Αυγουστίνος Καντιώτης



Archive for the ‘εορτολογιο’ Category

ΥΠΑΚΟΗ ΣΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Αυγ 4th, 2012 | filed Filed under: εορτολογιο

Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος

ΥΠΑΚΟΗ ΣΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

«Καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπη­τός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε» (Ματθ. 17,5)

Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΜΑΣ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ μόνη ἀληθινὴ στὸν κόσμο. Ὅσο διαφέρει τὸ διαμάντι ἀπὸ τὰ χαλίκια, τόσο διαφέρει ἡ δική μας θρησκεία ἀπ᾽ ὅλες τὶς θρησκεῖες τοῦ κόσμου. Καὶ εἶνε ἡ μόνη ἀληθινή, διότι αὐτὸς ποὺ ἵδρυσε τὴν ἁγία μας Ἐκκλησία δὲν εἶνε ἕ­νας ἄνθρωπος ὅπως ὅλοι ἐμεῖς, ἀλλὰ εἶνε Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, Θεάνθρωπος. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς εἶνε Θεός. Τὸ φωνάζουν οἱ ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, οἱ προφῆται, μυριάδες ἄνθρωποι· τὸ φωνάζουν καὶ τὰ ἀμέτρητα θαύματα ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων. Ἕνα δὲ ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα θαύματά του εἶνε αὐτὸ ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα· ἡ Μεταμόρφωσις.
Ἂς δοῦμε μὲ λίγα λόγια τὸ θαῦμα αὐτὸ καὶ τί μᾶς διδάσκει.

* * *

Ὅταν ὁ Χριστὸς γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παν­α­γία, φαινόταν στὸν κόσμο σὰν ἕνας κοινὸς ἄνθρωπος, σὰν ὁ πιὸ φτωχὸς ἄνθρωπος. Ὅ­λοι ἐμεῖς κάποιο σπιτάκι ἔχουμε, κανείς δὲν εἶνε ἄστεγος· ἐκεῖνος δὲν εἶχε ποῦ νὰ μείνῃ. Ὅταν κάποιος θέλησε νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ, ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε· «Τὰ πουλιὰ κ’ οἱ ἀλεποῦδες ἔχουν φωλιές, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔ­χει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ», δὲν ἔχει ποῦ νὰ γείρῃ τὸ κεφάλι του (Ματθ. 8,20· Λουκ. 9,58). Ροῦχα πολυτελῆ δὲ φοροῦσε, λεπτὰ στὴν τσέπη δὲν εἶχε, μὲ τὰ πόδια βάδιζε ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριὸ γιὰ νὰ κηρύξῃ τὸ εὐαγγέλιο. Βλέπον­τάς τον λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι ἔτσι, δὲν μποροῦσαν νὰ φανταστοῦν ὅτι κάτω ἀπὸ τὴν ταπεινὴ αὐτὴ ἐμφάνισι κρύβεται τὸ θεῖο μεγαλεῖο, κρύβεται ἡ θεότης.
Ξέρετε τί ἔκανε ὁ Χριστός; Κάτι σὰν ἐκεῖνο ποὺ ἔκανε κάποτε ἕνας βασιλιᾶς τῆς ῾Ρωσίας πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια, τὸν καιρὸ τῶν τσάρων. Αὐτὸς μέσα στὸ παλάτι φοροῦσε κορώνα στὸ κεφάλι, ἦταν ντυμένος τὴ στολὴ μὲ τὰ σπαθιὰ καὶ τὰ διάσημα, κι ὅταν ἔβγαινε ἔξω ὅλοι τὸν προσκυνοῦσαν. Καταλάβαινε ὅμως, ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶνε τυπικὰ καὶ κρύβουν ὑποκρισία. Γι᾽ αὐτὸ τί ἔκανε· μιὰ νύχτα ἔβγαλε τὴν κορώ­να, τὰ σπαθιὰ καὶ τὰ μεταξωτὰ ροῦ­χα, ντύθηκε τὰ ροῦχα ἑνὸς ζητιάνου, πῆρε ἕ­να ῥαβδὶ καὶ ξυπόλητος ἄρχισε νὰ περιοδεύῃ ἀνάμεσα στοὺς ὑπηκόους του. Ὅλοι τὸν ἔ­διω­χναν, ἔβαζαν καὶ τὰ σκυλιὰ νὰ τὸν κυνηγοῦν· κανείς δὲ φανταζόταν, ὅτι κάτω ἀπ᾽ τὰ κουρέλια κρύβεται ὁ αὐτοκράτωρ πασῶν τῶν ῾Ρωσιῶν· μόνο μιὰ καλύβα ἔξω ἀπ’ τὴ Μόσχα ἄνοιξε καὶ τὸν δέχτηκε… Κάτι παρόμοιο λοι­πὸν ἔκανε καὶ ὁ Χριστός μας. Δὲν παρουσιάστηκε πάνω στὴ γῆ ὡς βασιλεὺς τῶν ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, μὲ τὸ ἐκθαμβωτικὸ μεγαλεῖο τῆς θεότητός του. Παρουσιάστηκε ὡς ἕνας φτωχὸς κοινὸς ἄνθρωπος, καὶ γι᾽ αὐτὸ λίγοι τὸν πίστεψαν.
Ἀλλὰ σήμερα, τὴν ἁγία αὐτὴ ἡμέρα, ὁ Χριστὸς ἔδειξε ὅτι εἶνε Θεός. Πῶς τὸ ἔδειξε; Μὲ τὸ θαῦμα ποὺ ἔκανε. Ἡ Μεταμόρφωσις εἶνε ἕνα θαῦμα διαφορετικὸ ἀπὸ τὰ ἄλλα. Ἔκανε θαύματα ὁ Χριστὸς στὴ φύσι· στὴ θάλασσα, στὴν ξηρά, στὰ δέντρα, σὲ πολλὰ κτίσματά του· ἀλλὰ τὸ θαῦμα αὐτὸ τὸ ἔκανε πάνω στὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Δηλαδή;
Πῆρε τοὺς τρεῖς μαθητάς, τὸν Πέτρο τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη, κι ἀνέβηκαν σ᾽ ἕνα ψη­λὸ βουνό, ποὺ μέχρι σήμερα ὑπάρχει καὶ αὐ­τὴ τὴν ἅγια ἡμέρα ἀνεβαίνει ἐκεῖ ὁ πατρι­άρχης τῶν ῾Ρωμαίων – τῶν Ἑλλήνων καὶ γίνεται πάντοτε θεία λειτουργία εἰς τιμὴν καὶ μνή­μην τοῦ γεγονότος. Ἐνῷ λοιπὸν ὁ Χριστὸς ἦ­ταν στὸ Θαβὼρ μὲ τοὺς τρεῖς μαθητάς, ξαφνι­κὰ τί ἔγινε· τὸ ταπεινό του πρόσωπο, ποὺ δὲν διέφερε ἀπὸ τὸ πρόσωπο κάθε ἀνθρώπου, ἄ­στραψε σὰν τὸν ἥλιο, λὲς καὶ κατέβηκε ὁ ἥ­λιος κάτω στὴ γῆ, καὶ τὰ φτωχά του ροῦχα, ποὺ ὕφανε στὸν ἀργαλειὸ ἡ Παναγία, ἔγιναν λευκὰ σὰν τὸ φῶς. Ἦταν μία θεία μεγαλοπρέ­πεια! Δίπλα του, δεξιὰ καὶ ἀριστερά, παρουσι­άστηκαν δυὸ γνωστὲς φυσιογνωμίες καὶ συν­ωμιλοῦσαν μαζί του· ὁ ἕνας ἦταν ὁ Μω­υσῆς, πού ᾽χε πεθάνει πρὶν δυὸ χιλιάδες χρόνια, καὶ ὁ ἄλλος ὁ Ἠλίας, ποὺ τὸν πῆρε στὸν οὐ­ρανὸ ὁ Θεὸς ὅπως γνωρίζουμε. Ὁ Πέτρος ἔκ­θαμβος λέει· Ἐδῶ νὰ μείνουμε, Κύριε, νὰ μὴν κατεβοῦ­με πλέον κάτω (μπροστὰ σ’ ἐκεῖνο τὸ θέ­αμα λησμόνησε γυναῖκα, παιδιά, συγγενεῖς)· ἂν θέλῃς, νὰ φτειάξουμε τρεῖς σκηνές· μία γιὰ σέ­να, μία γιὰ τὸ Μωυσῆ, καὶ μία γιὰ τὸν Ἠ­λία (γιὰ τὸν ἑαυτό του δὲν ἤθελε τίποτε· τοῦ ἔ­φτανε ποὺ ἔβλεπε τὸ Χριστό). Κ’ ἐνῷ ἔ­λεγε αὐ­τά, μιὰ νεφέλη, ἕνα σύννεφο φωτεινό, τοὺς σκέπασε, κι ἀπὸ τὴ νεφέλη ἀκούστηκε φωνὴ νὰ λέῃ· «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπη­τός, ἐν ᾧ εὐ­δόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε» (Ματθ. 17,5). Μόλις οἱ τρεῖς μαθηταὶ ἄκουσαν τὰ λόγια αὐ­τά, ἔπεσαν ἔντρομοι μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ. Ὁ Χριστὸς πλησιάζει, τοὺς ἀγγίζει καὶ λέει· «Σηκω­θῆτε καὶ μὴ φοβεῖσθε». Ὅταν σήκωσαν τὰ μάτια εἶδαν μόνο τὸν Ἰησοῦ. Καὶ καθὼς κατέβαι­ναν ἀπὸ τὸ Θαβὼρ τοὺς ἔδωσε ἐντολή· «Μὴν πῆτε σὲ κανένα αὐτὸ ποὺ εἴ­δατε, μέχρις ὅτου ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀ­ναστηθῇ ἐκ νεκρῶν».

* * *

Αὐτὸ εἶνε τὸ σημερινὸ θαῦμα. Δὲν τὸ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι; δικαίωμά τους. Ἐμεῖς τὸ πιστεύουμε. Σήμερα ὁ Χριστὸς μὲ τὴ μεταμόρ­­φωσι τοῦ προσώπου του ἔδειξε ὅτι εἶ­νε Θεός.
Ὅλα ὅσα ἀκούσαμε εἶνε διδακτικά· τὸ Θαβώρ, ἡ νεφέλη, ὁ Μωυσῆς, ὁ Ἠλίας, ὁ Πέτρος, ὁ Ἰάκωβος, ὁ Ἰωάννης, ὅλα διδάσκουν. Ἀλλὰ ἐγὼ ἀπ᾽ ὅλα αὐτὰ θέλω νὰ προσέξετε ἕνα μόνο· τὴ φωνὴ ποὺ ἔλεγε «αὐτοῦ ἀκούετε».
Ἔδωσε ἐντολὴ ὁ οὐρανὸς ν᾽ ἀκοῦμε τὸ Χρι­­στό. Αὐτὸς εἶνε ὁ ἀρχηγός μας κ’ ἐμεῖς πρέπει νὰ πειθαρχοῦμε σ’ Αὐτόν, ὅ,τι λέει νὰ τὸ ἐκτελοῦμε. Αὐτὴ εἶνε ἡ ὑποχρέωσι κάθε Χριστιανοῦ· εἴτε παπᾶς εἴτε πατριάρχης εἴτε λα­ϊ­κὸς εἶνε, ὅ,τι νά ᾽νε, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ βαπτίστηκε στὴν κολυμβήθρα καὶ δὲν εἶνε πλέον εἰ­δωλολάτρης ἄπιστος καὶ ἄθεος ἀλλὰ ἔγινε Χριστιανός ―πῆρε τὸ ὄνομα τὸ ἀνώτερο ἀπ᾽ ὅλα―, ἀπὸ τὴν ὥρα αὐτὴ ἀνήκει πλέον στὸ Χρι­στό. Καὶ ὅπως ὁ μαθητὴς ὑπακούει στὸ δά­σκα­λο, ὁ στρατιώτης στὸν ἀξιωματικό, ὁ ἀσθε­νὴς στὸ γιατρό, ὁ ναύτης στὸν πλοίαρχο, ἔτσι ἐ­μεῖς πρέπει νὰ ὑπακούουμε στὸ Χριστό.
Καὶ γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· ὑπακούουμε ἐμεῖς στὸ Χριστό; Ἂς βάλῃ ὁ καθένας τὸ χέρι στὴν καρδιὰ καὶ ἂς ἐξετάσῃ. Τί ζητάει ὁ Χριστός;
⃝ Ἂς πάρουμε μία ἐντολή. Μᾶς λέει, ὅτι πρέπει ἕξι μέρες νὰ δουλεύουμε, ἀλλὰ τὴν Κυρι­ακὴ ὅλοι στὴν ἐκκλησία (βλ. Ἔξ. 20,8-10· Δευτ. 5,12-15). Τὸ κάνουμε; Δὲν τὸ κάνουμε. Ἐλάχιστες οἱ ἐξαιρέσεις. Στὴν Πρέσπα εἶνε ἕνα μικρὸ χω­ριό, ἡ Ὀξυά, κοντὰ στὴ λίμνη. Πῆγα, χτύπησα τὴν καμπάνα. Δεκαοχτώ κάτοικοι; δεκαοχτὼ παρόντες, οὔτε ἕνας δὲν ἔλειπε! Κατὰ κανόνα ὅμως ὁ κόσμος δὲν ἐκκλησιάζεται.
⃝ Ἄλλη ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ εἶνε νὰ ἐξομολο­γούμεθα. Ἂν σᾶς ρωτήσω ἕναν – ἕνα, κι ἀ­πὸ σᾶς ὡρισμένοι δὲν ἔχουν ἐξομολογηθῆ ἀφ’ ὅτου γεννήθηκαν. Ἐλάχιστοι ἐξομολογοῦν­ται, πολὺ λίγοι· οἱ περισσότεροι εἶνε ἀνεξομολόγητοι.
⃝ Μᾶς λέει ὁ Χριστὸς νὰ μελετοῦμε τὴν ἁγία Γραφή. Τὸ κάνουμε; Εἶμαι σίγουρος ὅτι ῥαδι­όφωνο ἀκοῦτε, τηλεόρασι βλέπετε, ἐφημερίδες διαβάζετε, ἀλλὰ Εὐαγγέλιο; τίποτα!
⃝ Μᾶς λέει ὁ Χριστός, ὅτι οἱ σύζυγοι πρέπει νὰ εἶνε ἀγαπημένοι. Οὔτε αὐτὴ ἡ ἐντολὴ ἐκ­τελεῖται. Καὶ ἐνῷ στὰ παλιὰ τὰ εὐλογημένα χρόνια καὶ ἡ λέξις διαζύγιο ἦταν ἄγνωστος, τώρα ἄνοιξε φάμπρικα τοῦ διαβόλου καὶ τὰ ζευγάρια διαλύονται. Ξένες γυναῖκες, διεφθαρ­μένες, μᾶς ἦρθαν· γιατὶ ἔπεσε χρῆμα· κι ὅ­που πέσῃ χρῆμα, ἐκεῖ ἔρχεται διαφθορά.

* * *

«Αὐτοῦ ἀκούετε», εἶνε ἡ ἐντολὴ τοῦ οὐρανοῦ. Ἐμεῖς ὅμως φράξαμε τ᾽ αὐτιά μας μὲ βουλοκέρι καὶ δὲν θέλουμε ν᾽ ἀκούσουμε. Ἀλλοῦ τεντώνουμε τὸ αὐτὶ ν’ ἀκούσουμε τὰ ψέματα· τὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μᾶς λέει τὰ σωστά, δὲν θέλουμε νὰ τὴν ἀκούσουμε.
Τί θὰ γίνῃ; Ἐμένα ῥωτᾶτε; Δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ μᾶς ὁ Χριστός· ἐμεῖς τὸν ἔχουμε ἀνάγκη. Ἀνοῖξτε τὶς προφητεῖες· τί λέει ὁ Ἠσαΐας; «Ἐ­ὰν θέλητε καὶ εἰσακούσητέ μου, τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς φάγεσθε». Ἂν μ’ ἀκούσετε, θὰ ἔχετε ὅλα τ’ ἀγαθὰ τῆς γῆς· ἐὰν δὲ μ’ ἀκούσετε, «μά­χαι­ρα ὑμᾶς κατέδεται», θὰ περάσετε ἀπ᾽ τὸ μαχαίρι, θὰ σᾶς φάῃ τὸ μαχαίρι (Ἠσ. 1,19-20).
Καὶ ἔρχεται, ἔρχεται τιμωρία μεγάλη· ἀστρο­πελέκια, σεισμοί, πόλεμοι, «Ἁρμαγεδών» (Ἀπ. 16,16). Σὲ μία νύχτα θ᾽ ἀδειάσουν οἱ πόλεις κι ὅσοι προλάβουν θὰ πιάσουν τὰ βουνά. Διότι ὅλοι μας, παπᾶδες – δεσποτάδες, μικροὶ – μεγάλοι, φύγαμε ἀπ’ τὸ Θεό, δὲν τὸν ἀκοῦμε.
Μακάριος ὅποιος ὑπακούει στὸ Χριστό.
Ταῦτα, ἀγαπητοί, καὶ εἴθε ὁ Θεὸς διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου νὰ ἐλεήσῃ καὶ νὰ σώσῃ ἡμᾶς· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἱ. ναὸς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου Ἀρδάσσης – Ἑορδαίας 6-8-1976

O AΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ ΠΡΟΤΥΠΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΟΣ ΙΑΤΡΟΥ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιούλ 27th, 2012 | filed Filed under: εορτολογιο

Ο ἅγιος Παντελεήμων

ΠΡΟΤΥΠΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΟΣ ΙΑΤΡΟΥ

«Ἡ γνῶσις φυσιοῖ, ἡ δὲ ἀγάπη οἰκοδομεῖ» (Α΄ Κορ. 8,2)

Ag. Pantel.ΕΟΡΤΗ, ἀγαπητοί μου, σήμερα. Ἑορτάζει ὁ μεγαλομάρτυς ἅγιος Παντελεήμων, ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ δημοφιλεῖς ἁγίους. Διηγήθηκα ἄλλοτε τὸν βίο του. Ἐδῶ θὰ δοῦμε πῶς ἁγίασε.
Πολλοὶ νομίζουν, ὅτι γιὰ νὰ γίνῃ κανεὶς ἅγιος πρέπει νὰ φύγῃ ἀπὸ τὸν κόσμο, νὰ πάῃ σὲ μοναστήρι, νὰ μὴν ἔχῃ ἐπικοινωνία μὲ ἀνθρώπους. Ἀλλὰ δὲν εἶνε αὐτὴ ἡ ὀρθὴ ἀντίληψις περὶ τῆς ἁγιότητος. Ἅγιος πρέπει νὰ γίνῃ κάθε Χριστιανὸς ποὺ βαπτίσθηκε, ὄχι μόνο ὁ μοναχός. Εἶνε ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ· «ἅγιοι γίνεσθε» (Α΄ Πέτρ. 1,16· Λευϊτ. 20,7,26). Ἡ ἁγιότης εἶνε φυτὸ οὐράνιο, ποὺ ἀκμάζει καὶ ἀνθοφορεῖ παντοῦ. Μπορεῖ μάλιστα νὰ πᾷς στὸ Ἅγιο Ὄρος, καὶ νὰ κολαστῇς (ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν πρόθεσι ποὺ ἔχεις)· καὶ μπορεῖ νὰ μείνῃς μέσ᾿ στὸν κόσμο, στὴν πιὸ διεφθαρμένη κοινωνία, καὶ μέσ᾿ στὰ Σόδομα καὶ Γόμορρα, καὶ ν᾿ ἁγιάσῃς ὅπως ὁ Λώτ. Ἀπόδειξις ὁ ἅγιος Παντελεήμων.

* * *

Δὲν ἦταν κληρικὸς ἢ καλόγερος, δὲν ἔζησε σὲ μοναστήρι. Μέσα σὲ κοινωνία διεφθαρμένη ἔζησε, ὅπως ἦταν ἡ κοινωνία τῆς Νικομηδείας, ποὺ εἶχε χρηματίσει καὶ πρωτεύουσα τοῦ κράτους. Ἐκεῖ γεννήθηκε ὁ ἅγιός μας. Οἱ γονεῖς του δὲν ἦταν ὁμόπιστοι. Ἦταν ἕνα διχασμένο σπίτι· ὁ πατέρας εἰδωλολάτρης, ἡ μάνα Χριστιανή. Ἡ πραότης ὅμως καὶ ἡ φιλόστοργία τῆς μάνας τοὺς κέρδισε καὶ τοὺς δυό. Ἐκείνη κατέλαβε ἐξέχουσα θέσι καὶ ἔσπειρε τὸν πρῶτο σπόρο στὴν ψυχὴ τοῦ μικροῦ Παντελέοντος – ἔτσι ἦταν τὸ πρῶτο του ὄνομα, ἐν συνεχείᾳ βαπτίσθηκε ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἑρμόλαο καὶ ὠνομάστηκε Παντελεήμων.
Ὁ Παντελέων ἔδειχνε μεγάλη εὐστροφία. Εἶχε κλίσι στὴν ἰατρικὴ καὶ σπούδασε τὴν ἐπιστήμη αὐτὴ κοντὰ σὲ διάσημο τότε ἰατρὸ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἔγινε ἐπιστήμων γιατρός. Ἀλλὰ τί γιατρός; Προσθέστε μιὰ λέξι· Χριστιανός! Ἔχει τεραστία διαφορά. Οἱ ἄλλοι γιατροὶ στὴ Νικομήδεια προσέφεραν τὶς ὑπηρεσίες τους μὲ χρήματα· αὐτός, ἀφοῦ πίστευσε στὸ Χριστὸ καὶ βαπτίσθηκε, θεράπευε δωρεάν. Ὅπου ὑπῆρχε φτωχός, δυστυχισμένος, ἀνάπηρος, τὸν ἐπισκεπτόταν καὶ προσέφερε τὰ φάρμακά του. Διότι εἶχε φάρμακα καὶ αὐτός. Ὅπως τὸν βλέπουμε ζωγραφισμένο στὴν εἰκόνα, κρατεῖ ἕνα μικρὸ κουτί, μέσα στὸ ὁποῖο ἔχει φάρμακα. Ὁ Θεὸς ἔδωσε καὶ τὰ φάρμακα. Ὅλα τὰ φάρμακα ἀπὸ τί γίνονται; ἀπὸ βότανα.
Κάνω ἐδῶ μιὰ Read more »

ΓYNAIKEΣ, ΣΤΟΛΙΣΘΗΤΕ!

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιούλ 25th, 2012 | filed Filed under: εορτολογιο

Η ἁγία Παρασκευή

ΓYNAIKEΣ, ΣΤΟΛΙΣΘΗΤΕ! 

Αγ. Παρασκ.ΕΟΡΤΗ καὶ πανήγυρις, ἀγαπητοί μου, σήμερα. Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἑορτάζει τὴ μνήμη τῆς ἁγίας Παρασκευῆς. Προβάλλει τὸ παράδειγμά της καὶ μᾶς καλεῖ νὰ τὴ μιμηθοῦμε.
Ἡ ἁγία Παρασκευὴ ἐπιβεβαιώνει, ὅτι ἡ γυ­ναίκα μπορεῖ σωματικῶς νὰ εἶνε «ἀ­σθενέστε­ρον σκεῦος», ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Πέτρος (Α΄ Πέτρ. 3,7) καὶ δὲν μπορεῖ νὰ κάνῃ κάποιες ἐρ­γασίες, ἀλλὰ ψυχικῶς σὲ πολλὲς περιπτώσεις ἀναδεικνύεται ἀνώτερη ἀπὸ τὸν ἄντρα. Γυναίκα ποὺ πιστεύει στὸ Θεὸ κ᾽ εἶνε στολισμένη μὲ ἀρετὲς καὶ χάριτες, ἡ Χριστιανὴ γυναίκα, νικᾷ ὄχι μόνο τὸν ἄντρα ἀλλ᾽ ἀκόμα καὶ τοὺς ἀγ­γέλους· φθάνει σὲ ὕψος πολὺ μεγάλο, μέχρι τὸν οὐρανό. Κορυ­φαῖο παράδειγμα ἡ Παναγία, ἡ πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν, ποὺ λάμπει περισσότερο κι ἀπ᾽ τὶς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου. Παράδειγμα ἀ­κόμα εἶ­νε καὶ ἡ ἁγία Παρασκευή, τῆς ὁποίας ἑορτάζουμε τὴν ἱερὰ μνήμη.

