Αυγουστίνος Καντιώτης



Archive for the ‘εορτολογιο’ Category

Συγχωρησις

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Δεκ 23rd, 2011 | filed Filed under: εορτολογιο

Τοῦ ἁγίου πρωτομάρτυρος Στεφάνου

ΣΥΓΧΩΡΗΣΙΣ

ΥΠΑΡΧΟΥΝ, ἀγαπητοί μου, ἄπιστοι. Ἕνας τρόπος γιὰ νὰ τοὺς φέρουμε κοντὰ στὸ Θεό, εἶνε νὰ τοὺς δείξουμε τὸν οὐρανὸ καὶ νὰ τοὺς ρωτήσουμε· Ποιός ἔφτειαξε τὰ ἀν­αρίθμητα αὐ­τὰ ἄστρα; Μία ἡ λογικὴ ἀπάντησι· ὁ Θεός. Καταπληκτικὸ φαινόμενο ὁ οὐρανός.
Ἀλλ᾽ ὑπάρχει κ᾽ ἕνας ἄλλος οὐρανὸς πιὸ κα­τα­πληκτικός· ἡ Ἐκκλησία. Κι ὅταν λέμε Ἐκκλησία ἐννοοῦ­με ὄχι τὸ κτήριο τοῦ ναοῦ, μολον­ότι κι αὐτὸ μὲ τὸν τροῦλλο τὸν οὐρανὸ εἰκονί­ζει· ἐν­νοοῦμε τὴν πίστι μας, ποὺ ἵδρυσε ὁ Κύ­ριος Ἰησοῦς Χριστός. Κι ὅπως στὸν οὐρανὸ ὑ­πάρχει ἥλιος, σελήνη, ἄστρα, ἔτσι καὶ στὸν οὐ­ρα­νὸ τῆς Ἐκκλησίας. Ἥλιος εἶνε ὁ Χριστός, ὁ «Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης», ὅπως ψάλλουμε τὶς ἡ­μέρες αὐτές (ἀπολυτ. Χριστουγ.). Σελήνη καὶ πανσέ­ληνος εἶνε ἡ Παναγία. Καὶ ἄστρα εἶνε οἱ ἅ­γιοι.
Σήμερα, τρίτη ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων, λάμπει στὸν οὐρανὸ τῆς Ἐκκλησίας ἕνα ἄ­στρο· ὁ πρωτομάρτυς Στέφανος. Ἡ ὑμνολο­γία λέει· «Ὡς ἀστὴρ φαεινὸς σήμερον συν­­εξέ­λαμψε τῇ Γεννήσει Χριστοῦ ὁ πρωτομάρ­τυς Στέφανος» (οἶκ.), δηλαδή· λάμπει σήμερα σὰν ἀ­στέρι μαζὶ μὲ τὸν ἀνατείλαντα ἥλιο, τὸν γεννη­θέντα Χριστόν, ὁ πρωτομάρτυς Στέφανος.

* * *

Ὁ ἅγιος Στέφανος λάμπει καὶ φωτίζει κατὰ τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ «Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κό­σμου» (Ματθ. 5,14). Ἔλαμψε μὲ τὴ φλο­γε­ρὴ πίστι του, ποὺ ἔκανε καὶ θαύματα ὅ­πως λέει ὁ σημερινὸς ἀπόστολος (Πράξ. 6,8). Ἐξ­εδήλωνε δὲ τὴν πίστι του μὲ ἔργα ἀγάπης.
Ἐξ­ε­λέγη γιὰ νὰ ὑπηρετήσῃ τὶς ἀνάγκες τῆς Ἐκκλη­σίας. Ἡ μικρὴ ἐκείνη πρώτη χριστιανικὴ κοινότης ζοῦσε κοινοβιακῶς, μὲ κοινοκτημοσύ­νη· «εἶ­χαν τὰ πάντα κοινά» (ἔ.ἀ. 2,44· 4,32). Δὲν ἔ­λεγε καν­είς, Αὐτὸ εἶνε δικό μου – αὐτὸ δικό σου. Εἶχαν μία κοινὴ τράπεζα, τὸ ἴδιο συσ­σίτιο ὅλοι.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ὑλικὲς ἀνάγ­κες ὁ ἅγι­ος Στέφανος ὑπηρετοῦσε καὶ στὶς πνευματικές, στὸ πνευματικὸ συσσίτιο. «Δὲ ζῇ ὁ ἄνθρωπος μονάχα μὲ ψωμὶ (ὑλικό), ἀλλὰ μὲ κάθε λόγο ποὺ βγαίνει ἀπ᾽ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ» (Δευτ. 8,3. Ματθ. 4,4). Δὲν εἶνε ὁ ἄνθρωπος μό­νο στομάχι καὶ κοιλιά. Ὁ Στέφανος κήρυττε. Καὶ ὁ λόγος του δυνατός, μὲ ἐπιχειρήματα, νικοῦσε καὶ θριάμβευε.
Αὐτὴ ἡ δρᾶσι ὅμως προκάλεσε τὸ φθόνο. Οἱ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὡδήγησαν στὸ δικαστήριο. Ἦταν ἡ ἴδια σύνθε­σι (τὰ 71 μέλη, ὁ Ἄννας καὶ ὁ Καϊάφας) ποὺ πρὶν λίγα χρόνια εἶχαν δικάσει τὸ Χριστό. Αὐτοὶ δίκαζαν τώρα καὶ τὸν ἅγιο Στέφανο.
Ἐνῷ τοῦ ἀπήγγελλαν συκοφαντικὲς κατηγο­ρίες, ἐκεῖνος ἦταν ἤρεμος. Εἶδαν ὅλοι τους «τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡσεὶ πρόσωπον ἀγγέλου» (Πράξ. 6,15). Μίλησε κ᾽ ἐκεῖ μπροστά τους κά­νοντας μιὰ ἀνασκόπησι τῆς ἱερᾶς ἱστορίας. Ἡ ἀπολογία του εἶνε μία μεγάλη δημηγορία ἀ­νώ­τερη ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ διέσωσε ὁ Θουκυδί­δης. Δὲν σᾶς λέω, εἶπε, ν᾽ ἀκούσε­τε ἐμένα· ἀκοῦ­στε τὸν Ἀβραάμ, τὸν Ἰσαάκ, τὸν Ἰακώβ, τὸ Μωϋσῆ, τὸν Ἠσαΐα, τὸν Ἰερεμία, αὐτοὺς ποὺ σέβεστε καὶ ἀνήγγειλαν τὴν ἔλευσι τοῦ Μεσσία.
Ἀλλ᾽ ἀπὸ τὴν ἔκφρασί τους καταλάβαινε ὅτι αὐτοὶ δυσφοροῦν. Βλέπον­τας λοιπὸν τὴ σκληροκαρδία τους σκλήρυνε καὶ αὐτὸς τὸν λόγο· ἔκανε ἔλεγχο. Οἱ πέτρινες καρδιὲς θέλουν σφυρὶ νὰ θρυμμα­τί­σῃ τὸν λίθο. «Σκληρο­τράχηλοι καὶ ἀπερίτμη­τοι τῇ καρδίᾳ», τοὺς φώναξε· ὅταν ὁ Μεσσίας ἦλθε, ἐσεῖς τὸν προδώσατε καὶ τὸν θανατώσατε!… (ἔ.ἀ. 7,51-52).
Αὐτὸ ἦταν. Ἔγιναν θηρία. Χωρὶς ἄλλη διαδικασία, τρίζοντας τὰ δόντια ὥρμησαν πάνω του νὰ τὸν ξεκάνουν. (Ἐμεῖς, ποὺ βρεθήκα­με σὲ πα­­ρόμοιες περιπτώσεις, ἀνατριχιάζουμε. Κάπως ἔτσι δικάστησαν πολλοὶ Ἑλληνες σὲ χρόνια ἀ­νομίας καὶ ἐμφυλίου σπαραγμοῦ. Δίχως μάρτυρες καὶ ἀπολογία, φώ­ναζε ἀπὸ κάτω ὁ ὄχλος «Θάνατος!» καὶ ἐκτελεῖτο ὁ ἄνθρωπος). Χω­ρὶς ἄλλο σκεπτικὸ λοιπόν, ὡδήγησαν ἀμέ­σως τὸν ἅγιο Στέφανο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι, ἅρπαξαν λιθάρια καὶ τὸν λιθοβολοῦσαν.
Κ᾽ ἐκεῖνος; καταριόταν, βλαστημοῦσε; Ὄχι. Ὑπέμενε καρτερικά. Κι ὅταν πιὰ ἦρθε τὸ τέλος, τότε ἡ ἁγιότητά του ἔλαμψε ἀκόμη πιὸ πολύ. Τί ἔκανε· μιμήθηκε τὸν Κύριό του. Ὅ­πως ὁ Χριστὸς στὸ σταυρὸ εἶπε «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23,34), συγχώρησε τοὺς δημίους του ―κ᾽ εἶνε ὁ ὡραι­ότερος λόγος τοῦ Χριστοῦ―, ἔτσι κι αὐτὸς ἐκ­πνέοντας εἶπε· «Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην»· μὴν τοὺς λογαριάσῃς, Κύριε, τὴν ἁμαρτία αὐτή. Καὶ μὲ τὸ λόγο αὐτὸν «ἐκοιμήθη» (Πράξ. 7,60), τὸ ἀστέρι ἔδυσε.

* * *

Ἂς μιμηθοῦμε κ᾽ ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου, τὸν ἅγιο Στέφανο. Σὲ τί; στὰ θαύματα καὶ στὴ διδασκαλία; Δὲν εἴμαστε ἄξιοι. Μποροῦμε ὅμως νὰ τὸν μιμηθοῦμε κάπου ἀλλοῦ. Σᾶς δίνω νὰ σηκώσετε ὄχι ἕνα βουνὸ ἀλλὰ ἕνα χαλικάκι. Καὶ τὸ χαλικάκι εἶνε ὁ λόγος ποὺ εἶπε «Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην». Ν᾽ ἀποκτήσουμε δηλαδὴ κ᾽ ἐμεῖς συγχωρητικότη­τα, νὰ συγχωροῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο.
Σήμερα, ὅπως εἶπε ἕνας σοφός, δυὸ πράγμα­τα ἔχουν σβήσει· τὸ «εὐχαριστῶ» καὶ τὸ «συγ­χωρῶ». Σκληροὶ οἱ ἄνθρωποι, δὲ συγχωροῦν.
Σ᾽ ἕνα χωριὸ πέθαινε ἕνας γέρος ἐνενήντα χρονῶν. Ὁ παπᾶς, καλὸς ἱερεύς, πῆγε καὶ τὸν ἐξωμολόγησε. Τὰ δέχτηκε ὅλα ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα. ―Ἀπ᾽ ἔξω, τοῦ λέει ὁ παπᾶς, εἶνε ὁ τάδε καὶ πε­ριμένει νὰ συγχωρηθῆτε. ―Ὄχι! ―Μὰ πεθαίνεις· ἂν συγχωρήσῃς, θὰ συγχωρηθῇς, θὰ ἔχῃς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. ―Τίποτα! μοῦ ᾽κανε κακό, δὲ θέλω νὰ τὸν δῶ στὰ μάτια μου… Παρὰ τὶς προσπά­θειες, πέθανε χωρὶς συγχώρησι.
Ἡ φυλή μας δὲν εἶχε τέτοια συμπεριφορά. Ἀναφέρω τρία παραδείγματα καὶ τελειώνω.
⃝ Τὸ 1942 εἴχαμε ἐμφύλιο πόλεμο – ἐμεῖς τὰ ζήσαμε σὲ ὅλη τὴ φρικαλεότητά τους· ἔσφαζαν Ἕλληνες τοὺς Ἕλληνες ὑποκινούμενοι ἀπὸ δυνάμεις τοῦ σκότους. Τότε σ᾽ ἕνα χωριὸ τῆς Ἠπείρου οἱ ἀντάρτες σκότωσαν μιὰ γυναῖ­­κα ποὺ εἶχε τρία παιδιά. Τὸ μικρότερο ἔφυγε ἐννιὰ χρονῶν στὴν Ἀμερική. Ἐκεῖ σπούδασε, ἔγινε μεγάλος δημοσιογράφος (εἶνε ὁ Νίκος Γκατζογιάννης), ἀλλὰ μέσα του ζητοῦ­σε ἐκδίκησι. Μετὰ ἀπὸ χρόνια ἦρθε εἰκοσιπέντε ἐτῶν στὴν Ἑλλάδα μὲ πιστόλι. Ψάχνοντας βρῆκε τὸν φονέα τῆς μάνας του· εἶχε στὰ Γιάννενα ξενοδοχεῖο. Ὅταν βεβαιώθηκε ἀπ᾽ τὸ στόμα του ὅτι αὐτὸς σκότωσε τὴ μητέρα του, τοῦ ἦρθε νὰ τραβήξῃ τὸ πιστόλι, ἀλλὰ μιὰ δύναμι τοῦ ὑπαγόρευσε· Ὄχι, μὴ σκοτώσῃς! Δὲ σκότωσε. Καὶ ἔγραψε ἕνα σπουδαῖο βιβλίο, ποὺ συνιστῶ νὰ τὸ διαβάσετε· λέγεται Ἑλένη, μετα­φράστηκε σὲ πολλὲς γλῶσσες καὶ ἐπηρέασε τὴν κοινὴ γνώμη. Ὅταν τὸ 1985 συναντήθηκαν Γκορμπατσὸφ καὶ Ρήγκαν καὶ πολλοὶ εἶπαν στὸ Ρήγκαν ὅτι συμβιβάστηκε, αὐτὸς ἀπήν­τησε· Διάβασα τὸ βιβλίο τοῦ Ἕλληνα Γκατζογιάννη καὶ εἶδα πῶς συγχώρησε ἀπ᾽ τὴν καρδιά του τὸ δολοφόνο τῆς μάνας του.
⃝ Τὸ ἄλλο παράδειγμα εἶνε ἀπὸ τὸν πόλεμο τοῦ ᾽40. Συνέβη Ἕλληνες στρατιῶτες νὰ συλλάβουν Ἰταλοὺς αἰχμαλώτους καί, ἀντὶ νὰ τοὺς σκοτώσουν τοὺς ἔδιναν νὰ φᾶνε ἀπ᾽ τὸ συσσίτιό τους καὶ τὴν κουραμάνα τους· κ᾽ οἱ Ἰταλοὶ δάκρυσαν. Ἔρχονται ἀκόμα τώρα ἀπὸ τὴν Ἄνω Ἰταλία καὶ βρίσκουν τοὺς Ἕλλη­νες ἐ­κείνους ποὺ τοὺς ἔδειξαν συμπάθεια. Τέ­τοια εἶνε ἡ πατρίδα μας. Ἡ καρδιὰ τοῦ Ἕλληνος δὲν ἀναπαύεται στὴν ἐκδίκησι. Γεννηθήκα­με ὄχι νὰ μισοῦμε, ἀλλὰ ν᾽ ἀγαποῦμε· αὐτὸ λέει τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, αὐτὸ ἔλεγαν καὶ ἀρχαῖοι τραγικοὶ ποιηταί μας (βλ. Σοφ. Ἀντιγ. 523).
⃝ Θέλετε ἄλλο ἕνα παράδειγμα; Θὰ ἤμασταν τὸ ἰσχυρότερο κράτος, ἂν δὲν εἴχαμε διχόνοια. Αὐτὴ μᾶς κατέστρεψε. Ἐξ αἰτίας της κον­τέψα­με νὰ χάσουμε τὴν ἐπανάστασι τοῦ ᾽21. Τσακώ­θηκαν μεταξύ τους οἱ Ἕλληνες καὶ χαί­ρονταν οἱ Τοῦρκοι. Τότε κάποια σφαῖρα χτύπησε στὸ κεφάλι τὸν Πᾶνο Κολοκοτρώνη, ἀ­δελφὸ τοῦ Γέρου τοῦ Μοριά, καὶ τὸν σκότωσε (σῴζεται στὸ ἐθνικὸ μουσεῖο τὸ κρανίο του μὲ τὴν τρῦπα). Ὁ Κολοκοτρώνης μποροῦσε νὰ σκοτώσῃ τὸ φονιᾶ· δὲν τὸ ἔ­κανε. Ὕστερα ἀ­πὸ καιρό, διδα­γμένος ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, πῆγε καὶ τὸν βρῆκε. Ἐκεῖνος φοβήθη­κε καὶ πῆγε νὰ κρυφτῇ. Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου, τοῦ λέει· ἔλα κοντά μου. Τὸν πῆρε στὸ σπίτι του καὶ τοῦ ἔστρωσε τραπέ­ζι. Ἡ μάνα τοῦ Κολοκοτρώνη εἶπε· ―Παιδί μου, τὸ φονιᾶ τοῦ παιδιοῦ μου θὰ φιλοξενήσῃς; Κ᾽ ἐκεῖνος ἀπήντησε μὲ λόγια ποὺ δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὰ ζυγίσουμε. ―Μάνα, λέει, αὐτὸ εἶ­νε τὸ καλύτερο μνημόσυνο τοῦ ἀδελφοῦ μου.

* * *

Ὁ ἅγιος Στέφανος, ἀγαπητοί μου, μᾶς λέει σήμερα ὅτι, ἂν θέλουμε νὰ εἴμαστε Χριστιανοί, πρέπει νὰ συγχωροῦμε.
Ξέρω, ὅτι καὶ μεταξύ σας κάποιοι εἶνε ἀκόμη ἀσυγχώρητοι καὶ ἀσυμφιλίωτοι. Σήμερα, ἡ­μέρα τοῦ ἁγίου Στεφάνου, πεθερὲς συγχωρῆ­στε νύφες, νύφες συγχωρῆστε πεθερές, παιδιὰ συγχωρῆστε γονεῖς, γονεῖς συγχωρῆστε παιδιά, Ἕλληνες συγχωρῆστε Ἕλληνες!
Ἂς ζήσουμε μὲ ἀγάπη καὶ ὁμόνοια, πρὸς δό­ξαν τοῦ Χριστοῦ· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερ­υψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Ἁγίου Στεφάνου Πτολεμαΐδος 27-12-1987

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ – ΘΑ ΕΤΟΙΜΑΣΤΕΙΣ ΝΑ ΚΟΙΝΩΝΗΣΕΙΣ; (БОЖИЋ КАКО ЋЕШ СЕ ПРИЧЕСТИТИ?)

