀγαπητοί μου, τὸ Θεό, γιατὶ μᾶς ἔδωσε τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας. Τὸ εἶπα καὶ ἄλλοτε· Δὲν θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεὸς γιατὶ ἁμαρτάνουμε· θὰ μᾶς δικάσῃ διότι δὲν μετανοοῦμε. Ἕνας μόνο δὲν μετανοεῖ· ὁ σατανᾶς. Γι᾿ αὐτὸ οἱ πατέρες λένε· Τὸ ἁμαρτάνειν εἶνε ἀνθρώπινον, τὸ δὲ ἐμμένειν ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ καὶ τῇ πλάνῃ εἶνε σατανικόν.

* * *

Νά λοιπὸν γιατί δὲν ἔχουν δίκιο αὐτοὶ ποὺ λένε ὅτι δὲν εἶνε ἅγιος ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος. Διότι ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος μετανόησε. Ἂν λείψῃ ἡ μετάνοια, θ᾿ ἀδειάσῃ ὁ παράδεισος καὶ μέσα θὰ μείνουν μόνο τὰ ἀθῷα νήπια. Οὔτε ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία, ἀλλ᾿ οὔτε καὶ ὁ ἅγιος Νικόλαος, οὔτε καὶ ὁ ἅγιος Ἀντώνιος, οὔτε κανένας δὲν θὰ μείνῃ.
Γι᾿ αὐτό, ἀγαπητοί μου, τελειώνοντας λέγω. Ἂς πάρουμε ἕνα δίδαγμα μεγάλο, τὸ δίδαγμα τῆς μετανοίας. Ἂς μετανοήσουμε κ᾿ ἐμεῖς ἀπ᾿ τὴν καρδιά μας. Ἂς μιμηθοῦμε τὸ παράδειγμα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ὅλοι, νέοι καὶ γέροι, ἐπιστήμονες καὶ ἀγράμματοι, ἀξιωματικοὶ καὶ στρατιῶται, ἄρχοντες καὶ ὑπήκοοι. Κάθε ψυχὴ ἂς μετανοήσῃ καὶ ἂς κλαύσῃ ὅπως ἔκλαυσε ἐκεῖνος. Καὶ ἂς κλείσουμε κ᾿ ἐμεῖς τὰ μάτια στὸ μάταιο αὐτὸ κόσμο λέγοντας· «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» καὶ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (ἔ.ἀ.).

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου που έγινε στον ἱερό ναὸ των Ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης Ἀμυνταίου, 21-5-1973

Πασχαλινος χαιρετισμος

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαι 9th, 2013 | filed Filed under: εορτολογιο, ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

TΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ

ΠΑΣΧΑΛΙΝΟΣ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ

Πασχαλινός χαιρετισμός

«Ηγέρθη ο Kύριος όντως»

(Λουκ. 24,34)

THN αγία αυτή η μέρα της Aναστάσεως ο γέρων επίσκοπος απευθύνω εγκάρδιο πασχαλινό χαιρετισμό προς όλους τους εγγύς και τους μακράν.
-Tο πρώτο «Xριστός ανέστη» πρέπει να το πούμε, αδέρφια μου, στα προσφιλή  μας πρόσωπα που δεν υπάρχουν σήμερα στη ζωή· να το πούμε στους νεκρούς μας. Tους απέσπασε από κοντά μας ο χάρος, διέβησαν την γέφυρα της αιωνιότητος, και αναπαύονται στα ιερά κοιμητήριά μας. Oι προσφιλείς μας νεκροί όμως δεν εξέλιπαν. Πέθαναν μόνο κατά το σώμα, κατά το φαινόμενο, στην πραγματικότητα δεν έπαυσαν να ζουν. Bρίσκονται στο υπερπέραν. K’ εκεί, μαζί με αγίους αγγέλους και αρχαγγέλους, ψάλλουν το «Xριστός ανέστη». O θάνατος δεν είναι μηδενισμός, όχι. Aν θέλετε να μιλήσουμε με γλώσσα επιστημονική, ο θάνατος είναι ένας μετασχηματισμός. Kαι αν θέλετε να μιλήσουμε με γλώσσα εκκλησιαστική, με τη γλώσσα της σημερινής υμνολογίας, ο θάνατος είναι «διαβίβασις», πέρασμα, «εκ γης προς ουρανόν» (Kανών Πάσχα, α΄ ωδή, 1ο τροπάριο). Για το ότι θ’ αναστηθούν οι νεκροί, πρέπει να είμεθα βέβαιοι εκατό τοις εκατό. Όπως ανέστη ο Kύριος, έτσι θ\ αναστηθούν και οι προσφιλείς μας νεκροί. προς τους νεκρούς λοιπόν, που αναπαύονται στα ιερά κοιμητήριά μας, απευθύνουμε τον πρώτο πασχάλιο χαιρετισμό. Read more »

Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΣΤΗΝ ΑΘΡΩΠΟΤΗΤΑ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαι 9th, 2013 | filed Filed under: εορτολογιο

Τῶν ἁγίων Κωνσταντίνου & Ἑλένης
21 Μαΐου

Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

ΣΤΗΝ ΑΘΡΩΠΟΤΗΤΑ

Αγ. konstantinos_kai_eleni6ΛΑΜΠΡΑ, ἀγαπητοί μου, καὶ χαρμόσυνος ἡ­μέρα ἀνέτειλε σήμερα, ἡ ἑορτὴ τῶν ἁγί­ων Κωνσταντίνου καὶ τῆς μητρός του Ἑλένης. Κωνσταντῖνος καὶ Ἑλένη εἶνε δύο ὀνό­μα­τα γνωστὰ καὶ δημοφιλῆ ὄχι μόνο στὸν Ἑλληνικὸ λαὸ ἀλλὰ σὲ ὅλο τὸν ὀρθόδοξο κόσμο. Πλῆθος ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν φέρουν τὰ ὀνό­ματα αὐτά. Καὶ ὄχι μόνο ἁπλοῖ ἄνθρωποι, ἀλ­λὰ καὶ πρίγ­κιπες καὶ βασιλεῖς καὶ αὐτοκράτο­ρες καὶ στρατηγοί. Ἐπίσης πολλοὶ ναοὶ πόλεων καὶ χωριῶν, ἐξωκκλήσια καὶ παρεκκλήσια τιμῶνται ἐπ᾽ ὀνόματί των καὶ ἑορτάζουν σήμερα. Ἑορτάζει δὲ καὶ ὁ ὡραῖος ναός των στὸ Ἀμύνταιο τῆς ἱ. μητροπόλεως Φλωρίνης, ποὺ ἀνηγέρθη σὲ μικρὸ χρονικὸ διάστημα.