* * *

Γεννήθηκε στὴν πρωτεύουσα τοῦ τότε κό­σμου, τὴ ῾Ρώμη, τὸν δεύτερο αἰῶνα ἐπὶ βασιλέ­ως Ἀντωνίνου (138-160 μ.Χ.). Οἱ γο­νεῖς της, ὁ Ἀγάθων καὶ ἡ Πολι­τεία, ἦταν εὐ­σε­βεῖς ἀλλὰ ἄτεκνοι. Παρακαλοῦσαν τὸ Θεό, νὰ τοὺς δώσῃ παιδὶ κι αὐτοὶ νὰ τοῦ τὸ ἀφιερώσουν. Ὁ Θεὸς ἄκουσε τὶς προσευχὲς τοῦ εὐ­σεβοῦς ἀν­δρογύνου καὶ τοὺς χάρισε ἕνα κοριτσάκι. Κ᾽ ἐπει­δὴ τὸ κοριτσάκι γεννήθηκε ἡμέρα Παρα­σκευή, τὸ ὠνό­μασαν Παρασκευή. Μεγαλώνον­τας ἔμαθε γράμματα, ἔγινε σοφή, πρὸ πάν­­των στὴ γνῶ­σι τῶν ἁγίων Γρα­φῶν. Ἦταν πιστὴ καὶ ἀφωσι­ωμένη στὸν Κύ­ριο. Μετὰ τὸ θάνατο τῶν γονέ­ων της, ἀφοῦ μοίρασε τὰ ὑπάρ­χοντά της σὲ φτωχούς, ἀ­σπάσθηκε τὴν ἀφιερωμένη ζωὴ καὶ ἄρχισε νὰ κηρύττῃ τὸ εὐαγγέ­λιο τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ τὴν ἁ­γιότητα καὶ τὴν κα­θαρότητα τῆς ζω­ῆς της ἀξιώθηκε νὰ κάνῃ καὶ θαύματα.
Σήμερα δὲν γίνονται θαύματα. Γιατί; Διότι δὲν ζοῦ­με σὰν τὴν ἁγία Παρασκευή. Πῶς νὰ γί­νουν τώρα θαύματα; Οἱ ἄν­θρω­ποι εἶνε ἄπιστοι, ἄθεοι, ὑπερήφανοι, διεφθαρ­μένοι. Δὲν γί­­νονται θαύματα ὄχι διότι ἀδυνάτισε ὁ Θεός – ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ ἴδιος· ἐμεῖς εἴμαστε ἀνάξιοι νὰ δοῦμε καὶ ν᾽ ἀπολαύσουμε θαύματα.
Ἡ ἁγία Παρασκευὴ θαυματουργοῦσε. Θερά­πευε τυφλοὺς καὶ κουφούς, ἀκόμα καὶ νεκροὺς ἀνέστησε. Καὶ μὲ τὰ θαύματα, τὴ διδα­σκαλία καὶ τὸ παράδειγμά της πολὺς κόσμος πίστευε στὸ Χριστό. Αὐτὸ ὁ διάβολος δὲν τὸ ὑ­πέφερε. Γι᾽ αὐτὸ ἔβαλε δυὸ Ἑβραίους, πῆ­γαν καὶ τὴν κατηγόρησαν ὅτι κάνει προπαγάνδα, ὑβρίζει τοὺς θεούς, προξενεῖ ζημιὰ στὸ κράτος. Τὴν συνέλαβαν λοι­πὸν καὶ τὴν ὡδήγησαν μπροστὰ στὸν βασι­­λέα Ἀν­τωνῖνο. Ἐκεῖνος, ὅταν τὴν εἶδε, ἔ­μεινε ἔκθαμβος ἀ­πὸ τὴν ὀ­μορφιά, τὴν εὐφυΐα καὶ τὴ μόρφωσί της.
―Ἀρνήσου τὸ Χριστό, τῆς εἶπε, Read more »

Εδιωχθη απο φθονο

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιούλ 16th, 2012 | filed Filed under: εορτολογιο

Τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος
27 Ἰουλίου

Εδιωχθη απο φθονο

«Ηδει γὰρ ὅτι διὰ φθόνον παρέδωκαν αὐτόν» (Ματθ. 27,18)

ΚΑΙ ΠΑΛΙ, ἀγαπητοί μου, τιμοῦμε τὴν ἱερὰ μνήμη τοῦ μεγαλομάρτυρος Παντελεή­μο­­νος. Τὸ θέμα μας θὰ εἶνε τὸ ἐρώτημα· Ποιά ἡ αἰτία τοῦ διωγμοῦ τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος; Σ᾿ αὐτὸ θὰ δώσουμε μία σύντομη ἀπάντησι.

* * *

Ὁ ἅγιος Παντελεήμων ἔζησε καὶ ἤθλησε στὴν ἐποχὴ τῶν διωγμῶν, ὅταν στὴ ῾Ρώμη αὐ­τοκράτωρ ἦταν ὁ Διοκλητιανός. Γεν­νήθηκε στὴ Νικομήδεια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ὁ πατέρας του ἦταν εἰδωλο­λά­τρης, ἀλλὰ ἡ μητέρα του ἦταν ἀπὸ τὶς γυναῖ­κες ποὺ φύτευαν βαθειὰ στὴν καρδιὰ τῶν παιδιῶν τους τὴν πίστι στὸ Χριστό. Διδά­χθηκε λοιπὸν ὁ ἅγιος Παντελεήμων ἀ­πὸ τὴ μη­τέρα του τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεως.
Ἦταν εὐφυής. Εἶχε κλίσι στὰ γράμματα. Σπούδασε τὴν ἰατρικὴ κοντὰ σὲ δι­α­κεκριμέ­νους ἐπιστήμονες. Ἀ­νεδεί­χθη κορυφαῖος ἰατρός. Πολλοὶ ἰατροὶ ὑ­πῆρ­χαν τότε, ὅπως ὑπάρ­χουν καὶ σήμερα. Εἶ­­νε ὅ­μως σπάνιο νὰ βρεθῇ γιατρὸς Χριστιανός. Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον εἶνε ἄπιστοι, ὑλισταί. Καὶ νά ᾿ταν καμμιὰ ἀξία; ὁ Θε­ὸς νὰ σᾶς φυ­λάῃ, μὴν πέσετε στὰ χέρια τους.
Ὁ ἅγιος Παντελεήμων διέφερε. Κατὰ τί διέφερε; Διέφερε σὲ τρία σημεῖα.
⃝ Πρῶ­τον ὡς πρὸς τὸ χρῆμα· ἐκεῖνοι ἦταν φι­λάργυροι· ἐκμεταλλεύοντο τοὺς ἀσθενεῖς καὶ θησαύριζαν· ὁ ἅγιος Παντελεήμων ἦταν ἀν­ιδιοτελής, ἰδεολόγος. Ἀσκοῦ­σε τὴν ἐπιστήμη ὡς ἱεραποστολή. Τὸν ἔβλεπαν νὰ ἐπισκέπτεται τὴ νύχτα σὰν ἄγγελος τὶς καλύ­βες. Ἐνῷ οἱ ἄλλοι πήγαιναν μόνο στὰ σπίτια τῶν μεγά­λων, αὐτὸς πήγαινε στὶς φτωχο­συνοικίες καὶ ὑπηρετοῦσε τοὺς ἀσθενεῖς.
⃝ Τὸ δεύτερο στὸ ὁποῖο δι­­έφερε ἀπὸ τοὺς ἄλ­­λους. Την συνέχεια εδώ Read more »

Η ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΕΝΑΣ ΒΡΑΧΟΣ ΑΡΕΤΗΣ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιούλ 14th, 2012 | filed Filed under: εορτολογιο
ΟΜΙΛΙΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ

ΕΝΑΣ ΒΡΑΧΟΣ ΑΡΕΤΗΣ

H  αγία Παρασκευή δεν ήταν μία συνηθισμένη γυναίκα. Ήταν ένα πνευματικό μετέωρο, ένας βράχος αρετής, ακλόνητος μέσα στον ωκεανό της διεφθαρμένης κοινωνίας.
Σ’ αυτήν εφαρμόζουν εκείνα που είπε ο Xριστός, ότι· Aυτός που ακούει τα λόγια μου και τα τηρεί, μοιάζει μ’ ένα σπίτι κτισμένο στο βράχο, που έρχεται η βροχή και οι άνεμοι και οι ποταμοί, πέφτουν επάνω του, μα το σπίτι δεν κλονίζεται (βλ. Mατθ. 7,24 – 25). Kαι η αγία Παρασκευή ήταν βράχος αρετής. Πέσανε πάνω της κύματα αφρισμένα, τα μεγαλύτερα κύματα της ζωής.
Πρώτα – πρώτα έπεσε πάνω της το κύμα της διαφθοράς. Δε γεννήθηκε σε χωριό. Γεννήθηκε στην πιο διεφθαρμένη πόλη, που η αγία Γραφή την ονομάζει Bαβυλώνα του κόσμου για τη διαφθορά της (βλ. Απ. 17,5). Γεννήθηκε στη Pώμη, σ’ ένα προάστιο της Pώμης. Kαι όμως στάθηκε στο ύψος της. Ήταν ένα κρίνο μέσα στον κοπρώνα της κοινωνίας.
Ας τ’ ακούσουμε αυτό  όλοι, που άμα δούμε καμιά γυναίκα να παραστρατεί λέμε· Φταίει η κοινωνία. Nαι, φταίει η κοινωνία, δεν το αρνούμαι. Αλλά φταίει και η ίδια. Δος μου μιά γυναίκα που ν’ αγαπάει το Xριστό σαν την αγία Παρασκευή, και ρίξε την στην πιό διεφθαρμένη κοινωνία. δεν θα μπορέσει κανένα κύμα και κανένας διάβολος να την κλονίσει.
Mόλις έφυγε το ένα κύμα, έπεσε πάνω της άλλο σφοδρότερο, το κύμα της ορφάνιας. Φοβερό το κύμα αυτό. Ωρφάνεψε η αγία Παρασκευή και από πατέρα και από μάνα. Γι’ αυτό είναι προστάτης των ορφανών. Ωρφάνεψε σε ηλικία τέτοια, που τα παιδιά γίνονται έρμαια αδιστάκτων εμπόρων που τα εκμεταλλεύονται. Αλλά και την ορφάνια την κράτησε ψηλά. Eίχε μέσα της μεγάλο πόθο αγιότητος, παρθενικής ζωής και αξιοπρεπείας.
Αλλοίμονο στη γυναίκα που δεν έχει μεγάλους πόθους. ΄Oσο ψηλά και να βρίσκεται, όσα διπλώματα και να έχει, είναι αξιοθρήνητη. Προτιμότερη μια αγράμματη χωριάτισσα, που είναι σαν το κρίνο, σαν τα λουλούδια που φυτρώνουν στα βράχια της πατρίδος μας.
Έπεσαν λοιπόν επάνω της τα κύματα της διαφθοράς και της ορφάνιας, αλλά έμεινε απτόητη. Γι’ αυτό την ονομάζω βράχο. Έπεσε ακόμη επάνω της το κύμα του χρήματος, του πλούτου. Mετά το θάνατο των  ευσεβών γονέων της έμεινε μόνη κληρονόμος στην τεραστία περουσία που της άφησαν.
Kάθε άλλο κορίτσι θα σκεπτόταν διαφορετικά. Θ’ αγόραζε μεταξωτά ρούχα, θα έβγαινε σε χορούς και διασκεδάσεις, θα έτρεχε δεξιά κι αριστερά, θα πήγαινε ταξίδια, θα έκανε όλα τα κέφια της αμαρτωλής ζωής. H αγία Παρασκευή όμως έκανε το αντίθετο. Η συνεχεια εδώ Read more »

ΤO KΡΙΣΙΜΟ ΕΡΩΤΗΜΑ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιούν 22nd, 2012 | filed Filed under: εορτολογιο

Τῶν ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου
29 Ἰουνίου

ΤO KΡΙΣΙΜΟ ΕΡΩΤΗΜΑ

ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἑορτὴ τῶν κορυφαίων ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου καὶ αὔριο ἡ σύναξις τῶν Δώδεκα ἀποστόλων.
Οἱ ἀπόστολοι εἶνε ἀστέρια τοῦ πνευματικοῦ σύμπαντος, ποταμοὶ τοῦ Πνεύματος, στῦ­­λοι τῆς Ἐκκλησίας ποὺ γι᾽ αὐτὸ ὀνομάζεται ἀ­ποστολική. Νὰ τοὺς ἐπαινέσουμε; Δὲν εἴ­μαστε ἄξιοι. Δὲν ἔχουν ἄλ­λωστε ἀνάγκη τοὺς ἐ­παίνους μας. Εἶχαν ἐξαιρετικὲς εὐλογίες καὶ ἔλαβαν μεγάλες δυνάμεις γιὰ τὸ ἔργο τους.
Εἶνε θαυμαστὸ ὅτι, ἂν καὶ κατήγονταν ἀπὸ δι­άφορες πατρίδες καὶ εἶχαν καθένας τους δι­αφορετικὸ χαρακτῆρα, ἐν τούτοις ἦταν ἑνωμένοι. Ἡ Ἐκκλησία τοὺς ἐγκωμιάζει ὡς «διῃ­ρη­­μένους τοῖς σώμασι, καὶ ἡνωμένους τῷ Πνεύ­ματι» (στιχ. ἑσπ. 29ης Ἰουν.). Δώδεκα σώματα, ἀλλὰ μία ψυχή· μὲ μία πνοή, μία σκέψι, ἕνα αἴσθημα.
Ποιό ἦταν ἐκεῖνο ποὺ τοὺς ἕνωνε; Τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ πίστι στὸ Χριστό. Πίστευαν ἀκραδάντως. Λέμε κ᾽ ἐμεῖς πὼς πιστεύουμε, ἀλλὰ ἡ πίστι μας δὲν συγκρίνεται μὲ τὴν πίστι τῶν ἀποστόλων.
Γι᾽ αὐτὴ τὴν πίστι τῶν ἀποστόλων θὰ μοῦ ἐ­πιτρέψετε, ἀγαπητοί μου, νὰ πῶ λίγες λέξεις. Περὶ πίστεως ὁμιλεῖ τὸ εὐαγγέλιο σήμερα.

* * *

Ὁ Κύριος, λέει, μὲ τοὺς δώδεκα μαθητὰς ἔ­­φυγε ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα. Στὶς μεγάλες πόλεις συχνὰ συγκεντρώνεται ὅ,τι κακό. Καὶ στὰ Ἰεροσόλυμα ἦταν ἡ φωλιὰ τοῦ Ἄννα, τοῦ Κα­ϊάφα, τοῦ Πιλάτου. Ἀπομακρύνθηκε λοιπὸν καὶ βάδιζε πρὸς τὰ ἐρημικώτερα μέρη, στὰ μέρη «Καισαρείας τῆς Φιλίππου» (Ματθ. 16,13). Μακριὰ ἀπὸ τὸ θόρυβο τῶν πόλεων, κοντὰ στὴ φύσι, ποὺ φέρνει καὶ κοντὰ στὸ Θεό, ἐκεῖ ποὺ ἀκούγεται μόνο τὸ θρόισμα τῶν φύλλων, τὸ ἀηδόνι καὶ τὸ ῥυάκι, μέσα στὴν ἀμόλυντη πλάσι, στὴν ἔρημο, ἐκεῖ τὸ πνεῦμα ἠρεμεῖ.
Ἐκεῖ λοιπὸν καὶ ὁ Χριστός, βαδίζοντας, ἔ­θεσε καθ᾽ ὁδὸν στοὺς μαθητάς του ἕνα ἐρώτημα. Εἶνε τὸ δυσκολώτερο ἀπὸ ὅλα τὰ προβλήματα, ἀπὸ τὴ λύσι τοῦ ὁποίου ἐξαρτᾶται ἡ εὐτυχία ἢ ἡ δυστυχία τῆς ἀνθρωπότητος. Ἔ­θεσε ἕνα ἐρώτημα, στὸ ὁποῖο δὲν μποροῦ­με νὰ μείνουμε ἀδιάφοροι. Ἀπήντησαν σ᾽ αὐ­τὸ οἱ προηγούμενες γενεὲς μετὰ ἀπὸ πεισματώδεις ἀγῶνες, θ᾽ ἀπαν­τήσουν καὶ οἱ μέλλουσες. Καλεῖται ν᾽ ἀπαντήσῃ καὶ ἡ δική μας γενεά. Καλεῖσαι κ᾽ ἐσύ, Χριστιανέ, σήμερα ν᾽ ἀπαντήσῃς· καὶ ἀπὸ τὴν ἀπάντησί σου θὰ σὲ ζυγίσω, θὰ κρίνω ἂν εἶσαι Χριστιανός.
Ποιό εἶνε λοιπὸν τὸ ἐρώτημα τοῦ Ἰησοῦ στοὺς ἀποστόλους· «Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄν­θρωποι εἶναι;», ποία ἰδέα ἔχουν γιὰ μένα οἱ ἄνθρωποι; (ἔ.ἀ.). Κι αὐτοὶ τί ἀπήντησαν; Ἦταν παιδιὰ τοῦ λαοῦ. Ψαρᾶδες καὶ τεχνῖτες καὶ μι­κροεπαγγελματίες, εἶχαν τὸ αὐτί τους κοντὰ στὸ λαό· ἄκουγαν τὸν ἀντίκτυπο, τὰ σχόλια καὶ τὶς ἐντυπώσεις ποὺ δημιουργοῦσε ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ. Διότι κάθε δημόσιο πρόσωπο δέ­χεται κριτική· εἶνε ἀδύνατον ν᾽ ἀποφύγῃ τὰ σχόλια. Καὶ ἀπήντησαν.
Διδάσκαλε, λένε, ὁ λαὸς δὲν σὲ θεωρεῖ τυχαῖο πρόσωπο· σὲ θεωροῦν ἕνα ἄνδρα μεγάλο. Ἄλλοι λένε, ὅτι εἶσαι ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ποὺ συνετάραξε τὸν Ἰορδάνη· ἄλλοι, ὅτι εἶσαι ὁ προφήτης Ἠλίας, ποὺ ἔκλεινε καὶ ἄ­νοιγε τοὺς οὐρανούς· ἄλλοι ὁ Ἰερεμίας, ὁ φλογερὸς κήρυκας τῆς ἀληθείας τοῦ Θεοῦ, ἢ κάποιος ἀπὸ τοὺς μεγάλους προφήτας.
Δὲν ἱκανοποιήθηκε ὁ Χριστός, καὶ κάνει τώρα τὸ κυριώτερο ἐρώτημά του· Σεῖς οἱ μαθη­ταί μου τί μὲ θεωρεῖτε; Καλὰ ὁ κόσμος, τέτοια ἰδέα ἔχει γιὰ μένα, μὲ θεωρεῖ ἕνα μεγάλο ἄν­θρωπο· ἐσεῖς τί μὲ θεωρεῖτε; (ἔ.ἀ. 16,15). Ἄκρα σιγὴ τώρα μέσα στὸ δάσος. Καὶ ἐκεῖ, κάτω ἀ­πὸ τὰ ἄστρα, ἐδόθη ἡ ἀπάντησις.
Οἱ μαθηταὶ ῥιγοῦν, συγκλονίζονται. Ἀπαν­τοῦν ὄχι ὅλοι μαζί. Δὲν εἶνε ἀναρχούμενη μᾶ­ζα οἱ ἀπόστολοι· εἶνε πειθαρχημέ­νη ἀδελφότης. Ἀπαντᾷ λοιπὸν ἐκ μέρους ὅ­λων ὁ πρωτο­κορυφαῖος Πέτρος· γίνεται τὸ στό­μα τῶν ἀποστόλων. Ἐμεῖς, Κύριε, λέει, δὲν σὲ θεω­ροῦ­με ἁπλῶς ἕνα μεγάλο ἄνδρα· ἐμεῖς σὲ θεωροῦ­με ἀνώτερο ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἄνδρες τῆς πα­λαιᾶς διαθήκης· πιστεύουμε ὅτι εἶσαι «ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (ἔ.ἀ. 16,16).
Τότε ὁ Χριστὸς «ἠγαλλιάσατο τῷ πνεύματι», ἐπῄνεσε τὴν ἀπάντησι. Εἶ­σαι μακάριος, Πέτρο, σὺ ὁ ψαρᾶς· δὲ διάβασες βιβλία καὶ φιλοσοφί­ες, βρῆκες ὅμως τὸ κλειδὶ τῆς ἀληθείας, ποὺ εἶνε ἡ πίστι στὸ Χριστό. Εἶσαι μακάριος, διότι αὐτὸ ποὺ εἶπες δὲν εἶνε προϊὸν ἀνθρωπίνης σκέψεως· εἶνε ὁ βρά­χος πάνω στὸν ὁποῖο θὰ στηριχθῇ τὸ οἰκοδόμη­μα τῆς Ἐκκλησίας μου· αὐτὸ δὲν εἶνε ἀν­θρώπινη ἐπινόησις, εἶνε ἔλ­λαμψις τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀποκάλυψις τοῦ οὐρανίου Πατρός μου. «Μακάριος εἶ, Σίμων Βα­ριωνᾶ, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ᾽ ὁ πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (ἔ.ἀ. 16,17). Τί λόγια! Ὅποιος διαβάζει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ δὲ δακρύζει, δὲν ἀξίζει νὰ λέγεται ἄνθρωπος.

* * *

Καὶ μετὰ τί τοῦ λέει· «Σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησί­αν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐ­τῆς» (ἔ.ἀ. 16,18). Πλοῦτος νοημάτων συνωστίζον­ται μέσα στὶς λίγες αὐτὲς λέξεις.
Ἡ ἀξία μιᾶς οἰκοδομῆς δὲν εἶνε τόσο στοὺς τοίχους καὶ τὴ στέγη ὅσο στὰ θεμέλια. Ὅποιο σπίτι ἔχει γερὰ θεμέλια, δὲ φοβᾶται ποταμούς, θύελλες, σεισμούς. Ὅπως λοιπὸν κάθε σπίτι ἔ­χει θεμέλιο, κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ ἡ Ἐκ­κλησία εἶνε οἰκοδομή, ποὺ ἔχτισε ὁ Θεός, καὶ θεμέλιό της εἶνε ὁ Χριστός. Αὐτὸς εἶνε «τὸ Ἄ(λ­φα) καὶ τὸ Ὠ(μέγα), ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος» (Ἀπ. 22,13). Εἶνε ὄχι ἁπλῶς τέλειος ἄνθρωπος, ἀλλὰ καὶ τέλειος Θεός, Θεάνθρωπος. Αὐ­τὸ εἶπε ὁ Πέτρος· Εἶσαι «ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος». Καὶ πάνω στὴν «πέτρα», στὴν ἄσειστη αὐτὴ ἀ­λήθεια, εἶνε θεμελιωμένη ἡ Ἐκκλησία.
Οἱ φράγκοι διαστρεβλώνουν τὸ νόημα τοῦ χωρίου καὶ λένε, ὅτι «πέτρα» εἶνε ὁ Πέτρος. Λάθος. «Πέτρα» εἶνε ἡ πίστι ποὺ διεκήρυξε ὁ Πέτρος, ἡ πίστι στὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Παρερμηνεύουν παπικοὶ τὸ χωρίο, θέλοντας νὰ στηρίξουν σ᾽ αὐτὸ τὸ πρωτεῖο τοῦ πάπα. Τὴν ὀρθὴ ἑρμηνεία ἔδωσαν οἱ πατέρες τῆς Ἐκ­κλη­σίας· «Σὺ εἶσαι Πέτρος, καὶ αὐτὴ ἡ πίστι σου εἶνε ἡ πέτρα πάνω στὴν ὁποία θὰ οἰκοδο­μήσω τὴν Ἐκκλησία μου, καὶ θὰ μείνῃ ἀνίκητη ἀπὸ τὶς δυνάμεις τοῦ ᾅδου καὶ ἀκατάλυτη».
Καὶ ποιά εἶνε ἡ Ἐκκλησία; Ἐκκλησία λέμε συχνὰ καὶ τὸ κτήριο τοῦ ναοῦ. Ἕνα κτήριο ὅ­μως καταλύεται· ὁ χρόνος ἢ ἕνας σεισμὸς ἢ κάποια δολιοφθορὰ τῶν ἀθέων μπορεῖ νὰ τὸ φθείρῃ, νὰ τὸ γκρεμίσῃ καὶ νὰ γίνῃ ἐρείπιο. Ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, κι ἂν ἀκόμα γκρεμιστοῦν ὅλοι οἱ ναοί, μένει ἀκατάλυτη. Ἐκκλησία δὲν εἶνε τὸ κτήριο, τὰ ντουβάρια. Ξέρεις ποιά εἶνε ἡ Ἐκκλησία; Βλέπεις ἐκείνη τὴ μάνα μὲ τὸ μικρό της στὴν ἀγκάλη ποὺ ψελλίζει τὶς λέξεις «Χριστὸς» καὶ «Κύριε, ἐλέησον»; Βλέπεις ἐκεῖνο τὸ παιδὶ κ᾽ ἐκεῖνο τὸ νέο, ποὺ ἀντιστέκονται; Βλέπεις ἐ­κεῖνο τὸ γέ­ροντα ποὺ ἔρχεται μὲ τρεμάμενα γόνατα νὰ μεταλάβῃ; Βλέπεις ἐκεῖνο τὸν ἐρ­γάτη, ἐκεῖνο τὸν ἀγρότη, ἐκεῖνο τὸν ἐπιστήμονα, ἐκεῖνο τὸν καθηγητή, ἐκεῖνο τὸν ἀξιωματικό, ἐκεῖνο τὸν ἄρχοντα, ποὺ κρατοῦν τὸ Εὐαγγέλιο, ἀ­κοῦνε τὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεως, κάνουν σταυ­ρό, γονατίζουν στὸ πετραχήλι; Αὐτοὶ εἶνε ἡ Ἐκκλησία. Ὅποιος βαπτίστηκε στὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος, πιστεύει στὸ Χριστὸ καὶ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, εἶνε Ἐκκλησία.
Ἡ Ἐκκλησία εἶνε μέσ᾽ στὶς καρδιές. Ἐκεῖ ἔ­χει ῥίξει ῥίζες, καὶ δὲ φοβᾶται θύελλες καὶ δι­ωγμούς. Κι ἂν ἀκόμα ἀνοίξῃ ἡ κόλασι καὶ βγοῦν ὅλοι οἱ δαίμονες νὰ τὴν πολεμήσουν, ἡ Ἐκκλησία θὰ παραμείνῃ εἰς τὸν αἰῶνα.