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Δεκ 23rd, 2011 | filed Filed under: Cрпски језик, εορτολογιο

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

ΠΩΣ ΘΑ ΚΟΙΝΩΝΗΣΕΙΣ;

Eφθασαν τα Xριστούγεννα. Θὰ χτυπήσουν τὰ σήμαντρα. Θὰ συγκεντρωθοῦμε νὰ ἑορτάσουμε τὴ Γέννησι τοῦ Κυρίου. Τὴν περιμένουν ὅλοι. Πῶς ὅμως τὴν περιμένουν;
Ἄλλοτε μὲ δάκρυα παρακολουθοῦσαν τὴν ἱερὰ μυσταγωγία, ἄκουγαν τοὺς ὕμνους, κοινωνοῦσαν μὲ φόβο Θεοῦ. Κι ὅταν γύριζαν στὸ σπίτι δὲ᾿ βάζανε μπουκιὰ στὸ στόμα, ἂν δὲν ψάλλανε ὅλοι μαζὶ τὸ «Χριστὸς γεννᾶται…».
Τώρα οἱ Χριστιανοὶ περιμένουν τὰ Χριστούγεννα σὰν μιὰ κοσμικὴ ἑορτή. Ἐπικρατεῖ τὸ τί θὰ φᾶμε, τί θὰ πιοῦμε, τί θὰ φορέσουμε, σὲ ποιό πάρτυ θὰ πᾶμε νὰ χορέψουμε. Ἑορτάζουμε Χριστούγεννα μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό. Ἂν σηκωνόταν ἀπὸ τὸν τάφο ἕνας εἰδωλολάτρης κ᾿ ἔβλεπε πῶς γιορτάζουμε, δὲν θὰ ἔβρισκε διαφορὰ ἀπὸ τὶς γιορτὲς τὶς δικές τους.
Οἱ λίγοι, ἡ μειοψηφία, ποὺ ἐξακολουθοῦμε νὰ πιστεύουμε στὸ Χριστό, πρέπει νὰ τὸν πλησιάσουμε, νὰ τὸν ἀγαπήσουμε.
―Μὰ ποῦ εἶνε ὁ Χριστός; θὰ πῆτε. Μήπως πρέπει νὰ ταξιδέψουμε στὴ Βηθλεέμ, νὰ προσκυνήσουμε τὸ μέρος ποὺ γεννήθηκε;
Δὲν εἶνε ἀνάγκη. Ἡ Βηθλεὲμ εἶνε πολὺ κοντά μας. Ἄνοιξε, Κύριε, τὰ μάτια μας νὰ δοῦμε. Μιὰ ματιὰ στὴν ἁγία τράπεζα· μέσα στὸ δισκοπότηρο εἶνε αὐτὸς ὁ αἰώνιος Χριστός!

* * *

Χριστούγεννα = ὄχι διασκέδασι, ἀσωτία, ἀκολασία. Χριστούγεννα = θεία κοινωνία. Ὅποιος βάλῃ τὸ Χριστὸ μέσα του προετοιμασμένος, αὐτὸς θὰ νιώσῃ τὴν παρουσία του, αὐτὸς θὰ γιορτάσῃ. Ὡς πρὸς τὴ θεία κοινωνία οἱ Χριστιανοὶ σήμερα διαιροῦνται σὲ 4 κατηγορίες. Θὰ σᾶς τὶς πῶ, κ᾿ ἐσεῖς βάλτε τὸ χέρι στὴν καρδιὰ καὶ ἐξετάστε σὲ ποιάν ἀνήκετε.
1. Οἱ ἀκοινώνητοι. Εἶνε πολλοί. Γι᾿ αὐτὸ ἔχουν εὐθύνη καὶ οἱ ἱερεῖς. Πολλοὶ ἔχουν νὰ κοινωνήσουν ἀπὸ παιδιά. Μάθανε γράμματα ἀπὸ δασκάλους ἀθέους. Μεγάλωσαν μέσα στὴ βρωμερὰ κοινωνία, χάσανε κάθε ἱερὸ καὶ ὅσιο. Ἄσπρισαν πιὰ τὰ μαλλιά τους, τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη τοὺς περιμένει. Κ᾿ ἐνῷ ἔρχονται μεγάλες γιορτές, μένουν ἀκοινώνητοι. Ὁ Ασωπος ἔχει ἕνα μῦθο ποὺ ταιριάζει ἐδῶ. Ἕνας πετεινός, λέει, σκάλιζε τὸ χῶμα νὰ βρῇ σκουλήκια. Ἐκεῖ ποὺ ἔψαχνε, βρῆκε ἕνα διαμάντι. Τὸ τίναξε μὲ τὸ πόδι θυμωμένος καὶ εἶπε· «Τί νὰ τὰ κάνω ἐγὼ αὐτὰ τὰ σκουπίδια; σκουλήκια θέλω». Καταλάβατε; Κ᾿ ἐμεῖς σκαλίζουμε τὴν κοπριὰ τῆς γῆς, γιὰ νὰ βροῦμε μηδαμινὰ πράγματα, ἐνῷ μπροστά μας εἶνε τὸ διαμάντι, ὁ Χριστός. Οἱ γιαγιάδες μας ἔλεγαν· «Ἔλα, παιδί μου, νὰ κοινωνήσῃς· νὰ πάρῃς τὸ διαμάντι, τὸ Χριστό!». Ἂν κάποιος πλούσιος μὲ μιὰ βαλίτσα διαμάντια τὴ νύχτα τῶν Χριστουγέννων ἔλεγε «Ὅποιος ἀνεβῇ στὴ χιονισμένη κορφὴ τοῦ Ὀλύμπου, θὰ πάρῃ ἕνα διαμάντι», ὅλοι θὰ ἐγίνοντο ὀρειβάτες. Ἔτσι ἂς τρέξουμε κ᾿ ἐμεῖς πρόθυμα στὴν ἐκκλησία νὰ πάρουμε τὸ Χριστό, τὴ θεία κοινωνία.
―Μά, θὰ πῇς, τὸ διαμάντι εἶνε διαμάντι. Ἐγὼ ὅμως κοινωνῶ καὶ βλέπω ψωμὶ καὶ κρασί.
Μὴ βλέπῃς τὸ μυστήριο μὲ μάτια σαρκικά. Ρωτῆστε ἕνα καθηγητὴ τῶν φυσικῶν νὰ σᾶς πῇ πῶς ἔγινε τὸ διαμάντι. Πρὶν χιλιάδες χρόνια ἦταν κάρβουνο, κρυμμένο στὰ σπλάχνα τῆς γῆς· ἐκεῖ ὑπέστη ἀλλοιώσεις καὶ ἐπεξεργασία μέσα στὸ μεγάλο αὐτὸ χημεῖο. Ὁ Θεός, ποὺ ἔκανε τὸ κάρβουνο διαμάντι, μπορεῖ νὰ κάνῃ τὸ ψωμὶ σῶμα Χριστοῦ καὶ τὸ κρασὶ αἷμα.
2. Ἄλλη κατηγορία ἀνθρώπων εἶνε οἱ ἀδιάφοροι. Δὲν εἶνε ἄπιστοι, ἀλλὰ εἶνε ἀμελεῖς. Μοιάζουν μὲ τοὺς προσκεκλημένους στὸ δεῖπνο τῆς παραβολῆς τοῦ Χριστοῦ (βλ. Λουκ. 14,16-24· Ματθ. 22,14). Ὁ ἕνας γιὰ τὰ χωράφια, ὁ ἄλλος γιὰ τὰ βόδια, ὁ τρίτος γιὰ τὴ γυναῖκα, δὲν δέχτηκαν τὴν πρόσκλησι· εἶπαν, ὅτι δὲν εὐκαιροῦν. Ἔτσι καὶ οἱ σημερινοὶ Χριστιανοί· δὲν δέχονται τὴν πρόσκλησι τοῦ Χριστοῦ ποὺ τοὺς λέει «Λάβετε φάγετε· τοῦτό μού ἐστι τὸ σῶμα…» (Ματθ. 26,26). Αὐτοὺς ἐρωτῶ· Πιστεύετε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ (Ἰω. 6,55,54) ποὺ εἶπε «Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει, κἀγὼ ἐν αὐτῷ», καὶ «ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ»; Τότε γιατί φεύγετε μακριὰ ἀπὸ τὴ θεία κοινωνία; Ἂν καλέσετε ἐσεῖς κάποιον σὲ τραπέζι, τὸν περιμένετε κι αὐτὸς δὲν ἔρχεται, δὲν θὰ τὸ θεωρήσετε περιφρόνησι καὶ δὲ᾿ θὰ στενοχωρηθῆτε; Ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς λυπᾶται ποὺ περιφρονεῖτε τὸ μέγα αὐτὸ μυστήριο.
3. Ὑπάρχουν μερικὲς εὐγενεῖς ψυχές, ποὺ θέλουν νὰ κοινωνοῦν ἀλλὰ διστάζουν. Τὸν δισταγμὸ αὐτὸ τὸν νιώθουν ὅλοι οἱ ἅγιοι. «Εἶμαι ἄξιος γιὰ τὰ ἄχραντα μυστήρια;…». Αὐτοὶ οἱ διστακτικοὶ μοιάζουν μὲ τὸν ὑπέροχο ἑκατόνταρχο, ποὺ εἶπε ταπεινὰ στὸ Χριστό· ―Διδάσκαλε, κάνε καλὰ τὸν ὑπηρέτη μου. Ὁ Χριστὸς ἀπήντησε· ―Θὰ ἔρθω στὸ σπίτι σου. Ἐκεῖνος ὅμως εἶπε· ―Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ ἔρθῃς, Κύριε. Δῶσε ἀπὸ μακριὰ μιὰ διαταγή, καὶ θὰ γίνῃ καλά (βλ. Ματθ. 8,5-13). «Δὲν εἶμαι ἄξιος»· τὸ λέμε κ᾿ ἐμεῖς, ἀλλὰ δὲν ἔχει τόση ἀξία. Δὲν εἶνε γνήσιο νόμισμα, ὅπως τοῦ ἑκατοντάρχου. Ἐκεῖνος τὸ εἶπε μὲ εὐλάβεια, ἐμεῖς τὸ λέμε μὲ ψευτοευλάβεια. Λές, ὅτι δὲν εἶσαι ἄξιος; Προσπάθησε νὰ γίνῃς. Ξέρω στὴ Φλώρινα ἕνα φιλότιμο παιδί, ποὺ ἔπαιρνε μικροὺς βαθμούς. Βλέποντας ὅτι οἱ γονεῖς του στενοχωροῦνται, λέει· «Θὰ βάλω τὰ δυνατά μου καὶ θὰ διορθώσω τοὺς βαθμούς». Ἄφησε τὰ παιχνίδια, στρώθηκε, καὶ ἔφτασε στὸ ἄριστα. Ἔτσι κ᾿ ἐσὺ φιλοτιμήσου ἀπὸ ἀνάξιος νὰ γίνῃς ἄξιος. Ὅταν ἤμουν στὸ Μεσολόγγι, συνέβη τὸ ἑξῆς. Ἕνας νέος ἀγάπησε μιὰ κοπέλλα. Ὁ πατέρας εἶπε ναί, ἡ κοπέλλα εἶπε ναί, ὑπὸ ἕναν ὅρο· σὲ ἕνα χρόνο νὰ πάρῃ τὸ πτυχίο τῆς ἰατρικῆς. Καὶ ὁ φοιτητὴς ὁ ρέμπελος καὶ γλεντζές, στρώθηκε στὴ μελέτη, σταμάτησε τὰ καφενεῖα καὶ τὶς παρέες, καὶ πρὶν περάσῃ ὁ χρόνος πῆρε τὸ πτυχίο. Ἔγινε ἄξιος τῆς ἀγάπης τῆς νέας, καὶ ἔγινε ὁ γάμος. Κ᾿ ἐσύ, ἂν ἀγαπᾷς τὸ Χριστὸ μὲ θεῖο ἔρωτα, θὰ προσπαθήσῃς νὰ γίνῃς ἄξιος τῆς ἀγάπης του καὶ νὰ τὸν βάλῃς στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς σου. Ὦ γυναῖκες ὦ ἄντρες, δὲν κατηγορῶ τὸν ἁγνὸ ἔρωτα ―ἀπὸ τὸ Θεὸ εἶνε δοσμένος―, ὁ ἁμαρτωλὸς εἶνε κακός. Ἀλλὰ στὴν κορυφὴ ὅλων τῶν ἐρώτων εἶνε ἕνας. Ὁ μεγάλος, ὁ ἀνίκητος, ὁ ἀνέκφραστος, ὁ ὑψηλὸς ἔρωτας εἶνε ν᾿ ἀγαπήσῃς τὸ Χριστὸ μὲ ὅλη τὴν καρδιά σου. Ἂν τὸν ἀγαπήσῃς, θὰ κάνῃς τὸ πᾶν γιὰ νὰ γίνῃς ἄξιος νὰ ἑνωθῇς μαζί του.
4. Σᾶς ἔδειξα τοὺς ἀκοινώνητους, τοὺς ἀμελεῖς, τοὺς διστακτικούς. Τώρα σᾶς δείχνω τὴν τελευταία κατηγορία· εἶνε αὐτοὶ ποὺ κοινωνοῦν ἀξίως τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Καὶ ποιοί εἶνε; Στὰ παλιὰ εὐλογημένα χρόνια κανείς δὲν ἔφευγε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία χωρὶς θεία κοινωνία, ὅπως τώρα κάνουν μὲ τὸ ἀντίδωρο. Ὅλοι, ὅταν ἄκουγαν τὸ «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε», κοινωνοῦσαν. Φόβος Χριστοῦ, πίστι ἀκράδαντη, ἀγάπη ἀπέραντη, εἶνε τὰ τρία στοιχεῖα γιὰ μιὰ θεάρεστη συμμετοχή. Ἔχουν σήμερα οἱ Χριστιανοὶ φόβο Θεοῦ; Μαζεύονται ὅλοι καὶ σπρώχνονται γιὰ νὰ κοινωνήσουν πρῶτοι. Δυσκολεύεται ὁ παπᾶς, τρέμουν τὰ χέρια του, ἀνατρέπεται ἡ θεία κοινωνία. Ἂν εχαμε ἕνα μόριο φόβου Θεοῦ, θὰ στεκόμασταν σὲ μιὰ γωνιὰ καὶ θὰ περιμέναμε νὰ κοινωνήσουμε τελευταῖοι. Θὰ λέγαμε· Χριστέ μου, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σὲ πάρω· ἂς κοινωνήσουν πρῶτα τὰ ἀθῷα παιδιά, μετὰ οἱ νέοι, ἔπειτα οἱ γέροντες, κ᾿ ἐγὼ σὰν ἁμαρτωλὸς ποὺ εἶμαι θὰ κοινωνήσω τελευταῖος… Ποῦ εἶνε ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ; ποῦ ἡ πίστι στὰ ἄχραντα μυστήρια; ποῦ ἡ ἀγάπη ἡ ἀπέραντη; Πῶς προχωροῦμε γιὰ νὰ λάβουμε τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας;

* * *

Ὅταν ὁ Μωϋσῆς ἔβοσκε τὰ πρόβατά του στὸ ὄρος Χωρήβ, στὴ βάτο ποὺ φλεγόταν χωρὶς νὰ καίγεται, ἄκουσε· «Λῦσον τὸ ὑπόδημα τῶν ποδῶν σου· ὁ γὰρ τόπος ἐν ᾧ ἕστηκας γῆ ἁγία ἐστίν» (Ἔξ. 3,5· Πράξ. 7,33). Αὐτό ἀκοῦμε κ᾿ ἐμεῖς μέσα ἀπὸ τὸ ἅγιο ποτήριο. Ἡ θεία κοινωνία εἶνε φωτιά, ποὺ καίει ὅσους κοινωνοῦν ἀναξίως. Εἶσαι ἄχυρο; θὰ καῇς. Εἶσαι διαμάντι; θὰ καθαριστῇς καὶ θὰ λάμψῃς. Ὅποιος τὰ Χριστούγεννα θελήσῃ νὰ πλησιάσῃ τὰ ἅγια μυστήρια μὲ βρώμικη ψυχή, ἂς προσέξῃ.
Χριστιανέ· τὸ πουκάμισό σου δὲν τὸ ἀφήνεις λερωμένο· τῆς ψυχῆς σου ὅμως τὸ πουκάμισο ἔχεις πολὺ καιρὸ νὰ τὸ πλύνῃς, καὶ τολμᾷς ἔτσι νὰ πλησιάσῃς τὰ ἄχραντα μυστήρια; Πήγαινε στὸν πνευματικὸ πατέρα γιὰ νὰ καθαριστῇς. Γονάτισε, πὲς τ᾿ ἁμαρτήματά σου. Καὶ ἡ καρδιά σου, ὅσο βρώμικη κι ἂν εἶνε, θὰ γίνῃ λευκὴ σὰν τὸ χιόνι στὶς ἀπάτητες κορυφές. «Πλυνεῖς με, καὶ ὑπὲρ χιόνα λευκανθήσομαι» (Ψαλμ. 50,9). Κύριε, πολὺ ἁμαρτωλὸς εἶμαι. Πλῦνε με, Χριστέ μου, στὸ πλυντήριο τοῦ Γολγοθᾶ, στὸ μυστήριο τῆς μετανοίας, καὶ ἀξίωσέ με νὰ κοινωνήσω λέγοντας τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42)· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αυγουστίνος

Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου εις το χωρίον Μελίτης Φλωρίνης στις 21-12-1975
______________

ΣΕΡΒΙΚΑ

____________

БОЖИЋ

КАКО ЋЕШ СЕ ПРИЧЕСТИТИ?