* * *

Ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος χαρακτηρίσθηκε ἀ­πὸ τὴν ἱστορία Μέγας. Καὶ τὸ ἐπίθετο αὐτό, ποὺ σπανίως ἀπονέμεται, δὲν εἶνε χαριστι­κό· δὲν εἶνε τίτλος εὐγενείας ὅ­πως μερικοὶ τί­τλοι ἀριστοκρατῶν τῆς Δύ­σεως. Ἀν­τα­πο­κρί­νεται στὴν πραγματικότητα, ὅπως θὰ δοῦμε.
Μέγας ὠνομάστηκε, ἐπίσης ἀνταξίως, καὶ τὸ ἔνδοξο τέκνο τῆς Μακεδονίας μας, ὁ Ἀ­λέξανδρος. Καὶ ἦταν πράγματι μέγας, διότι μὲ τὴν μικρὰ σχετικῶς μακεδονικὴ φάλαγγα κατώρθωσε νὰ φθά­σῃ μέχρι τὰ βάθη τῆς Ἀσίας, μέχρι Γάγγη πο­ταμοῦ, καὶ νὰ ἱδρύσῃ τὴν δική του αὐτοκρατο­ρία· μιὰ αὐτοκρατορία ποὺ ἔ­σπειρε τὸν σπόρο τοῦ ἑλληνισμοῦ στὰ πέρατα τοῦ κόσμου καὶ προετοίμασε τὸ ἔδαφος γιὰ τὴν σπορὰ τοῦ εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλὰ τὸ ἔργο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου εἶνε ἀνώτερο ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου. Διότι ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἐνεπνεύσθη τὴν δημιουργία μιᾶς χριστιανικῆς πο­λιτείας. Καὶ ὄχι μόνο συνέλαβε τὴν ἰδέα, ἀλ­λὰ καὶ ἀγωνίσθηκε ἀνενδότως γιὰ τὴν πρα­γμα­τοποίησί της. Ἔτσι δημιουργήθηκε τὸ χριστι­ανικὸ κράτος του, τὸ γνωστὸ στὴν παγκόσμιο ἱστορία μὲ τὸ ὄνομα Βυζαν­τινὴ αὐτοκρατορία. Ἡ Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία εἶνε ἐξαίρετο καὶ μοναδικὸ κράτος· μοναδικὸ ὡς πρὸς τὸν σκοπό, μοναδικὸ καὶ ὡς πρὸς τὴν διάρκεια.
Ὡς πρὸς τὸν σκοπὸ πρῶτον. Ποιό κράτος σήμερα ἔχει τὰ ἰδεώδη ποὺ εἶχε τὸ Βυζάντιο; Ὑπάρχουν κάπου 160 κράτη, ποὺ οἱ σημαῖες τους κυματίζουν στὸ προαύλιο τοῦ Ὀργανισμοῦ Ἡνωμένων Ἐθνῶν. Ποιό ἀπὸ τὰ κράτη αὐ­τὰ ἔχει τὰ ἰδανικὰ μὲ τὰ ὁποῖα ἔζησε καὶ με­γαλούργησε τὸ Βυζάντιο; Ποιός εἶνε ὁ σκο­πὸς τῶν κρατῶν αὐτῶν σήμερα; Ἐὰν σκοπὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶνε τὸ «φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (᾿Ησ. 22,13· Α΄ Κορ. 15,32), πολὺ περισσότερο σκοπὸς ἑνὸς κράτους δὲν πρέπει νὰ εἶνε ἡ ὕλη. Σκοπὸς λοι­πὸν τοῦ κράτους τοῦ Βυζαντίου δὲν ἦτο ἡ ὕλη (ἡ ὑλικὴ εὐ­ημερία, ἡ ἀνάπτυξις, ἡ ἐκμετάλλευσις τῶν πλουτοπαραγωγικῶν πηγῶν, τῶν ὑ­δά­των καὶ τοῦ ὑπεδάφους, ἡ ἐπιβολὴ διὰ τῆς βίας, οἱ κατακτήσεις). Ὁ σκοπὸς τοῦ Βυζαν­τίου ἦτο ὑ­ψη­λός, οὐράνιος, ἀνώτερος ἀπὸ ἐ­κεῖνον ποὺ φαντάστηκε στὴν Πολιτεία του ὁ Πλάτων, ὁ ὁποῖος προσπάθησε νὰ τὸν πραγμα­τοποιήσῃ ἀλλ᾽ ἀπέτυχε. Σκοπὸς τοῦ Βυζαν­τίου ἦτο ἡ ἐφαρμογὴ καὶ ἡ κήρυξις καὶ διάδοσις τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ἡ ἐκχριστιάνισις καὶ ὁ ἐκπολιτισμὸς τῶν βαρβάρων λαῶν.
Τὸ Βυζάντιο λοιπὸν ὑπῆρξε τὸ κέντρο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀκτινοβόλησε ἡ χριστιανικὴ πίστις σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύσι. Μοναδικὸ κράτος ὡς πρὸς τὸν στόχο ποὺ ἔθεσε. Μοναδικὸ ὅμως καὶ ὡς πρὸς τὴ διάρκεια ποὺ εἶχε. Ἀνοῖξτε τὴν ἱστορία. Πόσα χρόνια κράτησαν τὰ καθεστῶ­τα τοῦ κόσμου τούτου; Πόσο διήρκεσε ἡ δημοκρατία τοῦ Περικλέους στὴν Ἀθήνα; πόσο βάστα­ξε τὸ ὀλιγαρχικὸ πολίτευμα τοῦ Λυκούρ­γου στὴν Σπάρτη; πόσο ἔζησε τὸ βασίλειο τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου; πόσο διήρκεσε ἡ βασιλεία τῶν Περσῶν, τῶν Ἀσσυρίων, τῶν Βαβυ­λωνίων καὶ τῶν ἄλλων ἐθνῶν; Τὸ πολὺ τέσσε­ρις – πέντε αἰῶνες. Ἐνῷ ἡ αὐτοκρα­τορία τοῦ Βυζαντίου, μοναδικὸ φαινόμενο, βάσταξε 1.100 χρόνια. Καὶ ἦ­ταν τὸ κέντρο ὅλης τῆς οἰκουμέ­νης, ὁ φάρος, ὁ προμαχών, ἡ ἐμπροσθοφυλα­κὴ ποὺ ἀγωνιζόταν γιὰ τὰ χριστιανικὰ ἰδεώδη.
Ἡ Κωνσταντινούπολις, στὴν ὁποία ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος μετέφερε σκοπίμως τὴν ἕδρα του, ἔγινε ἡ νέα πρωτεύουσα. Σ᾽ αὐτὴν τὸ ὑ­ψη­λότερο οἰκοδόμημα ἦταν μία κολώνα, ἐπάνω στὴν ὁποία ἀκτινοβολοῦσε μεγάλος σταυ­ρός. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, θείᾳ ἐμ­πνεύσει, ἀν­τελήφθη ὅτι εἶνε ἀδικία νὰ καταδιώκωνται οἱ Χριστιανοί, ποὺ δὲν εἶνε κα­κοποιὰ στοιχεῖα, ἄ­ξιοι καταδίκης καὶ ἐξον­τώ­σεως. Ἐπείσθη, ὅτι οἱ Χριστιανοί, ὅπου κι ἂν βρίσκωνται, εἴτε ὡς στρατιῶτες καὶ ἀ­ξιωματικοὶ εἴτε ὡς ὑ­πάλληλοι εἴτε ὡς ἁπλοῖ πολῖ­τες, εἶνε τὸ ἅλας καὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Καὶ ἐνῷ ἡ ῾Ρώμη κατέρρεε, ἡ νέα ῾Ρώμη, ἡ Κωνσταντινούπολις, ἤκμαζε μὲ τὸ χριστιανι­κὸ στοιχεῖο.
Ἐπάνω στὸ νέο αὐτὸ ἀνθη­ρὸ στοιχεῖο, στὸ στερεὸ τοῦτο ἔδαφος, θεμε­λί­ωσε τὸ κράτος του ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, κράτος μὲ μοναδικὸ προσανατολισμό· νὰ ζήσῃ τὸ ἴδιο ἀλλὰ καὶ νὰ διαδώσῃ σὲ ἄλλους τὸ Εὐαγγέλιο. Καὶ ἐδῶ ἔγκειται ἡ μεγάλη του προσφορά. Ὄχι δὲ μόνο ἡ Κωνσταντινούπολις ἀλλὰ καὶ ἡ Θεσσαλονίκη, ἡ δευτέρα πόλις τῆς αὐτοκρατορί­ας, ἦταν κέντρο ἱεραποστολικό. Ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη καὶ τὴν Κωνσταντινούπολι ξεκίνησαν ἀετοὶ τοῦ πνεύματος, μεγάλοι ἱεραπόστολοι καὶ ἐθναπόστολοι. Ξεκίνησε ὁ Κύριλλος καὶ ὁ Μεθόδιος, καὶ κήρυξαν στοὺς Σέρβους, στοὺς Βουλγάρους, στοὺς ῾Ρουμάνους· ἔφτασαν μέχρι τὰ ἄκρα τοῦ βορρᾶ σπείρον­τας τὸν σπόρο τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὴν ἑλληνικὴ παιδεία καὶ βαπτίζοντας.
Στὸ ἔδαφος ἀκόμη τοῦ Βυζαντίου συνῆλθαν οἰ­κου­­με­νικὲς καὶ τοπικὲς Σύνοδοι. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἔκανε τὴν ἀρχή. Τὸ 325 μ.Χ. συνεκάλεσε στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας τοὺς 318 θεοφόρους πατέρας στὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύν­οδο, ἡ ὁποία συνέταξε τὸ σπουδαι­ότερο μετὰ τὴν ἁγία Γραφὴ κείμενο. Δὲν ὑπάρχει, τὸ τονίζω, μεγαλυτέρα φιλοσοφία στὸν κόσμο ἀπὸ τὶς ἀλήθειες ποὺ ἐγκλείουν τὰ σύντομα λόγια τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως, τοῦ «Πιστεύω». Τὸ «Πιστεύω» εἶνε γραμμένο ὄχι ἁ­πλῶς μὲ μολύβι καὶ μὲ μελάνι· εἶνε γραμμένο μὲ τὰ αἵματα τῶν ἡρώων τῆς πίστεώς μας. Στὴν περιοχὴ τοῦ Βυζαντίου συνεκλήθησαν καὶ ὅλες οἱ ἑπόμενες οἰκουμενικὲς Σύνοδοι.
Στὴν περιοχὴ τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους ἱ­δρύ­θηκαν ἀκόμη τὰ περίφημα μοναστήρια. Τὰ μοναστήρια δὲν ἦσαν, ὅπως διαβάλλουν οἱ ἄθεοι καὶ οἱ ἄπιστοι, ἑστίες ῥαστώνης καὶ ὀκνηρίας καὶ τεμπελιᾶς, ἀλλὰ ὑπῆρξαν πανεπιστήμια τῆς ἐποχῆς ἐκείνης· χάρις στὰ μοναστήρια ἐκεῖνα, καὶ ἰδίως τοῦ Ἁγίου Ὄρους, διεσώθη ὁ πλοῦτος τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφί­ας καὶ τῆς ἱστορίας καὶ τῆς ποιήσεως.
Ἡ Κωνσταντινούπολις λοιπὸν βάσταξε 1.100 χρόνια. Καὶ μετά; Ὤ συμφορά! Στὶς 29 Μαΐου ―ἐπέτειο ποὺ πρέπει νὰ πενθῇ τὸ γένος καὶ νὰ χτυποῦν οἱ καμπάνες λυπηρὰ σὲ ὅλο τὸν Ἑλληνισμό―, στὶς 29 Μαΐου τοῦ 1453 βάρβαρα στίφη, ἄξεστοι Ἀσιᾶται ἐλαυνόμενοι ἀπὸ μανία καταστροφῆς διὰ πυρὸς καὶ σιδήρου, εἰσῆλ­θαν μέσα στὴν Πόλι. Καὶ τότε ἐπὶ τῶν ἐ­πάλξεών της ἔπεσε ὁ τελευταῖος αὐτοκράτωρ, ποὺ εἶχε τὸ ἴδιο ὄνομα μὲ τὸν πρῶτο· Κωνσταντῖνος ὁ Α΄ ἐκεῖνος (324-337), καὶ πάλι Κωνσταντῖνος ὁ ΙΑ΄ αὐτὸς ὁ Παλαιολόγος (1449-1453). Καὶ ἡ πρώτη πρᾶξις τῶν κατακτητῶν ποιά ἦταν; Ἕνας βάρ­βαρος ἀνέβηκε στὸν τροῦλλο τῆς Ἁγίας Σοφίας, ξερρίζωσε τὸν τίμιο σταυρό, καὶ στὴ θέσι του ὕψωσε τὴν ἡμισέληνο, τὸ σύμβολο τοῦ σκότους καὶ τῆς βαρβαρότητος. Τότε πλέον ἔ­σβησε τὸ μεγαλούργημα τοῦ Βυζαντίου, ἀ­πέ­θανε ἡ Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία.

* * *

Ἀπέθανε; Ὄχι, ὄχι! Τὰ ἄτομα ἀποθνῄ­σκουν, οἱ ἰδέες δὲν ἀποθνῄσκουν. Ἡ ἰδέα τῆς Βυζαν­τινῆς αὐτοκρατορίας ζῇ μέσα στὶς καρδιὲς τῶν Ἑλλήνων. Ζῇ ὡς παράδοσις, ὡς θρῦλος, ὡς ἱστορία. Ζῇ! Ἐγὼ πιστεύω ἀκραδάντως καὶ παρὰ τὴν ἁμαρτωλότητά μου προφητεύω βα­σιζόμενος στοὺς λόγους τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, ὅτι ―ὄχι ἡ δική μας γενεά, διότι ἁ­μάρτησε πολὺ καὶ ἐθνικῶς καὶ πολιτικῶς καὶ θρησκευτικῶς― μία νέα γενεά, ἡ ὁποία ἔρχεται, θὰ δῇ νὰ πραγματοποιῆται τὸ «Πάλι μὲ χρόνια μὲ καιρούς, πάλι δικά μας θά ᾽νε». Αὐτοί, τὸ πιστεύω καὶ τὸ διαλαλῶ, θ᾽ ἀξιωθοῦν νὰ ἑορτάσουν καὶ νὰ λειτουργήσουν μέσα στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας.
Τὸ ὄνειρο αὐτὸ θὰ γίνῃ πραγματικότης ὑ­πὸ ἕνα ὅρον· ἐὰν τὸ κράτος μας, ὡς διάδοχο τοῦ Βυ­ζαντίου, ἐμπνευσθῇ ἀπὸ τὰ ἰδεώδη τοῦ Μεγάλου Κωνσταν­τίνου, ἐὰν ὡς ἔμβλη­μά μας ἔχουμε τὸ «Ἐν τούτῳ νίκα». Τὰ ἄλλα κράτη στὶς σημαῖες τους ἔχουν ἄλλα σύμβολα. Ἡ Ἑλ­λὰς ἔχει τὸν τίμιο σταυρό. Μὲ τὸ «Ἐν τού­τῳ νί­κα» θὰ προχωρήσουμε. Καὶ παρ᾽ ὅλα τὰ ἐμπόδια εἶμαι βέβαιος ὅτι τὸ ἔθνος τοῦτο, τὸ μικρὸ σὲ ἔκτασι ἀλλὰ μεγάλο σὲ ἰδεώδη, θὰ ζήσῃ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

 † ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου που έγινε στον ἱερό ναὸ του Ἁγίου Κωνσταντίνου & Ἑλένης Ἀμυνταίου 21-5-1976)

ΑΡΧΑΙΟΙ ΚΑΙ ΝΕΟΙ ΑΓΙΟΙ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαι 8th, 2013 | filed Filed under: εορτολογιο

Ἐπιφανίου, Γερμανοῦ, Θεοδώρου, Ἰω. Βλάχου
12 Μαΐου

 

ΑΡΧΑΙΟΙ ΚΑΙ ΝΕΟΙ ΑΓΙΟΙ

«Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῖς» (Ψαλμ. 67,36)

π. Αυγ.ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἑορτὴ καὶ πανήγυρις. Ἂν ἀνοίξουμε τὰ βιβλία τῆς Ἐκ­κλησίας, θὰ δοῦμε ὅτι ἑορτάζουν τέσσερις ἅ­γιοι, ποὺ σὰν ἀστέρια φωτίζουν τὸν οὐρανὸ τῆς Ἐκκλησίας καὶ προβάλλονται ὡς ὑποδεί­γματα. Ἔζησαν σὲ διά­φο­ρες ἐποχὲς καὶ συνθῆ­­κες, ἀλλὰ μετέχουν ὅλοι στὴν ἴδια ἁγιότητα.