* * *

Σήμερα ἐκεῖνο ποὺ σπανίζει δὲν εἶνε ὁ χρυ­σός· τὸ πολὺ σπάνιο σήμερα εἶνε ἡ πίστι. Τὸ εἶπε ὁ Χριστός· «Ἂν ξανάρθω στὴ γῆ, θὰ βρῶ ἆραγε τὴν πίστι;» (βλ. Λουκ. 18,8). Μέσ᾽ στοὺς ἑκα­τὸ ζήτημα ἂν ἕνας πιστεύῃ. Ἄλλα «πιστεύω» ἀπατηλὰ ἐπικρατοῦν. Ἀνάμεσα σ᾽ αὐτὰ σὰν φάρος οὐράνιος ὑψώνεται τὸ «Πιστεύω» τῆς Ἐκκλησίας, τὸ «πιστεύω» τοῦ Πέτρου, τοῦ Παύλου, τῶν ἁλιέων, τῶν ἁπλοϊκῶν ψυχῶν. Λένε γιὰ τὸ μεγάλο Γάλλο μαθηματικὸ Πασκάλ, ὅ­τι θαύμασε σὲ χωριὸ τῆς Βρετάνης ἕνα χωρικὸ τὴν ὥρα ποὺ προσευχόταν, καὶ εἶπε· Δὲ θέλω τὴν ἐπιστήμη, δὲ θέλω τὴ φιλοσοφία· θέλω τὴν πίστι τῶν χωρικῶν τῆς Βρετάνης!
Χριστέ ―ἂς ποῦμε ἐμεῖς―, δὲ θέλουμε τὰ ψεύτικα φῶτα, τὴ ματαιότητα, τὰ πλούτη τοῦ κόσμου· δῶσ᾽ μας τὴν πίστι τῶν ἀποστόλων, τὴν πίστι τῶν μαρτύρων, τῶν ἁγίων πατέρων καὶ τῶν προγόνων μας. Χριστέ, «πρόσθες ἡ­μῖν πίστιν» (Λουκ. 17,5). Χωρὶς αὐτὴ δὲ ζοῦμε.
Ἀνοῖξτε, ἀγαπητοί μου, τὸ Εὐαγγέλιο, τὶς Πράξεις τῶν ἀποστόλων, τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου. Καὶ στὸ θεμελιῶδες ἐρώτημα «Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι;», ποὺ ἀπευθύ­νει καὶ σ᾽ ἐμᾶς ὁ Χριστός, κάθε ψυχή, κ᾽ ἐγὼ ὁ ἐπίσκοπος κ᾽ ἐσεῖς, ν᾽ ἀπαντήσουμε ὅπως ὁ Πέτρος· Ναί, Κύριε, πιστεύω ὅτι σὺ εἶσαι «ὁ Χριστός, ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος»· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του  Ἁγιου Παντελεήμονος Φλωρίνης 29-6-1969

H ΩΡΑ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιούν 7th, 2012 | filed Filed under: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ, εορτολογιο

Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΣΤΗ ΦΛΩΡΙΝΑ ΘΑ ΤΕΛΕΣΕΙ ΤΗΝ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΜΕ ΑΓΡΥΠΝΙΑ

ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΙΠΠΩΝΟΣ

H ΩΡΑ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ

«Ἀδελφοί, ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ, ἀλλ᾿ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας» (Ῥωμ. 13,13-14)

ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ ἑορτὴ τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου. Ἐὰν ἐξετάσουμε τὸν ἅγιο Αὐγουστῖνο κατὰ κόσμον, χωρὶς ἀμφιβολία ἦταν χαρισματοῦχος μὲ ἔξοχα τάλαντα· ῥήτορας σπάνιος, συγγραφεὺς ἐμπνευσμένος, δημιουργὸς μὲ πλούσια φαντασία, μεγαλοφυΐα, πνεῦμα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ σπανίως παρουσιάζονται. Ἀλλὰ τί νὰ τὰ κάνῃς ὅλα αὐτά; Τὸ σπουδαιότερο ἀπ᾿ ὅλα γιὰ τὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο εἶνε, ὅτι ἦταν ἅγιος. Περιφρονημένη σήμερα ἡ ἀξία τῆς ἁγιότητος. Ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει ὡραιότερος τίτλος ἀπὸ αὐτόν. Μία εὐσεβὴς ψυχὴ λέει· «Θέλω νὰ γίνω ἅγιος, ὅσο κι ἂν μοῦ στοιχίσῃ». Ἅγιος θὰ πῇ καθαρὸς ἀπὸ ἁμαρτία.

* * *

Ἅγιος λοιπὸν ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος. Ἀλλὰ ἦταν ἅγιος ἐκ γενετῆς; Ὄχι. Κάθε ἄνθρωπος γεννιέται μὲ τὸ λεγόμενο προπατορικὸ ἁμάρτημα. Ὅπως ψάλλει ὁ Δαυΐδ, «ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου» (Ψαλμ. 50,7). Νιώθει ἔνοχος γιὰ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, ἀλλ᾿ ἔνοχος καὶ λόγῳ τῶν προσωπικῶν του ἁμαρτημάτων. Γι᾿ αὐτὸ ζητάει τὴ λύτρωσι. Ξέρετε πῶς μοιάζει; Ὅπως ἐκεῖνος ποὺ ἔπεφτε στὸ λαβύρινθο τῆς ἀρχαίας μυθολογίας. Ποιός νὰ τὸν βγάλῃ ἀπό ᾿κεῖ; ἡ φιλοσοφία; ἡ ποίησις; ἡ πολιτική;… Μόνο ὁ μίτος, τὸ νῆμα. Καὶ ποιός εἶνε ὁ μίτος; Ἡ πίστις στὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Ὅποιος πιστεύει στὸ Χριστὸ καὶ μετανοεῖ εἰλικρινῶς, βρίσκει τὴ λύτρωσι. Αὐτὸ βλέπουμε στὸν βίο καὶ τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου.
Ἁμαρτωλὸς ἦταν, μεγάλος ἁμαρτωλός. Παρασύρθηκε ἀπὸ τὸ ῥεῦμα τοῦ κακοῦ στὴν παιδικὴ καὶ νεανική του ἡλικία. Ἡ ἁγία μητέρα του, ἡ Μόνικα, προσευχόταν στὸ Θεὸ καὶ ἔκλαιγε γι᾿ αὐτόν. Τότε ἕνας ἐπίσκοπος ποὺ τὴν ἄκουσε τῆς εἶπε· «Παιδί, ποὺ ἡ μάνα του κλαίει τόσο πολὺ γι᾿ αὐτό, εἶνε ἀδύνατον νὰ χαθῇ». Καὶ πράγματι ὁ Αὐγουστῖνος ἐν τέλει μετανόησε. Μιὰ μέρα, ἐκεῖ ποὺ καθόταν στὸ περιβόλι του κάτω ἀπὸ μιὰ συκιά, ἄκουσε μία μυστηριώδη φωνὴ νὰ τοῦ λέῃ· «Πάρε καὶ διάβασε». Μόλις ἄνοιξε τὴν ἁγία Γραφή, τὰ μάτια του ἔπεσαν στὸ ῥητὸ «Ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ, ἀλλ᾿ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας» (Ῥωμ. 13,13-14). Τότε ἦλθε σὲ μετάνοια, μετάνοια βαθειά. Καὶ ὄχι ἁπλῶς ἐξωμολογήθηκε τὰ ἁμαρτήματά του, ἀλλὰ καὶ τὰ ἔγραψε σὲ βιβλίο ποὺ λέγεται «Ἐξομολογήσεις».
Ἔτσι ὁ Αὐγουστῖνος ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ἄρχισε πλέον μιὰ νέα ζωή.

* * *

Στὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο βλέπουμε, ἀγαπητοί μου, δύο πράγματα· τὸ βάθος καὶ τὸ ὕψος. Ἔφθασε σὲ πυθμένα ἁμαρτίας, ἀλλὰ κατόπιν καὶ σὲ ὕψη ἁγιότητος διὰ τῆς μετανοίας.
Ἡ ζωή μας ῥέει συνεχῶς ὅπως τὸ ποτάμι. Συνήθως κινεῖται σ᾿ ἕνα κύκλο καθημερινῶν ἀσχολιῶν καὶ συνηθειῶν· γι᾿ αὐτὸ τὴ λένε ρουτίνα καὶ κάποιος φιλόσοφος εἶπε· Ὅποιος ἔζησε μία ἡμέρα, ἔζησε ἑκατὸ χρόνια. Γιατὶ ὅ,τι συμβαίνει σὲ μία ἡμέρα, κατὰ κανόνα ἐπαναλαμβάνεται ὅλες τὶς ἄλλες ἡμέρες μὲ μικρὲς παραλλαγές· φαγητό, πιοτό, ὕπνος κ.λπ., τετριμμένα πράγματα. Ἐν τούτοις μέσα στὴ ῥοὴ τῆς ζωῆς τοῦ κάθε ἀνθρώπου ἔρχονται καὶ ὡρισμένες στιγμὲς ποὺ ξεχωρίζουν. Ποιές εἶν᾿ αὐτές; Ἂν ρωτήσῃς τὸν καθένα γύρω σου, Ποιά εἶνε ἡ σπουδαιοτέρα στιγμὴ ἢ ὥρα τῆς ζωῆς σου; θ᾿ ἀκούσῃς διάφορες ἀπαντήσεις. Ὁ ἕνας θὰ πῇ· Ἡ ἡμέρα ποὺ γεννήθηκα. Ὁ ἄλλος θὰ πῇ· Ὅταν μοῦ ἔπεσε τὸ λαχεῖο. Ὁ ἄλλος θεωρεῖ ἡμέρα μεγάλη ὅταν μετὰ ἀπὸ κόπο πῆρε τὸ πτυχίο του. Ὁ ἄλλος θεωρεῖ ἡμέρα χαρᾶς καὶ εὐτυχίας τὴν ἡμέρα τοῦ γάμου του. Οὔτε ἐγὼ τὸ ἀρνοῦμαι. Ὁ ἄλλος θεωρεῖ σπουδαία ἡμέρα τῆς ζωῆς του ὅταν πῆρε κάποιο ἀξίωμα. Ὁ καθένας, καὶ ὁ πιὸ ἄσημος, ἔχει μέσ᾿ στὴ ρουτίνα τῆς ζωῆς, στιγμὲς ἐξαιρετικές.
Ἀλλ᾿ ἐὰν ρωτοῦσες τὸ Μέγα Κωνσταντῖνο, Ποιά εἶνε ἡ σπουδαιοτέρα ἡμέρα τῆς ζωῆς σου; δὲ θὰ σοῦ ἔλεγε, Ἡ ἡμέρα ποὺ ἔγινε στρατηγὸς ἢ βασιλιᾶς; Θ᾿ ἀπαντοῦσε· Ἡ σπουδαιοτέρα ὥρα μου ἦταν ὅταν εἶδα στὸν οὐρανὸ τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «Ἐν τούτῳ νίκα». Ἂν ρωτοῦσες τὸ Μέγα Ἀντώνιο, Ποιά εἶνε ἡ σπουδαιοτέρα ἡμέρα τῆς ζωῆς σου, θ᾿ ἀπαντοῦσε· Ὅταν στὴν ἐκκλησία ἄκουσα τὸ «Πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς…» (Ματθ. 19,21). Ἂν ρωτοῦσες τὴ Μαρία τὴν Αἰγυπτία τὴν ἁμαρτωλόν, Ποιά εἶνε ἡ σπουδαιοτέρα σου ὥρα; θὰ ἔλεγε· Ἡ ὥρα ποὺ προσκύνησα τὸ σταυρὸ στὰ Ἰεροσόλυμα. Κι ἂν ρωτήσῃς τὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο, τοῦ ὁποίου τὴ μνήμη ἑορτάζουμε, θὰ σοῦ πῇ· Ἡ ὥρα τῆς μετανοίας μου, ὅταν ἔκλαψα γιὰ τὸ παρελθόν μου καὶ ἐπέστρεψα στὸ Χριστό.
Δὲν γνωρίζω ἂν ζῆτε ἐσεῖς τὸ Χριστὸ συνειδητά, διότι οἱ πιὸ πολλοὶ τὸν ζοῦν τυπικά. Ἂν λοιπὸν τὸν ζῆτε συνειδητά, σᾶς ἐρωτῶ· Ὑπάρχει στὴ ζωή σας αὐτὴ ἡ ὥρα; Μπορεῖ νά ᾿ρχεστε στὴν ἐκκλησία, ν᾿ ἀνάβετε κεριά, νὰ κάνετε σταυροὺς καὶ μετάνοιες, νὰ νηστεύετε, ν᾿ ἀκοῦτε ὁμιλίες· ἀλλ᾿ ὑπάρχει καὶ μιὰ ὥρα σημαντική, ποὺ τότε χτυποῦν τὰ σήμαντρα τῶν οὐρανῶν γιὰ τὴν ψυχή μας. Αὐτὴ ἡ ὥρα στὴ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας μας ὀνομάζεται ὥρα τῆς χάριτος. Τότε ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται γιὰ τὸν ἑαυτό του ὅτι εἶνε ἕνα μηδὲν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, συγκλονίζεται, κλαίει κι ἀναστενάζει, καὶ λέει στὸ Θεὸ ἐνώπιον τοῦ πνευματικοῦ τὸ «Ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου» (Λουκ. 15,18,21). Τὴν ἔχουμε λοιπὸν ἐμεῖς αὐτὴ τὴν ὥρα; Θέλω νὰ ἐλπίζω, ὅτι οἱ περισσότεροι ἀπὸ σᾶς τὴν ἔχουν ζήσει. Ἦταν κι αὐτοὶ ἁμαρτωλοί, ζοῦσαν προηγουμένως μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό. Ἀλλὰ μὲ διαφόρους μεθόδους τῆς ἀγάπης τοῦ Κυρίου (ετε ἀπὸ ἕνα κήρυγμα, ετε ἀπὸ ἕνα βιβλίο, ετε ἀπὸ μιὰ περιπέτεια, ετε ἀπὸ μιὰ ἀσθένεια, ετε ἀπὸ ἕνα διωγμό, ἢ ἀπὸ διάφορα ἄλλα συμβάντα εὐχάριστα ἢ δυσάρεστα – πολυποίκιλος εἶνε ἡ σοφία καὶ ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ) ἔφθασαν κάποτε νὰ ποῦν τὸ «Ἥμαρτον». Καὶ εἶνε ἁγία ἡ ὥρα ποὺ κατέφυγαν στὸ ἐξομολογητήριο καὶ ἐξωμολογήθηκαν τὰ ἁμαρτήματά τους καὶ αἰσθάνθηκαν νὰ ἐλαφρώνῃ ἡ ψυχή τους, νὰ πετᾷ μὲ φτερὰ ἀγγέλου.
Δὲν εἶνε παραμύθια αὐτά. Δοκίμασε, καὶ θὰ δῇς ὅτι ἡ μετάνοια καὶ ἐξομολόγησις εἶνε ἐκτόνωσις, ἀπαλλαγὴ ἀπὸ ἕνα βάρος τῆς ψυχῆς, μέσα στὴν ὁποία συνωθοῦνται οἱ ἐνοχές. Ὁ ἄνθρωπος ὑποφέρει, καθὼς ἀκούει νὰ τοῦ φωνάζουν ὅλα, καὶ οἱ πέτρες καὶ τὰ δάση καὶ τὰ φύλλα τῶν δέντρων καὶ τὰ ἀστέρια, ὅλα τοῦ λένε μιὰ φωνή· Εἶσαι ἔνοχος, εἶσαι ἁμαρτωλός!… Ὅσο καὶ ἂν ἡ θεωρία τοῦ Μὰρξ προσπαθῇ νὰ ἐξαφανίσῃ τὸ ασθημα τῆς ἐνοχῆς, αὐτὸ μένει στὰ βάθη τῆς ψυχῆς. Καὶ ἡ αἰτία τοῦ δράματος τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶνε τόσο τὰ ἐξωτερικὰ γεγονότα ―εἶνε καὶ αὐτά, δὲν τὸ ἀρνοῦμαι―, ὅσο εἶνε τὸ ἐσωτερικὸ αὐτὸ βάρος, τὸ ἀφόρητο βάρος τῶν τύψεων, ποὺ καὶ γλῶσσες ψυχολόγων καὶ τραγικῶν ποιητῶν περιέγραψαν. Ἐσωτερικὸ εἶνε τὸ δρᾶμα τῆς ἀνθρωπότητος. Ἀναστενάζει ὁ ἄνθρωπος, σὰν ἄλλος Προμηθεὺς δεσμώτης ἁλυσοδεμένος στὴν κορυφὴ τοῦ Καυκάσου, καὶ ζητεῖ τὴ λύτρωσι. Καὶ ἡ λύτρωσις δὲν ἔρχεται παρὰ μόνο διὰ τῆς μετανοίας καὶ καταλλαγῆς μὲ τὸ Θεό.
Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν ἐρωτῶ· Ἔχεις αἰσθανθῆ στὴ ζωή σου αὐτὸ τὸ πρᾶγμα; ἐξωμολογήθηκες τὰ ἁμαρτήματά σου ὅπως ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος; Τότε εἶσαι εὐτυχής, ζῇς πραγματικά, αἰσθάνθηκες νὰ πνέουν ἐπάνω σου οἱ αὖρες τοῦ παναγίου Πνεύματος. Σ᾿ ἕνα νεκροταφεῖο ὑπάρχει μιὰ ἐπιγραφὴ ποὺ λέει· «Ἐδῶ εἶνε θαμμένος ἕνας γέροντας 80 ἐτῶν. Ἔζησε 7 χρόνια καὶ 7 μῆνες». Πῶς, ἀφοῦ ἔζησε 80 χρόνια, σημειώνει ὅτι ἔζησε 7 χρόνια καὶ 7 μῆνες; Δὲν ὑπάρχει ἀντίφασις· διότι ἐννοεῖ ζωὴ πραγματική, τὴ ζωὴ ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ μετανόησε καὶ γνώρισε τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ μας.
Ἀδελφοί μου· τὸ εἶπε ὁ σοφὸς Σολομῶν, ποὺ εἶχε ὅλα τ᾿ ἀγαθὰ τῆς γῆς· «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2). Πλοῦτος, δόξα, γνῶσις, ἐπιστήμη, τὰ πάντα μάταια. Ἕνα μόνο ἀξίζει· νὰ βγῇ ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ λαβύρινθο, νὰ πιστεύσῃ στὸν Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν Ναζωραῖον, νὰ χύσῃ δάκρυα μετανοίας. Ὅπως λοιπὸν ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος μετανόησε καὶ εἰσῆλθε στὴ σφαῖρα τῆς ἁγιότητος, ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου, διὰ πρεσβειῶν του νὰ εἰσέλθουμε σὲ νέα ζωή, ζωὴ ἁγιότητος, στὴν ὁποία μόνο ὑπάρχει ἡ εὐτυχία τοῦ ἀνθρώπου· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του  Ἁγιου Παντελεήμονος Φλωρίνης 15-6-1984)

Πατριδα μας ο ουρανος!

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαι 23rd, 2012 | filed Filed under: εορτολογιο

Τῆς Ἀναλήψεως

Πατριδα μας ο ουρανος!

ΜΕΓΑΛΗ, ἀγαπητοί μου, ἡ σημερινὴ ἑορ­τή. Δὲν εἶνε ἑορτὴ ἑνὸς ἁγίου. Ὀνομάζε­­ται δεσποτικὴ ἑορτή. Ἕνας εἶνε ὁ Δεσπό­της, ὁ Κύριος ποὺ ἐξουσιάζει τὰ πάντα, ὁ Ἀ­φέντης ὅπως τὸν ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰ­τωλός· ὁ Χριστός. Αὐτὸς εἶνε πράγματι ἀ­φέν­της. Ὅσοι ἄλλοι παρουσιάζονται μὲ κάποια ἐξ­ουσία, εἶνε μπροστά του πελώρια μηδενικά. Δεσποτικὲς ἑορτὲς εἶνε τὰ Χριστούγεννα, ἡ Περιτομή, ἡ Ὑ­παπαντή, ἡ Μεταμόρφωσις, κορυφαία δεσπο­τικὴ ἑορτὴ ἡ Ἀνάστασις, καὶ ἐ­πιστέγασμα τοῦ κύκλου τῆς θείας οἰκονομίας ἡ Ἀνάληψις.
Τί εἶνε ἡ Ἀνάληψις; Οἱ Χριστι­ανοί μας ἔ­χουν ἄγνοια. Στὴν Ἀθήνα σὲ μιὰ συγ­κέντρωσι παιδιῶν τὰ ρωτοῦ­σα πόσες εἶνε οἱ ἐντολὲς τοῦ Κυρίου. Κανένα δὲν τὶς εἶπε. Ἐμεῖς, μικρὰ παι­διὰ κοντὰ στὴ γιαγιά μας, μετρούσαμε τὶς ἐν­τολὲς μὲ τὰ δάχτυλα· πρώτη…, δευτέρα…, τρί­τη…, μέχρι τὴ δεκάτη. Τὸ «Πιστεύω» τὸ ξέρα­με ὅλοι ἀπ᾽ ἔξω, τὸ «Πάτερ ἡμῶν» ἀπ᾽ ἔξω. Τώρα ἄγνοια! Δὲν ὑπάρχει πλέον ἐκκλησιαστικὸ ἐνδιαφέρον σ᾽ αὐτὴ τὴν πατρίδα, ποὺ εἶ­νε ποτισμένη μὲ αἵματα μαρτύρων καὶ ἁγίων.
Τί εἶνε λοιπὸν ἡ Ἀνάληψις; ποιό γεγονὸς ἑ­ορτάζουμε; Συντόμως θὰ τὸ ἀναπτύξω.