Стигао је Божић. Зазвониће сва звона. Сабраћемо се да прославимо Рођење  нашег Господа Исуса Христа. Сви очекују тај дан. Међутим како га очекају? Некада су са сузама пратили свету литургију, слушали су дивне химне, причешћивали се са страхом Божијим. А када су се враћали својим кућама нису стављали залогај у своја уста, ако нису сви заједно појали «Рођење Твоје…».
Данас  хришћани очекују Божић као један светски празник. Данас влада: шта ћемо јести, шта ћемо пити, шта ћемо обући или на коју чајанку ћемо отићи да плешемо. Славимо Божић далеко од Бога. Када би устао из гроба неки идолопоклоник и када би видео како ми то прослављамо Божић, не би приметио никакву разлику од својих некадашњих прослава. Мало је оних, који и даље верују у Христа, треба да му се приближимо, да га заволимо.
― Али, где је Христос?, неко ће нас запитати. Да ли требамо путовати у Витлејем, да се поклонимо месту где се Христос родио? То није потребно. Витлејем је близу нас. Отвори, Господе, наше очи да га видимо. Само један поглед на Свету трпезу, у свету чашу и ту се налази вечни Христос!
 Божић = не забава,раскалашност, разврат. Божић = причешће. Онај ко припремљен прими у себе Христа, он ће осетити Христово присуство, он ће славити Божић. Према припреми за причешће, хришћани се данас деле у четири категорије. Навешћу вам их све, а ви ставите руку на срце и преиспитајте се којој врсти припадате.
1.Непричешћени. Много их је. За њих имају велику одговорност свештеници. Многи се нису причестили још од детињства. Уче слова од неверујућих учитеља. Одрасли су у нечистом друштву, изгубили су све свето и преподобно. Коса им је побелела, чека их ашов гробара. Долазе велики празници, а ти људи остају непричешћени. Езоп има један мит који би овде одговарао. Један петао, каже, тражио је црве у земљи, и док је тражио, пронашао је један дијамант. Одбацио га је бесно са својом ногом и рекао «Шта ће ми ово смеће, тражим црвиће?». Да ли сте разумели причу? Тако и ми тражећи по отпаду земаљском, тражимо ништавне ствари, док је пред нама дијамант, Христос. Наше баке су нам говориле: «Хајде дете моје, да се причестиш, да примиш дијамант, Христа!». Када би неки богаташ са једним кофером дијаманата у Божићној ноћи рекао: «Ко се попне на снежни врх Олимпа, добиће један дијамант», сви бисмо постали планинари. Тако и ми пожуримо радосно у цркву да примимо Христа, причешће.
― Рећи ћеш ми, дијамант је дијамант. Када се причешћујем ја видим само хлеб и вино. Не гледај на свету тајну телесним оком. Упитајте неког професора физике да вам каже како настаје дијамант. Пре хиљаду година је био угаљ, сакривен у унутрашњости земље, и тамо је претрпео разне промене и обраде у тој великој лабараторији природе. Бог који је створио од угља дијамант, може да претвори и хлеб у тело Христово и вино у крв Христову.
2. Друга категорија су равнодушни људи. Они нису неверници, него су немарни. Они сличе са људима који су били позвани на вечеру из Христове приче (види Лука. 14,16-24 и Мат. 22,14). Један је отишао на њиву, други за својим волом, трећи за женом – нису прихватили позив, рекли су да немају времена. Тако и многи данашњи хришћани не примају позив нашег Христа, који им говори: «Узмите, једите, ово је тело моје…» (Мат. 26,26). Питам их: Да ли верујете у речи Христове? (Јован. 6,55,54)  који је рекао: «Који једе моје тело и пије моју крв има живот вечни», и   «ја ћу га васкрснути у последњи дан»; Зашто одлазите далеко од причешћа? Када бисте ви некога позвали на ручак, очекујете га и он не дође, не бисте ли то сматрали презиром и не бисте ли се забринули? Тако и Христос жали када се та велика тајна презире.
3. Постоје неке љубазне душе, које желе да се причесте али оклевају. Ту неодлучност осећају сви светитељи. «Да ли сам достојан светих тајни?…».  Ови  недлучни људи сличе капетану из приче,  који је рекао понизно Христу: «Учитељу, слуга мој лежи дома одузет, и страшно се мучи.» Христос је одговорио:  «Доћи ћу твојој кући.» Капетан рече: «Нисам достојан да под кров мој уђеш, него само реци реч, и оздравиће слуга мој»  (види. Матеј. 8,5-13). «Нисам достојан» то и ми говоримо, али то нема толику вредност. То није нека чувена новчана валута, као реч капетанова. Капетан је то рекао побожно, а ми то говоримо из лажне побожности. Кажеш да ниси достојан? Покушај бити достојан. Познајем у Флорини једног љубазног дечака, који је добијао слабе оцене у школи. Када је приметио да се због тога његови родитељи брину, рекао је себи:  «Потрудићу се и поправити моје оцене».  Оставио је игре, бацио се на учење и стигао је до одличног успеха.Тако и ти – потруди се од недостојног да постанеш достојан. Када сам био у Месолонгу, догодило се следеће. Један младић је заволео једну девојку. Отац је рекао да, девојка је рекла да, али под једним условом, у једној години да узме диплому лекара. Овај студент немаран и распеван, бацио се на учење, престао је да иде по кафићима и по разним фештама, пре него што је година прошла, узео је диплому. Постао је достојан љубави своје изабранице, тада су се и венчали. А ти, ако волиш Христа са божанском љубављу, покушаћеш да будеш достојан Његове љубави, и сачуваћеш је у дубини свога срца. О жене, о мушкарци, не осуђујем чисту љубав, од Бога је дата, али грешна љубав је лоша. Изнад свих љубави треба да нам буде једна. Велика, непобедива, неизрецива и  узвишена љубав је да волиш Христа свим својим срцем. Ако заволиш Христа, учинићеш све да постанеш достојан уједињења са  Њим кроз причест.
4.Овде сам вам рекао о непричешћеним, о немарним и о неодлучним. Сада вам наводим последњу категорију, а то је она категорија који се причешћују достојно светим тајнама. Ко су они? У стара, благословена вемена нико није одлазио из цркве без светог причешћа, као што данас раде са нафором. Сви, када се чуло: «Са страхом Божијим, вером и љубављу приступите», прилазили су да се причесте. Страх Христов, вера неклонула,  бескрајна љубав, то су три предуслова за богоугодно учешће у причешћу. Да ли данас хришћани имају страх Божији? Сви се скупљају и гурају да се први причесте. Свештеник је у непријатној сигуацији, дрхте његове руке, претвара се причешће. Када бисмо имали бар један молекул  страха Божијег, стајали бисмо у једном ћошку и чекали бисмо да се причестимо последњи. Рекли бисмо – Христе мој, нисам достојан да те узмем, нека се прво причесте недужна деца,после млади, затим старци, и ја, као грешник што сам, причестићу се последњи… Где је страх Божији? Где је вера у бесмртне тајне? Где је бескрајна љубав? Како се приближавамо да се причестимо телом и крвљу нашег Христа?
                                                                                       

  * * *

Када је Мојсије чувао овце на планини Хорив, која се у подножју грејала без да изгори, чуо је: «Изуј обућу своју с ногу својих, јер је место где стојиш света земља» (Изл. 3,5· Дела. 7,33). То и ми чујемо из свете чаше. Божанско причешће је ватра, која сагорева све оне који се причешћују недостојни. Ако си слама, изгорећеш. Ако си дијамант, очистићеш се и засијати. Ко буде желео за Божић да се приближи светим тајнама са нечистом душом, нека припази.
Хришћанине, не остављаш прљавом своју кошуљу, а кошуљу своје душе ниси дуго времена прао, и усуђујеш се приближити светим тајнама? Иди своме духовном оцу и очисти се. Клекни, исповеди своје грехове. А твоје срце, колико и да је нечисто, постаће бело као снег на недодирнутим, снежним планинама. «Умиј ме, и бићу бељи од снега» (Псалм. 50,9). Господе, много сам грешан .Опери ме, Христе у машини Голготе, у тајни покајања и исповести, и удостој ме да се причестим говорећи; «Сети ме се, Господе, када дођеш у Царству своме»» (Лука. 23,42). Амин.
† ἐπίσκοπος Αυγουστίνος
Беседа Митрополита Флорине о. Августина Кантиота у селу Мелити, Флорина 21-12-1975
 

ΚΑΙ ΠΑΛΙΝ ΘΑ ΛΑΜΨΗ Ο ΑΣΤΗΡ / БОЖИЋНА ЧЕСТИТКА

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Δεκ 22nd, 2011 | filed Filed under: Cрпски језик, εορτολογιο

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΕΥΧΕΣ

ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ

_ Το άστρο της ελπίδος, που εχαροποίησε σφόδρα τους μάγους, να παρηγορή με το φως του τον κάθε φοβισμένον οδοιπόρο της ζωής που χωρίς αυτό κινδυνεύει να πλανηθή.

-Την ημέρα των Χριστουγέννων να έρθη στα σπίτια και στις καρδιές σας ο Χριστός και να μείνη μαζί σας όχι μόνο κατά τη διάρκεια του καινούργιου χρόνου, αλλά για όλη τη ζωή σας.

 _ Να εορτάσετε τις άγιες ημέρες του Δωδεκαημέρου με γαλήνη και ανάτασι, με πίστι και συνέπεια, με συνείδησι και εγκάρδια χαρά.

ΚΑΙ ΠΑΛΙΝ ΘΑ ΛΑΜΨΗ Ο ΑΣΤΗΡ

Αγαπητοί μου αναγνώσται, παρ’ όλην την ζόφωσιν των σημερινών καιρών, η οποία αποκρύπτει τον αστέρα της Βηθλεέμ, ουδεμία αμφιβολία εις τας καρδίας των πιστών πρέπει να υπάρχη, ότι ο αστήρ της Βηθλεέμ και πάλιν θα λάμψη και νέα περίοδος της ανθρωπότητος θ’ ανατείλη.

Με την ακράδαντον αυτήν πίστιν και την βεβαίαν ελπίδα, ας ενώσωμεν την φωνή μας με την φωνήν της Εκκλησίας και ας ψάλωμεν χαρμοσύνως·

«Η γέννησίς σου, Χριστέ ο Θεός ημών, ανέταιλε τω κόσμω τοο φως το της γνώσεως·
εν αυτή γαρ οι τοις ‘αστροις λατρεύοντες υπό αστέρος εδιδάσκοντο
σε προσκυνείν, τον ήλιον της δικαιοσύνης,
και σε γινώσκειν εξ ύψους ανατολήν·
Κύριε, δόξα σοι».

_____________

ΣEΡBIKA

____________

БОЖИЋНА ЧЕСТИТКА

МИТРОПОЛИТА ФЛОРИНЕ о. АВГУСТИНА КАНТИОТА

– Звезда наде која је веома обрадовала мудраце, нека утеши са својим светлом сваког преплашеног путника кроз живот, који је у опасности да залута.
– На Божићни дан нека у ваше домове и ваша срца дође Христос и нека остане са вама, не само током  нове године, већ све до краја вашег живота.
– Прославите свете дане Дванаестоднева у миру и достојанству, са вером и доследношћу, са чистом савешћу и у великој радости.


ОПЕТ ЋЕ ЗАСВЕТЛЕТИ ЗВЕЗДА

Драги моји читаоци, унаточ свој беживотности данашњег времена, која прикрива звезду Витлејма, ни једна сумња не треба да постоји у срцу верника, да ли ће звезда Витлејма опет засветлети и да ли ће се пројавити ново доба за човечанство.
Са том неклонулом вером и надом наравно, ујединимо наше гласове са гласом наше Цркве, и радосно запевајмо:
«Рођење Твоје Христе, Боже наш, обасјало је свет светлошћу богопознања, јер тада је оне што звезде обожаваху, звезда научила да се клањају Теби, Сунцу Правде, и да познају Тебе, Исток с висине; Господе Слава Ти!».

ΠΟΥ ΕΓΚΕΙΤΑΙ Η ΜΑΚΑΡΙΟΤΗΤΑ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Δεκ 1st, 2011 | filed Filed under: εορτολογιο

Του αγίου Νικολάου (Λουκ. 6, 17-23)

6 Δεκεμβριου

ΠΟΥ ΕΓΚΕΙΤΑΙ Η ΜΑΚΑΡΙΟΤΗΤΑ

ΟΛΟΙ, ἀγαπητοί μου, ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ ἄνθρωποι, ὁπουδήποτε κι ἂν κατοικοῦν, είτε στὴν Ἀνατολὴ είτε στὴ Δύσι είτε στὸ Βορρᾶ είτε στὸ Νότο, καὶ σὲ ὁποιαδήποτε ἐποχὴ κι ἂν ζοῦνε, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι μέσ᾿ στὴν καρδιά τους ἔχουν μία ἐπιθυμία ζωηρά. Καὶ ἡ ζωηρὰ αὐτὴ ἐπιθυμία, ποὺ καίει μέσ᾿ στὰ στήθη τῶν ἀνθρώπων, εἶνε ὅτι ὅλοι ζητοῦμε τὴν εὐτυχία. Δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του νὰ μὴν ἔχῃ αὐτὴ τὴν ζωηρὰ ἐπιθυμία, νὰ ζήσῃ εὐδαίμων, νὰ ζήσῃ εὐτυχής.
Ἀλλ᾿ ἐνῷ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι συμφωνοῦν ὡς πρὸς αὐτὸ καὶ εἶνε κοινὴ ἐπιθυμία τῆς ἀνθρωπότητος ἡ εὐδαιμονία καὶ ἡ εὐτυχία, ἐν τούτοις οἱ ἄνθρωποι διαφωνοῦν ὡς πρὸς ἐκεῖνο ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο εὐτυχῆ. Τί ἆραγε νά ᾿νε ἐκεῖνο ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο εὐτυχῆ; Διχάζονται, διαιροῦνται οἱ ἄνθρωποι. Ἄλλοι μὲν λένε, ὅτι τὰ λεπτὰ εἶν᾿ ἐκεῖνα ποὺ κάνουν τὸν ἄνθρωπο εὐτυχῆ. Ἄλλοι λένε, ὅτι τὰ ἀξιώματα καὶ οἱ θέσεις εἶν᾿ ἐκεῖνες ποὺ κάνουν τὸν ἄνθρωπο εὐτυχῆ. Ἄλλοι λένε, ὅτι οἱ ἡδονὲς καὶ οἱ διασκεδάσεις εἶν᾿ ἐκεῖνες ποὺ κάνουν εὐδαίμονα τὸν ἄνθρωπο· «φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13· Α΄ Κορ. 15,32). Κι ἄλλοι πάλι λένε, ὅτι ἡ γνῶσις καὶ ἡ ἐπιστήμη εἶνε ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο εὐτυχῆ.
Ὅμως ἐμεῖς βλέπουμε ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν ἑκατομμύρια καὶ δισεκατομμύρια, ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν ἐργοστάσια, ἀνθρώπους ποὺ ἔχουνε πλοῖα – στόλους πλοίων, τοὺς βλέπουμε αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους νὰ μὴν εἶνε εὐτυχισμένοι. Ἐνῷ κολυμποῦν μέσ᾿ στὰ πλούτη τους, εἶνε δυστυχεῖς. Καὶ μερικοὶ ἀπὸ δαύτους ―ὅπως στὴ Σουηδία καὶ στὴν Ἀμερική, πού ᾿νε τὰ πλουσιώτερα κράτη τοῦ κόσμου― ἀκοῦμε καὶ ὅτι αὐτοκτονοῦν. Βλέπουμε ἐπίσης ἀνθρώπους ποὺ ἀνέβηκαν στὰ ὑψηλὰ ἀξιώματα, νὰ πέφτουν ἀπὸ τ᾿ ἀξιώματα αὐτὰ καὶ νὰ γίνωνται περίγελως τῆς κοινωνίας. Βλέπουμε ἀκόμη ἀνθρώπους, ἰδίως νέους, νὰ διασκεδάζουν, νὰ γλεντοῦν, καὶ στὸ τέλος νὰ καταντοῦν ῥάκη, κουρέλια ὑγείας, καὶ νὰ ζητοῦν μιὰ θέσι σὲ κάποιο ἄσυλο. Βλέπουμε ἐπίσης καὶ ὅσους ἤλπισαν στὴ γνῶσι καὶ τὴν ἐπιστήμη, νὰ νιώθουν κι αὐτοὶ ἀνικανοποίητοι καὶ νὰ λένε, ὅτι ἡ γνῶσις εἶνε μιὰ σταγόνα, ἐνῷ ἡ ἐπιστήμη εἶνε ἀπέραντος ὠκεανός. Κι ἂν ἀκόμα ὑποθέσουμε, ὅτι ἕνας ἄνθρωπος τὰ συγκεντρώνει ὅλα αὐτὰ μαζί, νομίζετε πὼς εἶνε εὐτυχής; Ἂς κάνουμε αὐτὴ τὴν ὑπόθεσι, ὅτι ἕνας ἄνθρωπος τὰ συγκεντρώνει ὅλα· καὶ πλούτη ἔχει, καὶ δόξα ἔχει, καὶ ἡδονὲς ἔχει, καὶ διασκεδάσεις ἔχει, καὶ γνῶσι καὶ ἐπιστήμη ἔχει. Ἂν ὑποθέσουμε ὅτι ὑπάρχει ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, καὶ πάλι αὐτὸς δὲν θὰ εἶνε εὐτυχής. Παράδειγμα τέτοιου ἀνθρώπου, ποὺ τὰ συγκέντρωνε ὅλα, ἦταν ὁ βασιλεὺς Σολομῶν· αὐτὸς καὶ πλοῦτο εἶχε, καὶ γυναῖκες εἶχε – χαρέμια, καὶ δόξες εἶχε, καὶ τιμὲς εἶχε, καὶ ἡδονὲς εἶχε, καὶ διασκεδάσεις εἶχε, καὶ γνῶσι καὶ ἐπιστήμη εἶχε. Καὶ ὅμως στὸ τέλος, ἐνῷ τ᾿ ἀπήλαυσε ὅλα αὐτὰ τὰ ἐγκόσμια ἀγαθά, μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἔγραψε ἐκεῖνο τὸν τόσο ἀληθινὸ λόγο· «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2). Ματαιότης τὰ πλούτη, ματαιότης οἱ δόξες, ματαιότης τὰ χρήματα, ματαιότης οἱ ἡδονὲς καὶ οἱ διασκεδάσεις, ματαιότης οἱ γνώσεις καὶ οἱ ἐπιστῆμες. Ὅλα ἀποδεικνύονται μάταια ἐμπρὸς στὸ μυστήριο τοῦ θανάτου, ὁ ὁποῖος ὅλα τὰ σαρώνει· «ἐπελθὼν γὰρ ὁ θάνατος, ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται» (νεκρ. ἀκολ.).
Καὶ γεννᾶται πάλι τὸ ἐρώτημα· Ποῦ εἶνε λοιπὸν ἡ εὐτυχία; Τὴν ἀπάντησι μᾶς ἔδωσε ἡ Ἐκκλησία μας πρὶν ἀπὸ λίγο. Τὸ λέει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα (βλ. Λουκ. 6,17-23). Τ᾿ ἀκούσατε; τὸ αἰσθανθήκατε; τὸ νιώσατε; Τεράστιες ἀλήθειες ἔχει μέσα. Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο εἶνε τὸ κλειδί, τὸ χρυσὸ κλειδί, μὲ τὸ ὁποῖο μπορεῖς ν᾿ ἀνοίξῃς τὸ κλειστὸ παλάτι τῆς εὐτυχίας καὶ νὰ γίνῃς κ᾿ ἐσὺ εὐτυχής. Πῶς; τί λέει ὁ Χριστός;