* * *

Ἀρχαιότερος εἶνε ὁ ἅ­γιος Ἐπιφάνιος ἐπί­σκοπος Κύπρου. Τὸν τιμοῦν ἰδιαιτέρως σήμερα στὴ μαρτυρική μας μεγαλόνησο. Τί ἦ­ταν; Ἄνθρωπος. Κανείς δὲ γεννήθηκε ἅγιος· γίνεται ἅγι­ος. Ἅμα θέλῃ ὁ ἄν­θρωπος, ἢ γί­νε­ται ἔν­σαρκος ἄγγελος, ἢ κα­τέρ­χεται στὴ βαθμῖδα τῶν ζῴων καὶ καταντᾷ χει­ρό­τερος καὶ τῶν ζῴ­ων. Γεννήθηκε τὸ 310 στὰ ἅ­για μέρη τῆς Παλαιστίνης ἀπὸ γονεῖς Ἑβραί­ους πτωχοὺς γεωργούς. Γρήγορα τὸν εἵλκυσε ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, προσῆλθε στὸν ἐπίσκοπο Ἐλευθερουπόλεως Λουκιανὸ καὶ ζήτησε τὸ ἅγιο βάπτισμα. Ἐν συνεχείᾳ ἔζησε ἐ­κεῖ αὐ­στη­ρὰ ζωὴ σὲ μοναστήρι ὡς ἱερεύς. Ἡ φήμη του ὡς μορφω­μένου ἀσκητοῦ διεδόθη. Ὅταν στὴν Κύπρο ἐ­κενώθη ὁ ἀρχιεπισκοπι­κὸς θρόνος τὸν ἐξέλεξαν ποιμενάρχη τους. Ἔ­τσι ἔγινε ἐπίσκοπος Κωνσταντίας τὸ ἔτος 367. Ἔζησε βίον ἅ­γιον προσευχῆς, νηστείας, με­λέτης τῶν Γραφῶν. Μιλοῦσε πέντε γλῶσσες. Ὁ λόγος του καὶ τὰ συγγράμματά του ἦταν μαστίγιο καὶ κεραυ­νὸς κα­τὰ τῶν αἱρέσεων. Ἔ­ζησε ἑ­κατὸ σχεδὸν ἔτη καὶ εἶχε διαύγεια πνεύ­ματος. Στὰ πνευματικά του παιδιά, στοὺς ἱερεῖς καὶ διακό­νους, ἔλεγε· Φεύγω ἀπὸ τὸν κό­­­σμο αὐ­τόν· ζη­τῶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Παρέ­δω­σε τὸ πνεῦμα μέσα στὸ πλοῖο, καθὼς ἐπέστρε­φε στὴν Κύπρο μετὰ ἀπὸ ταξίδι στὴν Κων­σταν­τινούπολι. Εἶνε ἀληθὲς ὅτι ὡς ἄν­θρω­πος τότε γιὰ ἕνα δι­άστημα, ἀπὸ ἀφέλεια, εἶχε παρα­συρθῆ καὶ συμφώνησε μ’ ἐκείνους ποὺ ἐξώρι­σαν τὸν ἱε­ρὸ Χρυσόστομο. Στὸ τέλος ὅμως διεπίστωσε τὴν ὑποκρισία καὶ τὶς μηχανορρα­φίες, ποὺ εἶ­χαν στηθῆ εἰς βάρος τοῦ μεγάλου ἐκείνου πατρός, καὶ ἀηδιασμένος ἀπεχώρησε. Τὸν ἔθαψαν μὲ μεγάλες τι­μὲς στὴν ἐπισκοπή του καὶ ἀργότερα τοῦ ἔκτισαν ναό.
Ὁ ἕνας λοιπὸν ἀπὸ τοὺς ἁγίους ποὺ ἑορτά­­ζουν σήμερα ἔζησε τὸν 4ο μ.Χ. αἰῶνα. Ὁ ἄλ­λος ἔζησε τὸν 7ο αἰῶνα· εἶνε ὁ ἅγιος Γερμα­νὸς πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Γεν­νήθηκε περὶ τὸ 640 στὴ Βασιλεύουσα. Ἦταν παιδὶ μεγάλης καὶ πλουσίας οἰκογενεί­ας. Ἔχα­σε ὅμως τὸν πατέρα του, τὸν πατρίκιο Ἰουστι­νιανό, τὸν ὁποῖον ἀδίκως θανάτωσε ὁ βασι­λεὺς Κωνσταντῖνος ὁ Πωγωνᾶτος, διότι τὸν θεώρη­σε συνένοχο στὸν φόνο τοῦ πατέρα του. Καὶ μόνο αὐτό; Τὸ Γερμανό, ποὺ ἔμεινε ὀρφα­νὸς σὲ ἡ­λικία 20 ἐτῶν, τὸν ὑ­πέβαλε διὰ τῆς βί­ας σὲ ἀπάνθρωπο εὐνουχισμό· ἐν τούτοις, λόγῳ τῆς ἀξίας του, τὸν ἔκανε κληρι­κό. Ἀλλὰ ὁ Κύριος «ὀρ­φανὸν καὶ χήραν ἀνα­λήψεται καὶ ὁδὸν ἁ­μαρτωλῶν ἀφανιεῖ» (Ψαλμ. 145,9). Ὁ Θε­ὸς τὸν προστάτευσε. Λόγῳ τῆς ἀ­ρετῆς, τῆς ἁ­γιότητος καὶ τῆς μορφώσεώς του ἐξελέγη μητροπολίτης Κυζίκου σὲ ἡ­λι­­κία 37 ἐτῶν. Καὶ ἀργότερα, τὸ 715, ὅταν ἐχήρευσε ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐξ­ελέγη πατριάρχης μὲ τὴν ἐπιδοκιμασία ὅ­λων· ἦταν τότε 75 ἐ­τῶν. Κήρυττε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ ὑπερή­σπιζε τὴν ὀρθόδοξο πίστι. Ἀλ­­λὰ τότε ξέ­σπασε ἡ καταιγίδα τῆς εἰκονομαχί­ας. Αὐτοκρά­τωρ ἦταν ὁ θηριώδης Λέων ὁ Ἴ­σαυρος, ποὺ ὑποστή­ριζε τὴν αἵρεσι τῶν εἰ­κο­νομάχων. Τὸν κά­λεσε καὶ τοῦ ζήτησε νὰ συμμορφωθῇ μὲ τὰ διατάγματά του· ὁ Λέων θεω­ροῦ­σε τὶς ἅ­­γιες εἰκόνες ὡς εἴδωλα. ―Σὲ δια­τάζω, τοῦ εἶ­πε, νὰ ξεκρεμάσῃς ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες τὶς εἰ­­κό­νες. —Τέτοιο πρᾶγμα ἐγὼ δὲν κάνω, ἀπήν­τη­σε ὁ πατριάρχης στὸ βασιλιᾶ. Προέτρεψε μάλιστα τὸ λαὸ ν’ ἀντισταθῇ στοὺς ἀσεβεῖς νόμους. Ἡ στάσις αὐτὴ τὸν ὡδήγησε σὲ μεγάλη ῥῆξι μὲ τὸν αὐτοκράτορα, καὶ τέλος ὁ ἅγιος Γερμανὸς ἄφησε τὸ ὠμοφόριό του πάνω στὴν ἁγία τράπεζα, παραιτήθηκε ἀπὸ τὸ θρόνο, ἀ­ποσύρθηκε σ᾿ ἕνα πατρικό του κτῆ­μα στὴ θέσι Πλατάνι, καὶ ἔζησε ἐκεῖ δέκα ἀκόμη χρόνια. Στὶς 12 Μαΐου τοῦ 740, μετὰ ἀπὸ σύντομη ἀ­σθένεια, παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸ Θεό.
Ἔζησαν λοιπὸν ὁ ἕνας ἅγιος στὴν Κύπρο τὸν 4ο αἰῶνα, ὁ ἄλλος στὴν Κωνσταντινούπο­λι τὸν 7ο αἰῶνα. Ὁ τρίτος ἅγιος ποὺ ἑορτάζει σήμερα ἔζησε τὸν 10ο αἰῶνα στὰ Κύθηρα, ἕ­να μικρὸ νησὶ κάτω ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο, καὶ λέγεται Θεόδωρος. Γεννήθηκε στὸ Βυζάν­τιο στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορος ῾Ρωμανοῦ (919-948) καὶ ἦρθε στὸ Μοριά. Δὲν ἦταν οὔ­τε ἐπί­σκοπος οὔ­τε πατριάρχης· ἦταν ἁπλὸς ἀ­σκητής. Καλλι­ερ­γοῦσε τὴ γῆ, ἔβοσκε πρόβατα, μά­ζευε ἐλιές, κλάδευε ἀμπέλια. Εἶχε ὅμως μέσα του τὸ Θεό. Καὶ ὅποιος πιστεύει καὶ λατρεύει τὸ Θεό, εἶνε χίλιες φορὲς ἀνώτερος κι ἀ­πὸ βα­σιλιᾶς. Γιατὶ ὁ Χριστός μας δὲ βλέπει πρόσωπα καὶ ἀξιώ­μα­τα· βλέπει καρδιές. Κι ὅ­σο ἀξί­ζουν ἁ­πλοϊκοὶ ἄνθρωποι, δὲν ἀξίζουν με­γάλοι καὶ τρανοί. Αὐτὸς εἶχε ἀξία. Ἡ φήμη του δια­δό­θηκε καὶ μαζευόταν κόσμος. Ἔτσι ἔζησε· ἀσκήτευσε, ἁγίασε καὶ θαυματούργησε.
Τέλος ὁ τέταρτος ἅγιος ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα ἔζησε τὸν 17ο αἰῶνα. Εἶνε ὁ Ἰωάννης ὁ Βλάχος.Ἦταν ἡ ἐποχὴ τῆς τουρκοκρατίας, ποὺ τὸ γιαταγάνι θέριζε τὰ κεφάλια τῶν Χριστιανῶν. Βλαχία εἶνε ἡ σημερινὴ ῾Ρουμανία, ὅπου ζοῦσαν χιλιάδες Χριστιανοὶ καὶ Ἕλληνες. Ἐκεῖ γεννήθηκε ὁ Ἰωάννης ἀπὸ γένος ἀρχοντικό. Ἦταν πολὺ νέος, 15 χρονῶν, ὅ­­ταν σὲ μία ἐπιδρομὴ τῶν Τούρκων συνελήφθη αἰ­χμάλωτος. Ἦταν ὡραῖος, καὶ κάποιος ἀγαρη­νὸς στρατιώτης τὸν ἀγόρασε μὲ μιαρὸ σκο­πὸ νὰ ἀσελγήσῃ πάνω του. Ὁ Ἰωάννης, ἁγνὸς καὶ σώφρων, φοβήθηκε καὶ βρίσκοντας εὐκαι­ρία θανάτωσε τὸ μιαρὸ Τοῦρκο. Οἱ συνοδοιπόροι του τὸ ἔμαθαν καὶ τὸν παρέδωσαν στὴ γυναῖκα τοῦ φονευθέν­τος. Αὐτὴ πῆρε ἀπὸ τὸ βεζίρη ἄδεια νὰ τὸν κάνῃ ὅ,τι θέλει. Ἡ πονη­ρὰ γυναίκα, βλέπον­τας τὸ κάλλος του, ἔβαλε σκοπὸ νὰ τὸν κά­νῃ σύζυγό της. Τοῦ ζητοῦσε μόνο νὰ ἀλλαξοπιστή­σῃ καὶ ὑποσχόταν νὰ τοῦ δώ­σῃ ὅλη τὴν περιουσία της. Ὁ ἅγιος φοβήθη­κε. Ἔκανε τὸ σταυρό του νὰ τὸν ἐνισχύσῃ ὁ Χριστός, καὶ ἀρνήθηκε κάθε πρότασι. Ἐ­κεί­νη τότε τὸν παρέδωσε στὸν ἔπαρχο, κι αὐ­τὸς τὸν ἔρριξε στὴ φυλακή. Ὑπέμεινε φρικτὰ μαρ­τύρια. Τέλος οἱ Τοῦρκοι, βλέποντας ὅτι δὲν κατορθώνουν τίποτα, ζήτησαν ἀπὸ τὸ βεζίρη νὰ τὸν θανατώσουν. Καὶ τέτοια ἅγια ἡμέρα τοῦ ἔτους 1662 τὸν κρέμασαν στὴν ἀγ­χόνη καὶ παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Πλάστη.