* * *

Καὶ ἡ ἐπιστήμη τὸ λέει, ἀδελφοί μου, ὅτι ἦ­ταν κάποτε ἐποχὴ ποὺ δὲν ὑπῆρχε τίποτα. Ἡ ὕλη δὲν εἶνε ἀθάνατη· εἶνε φθαρτή, καὶ ὡς φθαρ­τὴ δὲν ἔχει αἰωνία προέ­λευσι. Ἦ­ταν ἐποχὴ ποὺ δὲν ὑπῆρχε ἥλιος, σελήνη, ἄ­στρα, γαλαξί­ες· δὲν ὑπῆρχαν ποταμοί, λίμνες, θάλασσες, ὠ­κεα­νοί· δὲν ὑ­πῆρχαν βουνὰ καὶ κάμποι, δέντρα καὶ λουλού­δια, ζῷα καὶ πουλιά· ἦταν ἐποχὴ ποὺ δὲν ὑπῆρχε ἄνθρωπος. Δὲν ὑπῆρχε ὅμως ποτέ ἐ­ποχὴ ―αὐτὸ διακηρύττουμε στὸ Σύμβολο τῆς πίστε­ως― ποὺ νὰ μὴν ὑπάρχῃ ὁ Χριστός! Αἰώνιος ὁ Χριστός, ἄναρχος· αὐτή εἶνε ἡ πίστις μας. Ὁ Υἱός, τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος, ὑπῆρχε πάν­τοτε, «πρὸ πάντων τῶν αἰώνων» (Σύμβ. πίστ.).
Ὁ Υἱὸς ἦταν στοὺς οὐρανοὺς περιβαλλόμενος ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους. Ἀλλ᾽ ὅταν ὁ ἄνθρω­πος ἔπεσε καὶ διεφθάρη καὶ καμμία ἄλλη δύναμι δὲν μποροῦσε νὰ τὸν σώσῃ, τότε τὸ δεύ­τερο πρόσωπο τῆς Θεότητος ἦρθε στὴ γῆ.
Ἔχετε δεῖ ποτὲ ἀετό; Εἶδα ἐγὼ ἀετὸ πάνω στὰ ψηλὰ βουνὰ τῆς Πίνδου. Πρὸ τοῦ ἐνδόξου ἀλβανι­κοῦ πολέμου τοῦ ᾽40, ἕνας τσοπᾶνος μοῦ λέει· Κοίταξε τὸν οὐρανό. Κοιτάζω ἐπάνω· δὲν ἔβλεπα παρὰ ἕνα στίγμα, μιὰ τελεία. Ἄ, αὐτὸ εἶνε ἀετός, μοῦ λέει, τὸ διακρίνω ἐγὼ ἀπὸ τὴν κίνησί του. Τὸ στίγμα πράγματι μεγά­λωσε, διέγραψε κύκλους – κύκλους, καὶ ἦρθε καὶ κάθησε πάνω σ᾽ ἕνα βράχο. Καὶ ἦταν χρυσάετος παρακαλῶ, προμήνυμα τῆς ἐνδόξου νί­­κης ποὺ στεφάνωσε τὰ ἑλληνικά ὅπλα! Σὰν ἀετὸς λοιπὸν ὁ Χριστὸς κατέβηκε ἐδῶ στὴ γῆ ―εἶνε ἐπίσης δόγμα τῆς πίστεώς μας―, ἔλαβε σάρκα ἀπὸ τὰ πάναγνα αἵματα τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ παρουσιάστηκε πλέον ὡς ἄνθρωπος, ὡς ὁ πιὸ ταπεινὸς ἄνθρωπος.
Ταπεινὸς ἄνθρωπος! Δὲν ὑπάρχει ἄλλος τόσο ταπεινός. Γεννήθηκε ἀπὸ πτωχὴ μητέρα σὲ μιὰ σπηλιὰ μὲ δυσοσμία ζῴων. Τριάντα χρόνια ἔζησε ἄγνωστος, κι ὅταν ἐμ­φανίσθηκε δη­μοσίως ἔζησε ὡς ὁ πιὸ φτωχός. Σὲ κάποιον, ποὺ θέλησε νὰ τὸν ἀ­κολουθήσῃ, τοῦ εἶπε· Τὰ πουλιὰ κ᾽ οἱ ἀλεποῦδες ἔχουν φωλιές, «ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κε­φαλὴν κλίνῃ» (Ματθ. 8,20· Λουκ. 9,58). Ἂς ἔρθουν αὐτοὶ ποὺ κάνουν τὸ σοσιαλιστὴ καὶ τὸν κομ­μουνιστὴ νὰ δοῦν ποιόν ἔ­χουν ἀρχηγὸ οἱ Χριστιανοί. Ὁ Χριστὸς δὲν εἶ­χε «ποῦ τὴν κεφα­λὴν κλίνῃ», καὶ τέλος ἔκλινε τὴν κεφαλὴ ὄχι σὲ μα­ξιλάρια ἀλλὰ σὲ ἀγκάθινο στεφάνι πάνω στὸ σταυρό. Αὐτὸς εἶνε «ὁ ἀρ­χηγὸς τῆς σωτη­ρίας ἡμῶν» (Παρακλ. ἦχ. πλ. α΄, Σάβ. ἑσπ., στιχ. ἀνατ.).
Οἱ γραμματεῖς, οἱ φαρισαῖοι καὶ οἱ ἰσχυροὶ τῆς ἡμέρας ἔβλεπαν τὸ Ναζωραῖο ὡς ἕνα ἀ­σήμαντο ἄνθρωπο. Ἀλλ᾽ ὅταν ἄνοιξε τὸ στόμα του καὶ ἄκουσαν τὰ λόγια του κι ὅταν εἶδαν τὰ θαύματά του, ἔμειναν ὅλοι κατάπληκτοι. Γι᾽ αὐτὸ τὴν ἡμέρα τῶν βαΐων ἔλεγαν μὲ θαυμα­σμό· «Ποιός εἶν᾽ αὐτός;» (Ματθ. 21,10)· αὐτὸς δι­αφέρει ἀπ᾽ ὅλους τοὺς ἄλλους. Ἀκολούθησε κατόπιν ἡ σταυρικὴ θυσία καὶ ἡ ἀνάστασί του. Καὶ ὅταν μετὰ σαράντα μέρες, σὰν σήμερα, ἀ­νελήφθη, δὲν ἀποροῦσαν μόνο οἱ ἄνθρωποι· ἀποροῦσαν καὶ οἱ ἄγγελοι στοὺς οὐρανοὺς κ᾽ ἔλεγαν τὸν ἴδιο λόγο, ἐκεῖνο πού ᾽χε ἀκούσει προφητικῶς ὁ Ἠσαΐας· «Τίς οὗτος;» (Ἠσ. 63,1).
Ἐκεῖ λοιπὸν ποὺ ὁ Χριστὸς ἀποχαιρετοῦσε τοὺς μα­θητὰς στὸ Ὄρος τῶν ἐλαιῶν καὶ τοὺς εὐλογοῦσε, τὰ πόδια του, ποὺ δὲν εἴμαστε ἄ­ξιοι νὰ τὰ φιλήσουμε, τὰ πόδια ποὺ περπάτησαν ἀπὸ πόλι σὲ πόλι κι ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριὸ γιὰ νὰ βροῦν τὸ ἀπολωλὸς καὶ τέλος καρφώθηκαν στὸ σταυρὸ καὶ βάφτηκαν μὲ τὸ τίμιο αἷμα του, τὰ γυμνὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ, ἄρχισαν νὰ μὴ πατοῦν πλέον πάνω στὴ γῆ.
―Μὰ πῶς ὑψώθηκε ἐπάνω;… Ἄνθρωπε, ἂν ἐμεῖς βρήκαμε τρόπους νὰ πετᾶμε στὸν ἀ­έρα, ἦταν δύσκολο αὐτὸ στὸ Χριστό;
Τὸν παρέλαβε νεφέλη καὶ τὸν ἀνέβαζε ἐπά­νω, ἐνῷ οἱ μαθηταὶ ἔμειναν ἐκεῖ νὰ κοιτάζουν ἔκθαμβοι. Τότε ἕνας ἄγγελος τοὺς εἶπε· Τί κά­θεστε κοιτάζοντας στὸν οὐρανό; Αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς, ποὺ τώρα ἀνελήφθη ἀπὸ σᾶς, ἔτσι θὰ ξαναέρθῃ. Θὰ ξαναέρθῃ! – ἄλλη ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας αὐτή. Ὅσο εἴμαστε βέβαιοι, ὅτι αὔ­ριο ξημερώνει Παρασκευή, τόσο νὰ εἴμαστε βέβαιοι, ἀδελφοί μου, ὅτι θὰ ἔρθῃ πάλι ὁ Χριστός. Θὰ ἔρθῃ ὄχι πλέον ὡς ἀδύναμος ἄνθρω­πος, ἀλλὰ μὲ δόξα μεγάλη, μετὰ ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων. Θὰ ἔρθῃ ὁ Κύριος κατὰ τὴ Δευτέρα παρουσία ὄχι πλέον γιὰ νὰ διδάξῃ, ἀλλὰ γιὰ νὰ δικάσῃ. Ναί, θὰ δικάσῃ. Ἐκεῖ θὰ εἶμαι κ᾽ ἐγώ, ἐκεῖ θὰ εἶστε κ᾽ ἐσεῖς, ἐκεῖ ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, γιὰ νὰ δώσουμε λόγο τῶν πράξε­ών μας ἐνώπιον τοῦ ἀδεκάστου Δικαστηρίου.

* * *

Ἡ Ἀνάληψις τοῦ Κυρίου μᾶς βάζει σὲ σκέψι. Τί εἶνε, ἀδελφοί μου, αὐτὴ ἡ γῆ ποὺ κατοι­κοῦ­με, γιὰ τὴν ὁποία γίνονται τόσοι πόλεμοι μετα­ξὺ τῶν λαῶν; Φανταστῆτε νὰ παλεύουν δύο με­ταξύ τους. Τοὺς ρωτᾶτε, Γιατί σκοτώνε­στε; καὶ σᾶς ἀπαντοῦν· Γιὰ ἕνα κόκκο ἄμμου. Αὐ­τὸ γίνεται τώρα. Ἡ γῆ μας ἐν σχέσει μὲ τὸ σύμ­παν τί εἶνε; ἕνα κουκκὶ ἄμμου. Ἀξίζει λοι­πὸν γιὰ τὸν κόκκο αὐτὸ νὰ σκοτωνώμεθα;
Δὲν ὑπάρχει μόνο ἡ γῆ. Δὲν εἶνε αὐτὴ ἡ μό­νιμη κατοικία μας. Ἐδῶ εἴμεθα προσωρινοί. Ἡ γῆ εἶνε ξενοδοχεῖο. Ὅταν πᾶς σ᾽ ἕνα ξενο­δοχεῖο καὶ μείνῃς μία – δύο μέρες, δὲ λὲς Τὸ ξενοδοχεῖο εἶνε δικό μου. Κάποιος φιλόσοφος μοναχὸς ἔγραψε γιὰ τὸ κελλί του· «Κελλίον μου κελλίον μου, σήμερον ἐμοῦ, αὔριον ἑτέρου, καὶ οὐδέποτέ τινος». Φιλοξενούμεθα δωρεὰν στὸ ξενοδοχεῖο ποὺ λέγεται γῆ, καὶ σήμερα – αὔριο φεύγουμε ἀπὸ ᾽δῶ γιὰ τὴν πατρίδα μας.
Ρώτησαν ἕνα φιλόσοφο πρὸ Χριστοῦ· ―Ποιά εἶνε ἡ πατρίδα σου; ―Περιμένετε, λέει· κι ὅ­ταν νύχτωσε καὶ βγῆκαν τὰ ἄστρα, τοὺς ἔ­δει­ξε τὸν οὐρανό. ―Ἐκεῖ εἶνε ἡ πατρίδα μου! Ὁ οὐρανὸς εἶνε ἡ πατρίδα μας. «Οὐκ ἔχομεν ὧ­δε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζη­τοῦμεν» (Ἑβρ. 13,14), ἔλεγε ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Στὴ θεία Λειτουργία ἀκοῦμε· «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας», ὑψῶστε τὶς καρδιές σας πρὸς τὰ ἄνω. Τὴν ὥρα αὐτὴ οἱ Χριστιανοὶ μέσ᾽ στὴν ἐκ­κλησία δὲν πατοῦν στὸ γήινο ἔδαφος· ὁ τόπος εἶνε ἱερός. Ἄλλωστε καὶ ἡ ἐτυμολογία τῆς λέξεως ἄνθρωπος σημαίνει τὸ ὂν ποὺ τείνει πρὸς τὰ ἄνω καὶ ποθεῖ νὰ δῇ τὸν οὐρανό. Μὴ μένουμε λοιπὸν στραμμένοι πρὸς τὰ κάτω ὅπως οἱ χοῖροι ποὺ ἔχουν τὸ κεφάλι συνεχῶς στὴ γῆ. Εἴμεθα ἄνθρωποι, μὴ γινώμεθα κτήνη.
Ὑπάρχει οὐρανός, ὑπάρχουν ἄστρα, ὑπάρχουν τόσο ὡραῖα πράγματα. Οἱ φιλόσοφοι εἶ­παν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε πολυδιάστατος· εἶ­νε καὶ πνευματικὸ καὶ σωματικὸ καὶ κοινωνικὸ καὶ οἰκονομικὸ καὶ φιλοσοφικὸ ὄν, ἀλλὰ πρὸ παντὸς ―πάρτε κιμωλία καὶ γράψτε― ἄν­θρω­πος ἴσον· μεταφυσικὸ ὄν. Ἔχει ῥίζα μεταφυσική, νοσταλγεῖ τὸν οὐρανό. Ὅταν πέθαινε ὁ Σωκράτης, τὸν ρώτησαν· ―Τί νὰ κά­νουμε τὸ σῶμα σου; Καὶ αὐτὸς τοὺς εἶπε· ―Τὸ σῶμα δὲν εἶνε ὁ Σωκράτης· ὁ Σωκράτης τώρα πηγαίνει ἀλλοῦ, σ᾽ ἕνα κόσμο ἀθάνατο.
Ἡ Ἐκκλησία πάντοτε, ἀλλ᾽ ἰδιαιτέρως τώρα μὲ τὴν ἀνάληψι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στρέφει τὸ νοῦ μας καὶ μᾶς προετοι­μάζει γιὰ τὸν οὐρανό. Ἐκεῖ νὰ πιστεύουμε κ᾽ ἐ­μεῖς. Ψηλά ἡ καρδιὰ καὶ ὁ νοῦς, σὰν ἀετοὶ καὶ ὄχι σὰν σαῦρες καὶ χοῖροι. «Τὸ πολί­τευμα ἡ­μῶν ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλ. 3,20).
Στὶς πόλεις καὶ τὰ χωριά μας κανείς ἄθεος, κανείς βλάσφημος, κανένα διαζύγιο, καμμιά μοιχεία, καμμιά πορνεία, καμμιά κλοπὴ καὶ ἀ­πάτη. Ὅλοι ἑνωμένοι ―μιὰ ψυχή, ἕνας λαός!― πάντοτε κοντὰ στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἑνώνει τοὺς ἀνθρώπους. Ἐκεῖ ὅ­λοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, νὰ συγκεντρωνώμεθα, ν᾽ ἀνοίγουμε τὰ στόματά μας καὶ σὰν μιὰ κιθάρα νὰ ὑμνοῦμε Ἰησοῦν Χριστὸν ἐσταυρω­μένον, ἀναστάντα καὶ ἀναληφθέντα εἰς τοὺς οὐρανούς· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑ­περυψοῦ­τε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

 † ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλια του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ἱ. ναὸ της Ἀναλήψεως Ἀμυνταίου 8-6-1989

«Eυαγγελιζου, γη, χαραν μεγαλην»

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαρ 16th, 2012 | filed Filed under: ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΕ ΑΠΟΡΙΕΣ, εορτολογιο

ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΠΡΕΣΠΩΝ & ΕΟΡΔΑΙΑΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ

AΣ XAPEI H ΓH

«Eυαγγελίζου, γη, χαράν μεγάλην»

(μεγαλυνάριον)

Συγκινημένος, αγαπητοί μου, κάτω από το κράτος δύο χειροτονιών, δεν θα έπρεπε να ομιλήσω. Aλλά θεωρώ παράλειψη αρχιερατικού καθήκοντος το να λειτουργώ και να μην ομιλώ. Θεωρώ την θεία λειτουργία αναποσπάστως ηνωμένην με το θείον κήρυγμα. Διά τούτο θα μου επιτρέψετε να ερμηνεύσωμεν μόνον πρακτικώς το μεγαλυνάριο της σημερινής ημέρας.

AΣ ακούσει, λέει το θαυμάσιο αυτό μεγαλυνάριο ας ακούσει η γη το χαρμόσυνο μήνυμα. Aς χαρει και ας γιορτάσει. Aς βγάλει ―σαν την πονεμένη χήρα που φοράει τα μαύρα―, ας βγάλει η γη την πένθιμη στολή του χειμώνος και ας φορέσει την ανοιξιάτικη στολή του θέρους. Aς λειώσουν τα χιόνια επάνω στα ψηλά βουνά, ας τρέξουν γάργαρα τα νερά, ας ανθήσουν τα δέντρα, ας πετάξουν τα πουλιά, ας κελαϊδήσουν τα αηδόνια. Aνοιξις, ημέρα λαμπρά. «Eυαγγελίζου, γη, χαράν μεγάλην». Aς χαρεί η γη.
Mα ποια γη; Tι είναι η γη; Aν ερωτήσετε έναν αστρονόμο, θα σας πει, ότι η γη αυτή είναι ένα από τα αναρίθμητα αστέρια που στροβιλίζονται στο άπειρο. Eίναι δηλαδή ένας κόκκος άμμου, μια σταγόνα, ένα τίποτα μέσ’ στο σύμπαν. Kαι όμως επάνω σ’ αυτό το τίποτα κατοικεί ο άνθρωπος. Σε κανένα άλλο αστέρι του κόσμου δεν υπάρχει ζωή. Mόνο στο αστέρι αυτό ώρισε ο Θεός να είναι η κατοικία του ανθρώπου.
Tι πλεονέκτημα έχει ο άνθρωπος; Eίναι ένας μικρόκοσμος. Tι χάρισμα έχει ο άνθρωπος; Eίναι εικόνα του Θεού. Tι έχει ο άνθρωπος; Έχει θείο προνόμιο. Eίναι ένα μεγαλούργημα, η κορωνίς της δημιουργίας. Άφθαστο το μεγαλείο του. Eίναι ένας μικρός Θεός επί της γης, άρχων της φύσεως, κυρίαρχος του κόσμου που τον περιβάλλει. Iδού τι έχει ο άνθρωπος. Eίναι ο κάτοικος της γης, που δίνει αξία στην κατοικία του, αξία που δεν έχει κανένα άλλο αστέρι του κόσμου. Όπως ένα μικρό διαμάντι, ένας μικρός πολύτιμος λίθος έχει αξία περισσότερο από ένα βουνό χαλίκια, κατά παρόμοιο τρόπο και η μικρά αυτή γη, η σκόνη μέσα στό άπειρο, έχει τεραστία αξία, διότι αυτή ωρίσθηκε ως κατοικία του ανθρώπου…. Read more »

ΟΛΟΙ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ!

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Φεβ 2nd, 2012 | filed Filed under: εορτολογιο

Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου
2 Φεβρουαρίου

ΟΛΟΙ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ!

ΥΠΑΠΑΝΤΗΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ ἑορτὴ τῆς Ὑ­παπαντῆς. Τέτοια μέρα στὴν Κωνσταν­τινούπολι, στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν (ὅπου γιὰ πρώτη φορὰ ψάλαμε τὸ «Τῇ ὑ­περ­μάχῳ…») πή­γαινε ὁ λαὸς καὶ ὁ βασιλεὺς καὶ παρακαλοῦ­σαν τὸ Θεό. Τότε, ποὺ οἱ ἄνθρωποι πίστευ­αν, ἡ ἑορτὴ αὐτὴ ἐτιμᾶτο ἰδιαιτέρως.

* * *

Τί ἑορτάζουμε σήμερα. Σ᾽ ἕνα μικρὸ χωριὸ ζοῦσε μιὰ πολὺ φτωχιὰ μάνα. Γέννησε τὸ μο­νάκρι­βο παιδί της ὄχι σὲ σπίτι οὔτε κἂν σὲ κα­λύβα ἀλλὰ μέσα σ᾽ ἕνα σταῦλο. ῾Ρουχαλάκια νὰ τὸ σκεπάσῃ δὲν εἶχε· τὸ ἀκούμπησε πάνω στὰ ἄχυρα. Ἐνῷ ἔκανε κρύο, θερμάστρα δὲν εἶχαν· τὰ ζῷα, τὸ βόδι καὶ τὸ γαϊδουράκι, ἦρ­θαν κοντὰ στὸ βρέφος καὶ μὲ τὴν ἀνάσα τους ζέσταναν τὸ κορμάκι του. Ὅλοι καταλαβαίνετε, ὅτι τὸ παιδάκι αὐ­τὸ ἦταν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ἡ μάνα ἡ Παναγία Θεοτόκος. Κανείς δὲν τοὺς ἔδινε σημασία. Ὅπως καὶ μέχρι σήμερα· οἱ ἄν­θρωποι προσέχουν κάποιον ὅ­ταν ἔχῃ τὸ πορτοφόλι του γεμᾶτο, ὅ­ταν κατέχῃ περιουσία. Σ᾽ ἕνα φτωχὸ ἄν­θρωπο δὲ δίνουν μεγάλη ἀξία. Κανείς λοιπὸν δὲν πρόσεξε καὶ τὴ φτωχιὰ αὐτὴ μάνα ποὺ κρατοῦσε στὴν ἀγ­καλιὰ τὸ βρέφος της. Ὕστερα ὅμως ἀπὸ σαράντα μέρες φανερώθηκε ποιά ἦταν αὐτὴ καὶ ποιός ἦταν τὸ βρέφος ἐκεῖνο.
Σύμφωνα μὲ τὸ Μωσαϊκὸ νόμο, ποὺ κ’ ἐ­μεῖς τὸν τηροῦμε, κάθε μάνα ὅταν γεννοῦσε τὸ πρῶτο της ἀρσενικὸ παιδί, ὕστερα ἀπὸ σαράν­τα μέρες ἔπρεπε νὰ τὸ πάῃ στὸ ναό. Κι ἂν ἦ­ταν πλούσια, ἔπρεπε νὰ θυσιάσῃ ἕνα ἀρνάκι· ἂν ἦταν φτωχιά, ἕνα ζευγάρι τρυ­γό­νια ἢ περιστέρια, γιὰ νὰ εὐχαριστήσῃ τὸ Θεό. Γιατὶ τὰ παιδιὰ ἔρχον­ται ἀπὸ τὸ Θεό, ὄχι ἀπὸ τοὺς ἀν­θρώπους. Ἡ Παναγία μας λοιπόν, ποὺ δὲ μπο­ροῦσε νὰ προσφέρῃ κάτι ἄλλο, ἀγόρασε ἕνα ζευγάρι περιστέρια καὶ τὰ πῆγε μαζὶ μὲ τὸν δίκαιο Ἰω­σὴφ στὸ ναὸ τοῦ Σολο­μῶντος, ἔχον­τας στὴν ἀγκαλιὰ τὸ βρέφος της, τὸ Χριστό.
Ἔφθασαν κι ἀνέβηκαν τὰ σκαλιά. Ὅταν μπῆ­καν στὸ ναό, βρέθηκε μπροστά τους ἕνας γέροντας μὲ ἄσπρα μαλλιὰ ἀ­κουμπισμένος στὸ ῥαβδί του, ὁ Συμεών. Πολλὲς μανάδες πλούσιες εἶχαν φέρει τὰ βρέφη τους στὸ ναό. Σὲ καμμιά ἀπ’ αὐτὲς δὲν εἶχε δώσει ἰδιαίτερη σημασία. Μόλις ὅμως εἶδε τὴ φτωχιὰ αὐτή, τὴν ὑ­ποδέχθηκε μὲ τιμὴ μεγάλη. Μὲ τρεμάμενα χέ­ρια πῆρε τὸ βρέφος στὴν ἀγκαλιά του, ὕψω­σε τὰ μάτια στὸ Θεό, καὶ εἶπε ἐ­κεῖνο ποὺ ἀκοῦ­με στὴν ἐκκλησία στὸ τέλος τοῦ ἑσπερινοῦ· «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα…» (Λουκ. 2,29). Εἶνε τὰ λόγια τοῦ Συμεών. Εἶχε διαβάσει τὰ βιβλία τῶν προφητῶν, εἶδε ἐκεῖ ὅτι μιὰ μέρα θὰ ᾽ρθῇ ὁ Μεσσίας, καὶ λαχταροῦσε νὰ τὸν δῇ. Κι ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε νὰ τὸν δῇ καὶ νὰ τὸν πάρῃ στὴν ἀγκαλιά του. Γι’ αὐτὸ λέει· Τώρα, Κύριε, ἔγινε αὐτὸ ποὺ ποθοῦσα· ἂς πεθάνω.
Μετὰ ὁ γέροντας στράφηκε στὴν Παναγία· Αὐτὸ τὸ παιδὶ ποὺ κρατᾷς στὰ χέρια σου, τῆς εἶπε, θὰ χωρίσῃ τὸν κόσμο σὲ δυὸ μεγάλες πα­ρατάξεις. Θὰ εἶνε «σημεῖον ἀντιλεγόμενον». Ἄλλοι θὰ τὸν πιστεύουν, θὰ θυσιάζουν καὶ τὴ ζωή τους γι᾽ αὐτόν, κι ἄλλοι θὰ τὸν μισοῦν καὶ θὰ τὸν πολεμοῦν μὲ λύσσα· ἀπὸ τὴ μιὰ θὰ εἶνε οἱ ἄπιστοι, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ πιστοί. Μὰ στὸ τέλος δὲ θὰ νικήσουν οἱ ἄ­πιστοι, οἱ ἄθεοι, οἱ ἀντίχριστοι· θὰ νικήσῃ ὁ Χριστός, αὐτὸ τὸ βρέφος ποὺ ἦρθε στὸν κόσμο τόσο ταπεινά. Τέτοιο νόημα εἶχαν τὰ λόγια τοῦ Συμεὼν ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ εἶνε «εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστα­σιν πολλῶν… καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον» (Λουκ. 2,34). Κ’ ἐσένα, εἶπε στὴν Παναγία, μαχαί­ρι δίκοπο θὰ περάσῃ τὴν καρδιά σου, θὰ πονέ­σῃς πολύ (ἔ.ἀ. 2,35). Καὶ ἦρθε πράγματι ἡ Μεγάλη Παρασκευή, ποὺ ἡ Παναγία εἶδε τὸ παιδί της στὸ σταυρό. Πόσο πόνο αἰσθάνθηκε μόνο οἱ μανάδες μποροῦν νὰ τὸ καταλάβουν.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Συμεὼν τὴν ὥρα ἐκείνη στὸ ναὸ βρέ­­θηκε καὶ μιὰ γερόντισσα προχωρημένης ἡλικίας, ὀγδον­­τατεσσάρων χρονῶν, ἡ Ἄν­να. Παρθένο κορίτσι εἶχε παν­τρευτῆ, ἔζησε ἑ­φτὰ χρόνια μὲ τὸν ἄντρα της, κι ὅταν ἐκεῖνος πέθανε δὲν πῆρε πλέον ἄλλον· ἔμεινε χήρα πιστὴ στὴ μνήμη του. Ἀπὸ τότε κάθε μέρα πρωῒ – βράδυ πήγαινε στὸ ναό, νήστευε καὶ προσ­ευχόταν. Τὴν ἀξίωσε λοιπὸν ὁ Θεὸς νὰ δῇ κι αὐτὴ τὸ Χριστὸ καὶ νὰ δοξολογήσῃ τὸ Θεό.