* * *

Ὁ Χριστὸς ὁμιλεῖ μὲ μιὰ ἄλλη γλῶσσα. Δὲν ὁμιλεῖ μὲ τὴ γλῶσσα τοῦ κόσμου· ὁμιλεῖ μὲ τὴ γλῶσσα τοῦ οὐρανοῦ. Ἡ δὲ γλῶσσα τοῦ οὐρανοῦ διαφέρει ἀπὸ τὴ γλῶσσα τῶν ἀνθρώπων. Τί λέει λοιπόν; «Μακάριοι…». Ἀρχίζει τὸ κήρυγμά του, τὴν Ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλία του, μὲ τὴ λέξι «μακάριοι», εὐτυχεῖς (Λουκ. 6,20· Ματθ. 5,3). Καὶ τί λέει; ποιός εἶνε εὐτυχής; Ὄχι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὰ πλούτη καὶ τὰ ἑκατομμύρια, ὄχι ἐκεῖνος ποὺ εἶνε φαντασμένος καὶ ὑπερήφανος καὶ νομίζει ὅτι ὅλα τὰ κατέχει· ἀλλὰ εὐτυχὴς εἶνε ἐκεῖνος ποὺ αἰσθάνεται τὴν πενία του, τὴν πνευματική του φτώχεια, καὶ ζητεῖ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Εὐτυχὴς εἶνε ὄχι ἐκεῖνος ποὺ διασκεδάζει καὶ γλεντᾷ καὶ περνάει τὸν καιρό του μέσα στὰ νυκτερινὰ κέντρα, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ κλαίει κι ἀναστενάζει γιὰ τ᾿ ἁμαρτήματα τὰ δικά του καὶ τ᾿ ἁμαρτήματα ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος. Εὐτυχὴς εἶνε, λέει, ὄχι ὁ φιλάργυρος καὶ πλεονέκτης, ἀλλ᾿ ἐκεῖνος ποὺ ἀνοίγει τὴν καρδιὰ καὶ τὸ πορτοφόλι του καὶ ἐλεεῖ καὶ συντρέχει τοὺς ἄλλους. Εὐτυχὴς εἶνε ὄχι ἐκεῖνος ποὺ νίκησε τὰ θηρία τὰ ἄγρια τῆς ἐρήμου, ἀλλ᾿ ἐκεῖνος ποὺ νίκησε τὸ μεγαλύτερο θηρίο, αὐτὸ ποὺ ἔχει μέσα του ὁ ἄνθρωπος· τὴν ὀργὴ καὶ τὸ θυμό· «Μακάριοι οἱ πραεῖς…» (Ματθ. 5,5). Εὐτυχὴς εἶνε ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀδικεῖ, ἀλλ᾿ ἔχει δίψα δικαιοσύνης, καὶ θέλει ἡ δικαιοσύνη νὰ ἐπικρατήσῃ σ᾿ ὅλα τὰ πλάτη καὶ τὰ μήκη τοῦ πλανήτου μας· «Μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην…» (ἔ.ἀ. 5,6). Εὐτυχὴς εἶνε ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τόλμη καὶ θάρρος καὶ δὲν ντρέπεται τὸν ἐλεεινὸ αὐτὸ κόσμο, κόσμο ὅπου πλεονά ζουν οἱ δειλοὶ καὶ ἄνανδροι, αὐτοὶ ποὺ δὲν τολμοῦν νὰ κάνουν οὔτε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ἀλλὰ κάθονται στὸ τραπέζι καὶ σηκώνονται ἀπ᾿ τὸ τραπέζι χωρὶς σταυρό. Ὄχι οἱ ἄνανδροι, λέει, ὄχι οἱ δειλοί, ἀλλὰ οἱ γενναῖοι καὶ τολμηροί, ποὺ ἔχουν τὸ θάρρος νὰ ὁμολογοῦν τὴν πίστι τους ἐνώπιον ἀνθρώπων ἀπίστων καὶ ἀθέων καὶ αἱρετικῶν, αὐτοί εἶνε εὐτυχεῖς. «Μακάριοι», λέει, «οἱ δεδιωγμένοι» (ἔ.ἀ. 5,10) «ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου μου» (Μᾶρκ. 8,35). Αὐτοί εἶνε οἱ «μακάριοι», αὐτοί εἶνε οἱ πραγματικὰ εὐτυχεῖς.
―Μὰ ὑπάρχουν, θὰ πῆτε, σήμερα τέτοιοι ἄνθρωποι, ὅπως τοὺς περιγράφει ὁ Κύριος, ἄνθρωποι μὲ ὅλες αὐτὲς τὶς ἀρετές;
Δόξα τῷ Θεῷ ὑπάρχουν. Ποιοί εἶνε; Εἶνε οἱ ἅγιοι, οἱ ἅγιοι ποὺ ἑορτάζουμε. Ἕνας δὲ ἐξ αὐτῶν τῶν ἁγίων εἶνε ὁ ἅγιος Νικόλαος, τὸν ὁποῖο τιμοῦμε σήμερα. Εἶχε ὅλες τὶς ἀρετὲς τοῦ Εὐαγγελίου, ὅλες τὶς ἀρετὲς ποὺ συνιστᾷ ὁ Κύριός μας· καὶ πρᾶος ἦταν, καὶ ταπεινὸς ἦταν, καὶ ἐλεήμων ἦταν, καὶ μακρόθυμος ἦταν, καὶ διψοῦσε καὶ ποθοῦσε τὴ δικαιοσύνη καὶ προσπαθοῦσε παντοῦ νὰ ἐξαπλωθῇ τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Τέτοιος ἤτανε ὁ ἅγιος Νικόλαος.

* * *

Ἀπέναντι στὰ ὑποδείγματα αὐτὰ τοῦ εὐαγγελίου καὶ τῶν ἁγίων ὅπως ὁ ἅγιος Νικόλαος, ἐμεῖς ποῦ είμεθα, ἀγαπητοί μου; Ὤ πόσο μακριὰ είμεθα! Πάρε ζυγαριὰ καὶ ζύγισε τὸν ἑαυτό σου. Ζυγαριὰ εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο. Ζύγισέ τον λοιπὸν μὲ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ κάνε του μερικὰ ἐρωτήματα· ―Ἔχω ἐγὼ τὶς ἀρετὲς ποὺ λέει ὁ Κύριος; Εἶμαι ἐλεήμων ὅπως μὲ θέλει ὁ Κύριος, ἢ μήπως ἔχω σύνθημα «Ὅλα γιὰ τὸν ἑαυτό μου, τίποτα γιὰ τὸν ἄλλο»; Εἶμαι ἄνθρωπος πρᾶος καὶ ταπεινός; Διψῶ τὴν δικαιοσύνη; Θέλω νὰ ἐπικρατήσῃ στὸν κόσμο τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ; Ἔχω τόλμη καὶ θάρρος καὶ ὁμολογῶ τὴν πίστι μου, ἢ εἶμαι ἕνας ψεύτικος Χριστιανός, δειλὸς καὶ ἄνανδρος, ποὺ δὲν τολμῶ ἐμπρὸς στοὺς ἀνθρώπους ν᾿ ἀναφέρω τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ; Ἔχω τέτοια προσόντα, τέτοιες ἀρετές; Ἐὰν ἔχουμε τέτοιες ἀρετές, τότε θὰ εμεθα μακάριοι.
Ἄν, ἀγαπητοί μου, σήμερα δυστυχῇ ἡ ἀνθρωπότης, δυστυχεῖ ἀκριβῶς διότι λείπει ἡ ἀρετή. Ἔχει πλούτη ἡ ἀνθρωπότης, ἔχει μέσα ἡ ἀνθρωπότης, ἔχει τὰ πάντα. Οὐδέποτε ἄλλοτε ὁ κόσμος εἶχε τόσα πλούτη ὅσα ἔχει τώρα ἡ γῆ. Ἐν τούτοις, μέσα στὰ πλούτη αὐτά, μέσα στὶς ἐφευρέσεις καὶ ἀνέσεις, μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ μεγαλεῖα τὰ ὑλικά, ὁ ἄνθρωπος εἶνε δυστυχὴς ὅσον οὐδέποτε ἄλλοτε. Ἀπόδειξις ὅτι ποτέ ἄλλοτε δὲν αὐτοκτονοῦσαν τόσοι ἄνθρωποι ὅσοι αὐτοκτονοῦν σήμερα, στὶς ἡμέρες τῶν πυραύλων καὶ τῶν διαστημοπλοίων.
Δυστυχὴς ὁ ἄνθρωπος! Διότι ἔφυγε ἀπὸ τὴν πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ. Είθε δὲ ὁ Θεός, διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου Νικολάου τοῦ θαυματουργοῦ, νὰ δώσῃ καὶ σ᾿ ἐμᾶς τὸ ἔλεός του, ὥστε ὅλοι νὰ γίνουμε ζηλωταὶ τῆς ἀρετῆς, τὴν ὁποία συνέστησε ὁ Κύριος· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Ἁγίου Nικολάου πόλεως Φλωρίνης 6-12-1981

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Νοέ 28th, 2011 | filed Filed under: Cрпски језик, English, FRANCE, Român (ROYMANIKA), εορτολογιο

1. Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ

ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΤΗΝ ΚΟΖΑΝΗ

2. Un miracle de Saint-Nicolas à Kozani (ΓΑΛΛΙΚΑ)

3. A miracle of St. Nicholas in Kozani (AΓΓΛΙΚΑ)

4. DESPRE SFÂNTUL NICOLAE

MINUNEA SFÂNTULUI NICOLAE ÎN KOZANI (ΡΟΥΜΑΝΙΚΑ)

5. СВЕТИ НИКОЛА ЧУДОТВОРИ И ДАНАС

ЧУДО СВЕТОГ НИКОЛЕ У КОЗАНИЈУ (ΣΕΡΒΙΚΑ)

Tου αγίου Nικολάου 6 Δεκεμβρίου

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ

O άγιος Nικόλαος, αγαπητοί μου Xριστιανοί, ο επίσκοπος Mύρων της Λυκίας του οποίου την επέτειο μνήμη εορτάζουμε, είναι ένας από τους μεγάλους αγίους, αστέρι που λάμπει στον πνευματικό ουρανό της Eκκλησίας μας. Eίναι πολύ αγαπητός στον ορθόδοξο λαό, ιδιαιτέρως δε στην αγαπητή μας πατρίδα. Tρεις χιλιάδες νησάκια έχει η πατρίδα μας, μικρά και μεγάλα, που σαν κύκνοι κολυμπούν μέσα στα γαλανά νερά των θαλασσών μας. Kαι δεν υπάρχει νησάκι, και το μικρότερο ακόμα, που να μην έχει ναό αφιερωμένο στον άγιο Nικόλαο. Eίναι εκκλησάκια που έχτισαν οι ναυτικοί μας, οι οποίοι παλεύουν μέρα και νύχτα στα άγρια κύματα των ωκεανών, και σώζονται· ναί, σώζονται δια των πρεσβειών του αγίου Nικολάου. Kαι όχι μόνο στα νησιά μας τα ευλογημένα, αλλa και σ’ όλη τη χώρα, όπου κι αν πάμε, υπάρχουν εκκλησάκια του αγίου Nικολάου. Mα και σε όλη την Oρθοδοξία, και στη Σερβία και στη Bουλγαρία και στη Pουμανία και στη Pωσία, παντού όπου υπάρχουν ορθόδοξοι Xριστιανοί, το όνομα του αγίου Nικολάου είναι γνωστό. Στην πατρίδα μας την ημέρα αυτή χιλιάδες ―τί λέγω―, εκατοντάδες χιλιάδων Xριστιανών εορτάζουν τη μνήμη του, διότι φέρουν το όνομά του.

Ο άγιος Nικόλαος υπήρξε θαυματουργός, είχε δηλαδή το χάρισμα απο το Θεό να κάνει θαύματα. Ποιά είναι τα θαύματα του αγίου Nικολάου, μπορείτε να τα δείτε στο συναξάριό του που είναι πολύ συγκινητικό. Eγώ, από το πλήθος των θαυμάτων του αγίου, θέλω ν’ αναφέρω εδώ ένα μόνο, το οποίο μου έχει προκαλέσει ιδιαιτέρα εντύπωσι και συγκίνησι· θα εξηγήσω εν συνεχεία τον λόγο για τον οποίο με έχει συγκινήσει ιδιαιτέρως.

* * *

Στην εποχή του αγίου Nικολάου ζούσαν τρεις στρατηγοί, ένδοξοι άνδρες αξιωματικοί, ήρωες που είχαν νικήσει κατ’ επανάληψιν τα βαρβαρικά στίφη που επιτίθεντο εναντίον της Bυζαντινής αυτοκρατορίας. Eίχαν σώσει το λαό, και γι’ αυτό ήταν λαοφιλείς. Aκόμα δε ήταν αγαπητοί και στον άγιο· ο άγιος Nικόλαος σε μία περίπτωσι τους επέπληξε, διότι είχαν κάνει κακή χρήσι της εξουσίας (όχι οι ­ίδιοι αλλά οι στρατιώτες), και τότε αυτοί δεν φάνηκαν απειθείς σ’ αυτόν αλλά πειθάρχησαν. Ξέρετε ότι συχνά αυτοί που κατέχουν υψηλά αξιώματα, στρατηγοί κ.λπ., δεν δέχονται ούτε μύγα στο σπαθί τους· οι στρατηγοί αυτοί όμως, ταπεινοί, δέχθηκαν τις επιπλήξεις του αγίου Nικολάου, συμμορφώθηκαν με τις υποδείξεις του, και τιμώρησαν τους στρατιώτες και αξιωματικούς τους που είχαν κάνει κατάχρησι της εξουσίας τους σε ανωμάλους καιρούς.

Hταν λοιπόν πολύ αγαπητοί. Aλλά τα ανθρώπινα πράγματα είναι μάταια· «ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης» (Eκκλ.1,2). Συχνά ο άνθρωπος πέφτει από το ύψος στο βάθος. Oι τρεις αυτοί Ρωμαίοι αξιωματικοί κατηγορήθηκαν αδίκως για συνωμοσία, και λόγω των συκοφαντιών που εξύφανε ο κακός επίτροπος του βασιλέως, ο έπαρχος Aβλάβιος, έπεσαν στη δυσμένεια του καλού αυτοκράτορος Kωνσταντίνου. O βασιλεύς απατήθηκε, τους αφαίρεσε τα αξιώματα, και διέταξε να τους κλείσουν δεμένους στις φυλακές της Kωνσταντινουπόλεως. Eκεί οι τρεις αθώοι έμαθαν, ότι εξεδόθη απόφασις ν’ αποκεφαλισθούν, και ξημέρωνε η ημέρα της εκτελέσεώς τους. Eκτελέσθηκαν; πραγματοποιήθηκε η θανατική ποινή; Όχι! Tί έγινε; Θαύμα. Ποιό θαύμα;

Tη νύχτα μέσ’ στη φυλακή οι τρεις κατάδικοι θυμήθηκαν το Θεό, θυμήθηκαν τον άγιο Nικόλαο, τον άνθρωπο του Θεού. Kαι στην προσευχή τους με δάκρυα στα μάτια παρεκάλεσαν· «Άγιε Nικόλαε, δεν έχουμε άλλον προστάτη, εσένα έχουμε· κάνε το θαύμα σου, ελευθέρωσε κ’ εμάς, όπως κάποτε στη Λυκία ελευθέρωσες τρεις άλλους ανθρώπους που επρόκειτο να θανατωθούν». Kαι ο άγιος Nικόλαος έκανε το θαύμα. Tην ­ίδια ώρα που αυτοί έκαναν την προσευχή τους, τα μεσάνυχτα, ―ας μην πιστεύουν οι άπιστοι, δικαίωμά τους, εμείς πιστεύουμε ότι οι πρεσβείες και οι προσευχές των αγίων κάνουν θαύματα―, εκεί που εκοιμάτο ο αυτοκράτωρ Kωνσταντίνος και ο έπαρχος Aβλάβιος, φαίνεται στον ύπνο τους ο άγιος Nικόλαος. Ήλεγξε τον έπαρχο και του είπε· «Tί έκανες; εγκλημάτησες με το να διαβάλης τους ανθρώπους αυτούς στον βασιλέα! Πριν βάψεις τα χέρια σου με το αίμα των αθώων, πρέπει μέχρι το πρωί, προτού ν’ ανατείλει ο ήλιος, να τους ελευθερώσης». Kαι στον αυτοκράτορα φανέρωσε, ότι οι κατάδικοι είναι αθώοι και ότι από φθόνο συκοφαντήθηκαν. Έντρομος ο αυτοκράτορος ξύπνησε, και με διαταγή του, προτού ν’ ανατείλει ο ήλιος, οι τρεις στρατηγοί ελευθερώθηκαν.