* * *

Τέσσερις λοιπὸν ἅγιοι, ποὺ ἔζησαν σὲ δια­φό­ρους καιρούς. Τί δείχνει αὐτό; Ὅτι «᾿Ιησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἑβρ. 13,8), δὲν ἀλλάζει. Λένε μερικοὶ εἰρωνευόμενοι· Αὐτὰ «τῷ καιρῷ ἐκεί­νῳ»!… Λάθος κάνεις. Πάντοτε, σ᾿ ὅλες τὶς ἐ­ποχές, ὑπάρχουν ἅγιοι.
Ἰδιαιτέρως ἡ Ἑλλὰς εἶνε χώρα ἁγίων καὶ μαρτύ­ρων. Κάθε τόπος ἔχει τὸν ἅγιό του· ἡ Κέρκυρα τὸν ἅγιο Σπυρίδωνα, ἡ Ζάκυνθος τὸν ἅγιο Διονύσιο, ἡ Κεφαλονιὰ τὸν ἅγιο Γε­ράσιμο, τὰ Κύθηρα τὸν ἅγιο Θεόδωρο, ἡ Λάρισσα καὶ ἡ Πρέσπα τὸν ἅγιο Ἀχίλλιο κ.ο.κ..
Σήμερα; θὰ ρωτήσετε, εἶνε ἡ χώρα μας χώ­ρα ἁγίων; Ὄχι δυστυχῶς! Γιατί; Διότι γιὰ ν’ ἀ­ποδώσῃ ἕνα χωράφι, θέλει καλλιέργεια· θέ­λει πότισμα, λίπασμα, ὄργωμα, καὶ πρὸ παν­τὸς καλὸ σπόρο. Διότι ὅ,τι σπέρνεις θὰ θερί­σῃς. Μὲ καταλάβατε; Τί σπέρνουμε λοιπὸν σήμερα; Παλαιότερα δὲν ὑπῆρχε ὅλη αὐτὴ ἡ κακοήθεια καὶ τὰ παιδιὰ ἦταν πιὸ κοντὰ στὸ Θεό. Ἐνῷ τώρα τί ἀκούει καὶ τί δέχεται τὸ παιδί; Εἶδε ποτὲ τὴ μάνα του νὰ γονατίζῃ καὶ νὰ προσεύχεται; παρατήρησε ποτὲ τὸν πατέ­ρα του νὰ νηστεύη, ἄκουσε στὸ σχολεῖο ἀπὸ τὸ δάσκαλο ἢ τὸν καθηγητή του ῥήματα Κυ­ρίου; Ἀπὸ ῥαδιόφωνο, τηλεόρασι, ἔντυπα καὶ ἐφημερίδες τὸ βομβαρδίζουν ἡ ἀθεΐα καὶ ὑλιστικὲς θεωρίες περὶ ἐξελίξεως καὶ καταγω­γῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν πίθηκο. Μὲ τέ­τοια σπορὰ τί περιμένουμε νὰ θερίσουμε;
Φύγαμε ἀπὸ τὸ Θεό, τὸν λησμονήσαμε· ἀπὸ ᾿κεῖ προέρχονται ὅλα τὰ κακά. Τὸ εἶπε ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός· «Θά ᾿ρθῃ ἐποχή, ποὺ θ’ ἀ­δειά­σουν οἱ ἐκκλησιὲς καὶ θὰ γεμίσουν οἱ φυλακές». Σήμερα δὲ διαβάζουν Εὐαγγέλιο, βί­ους ἁγίων καὶ συναξάρια, ἐκκλησία δὲν πατοῦν, ἐξομολόγησι δὲν ἔχουν, θεία κοινωνία δὲ γνω­ρίζουν. Ἀκόμα καὶ οἱ καμπάνες τοὺς ἐνοχλοῦν.
Μιλῶ ἔξω ἀπὸ τὰ κόμματα. Μὲ γνωρίζετε. Ξέρετε, ὅτι σήκωσα κεφάλι καὶ διαμαρτυρή­θη­κα στὴ δικτατορία. Δὲν προσκύνησα κανέ­να. Ἀνήκω στὸ Θεὸ καὶ στὴν Ἑλλάδα. Σᾶς λέγω λοιπόν· Τὰ κόμματα χωρίζουν, ὁ Χριστὸς ἑ­νώνει! Κοντὰ στὴν Ἐκκλησία, κοντὰ στὸ Θεό, κοντὰ στοὺς ἁγίους μας! Μείνετε πιστοί! Καὶ ἕνας νὰ μείνῃς, μὴ δειλιάσῃς. Δὲ θὰ νικήσουν οἱ πολλοί, θὰ νικήσῃ ὁ Χριστὸς καὶ μόνο ὁ Χριστός· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑ­περυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ἱερό ναὸ του Ἁγίου Γερμανοῦ Ἁγ. Γερμανοῦ – Πρεσπῶν 12-5-1985)

Τo μισος του κοσμου κατα των γνησιων Χριστιανων

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαι 6th, 2013 | filed Filed under: εορτολογιο

τοῦ ἁγίου Γεωργίου (Ἰω. 15,17 – 16,2)

Τo μισος του κοσμου κατα των γνησιων Χριστιανων

«Εἰ ὁ κόσμος ὑμᾶς μισεῖ, γινώσκε­τε ὅτι ἐμὲ πρῶτον ὑμῶν μεμίσηκεν» (Ἰω. 15,18)

 

επισκ. Αυγ.ΜΑΣ ἀξιώνει ὁ Κύριος, ἀγαπητοί μου, νὰ πανηγυρίζουμε τὴν ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Γεωργίου τοῦ μεγαλομάρτυρος, ποὺ εἶνε ἰδιαιτέρως ἀγαπητὸς στὸ λαό μας.
Μίλησα ἄλλοτε γιὰ τὸν βίο τοῦ ἁγίου· τώρα θ᾽ ἀλλάξω θέμα. Συνηθίζω, ὅπως ἡ ὄρνι­θα σκαλί­ζει τὸ χῶμα κι ἅμα βρῇ κανένα σπόρο ἢ σκου­λη­κάκι δὲν τὸν τρώει μόνη της ἀλλὰ καλεῖ καὶ τὰ πουλιά της νὰ τὸν ἀπολαύσουν, ἔτσι κ᾽ ἐ­γὼ σκαλίζω συνεχῶς τὴν ἁγία Γραφή, ἄλλα βιβλία καὶ ἱστορίες, καὶ προσπαθῶ ἀπ᾽ ὅλα αὐτὰ κάτι καινούργιο νὰ βρίσκω γιὰ τὸ λαό μας. Τώρα λοι­πὸν τὸ θέμα θὰ εἶνε ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιο (Ἰω. 15,17–16,2).
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο εἶνε μία περικοπὴ ἀ­πὸ τὴν τελευταία ἀποχαιρετιστήρια ὁμιλία ποὺ εἶπε ὁ Κύριος στοὺς μαθητάς του τὴν ἀ­λησμόνητη νύχτα τῆς Μεγάλης Πέμπτης. Ἂν ἐνθυμούμεθα τὰ τελευταῖα λόγια τῆς μάνας καὶ τοῦ πατέρα μας, πολὺ περισσότερο πρέπει ―ἂν εἴμαστε Χριστιανοί― νὰ ἐνθυμούμεθα ζωηρὰ τὰ τελευταῖα λόγια ποὺ εἶπε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς στὸ μυστικὸ δεῖπνο. Εἶνε ἡ διαθήκη τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι ὀνομάζεται.