* * *

Αὐτὴ εἶνε μὲ λίγα λόγια ἡ σημερινὴ ἑορτή. Τί μᾶς διδάσκει;
Πρῶτον. Ὅπως ἡ Παναγία ἔφερε τὸ παιδί της στὸ Θεό ―ποὺ αὐ­τὸ γιὰ τὸ Χριστὸ δὲν ἦ­ταν ἀναγκαῖο―, ἔτσι κάθε μάνα πρέπει νὰ δί­νῃ σωστὴ ἀνατρο­φὴ στὸ παιδί της. Οἱ πρῶ­τες λέ­ξεις ποὺ θὰ τοῦ μάθῃ νὰ εἶνε Θεός, Χρι­στός, Παναγία. Νὰ παίρνῃ τὸ χεράκι του καὶ νὰ σημει­ώνῃ τὸ σταυρό, νὰ τοῦ δείξῃ νὰ γονα­τίζῃ μπρο­στὰ στὴν εἰ­κόνα καὶ νὰ κά­νῃ προσ­ευχή. Νὰ τὸ πηγαίνῃ στὴν ἐκκλησία. Τώρα ὁ κόσμος ἄλλαξε· πηγαίνουν οἰκογενεια­κῶς στὸν κινηματογρά­φο, στὸ γήπεδο, στὰ θέατρα, στὰ κέν­τρα· τὴν Κυρια­κὴ ὁ ἄντρας πάει γιὰ κυνήγι, ἡ γυναί­κα ἀσχολεῖ­ται μὲ ἄλ­λες δουλειές. Ἡ Παναγία ὅμως σαράντισε τὸ παιδί της. Ἔννοια σου, μά­να· ἂν δὲ μάθῃς τὸ παιδί σου ν᾽ ἀ­γαπάῃ τὸ Θεό, θὰ ᾽ρθῇ ὥρα ποὺ θὰ σὲ ποτίσῃ φαρμά­κι. Παιδιὰ ποὺ δὲν ἀγαποῦν τὸ Θεό, δὲ θ᾽ ἀγαπήσουν οὔτε τὸν πατέ­ρα τους. Γονεῖς, συνηθί­στε νὰ ἐκ­κλησιά­ζε­στε οἰ­κο­γενειακῶς, νὰ προσεύχεστε οἰκογενεια­κῶς, νὰ κάθεστε στὸ τραπέζι οἰκογενειακῶς.
Τὸ δεύτερο. Μέσα στὸ ναὸ δὲ βλέπουμε μό­νο τὴν Παναγία καὶ τὸ Χριστό· βλέπουμε καὶ τοὺς γέρους, τὸν Συμεὼν καὶ τὴν Ἄννα τὴν πρε­σβύτιδα. Θὰ μποροῦσαν νὰ ποῦν· Γέροι ἄνθρωποι εἴμαστε, δὲ βαστᾶμε, ἂς μείνουμε στὸ σπίτι σήμερα ποὺ κάνει κρύο, κοντὰ στὸ τζάκι… Δὲν τὸ εἶπαν. Εἶχαν ζῆλο καὶ πήγαιναν. Καὶ τοὺς ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ δοῦνε τὸ Χριστό. Ἔτσι νὰ κάνουμε κ’ ἐμεῖς. Ὅλη τὴ βδομάδα δουλειά, σὰν τὰ μυρμήγκια. Κυριακὴ πρωῒ ὅμως, μόλις χτυπᾷ ἡ καμπάνα, νὰ τρέχουμε στὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ, νὰ τὸν εὐχαριστήσουμε, νὰ ζητήσουμε τὸ ἔλεός του. Ἐν τούτοις δὲν συμβαίνει αὐτό. Οἱ ἐκκλησιὲς εἶνε ἔρημες. Ἀπὸ τοὺς ἑκατὸ Χριστιανοὺς δυὸ – τρεῖς ἐκκλησιάζον­ται, οἱ ἄλλοι ἀπουσιάζουν. Γι’ αὐτὸ ὁ Συμεὼν καὶ ἡ Ἄννα μᾶς φωνάζουν σήμερα· Γέροι – γρι­ές, μικροὶ – μεγάλοι, ὅλοι στὴν ἐκκλησιά! Θὰ μοῦ πῆτε· Καλά, ὁ Συμεὼν πῆγε στὸ ναὸ κι ἀ­ξιώθηκε νὰ πάρῃ στὴν ἀγκαλιά του τὸ Χριστό· ἂν πάω ἐγὼ στὴν ἐκκλησιά, τί θὰ καταλάβω; Νά ᾽ξερα, ὅτι θὰ πάρω κ’ ἐγὼ τὸ Χριστὸ στὴν ἀγκαλιά μου… Ὦ Χριστιανέ μου! ἂν πιστεύ­ῃς, ὄχι στὴν ἀγκαλιά σου, ἀλλὰ μέσα στὴν καρδιά σου παίρνεις τὸ Χριστὸ ὅταν ἔρχεσαι στὴν ἐκκλησία. Τὰ παλαιὰ τὰ χρόνια, ὅταν ἔ­βγαιναν τὰ ἅγια, γονάτιζαν ὅλοι καὶ ἡ καρδιά τους χτυποῦσε καὶ κλαίγανε. Γιατί; Γιατὶ τὸ ψωμάκι πάνω στὴν ἁγία τράπεζα καὶ τὸ κρασάκι μέσ᾽ στὸ δισκοπότηρο, ἂν πιστεύῃς, εἶνε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός! Δὲν τὸ πιστεύεις; τότε βγὲς κ’ ἐσὺ ἔξω, πήγαινε στὸ καφενεῖο, παῖξε τὸ κομπολόι σου, παῖξε πρέφα, κάνε ὅ,τι θέ’ς. Δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ μᾶς τὰ βρωμερὰ σκουλή­κια ὁ Χριστός. Καὶ ὅλοι μας νὰ τὸν ἀρνηθοῦ­­με, ἀναρίθμητοι ἄγγελοι μέρα – νύχτα τὸν δοξολογοῦν κι αὐτὲς οἱ πέτρες οἱ ἄψυχες θὰ φω­νάζουν ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ ἀληθινὸς Θεός. Ἂν τὸ πιστεύῃς λοιπόν, μεῖνε στὴν ἐκκλησία. Μὴ χασμουριέσαι, γιατὶ εἶνε ἁμαρτία. Μὴ λές, πότε νὰ τελειώσῃ. Τὸ μυαλό σου νά ᾽νε ἐκεῖ στὰ ἅγια. Διότι ὅποιος κοινωνάει, ἔχει τὸ Χρι­στὸ ὄχι πιὰ στὴν ἀγκαλιὰ ὅπως ὁ Συμεών, ἀλ­λὰ μέσ᾽ στὴν ψυχή του, στὴν καρδιά του, μέσ᾽ στὸ αἷμα του, μέσ᾽ στὸ εἶναι του. Αὐτὸ ποὺ ἀ­πολαμβάνουμε οἱ Χριστιανοὶ στὴν Ἐκκλησία εἶνε πολὺ ἀνώτερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἀπήλαυσε ὁ Συμεὼν καὶ ἡ Ἄννα στὸ ναό. Ἐδῶ γίνεται τὸ θαῦμα, ἡ ὑπαπαντὴ τοῦ Χριστοῦ σὲ κάθε θεία λειτουργία.

* * *

Δὲν εἴμαστε ἄξιοι ν’ ἀντικρύ­σουμε τὰ τελού­μενα μυστήρια. Ἄχ, μάτια ἁ­μαρτωλά, χέρια ἁρπακτικά, κορμιὰ ποὺ κάνετε ἀτιμίες!… Ὅ­λοι ἂς σκύψουμε τὸ κεφάλι. Ἔπρεπε ἡ Ἐκ­κλη­σία, ὅπως τὴν παλιὰ ἐποχή, νὰ κρατάῃ κόσκινο. «Ὅσοι πιστοί»! Τότε ἀπὸ τοὺς ἑκατὸ θὰ μένανε πέντε. Οἱ ἄλλοι; ὅποιος βλαστημάει, ὅποιος κλέβει, ὅποιος μοιχεύει, ὅποιος παίζει τυχερὰ παιχνίδια, ὅποιος ψευδορκεῖ…, δὲν θὰ εἶχαν εἴσοδο. «Ὅσοι εἶνε πιστοί», ναί· ὅσοι ἄ­πιστοι, ὄχι. Δὲν μπορεῖς ἔτσι νὰ μπαί­νῃς στὴν ἐκκλησία, ὅπου γίνεται τὸ θαῦ­μα. «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας» (θ. λειτ.). Πρέπει νὰ καθα­ριστοῦμε καὶ νὰ ὑψωθοῦμε, γιὰ νὰ κοινωνήσου­με τὸν Κύριο, στὸν ὁποῖο ὀφείλουμε τὰ πάντα.
Ἀδέρφια μου, κλεῖστε τ᾽ αὐτιά σας μὲ βουλοκέρι· μὴν ἀκοῦτε τί λένε οἱ ἄθεοι καὶ οἱ ἄπιστοι, μὴ ἀπατᾶσθε. Πολλὰ θὰ δοῦμε, ἀλλὰ στὸ τέλος δὲ θὰ νικήσουν αὐτοί, θὰ νικήσῃ ὁ Χριστός, νὰ εἶστε βέβαιοι γι’ αὐτό. Κλάψτε γιὰ τ’ ἁμαρτήματά σας, κρατῆστε τὴν πίστι σας, ζῆ­στε μὲ ἁγνὸ αἴσθημα, μὲ τὴν οἰκογένεια καὶ τὰ παιδιά σας. Προχω­ρῆστε ἀφωσιωμένοι στὸν Κύριο ὁ­λο­ψύχως. Καὶ εὔχομαι νὰ εἶστε εὐλογημένοι, ἑνωμένοι καὶ πάντα ἀγαπημένοι ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ σωτῆρι ἡμῶν· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος (σήμερα Ἁγ. Ἰγνατίου) Σιδ. Σταθμοῦ Βεύης – Φλωρίνης τὴν 2-2-1968

«ΝΥΝ ΑΠΟΛΥΕΙΣ…»

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιαν 14th, 2012 | filed Filed under: εορτολογιο

Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012

«ΝΥΝ ΑΠΟΛΥΕΙΣ…»

(Λουκ. 2,29)

Εορτή, ἀγαπητοί μου, σήμερα, ἑορτὴ καὶ αὔριο. Οἱ δύο ἑορτὲς συνδέονται· ἀναφέρονται στὸ ἴδιο γεγονός, ὅπως τὸ ἱστορεῖ ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς(2,22-40). Ποιό εἶνε τὸ γεγονός;

* * *

Πέρασαν σαράντα μέρες ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα. Οἱ Ἑβραῖοι εἶχαν συνήθεια, ἡ μάνα τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα ἀπὸ τὴ γέννησι τοῦ πρώτου ἀρσενικοῦ παιδιοῦ νὰ τὸ πη γαίνῃ στὸ ναὸ τοῦ  Σολομῶντος, νὰ προσφέρεται θυσία ἕνα ζευγάρι τρυγόνια ἢ δυὸ μι κρὰ περιστέρια, καὶ ὁ ἱερεὺς  νὰ εὐλογῇ τὸ βρέφος –καὶ σ᾽ ἐμᾶς ἡ μάνα τότε σαραντίζει. Αὐτὴ τὴ διάταξι τοῦ νόμου ἐφήρμοσε καὶ ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος· ἔφερε στὸ ναὸ τὸ Θεῖο Βρέφος μαζὶ μὲ τὸν Ἰωσήφ. Βλέποντας ἐκεῖ τὴν Παναγία, ἀνάμεσα σὲ ἄλλες μητέρες, ποιός φαν ταζόταν ὅτι τὸ βρέφος ποὺ κρατοῦσε στὴν ἀγκάλη της εἶνε ὁ Ποιητὴς τῶν ὅλων! Ἀλλὰ τώρα τὸ μυστήριο ἀποκαλύπτεται. Τὸ φανερώνει ὁ Θεὸς σὲ δύο ἀνθρώπους, ἕναν ἄντρα καὶ μία γυναίκα, ποὺ ἑορτάζουν αὔριο.

⃝Ὁ ἄντρας εἶνε ὁ Συμεών, ἕνας ἅγιος γέροντας ποὺ κατοικοῦσε στὰ Ἰεροσόλυμα, τηροῦσε μὲ ἀκρίβεια τὸ νόμο τοῦ Κυρίου καὶ εἶχε χάρι ἁγίου Πνεύματος. Τὰ χρόνια περνοῦσαν.

Αὐτὸς παρακαλοῦσε, νὰ προλάβῃ νὰ δῇ τὸν Σωτῆρα τοῦ κόσμου. Καὶ ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴν προσευχή του· τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο τὸν πληροφόρησε, ὅτι δὲν θὰ δῇ θάνατο προτοῦ ἀξιωθῇ νὰ δῇ τὸ Μεσσία. Εἶχε φτάσει σὲ μεγάλη πλέον ἡλικία, καὶ τὴν ἡμέρα ποὺ ἡ Παναγία ἔφερε τὸ νεογέννητο Χριστὸ στὸ ναό, βρέθηκε ἐκεῖ, τὸν πῆρε στὴν ἀγκάλη του, καὶ μὲ φώτισι ἁγίου Πνεύματος εἶπε τότε λόγια προφητικά.

_Εἶπε ἕναν ὕμνο εὐχαριστήριο, ποὺ τὸν ἀκοῦμε τὸ βράδυ στὴν ἐκκλησία –μ᾽ αὐτὸν τελειώνει κάθε φορὰ ὁ ἑσπερινός· «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, Δεσπότα, κατὰ τὸ ῥῆμά σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου, ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν, φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καὶ δόξαν λαοῦ σου Ἰσραήλ». Μὲ ἁπλᾶ λόγια· Θεέ μου, σ᾽ εὐχαριστῶ ποὺ τήρησες τὸ λόγο σου καὶ μ᾽ ἀξίωσες νὰ δῶ μὲ τὰ μάτια μου ἐκεῖνον ποὺ εἶνε ἡ σωτηρία γιὰ ὅλους τοὺς λαούς· ἐκεῖνον ποὺ –μέσ᾽ στὸ σκοτάδι τοῦ κόσμου- εἶνε τὸ φῶς ποὺ θ᾽ ἀποκαλυφθῇ στὰ ἔθνη καὶ θὰ εἶνε πρὸς δόξαν τοῦ λαοῦ σου Ἰσραήλ.

Ἡ Παναγία καὶ ὁ Ἰωσὴφ θαύμαζαν ἀκούγοντας τὰ λόγια αὐτά. Ὁ Συμεὼν τοὺς εὐλόγησε καὶ ἔκανε στὴν Παναγία μία διπλῆ ἀποκάλυψι. Γιὰ τὸ τεσσαρακονθήμερο Βρέφος εἶπε· «Οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραὴλ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον». Καὶ γιὰ τὴν ἴδια εἶπε· «Σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ῥομφαία…»(Λουκ. 2, 29-32,34-35). Καὶ τὰ λόγια του αὐτὰ πραγματοποιήθηκαν.

_«Οὗτος», εἶπε, «κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν». Ἐξ αἰτίας του ἄλλοι θὰ ἀπιστοῦν καὶ θὰ χάνωνται, ἄλλοι θὰ πιστεύουν καὶ θὰ σῴζωνται. Ἐμπρὸς σὲ τοῦτο τὸ Βρέφος ὁ κόσμοςθὰ διαιρεθῇσὲ δύο μεγάλα στρατόπεδα, θὰ γίνεται πόλεμος μεταξὺ πίστεως καὶ ἀ πιστίας, ἄλλοι θὰ τὸν πιστεύουν καὶ ἄλλοι θὰ τὸν πολεμοῦν· ὑπαίτιος ὅμως δὲ θὰ εἶνε ὁ Χριστὸς ἀλλὰ ἡ κακία τῶν ἀνθρώπων. Καὶ πράγματι, τόσο μέσα στὸν Ἰσραὴλ ὅσο καὶ στὰ ἔθνη οἱ ἄνθρωποι διχάστηκαν γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἔγιναν διωγμοὶ καὶ μαρτύρια ἑκατομμυρίων πιστῶν ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἐποχὴ μέχρι καὶ σήμερα ἐκεῖ ποὺ ἐπικρατεῖ ὑλισμὸς καὶ ἀθεΐα. Κοντὰ στοὺς  πρώτους μάρτυρες ἔχουμε τοὺς νεομάρτυρες τῆς τουρκοκρατίας, καὶ τώρα γράφεται ἄλλο νεώτερο μαρτυρολόγιο γιὰ τὶς χῶρες τοῦ πρώην σιδηροῦ παραπετάσματος. Ἡ προφητεία αὐτὴ ἐκπληρώθηκε καὶ ἐκπληρώνεται καὶ θὰ ἐκπληρωθῇ μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων, μὲ τὸν ἀντίχριστο καὶ τὸ Ἁρμαγεδῶνα. Νικητὴς θὰ εἶνε πάντα ὁ Χριστός, ὅπως μέχρι τώρα. Μερικοί, βλέπον τας τὸ διωγμὸ στὴ Ῥωσία, εἶπαν· Πάει ἡ θρησκεία!… Ὁ Στάλιν εἶπε· Σὲ πέντε χρόνια δὲν θ᾽ ἀκούγεται τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ· ἀλλὰ στὶς μέρες μας εἴδαμε νὰ γκρεμίζουν τὰ ἀγάλματά του καὶ νὰ τὸν δικάζουν γιὰ τὰ ἐγκλήματα ποὺ ἔκανε. Καὶ στὴ Φλώρινα, ὅταν στήναμε τὸ μεγάλο σταυρὸ στὸ ὕψωμα 1020, κάποιοι σχεδίαζαν νὰ τὸν γκρεμίσουν· τέτοιο μῖσος ἐναντίον τοῦ ἐπισκόπου ποὺ δίδασκε τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ!… Τὰ λόγια – ἡ προφητεία τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Θεο δό χου βγαίνουν ἀληθινά· μὴ σκανδαλιζώμαστελοι πὸν ὅταν βλέπουμε τὴν ἀπιστία ν᾽ ἀποθρασύνεται· στὸ τέλος νικητὴς θὰ εἶνε ὁ Χριστός.

_Ἀλλὰ καὶ ἡ προφητεία ποὺ εἶπε στὴν Παναγία βγῆκε ἀληθινή. «Σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ῥομφαία…», εἶ πε. «Ῥομφαία» θὰ πῇ σπαθί, ἀμφίστομος μάχαιρα, κοφτερὸ σπαθὶ ποὺ κόβει κι ἀπὸ τὶς δύο μεριές. Θὰ περάσῃ δηλαδὴ τὴν καρδιά σου μεγάλος πόνος,ἡ μητρική σου καρδιὰ θὰ πονέσῃ πολύ. Καὶ πράγματι τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ ἡ Παναγία πόνεσε ὅσο καμμιά ἄλλη μάνα, ὅταν εἶδε τὸν Υἱό της, τὸν ἀναμάρτητο Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, πάνω στὸ σταυρὸ καὶ τὶς πληγὲς νὰ στάζουν αἷμα.

⃝Μετὰ τὸν ἅγιο Συμεὼν μαρτυρία γιὰ τὸ Χριστὸ ἔδωσε καὶ ἡ Ἄννα, μιὰ ἁγία χήρα, γερόντισσα 84 ἐτῶν. Παντρεύτηκε στὰ νιᾶτα της, ἀλλὰ μὲ τὸν ἄντρα της ἔζησε μόνο ἑπτὰ χρόνια. Ὅ ταν ἐκεῖ νος πέθανε, αὐτὴ δὲ σκέφτηκε ἄλλο γάμο, ὅ πως κάνουν τώρα μερικές…

Στὸ ζήτημα αὐτὸ χάθηκε δυστυχῶς ἡ παράδοσις. Δὲν ἀπαγορεύεται βέβαια o δεύτερος ἢ σπανιώτερα καὶ ὁ τρίτος γάμος· ἀλλὰ νὰ τὸ ξέρουμε, κανονικὰ ὁ γάμος εἶνε ἕνας! Εἴδατε ποὺ λέει καὶ ὅτι προσέφεραν ἕνα ζευγάρι τρυγόνια; Τὸ τρυγόνι, ὅπως λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, τὸ χαρακτηρίζει ἡ συζυγικὴ ἀφοσίωσι· ἂν συμβῇ νὰ θανατωθῇ τὸ ταίρι του, αὐτὸ δὲ ζευγαρώνει πλέον μὲ ἄλλο, ἀλλάζει μάλιστα καὶ ἡ φωνή του, στὸ ἑξ ῆς γίνεται κλαυθμηρή. Τὰ ζῷα διδάσκουν τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ὑπόσχεται μὲν αἰώνια ἀγάπη, ἀλλ᾽ ἔπειτα ἀπατᾷ τὸ ταίρι του, ἀπὸ λύσσα γιὰ σαρκικὴ ἀπόλαυσι. Τέτοιος εἶνε ὁ μάταιος αὐτὸς κόσμος. Καὶ ὅμως σ᾽ αὐτὸν στηριζόμαστε καὶ ἐλπίζουμε καὶ οἰκοδομοῦμε τὸν πύργο τῆς «εὐτυχίας» μας.

Ἡ ἁγία Ἄννα λοιπὸν ἔζησε ἑπτὰ χρόνια μὲ τὸν σύζυγό της καὶ μετὰ πλέον ἔμεινε κοντὰ στὸ ναό, τρόπον τινὰ ὡς νεωκόρος. Καθόταν ἐκεῖ, νήστευε, προσευχόταν καὶ λάτρευε τὸ Θεὸ νύχτα – μέρα. Βρέθηκε ἐκεῖ καὶ αὐτὴ τὴν ὥρα ἐκείνη καὶ δόξαζε τὸν Κύριο καὶ ἔδινε σὲ ὅλους τὴ μαρτυρία της γιὰ τὸν Χριστό.