Aυτό είναι το θαύμα του αγίου Nικολάου.

ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΤΗΝ ΚΟΖΑΝΗ

Θα πείτε· «Aυτά “τω καιρώ εκείνω”! Mε τέτοια μας έχετε ζαλίσει· συνεχώς ακούμε “τω καιρώ εκείνω”, “τω καιρώ εκείνω”, “τω καιρώ εκείνω”». Δεν έχετε όμως δίκιο. Δεν ήταν μόνο ο καιρός εκείνος για θαύματα. H δύναμις του Xριστού μένει ανεξάντλητος. Kαι χθές και σήμερα και αύριο και μέχρι συντελείας του αιώνος, εως ότου ανατέλλει ο ήλιος και ρέουν οι ποταμοί και λάμπουν τα άστρα στον ουρανό, η δύναμις του Xριστού και των αγίων του θα θαυματουργεί. Θέλετε απόδειξι;

Tα έτη 1943-45 ήμουν στην Kοζάνη, την πρωτεύουσα της Δυτικής Mακεδονίας. Hταν ημέρες τρομερές για το έθνος μας. Oι αντάρτες συνέλαβαν τριακοσίους και πλέον Kοζανίτες, αθώους ανθρώπους, τους έκλεισαν στη φυλακή της Kοζάνης και ανεμένετο η εκτέλεσί τους. Aγωνία μεγάλη σε όλη την πόλι. Ξημέρωσε η 6η Δεκεμβρίου, ημέρα κατα την οποία η Kοζάνη εορτάζει τον άγιο Nικόλαο ως πολιούχο της στον ωραίο ιστορικό ναό του Aγίου Nικολάου Kοζάνης. Eορτή λοιπόν στην Kοζάνη, αλλά οι Xριστιανοί ουδέποτε άλλοτε ήταν τόσο λυπημένοι και στενοχωρημένοι όσο την ημέρα εκείνη· δάκρυα έτρεχαν στα μάτια τους. Tότε ως ιεροκήρυκας της πόλεως ανέβηκα στον αμβωνα υπό το κράτος ιεράς συγκινήσεως και είπα τα εξής λίγα λόγια.

«Σήμερα ο Άγιος Nικόλαος Kοζάνης δεν εορτάζει. Σήμερα ο Aγιος Nικόλαος πενθεί και κλαίει, διότι αθώοι άνθρωποι είναι μέσα στας φυλακάς. Όπως εκείνοι οι ένδοξοι στρατηγοί ήταν εις τας φυλακάς και τους έσωσε ο άγιος Nικόλαος, έτσι και σήμερον εις τας φυλακάς της Kοζάνης υπάρχουν οι άνθρωποι αυτοί». Eν συνεχεία, με κίνδυνο της ζωής μου, απηύθυνα έκκλησι δραματική προς τους αντάρτες, προς τον καπεταν – Mάρκο (Bαφειάδη), ο οποίος κυριαρχούσε στην περιφέρεια εκείνη και ήταν σαν θηρίο ανήμερο, και τους είπα· «Eν ονόματι του Nαζωραίου, εν ονόματι του δικαίου, εν ονόματι του ανθρωπισμού, είσθε υποχρεωμένοι τους αθώους αυτούς ανθρώπους, την άγια αυτή ημέρα του αγίου Nικολάου, να τους ελευθερώσετε».

Eτσι είπα. Kαι μολονότι απευθυνόμουν σε σκληρές καρδιές, εν τούτοις ο άγιος κατευνάζει και τους πιο αμείλικτους χαρακτήρες. Όπως ο ήλιος μαλακώνει το κερί, έτσι η επέμβασί του μαλάκωσε τις καρδιές αυτών των ανθρώπων. Tο ­ίδιο βράδυ, προτού να δύση ο ήλιος, οι 300 Kοζανίτες ήταν ελεύθεροι μέσ’ στους δρόμους της Kοζάνης!

Nα λοιπόν ότι και τότε και τώρα και πάντοτε ο άγιος Nικόλαος θαυματουργεί. Kαι να γιατί το θαύμα με τους τρεις στρατηγούς με συγκινεί ιδιαιτέρως. Eσωσε στη Λυκία τους τρείς όταν ήταν σωματικώς επί της γης, έσωσε στην Kωσταντινούπολι τους τρεις όταν πλέον ήταν στον ουρανό, έσωσε και τους τριακόσιους στην Kοζάνη επί των ημερών μας.

* * *

Aς τιμήσουμε λοιπόν κ’ εμείς αξίως τον άγιο Nικόλαο, αγαπητοί μου. Όλοι κάποιον Nικόλαο θα έχουμε στο σπίτι ή στη συγγένειά μας. Aλλοι έχουμε γονείς και οικείους που έφεραν το όνομα Nικόλαος και τώρα αναπαύονται εις τας σκηνάς των δικαίων, όπου κ’ εμείς θα μεταβούμε (κ’ εμένα λόγου χάριν ο πατέρας μου λεγόταν Nικόλαος, και η σημερινή εορτή μου υπενθυμίζει την παιδική ηλικία που έζησα στο χωριό μου). Aλλοι έχουν πρόσωπα εορτάζοντα μεταξύ των ζώντων· ζουν σήμερα και παλεύουν μέσα στην κοινωνία με τα άγρια κύματα του υλισμού και της αθεΐας. Aς παρακαλέσουμε, για μεν τους τεθνεώτας να τους δώσει ο Θεός την ανάπαυσι, για δε τους ζώντας να τους ενισχύσει να βαδίζουν από δύναμι σε δύναμι κι από δόξα σε δόξα, έως ότου καταλήξουν στα σκηνώματα εκείνα όπου άγγελοι και αρχάγγελοι και ο άγιος Nικόλαος χαίρουν και βασιλεύουν πλησίον της αγίας Tριάδος· αμήν.

† επίσκοπος Aυγουστίνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου στον ιερό ναό του Aγίου Nικολάου Φλωρίνης 5-12-1981 στον εσπερινό)

_____________________

ΓΑΛΛΙΚΑ

_______________________

mercredi 8 décembre 2010

Un miracle de Saint-Nicolas à Kozani

(Ένα θαύμα του Αγίου Νικολάου στην Κοζάνη)

[d’après une intervention du Métropolite Augustin (Kantiotis) de Florina, de bienheureuse mémoire]

[Μετά από παρέμβαση του Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Kαντιώτου στην μνήμη του αγίου]

http://orthodoxologie.blogspot.com

«Certains disent:« En ce temps-là! «Vous nous nous rendez fous avec cela Nous entendons constamment« en ce temps-là »,« en ce temps-là »,« en ce temps-là «[un miracle a eu lieu]» Cependant, ce n’est pas correct.. . Ce n’était pas seulement à cette époque que les miracles se sont produits, la puissance du Christ demeure inépuisable. hier et d’aujourd’hui et de demain, et jusques à la fin des temps, jusques au coucher du soleil et jusques au temps les rivières cesseront de couler et les étoiles cesseront de briller dans le ciel, la puissance du Christ et de Ses Saints fera des miracles. En voulez-vous un exemple?

De 1943 à1945 j’étais à Kozani, capitale de la Macédoine occidentale. Ce furent des jours terribles pour notre nation. Les rebelles saisirent plus de 300 personnes de Kozani, des personnes innocentes, et ils les enfermèrent dans la prison de Kozani, où ils étaient en attente de leur sort. Il y avait une grande angoisse dans toute la ville. Le matin du 6 Décembre était le jour où Kozani fêtait Saint-Nicolas comme patron dans leur belle église historique de Saint-Nicolas de Kozani. C’était un jour de fête donc à Kozani, mais les chrétiens étaient néanmoins si attristés et inquiets, que ce jour larmes coulaient de leurs yeux. J’étais alors prédicateur de la ville, et je suis donc monté à l’ambon, et ému par l’émotion sacrée, je l’ai dit les quelques paroles suivantes:

«Aujourd’hui, Saint-Nicolas de Kozani est en fête. Aujourd’hui, Saint-Nicolas est en deuil et pleure, car des hommes innocents sont dans les prisons. Comme ces glorieux soldats qui étaient dans les prisons et qui ont été sauvés par [saint] Nicholas, donc aujourd’hui aussi, dans la prison de Kozani, il y a ces hommes innocents. «Continuant, au péril de ma vie, j’en ai appelé dramatiquement aux rebelles, plus particulièrement au capitaine Marko Vafeiadi, qui gouvernait la région durant cette période et qui était une véritable terreur. Je leur ai dit: «Au nom du Nazaréen, au nom du Juste, au nom de l’humanité, vous devez, en ce jour saint de Saint Nicolas, libérer ces hommes innocents».

J’ai parlé ainsi. Et bien que je m’adressais à des cœurs durs, le Saint a amadoué ces personnages impitoyables. Comme le soleil fait fondre la cire, donc son intervention a fait fondre le cœur de ces hommes. Le soir même, avant le coucher du soleil, les 300 personnes de Kozani ont été libérées et sont venues dans les rues de Kozani! Et il n’est pas étonnant que le miracle avec les trois soldats soit particulièrement émouvant. Il a sauvé les trois soldats alors qu’il était en Lycie corporellement, il a sauvé les trois autres à Constantinope quand il était au Ciel, et il a sauvé 300 personnes de Kozani, de nos jours. «

Version française Claude Lopez-Ginisty

d’après

http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=17678   &

http://full-of-grace-and-truth.blogspot.com

_____________________

ΣΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ

 ______________________

Sunday, December 5, 2010

A miracle of St. Nicholas in Kozani

St. Nicholas the Wonderworker, Archbishop of Myra (Icon courtesy of www.eikonografos.comused with permission)

A miracle of St. Nicholas in Kozani (amateur translation from a talk by Metropolitan Augoustinos Kantiotis of Florina, of blessed memory)

«Some say: “‘At that time!’ You make us crazy with this. We constantly hear ‘at that time’, ‘at that time’, ‘at that time’ [a miracle occurred]”. These are not correct, however. It was not only back then that miracles occurred. The power of Christ remains inexhaustible; yesterday and today and tomorrow, and until the close of the age, until the setting of the sun and the rivers cease to flow and the stars cease to shine in the heavens, the power of Christ and of His Saints will work wonders. Do you want an example?

From 1943-1945 I was in Kozani, the capital of Western Macedonia. Those were terrible days for our nation. The rebels seized over 300 people from Kozani, innocent people, and they locked them in prison in Kozani, where they were awaiting their fate. There was great agony throughout the city. The morning of December 6th was the day on which Kozani celebrates St. Nicholas as their patron in their beautiful and historic church of St. Nicholas, Kozani. It was a feast day therefore in Kozani, but the Christians however were so saddened and worried, that that day tears were running from their eyes. Then I was a preacher of the city, and so I ascended the ambo, and moved by sacred emotion, I said the following few words:

   “Today St. Nicholas of Kozani celebrates. Today St. Nicholas is in mourning and weeps, for innocent men are in the prisons. As those glorious soldiers were in the prisons and were saved by Nicholas, thus today also, in the prison of Kozani there are these innocent men.” Continuing, in danger of my life, I called out drammatically to the rebels, towards the Captain Marko Vafeiadi, who ruled the region during that time and was an untamed terror. I told them: “In the name of the Nazarene, in the name of the righteous one, in the name of humanity, you must, on this holy day of St. Nicholas, free these innocent men.”

Thus I spoke. And though I was addressing hard hearts, through these the Saint appeased the most relentless characters. As the sun melts wax, thus his intervention melted the hearts of those men. The same evening, before the sun set, the 300 people of Kozani were freed and on the streets of Kozani! And no wonder why the miracle with the three soldiers is especially moving. He saved the three soldiers when he was in Lycia bodily, he saved the three in Constantinope when he was in heaven, and he saved 300 people of Kozani in our days.»

(http://www.augoustinos-kantiotis.gr/)

St. Nicholas saving the three innocent men from death (http://www.srpskoblago.org/Archives/Sopocani/exhibits/digital/chapel-n,miracles-an/large/sop-cx4j0633.jpg)

Through the prayers of our Holy Fathers, Lord Jesus Christ our God, have mercy on us and save us! Amen!

_______________________

ΡΟΥΜΑΝΙΚΑ

___________________

MITROPOLITUL AUGUSTIN DESPRE SFÂNTUL NICOLAE

“…Sfântul Nicolae a fost făcător de minuni, adică a avut de la Dumnezeu darul de a face minuni. Care sunt minunile Sfântului Nicolae, puteţi să le vedeţi în sinaxarul său, care este foarte emoţionant.

Eu, din mulţimea minunilor Sfântului, vreau să vă amintesc aici doar una, care mi-a pricinuit o deosebită impresie şi emoţie; voi explica în continuare motivul pentru care m-a emoţionat în mod deosebit.

* * *

Pe vremea Sfântului Nicolae trăiau trei generali, glorioşi bărbaţi şi ofiţeri, eroi care biruiseră în mod repetat hoardele barbare, care se năpusteau asupra Imperiului Bizantin. Salvaseră poporul şi de aceea erau populari. Şi erau iubiţi şi de sfânt: Sfântul Nicolae i-a mustrat într-o anume situaţie, pentru că făcuseră abuz de putere (nu ei înşişi, ci soldaţii), şi atunci ei nu s-au arătat nesupuşi lui, ci s-au smerit. Ştiţi că adeseori cei care deţin funcţii înalte, generalii, etc. nu acceptă nicio muscă în spatele lor; aceşti generali, însă, smeriţi, au acceptat mustrările Sfântului Nicolae, s-au conformat îndemnurilor lui şi şi-au pedepsit soldaţii şi pe ofiţerii lor, care făcuseră abuz de putere în vremuri nepotrivite.

Aşadar, erau foarte iubiţi. Dar lucrurile omeneşti sunt deşarte: ,,Deşertăciunea deşertăciunilor, toate sunt deşertăciune” (Ecleziast 1, 2). Adeseori, omul cade din înălţime în adânc. Aceşti trei ofiţeri romani au fost calomniaţi pe nedrept de complot şi din cauza calomniilor pe care le urzise răul epitrop al împăratului, eparhul Avlavie, au căzut în dizgraţia bunului Împărat Constantin. Împăratul fusese indus în eroare: le-a luat funcţiile şi a poruncit să-i arunce legaţi în închisorile din Constantinopol. Acolo, cei trei nevinovaţi au aflat că se emisese hotărâre de decapitare în privinţa lor şi răsărea ziua execuţiei lor. Au fost executaţi? A fost dusă la îndeplinire pedeapsa cu moartea? Nu! Ce s-a întâmplat? O minune. Ce minune?

Noaptea, în închisoare, cei trei condamnaţi şi-au adus aminte de Dumnezeu, şi-au adus aminte de Sfântul Nicolae, de omul lui Dumnezeu. Şi în rugăciunea lor, cu lacrimi în ochi se rugau: ,,Sfinte Nicolae, nu avem alt ocrotitor, pe tine te avem; fă o minune, eliberează-ne şi pe noi, aşa cum odinioară în Lichia ai eliberat pe alţi trei oameni care trebuiau să fie omorâţi”. Şi Sfântul Nicolae a făcut minunea. În acelaşi ceas, în care ei şi-au făcut rugăciunea, la miezul nopţii, – să nu creadă necredincioşii, e dreptul lor, noi credem că mijlocirile şi rugăciunile sfinţilor fac minuni -, pe când Împăratul Constantin şi eparhul Avlavie dormeau, li se arată în vis Sfântul Nicolae. L-a mustrat pe eparh şi i-a spus: Ce-ai făcut? Ai ucis prin bârfirea acestor oameni înaintea împăratului! Înainte de a-ţi mânji mâinile cu sângele celor nevinovaţi, trebuie ca, până dimineaţă, înainte de a răsări soarele, să-i eliberezi! Iar împăratului arată-i că cei condamnaţi sunt nevinovaţi şi că din invidie au fost clevetiţi. Îngrozit, împăratul s-a trezit şi la porunca sa, înainte de a răsări soarele, cei trei generali au fost eliberaţi. Aceasta este minunea Sfântului Nicolae.

MINUNEA SFÂNTULUI NICOLAE ÎN KOZANI

Veţi spune: «Astea s-au întâmplat ,,în vremea aceea”! Ne-aţi zăpăcit cu astfel de lucruri; mereu auzim ,,în vremea aceea”, ,,în vremea aceea”, ,,în vremea aceea”». Dar n-aveţi dreptate. N-a fost doar vremea aceea pentru minuni. Puterea lui Hristos nu s-a epuizat. Şi ieri, şi azi, şi mâine, şi până la sfârşitul veacului, până când răsare soarele şi curg izvoarele şi strălucesc stelele pe cer, puterea lui Hristos şi a sfinţilor Lui va face minuni. Vreţi o dovadă?

În anii 1943-45, eram în Kozani, capitala Macedoniei de Vest. Erau zile groaznice pentru neamul nostru. Gherilele arestaseră peste 300 de kozaniţi, oameni nevinovaţi; i-au închis în temniţa din Kozani şi se aştepta executarea lor. O mare nelinişte în întregul oraş. Răsărea ziua de 6 decembrie, ziua în care oraşul Kozani sărbătoreşte pe Sfântul Nicolae ca ocrotitor al său în frumoasa şi istorica biserică a Sfântului Nicolae – Kozani. Aşadar, sărbătoare în Kozani, dar creştinii niciodată nu mai fuseseră atât de trişti şi de supăraţi ca în acea zi; lacrimi curgeau din ochii lor. Atunci, ca predicator al oraşului, m-am suit în amvon stăpânit de o sfântă emoţie şi am spus următoarele puţine cuvinte:

„Astăzi, Sfântul Nicolae – Kozani nu sărbătoreşte. Astăzi Sfântul Nicolae plânge şi e în doliu, pentru că oameni nevinovaţi sunt în temniţe. Aşa cum acei slăviţi generali erau în temniţe şi Sfântul Nicolae i-a salvat, aşa şi astăzi în temniţele din Kozani sunt aceşti oameni. În continuare, punându-mi în pericol viaţa, am făcut un apel dramatic către gherile, către căpitanul – Marcu (Vafeiadi), care stăpânea în acea regiune şi care era ca o fiară sălbatică, şi le-am spus: „În numele Nazarineanului, în numele dreptului, în numele omeniei, sunteţi obligaţi să-i eliberaţi pe aceşti oameni nevinovaţi în această zi sfântă a Sfântului Nicolae”.