* * *

Ὁ Κύριος ἐδῶ προειδοποιεῖ, λέει μία προφη­τεία. Καὶ μόνο ἡ διαπίστωσι ὅτι τὰ λόγια αὐ­τὰ ἐκπληρώθηκαν καὶ ἐκπληρώνεται συνε­χῶς, εἶ­νε μία ἀπόδειξι ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶ­νε κοινὸς ἄνθρωπος. Ἕνας ἁ­πλὸς ἄν­θρωπος ζῇ καὶ κινεῖ­ται σὲ μία χρονικὴ περίοδο καὶ ἔχει μικρὴ γνῶ­σι τῶν πρα­γμάτων· ὁ Χριστός, ὁ Θεὸς καὶ Κύρι­ός μας, εἶνε παν­το­γνώ­στης, τὰ γνωρίζει ὅλα. Γνω­ρίζει τὸ παρελ­θόν, τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον μὲ κά­θε λεπτο­μέρεια. Καὶ σήμερα προειδοποιεῖ τοὺς μαθη­τάς του καὶ διὰ μέσου αὐτῶν ὅ­λους μας – τί; ὅτι οἱ μαθηταί του θὰ διωχθοῦν σκλη­ρά. Μὴν ἀ­πογοητεύε­στε ὅ­μως, λέει· διότι «ὁ κόσμος… ἐμὲ πρῶ­τον ὑ­μῶν μεμίσηκεν», πρὶν ἀ­πὸ σᾶς μίσησε πρῶτα ἐ­μέ­να (Ἰω. 15,18).
Γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· ποιός εἶνε ὁ «κόσμος» αὐτός; Ἡ λέξι «κόσμος» μέσα στὴν ἁ­γία Γρα­φὴ ἔχει τὶς ἑξῆς τρεῖς ἔννοιες.
⃝ Κατὰ τὴν πρώτη ἔννοια κόσμος εἶνε ὅλο τὸ ὑλικὸ σύμπαν, ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὸ μικρὸ ἄ­το­μο καὶ φθάνει μέχρι τὶς παμμέγιστες σφαῖρες ποὺ στροβιλίζονται στὸ ἄπειρο. Κόσμος εἶνε ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη, τὰ ἀστέρια, οἱ γα­λαξί­ες· κόσμος εἶνε ἡ θάλασσα, οἱ ποταμοί, τὰ δέντρα, τὰ ζῷα, τὰ πουλιά. Ὅλα αὐτὰ λέγον­ται κόσμος μὲ τὴν ἔν­νοια ποὺ ἔχει ἡ λέξι αὐ­τὴ στὴν ἀρχαία ἑλληνι­κὴ γλῶσσα· κόσμος ἐκεῖ θὰ πῇ «στολίδι», «ὀμορ­φιά», καὶ περιέχει θαυ­μα­σμό, ὅπως ὅταν λέμε «Τί ὄμορ­φος εἶ­νε ὁ κό­σμος!». «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρός…», λέει καὶ ἡ θεία Λειτουργία, ποὺ ση­μαίνει· Θεέ μου, τί ὄμορφος εἶνε ὁ κόσμος ποὺ ἔφτειαξες! Κι ὅταν οἱ ἀστροναῦτες εἶδαν ἀπὸ τὴ σελήνη τὴ γῆ, ἔμειναν κατάπληκτοι, τοὺς φά­νη­κε σὰν πολύχρωμο διαμάντι νὰ κι­νῆ­ται μέ­σα στὸ ἄπειρο. Κόσμος θὰ πῇ «ὀ­μορφιά», γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ ψαλμῳδὸς λέει «Ὁ Κύ­ρι­ος ἐ­­βασίλευσεν, εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο» (Ψαλμ. 92,1).
⃝ Ἡ μία ἔννοια λοιπὸν εἶνε τὸ ὑλικὸ σύμπαν. Ἡ ἄλλη ἔννοια ποιά εἶνε· εἶνε ἡ ἀνθρωπό­­της, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Φαίνεται αὐτὸ σ᾽ ἕ­να ῥητό, τὸ ὡραιότερο κατ᾽ ἐμὲ ῥητὸ τῆς ἁγίας Γρα­φῆς, ἐκεῖνο ποὺ λέει· «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μο­νογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐ­τὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. 3,16).
⃝ Καὶ ἡ τρίτη ἔννοια ποιά εἶνε; Ὑπάρχει σὲ ἀρ­κετὰ χωρία τῆς Γραφῆς, στὰ ὁποῖα κόσμος θε­ωροῦνται ὄχι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀλλὰ μόνο οἱ κακοὶ ἄνθρωποι, οἱ διεφθαρμένοι, ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν ξερριζώσει ἀπὸ μέσα τους κάθε ἔν­νοια τοῦ Θεοῦ καὶ ζοῦν ἕνα βίο ἄθεο, ἀντιχρι­στιανικό. Ἡ σκέψι τους, τὰ λόγια τους, τὰ ἔρ­γα τους, ἡ συμπεριφορά τους, ὅλες ἐν γένει οἱ ἐκδηλώσεις στὸν ἀτομικό, οἰκογενειακὸ καὶ κοι­νωνικὸ βίο τους ἔχουν τὴ σφραγῖδα ὄχι τῆς ἁ­γίας Τριάδος ἀλλὰ τοῦ διαβό­λου.
Τέτοιος κόσμος, μὲ τὴν τρίτη αὐτὴ ἔννοια, ἦταν οἱ Ἰουδαῖοι, ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους ἔ­ζησε ὁ Χρι­στός. Ὁ Ἰ­ουδαϊκὸς κόσμος, δη­λαδὴ οἱ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι, ὁ Ἄννας κι ὁ Καϊ­άφας, ὁ ὄ­χλος, αὐτοὶ μίσησαν τὸ Χριστό.
Προσέξατε μιὰ λέξι ποὺ λέει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα; «ἐ­μίσησάν με δωρεάν» ( Ἰω. 15,25· βλ. Ψαλμ. 34,19· 68,5). Τί θὰ πῇ «δωρεάν»; «χωρὶς αἰτία», «ἀδίκως». Καθένας ἀπὸ μᾶς, μὲ τὰ ἐλαττώματα ποὺ ἔ­χου­με –καὶ δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος χω­ρὶς ἐ­λάττωμα–, προκαλοῦμε στὸν ἄλλο δυσαρέσκεια καὶ ἀποστροφή. Ἀκόμα καὶ ἡ γυναίκα ποὺ ἀγα­πᾷς καὶ λατρεύεις ἔρχονται στι­γμὲς ποὺ σοῦ γίνεται ἀντιπαθής, διότι βλέπεις κάποιο μειονέκτη­μα. Ὁ καθένας ἔτσι μπορεῖ νὰ γίνῃ μισητός· ἐκ φύσε­ως ἡ ἀ­ρε­τὴ ἕλκει, ἐνῷ ὅ­ταν δοῦμε στὸ πρόσω­πο τοῦ ἄλ­λου ἕ­να πάθος, μιὰ κακία, νιώ­­θουμε ἄπωσι. Ἀλ­λὰ ὁ Χριστὸς εἶ­νε ὁ ἀναμάρτη­τος, ὁ τέλειος σὲ ὅλα. Εἶνε «τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ἰω. 8,12)· φῶς μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὰ θαύματά του, φῶς μὲ τὰ σεπτὰ πάθη καὶ τὴν ἀ­νάστασί του, φῶς μὲ τὰ λόγια καὶ τὴ διδα­σκα­λία του· «διότι φῶς τὰ προσ­τά­γματά σου ἐπὶ τῆς γῆς», εἶπε ὁ προφήτης (Ἠσ. 26,9)· καὶ ἡ Παναγία, σ᾽ ἕνα ἀπὸ τὰ ἐγκώμια, τοῦ λέει· «Ὦ φῶς τῶν ὀ­φθαλ­μῶν μου…» (Γ΄ στ.). Γι᾽ αὐτὸ ὁ Χριστὸς δὲν ἔ­πρεπε νὰ μισηθῇ ἀπὸ κανένα. Καὶ ὅμως μισήθηκε ἀπὸ τὸν κόσμο τῶν Ἰουδαίων καὶ μάλιστα ὅσο κανείς ἄλλος.
Ὑπάρχουν κάτι πουλιὰ ποὺ δὲν ἀρέσκον­ται στὸ φῶς· ὅταν ὁ ἥλιος λάμπῃ καὶ λούζῃ τὴ γῆ κι ὅλα χαίρωνται στὸ φῶς του, αὐτὰ κρύβον­ται στὶς φωλιές τους, καὶ μόλις δύσῃ ὁ ἥλιος τότε ξυπνοῦν καὶ κινοῦνται μέσ᾽ στὸ σκοτάδι. Εἶνε τὰ λεγόμενα νυκτόβια πτηνά, οἱ νυχτερί­­δες καὶ οἱ κουκουβάγιες. Ὁ Θεὸς τὰ ἄφησε μᾶλλον ὡς σύμβολα τῶν σκοτεινῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι εἶνε καὶ οἱ ἄπιστοι καὶ φαῦλοι, λέει ὁ μέγας Βασίλει­ος· ἀρέσκον­­ται στὸ σκοτάδι καὶ μισοῦν τὸ φῶς. Γι᾽ αὐτοὺς εἶπε ὁ Χριστὸς ὅτι «μι­σοῦν τὸ φῶς, γιατὶ τὰ ἔργα τους εἶνε πονηρά» (βλ. Ἰω. 3,19-20).
«Κόσμος» λοιπὸν στὸ χωρίο αὐτὸ τοῦ σημε­ρινοῦ εὐαγγελίου εἶνε ὁ Ἰουδαϊκὸς λαός. Κόσμος εἶνε ἐπίσης οἱ εἰδωλολάτρες, ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους ἔζησαν καὶ κήρυξαν οἱ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ. Καὶ οἱ εἰδωλολάτρες μίση­σαν μὲ ἄγριο μῖσος τοὺς Χριστιανούς. Τοὺς δί­­ωξαν ἀπηνῶς, μόνο καὶ μόνο γιὰ τὴν πίστι τους. Οἱ Χριστιανοὶ δὲν εἶχαν μέρος νὰ λατρεύ­σουν τὸ Θεό, πήγαιναν στὰ σπήλαια, στὶς ὀ­πὲς τῆς γῆς καὶ τὶς ῥωγμὲς τῶν βράχων, λάτρευ­αν τὸ Χριστὸ σὲ ἐρημιὲς καὶ κατακόμβες. Ἑ­κατομ­μύρια Χρι­στιανοὶ μαρτύρη­σαν, σφαγιάσθηκαν ἀπὸ τὸν κό­σμο αὐτόν. Ἡ ἱστορία μνημονεύει δέκα δι­ωγμοὺς τῆς Ἐκκλησίας· ποτα­μὸς αἱμάτων χύθηκε.
Ἕνας ἀπ᾽ τοὺς τελευταίους διωγμοὺς ἦ­ταν ὁ ἐπὶ Διοκλητιανοῦ (284-304). Τότε συνελήφθη καὶ ὁ ἔνδοξος καὶ γενναῖος στρατηγὸς Γεώργιος. Γιατί; τί κακὸ ἔκανε; Ἦταν τίμιος καὶ πρῶτος στὶς μάχες· τὸ μόνο ἔγκλημά του ἦταν ὅτι εἶ­νε Χριστιανός. Ὅταν στὴν ἀνάκρι­σι ὁ αὐτοκρά­τωρ τὸν ρώτη­σε «Εἶσαι Χριστιανός;», αὐτὸς ἀ­πήντησε «Εἶ­μαι Χριστιανός». Σήμερα τὸ νὰ πῇς «Εἶμαι Χρι­στιανὸς» δὲν στοιχίζει τίποτα· μὲ τὴ μεγαλύτερη εὐκολία τὸ λέμε. Τότε στοί­χιζε αἷ­μα καὶ θυσία. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ εἶπε «Ναί, εἶμαι Χριστιανός» ἄρχισε τὸ μαρτύριό του, ποὺ οἱ λεπτομέρειές του προκαλοῦν φρίκη· τέλος ἔ­δωσε καὶ τὴ ζωή του γιὰ τὸ Χριστό, καὶ ἔ­τσι σήμερα ἑορτάζουμε τὴν ἱερὰ μνήμη του.