* * *

Σήμερα ἂς ἀντλήσουμε τρία διδάγματα.

⃝Γέρος ὁ Συμεών, γριὰ ἡ Ἄννα, μποροῦσαν νὰ βροῦν πρόφασι καὶ νὰ ποῦν· Γεράσαμε πιά, δὲ μποροῦμε νὰ πηγαίνουμε στὸ ναό… Καὶ ὅμως πήγαιναν. Καὶ σήμερα ὑπάρχουν τέτοιοι πιστοί.

Θυμᾶμαι στὴ Φλώρινα μιὰ ἁγία γερόντισσα νὰ ἔρχεται στὴν ἐκκλησία μὲ τὰ δεκανίκια. Χειμώνας ἦταν, χιόνιζε, καὶ τὴ βλέπω μέσα στὸ ναό. Τὴ θαύμαζα. Πέθανε τώρα-αἰωνία ἡ μνήμη της! Καὶ ἐνῷ τέτοιοι ἄνθρωποι δικαιολογοῦνται ν᾽ ἀπουσιάζουν, κάποιοι ἄλλοι δὲν ἐκκλησιάζονται· ἔχουν πόδια γιὰ τὸ διάβολο, πόδια γιὰ τὸ Θεὸ δὲν ἔχουν! Σεβασμὸ στὸ τίμιο γῆρας διδάσκει ἡ σημερινὴ ἡμέρα, μὴν τὸ περιφρονοῦμε.

Δὲν εἶνε πολὺς καιρὸς ποὺ ἕνα γεροντάκι στὴν Ἀθήνα, ἐκεῖ ποὺ βάδιζεμὲ τὸ μπαστουνάκι, ἕνας χούλιγκαν τὸν ἔχρισε μ᾽ ἕνα γιαούρτι. Τί ἀπεδείχθη στὴν ἀστυνομία· ὁ γέρος αὐτὸς στὴ νεότητά του ἦταν λοχίας στὸ Ἀλβανικὸ μέτωπο καὶ εἶχε ἀριστεῖο ἀνδρείας! Δὲ φταῖνε ὅμως τὰ παιδιά, φταίει τὸ σύστημα, ἡ ὅλη συγκρότησι τῆς κοινωνίας. Μιλοῦν περιφρονητικά· Ἔ, γέρασε πιὰ αὐτός, δὲ ξέρει τί λέει… Ἔτσι φρονοῦν γιὰ τὸ γέροντα, ἔστω κι ἂν ἦταν δάσκαλος ἢ καθηγητής τους, ἔστω κι ἂν ἦταν πνευματικός τους, ἔστω κι ἂν εἶνε ὁ ἐπίσκοπός τους!…

Ὅταν τοὺς λὲς αὐτὰ ποὺ θέλουν, εἶσαι καλός· ἅμα τοὺς πᾷς κόντρα, θηρία γίνονται!

⃝Πολλοὶ ζηλεύουν τὸν ἅγιο Συμεών, θὰ ἤ θελαν νὰ πάρουν κι αὐτοὶ στὴν ἀγκαλιά τους τὸ Χριστό, νὰ τὸν ἀγγίξουν. Ὁ Κύριος ὅμως στὴν Ἐκκλησία μᾶς χαρίζει κάτι ἀνώτερο. Ὄχι στὴν ἀγκαλιά σου, ἀλλὰ μέσα στὴν καρδιά σου μπορεῖς νὰ τὸν πάρῃς! Πῶς; Μὲ τὴ θεία κοινωνία.

Ὅπως χάρηκε ὁ Συμεών, ἔτσι χαίρονται καὶ οἱ ψυχὲς ποὺ ἀξιώνονται νὰ κοινωνήσουν.

Καὶ τί θὰ πῇ «Νῦν ἀπολύεις»; Εἶδα προχθὲς ἕνα στρατιώτη κ᾽ ἔλαμπε ἀπὸ χαρά. Τί συμβαίνει; λέω. –Ἀπολύομαι, πῆρα τὸ ἀπολυτήριο! Ὅπως λοιπὸν ὁ στρατιώτης τὴν ὥρα τῆς ἀπολύσεως ἢ ὁ φυλακισμένος τὴν ἡμέρα τῆς ἀποφυλακίσεως, ἔτσι ἔνιωθε ὁ ἅγιος Συμεών. Διότι κι αὐτὴ ἡ ζωὴ ἐδῶ ἕνα εἶδος φυλακῆς εἶνε. Κάποτε ἦταν παράδεισος, ἀλλὰ λόγῳ τῆς ἁμαρτίας κατήντησε φυλακή· συνεπῶς ὁ θάνατος εἶνε λύτρωσις. Φεύγει πλέον ὁ ἄνθρωπος καὶ πάει σ᾽ ἕναν ἄλλο κόσμο, ὡραιότατο, ἀθάνατο, θεῖο. Γι᾽ αὐτὸ νὰ παρακαλοῦμε τὸ Θεό, ὅταν ἔρθῃ ἡ δική μας ἐκείνη ὥρα, νὰ ποῦμε κ᾽ ἐμεῖς «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, Δεσπότα…», ποὺ εἶνε σὰν τὸ«Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου»(Λουκ. 23,42) ποὺ εἶπε ὁ λῃστής.

Βλέπετε, ἀγαπητοί μου, τί διδάγματα ἔχουν τὰ γεγονότα ποὺ ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας;

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνηςτὴν 2-2-1990.

Αιωνιοτης!

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιαν 8th, 2012 | filed Filed under: εορτολογιο

Τῶν ἁγίων Ἀθανασίου καὶ Κυρίλλου
18 Ἰανουαρίου

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ

Αιωνιοτης!

«Οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Ἑβρ. 13,14)

Τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς σημερινῆς ἑορτῆς τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου περιέχει καὶ τοῦτο τὸ χωρίο· «Οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μέ­νουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦ­μεν»· οἱ Χριστιανοὶ δηλαδὴ δὲν ἔ­χουμε ἐδῶ μόνιμη κατοικία, ἀλλὰ ποθοῦμε νὰ φθάσουμε στὴ μελλοντική μας κατοικία (Ἑβρ. 13,14). Ὁ ἅγι­ος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἑρμηνεύει τὸ χωρίο αὐτὸ καὶ λέει, ὅτι πρέπει νὰ βγαίνουμε ἔξω ἀ­πὸ τὸν φθαρτὸ καὶ μάταιο τοῦτο κόσμο, ἔξω ἀ­πὸ τὰ φρονήματα καὶ τὰ πάθη του, καὶ νὰ τρέ­χουμε πρὸς τὴν οὐράνια ἄ­φθαρτη πατρίδα μας.
Τὸ χωρίο αὐτὸ εἶνε ἀπὸ τὰ ὡ­ραι­ότερα, εἶνε ἀστέρι φωτεινό. Θὰ προσπαθήσω νὰ σᾶς δώσω μία πρακτικὴ ἀνάπτυξί του.

* * *

Αἰωνιότης! Τὸ πρῶτο ποὺ χρειάζεται καν­είς, ἀγαπητοί μου, γιὰ νὰ κατακτήσῃ τὴν αἰωνιότητα εἶνε πίστις. Ξέρε­τε πῶς μοιάζουν οἱ ἄν­θρωποι σήμερα; Μέχρι τὸ 1.500 περίπου μ.Χ., ὁ κόσμος πίστευε, ὅτι ὅ­­­λη ἡ οἰ­κουμένη εἶνε ἡ γύρω ἀπὸ τὴ Μεσόγειο καὶ τελειώνει στὸ Γιβραλ­τάρ. Ἐπὶ χιλιάδες χρόνια ἀγνοοῦσαν ὅ­τι ὑ­πάρχει Ἀμερική. Ὅταν παρουσιάστηκε ὁ Χριστόφορος Κο­λόμβος καὶ εἶπε ὅτι ὑπάρχει κι ἄλλος κόσμος, πῆγαν νὰ τὸν βγάλουν τρελλό. Μὲ πολὺ κόπο ἔ­πεισε τὸ βασιλιᾶ νὰ τοῦ δώ­σουν καράβι νὰ τα­ξιδέψῃ. Φανταστῆτε πόσες μέρες ἤθελαν γιὰ νὰ διασχίσουν τὸν Ἀ­τλαντι­κὸ μὲ ἱστιοφόρο. Οἱ ἄν­τρες τοῦ πληρώ­μα­τος, ποὺ ἔβλεπαν μόνο οὐ­ρα­νὸ καὶ θάλασσα ἀ­πέ­ραντη, μεμψιμοιροῦ­σαν. Αὐτὸς τοὺς ἄκου­γε κ᾽ ἔκανε τὴν προσ­ευχή του, καὶ ἐπὶ τέλους εἶ­δαν τὴν ἀκτὴ τῆς νέας γῆς. Κάτι τέτοιο συμβαί­νει καὶ μ᾽ ἐμᾶς. Ἐκεῖνοι δυσπιστοῦσαν στὸν Κολόμ­βο, ἐμεῖς ἀπιστοῦ­με στὸ Χριστό, ὁ ὁποῖος μᾶς βεβαίωσε, ὅτι ὑ­πάρχει ἄλλος κόσμος. Ἂν δὲν πιστέψουμε στὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ, θὰ χάσου­με τὴν αἰωνιότητα, καὶ τότε ἀλλοίμονο.
Τὸ ἄλλο ποὺ χρειάζεται εἶνε φροντίδα καὶ καλλιέργεια. Ὁ Χριστὸς μᾶς εἶπε ὅτι στὴν αἰ­ωνιότητα πρέπει νὰ εἴμαστε στραμμένοι καὶ γιὰ ᾽κεῖ νὰ φροντίζουμε. Τὴν πίστι στὴν αἰώνιο ζωὴ πρέπει νὰ τὴν καλλιεργήσουμε καὶ νὰ ζητήσουμε ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ μᾶς τὴν αὐξήσῃ. Τὰ βλέμματά μας νὰ εἶνε πρὸς τὰ ἄνω, στὸν οὐρανό. «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας» (θ. Λειτ.). Αὐτὸ σημαίνει τὸ «Οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν». Ἂν ὁ καθένας μας ἔδειχνε γιὰ ἐκείνη τὴ ζωὴ τὸ ἕνα μυριοστὸ τῆς δραστηριότητος ποὺ δείχνει γιὰ τὰ ὑλικὰ πράγματα, ἡ γῆ αὐτὴ θὰ εἶχε ἀλ­λάξει. Ἔχουμε δυστυχῶς μόνο ὑλικοὺς πό­θους, πνευματικοὺς πόθους δὲν ἔχουμε. Ὑλισμὸς καὶ ἐπικουρισμὸς ἐπικρατεῖ· «Φά­­γωμεν καὶ πί­ωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13· Α´ Κορ. 15,32). Γι᾿ αὐτὸ ἂς καλλιεργοῦ­με τὴν πίστι στὴν αἰωνιότητα. Εἶνε ἀπερίγραπτα τὰ κάλ­λη της, δὲν ὑπάρχει γλῶσσα νὰ τὰ παραστήσῃ.
Ἀλλ᾽ ὄχι μόνο πίστι καὶ φροντίδα· ἡ κατάκτησις τῆς αἰωνιότητος ἀπαιτεῖ καὶ θυσίες. Ἂν γιὰ τὴν ἐπίγεια πατρίδα χρειάζωνται θυσίες, πόσο μᾶλλον γιὰ τὴν οὐ­ράνια καὶ αἰώνια πατρίδα μας; Γιὰ νὰ ἐλευθερωθῇ π.χ. τὸ Κιλκὶς πόσοι δὲν ἔπεσαν! Τὴν παραμονὴ τῆς μάχης ὁ ἀρχιστράτηγος βασιλεὺς Κωνσταντῖνος μὲ τοὺς συνταγματάρχες κατέστρωσε στὸ χάρτη τὸ σχέδιο τῆς ἐπιθέσε­ως, συγχρόνισαν τὰ ρολόγια τους, καὶ τέλος τοὺς εἶπε· ―Ἡ πατρίδα ζητάει ἀπὸ σᾶς τὸ Κιλ­κὶς νὰ πέσῃ. Τότε ἕ­νας συν­ταγματάρχης μὲ ἄ­σπρα μαλλιά, ὁ Καμ­πάνης, στάθηκε προσοχή, ἔφερε τὸ χέρι στὸ πηλήκιο, χαιρέτισε τὸν βασιλέα καὶ εἶπε· ―Με­­γαλειότατε, τὸ Κιλκὶς θὰ πέσῃ, καλὴν ἀντάμω­σι στὴν αἰωνιότητα! Καὶ πράγματι σκοτώθηκε στὴ μάχη ἐκείνη. Ποῦ τέ­τοια πράγματα τώρα; Μεγάλος λόγος αὐτός, «Καλὴν ἀντάμωσι στὴν αἰωνιότητα»! Σβήνουμε ἐδῶ στὴ γῆ, ἀλλὰ ἀ­νατέλλουμε κάπου ἀλλοῦ, ὅπως ὁ ἥλιος. Γιὰ τὴν αἰωνιότητα λοιπὸν ἀξίζει κάθε θυσία.

* * *

Ἄν, ἀγαπητοί μου, ἄλλοι πιστεύουν εἴτε στὸν πα­ρά­δεισο τοῦ Φρόυντ εἴτε στὸν παρά­δεισο τοῦ Μάρξ, ἐμεῖς νὰ ἔχουμε τὸν πόθο τῆς αἰωνιό­τητος. Ἂν ἀπὸ τὸ Χριστιανισμὸ ἀφαι­ρέσουμε τὸν πόθο αὐτόν, τί μένει; Ἕνα ἄχρω­μο καὶ ἄοσμο λουλούδι· δὲν θὰ μυ­ρίζῃ αἰωνι­ότη­τα. Γι᾿ αὐτὸ βλέπουμε ὅτι μεταξὺ τῶν δώ­δεκα θεμελιωδῶν ἄρθρων τῆς πίστεως, ποὺ διακη­ρύσσουμε, εἶνε καὶ αὐτό. Πῶς τελειώνει τὸ Πι­στεύω; μὲ τὸ «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν».
Ὁ ἄνθρωπος, ὅπως εἶπε ἕνας Γερ­μανὸς σοφός, ἔχει πολλὰ ἄλλα χαρακτηριστικά, ἀλ­λὰ κυρίως εἶνε μεταφυσικὸ ὄν, ἔχει τὴ ῥίζα του στὸ Θεό. Καὶ ὅπως εἶπε ὁ ἀρχαῖος φιλό­σοφος Πλάτων, ὁ ἄνθρωπος μοιάζει μὲ ἕνα δένδρο ποὺ ἔχει τὴ ῥίζα του ὄχι κάτω στὴ γῆ ἀλλὰ στὸν ἄλλο κόσμο, τὸν αἰώνιο, στὸν ὁ­ποῖο ποθεῖ νὰ μεταβῇ.
Ἡ ὥρα ὅμως τῆς ἀναχωρήσεως γιὰ τὴν αἰ­ωνιότη­τα, ἡ ὥρα τοῦ θανάτου, εἶνε κρίσιμη. Τότε, στὸ τέλος μας, ὁ διάβολος μᾶς πολε­μάει περισσότερο. Ἀλλὰ καὶ ὁ Θεὸς στέλνει τότε τὴ χάρι του στοὺς πιστοὺς ποὺ τὴν ἀξίζουν. Συμβαίνουν τότε ἐκλάμψεις, μεγάλα γε­γο­νό­τα. Ὁ μακαρίτης ὁ Ἀνδροῦτσος ἔλεγε· «Μὴ ἀπελπίζετε κανένα. Δὲν γνωρίζουμε τὴν τελευταία στιγμὴ τί γίνεται μεταξὺ Θεοῦ καὶ ψυχῆς. Αὐτὰ εἶνε τὰ οἰκογενειακὰ τοῦ Θεοῦ».
Γι᾽ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μας τελεῖ μνημόσυνα γιὰ ὅλους. Ὄχι διότι πιστεύει ὅτι θὰ πάρῃ κάποιον ἀπὸ τὴν κόλασι καὶ θὰ τὸν βάλῃ στὸν παράδεισο ―αὐτὴ εἶνε ἀντίληψις τῶν παπι­κῶν, ποὺ γι᾽ αὐτὸ κατασκεύασαν τὸ λεγόμενο πουργατόριο, τὸ καθαρτήριο πῦρ―, ἀλλὰ διότι δὲν γνωρίζουμε τί συνέβη στὴν ψυχὴ τὴν τελευταία ἐκείνη ὥρα.
Παλαιότερα, ὅταν ξεψυχοῦσε ἄνθρωπος στὰ σπίτια, γονάτιζαν ὅλοι δίπλα του καὶ ἔκαναν προσευχή. Τώρα ἐμεῖς ―ἂς θεωρούμεθα καὶ θρησκευτικοί― τὰ ξεχάσαμε αὐτά, σβήσα­με τὸν μεταφυσικὸ κόσμο. Ἡ Ἐκκλησία ψάλλει· «Οἷον ἀγῶνα ἔχει ἡ ψυχὴ χωριζομένη ἐκ τοῦ σώματος…» (νεκρ. ἀκ.). Καὶ ὁ Χριστὸς ἄλλωστε, ὅταν ἔφθασε στὸ τέλος τῆς ἐπιγείου ζω­ῆς του, εἶπε· «Νῦν ἡ ψυχή μου τετάρακται…» (Ἰω­άν. 12,27). Ταράζεται ἡ ψυχὴ κάθε ἀνθρώπου. Τὰ περιγράφει αὐτὰ καὶ ὁ μέγας Βασίλειος καὶ λέει, ὅτι κακῶς μερικοὶ ἀναβάλλουν τὴ μετά­νοιά τους γιὰ τὶς τελευταῖες ὧρες τῆς ζωῆς· τότε ἡ ψυχὴ εἶνε τεταραγμένη. Ἅγιοι ἄν­δρες, ὅπως ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος, τὴν ὥρα τοῦ θανάτου ἀπομάκρυναν ἀπὸ κοντά τους τὰ προσφιλῆ πρόσωπα· ἤθελαν νὰ μείνουν μόνοι μὲ τὸ Θεό. Χαῖρε κόσμε μὲ ὅλα τὰ ἀγα­θά σου, χαίρετε συγγενεῖς καὶ φίλοι!…
Κανείς ἀπὸ μᾶς δὲν ἔχει τὴν ἐμπειρία τοῦ θανάτου. Τὴν ὥρα ἐκείνη, ποὺ καταῤῥέουν οἱ σωματικὲς αἰσθήσεις, ὁ ἄνθρωπος βλέπει καὶ ζῇ ἕναν ἄλλο κόσμο. Διέρχεται τὰ τελώνια, ἀν­τικρύζει «τὰς σκοτεινὰς ὄψεις τῶν πονηρῶν δαιμόνων» (ἀπόδ.). Γύρω ἀπὸ τὰ μυστήρια τοῦ θα­νάτου καὶ τὸν ἄλλο κόσμο τόσο ἡ λαϊκὴ ἀν­τίληψις ὅσο καὶ ἡ διάνοια ἀξιολόγων συγγραφέων συνέθεσε ἔργα, ὅπως εἶνε λ.χ. τὸ Ἐνύ­­πνιον (δηλαδὴ ὄνειρο) τοῦ Σκιπίωνος. Μολον­ότι δὲν πιστεύουμε τὰ ὄνειρα, ὑπάρχουν ἐν τούτοις μερικὰ ποὺ εἶνε συγκλονιστικά· ἀ­ποτελοῦν ἕναν ἀπόηχο τῆς αἰωνιότητος.
Ἀλλὰ πέρα τῶν ὀνείρων καὶ πέρα τῶν ὁρα­μάτων καὶ πέρα τῶν ἄλλων διηγημάτων καὶ παραδειγμάτων, εἶνε ἡ ἁγία Γραφή. Ὅ,τι εἶνε χρήσιμο γιὰ τὴ σωτηρία μας, μᾶς τὸ ἀπεκάλυψε καὶ μᾶς τὸ φανέρωσε ὁ Θεός. Αὐτὸ νὰ κρατοῦμε καὶ νὰ μὴ ἔχουμε τὴν περιέργεια νὰ ἐμβατεύουμε μέσα στὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ.

* * *

Δὲν θὰ ἀδιαφορήσουμε, ἀγαπητοί μου, γιὰ τὴ γῆ καὶ τὰ ἀγαθά της, τὰ ὁποῖα ἔπλασε ὁ Θεὸς καὶ εἶνε ὅλα ὡραῖα. Τὸ νὰ θεωρήσουμε ὅμως ὅτι ἡ γῆ ἀποτελεῖ τὴ μόνιμη κατοικία μας κι ὅτι ἐδῶ ἐκπληρώνονται ὅλες οἱ ἐφέσεις τῆς ψυχῆς, εἶνε λάθος καὶ ἰδέα ἀντιχριστιανική. «Οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μέ­νουσαν πό­λιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦ­μεν». Αὐτὸ τὸ φρόνημα εἶνε ὁ ὀρθὸς προσανατολισμός.
Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ καθένας στὸν ἑαυτό του, καὶ οἱ γονεῖς στὰ παιδιά τους, καὶ οἱ κατηχηταὶ στὰ κατηχητικὰ σχολεῖα, καὶ οἱ διδάσκαλοι στοὺς μαθητάς τους, καὶ οἱ πνευματικοὶ στοὺς ἐξομολογουμένους, καὶ οἱ κήρυκες ἀπὸ τὸν ἄμβωνα, ὅλοι παντοῦ, ν᾽ ἀρχίσουμε νὰ τονίζουμε τὸν μεταφυσικὸ κόσμο. Ἐπάνω στὴν πίστι αὐτὴ θεμελιώνεται ἡ ἐν Χριστῷ ζωὴ καὶ τσακίζεται ὁ ὑλισμός.
Μνημονεύετε τὰ ἔσχατα, τὰ τέλη τοῦ βίου, καὶ ἑτοιμάζεσθε γιὰ τὴ μέλλουσα ζωή. Ποῦ ἤ­μασταν πρὶν ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια; στὴ σκέψι τοῦ Θεοῦ. Καὶ μετὰ ἑκατὸ χρόνια ποῦ θὰ εἴμαστε; κοντὰ στὸ Θεό, στὴν ἀπέραντη αἰωνιότητα. «Οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων»· «πάντες γὰρ αὐτῷ ζῶσιν» (Μᾶρκ. 12,27· Λουκ. 20,38).
Ἔτσι νὰ ζοῦμε καὶ νὰ ἁγνίζουμε τὸν ἑαυ­τό μας μὲ τὴν πίστι «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν».

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στις Ἐκκλησιαστικὲς Κατασκηνώσεις Πρώτης – Φλωρίνης 19 ἕως 23-8-1981)

Ο ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιαν 8th, 2012 | filed Filed under: εορτολογιο

Tου αγίου Aθανασίου του Mεγάλου
18 Iανουαρίου

Ο ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ

(προετοιμασία καὶ ἔξοδος στὴ μάχη ἐναντίον τῆς πλάνης)

 

ΤΟΝ Ἰανουάριο ἑορτάζουν πολλοὶ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Στὴν ἀρχὴ ὁ Μέγας Βασίλειος, ἐνδιαμέσως ἄλλοι πολλοί, καὶ στὸ τέλος οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι. Μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὸ παράδειγμά τους, μὲ τοὺς ἀγῶνες καὶ τὰ συγγράμματά τους στόλισαν τὸν πνευματικὸ οὐρανὸ ὅλου τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους.
Στὸ μέσον τοῦ ἀστερισμοῦ τοῦ Ἰανουαρίου, σὰν ἀστέρι πρώτου μεγέθους, λάμπει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, τοῦ ὁποίου τὴν ἱερὰ μνήμη ἑορτάζουμε σήμερα. Στὴ σειρὰ τῶν ἡρώων τοῦ χριστιανισμοῦ πρῶτος ἔρχεται ὁ ἀπόστολος Παῦλος, καὶ δεύτερος ὁ Μέγας Ἀθανάσιος· ὁ Παῦλος κορυφαῖος τῶν ἀποστόλων, ὁ Ἀθανάσιος κορυφαῖος τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας· πατὴρ πατέρων, ὅπως τὸν ὠνόμαζαν.