Aşa am spus. Şi cu toate că mă adresam unor inimi tari, sfântul domoleşte şi cele mai învârtoşate caractere. Aşa cum soarele înmoaie ceara, aşa şi intervenţia sa a îmblânzit inimile acestor oameni. În aceeaşi seară, până să apună soarele, cei trei sute de kozaniţi erau liberi pe străzile din Kozani!

Iată, deci, că şi atunci, şi acum, şi întotdeauna, Sfântul Nicolae face minuni. Şi iată de ce minunea cu cei trei generali mă emoţionează foarte mult. A salvat în Lichia pe cei trei, când era trupeşte pe pământ, a salvat în Constantinopol pe cei trei, când era deja în cer, i-a salvat şi pe cei trei sute în Kozani în zilele noastre.

***

Să-l cinstim şi noi după vrednicie pe Sfântul Nicolae, iubiţii mei. Toţi avem vreun Nicolae în casa sau în familia noastră. Unii avem părinţi şi rude, care au purtat numele de Nicolae, iar acum se odihnesc în corturile drepţilor, unde şi noi ne vom muta (în ceea ce mă priveşte, tatăl meu se numea Nicolae, iar sărbătoarea de astăzi îmi aminteşte de copilăria pe care am trăit-o în satul meu). Alţii au persoane care sărbătoresc printre cei vii; trăiesc astăzi şi se luptă în societate cu valurile sălbatice ale materialismului şi ale ateismului. Să ne rugăm, pe de-o parte, pentru cei adormiţi ca Dumnezeu să le dăruiască odihnă, iar, pe de alta, pentru cei vii, ca să-i întărească să meargă din putere în putere şi din slavă în slavă, până când vor ajunge în acele sălaşe, unde îngerii şi arhanghelii şi Sfântul Nicolae se bucură şi împărăţesc lângă Sfânta Treime. Amin.

† Episcopul Augustin”

(traducere: Frăţia Ortodoxă Misionară „Sfinţii Trei Noi Ierarhi”, sursa: A.Kaplanoglu)

________________________

ΣΕΡBIKA

__________________________

6 Децембар/19 Децембар

СВЕТИ НИКОЛА ЧУДОТВОРИ И ДАНАС

Свети Никола, драги моји хришћани, епископ Мире и Ликије чији празник данас прослављамо, је један од највећих светитеља, звезда која сија на духовном небу наше Цркве. Веома је вољен у православном свету, посебно у нашој драгој домовини. Три хиљаде острваца што има у нашој домовини, малих и великих, који као локвањи плутају у плавим водама нашег мора. Не постоји оток и најмањи, да нема храм посвећен светом Николи. То су црквице које су саградили наши морепловци, који се боре дан и ноћ са дивљим валовима океана, и спасавају се, да, спасавају се кроз молитве светог Николе. Не, само на тим нашим благословеним отоцима, али и у целој земљи, где и да одемо, постоје црквице светог Николе. И у свом Православљу, у Србији и у Бугарској и у Румунији и у Русији, свуда где постоје православни хришћани, име светог Николе је познато. У нашој домовини у овај дан хиљаде – шта то говорим – стотине хиљада хришћана прославља његов празник јер носе његово име.

Свети Никола је био чудотворац, имао је дар од Бога да чини чуда. Која су чуда светог Николе, можете видети у Прологу. Ја, од мноштва његових чуда, желим да наведем само једно, које је на мене оставило посебан утисак. Објаснићу вам у наставку речи шта ме је то посебно дирнуло.

* * *

У доба светог Николе живеле су три војводе, славни мушкарци, официри,хероји који су победили у неколико наврата варварске хорде које су напале Византијску аутократорију. Спасили су народ и зато су постали омиљени у народу. Били су драги и светитељу, светом Николи, у неком тренутку их је критиковао јер су злоупотребили власт (не они али њихови војници), а онда се они нису показали непослушним већ су се покорили. Знате ли да често они који имају високе чинове, официри итд., не примају ни муву на свој мач, али ови официри, веома скромни, су прихватили критике светог Николе, исправили су своје погрешке, и казнили су војнике и своје нареднике који су злоупотребили власт у оним немирним временима. Били су веома омиљени, као што смо већ навели. Међутим човечанске ствари су залудне. „залудност, залудности, све је залудно“ (Црк. 1,2). Често људи падају са висине на дно. Ова три Римска официра су неправедно оптужени за уроту, а све то је изнео царски намесник, епарх Авлавије, они су пали у немилост доброг аутократора Констандина. Цар је био преварен, одузео им је чинове, наредио је да их затворе у затворе Констандинопоља. Тамо су њих тројица сазнали, да је издата наредба да им се одсеку главе, освануо је дан њиховог погубљења. Да ли су погубљени? Да ли је извршена смртна казна? Не! Шта се догодило? Чудо. Које чудо? У ноћи у затвору три осуђеника су се сетила Бога, сетили су се светог Николе, човека Божијег. Са сузама су се молили: „Свети Никола, немамо другог заштитника, осим тебе, учини своје чудо, ослободи нас, као некада у Ликији, што си ослободио три друга човека које су требали погубити“. И свети Никола је учинио своје чудо. У истом часу када су се они молили, у поноћ, нека не верују ово неверници, њихово право, ми верујемо да молбе и молитве светитеља чине чуда, док је спавао аутократор Констандин и епарх Авлавије, у сну им се јавља свети Никола. Критиковао је епарха и рекао му је: „ Шта си учинио? Сагрешио си што си цару та два човека оптужио! Пре него што своје руке обојиш  крвљу недужних, треба до јутра, пре изласка сунца да их ослободиш“. И  аутократору је светитељ јавио у сну  да су  осуђеници недужни и да су из зависти оговарани. Преплашени аутократор се пробудио, и са његовим наређењем пре него што је изашло сунце, три официра су ослобођена. То је било чудо светог Николе.

ЧУДО СВЕТОГ НИКОЛЕ У КОЗАНИЈ

Рећи ћете ми: „то је било у оно време“! Са таквим узречицама сте нас заморили, стално слушамо „у оно време“, „у оно време“, „у оно време““. Нисте у праву. Није само оно време било за чуда. Снага Христова остаје неисцрпна. И јуче и данас и сутра, све до краја века, све док сунце излази и реке теку и сијају звезде на небу, сила Христова и његових светитеља ће чинити чуда. Желите ли доказ?

Година 1943-45 био сам у Козанију, престолници Западне Македоније. Били су то страшни дани за наш народ. Побуњеници су ухватили триста  мушкараца из Козанија, недужних људи, затворили су их у затвор у Козанију и очекивало се њихово погубљење. Велика агонија и неизвесност је завладала градом. Освануо је 6-ти Децембар, дан када Козани прославља светог Николу као заштитника свога града у лепом историјском храму Светог Николе у Козанију. Празник дакле у Козанију, али хришћани никада пре нису били толико тужни и забринути као онога дана, сузе су лиле са њихових лица. Тада сам као проповедник града се попео на амвон под влашћу светог осећања сам рекао следеће речи:

«Данас не слави Свети Никола у Козанију. Данас Свети Никола жали и плаче, јер су недужни људи у затворима.Као што су они славни официри били у затвори и као што је и њих спасао свети Никола, тако и данас у затвору Козанија постоје такви људи».У наставку, доводећи мој живот у опасност, упутио сам један драматичан позив побуњеницима, посебно капетану Марку (Вафиади), који је владао у тој области и који је био као неукроћена зверка, и рекао сам им: «У име Назарећанина, у име правде, у име човечности, дужни сте да ослободите те недужне људе, на овај свети дан светог Николе, ослободите их».

Тако сам рекао. Знао сам да се обраћам тврдим срцима, утолико светитељ је омекшао и најчвршће карактере. Као што сунце омекшава свећу, тако и његова интервенција је омекшала срца тих људи. Исте вечери, пре него што је сунце зашло, 300 Козанита је било слободно на путевима Козанија! Ево тако и онда и сада и увек свети Никола чудотвори. Ево зашто ме посебно гањава чудо са три официра. Спасао је у Ликији тројицу када су телесно били на земљи, спасао је у Костандинопољу тројицу када су већ били на небу, и спасао је триста у Козанију у наше дане.

* * *

Испоштујмо и ми достојно светог Николу, драги моји. Сви неког Николу имамо у нашој кући или породици. Неко има родитеље и укућане који носе име Никола и сада се одмарају у дворима праведника, где ћемо се и ми преселити ( и код мене примера ради, мој отац се звао Никола, и данашњи празник ме подсећа на моје детињство које сам проживео у моме селу Лефкама на отоку Паросу). Неко има лица која данас славе међу живима, живе данас и боре се у друштву са дивљим валовима матријализма и атеизма. Замолимо, за упокојене нека Бог да одмора, а за живе нек их ојача да иду из победее у победу и из славе у славу, све док не стигну у дворе оне где анђели и арханђели и свети Никола се радују и царују поред свете Тројице. Амин.

† επίσκοπος Aυγουστίνος

(Говор Митрополита Флорине о. Августина у светом храму Светог Николе у Флорини 5-12-1981 вечерње)

 

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Νοέ 23rd, 2011 | filed Filed under: εορτολογιο

 Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ

Του αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού

4 Δεκεμβρίου

ΘΑ ΠΟΥΜΕ λίγα λόγια γιὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸ Δαμασκηνό, τοῦ ὁποίου τὴν ἱερὰ μνήμη ἑορτάζουμε.

* * *

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης εἶνε ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγάλους πατέρας τῆς Ἐκκλησίας. Γεννήθηκε στὴ Δαμασκό, ἐξ οὗ καὶ τὸ ἐπίθετο Δαμασκηνός. Ἔζησε καὶ ἔδρασε τὸν 8ο αἰῶνα μ.Χ., σὲ μία ἐποχὴ σκληρά, κατὰ τὴν ὁποία τὸ κῦμα τοῦ ἰσλαμισμοῦ, οἱ ὀρδὲς τοῦ Μωάμεθ, κατέκλυσαν τὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ τὴ Συρία καὶ οἱ Χριστιανοὶ ὑπέφεραν. Μέσα σὲ τέτοιο τραχὺ κλίμα ἔζησε. Καὶ ὅπως λέει ὁ βιογράφος του, μέσα ἀπὸ τ᾿ ἀγκάθια βγῆκε ἄνθος, τὸ ὡραῖο αὐτὸ κρίνο.
Συμβαίνει πολλὲς φορὲς αὐτό. Συνεπῶς, καὶ στὶς πιὸ ἀντίξοες καταστάσεις μπορεῖ νὰ ζήσῃ κανεὶς μὲ ἁγιότητα. Ἕνας Γάλλος ἔγραψε, ὅτι καὶ στὸ Παρίσι, διεφθαρμένη κοινωνία τῆς Εὐρώπης, ζοῦν ἄντρες ποὺ ἀσκοῦν παρθενία, παρθενία ποὺ δὲν τὴ βρίσκεις οὔτε στὸ Ἅγιο Ὄρος. Δὲν εἶνε, λοιπόν, μόνο τὸ περιβάλλον ποὺ διαμορφώνει τὸ χαρακτῆρα· εἶνε καὶ ἡ διάθεσι τοῦ ἀνθρώπου. Μπορεῖ κανεὶς νὰ ζήσῃ στὸ πιὸ εὐεργετικὸ περιβάλλον, καὶ ὅμως νὰ ἔχῃ κακὴ ἐξέλιξι. Παράδειγμα ὁ Ἰούδας· ἔζησε στὸ περιβάλλον ποὺ ἐφώτιζε τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ὅμως διέπραξε τὸ πιὸ στυγερὸ ἔγκλημα.
Ὁ πατέρας τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ λεγόταν Σέργιος καὶ ἦτο ἐκλεκτὸς ἀξιωματοῦχος τοῦ χαλίφου τῆς Συρίας Ἀβδοὺλ Μελέκ· ἦτο ὑπουργὸς τῶν οἰκονομικῶν. Ἡ ἀρετή του κατέκτησε τὸν Σαρακηνὸ ἐκεῖνον ἄρχοντα, καὶ ἀπὸ τὴ θέσι ποὺ κατεῖχε πολλοὺς εὐεργέτησε.
Ὁ υἱός του Ἰωάννης ἦτο εὐφυής. Καὶ ὁ καλός του πατέρας ὁ Σέργιος φρόντισε γι᾿ αὐτὸν καθὼς καὶ γιὰ ἕνα θετὸ ἀδελφό του, τὸν Κοσμᾶ (αὐτὸς ἀργότερα ἔγινε καὶ ἐπίσκοπος) ποὺ τὸν εἶχε υἱοθετήσει ἀπὸ εὐσπλαχνία. Βρῆκε ἕνα σοφὸ Ἕλληνα μοναχὸ ἀπὸ τὴν Καλαβρία τῆς Κάτω Ἰταλίας, ὁ ὁποῖος εἶχε πωληθῆ ὡς δοῦλος. Ὁ Σέργιος τὸν ἐξαγόρασε καὶ τὸν ἐλευθέρωσε, κ᾿ ἐκεῖνος ἀνέλαβε προθύμως νὰ ἐκπαιδεύσῃ τὰ παιδιά του, τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν Κοσμᾶ. Τοὺς δίδαξε τὰ πρῶτα γράμματα καὶ κατόπιν φιλοσοφία, θεολογία καὶ μουσική. Ἔτσι οἱ δύο νέοι ἔγιναν ἀπὸ τοὺς πιὸ μορφωμένους ἄνδρες τῆς ἐποχῆς τους.
Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Σεργίου ὁ μουσουλμᾶνος χαλίφης προσέλαβε τὸν Ἰωάννη, λόγῳ τῶν ἐξαιρετικῶν προσόντων του, ὡς πρωθυπουργὸ τῆς Συρίας. Ἀλλ᾿ αὐτὸς δὲν ἔμεινε πολὺ στὴν ἐπίζηλο αὐτὴ θέσι. Σύντομα ἄφησε τὶς δόξες τοῦ κόσμου καὶ μαζὶ μὲ τὸν Κοσμᾶ ἀφωσιώθηκαν στὰ θεῖα γράμματα.
Ὅταν ὁ χαλίφης τῆς Δαμασκοῦ Ὀμὰρ ὁ Β΄ (717-720) ἐκίνησε διωγμὸ κατὰ τῶν Χριστιανῶν, οἱ δύο ἀδελφοὶ ἔφυγαν ἀπὸ τὴ Δαμασκό. Πῆγαν στὰ Ἰεροσόλυμα καὶ ἔγιναν μοναχοὶ στὴν περίφημη μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα. Ἐκεῖ ἔζησε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὅλη τὴν ὑπόλοιπη ζωή του. Προσευχόταν, μελετοῦσε, ἔγραφε, μέχρι ποὺ ἔκλεισε τὰ μάτια στὸ μάταιο αὐτὸ κόσμο σὲ ἡλικία ἑκατὸ περίπου ἐτῶν.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ὠνομάστηκε καὶ χρυσορρόας. Τί θὰ πῇ χρυσορρόας; Τὸ στόμα του, δηλαδή, ἦταν ἕνας ποταμὸς ποὺ ἔρρεε χρυσόν, κατέβαζε χρυσάφι. Ὅπως ὁ ἄλλος Ἰωάννης ὠνομάστηκε Χρυσόστομος, ἔτσι αὐτὸς ὠνομάστηκε χρυσορρόας.