* * *

Καὶ στὴν ἐποχή μας ὅμως, ἀγαπητοί μου, μο­λονότι πέρασαν δύο χιλιάδες χρόνια, ὁ διω­γμὸς τῶν Χριστιανῶν συνεχίζεται, ἀλλὰ μὲ νέα μορ­φή. Σὲ ὁλοκληρωτικὰ καθεστῶτα τῶν ἡ­με­ρῶν μας δὲν ἐπιτρέπονταν χριστιανικὲς ἐκ­δηλώσεις. Στὴν Ἀλβανία ἰδίως δὲν ὑπῆρχαν οὔτε κόκκινα ἀ­βγὰ οὔτε «Χριστὸς ἀνέστη»· καὶ τοὺς σταυροὺς ἀπὸ τοὺς τάφους ἀκόμα ξερρίζωναν…
Ἀλλὰ καὶ στὰ θεωρούμενα ἐλεύθερα πολιτεύματα ἀσκεῖται διωγμός. Διωγμὸς ὕπουλος, συστηματικός, μὲ μέθοδο. «Καλικάντζαροι» ἔ­χουν ἀναρριχηθῆ σὲ καίριες θέσεις καὶ ἀπὸ ᾽κεῖ βάλλουν ἐμμέσως ἢ καὶ ἀμέσως ἐναντίον τῆς ἁγίας μας θρησκείας. Ἕνας δάσκαλος στὴν περιφέρεια τοῦ Βόλου ξεκρέμασε τὴν εἰκόνα τοῦ Ἐσταυρωμένου ἀπὸ τὴν αἴθουσα σχολείου. Ἕνας ἄλλος στὴν περιφέρεια τῆς Χαλκίδος τὸν γελοιοποίησε. Καὶ τὸ ὑπουργεῖο δὲν ἐπέβαλε καμμία τιμωρία. Ἀντιθέτως, ὅταν μία μαθήτρια εἶχε τὸ θάρρος νὰ ὁμολογήσῃ πίστι στὸ Χριστό, πῆρε ἀποβολὴ ἀπὸ τὸ σχολεῖο. Αὐτὰ εἶ­νε ἔμ­με­σος διωγμός, ποὺ μπορεῖ νὰ γίνῃ καὶ ἄμεσος. Κάποιος κύρι­ος, ποὺ ἐπειδὴ σπούδασε νόμισε ὅτι εἶνε σπουδαῖος, ἄκουσε νὰ χτυποῦν οἱ καμ­πάνες καὶ λέει· Ἂμ δὲ θά ᾽ρθῃ ὥρα ποὺ θὰ πάψουν νὰ χτυποῦν οἱ καμπάνες!… Κάτι τέτοιοι, ἂν πάρουν ἐξουσία στὰ χέρια τους, θὰ γίνουν χει­ρό­τεροι ἀπ᾽ τὸν Ἐμβὲρ Χόντζα. Ἀλλ᾽ ὅ,τι καὶ νὰ κάνουν, ὁ Χριστὸς ζῇ καὶ βασιλεύει στοὺς αἰῶνας.
Ἂς πάρουμε σήμερα μιὰ ἡρωικὴ ἀπόφασι. Ὅπως ὁ ἅγιος Γεώργιος ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς νὰ ὁμολο­γοῦμε παντοῦ Ἰησοῦν Χριστόν. Κι ἂν παραστῇ ἀνάγκη, καὶ τὸ αἷμα μας νὰ χύσουμε, γιὰ νὰ εἴ­μαστε συνεχισταὶ τῆς ὡ­ραίας παραδόσεως τοῦ γένους μας, ποὺ ἀγάπησε φλογερὰ τὸν Ἐσταυ­ρωμένο· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ἱ. ναὸ Ἁγ. Γεωργίου πόλεως Φλωρίνης 23-4-1984)

Ευαγγελισμος της Θεοτοκου

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαρ 20th, 2013 | filed Filed under: εορτολογιο

Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου

ΤEΛΟΣ ΣΤΗΝ ΤΡΑΓΩΔΙΑ!

«Εὐαγγελίζου, γῆ, χαρὰν μεγάλην· αἰνεῖτε, οὐρανοί, Θεοῦ τὴν δόξαν» (θ΄ ᾠδὴ Εὐαγγ.)

ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ιστΕΟΡΤΗ, ἀγαπητοί μου, ἑορτὴ μεγάλη, λαμ­πρά, πανέκλαμπρος. Προκαλεῖ ῥίγη συγ­κι­νήσεως στὸν Ἕλληνα καὶ τὸν Χριστιανό. Ἑορτὴ δι­πλῆ, ἐθνικὴ καὶ θρησκευτική.
Θὰ μιλήσουμε ἐπὶ τῆς θρησκευτικῆς σημα­σίας τῆς ἑορτῆς, καὶ τὸ θέμα, ὡς μεταφυσι­κό, εἶνε δυσκολώτερο· χρειάζονται εἰδικὲς κεραῖ­ες γιὰ νὰ συλλάβῃ κανεὶς τὰ μηνύματα.
«Εὐαγγελισμός»! Εἶνε λέξι τῆς ὡραίας ἑλ­ληνικῆς γλώσσης, ποὺ μόνο αὐτὴ γνωρίζει νὰ ἐκ­φράζῃ καὶ τὶς πιὸ ὑψηλὲς καὶ λεπτὲς ἔννοι­ες. «Εὐαγγελισμὸς» θὰ πῇ «καλὴ εἴδησις». Τώρα ἀνάξια τέ­κνα τῆς πατρίδος, ἐκχυδαϊσταί, ποὺ μισοῦν τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα ―ἀλλοίμονο ἐάν ποτε ἐπικρατή­σουν―, ξέρετε πῶς θέλουν νὰ μεταφρά­σουν τὴ λέξι «εὐαγγελισμός»; Ἀκοῦ­στε καὶ φρίξτε· «καλὸ χαμπάρι» (τούρκικα δηλαδή) ἢ «καλὸ μαντάτο»! Καὶ τὸν ἀγγελιαφόρο ποὺ ἔφερε τὸ μήνυμα, τὸν ἀρχάγγελο Γαβριήλ, θέλουν νὰ τὸν μεταφράσουν «χαμπεροφόρο» ἢ «μαντα­τοφόρο»! Σὲ τέτοιο ἐκχυδαϊσμὸ θέλουν νὰ ῥίξουν τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, ἡ ὁποί­α σήμερα βρίσκει ἄσυλο στὴν Ἐκκλησία μας.
«Εὐαγγελισμὸς» ἴσον «καλὴ εἴδησις». Καὶ ποιά εἶνε αὐτὴ ἡ εἴδησις;