* * *

Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος γεννήθηκε στὰ τέλη τοῦ 3ου αἰῶνος στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ἀπὸ νωρὶς ἔδειξε, ὅτι θὰ γίνῃ μεγάλος. Εἶχε κλίσι στὰ γράμματα, ἀλλὰ περισσότερο στὴ θεολογία. Τακτικὸς στὴν ἐκκλησία, βοηθοῦσε τοὺς ἱερεῖς, ἢ μᾶλλον ἤξερε περισσότερα ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς παρὰ τὴν παιδικὴ ἀκόμη ἡλικία του. Κάποτε, παίζοντας μὲ συνομηλίκους του, βάπτισε ἕνα ἄλλο μικρὸ παιδί. Καὶ τέλεσε τὸ βάπτισμα μὲ τόση ἀκρίβεια, ὥστε ὁ πατριάρχης, ποὺ τοὺς παρατηροῦσε ἀπὸ τὸ παράθυρο, θαύμασε καὶ ἐνέκρινε τὸ βάπτισμα τοῦ παιδιοῦ ἐκείνου ὡς ἔγκυρο βάπτισμα.
Ὁ Ἀθανάσιος προσελήφθη στὴν αὐλὴ τοῦ πατριαρχείου. Ἔμαθε γράμματα σὲ σχολεῖα. Ἀλλὰ σπούδασε καὶ στὸ ἀνώτερο ἀπ᾿ ὅλα τὰ πανεπιστήμια. Ποιό εἶν᾿ αὐτό; Μὴ παραξενευτῇ κανείς, εἶνε ἡ ἔρημος! Ναί, ἡ ἔρημος. Μακριὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὰ ἀνθρώπινα πάθη, μακριὰ ἀπὸ τὴ Βαβὲλ τῆς κοινωνίας καὶ τὴ διαφθορά. Ἐκεῖ μαθήτευσε καὶ διδάχθηκε τὰ ὕψιστα μαθήματα. Στὴν ἔρημο ὁ προφήτης Ἠλίας, στὴν ἔρημο ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, στὴν ἔρημο ὁ Χριστός. Ἐκεῖ τὰ μεγάλα καὶ ἐκλεκτὰ πνεύματα. «Τοῖς ἐρημικοῖς ζωὴ μακαρία ἐστί, θεϊκῷ ἔρωτι πτερουμένοις», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας (ἀναβ. ἦχ. πλ. α΄). Στὸ πανεπιστήμιο τῆς ἐρήμου ὁ Μέγας Ἀθανάσιος μελέτησε τρία βιβλία. Τὸ πρῶτο εἶνε ὁ ἑαυτός μας, τὸ «γνῶθι σαυτόν». Τὸ δεύτερο εἶνε ἡ φύσις· τὰ δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ,  ποὺ διδάσκουν τὴν πανσοφία, τὴν παντοδυναμία καὶ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὸ τρίτο βιβλίο, ποὺ ἐμεῖς χασμουριώμαστε ὅταν τ᾿ ἀκοῦμε, εἶνε τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, ἡ ἁγία Γραφή. Τὴν ἔμαθε ἀπ᾿ ἔξω ὁ Μέγας Ἀθανάσιος.
Διδάσκαλό του εἶχε τὸν Μέγα Ἀντώνιο. Ἦταν ὁ λαμπρότερος ἀπὸ τοὺς μαθητὰς τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου. Ἔτσι ἔγινε καὶ αὐτὸς διδάσκαλος τοῦ εὐαγγελίου καὶ ἔτσι ἑτοιμάστηκε γιὰ τὸ μεγάλο ἀγῶνα.
Ἡ ἱστορία, ἀγαπητοί μου, διδάσκει, ὅτι σὲ κρίσιμες στιγμὲς ὁ Θεὸς ἐπεμβαίνει καὶ ἀναδεικνύει μεγάλα ἀναστήματα, ποὺ εὐεργετοῦν καὶ σῴζουν καὶ δοξάζουν τὰ ἔθνη. Ἕνας μεγάλος ἄνδρας εἶνε εὐεργεσία. Καὶ ἀλλοίμονο στὰ ἔθνη ποὺ ἔπαυσαν νὰ γεννοῦν μεγάλους ἄνδρες. Αὐτοὶ βεβαίως δὲν γεννιῶνται κάθε μέρα, ἀλλὰ μέσ᾿ στὰ ἑκατὸ ἢ στὰ διακόσα ἢ στὰ τριακόσα χρόνια.
Ἐὰν ὅμως ὁ Θεὸς ἀναδεικνύῃ μεγάλους ἄνδρες γιὰ τὰ ἔθνη ποὺ ἀγαπᾷ, πολὺ περισσότερο γιὰ τὸν ἐκλεκτό του λαό, ποὺ εἶνε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός τὴν ἵδρυσε, αὐτός τὴν ἐπότισε μὲ τὸ αἷμα του. Αὐτός λοιπόν, ὁ Θεάνθρωπος, προετοίμασε καὶ ἀνέδειξε καὶ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο. Διότι πράγματι ἦταν κρίσιμες τότε οἱ στιγμὲς γιὰ τὴν Ἐκκλησία.
Παρουσιάστηκε κίνδυνος. Κίνδυνος ἐσωτερικός, μέσα ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶνε μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν ἐξωτερικό. Κινδύνευε ἡ Ἐκκλησία – ἀπὸ ποιόν; Ἀπὸ ἕναν ἱερέα ὄχι τυχαῖο, ἀλλὰ μορφωμένο καὶ ἐπιστήμονα, ἱερέα ἀσκητή. Ἦταν ὁ Ἄρειος. Αὐτὸς εἶχε μία ἑωσφορικὴ κακία, τὴν ὑπερηφάνεια. Κι ὅπως λέει ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερο ἁμάρτημα ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια· κι ἀπ᾿ τὴν πορνεία κι ἀπ᾿ τὴ μοιχεία χειρότερη εἶνε αὐτή. Ὅταν βλέπῃς ὑπερήφανο ἄνθρωπο, εἶνε σὰ᾿ νὰ βλέπῃς διάβολο· ὅταν βλέπῃς ταπεινό, εἶνε σὰ᾿ νὰ βλέπῃς ἄγγελο.
Καὶ ὁ Ἄρειος ἦτο ὑπερήφανος. Νόμισε, ὅτι μὲ τὸ μυαλουδάκι του θὰ λύσῃ τὸ μέγα μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος· πῶς τὰ τρία πρόσωπα, Πατὴρ Υἱὸς καὶ ἅγιο Πνεῦμα, εἶνε μία Θεότης. Δὲ᾿ μπόρεσε βεβαίως. Εἶνε ποτὲ δυνατὸν ἕνας ποταμὸς νὰ χωρέσῃ σ᾿ ἕνα ποτήρι νεροῦ ἢ μιὰ θάλασσα σ᾿ ἕνα ῥακοπότηρο; Ἄλλο τόσο εἶνε δυνατὸν νὰ χωρέσῃ στὸ μικρὸ μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου, ἔστω κι ἂν εἶνε ἰδιοφυΐα, ἕνα μυστήριο. Ἐδῶ ἔπεσε ἔξω ὁ Ἄρειος ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειά του καὶ εἶπε – βλασφήμησε. Τί βλασφήμησε; Ὅτι ὁ Υἱὸς δὲν εἶνε τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Θεότητος· ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ἕνα κτίσμα, εἶνε ἕνα δημιούργημα ὅπως τὰ ἄλλα. Ὄχι Θεός, ἀλλὰ κτίσμα.
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος μὲ ἐπιχειρήματα ἀκαταγώνιστα ἀπὸ τὴ Γραφὴ κατώρθωσε νὰ νικήσῃ τὸν Ἄρειο· νὰ δείξῃ, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε Θεός.
Ναί, Θεός. Ἐδῶ εἶνε ἡ οὐσία. Τὸ Χριστὸ τὸν παραδέχονται καὶ οἱ Τοῦρκοι καὶ οἱ Κινέζοι καὶ οἱ Ἰάπωνες, τὸν παραδέχονται ὅλοι· ἀλλὰ ὡς Θεὸν ὄχι. Ἐδῶ εἶνε ὁ μεγάλος κόμπος. Πολλοί, δῆθεν μορφωμένοι, τὸν παραδέχονται ὡς κοινωνιολόγο, ὡς ποιητή, ὡς φιλόσοφο, ὡς ἔξοχη προσωπικότητα, ἀλλὰ δὲν ὑπογράφουν αὐτὸ ποὺ φωνάζει σήμερα ὁ Μέγας Ἀθανάσιος· ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε Θεός! Αὐτὸ κήρυξε μεγαλοφώνως ἐκεῖνος, διάκονος τότε, στὴν Πρώτη (Α΄) Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ συνῆλθε στὴ Νίκαια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας τὸ 325.
Ὁ Ἄρειος νικήθηκε θεολογικῶς. Ἀλλὰ κοσμικῶς ἦταν δυνατός. Εἶχε φίλους στρατηγοὺς καὶ βασιλεῖς, καὶ συνετάραξε ὁλόκληρη τὴν αὐτοκρατορία. Ἦρθαν στιγμὲς ποὺ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἔμεινε μόνος. Δεσποτάδες, παπᾶδες, καλόγεροι, λαός, μπροστὰ στὴ βία τῆς ἐξουσίας ὑπέκυψαν καὶ ἔγιναν ἀρειανοί. Μόνος, ἐπὶ πενήντα χρόνια, κράτησε τὴ σημαία τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία πέντε φορὲς ἐξωρίστηκε σὲ σπηλιές, σὲ φαράγγια, σὲ ἐρήμους, συνεχῶς διωκόμενος…

* * *

Σήμερα, ἀγαπητοί μου, ὁ πόλεμος ἐναντίον τῆς πίστεώς μας κορυφώνεται. Πολλοὶ οἱ ἐχθροί, διαφόρων χρωμάτων καὶ σχημάτων. Ζητοῦν νὰ ξεθεμελιώσουν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ τοὺς χιλιαστάς, τὰ ἐγγόνια αὐτὰ τοῦ Ἀρείου, μέχρι τοὺς οἱουσδήποτε ἄλλους. Μισοῦν τὸ σταυρό. Μισοῦν τοὺς ἁγίους. Μισοῦν τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, δὲν θέλουν οὔτε νὰ τὸν ἀκούσουν, ἐνῷ τὸν Ἄρειο τὸν ὀνομάζουν «ἀδελφό».
Αὐτὰ εἶνε φροῦτα – πλάνες ποὺ μᾶς ἦρθαν ἀπὸ τὴ Δύσι. Τὸ πλεῖστον αὐτῶν εἶνε ἀμερικανικῆς προελεύσεως. Δὲν κατηγορῶ τὴν Ἀμερική· εἶνε χώρα ποὺ ἄλλοτε μᾶς βοήθησε καὶ μᾶς εὐεργέτησε· ἀλλὰ τὴν ὥρα αὐτὴ θὰ μᾶς κάνῃ κακὸ μεγάλο. Διότι αὐτή τοὺς προστατεύει καὶ τοὺς ὑποθάλπει. Μιλῶ ἔξω ἀπὸ πολιτικά· ἀλλὰ σᾶς λέω, ὅτι κινδυνεύουμε τὴν ὥρα αὐτὴ ἀπὸ τὰ δολλάρια τῶν Ἀμερικάνων. Εἶνε τὰ τριάκοντα ἀργύρια τοῦ Ἰούδα. Καὶ ὑπάρχουν δυστυχῶς ἄνθρωποι ἕτοιμοι νὰ πουλήσουν γι᾿ αὐτὰ τὴν πίστι τῶν πατέρων τους.
Ἀλλ᾿ ὄχι! Τὸ πιστεύω ἀκραδάντως. Γνωρίζω τὸ λαό μας. Εἶνε μόνο ἀνάγκη νὰ διαφωτισθῇ, νὰ δῇ τὸν κίνδυνο καὶ ν᾿ ἀφυπνισθῇ. Καὶ ὑπάρχουν πολλὲς ἐλπίδες, ὅτι ὁ λαός μας ἀφυπνίζεται. Θέλετε παράδειγμα; Σ᾿ ἕνα χωριὸ τῆς ἐπαρχίας μας χιλιασταὶ ἔφθασαν πρωῒ – πρωΐ. Ἡ ἀστυνομία δὲ᾿ μποροῦσε νὰ τοὺς κάνῃ τίποτα· εἶχε ἐντολὴ νὰ μὴν τοὺς πειράξουν. Ἀλλὰ εἶνε ὁ λαὸς φρουρός. Μόλις στὸ χωριὸ αὐτὸ παρουσιάστηκαν χιλιασταί, οἱ Χριστιανοὶ ἀνέβηκαν στὰ καμπαναριὰ καὶ χτυποῦσαν νεκρικὰ τὶς καμπάνες ἐπὶ μία ὥρα. Ἔτσι δὲν τόλμησαν οἱ χιλιασταὶ νὰ μποῦν μέσα. Σὲ ἄλλη πόλι κανένας κινηματογράφος δὲν δέχτηκε νὰ παραχωρηθῇ γιὰ συγκέντρωσι τῶν χιλιαστῶν. Καὶ στὴ Φλώρινα πῆγαν χιλιασταὶ καὶ προσέφεραν μεγάλο ποσὸ στὴν ἰδιοκτήτρια ἑνὸς κινηματογράφου. Καὶ ἡ ἀξιοπρεπὴς Ἑλληνίδα τί ἀπήντησε; Ὡς γνήσιο παιδὶ τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου τοὺς εἶπε·
―Ὅλα τὰ δολλάρια τῆς Ἀμερικῆς νὰ μοῦ δώσετε, δὲν τὰ δέχομαι. Προτιμῶ νὰ πεθάνω φτωχιά, μὰ χιλιαστὴ δὲ᾿ βάζω μέσα!
Αὐτή νὰ εἶνε ἡ ἀπάντησι ὅλων μας.
Ὅλοι μαζὶ λοιπόν, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἂς προτάξουμε μιὰ ἀσπίδα, πάνω στὴν ὁποία νὰ προσκρούσῃ κάθε αἵρεσι, είτε τῶν χιλιαστῶν είτε οἱαδήποτε ἄλλη, καὶ μὲ μιὰ ψυχή, μιὰ πνοή, ἕνα φρόνημα, νὰ καταπολεμήσουμε τὶς αἱρέσεις. Τότε πραγματικῶς θὰ ἔχουμε τὴν προστασία τῆς ἁγίας Τρίαδος καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, τοῦ ὁποίου τὴν ἱερὰ μνήμη ἑορτάζουμε σήμερα. Ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό της Ἁγίας Τριάδος Πτολεμαΐδος, Κυριακὴ 18-1-1976)

H θεοτης του Χριστου μαρτυρουμενη υπο του Ιωαννου

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιαν 6th, 2012 | filed Filed under: εορτολογιο

Σύναξις Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ
7 Ἰανουαρίου

 

H θεοτης του Χριστου μαρτυρουμενη υπο του Ιωαννου

«Κἀγὼ ἑώρακα καὶ μεμαρτύρηκα ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ» (Ἰωάν. 1,34)

ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἑορτὴ τοῦ ἁ­γίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ. Μὲ τὴν ἑορτὴ αὐτή, ἀφοῦ ἔκλεισε ὁ κύκλος ποὺ ὀνομάζεται Δωδεκαήμερο, εἰσερχόμεθα πάλι σὲ κανονικὸ ῥυθμό.

* * *

Ποιός ἦταν ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος; Δὲν ἦταν ἕνα τυχαῖο πρόσωπο, ὅ­πως ὅλοι ἐμεῖς. Ἦταν μία ἐξαιρετικὴ φυσιογνωμία, ἕνα σπάνιο ἄνθος, κρίνο τῶν ἀ­γρῶν ἀπὸ ’κεῖνα ποὺ σπανίζουν. Ἦταν ἁγιασμένος «ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ» (Λουκ. 1,15). Γεννήθη­κε διὰ θαύματος ἀπὸ τὰ στεῖρα σπλάγχνα τῆς Ἐλισάβετ.
Δὲν γνώρισε τὸν κόσμο. Σὲ μικρὴ ἀκόμα ἡλικία ἔφυγε στὴν ἔρημο πέραν τοῦ Ἰορδάνου, κ’ ἐκεῖ ἔμεινε πλέον. Ἔζησε μὲ ἀ­πόλυτη ἀφιέρωσι στὸ Θεό. Ἡ ζωή του ἦταν ἀσκητική, σκληρή, ἕνας ἔλεγχος ὅλων ἡ­μῶν τῶν σημερινῶν Χριστιανῶν, ποὺ ζοῦμε τόσο μακριὰ ἀπ᾽ ὅ,τι ἐπιβάλλει τὸ Εὐαγγέλιο. Ἡ ἐνδυμασία του ἦταν μιὰ κάππα ἀπὸ τρίχες καμήλου. Ἡ τρο­φή του ἦ­ταν «μέλι ἄγριον» καὶ «ἀκρίδες» (Ματθ. 3,4). Ἄλλοι λένε ὅτι «ἀ­κρί­δες» εἶνε οἱ κορ­φὲς ἀ­γρίων χόρτων· ἐπικρατεστέρα ἑρμηνεία εἶνε ὅ­τι πρόκειται γιὰ τὰ γνωστὰ ἔντομα τῶν ἀγρῶν, τὰ ὁποῖα καὶ μέχρι σήμερα οἱ βεδου­·ῖ·­νοι τὰ ξηραίνουν, ὅπως ἐμεῖς τὶς πιπεριές, καὶ ἔτσι τρώγονται. Κρεβάτι του εἶχε τὶς καλαμιὲς ἀπὸ τὴν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ. Ποτό του ἦταν ὄχι κρασὶ ἢ ἄλλα οἰνοπνευματώδη, ἀλλὰ τὸ νερὸ τοῦ Ἰορδάνου. Στέγη του ἦταν ὁ οὐρανός. Συντροφιά του τὰ ἄγρια θηρία. Ἔρ­γο εἶχε τὴν προσευχή. Καὶ βιβλίο ποὺ μελετοῦσε ἦταν ἡ φύσι ποὺ ἁπλω­νόταν ἐμπρός του· ὁ Ἰορδάνης, ἡ ἔρημος, τὰ ἄστρα…
Τριάντα καὶ πλέον χρόνια ἔζησε ἔτσι ὁ Ἰωάννης. Ἔπειτα πῆρε ἐντολὴ ν᾽ ἀφήσῃ τὴν ἔ­ρη­μο καὶ νὰ στήσῃ τὸν ἄμβωνά του στὴν ὄ­χθη τοῦ Ἰορδάνου. Ἐκεῖ ἄρχισε τὸ φλογερό του κή­ρυγμα, ποὺ συμπυκνώνεται σὲ μία λέξι· λέξι, ποὺ ἂν ἡ ἀνθρωπότης τὴν αἰσθανθῇ, θ’ ἀλ­λάξῃ ὄντως ἡ ζωή της. Ὅλοι ζητοῦν ἀλλαγή. Ἀλ­λαγή, ἀλλαγή! λένε. Ἀλλ’ αὐτὴ ἡ ἀλλαγή, γιὰ τὴν ὁποία μιλοῦν διπλωμάται, πολιτικοί, μι­κροὶ καὶ μεγάλοι, εἶνε ἐπιπολαία, ἐπιφανειακή. Ἡ ἀληθινὴ ἀλλαγή, ἡ ἀλλαγὴ ποὺ ποθοῦ­με σὲ ὅλα τὰ ἀνθρώπινα πράγματα ―εἶνε πόθος πανανθρώπινος―, εἶνε ἐκείνη ποὺ συνιστᾷ ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος στὸ Εὐαγγέλιο. Εἶνε ἀλ­λαγὴ ῥιζικὴ καὶ ἐκφράζεται μὲ τὴ λέξι «Μετανοεῖτε» (Ματθ. 3,2). Μετάνοια δηλαδὴ ῥιζική, στὸ βάθος τῆς καρδίας μας· ν᾽ ἀλλάξῃ ὁ νοῦς μας, νὰ κάνουμε στρο­φὴ ὄχι μικρὴ ἀλλὰ 180 μοιρῶν· νὰ ἐπι­στρέψουμε στὴ βά­σι, στὴ ῥίζα μας, στὸ Θεό. «Μετανοεῖτε», λέει ὁ Ἰωάννης, διότι ἐγγίζει ἡ βασιλεία τῶν οὐ­ρα­νῶν. «Μετα­νοεῖ­τε», διότι ἡ ἀξίνη, δηλαδὴ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, εἶνε ἕτοιμη, καὶ «πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται», τὸ ἄκαρπο δέντρο τὸ περι­μέ­νει φωτιὰ καὶ τσεκούρι, θὰ καταστραφῇ (ἔ.ἀ. 3,2,10).
Φωτεινός, ἀφυπνιστικὸς ἦταν ὁ Ἰωάννης. Ὁ λόγος του, ὁ βίος του πρὸ παντός, ἡ ἀσκητι­κή του μορφὴ εἵλκυσαν σὰν μαγνήτης τὰ πλή­θη καὶ ὁ Ἰορδάνης πλημμύρισε κόσμο. Ἐκεῖ ἦ­ταν ἄντρες γυναῖκες νέοι, ἐ­κεῖ στρατιωτικοί, ἐκεῖ τελῶναι, ἐκεῖ καὶ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι. Μικροὶ καὶ μεγάλοι συνωστίζοντο γύρω του. Ὁ Ἰωάννης δίδασκε. Καὶ ὅσοι ἀπ᾽ αὐ­τοὺς ἐδέχοντο τὰ λόγια του, μετανοοῦσαν πραγμα­τικὰ καὶ ἔμπαιναν στὰ νερά· κ’ ἐκεῖ μέ­σα, ὅ­πως ἦ­ταν, ἐξωμολογοῦντο τὶς ἁμαρτίες τους. Ἔτσι ἔπαιρναν τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου.