* * *

Χαρακτηριστικὸ τοῦ Δαμασκηνοῦ Ἰωάννου εἶνε, ὅτι ὑπῆρξε ἀγωνιστής. Ἀγωνιστὴς ἐναντίον τριῶν ἐχθρῶν. Πρῶτον ἐναντίον τοῦ ἰσλαμισμοῦ. Σὲ διάλογο μὲ τοὺς Σαρακηνοὺς τοὺς ἔδειξε, ὅτι ἕνας εἶνε ὁ ἀληθινὸς Θεός, αὐτὸς ποὺ ἀπεκάλυψε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός· Πατήρ, Υἱός, καὶ ἅγιον Πνεῦμα· ἁγία Τριάς, ἐλέησον τὸν κόσμον σου! Σήμερα, ποὺ τὸ Ἰσλὰμ πάει νὰ κατακτήσῃ τὴν Εὐρώπη, ἔχουμε ἕνα τέτοιο ἀγωνιστή; Στὸ Παρίσι κλείνουν ἐκκλησίες κι ἀνοίγουν τζαμιά. Φοβερὰ χρόνια ἔρχονται καὶ γιὰ τὴν πατρίδα μας…
Ὑπῆρξε ἀκόμα ἀγωνιστὴς ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν καὶ μάλιστα τῶν εἰκονομάχων. Αὐτοὶ εἶχαν προστάτες βασιλεῖς καὶ αὐτοκράτορες, ἰδίως τὸν Λέοντα τὸν Ἴσαυρο. Τί πίστευαν αὐτοί; Δὲν ἤθελαν νὰ βλέπουν εἰκόνες. Ἔσπαζαν καὶ ἔκαιγαν τὶς εἰκόνες, καὶ καταδίωκαν ὅσους τὶς ἀσπάζονταν. Λέγανε γιὰ μᾶς, ὅτι εμεθα εἰδωλολάτραι. Λάθος κάνανε. Μᾶς κατηγορούσανε, ὅτι ὅσοι προσκυνοῦμε τὶς εἰκόνες προσκυνοῦμε εδωλα (αὐτὸ ποὺ ἰσχυρίζονται καὶ σήμερα τὰ ἐγγόνια τοῦ Ἀρείου, οἱ χιλιασταί, ποὺ εἶνε ἕνα εἶδος εἰκονομάχων). Ὁ Ἰωάννης μὲ εἰδικὸ σύγγραμμα τοὺς ἀπέδειξε, ὅτι ἄλλο λατρεία καὶ ἄλλο τιμή (=τιμητικὴ προσκύνησις) τῆς εἰκόνος. Διαφέρει τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο. Ἔλεγε λοιπόν· Ὁ Θεὸς εἶνε ἀόρατος· κανείς δὲν τὸν εἶδε. Γι᾿ αὐτὸ δὲν τὸν ζωγραφίζουμε, δὲν ὑπόκειται σὲ ζωγραφική. Ἀλλ᾿ ἀφ᾿ ἧς στιγμῆς κατῆλθε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ, ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ἔλαβε σάρκα ἀπὸ τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο, ἔγινε πλέον ὁρατός. «Ὤφθη» τοῖς ἀνθρώποις (Λουκ. 24,34· Πράξ. 13,31· Α΄ Κορ. 15,5-8 κ.ἀ.). Ὁ ἀόρατος ―αὐτὸ εἶνε τὸ μεγαλεῖο τῆς θρησκείας μας― ἔγινε ὁρατός. Καὶ τότε πλέον ἔχει θέσιν ὁ χρωστήρ, μπορεῖ ἕνας ζωγράφος νὰ τὸν ζωγραφίσῃ. Καὶ ζωγραφίζονται εἰκόνες· ὁ Χριστὸς ὡς ἄνθρωπος, ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος, οἱ ἅγιοι καὶ οἱ μάρτυρες. Αὐτὰ εἶπε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, καὶ ἔτσι ἀνεστηλώθησαν οἱ ἅγιες εἰκόνες. Ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς προμάχους τῆς ἀναστηλώσεως.
Ἀλλ᾿ ὁ σπουδαιότερος ἀγώνας του ποιός ἦταν; Ἐὰν νίκησε τὸ Ἰσλάμ, ἐὰν νίκησε τὶς αἱρέσεις, εἶνε διότι εἶχε νικήσει πρῶτα – ποιόν; Τὸν ἑαυτό του! Μάλιστα· ἠγωνίσθη ἐναντίον τοῦ «παλαιοῦ ἀνθρώπου» (Ῥωμ. 6,6· Ἐφ. 4,22· Κολ. 3,9). Διότι ὅλοι μέσα μας κρύβουμε τὸν ἐχθρό. Καὶ ὁ ἐχθρὸς εἶνε τὸ ἐγώ μας, τὸ ἁμαρτωλὸ ἐγὼ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἐκδηλώνεται ὡς πολυκέφαλο κακὸ μὲ τρεῖς κεφαλές· φιληδονία, φιλοδοξία, φιλαργυρία. Τὰ τρία αὐτά, ποὺ δέρνουν τὴν ἀνθρωπότητα, αὐτὰ πολέμησε ὁ ἅγιος Ἰωάννης. Μὲ τί ὅπλο; Μὲ μιὰ λέξι, λέξι ποὺ ὁ κόσμος τὴ μισεῖ. Ξέρετε ποιά εἶνε; Ὑπακοή. Δὲν ὑπάρχει πλέον ὑπακοή. Δὲν ὑπακούουν οὔτε ἡ γυναίκα στὸν ἄντρα, οὔτε τὰ παιδιὰ στὸν πατέρα, οὔτε οἱ πολῖτες στοὺς ἄρχοντες, οὔτε οἱ Χριστιανοὶ στοὺς ἱερεῖς. Ἐκεῖνος ὅμως ἦτο ὑπάκουος. Ὑπήκουε ποῦ; Σὲ ἕνα κατώτερό του, σὲ ἕναν ὀλιγογράμματο ἀσκητή. Ὑπήκουε ὄχι μόνο σ᾿ αὐτὰ ποὺ φαίνονται λογικά, ἀλλὰ καὶ σ᾿ αὐτὰ ποὺ φαινόντανε παράλογα. Ὑπήκουε μέχρι θανάτου. «Ὑπακοὴ ζωή, ἀνυπακοὴ θάνατος», εἶνε δόγμα τοῦ μοναχισμοῦ.
Ὑπάρχουν βέβαια τώρα μοναχοὶ ποὺ ἐφαρμόζουν τὸ μοναχικὸ ἰδεῶδες· οἱ περισσότεροι ὅμως δὲν ὑπακούουν. Ἀλλὰ μήπως καὶ στὰ ἱεραποστολικὰ πρόσωπα ποὺ συγκροτοῦν ἀδελφότητες ὑπάρχει ὑπακοή; Λένε «ὁ πατέρας μας, ὁ πατέρας μας»· ἀλλὰ εἶνε «πατέρας τους», ἐφ᾿ ὅσον λέει τὰ ἀρεστὰ σ᾿ αὐτούς. Ὅταν ἐλέγξῃ τὸ κακὸ καὶ ὑποδείξῃ τὰ δέοντα καὶ συστήσῃ τὰ πικρὰ φάρμακα ποὺ θεραπεύουν, ἐξανίστανται. Ὑπακοὴ λοιπὸν κ᾿ ἐσεῖς, ἀγαπητοί μου. Διαφορετικά, ἔχετε μεγάλη εὐθύνη. Τὸ εἶπε καθαρὰ ὁ Χριστός (βλ. Λουκ. 10,16).

* * *

Παράδειγμα ὑπακοῆς ὁ ἅγιος Ἰωάννης. Ὑπήκουσε δέ, μολονότι ἦταν πολυτάλαντος. Ἦταν ὄχι μόνο δεινὸς θεολόγος, ἀλλὰ καὶ ὑμνογράφος. Ἡ δια ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος, γράφει τὸ συναξάριό του, ἐμφανίσθηκε στὸ γέροντά του καὶ τοῦ ἔδωσε ἐντολή, νὰ ἐπιτρέψῃ στὸ μαθητή του νὰ συνθέσῃ ὕμνους. Ἔτσι ὁ Ἰωάννης ἄρχισε νὰ γράφῃ ὕμνους μοναδικούς, στὰ Χριστούγεννα, στὴ Μεταμόρφωσι, στὴν Πεντηκοστή. Τὸ λαμπρότερο ὅμως ποίημά του εἶνε ὁ κανόνας τοῦ Πάσχα· «Ἀναστάσεως ἡμέρα, λαμπρυνθῶμεν λαοί…», «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός…». Ὕψος! Εἶνε ἕνας Πίνδαρος τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπειδὴ ὅμως τὰ ποιήματά του εἶνε σὲ ἀρχαία γλῶσσα, ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τὰ ἑρμήνευσε γράφοντας ἕνα σπουδαῖο βιβλίο, τὸ Ἑορτοδρόμιο· σᾶς τὸ συνιστῶ.
Ὡς ὑμνῳδὸ τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ἱεροψάλτες τὸν ἔχουν προστάτη. Ἂς τὸν ἔχουν ὅμως καὶ ὑπόδειγμα, ψάλλοντας μὲ συναίσθησι, μὲ πίστι, καὶ μὲ ταπείνωσι. Διότι ἀνώτερα ἀπὸ τοὺς ψάλτες στὶς ἐκκλησίες ψάλλουν στὴ φύσι τὰ ἀηδόνια· καὶ ἀνώτερα ἀπὸ τὰ ἀηδόνια ψάλλουν στὸν οὐρανὸ οἱ ἄγγελοι. Τὸ πιστεύετε, ἀδελφοί μου; Ἔρχεται ἡμέρα μεγάλη, κατὰ τὴν ὁποία ὄχι στὴ γῆ, ἀλλὰ στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ὄχι πλέον ψάλτες, ὄχι πλέον ἀηδόνια, ἀλλὰ ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους θ᾿ ἀκούσουμε νὰ ψάλλουν αἰωνίως· «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος σαβαώθ», «πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης σου» (Ἠσ. 6,3 καὶ θ. Λειτ.).
Εθε ὁ Θεὸς νὰ μᾶς ἀξιώσῃ νὰ ἀκούσουμε τὴ συναυλία ἐκείνη τῶν ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, γιὰ νὰ ὑμνοῦμε Πατέρα Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα εἰς αἰῶνα αἰῶνος. Ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Ἁγίου
Παντελεήμονος Φλωρίνης 3-12-1989 Κυριακὴ ἑσπέρας)

Η ΝΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Οκτ 21st, 2011 | filed Filed under: ΕΘΝΙΚAI ΕΠΕΤΕΙΟΙ, εορτολογιο

Τῆς Ἁγίας Σκέπης
28 Ὀκτωβρίου

Η ΝΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Αγ. Σκεπη- ΣημαιαΗ Ἐκκλησία μας, ἀγαπητοί μου, συμμετέχει σήμερα ὁλοψύχως στὶς ἐκδηλώσεις τῆς ἐνδόξου αὐ­τῆς ἐπετείου τῆς 28ης Ὀκτωβρίου 1940. Μὲ τὴ δοξολογία ποὺ τελεῖται στοὺς μεγάλους ναοὺς καὶ μὲ τὸν ὕμνο «Τῇ ὑπερμά­χῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια…» τὸν παιᾶνα τῆς νίκης ποὺ ψάλλουν ὅλοι, ἡ σκέψι μας, ἡ σκέψι ὅλων τῶν Ἑλ­λήνων ὅπου κι ἂν βρίσκων­ται, στὸ ἐσωτερικὸ ἢ στὸ ἐξωτερικό, γυρίζει στὶς ἡμέρες ἐκεῖνες καὶ φτερουγίζει στὰ ψη­λὰ ἐκεῖνα καὶ ἀ­πόκρημνα καὶ κακοτράχαλα βουνά, ποὺ μόνο ἀετοὶ πετοῦσαν.
Ἐκεῖ, στὰ βουνὰ ἐκεῖνα τῆς Βορείου Ἠπείρου, τὸ μικρὸ μὲν ἀλλὰ ἔνδοξο καὶ ἱστορικὸ ἔ­θνος μας ἔγραψε μία ἀπὸ τὶς πιὸ ἔνδοξες σελίδες τῆς ἱστορίας του· σελίδα, ἡ ὁποία ὑ­πενθυμίζει τοὺς θριάμβους τῶν εὐσεβῶν Βυζαντινῶν προγόνων μας ἐναντίον τῶν βαρβά­ρων· σελί­δα, ἡ ὁποία ὑ­πεν­θυμίζει τὸ «Μο­λὼν λαβὲ» τοῦ Λεωνίδα καὶ τῶν τριακοσίων στὶς Θερμοπύλες. Ἂς εὐχαριστήσουμε καὶ ἂς ὑ­μνήσουμε τὸ Θεό, διότι ποτέ ἄλλοτε στὴν νεωτέ­ρα ἐ­ποχὴ δὲν δοξάστηκε τὸ ἔθνος μας τόσο πολὺ ὅσο τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες τῆς νίκης καὶ τοῦ θριάμβου.
Εἶνε δὲ γεγονὸς ὅτι, ὅπως ὁμολογοῦν δικοί μας καὶ ξένοι, ἕνας ἀπὸ τοὺς σπουδαιοτέρους συντελεστὰς τῆς νίκης ἐκείνης ―γιὰ νὰ μὴν πῶ ὁ μοναδικὸς συντελεστής― ὑπῆρ­ξε ἡ πίστις ὅλου τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ, ἰδιαιτέρως δὲ τῶν μαχομένων παιδιῶν τῆς Ἑλλάδος, στρατιωτῶν καὶ ἀξιωματικῶν· ἡ πίστις ὅτι ὑπάρχει Θεός· ἡ πίστις ὅτι ὁ Θεὸς ἀπονέμει δικαιοσύνη· ἡ πίστις στὴν θρησκεία τῶν πατέρων μας. Ἐκεῖ ἐπάνω οἱ Ἕλληνες ἀξιωματικοὶ καὶ στρατιῶτες εἶχαν μέσα στὸ νοῦ τους τὴ σκέψι τοῦ Θεοῦ. Τὰ χείλη τους ψιθύριζαν διαρκῶς προσευχὲς καὶ δεήσεις, ἐπικαλοῦντο τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο. «Παναγία μου» ἔλεγαν στὴν ἀρχὴ καὶ στὸ τέλος κάθε ἐπιχειρήσεως. Ἀλλὰ καὶ ὁ λαὸς στὰ μετόπισθεν, γυναῖκες παιδιὰ καὶ γέροντες, πάντοτε τὴν Παναγία παρακαλοῦσαν νὰ δώσῃ τὴ νίκη καὶ νὰ γυρίσουν οἱ μαχηταὶ στὰ σπίτια τους.
Κάποιος ἀνταποκριτὴς μεγάλης ἐφημερίδος τοῦ ἐξωτερικοῦ, τῶν «Τάϊμς», εἶπε, ὅτι στὰ ψηλὰ βουνὰ τῆς Βορείου Ἠπείρου, ἐκεῖ ἐπάνω συνετρίβη, ὄχι μόνο ὁ ἄνανδρος εἰσ­βο­λεὺς ἀλλὰ καὶ ἡ γνωστὴ σεξουαλικὴ θεωρία τοῦ Φρόυντ· διότι ἀπεδείχθη, ὅτι οἱ Ἕλληνες στρατιῶτες, ἁγνοὶ σὰν τὰ κρίνα, τίποτε ἄλλο δὲν ἐσκέπτοντο παρὰ μόνο τὸ Θεό· καὶ ἡ μόνη γυναίκα ποὺ εἶχαν στὴν καρδιά τους καὶ εἵλκυε τὴν ἀγάπη τους ἦταν ἡ μεγάλη Μάνα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Χριστιανῶν, ἡ Παναγία· αὐτὴ σελάγιζε μέσα στὴ σκέψι τους.
Δὲν εἶνε ψέμα, εἶνε ἀλήθεια ―τὸ ἄκουσα ἀπὸ πολλοὺς ἀξιωματικοὺς καὶ στρατιῶτες ποὺ ἐμάχοντο στὴν πρώτη γραμμή―, ὅτι ἐ­πάνω ἐκεῖ στὶς χιονισμένες κορυ­φὲς εἶδαν οἱ ἴδιοι μὲ τὰ μάτια τους τὸ θαῦμα, εἶδαν τὴν Παναγία μας. Εἶδαν τὴν ἁγία μορφή της νὰ ἐ­πισκέπτεται τὰ μαχόμενα στρατεύματα, νὰ τὰ ἐπισκιάζῃ μὲ τὴ σκέπη της καὶ νὰ τὰ εὐ­λο­γῇ.
Ὅταν τὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος ἀνέβαιναν σὰν ἀετοὶ στὰ ψηλὰ ἐκεῖνα βουνὰ καὶ κατελάμβαναν κάποια ὀχυρὴ κορυφή, ἔψαλλαν· «Τῇ ὑ­περ­μάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια…». Κι ὅταν πέρασαν τὸ Μοράβα καὶ μπῆκαν στὴν Κορυτσά, ὁ πρῶ­τος ὕμνος – παιὰν ποὺ ἀκούστη­κε ἐκεῖ ἦταν τὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια…». Ἀλησμόνητες ἡμέρες!… Ἡ νίκη λοιπὸν ἦταν τῆς Παναγίας, ἡ τιμὴ ἀνήκει σ᾽ αὐτήν. Δικαίως λοιπὸν οἱ Ἕλληνες τῆς ψάλλουν· «Τῇ ὑ­περμά­χῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια, ὡς λυ­τρω­θεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια ἀναγράφω σοι ἡ πόλις σου, Θεοτόκε…»
.