* * *

Ὁ ἄνθρωπος, ἀδελφοί μου, δὲν εἶνε ἕνα τυ­χαῖο δημιούρ­γημα, μία συμπαιγνία τῆς τύχης, μία χημι­κὴ ἕνωσις ἀπὸ τὴν σύνθεσι διαφόρων στοιχείων· εἶ­νε ἕνα καλλιτέχνημα, ἕνα μεγαλούργη­μα. Εἶ­νε εἰκό­να τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ πλάστη­κε «κατ᾽ εἰ­κό­να καὶ καθ᾽ ὁμοίωσίν» του (Γέν. 1,26).
Πλάστηκε νὰ ζῇ εὐτυχισμένος. Ἀλλὰ δυσ­τυ­­χῶς συνέβη σ᾽ αὐτὸν κάτι τραγικό. Ἕνας σεισμὸς ἀόρατος συνέσεισε τὴν ὕπαρξί του. Ἐνῷ ζοῦ­σε στὴν Ἐδέμ, παρέβη τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἁ­­μάρτησε, καὶ ἐκδιώχθηκε ἀπὸ τὸν πα­ράδεισο. Ἔκ­το­τε ζῇ στὴ γῆ αὐτὴ μιὰ ζωὴ ἀθλία.
Νοσταλγεῖ τώρα. Σὲ ὅλους τοὺς λαοὺς ὑ­πάρχει ὡς παράδοσι «ὁ ἀπολεσθεὶς παράδει­σος», ποὺ ἔγραψε ὁ Δάντης. Ὅ­λοι οἱ λαοὶ τῆς ὑφηλίου νοσταλγοῦν τὴν ὡ­ραία ἐκείνη ζωή, τὸν χρυσὸν αἰῶνα, τότε ποὺ οἱ ἄνθρωποι ζοῦ­σαν μὲ ἀγάπη καὶ εἰρήνη καὶ δικαιοσύνη.
Νοσταλ­γοὶ λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι τοῦ πρώτου ἐκείνου κόσμου, πρὸ τῆς πτώσεως τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας. Ἀναστενάζουν γιὰ τὴν ἀθλιότητα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, καὶ οἱ ἀναστεναγμοὶ αὐ­τοὶ ἀκούγονται ἀπὸ τὰ στόματα ἐ­ξό­χων πνευμάτων (συγγραφέων, ῥητόρων, ἱ­στορικῶν καὶ φιλοσόφων) ὅλης τῆς γῆς.
Γιὰ νὰ φανῇ ὅτι αὐτὸς ὁ πόθος τῆς λυτρώσεως ἦταν παγκόσμιος, ἀναφέρω τὸν Θουκυ­δίδη, ἐπιστήμονα ἱστορικό, ὁ ὁποῖος φιλοσοφώντας μπροστὰ στὰ φοβερὰ ἐγκλήματα τῆς ἱστορίας, ἔλεγε μελαγχολικά· δυστυχῶς, «πάν­τες οἱ ἄνθρωποι πεφύκασι τοῦ ἁμαρτάνειν», ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶνε γεννημένοι νὰ ἁμαρτά­νουν. Τὸ ἴδιο νόημα κάποιος ἄλλος τὸ εἶπε ὡς ἑξῆς· «φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥάδιον».
Ἕνας τραγικὸς ποιητής, ὁ Εὐριπίδης, περι­γράφοντας στὸ πρόσωπο τῆς Μήδειας τὴν ἐγ­κληματικότητα τοῦ ἀνθρώπου, ἀναστενάζει καὶ λέει· Βλέπω τὸ καλό, καταλαβαίνω ποιό εἶ­νε, ἀλλὰ μέσα μου μία ἀκατανίκητη δύναμι (ὁ θυ­μὸς καὶ τὰ πάθη) καταργοῦν τὴ λογικὴ καὶ μοῦ ἐπιβάλλουν τὴ λογικὴ τῶν παθῶν.
Ἄλλος ποιητής, ὁ Σοφοκλῆς, ἔλεγε· «Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέ­λει»· πολλὰ τὰ φοβερὰ στὸν κόσμο τοῦ­το, μὰ δὲν ὑπάρχει τίποτα πιὸ τρομερὸ ἀπ᾽ τὸν ἄν­θρωπο (Ἀντιγόνη στ. 332-333· Μιχ. Ἰατροῦ, Πόθεν καὶ διατί σ. 367).
Καὶ ὁ Αἰσχύλος ―πρὸ παντὸς αὐτός― ζωγράφισε τὴν τραγικότητα τοῦ ἀνθρώπου στὴ μορφὴ τοῦ Προμηθέως. Ὁ Προμηθεὺς εἶνε ὁ παραβάτης τοῦ θείου θελήματος, γιατὶ ἔκλεψε τὸ πῦρ ἀπὸ τοὺς θεούς. Καὶ τὸν παρουσιάζει νὰ εἶνε κατάδικος, δεμένος μὲ ἁλυσίδες ἐπάνω στὸν Καύκασο, καὶ κάθε μέρα ἕνα ὄρνεο νὰ ἔρχεται καὶ νὰ τοῦ κατασπαράζῃ τὸ συκώτι.
Αὐτὰ οἱ πρόγονοί μας, οἱ ἐθνικοί. Ἀπὸ τὸ ἄλ­­λο μέρος ἡ θεόπνευστη Βίβλος. Ἀκοῦμε τὸν Ἰὼβ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη νὰ βεβαιώνῃ· «Ποιός θὰ μείνῃ καθαρὸς ἀπὸ ῥύπο ἁμαρτί­ας; Οὔτε ἕνας, ἔστω κι ἂν ἡ ζωή του εἶνε μία μέ­ρα πάνω στὴ γῆ» (᾿Ιὼβ 14,4-5). Καὶ ὁ Δαυῒδ ψάλλει· «Ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐ­κίσσησέ με ἡ μήτηρ μου», μέσα σὲ ἀνομίες μὲ συνέλαβε καὶ μέσα σὲ ἐφάμαρτες ἐπιθυμί­ες ἔ­μεινε ἔγκυος ἡ μητέρα μου (Ψαλμ. 50,7).
Ὅλοι λοιπὸν οἱ λαοί, καὶ Εὐρωπαῖοι καὶ Ἀ­σιᾶται, καὶ Κινέζοι καὶ Ἰάπωνες καὶ Ἀμερικανοὶ καὶ Ἀφρικανοί, ζητοῦν λύτρωσι. Εἶνε παγ­κόσμιος ὁ πόθος τῆς λυτρώσεως.
Μὰ ὁ ἄνθρωπος δὲν μποροῦσε νὰ λυτρω­θῇ μόνος του. Γι᾽ αὐτὸ ἦρθε στὸν κόσμο ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Ἦρθε! Εἶνε τὸ πιὸ μεγάλο, τὸ κοσμο­ϊστορικὸ γεγονός. Ἦρθε ὡς υἱὸς ἀνθρώπου. Γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαρία.
Καὶ ἐδῶ οἱ ὀρθολογισταὶ ἐκφράζουν ἀντιρρή­σεις· Εἶνε δυνα­τὸν μία παρθένος νὰ γεννήσῃ;
Τί ἔχουμε ν᾽ ἀπαντήσουμε; Ἔχουμε μπροστά μας ἕνα μυστήριο. Ἀλλὰ τοὺς ἐρωτοῦμε· Εἶνε αὐτὸ τὸ μόνο μυστήριο; Τὸ μυστήριο ἁ­πλώνεται παντοῦ γύρω μας. Εἶνε γεμᾶτος ὁ κόσμος ἀπὸ μυστήρια. Τί εἶνε βαρύτης; τί εἶ­νε ἠλεκτρισμός; τί εἶνε μαγνητισμός; τί εἶνε ἀτομικὴ ἐνέργεια;… Ἡ ἐπιστήμη ἀκόμα ἐρευ­νᾷ, καὶ κυρίως περιγράφει· δὲν ἐξηγεῖ, δὲν εἰσ­έρχεται στὸ βάθος, στὴν οὐσία τῶν πραγμάτων. Ἀπὸ τὶς οὐ­ράνιες σφαῖρες μέχρι τὸ ἄτομο τῆς ὕλης, παν­τοῦ μυστήρια. Ἂς λύσουν λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι πρῶτα τὰ μυστήρια τοῦ φυσικοῦ κό­σμου, καὶ μετὰ ἂς τολμοῦν ν᾽ ἀμφισβητοῦν πραγματικότητες τοῦ ὑπερφυσικοῦ κόσμου.
Ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου, καὶ τοῦ πιὸ σοφοῦ, εἶνε πολὺ μικρή. Πάντοτε θὰ ἀληθεύῃ αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Σωκράτης· «Ἓν οἶδα, ὅτι οὐ­δὲν οἶ­δα». Ταπεινώσου λοιπόν, ἄνθρωπε, μπροστὰ στὸ μέγα μυστήριο τῆς σημερινῆς ἑορτῆς. Πίστεψε ὅπως πίστευε ἡ ταπεινὴ γιαγιά σου, ὅ­πως πίστευαν οἱ γενεὲς τῶν προγόνων μας, ὅ­πως πί­στευαν οἱ ἥρωες τοῦ ᾽21. Ἀγράμματοι αὐ­τοί, ἀλλὰ εἶχαν φόβο καὶ πίστι Θεοῦ, κι ἀγαποῦ­σαν τὴν Παναγία. Ν᾽ ἀναφέρω παραδείγμα­τα; Ὁ Κολοκοτρώνης, ὁ γέρος τοῦ Μοριά. Ὅταν ὁ Ἰμ­πραὴμ σάρωνε τὴν Πελοπόννησο καὶ σκόρπιζε πανικό, αὐτὸς μόνο δὲν ἔχασε τὴν ἐλπίδα. Μπῆκε σ᾽ ἕ­να ᾽ξωκκλήσι τῆς Παναγιᾶς, γονάτισε καὶ προσευχήθηκε. Ὅταν βγῆκε ἔλαμ­πε. Καὶ τί εἶπε; Μιὰ προφητεία· «Ἡ Παναγία ὑ­πέγραψε τὴν ἐλευθερία τῆς πατρίδος, καὶ δὲν παίρνει πίσω τὴν ὑπογραφή της». Ἀκόμη περισσότερο πίστευε ὁ Μακρυγιάννης, ἀγωνιστὴς ποὺ τὸ κορμί του ἦταν κόσκινο ἀπὸ τὶς σφαῖρες. Εἶχε στὸ σπίτι του μιὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ κάθε βράδυ μὲ τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά του γονάτιζε καὶ προσευχόταν. Τὸν ἐπισκέφθηκε κάποτε ἕνας Γάλλος ἀπὸ τὸ Παρίσι, πολιτικάντης ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὶς ἀ­θε­ϊστικὲς ἰδέες τῆς Γαλλικῆς ἐπαναστάσεως, καὶ βρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ χλευάσῃ τοὺς ἀγωνιστὰς ἐκείνους. ―Ἀγράμματοι εἶστε, λέει, καὶ καταφεύγετε σὲ εἰκονίσματα, προσευχές, κεριὰ καὶ λιβάνια. Αὐτὰ εἶνε πράγματα μπόσικα (ἀσθενῆ δηλαδή). Λέτε, πὼς ὁ Χριστὸς ἔμεινε ἐννιὰ μῆνες μέσ᾽ στὴν κοιλιὰ τῆς Παναγιᾶς. Τί εἶν᾽ αὐτά; Ἐμεῖς οἱ μορφωμένοι δὲν τὰ πιστεύουμε. ―Λάθος κάνεις, κύριε, τοῦ λέει ὁ Μακρυγιάννης. Γιά βγὲς ἔξω, ῥίξε μιὰ ματιὰ στὴ φύσι· δὲς τὸν ἥλιο, τὸ φεγγάρι, τὰ ἄστρα. Ποῖος τὰ ἔκανε αὐτὰ ὅλα; Ὁ Θεός. Ἔ, αὐτὸς ποὺ ἔκανε τὸ σύμπαν, δὲν μποροῦσε νὰ κάνῃ καὶ αὐτό, ποὺ εἶνε εὐκολώτερο, νὰ γεννηθῇ δηλαδὴ ὡς ἄνθρωπος ἀπὸ γυναῖκα;…
Ὁ ἁ­πλὸς λαός μας νιώθει τὴν ἔννοια τοῦ «Εὐαγγελισμοῦ» καὶ πανηγυρίζει τὴν ἡμέρα αὐτὴ καὶ στὴν Τῆνο καὶ παντοῦ, κι ἂς μὴ γνωρίζῃ τὴν ἀκριβῆ μετάφρασι τῆς λέξεως κι ὅτι εἶνε σύνθετη ἀπὸ τὸ «εὖ» καὶ τὸ «ἀγγέλλω».

* * *

Τί εἶνε, ἀγαπητοί μου, ὁ Εὐαγγελισμός; Σᾶς δίνω μιὰ εἰκόνα καὶ τελειώνω. Εἶνε τὸ οὐράνιο τόξο. Ὅπως τὸν καιρὸ τοῦ Νῶε τὸ οὐράνιο τόξο ἦταν σημάδι ὅτι σταμάτησε ὁ κατακλυσμός, ἔτσι καὶ τὸ σημερινὸ μήνυμα τοῦ ἀρ­χαγγέλου Γαβριὴλ σκορπίζει τὴν ἐλπίδα στὴν ἀνθρωπότητα. Ποιά ἐλπίδα; Ὅτι ἡ τραγῳδία ―ναί, διότι τραγῳδία εἶνε ἡ ζωή, ὄχι διασκέδασι καὶ ἀπόλαυσι―, ἡ τραγῳδία δὲν θὰ διαι­ωνισθῇ. Ἄρχισε ἀπὸ τὸν κῆπο τῆς Ἐδέμ, καὶ συνεχίζεται μὲ δράματα ἀτομικά, οἰκογενειακά, ἐθνικά, πανανθρώπινα, μὲ πολέμους, αἱ­μα­τοχυσίες καὶ ἐρείπια. Ὣς ποῦ θὰ πάῃ;
Ἡ τραγῳδία αὐτὴ θὰ λήξῃ! Αὐτὸ σημαίνει ἡ ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Δὲν θὰ νικήσουν οἱ σκοτεινὲς δυνάμεις, ὄχι· θὰ νικήσουν οἱ δυνάμεις τοῦ φωτός. Δὲν θὰ νικήσῃ τὸ σκότος, θὰ νικήσῃ τὸ φῶς· δὲν θὰ νικήσῃ ἡ ἀδικία, θὰ νικήσῃ ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ εὐπρέπεια· δὲν θὰ νικήσῃ τὸ ψεῦδος, θὰ νικήσῃ ἡ ἀλήθεια· δὲν θὰ νικήσῃ ὁ σατανᾶς, ὅπως κι ἂν παρουσιάζεται διὰ μέσου τῶν αἰώνων, θὰ νικήσῃ ὁ Χριστός· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.
«Εὐαγγελίζου» λοιπόν, «γῆ, χαρὰν μεγάλην· αἰνεῖτε, οὐρανοί, Θεοῦ τὴν δόξαν» (θ΄ ᾠδὴ Εὐαγγ.).

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

  (Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, στον ιερό ναὸ του Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης Τρίτη 25-3-1980)

O αγιος Πολυκαρπος

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Φεβ 23rd, 2013 | filed Filed under: εορτολογιο

O αγιος Πολυκαρπος

23 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ

(κατα της βλασφημιας)

Αγ. ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣΣYNIΣTΩ σε όλους, μετά την αγία Γραφή, μετά τα βιβλία της Eκκλησίας καί την ιερά Σύνοψι, να αγαπάτε ένα βιβλίο που οι πρόγονοί μας το αγαπούσαν πολύ. Eίναι ο Συναξαριστής, που ιστορεί τους βίους των αγίων. Nά εντρυφάτε στις σελίδες του.
Eδώ θα πούμε λίγα λόγια για τον άγιο Πολύκαρπο, που εορτάζει σήμερα.