* * *

Μέσα στὰ πλήθη ποὺ ἔρχονταν ἐκεῖ, ἦρθε καὶ ἕνας χωρὶς διάδημα στὴν κεφαλή, χωρὶς διακριτικὰ γνωρίσματα, σὰν ἕνας ἀπ’ τοὺς πολλούς. Ἀλλὰ δὲν ἦταν ἕνας ἀπ’ τοὺς πολλούς· ἦταν ὁ ἕνας καὶ μοναδικός, ἦταν ὁ Χριστός. Κανείς δὲν τὸν γνώρισε· οὔτε καὶ ὁ Ἰωάννης ἀκόμα (βλ. Ἰωάν. 1,31). Ἂν καὶ ἦταν πρῶτα ξαδέρφια, δὲν εἶχαν συναντηθῆ ποτέ ὣς τότε. Ὁ ἕ­νας ἔζησε ἀπὸ μικρὸς στὴν ἔ­ρημο, ὁ ἄλ­λος μέσα στὸν κόσμο. Πῆ­ραν δύο διαφορετικοὺς δρόμους· ὁ ἕνας τῆς μονώσεως, ὁ ἄλλος τῆς συμβιώσεως. Ὁ ἕνας ἀσκητής, ὁ ἄλλος κοινωνικός. Δεῖγμα ὅτι δὲν σῴζον­ται μόνο οἱ ἀσκηταί· σῴζον­ται καὶ ὅσοι ζοῦν στὸν κόσμο.
Τώρα λοιπὸν συναντῶνται ἐκεῖ στὶς ὄ­χθες τοῦ Ἰορδάνου, ὡς ἄγνωστοι. Ὁ Ἰωάννης ὅ­μως, ἀπὸ ὑπερφυσικὰ σημεῖα ποὺ εἶδε, κατάλαβε ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ Χριστός. Ὅταν ὁ Ἰησοῦς τοῦ ζήτησε νὰ τὸν βαπτίσῃ, ἐκεῖνος αἰ­σθάνθηκε συστολὴ καὶ προέβαλε ἄρνησι. Ὁ Ἰησοῦς τοῦ λέει· «Ἄφες ἄρτι· οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡ­μῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην» (Ματθ. 3,15)· εἶνε ἀνάγκη νὰ μὲ βαπτίσῃς. Τρέμοντας τότε ὁ Ἰωάννης βάπτισε τὸ Χριστό. Καὶ λέει ὁ Ἰωάννης στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο· «Ἐγὼ δὲν τὸν γνώριζα, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ μὲ ἔστειλε νὰ βαπτίζω μὲ νερό, ἐκεῖνος μοῦ εἶπε· “Σὲ ὅποιον δῇς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο νὰ κατεβαίνῃ καὶ νὰ μένῃ ἐπάνω του, ἐκεῖνος εἶνε ποὺ βαπτίζει μὲ Πνεῦμα ἅγιο”. Καὶ ἐγὼ εἶδα καὶ βεβαιώνω, ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ» (Ἰωάν. 1,33-34).
Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸ τὸ ὑπερφυσικὸ σημεῖο ὁ Ἴωάννης παρετήρησε καὶ κάτι ἄλλο· ὅτι ὅταν βαπτίσθηκε ὁ Ἰησοῦς, «ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος» (Ματθ. 3,16). Ἔχει σημασία, ἀγαπητοί μου, αὐτό. Διότι ὅσοι ἐβαπτίζοντο δὲν ἔβγαιναν ἀμέσως ἀπὸ τὰ νερά. Ἔμεναν μέσα, ἄλ­λος δέκα λεπτά, ἄλλος εἴκοσι λεπτά, ἄλλος μισὴ ὥρα, ἀναλόγως τῶν ἁμαρτημάτων τους, καὶ ἐκεῖ, ὅπως ἦταν μέσα στὰ νερά, ἐξωμολο­γοῦντο τὶς ἁμαρτίες τους· ἡ ἐξομολόγησί τους διαρκοῦσε ὅσο καὶ τὸ βάπτισμά τους. Ὁ Χριστὸς ὅμως βγῆκε «εὐθέως», ἀμέσως· μόλις μπῆκε βγῆκε. Διότι δὲν εἶχε ἁμαρτήματα νὰ πῇ, ἦταν ἀναμάρτητος.
Ἀλλὰ τότε γιατί βαπτίσθηκε; Βαπτίσθηκε γιὰ νὰ φανερωθῇ τὸ μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος· Πατήρ, Υἱός, καὶ ἅγιον Πνεῦμα. «Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου, Κύριε, ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις» (ἀπολυτ. Θεοφ.). Ἁγία Τριάς, ἐλέησον τὸν κόσμον καὶ σῶσον ἡμᾶς.
Ἐν συνεχείᾳ ὁ Ἰωάννης ἐξακολουθοῦσε ἰ­σχυρότερα τὸ κήρυγμα. Καλοῦσε τοὺς ἀν­θρώ­πους σὲ μετάνοια. Κάποτε μάλιστα ἔφυγε ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη, ἦρθε στὴν πρωτεύουσα, στὴν καρδιὰ τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, μέσα στὸ κέν­τρο. Ὅταν πληροφορήθηκε, ὅτι ὁ Ἡρῴδης ἔ­διωξε τὴ νόμιμη γυναῖκα του καὶ συζοῦσε παρανόμως μὲ παλλακίδα, μὲ τὴ γυναῖκα τοῦ ἀ­δερφοῦ του, τότε ἀνέβηκε στὰ ἀνάκτορα καὶ σὰν κεραυνὸ εἶπε ἐκεῖνο τὸ περίφημο λόγο· «Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου» (Μᾶρκ. 6,18). Αὐτὴ τὴν παρρησία τὴν πλήρωσε μὲ τὴ ζωή του – μὲ τὴν κεφαλή του· ἐσφαγιάσθη, ἀπεκεφαλίσθη ὰπὸ τὸν Ἡρῴδη.
Αὐτή, μὲ συντομία, ἦταν ἡ ἁγία ζωή του. Ἂν ἄλλοι μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς κακίες τους γίνωνται σαρκωμένοι δαίμονες, ὁ Ἰωάννης ἔγινε «ἔνσαρκος ἄγγελος»· γι᾽ αὐτὸ ζωγραφίζεται μὲ φτερά, διότι πετοῦσε στοὺς οὐρανούς. Πατοῦσε μὲν στὴ γῆ, ἀλλὰ ὁ νοῦς καὶ τὸ πνεῦμα του καὶ ἡ καρδία του καὶ τὸ συναίσθημά του ἦταν στοὺς οὐρανούς.
Καὶ ἐν τούτοις δὲν ὑπερηφανεύθηκε. Ἐνῷ ὁ λαὸς διερωτᾶτο μήπως αὐτὸς εἶνε ὁ Μεσσίας, ὁ Ἰωάννης ἠρνεῖτο καὶ ἔλεγε· «Δὲν εἶμαι ἐγὼ ὁ Χριστός» (Ἰωάν. 1,20)· ἐγὼ ἁπλῶς προαναγγέλλω τὸν ἐρχομὸ τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο.

* * *

Αὐτὴ εἶνε ἡ μαρτυρία τοῦ Ἰωάννου· «Ἐγὼ ἑώρακα καὶ μεμαρτύρηκα ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ» (ἔ.ἀ. 1,34). Ἔχει ἀξία ἡ μαρτυρία του. Στὸ δικαστήριο μπορεῖ νὰ παρουσιαστοῦν ἑκατὸ μάρτυρες, ἀλλὰ ὁ εὐφυὴς δικαστὴς δὲν προσέχει τὶς μαρτυρίες τῶν πολλῶν· προσέχει τὶς μαρτυρίες ἐκείνων ποὺ παρέχουν τὰ ἐχέγγυα τῆς ἀληθείας. Καὶ μέσα ἀ­πὸ τὸ πλῆθος τῶν μαρτύρων γιὰ τὸν Ἰησοῦ ἐξέχει ἡ μαρτυρία τοῦ Ἰωάννου. Δὲν ἦταν τυχαῖο πρόσωπο. Ἐὰν δὲν πιστέψουμε στὸν Ἰωάννη, σὲ ποιόν θὰ πιστέψουμε; Στὸ παγκόσμιο δικαστήριο τῆς ἀνθρωπότητος αὐτὸς παρουσιάζεται καὶ καταθέτει, καὶ ἡ κατάθεσί του λέει· «Ἑώρακα καὶ μεμαρτύρηκα» ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶνε «ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ»· δὲν εἶνε ἁ­πλῶς ἕνας διακεκριμένος ἄνθρωπος, κοινωνιολόγος ἢ ῥήτορας, ἀλλὰ βρίσκεται ὑπεράνω ὅλων αὐτῶν· εἶνε ὁ Θεός!
Ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ Θεός. «Δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν αὐτῷ». Ἡ ἀλήθεια αὐτὴ εἶνε ἡ βάσις, τὸ θεμέλιο, ἡ ῥίζα μας. Καὶ ἀκριβῶς διότι εἶνε Θεός, ἡ Ἐκκλησία τὴν ὁ­ποία ἵδρυσε εἶνε ἀκατάλυτος.
Θεός! τὸ φωνάζει τὸ σπήλαιο. Θεός! τὸ φω­­νάζουν οἱ μάγοι. Θεός! τὸ φωνάζουν οἱ βοσκοὶ τῆς Βηθλεέμ. Θεός! τὸ φωνάζει τὸ ἀστέρι. Θεός! τὸ φωνάζει ὁ Ἰορδάνης. Θεός! τὸ φωνάζουν τὰ ἄστρα. Κι ἂν ἐμεῖς σιωπήσουμε, κι ἂν ἐμεῖς γίνουμε ἄπιστοι καὶ διεστραμμένοι, καὶ οἱ πέτρες ποὺ πατοῦμε θὰ φωνάξουν· «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δό­ξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἱ. ναὸς Ἁγ. Ἰωάννου Πτολεμαΐδος 7-1-1979

Τo περιστερι συμβολο του αγιου Πνευματος

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιαν 5th, 2012 | filed Filed under: εορτολογιο

Τὰ ἅγια Θεοφάνεια
6 Ἰανουαρίου

Τo περιστερι συμβολο του αγιου Πνευματος

«Καὶ εἶδε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καταβαῖνον ὡσεὶ περιστερὰν καὶ ἐρχόμενον ἐπ᾽ αὐτόν» (Ματθ. 3,16)

ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἑορτή, μεγάλη ἑορτή· εἶνε ἡ ἑορτὴ τῶν Φώτων. Τὸ νεογέννητο Θεῖο Βρέφος, ποὺ 8 ἡμερῶν τὸ εἴ­δαμε νὰ περιτέμνεται, σήμερα τὸ βλέπουμε τέλειο ἄνδρα, σὲ ἡλικία 30 ἐτῶν, ὅταν ἐπρόκειτο ν’ ἀρ­­χίσῃ τὴ μοναδικὴ ἀποστολή του.
Γιὰ ὅποιον ἔχει ἔνστικτο πίστεως, ὅλα εἶνε θαυμαστά. Θαυμαστὸ τὸ ὅτι χέρι ἀν­θρώπου, τοῦ τιμίου Προδρόμου, ἄγγιξε τὴν κε­φα­λὴ τοῦ Δεσπότου. Θαυμαστὸ τὸ ὅτι ἄνοιξαν οἱ οὐρανοὶ καὶ ἀκούστηκε ἡ φωνὴ «Οὗτός ἐ­στιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπη­­τός, ἐν ᾧ εὐ­δό­κησα» (Ματθ. 3,17). Θαυμα­στὸ τὸ ὅτι, βλέπον­τας τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, «ὁ Ἰορδάνης ἐ­στράφη εἰς τὰ ὀ­πίσω» (Ψαλμ.113,3). Ὅλα αὐτὰ θαυμαστά. Ἀλλὰ πρὸ παντὸς θαυμαστὸ εἶνε τὸ ὅτι ἐφανερώθη τὸ μυστήριο τῆς ἁ­γί­ας Τρι­άδος, τὸ μυστήριο τῶν μυστηρί­ων! Νὰ θεολο­γήσουμε; Οὔτε ἐγὼ εἶμαι εἰς θέσιν οὔτε σεῖς· ἂν ἀρχίσω νὰ ὁμιλῶ ἔτσι, θὰ χασμουριέστε. Δὲν συγκινοῦν πλέον τὰ μεγάλα καὶ ὑψηλά.
Τὸ μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος! Πῶς τὰ τρία εἶνε ἕνα; Πῶς ὁ ἕνας ἥλιος εἶνε τρισήλι­ος; Πῶς Πατήρ, Υἱὸς καὶ ἅγιον Πνεῦμα εἶνε ἕ­νας Θεός; Αὐτὸ προσκρούει στὴ λογικὴ τοῦ ἀνθρώπου, στὸ πεπερασμένο πνεῦ­μα του. Ὄ­χι μία κοινὴ διάνοια, ὅπως εἴμεθα οἱ περισσότεροι, ἀλλὰ καὶ μεγαλοφυΐα ἂν εἶ­νε κανείς, δὲν μπορεῖ νὰ συλλάβῃ τὸ μυστήριο· σὲ ἕνα ποτηράκι δὲν μπορεῖ νὰ χωρέσῃ ὁ ὠκεανός.
Μυστήρια ὅμως ἄλυτα εἶνε γεμᾶτο καὶ τὸ ὑ­λικὸ σύμπαν. Ποιός λ.χ. φανταζόταν, ὅτι ἕνα πετραδάκι, τὸ οὐράνιο, θὰ ἔχῃ μέσα του πυρηνι­κὴ ἐνέργεια; Τὸ δὲ πιὸ θαυμαστὸ εἶ­νε, ὅτι κρύ­βει μιὰ εἰκόνα τοῦ Τριαδικοῦ μυστηρίου· κατὰ τὴν σχάσι – διάσπασί του, βγάζει 3 φλόγες, ποὺ αὐξάνονται κατὰ γεωμετρι­κὴ πρόοδο. Δίνει μία εἰ­κόνα τῆς ἁγίας Τριάδος.
Ἀλλὰ ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, δὲν θὰ θεολογή­σουμε ἐπάνω στὸ μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος. Θὰ κατέλθουμε σὲ ἕνα χαμηλότερο ἐπίπεδο. Θὰ προσέξουμε ἐκεῖνο ποὺ λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο· ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο κα­τῆλθε ἐπάνω στὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν «ὡσεὶ περιστερά» (Ματθ. 3,16), «ἐν εἴδει πε­ριστερᾶς» (ὑμνολ.) μὲ τὴ μορφὴ περιστεριοῦ. Τὸ περιστέρι λοιπόν, ποὺ τὸ βλέπου­με καὶ τὸ ξέρουμε, θὰ γίνῃ διδάσκαλός μας. Τί διδάσκει;

* * *

Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο δὲν εἶνε περιστέρι· νὰ συνεννοούμεθα. Ἂν τὸ ποῦμε αὐ­τό, εἶνε βλασφημία. Μόνο εἰδωλολάτρες παραδέχον­ται ὅτι θεοί, ἀνύπαρκτοι, ἐ­λάμ­βαναν σχῆμα ἱέρα­κος, ἀετοῦ κ.λπ.. Ὄχι τέ­τοιο πρᾶγμα. Τὸ περι­στέρι εἶνε σύμβολο, εἰκόνα τῆς ἁγίας Τριάδος.
Καὶ γιατί ἀπ’ ὅλα τὰ πουλιὰ ὁ Θεός, προκειμένου νὰ συμβολίσῃ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, διά­λεξε τὸ περιστέρι; Διότι τὸ περιστέρι ἔχει ὡ­ρι­σμένες ἰδιότητες. Ποιές ἰδιότητες; Μία, δύο, τρεῖς, τέσσερις, καὶ τελειώνω.
1. Πρώτη ἰδιότης· εἶνε σύμβολο καθαρότητος. Κανένα ἄλλο πουλὶ δὲν εἶνε τόσο καθαρό. Ὑπάρχουν πουλιὰ βρωμερὰ καὶ ἀκάθαρτα, ὅ­πως εἶνε οἱ γῦπες. Ἂν πᾷς στὶς φωλιές τους, θὰ βρῇς ἀκαθαρσία. Δὲν ἀρέσκον­ται στὴν καθαριότητα. Θέ᾽ς νὰ ψοφή­σῃ ὁ γύπας; Πήγαινε στὴ φωλιά του καὶ ῥίξε τρεῖς – τέσσερις σταγό­νες ἄρωμα· θὰ δῇς ὅτι θὰ ψοφή­σῃ. Μέσ᾽ στὴ βρωμιὰ ζῇ. Ἐνῷ τὸ περιστέρι ζῇ στὴν καθαρι­ότητα. Ἂν ἔρθῃ καὶ βρῇ τὴ φωλιά του λερωμέ­νη, φεύγει. Ὅπου βρῇ νερὸ καθαρό, λούζεται, κάνει λουτρό. Προσέχει τὴ στολή του – τὴν τουαλέττα του, ἀστράφτει καὶ λάμπει. Ἀγαπάει τὸ καθαρὸ νερό, ὄχι τὴ λάσπη. Γι’ αὐτὸ εἶνε σύμβολο, εἰκόνα, παράδειγμα καθαρότη­τος, ὅπως πρέπει νὰ εἶνε καὶ ἡ ψυχή μας.
2. Εἶνε ἀκόμα σύμβολο πραότητος καὶ ἀνεξικακίας. Ἅμα τοῦ πάρῃς τοὺς νεοσσοὺς – τὰ πουλιά του, λυπᾶται βέβαια, εἶνε πολὺ στενο­χωρημένο, σὰ νὰ κλαίῃ, ἀλλὰ δὲν ἐκδικεῖται ὅ­πως ὁ ἀετὸς ἢ ἄλλα ὄρνεα. Λένε ὅτι τὸ περι­στέρι δὲν ἔχει χολή· εἶνε ἄχολο, πρᾷο ἤρεμο, ὅπως πρέπει νὰ εἶνε κι ὁ ἄνθρωπος, νὰ μὴν κρατάῃ στὴν καρδιά του μῖσος καὶ ἐκδίκησι.
3. Εἶνε ἀκόμη ὑπόδειγμα ἰσοβίου συζυγικῆς πίστεως, ὅπως ἐπίσης καὶ τὰ τρυγόνια. Ἀφ’ ὅ­του τὸ περιστέρι ζευγαρώσῃ μὲ ἕνα, δὲν πηγαίνει πλέον μὲ ἄλλο. Ἂν ὁ κυνηγὸς σκοτώσῃ τὸ ταίρι του, αὐτὸ στὸ ἑξῆς μένει ἔτσι. Ὦ περιστέρι, ἔλα νὰ ἐλέγξῃς τὴν ἀκόλαστον γενεά μας, ποὺ ἀκόμα δὲν πέθανε ὁ ἄντρας, δὲν ἔ­λυωσε στὸ μνῆμα, οὔτε κἂν σαράντισε, καὶ ἡ γυναίκα ζητάει νὰ βρῇ ἄλλον ἄντρα. Ποῦ πῆ­γαν τὰ λόγια τῆς ἀγάπης; ποῦ οἱ ὅρ­κοι, οἱ ὑ­πο­σχέσεις, τὰ γλυκοφιλήματα; Ὅλα ἦταν ψεύ­τικα. Ἕνα περιστέρι μᾶς ἐλέγχει καὶ μᾶς διδάσκει τὴν ἰσόβιο πιστότητα καὶ συζυγία. Ὑ­πάρχουν καὶ ποιήματα σχετικά. Καὶ μέσα στὸ θεόπνευστο ᾎσμα ᾀσμάτων, ἂν διαβάσετε, θὰ δῆτε ἡ νύμφη νὰ ὀνομάζεται περιστερά. Ἔλα, λέει ὁ νέος στὴν ἀγαπημένη του, «ἔλα, περιστερά μου» (βλ. ᾎσμ. 2,10). Σή­μερα δυστυ­χῶς καταντήσαμε στὸ σημεῖο, λεγόμενοι Χριστιανοὶ νὰ διαλύουν τὸ γάμο· ἀθλία κατάστασις, τὴν ὁποία ὁ ἄλλος τὴ λέει πρόοδο· πές την Σόδομα, πές την ἀκολασία, πές την διαφθορά, πές την ἀποκτήνωσιν.
4. Τὸ περιστέρι λοιπὸν συμβολίζει τὴν καθαρότητα, διδάσκει τὴν πραότητα καὶ ἀνεξικακία, μᾶς διδάσκει τὴν συζυγικὴ πιστότητα. Τὸ περιστέρι ἀκόμα ―τὸ πιὸ χαρακτηριστικό― εἶνε σύμβολο εἰρήνης. Γιατί; πῶς ἐπικράτησε σὲ ὅλο τὸν κόσμο τὸ περιστέρι νὰ εἶνε σύμβολο εἰρήνης; Ἐπικράτησε, διότι ὑ­πενθυμίζει μιὰ ἀρχαία ἱστορία ποὺ ὑπάρχει στὴν Παλαιὰ Διαθήκη (βλ. Γέν. κεφ. 6-8).
Ὅπως γνωρίζουμε, στὴν ἀρχὴ ἐπάνω στὸν πλανήτη μας ὑπῆρχε ἕνα μόνο ἀντρόγυνο, ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα. Ἀλλ’ ὅπως ἀπὸ ἕνα σπόρο γίνεται ἕνα δέντρο μὲ χιλιάδες καὶ ἑκατομμύρια φύλλα, ἔτσι κι ἀπὸ τὸ ἀντρόγυνο αὐτὸ προῆλθε ὅλο τὸ πολύκλαδο δένδρο τῆς ἀν­θρωπότητος. Μὲ τὴν αὔξησι τὸ ἀνθρώπινο γέ­νος ἐξέκλινε καὶ ἔπεσε σὲ ἀκολασία, καὶ ὁ Θε­ὸς ἀποφά­σι­σε νὰ καταστρέψῃ τὸν κόσμο. Ἀλλὰ ὁ φιλάνθρωπος, προειδοποίησε καὶ κάλεσε σὲ μετάνοια, μὲ κήρυκα τὸ Νῶε. Ὁ Νῶε ἄρχισε νὰ κατασκευάζῃ ἕνα πλοῖο, τὴν κιβωτό.
Ὁ κατακλυσμὸς δὲν εἶνε μῦθος αὐτό· τὸ βεβαιώνει καὶ ἡ ἀρ­χαιολογία, τὸ μαρτυ­ροῦν φυ­λὲς καὶ θρησκεύ­μα­τα. Ἡ κατασκευὴ τῆς κιβωτοῦ διήρκεσε 120 χρόνια. Καθ’ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα ὁ Νῶε καλοῦσε ὅλους νὰ μετα­νο­ήσουν. Οἱ ἄν­θρωποι ὅμως δὲν τὸν ἄ­κου­γαν· τὸν κορόιδευ­αν. Βρὲ τὸν τρελλό, ἔ­λε­γαν, νὰ φτειάχνῃ πλοῖο στὴν ξηρά, ἐνῷ ἡ θάλασσα ἀπέχει τόσα χιλιόμετρα! βρὲ τὸν ἠ­λί­θιο!… Μή­πως καὶ σήμερα οἱ ἄνθρωποι ποὺ πιστεύουν δὲν θεωροῦν­ται ἠλίθιοι καὶ τρελλοί; Ἀλ­λὰ ὁ Νῶε ἤξερε τί ἐπρόκειτο νὰ συμβῇ. Γλεν­τοῦ­σαν λοιπὸν καὶ διασκέδαζαν, πάν­τρευαν καὶ παν­τρεύονταν, διέλυαν τοὺς γάμους καὶ ἄλ­λα­ζαν συζύγους, ἔκαναν ἐμπόρια καὶ ἔχτιζαν μέγαρα… Κάποτε ὅμως ὁ οὐρανὸς σκοτείνια­σε, γέμισε σύννεφα, ἄρχισε νὰ βροντᾷ καὶ ν’ ἀ­στράφτῃ. Ἄ­νοιξαν οἱ καταρράχτες τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἔ­βρε­χε συνεχῶς ἐπὶ 40 μέ­ρες. Τὰ νερὰ φούσκωσαν, πλημμύρισαν, κάλυψαν καὶ τὶς τελευταῖες κορυφές, καὶ ὅ­λοι πνίγηκαν. Σώθηκαν μόνο 8 ψυχές, ὁ Νῶε μὲ τὴν σύζυγό του, τοὺς τρεῖς υἱούς του μὲ τὶς συζύγους των, ὥστε ν’ ἀναβιώσῃ τὸ ἀν­θρώπινο γένος.
Ὅταν πλέον σταμάτησε ἡ βροχή, ὁ Νῶε ἄ­νοιξε τὴ θυρίδα τῆς κιβωτοῦ καὶ ἔστειλε τὸν κόρακα, ὁ ὁποῖος δὲν γύρισε· βρῆκε τροφὴ στὰ πτώματα. Στέλνει κατόπιν τὸ περιστέρι, τὸ ὁποῖο γύρισε ἀμέσως. Μετὰ ἀπὸ μέρες τὸ ξαναστέλνει, καὶ τότε γύρισε μὲ ἕνα κλαδὶ ἐ­λιᾶς στὸ ῥάμφος του. Ἀπὸ αὐτὸ κατάλαβε, ὅ­τι τὰ νερὰ ἔπεσαν. Δόξα σοι ὁ Θεός! Ἔκτοτε τὸ περιστέρι μὲ κλαδὶ ἐλιᾶς εἶνε τὸ παγκόσμιο σύμβολο τῆς εἰρήνης.
Ἀπὸ τότε πέρασαν χρόνια πολλά. Στὴ ζωὴ τοῦ κόσμου σημειώθηκε ἄλλος κατακλυσμός, ὄχι πλέον ὕδατος ἀλλὰ ἁμαρτίας καὶ πλάνης. Ὁ πρὸ Χριστοῦ κόσμος ἦταν πάλι στὸ χεῖλος τῆς καταστροφῆς. Ἀλλὰ νά, στὸν Ἰορδάνη κα­τὰ τὴν βάπτισι τοῦ Χριστοῦ φάνηκε ἡ περιστε­ρά. Παρουσιάστηκε ὅπως τότε τὸ οὐράνιο τόξο, ὡς μήνυμα ἐλπίδος καὶ εἰρήνης· διότι αὐτὸς ποὺ χαρίζει τὴν εἰρήνη εἶνε μόνο ὁ Χριστός· ὁ «ἄρχων τῆς εἰρήνης» (Ἠσ. 9,6), ὁ μόνος ἱκα­νὸς νὰ φέρῃ λύτρωσι στὸν ἀπελπισμένο κόσμο.

* * *

Αὐτὰ τὰ διδάγματα, ἀγαπητοί μου, μᾶς δίνει σήμερα τὸ περιστέρι, καὶ γι᾽ αὐτὸ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο παρουσιάστηκε ὡς περιστερά. Μᾶς δεί­χνει τὸ Χριστό, τὸν «ἄρχοντα τῆς εἰ­ρήνης».
Σήμερα, τὴν ἅγια αὐτὴ ἡμέρα ποὺ ὁ σταυ­ρὸς ἁγιάζει τὰ ὕδατα, ἂς παρακαλέσουμε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο νὰ ἔλθῃ στὶς οἰκογένειές μας, στὴν κοινωνία μας, στὴν πατρίδα μας, στὰ Βαλκάνια καὶ σὲ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα· γιὰ νὰ δοξάζουμε ὅλοι ὁμοθυμαδὸν Πατέρα Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης  6-1-1986)