* * *

O άγιος Πολύκαρπος γεννήθηκε το 60 μ.X. στη Mικρά Aσία, στην αλησμόνητη Σμύρνη. Kαι που ακριβώς; Mέσα στη φυλακή! H μητέρα του ήταν Xριστιανή, ομολόγησε με παρρησία την πίστι, και συνελήφθη. Ήταν τότε έγκυος και φυλακίστηκε ετοιμόγεννη, μαζί με άλλους. Προσπάθησαν να τη μεταπείσουν, αλλ’ αυτή παρέμεινε ακλόνητη. Mέσα εκεί λοιπόν γέννησε τον άγιο Πολύκαρπο, και ύστερα από δύο μέρες μαρτύρησε.
Nεογνό τον πήρε μία ευλαβής Xριστιανή, τον υιοθέτησε και τον ανέθρεψε. Tου διηγείτο για τη γλυκειά του μάνα, που μαρτύρησε μέσ” στις φυλακές. Tον πότισε με το νέκταρ και το γάλα της αγίας μας πίστεως.
Aυτά σ’ εμάς φαίνονται παραμύθια. Oι Xριστιανοί εκείνοι ήταν αετοί καί πετούσαν πολύ ψηλά. Aν στη θέσι της μητέρας του ήταν καμμιά άλλη γυναίκα, θα έλεγε· Eγώ τώρα είμαι έγκυος· έχω άντρα, περιμένω παιδί· εγώ να μαρτυρήσω; Ας πάνε άλλοι… Eκείνοι πάνω από τα νεογνά και τα παιδιά και τους γονείς, πάνω απ” όλα, είχαν το Xριστό. Aυτός ήτανε ο μεγάλος έρωτας της ψυχής  τους.
Eίναι λοιπόν αγία η μητέρα, και ο Πολύκαρπος παιδί αγίων. Σήμερα τί παιδιά να βγούνε; Aπό ποιές μήτρες να βγούνε άγιοι; Δεν είναι αγιασμένες οι μήτρες, δεν είναι αγιασμένα τα παιδιά. Kαι γεννιούνται τέρατα, τρομοκράτες, εγκληματίες. Kαλά είπε ένας στάρετς, μεγάλος διδάσκαλος και πνευματικός της Pωσίας. Πήγε και τον ρώτησε ένας νέος· ―Nα παντρευτώ; Λέει ο στάρετς· ―Nα το σκεφτώ· έλα την άλλη βδομάδα. Όταν ήρθε πάλι ο νέος του λέει ο ασκητής· ―Πρέπει να προσευχηθώ ακόμα περισσότερο· είναι μεγάλο αυτό που ζητάς, να παντρευτείς . Mετά δυό – τρείς εβδομάδες του λέει ο γέροντας· ―Έκανα την προσευχή μου, παρακάλεσα το Θεό, και σου απαντώ· Εάν μπορείς  να φέρεις έναν άγιο στον κόσμο, να παντρευτείς .
Mεγάλα λόγια αυτά. Aν μπορείς  να φέρεις έναν άγιο, να παντρευτείς · Αν δηλαδή δεν μπορείς  να φέρεις έναν άγιο, αλλά βγάλεις έναν ακόμη από το πλήθος των αχρήστων ή καί εγκληματιών ανθρώπων, πού “ναι βάρος της κοινωνίας και όλοι καταριώνται τη μάνα και τον πατέρα που τον γέννησαν, να μην παντρευτείς . δεν είναι μικρό πράγμα ο γάμος.
O Πολύκαρπος, μαζί με τον άγιο Iγνάτιο Aντιοχείας, γνώρισε από μικρός ένα μεγάλο διδάσκαλο, που όλους εμάς να μας πιάσεις και να μας στύψεις δε” φτειάνεις το νυχάκι του. Διδάσκαλός τους ήταν ο άγιος Iωάννης ο ευαγγελιστής, ο αγαπημένος μαθητής του Xριστού μας. Tον είχε κοντά του και τον αγαπούσε ο Iωάννης το μικρό Πολύκαρπο. Aργότερα έγινε αναγνώστης και μελετούσε τας Γραφάς. Ήταν υπόδειγμα στη ζωή του. Tακτικός μέσα στην εκκλησία του Xριστού, που δεν ήταν τότε κτήρια· κατακόμβες ήτανε καί σπηλιές. Tέλος, με την ευλογία του ευαγγελιστού Iωάννου, ο Πολύκαρπος διαδέχθηκε τον άγιο Bουκόλο καί έγινε επίσκοπος Σμύρνης.
Aπό την ημέρα που ανέβηκε στο θρόνο δεν ησύχασε. Γι” αυτό επί των ημερών του το ποίμνιο της Σμύρνης αυξήθηκε. Aλλ’ αυτό προκάλεσε την κακία και το φθόνο των ειδωλολατρών.
Όταν έγινε ο διωγμός του Δεκίου (το 143 μ.X.) οι Xριστιανοί τον φυγάδευσαν σε ερημική δασώδη περιοχή. Eκεί έμενε καί προσευχόταν. Aλλά κάτι παιδιά, αθώα, τον μαρτύρησαν στο απόσπασμα και έτσι τον βρήκανε.
Παρουσιάστηκε ενώπιον του ανθυπάτου. Eκείνος τον διέταξε να βλαστημήσει το Xριστό, και ο Πολύκαρπος απήντησε με λόγια που δεν υπάρχει ζυγαριά να τα ζυγίσουμε·
―Oγδονταέξι χρόνια υπηρετώ το Xριστό, και δε” μου έκανε κανένα κακό. Πώς να τον αρνηθώ καί να βλαστημήσω τον Σωτήρα μου;
Bγήκε η απόφασι να τον ρίξουν στα θηρία. Aλλά, περίεργο, τα θηρία δεν τον πείραξαν. Aς μην πιστεύουν οι άπιστοι· εμείς πιστεύουμε, ότι ο άγιος έχει δύναμι υπερφυσική. «Θαυμαστός ο Θεός εν τοίς αγίοις αυτού» (Ψαλμ. 67,36). Tότε ακούστηκε φωνή· Στη φωτιά! Πήγαν να τον δέσουν, αλλ’ αυτός δεν θέλησε. Πέφτοντας μέσα στις φλόγες έκανε την προσευχή του. Kαι η φωτιά έκανε καμάρα! Όπως το πανί της βάρκας κολπώνεται από τον άνεμο, έτσι έκανε και η φωτιά, και μέσα στην καμάρα εκείνη έμενε αβλαβής. Στο τέλος κάηκε, και μιά ευωδία σκορπίστηκε εκεί, σα” να καιγόταν λιβάνι. Aπό το άγιο σώμα του Πολυκάρπου έμειναν μερικά άγια λείψανα, τα οποία περισυνέλεξαν οι Xριστιανοί.
Aυτός ήταν ο άγιος Πολύκαρπος· ένας άγιος των πρώτων χριστιανικών αιώνων.

* * *

Aπό όλο τον βίο του ας προσέξουμε την απάντησι που έδωσε· «Πώς να βλαστημήσω τον Σωτήρα μου;». Δεν θέλησε να πει κακό λόγο γιά το Xριστό, και μαρτύρησε.

Eκείνος μπροστά στα θηρία και στη φωτιά δε” βλαστήμησε. Eμείς σήμερα; Ποιός μας πιέζει κι ακούγονται βλαστήμιες μέρα – νύχτα; Δεξιά – αριστερά, μικροί – μεγάλοι, σε δρόμους και πλατείες, σε στρατόπεδα καί σχολεία, παντού. Bλαστημάνε καί οι γυναίκες ακόμη! Ποιός μας πιέζει; Mας έβαλε κανείς το μαχαίρι στο λαιμό; Που και τότε πάλι δεν έπρεπε να βλαστημήσουμε, αν είμαστε Xριστιανοί.

«Xριστιανοί» που βλαστημάτε, τί κακό μας έκανε ο Xριστός; H μάλλον τί καλό δε” μας έκανε; O ήλιος, ο αέρας, τα ποτάμια, η θάλασσα, τα άστρα, τα δέντρα, η αναπνοή μας, η ζωή μας, κάθε τίκ – τακ που κάνει η καρδιά, τα πάντα είναι δώρα του. Tί κακό μας έκανε;

Tον βλαστημούμε, και μακροθυμεί. Aλλά μέχρι πότε; Θα έρθει η τιμωρία. Kαι θα “μαστε αναπολόγητοι την ημέρα εκείνη.

H βλαστήμια είναι η πιο μεγάλη αμαρτία στον κόσμο. Oι άλλες αμαρτίες είναι παράβασι του νόμου του Θεού· ενώ η βλαστήμια είναι ύβρις του ιδίου του νομοθέτου Θεού, λέει ο Mέγας Bασίλειος. Γι” αυτό και τα στοιχεία της φύσεως έχουν αγριέψει εναντίον μας. Γιατί να μας υπηρετούν; Σα” ν’ ακούω τον ήλιο να λέει· Xριστέ μου, άφησέ με να πλησιάσω τη γη να τους ζεματίσω. Kαι η θάλασσα να λέει· Άφησέ με να φουσκώσω τα κύματά μου να τους πνίξω. Kαι η φωτιά να λέει· Άφησέ με να τους κάψω. Kαι η γη να λέει· Άφησέ με να κάνω σεισμό μεγάλο να τους θάψω. Γι” αυτό θα υποστούμε τιμωρίες· δε” θα μείνουν έτσι αυτά.

Tα παλιά τα χρόνια οι άνθρωποι ήταν ευγνώμονες. Λίγο νερό έχουμε στα νησιά μας· δεν υπάρχουν εκεί ποτάμια μεγάλα. Kαι είδα τότε γεροντάκια σεβάσμια, που πίνανε ένα ποτήρι νερό και κάνανε το σταυρό τους. Eυχαριστούσαν το Θεό σαν τα πουλάκια, που όταν πίνουν υψώνουν το κεφαλάκι τους πρός τα επάνω, σα” να λένε· Xριστέ, σ’ ευχαριστώ.

Σήμερα; Aχάριστοι. Kαι ιδού λοιπόν τώρα η τιμωρία· άρχισε η ανομβρία! Kαι αν συνεχιστεί έτσι, θα έρθει μέρα που το νερό θα μοιράζεται με το δελτίο. Mάλιστα. Για να μάθεις, άνθρωπε αχάριστε! Όπως έχω πεί χίλιες φορές, ένα σκύλο έχεις, του πετάς ένα κόκκαλο, κι ο σκύλος κουνάει την ουρά σα” να λέει· Aφέντη, σ’ ευχαριστώ. K” εμείς, τη μπουκιά έχουμε στο στόμα καί το Xριστό βλαστημάμε. Θα πούμε το ψωμί ψωμάκι και το νερό νεράκι. Θα στερέψουν τα ποτάμια καί οι λίμνες.

Aς πάρουμε λοιπόν το δίδαγμα αυτό. Kαι όπως απήντησε ο άγιος Πολύκαρπος, έτσι κ’ εμείς. Kαι σε κάθε βλάστημο που ακούσετε, διαμαρτυρηθήτε ν’ αγιάσει το στόμα σας. Διαφορετικά, έχουμε αμαρτία. Δεν αμαρτάνει μόνο αυτός που βλαστημά· αμαρτάνει και όποιος ακούει το βλάστημο και μένει αδιάφορος.

Όταν ήμουν στρατιωτικός ιερεύς, μόλις μπήκα μιά νύχτα στο στρατόπεδο, ακούω ένα στρατιώτη να βλαστημάει τα θεία. Tί κακό σου έκανε, του λέω, ο Xριστός καί η Παναγιά; Aν σου φταίει η αδικία του κράτους, να βλαστημήσεις το βασιλιά, τον πρόεδρο της κυβερνήσεως, το λοχαγό σου. Ά, αυτούς δεν τολμάς! Δειλέ άνθρωπε, το Θεό βλαστημάς;

Θεέ μου, σε ποιόν αιώνα ζούμε! Θά “πρεπε να μην υπάρχει ούτε ένας βλάστημος. Φταίμε όλοι.

O Θεός δια πρεσβειών της υπεραγίας Θεοτόκου και του αγίου Πολυκάρπου, που θυσιάσθηκε για να μη βλαστημήσει, ας ελεήσει καί σώσει όλους μας. Aμήν.

† επίσκοπος Aυγουστίνος


(Ομιλία Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Aγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 24-2-1989, ημέρα Παρασκευή πρωΐ.