* * *

Γι᾽ αὐτὸ σήμερα θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε, ἀγαπη­τοί μου, ἀπευθυνόμενος στοὺς ἄρχοντες καὶ τὸ λαό μας, νὰ πῶ καὶ νὰ ὑπενθυμίσω τὸ ἑξῆς. Τὸν ἥλιο τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς χαρᾶς, ποὺ λάμπει σήμερα σὲ ὅλη τὴν πατρίδα μας, σκιάζει μία σκέψις. Σὰν πατριῶτες τὸ αἰσθανόμεθα ὅλοι ―καὶ ἀλλοίμονο ἂν δὲν τὸ αἰ­σθα­νόμεθα―, ὅτι τὰ μέρη ἐκεῖνα τῆς Βορεί­ου Ἠπείρου, τὰ μέρη ποὺ ἁγίασε ὄχι μόνο μὲ τὸ κήρυγμά του ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ μαρτύριό του ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, τὰ μέρη ἐκεῖνα ὅ­που ὑπάρχουν τάφοι ἡρώων καὶ μαρτύρων, τὰ μέρη ἐκεῖνα ποὺ κατέλαβε τρεῖς φορὲς ἡ Ἑλλάς, τὸ ᾽12, τὸ ᾽17 καὶ τὸ ᾽40, τὰ μέρη ἐ­κεῖ­να ὅπου δοξάστηκε ἡ πατρίδα μας, τὰ μέρη ἐ­κεῖνα ὅπου κατοικοῦν ―δὲν εἶνε ψέμα, εἶνε ἱστορικὸ γεγονός―, κατοικοῦν τετρακόσες χι­λιάδες παρακαλῶ γνήσιοι Ἕλληνες, σὰρξ ἐκ τῆς σαρκὸς καὶ ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μας, τὰ μέρη αὐτὰ ἀναστενάζουν. Οἱ Ἕλληνες αὐ­τοὶ σήμερα ἀδικοῦνται, πιέζονται, τυραννοῦν­ται κάτω ἀ­πὸ τὸ ἄθεο τυραννικὸ καθεστὼς τῆς Ἀλβανίας.
Ἐκεῖ οἱ πολῖτες δὲν ἀπολαμβάνουν, καὶ σήμερα ἀκόμα, ἴσα δικαιώματα ὅπως οἱ πολῖτες ἄλλων κρατῶν. Ἐ­κεῖ, παρὰ τὸ κλῖμα τοῦ ἐξευρωπαϊσμοῦ ποὺ πνέει στὴν εὐρύτερη περι­ο­χὴ καὶ τὴν εἰκόνα ποὺ θέλει τὸ Ἀλβανικὸ κράτος νὰ δίδεται πρὸς τὰ ἔξω, δὲν ὑπάρχει ἀκόμα ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία, ὑπὲρ τῆς ὁποίας τὸ μικρό μας ἔθνος ἔχυσε ποταμοὺς αἱμάτων. Ἀρκεῖ νὰ σκεφθῇ κανείς, ὅτι μέχρι καὶ πρὶν ἀ­πὸ λίγο οἱ Ἕλ­ληνες Χριστιανοὶ τῆς Βορείου Ἠπείρου δὲν μποροῦσαν νὰ ἔχουν ἐκεῖ καμ­πάνες στὶς ἐκ­κλησίες τους, δὲν μποροῦσαν νὰ λειτουργοῦν­ται χωρὶς κίνδυνο, δὲν μποροῦσαν νὰ βαπτίσουν τὰ παιδιά τους φανερά, δὲν μποροῦσαν νὰ κάνουν τοὺς γάμους τους ἐλεύθερα, δὲν μποροῦσαν νὰ ἐνταφιάσουν τοὺς νεκρούς τους μὲ ὀρθόδοξο ἱερέα. Ὑ­πῆρ­χε στυγνὴ τυραννία, σφαγιασμὸς τῶν ἀν­θρωπίνων δικαιωμάτων, ὑπὲρ τῶν ὁποίων κόπτον­ται τάχα τὰ Ἡνωμένα Ἔθνη. Αὐτοὶ οἱ Ἕλληνες ἐκεῖ ὑπέφεραν τὰ μέγιστα.
Ἀκόμα, συνέβαινε ἐκεῖ κάτι μοναδικό, ποὺ δὲν τὸ συναντοῦσες πουθενά· οὔτε καὶ σὲ κά­ποιο ἀπὸ τὰ ἄλλα κράτη ὅπου βασίλευε ὁ ἄ­θεος μαρξισμός. Τί δηλαδή· ἀπαγορευόταν ἀκόμα καὶ τὸ νὰ κάνῃ κανεὶς τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ! Ὅποιος ἔκανε τὸ σταυρό του, τὸν συνελάμβαναν καὶ τὸν ὡδηγοῦσαν στὰ κάτερ­γα. Αὐτὸ δὲν τὸ συναντοῦσε κανεὶς οὔτε στὴ Σερβία οὔτε στὴ Βουλγαρία οὔτε στὴ ῾Ρουμα­νία οὔτε στὴ ῾Ρωσία οὔτε κάπου ἀλλοῦ· στὰ κράτη αὐτὰ ὑπῆρχε σχετικὴ ἐλευθερία, στὴ Βόρειο Ἤπειρο ὄχι.
Σήμερα βεβαίως τὰ πράγματα στὴν Ἀλβανία ἔχουν βελτιωθῆ ὡς πρὸς τὴν θρησκευτι­κὴ ἐλευθερία, χωρὶς ὅμως νὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἔφθασαν στὸ ἐπιθυμητὸ σημεῖο. Ἀλλ᾽ ὡς πρὸς τὰ ἐθνικὰ δικαιώματα τῆς ἐκεῖ Ἑλληνικῆς μειονότητος, ὑπάρχει καταφανὴς στέρησις καὶ κραυγαλέα ἀδικία.
Πῶς νὰ μὴν τοὺς σκεφθοῦμε σήμερα αὐ­τοὺς τοὺς ἀδελφούς μας; πῶς νὰ μὴ τοὺς ἀ­ναλογισθοῦμε τὴν ἅγια αὐτὴ ἡμέρα; – ὅπως ἐπίσης καὶ τοὺς ἄλλους ἀδελφούς μας στὸ νότο, τοὺς Κυπρίους, οἱ ὁποῖοι διατελοῦν ἀ­κόμη κάτω ἀπὸ τὸ πέλμα τοῦ Ἀττίλα;
Γι᾽ αὐτὸ πρὸ ἐτῶν, τὸ 1981, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκ­κλησίας τῆς Ἑλλάδος εἶχε ἀποφασίσει ὁμοφώνως, μία Κυριακὴ τοῦ Νοεμβρίου, στὶς 22 τοῦ μηνός, νὰ τελέ­σῃ πάνδημο μνημόσυνο ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῶν ψυχῶν ὅ­λων τῶν ἡρώων ἐ­κείνων ποὺ ἀγωνίστηκαν καὶ ἔπεσαν στὰ πεδία τῶν μαχῶν καὶ νὰ ὑπενθυμίσῃ στοὺς Ἕλ­ληνες, ὅτι πέρα ἐκεῖ στὴ Βόρειο Ἤπειρο ἕνας ὁλόκληρος ἑλληνισμὸς ἀ­ναστενάζει στερούμενος τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα. Καὶ πράγματι, σύμφωνα μὲ τὴν ἐν­τολὴ αὐτὴ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, στὶς 22 Νοεμβρίου 1981, τε­λέσαμε κ᾽ ἐμεῖς στὴν ἀκριτική μας πόλι τὸ μνημόσυνο αὐτό. Χτυπήσαμε τὶς καμπάνες. Συμμετεῖ­χε δὲ τότε καὶ ἡ κεντρικὴ ἐπιτροπὴ βορειοηπειρωτικοῦ ἀγῶνος, ποὺ ἑ­δρεύει στὴν Ἀθήνα καὶ διατελεῖ ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ ἀρχιεπισκόπου, καθὼς καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Βορειοηπειρῶτες ποὺ κατοικοῦν στὴν περιφέρειά μας καὶ συμποσοῦνται σὲ τρεῖς χιλιάδες περίπου. Στὴν ὁμιλία μου τότε εἶπα γιὰ τὴν κατάληψι τῆς Κορυτσᾶς ἀπὸ τὸ στρατό μας καὶ γιὰ τὴν καταπίεσι ποὺ ὑφίσταντο οἱ Βορειοηπειρῶτες ἀδελφοί μας.
Ποιός θυμᾶται τὰ ἱστορικὰ ἐκεῖνα γεγονότα; Ἄχ ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες πῶς ξεχνᾶμε τὴν ἱ­στορία μας, καὶ ἰδίως ἡ νέα γενεά! Ἀλλ᾽ ὅσοι εἶνε παλαιότεροι ἐνθυμοῦνται, ὅτι 22 Νοεμβρίου 1940 ὅλη ἡ Ἑλλὰς κολυμποῦσε στὴ χαρά. Χτυποῦσαν οἱ καμπάνες, οἱ σειρῆνες, τὰ πάν­τα. Χαρὰ καὶ ἀγαλλίασις ἐπικρατοῦσε. Δι­ότι ἡ 22α Νοεμβρίου 1940 εἶνε ἡ ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία τὸ ἡρωικὸ Σύνταγμα τῆς Φλωρίνης κατέλαβε τὴν Κορυτσὰ καὶ οἱ ἄνδρες του ὕ­ψωσαν ἐκεῖ τὴν ἑλληνικὴ σημαία.

* * *

Αὐτά, ἀγαπητοί μου, εἶχα σήμερα νὰ ὑπενθυμίσω, τὴν ἡμέρα αὐτὴ τῆς Σκέπης τῆς ὑπερ­­αγίας Θεοτόκου καὶ ἐθνική μας ἑορτὴ τῆς 28ης Ὀκτωβρίου. Καὶ εὔχομαι πάντοτε ἡ Ἑλ­λὰς ὑπὸ τὸν ἥλιο τῆς ἐλευθερίας νὰ ἑορτάζῃ τὴν ἔνδοξο αὐτὴ ἐπέτειο· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό της Ἁγίας Παντελεήμονος Φλωρίνης 28-10-1981)

Σκεπη των Χριστιανων

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Οκτ 20th, 2011 | filed Filed under: εορτολογιο

Σκεπη των Χριστιανων

ΠαναγιαΗ Παναγία, ἀγαπητοί μου, τῆς ὁποίας τὴν Σκέπη ἑορτάζουμε, εἶνε πρόσωπο ἱ­ερό. Ἀλλ᾿ ὅπως ὁ Υἱός της ἔγινε «σημεῖον ἀντιλεγό­μενον» (Λουκ. 2,34), ἔτσι καὶ ἐκείνη ποὺ τὸν φιλο­ξένησε στοὺς ἁγίους κόλπους της ὡς ἄνθρωπο. Μετὰ τὸν Χριστὸ ἡ Παναγία εἶνε σημεῖον ἀντιλεγόμενον. Ἄλλοι τὴν ὑβρίζουν καπηλικώτατα, τὴ βλα­­σφημοῦν, τὴν περιφρονοῦν· ἄλλοι ὅμως τὴν ἀ­γαποῦν, τὴ σέβονται, τὴν τιμοῦν, τὴν ὑψώ­νουν ὣς τὰ οὐράνια. Οἱ πα­πικοὶ ἔφθασαν ἀκόμη καὶ στὴν αἵρεσι τῆς «Μαριολατρίας», δηλα­δὴ νὰ τὴ λατρεύσουν ὡς θεά, ὅπως ἔκαναν γιὰ ἄλλες γυναῖκες οἱ ἀρ­χαῖοι πρόγονοί μας.
Ἡ Ὀρ­θόδοξος Ἐκ­κλησία ἀπέχει καὶ ἀπ’ τοὺς προτεστάντες ποὺ τὴ θεωροῦν ὡς ἁ­πλῆ γυναῖ­­κα, καὶ ἀπ’ τοὺς φράγκους ποὺ τὴν ἔχουν σχε­δὸν θεοποιήσει μὲ τελετὲς καὶ ἀγάλ­ματα. Οἱ ὀρθόδοξοι ἀκολουθοῦμε τὴ μέση καὶ βασιλι­κὴ ὁδό· τὴν τιμοῦμε ὑπεράνω ὅ­λων τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀλλ’ ὄχι ὡς Θεόν. Ἀπὸ κα­ταβολῆς μέχρι συντελείας τοῦ κόσμου δὲ θὰ γεν­νηθῇ ἄλλο λογικὸ κτίσμα σὰν αὐτήν. Εἶνε ἡ «ἁ­γία ἁγίων μείζων» (Ἀκάθ. ὕμν. Ψ), ὑπερ­ά­νω τῶν ἁγί­ων ἀνδρῶν παλαιᾶς καὶ καινῆς δια­θήκης, ὑπερ­άνω πατριαρχῶν καὶ προφητῶν, ὑ­περάνω τοῦ τι­μίου Προδρόμου, ὑπεράνω πατέ­ρων καὶ μαρτύρων καὶ ὁσίων, ὑπεράνω ―προ­χω­ροῦμε― καὶ ἀγ­­γέλων καὶ ἀρχαγγέλων. Ναί, ἀλ­λὰ Θεὸς δὲν εἶνε. Θεὸς ἕνας εἶνε, ὁ Κύρι­ος ἡ­μῶν Ἰησοῦς Χρι­στός. Ὅπως στὸν οὐρανὸ ―λέ­νε οἱ πατέρες― ὑ­­π­άρχει ἕνας ἥλιος, μία σελήνη καὶ πολλὰ ἄστρα, ἔτσι στὸν πνευματικὸ οὐρανὸ τῆς Ἐκκλησίας ἥλι­­ος πνευματικὸς ἄδυτος εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, σελήνη – πανσέληνος ἡ Παναγία, καὶ ἑκατομμύρια ἄστρα οἱ ἅγιοι. «Οὐρανὸς πολύ­φωτος ἡ ἐκκλησία ἀνεδείχθη…» (κοντ. 13ης Σεπτ.)
Τιμοῦμε λοιπὸν τὴν Παναγία μας. Καὶ λόγῳ τῆς ἰδιαιτέρας σχέσεώς της μὲ τὸν Κύριο ἡ­μῶν Ἰησοῦν Χριστὸν τὴν ἔχουμε μεσίτρια. Ἐ­κείνη προσεύχεται διαρκῶς στὸ Χριστὸ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. Καὶ ἀφοῦ κατὰ τὴ Γραφὴ «πολὺ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη» (Ἰακ. 5, 16), πολὺ περισσότερο «ἰσχύει δέησις μη­τρὸς πρὸς εὐμένειαν Δεσπότου» (Μ. Ἀπόδ.).
Ἡ Παναγία εἶνε ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἡ Θεοτόκος, ἀλλὰ καὶ ἡ μητέρα ὅλων τῶν Χριστι­ανῶν, «ἡ γλυκειά μας μάνα». Γι’ αὐτὸ καθένας, ὅποιος κι ἂν εἶνε καὶ σὲ ὅποια περίστασι κι ἂν βρεθῇ, ἐκείνην φωνάζει.
Ἡ Παναγία εἶνε ζωντανή. Ζῇ καὶ βασιλεύει, καὶ κάνει θαύματα, εἰς πεῖσμα τῶν ἀθέων. Μὲ τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν παρρησία της, ἑλκύει τὸ ἔ­λεος τοῦ Θεοῦ. Τὰ θαύματά της εἶνε πολλά.
Ἕνα βιβλίο, ποὺ γνώρισε μεγάλη κυκλοφο­­ρία στὴν τουρκοκρατία, εἶνε ἡ «Ἁ­μαρτωλῶν Σω­τηρία». Ἦ­ταν τρόπον τινὰ τὸ ἀ­ναγνωστικὸ τῶν ὑ­ποδούλων καὶ ἡ μελέτη του γέννησε ἥρωες. Ὑποδεικνύει στοὺς ἁμαρτωλοὺς πῶς νὰ ζήσουν γιὰ νὰ σωθοῦν. Ὑπῆρχε στὰ σπίτια τῶν Χριστια­νῶν. Τὸ διάβαζα κ’ ἐγὼ μικρὸς στὸ πατρικό μου κ᾽ ἔκλαιγα ἀπὸ συγκίνησι. Τὸ βιβλίο αὐτὸ σὲ εἰδικὸ μέρος ἐξ­ι­στορεῖ πολλὰ ἀπὸ τὰ ἀναρίθμητα θαύματα ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ μὲ τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ ἡ Παναγία.
Ἐγὼ θὰ ὑπενθυμίσω στὴν ἀγάπη σας δύο θαύματα, ἕνα παλαιὸ καὶ ἕνα νεώτερο.

* * *

Ποιό εἶνε τὸ παλαιό; Συνέβη στὴν Κωνσταν­τινούπολι στὸ τέλος τοῦ 9ου αἰῶνος, ἐπὶ τῆς βα­σιλείας Λέοντος τοῦ Σοφοῦ. Ἀγαρηνοὶ πολιορ­κοῦσαν τὴ Βασιλεύουσα. Ὁ στρατὸς ἄ­γρυ­πνος φρουροῦσε τὰ τείχη. Καὶ ὁ λαὸς ὅ­λος ἔκανε ἀ­γρυπνία μὲ δάκρυα στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν. Εἶ­χαν περάσει πλέον τὰ μεσάνυ­χτα. Καὶ τότε ἔ­γινε τὸ θαῦμα. Εἶνε αὐτὸ τοῦ ὁ­ποίου τὴν ἐπέτειο ἑορτάζουμε σήμερα. Σὲ κάποια γωνιὰ τοῦ ναοῦ προσευχόταν μαζὶ μὲ ὅλους κ’ ἕ­νας ἀσκη­τής, ὁ ὅσι­ος Ἀνδρέας ὁ διὰ Χριστὸν σαλός. Αἴ­φνης τί ἔγινε; Μὲ τὴν κε­ραία τῆς πίστεως, ποὺ εἶχε ἐ­κεῖνος, εἶδε ἕ­να ὅραμα θαυμάσιο. Ἀπὸ τὰ οὐ­ράνια μέσα σὲ φῶς κατέβαινε ἡ Παναγία μας συνοδευομένη ἀπὸ ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους. Ἦλθε στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν, εἰσ­ῆλ­θε ἀπὸ τὴν κεντρικὴ εἴσ­οδο, στάθηκε μπροστὰ στὴν ὡραία πύλη, ὕψωσε τὰ χέρια καὶ δεήθηκε ὑπὲρ τοῦ λαοῦ. Ἔπειτα ἀ­φαίρεσε ἀ­πὸ τὴν ἁγία κεφα­λή της τὸ μαν­τήλι ποὺ φοροῦ­σε ―τότε ὅ­λες οἱ γυναῖκες φοροῦ­σαν μαν­τήλι―, ἅπλωσε αὐ­τὸ τὸ κάλυμμά της, τὸ μαφόριον ὅπως λε­γόταν, καὶ σκέπασε μ’ αὐτὸ τὸ λαό, μικροὺς καὶ μεγάλους, τὸ στρα­τὸ καὶ τοὺς ἄρχοντας, ὅλη τὴν Πόλι, καὶ τέλος ἀπεχώρησε ἐπιστρέφοντας πάλι στοὺς οὐρανούς. Τὸ εἶδε αὐτὸ ὁ ἅγιος Ἀνδρέ­ας, τὸ ἐπιβε­βαίωσε καὶ ὁ μαθητής του ἅγιος Ἐπιφάνιος ποὺ ἦταν δίπλα του. Ἡ εἴδησις μετεδόθη καὶ ἔδωσε δύναμι στοὺς ὑπερασπιστὰς τῆς πόλεως. Τὴν ἐπέτειο λοιπὸν αὐτοῦ τοῦ θαύματος ἑ­ορτάζουμε σήμερα. Αὐτὴ εἶνε ἡ ἁγία Σκέπη, μία ἀπὸ τὶς θεομητορικὲς ἑορτές.
Ἴσως ὅμως κάποιος σκεφθῇ· ―Αὐτὰ συν­έ­βαιναν «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ»… Ἐγὼ λοιπὸν σᾶς λέω, ὅτι τὸ θαῦμα αὐτὸ ἡ Παναγία τὸ ἐπανέλα­βε καὶ στὶς ἡμέρες μας. Πότε; Στὶς 28 Ὀκτωβρί­ου 1940. Ὅσοι ἤμεθα αὐτόπται, αὐτήκοοι καὶ συντελεσταὶ τῶν γεγονότων ἐκείνων, ἔχου­με αἴσθησι τοῦ μεγαλείου. Τί ἔγινε τότε; Ἤχησαν οἱ σειρῆνες, σήμαναν οἱ καμπάνες, σάλπισαν οἱ σάλπιγγες. Τί ἦταν ἐκεῖνο! Μοναδικὸ φαινόμενο. Ἔφευγαν οἱ νέοι πρόθυμοι γιὰ τὸ μέτωπο, σὰ νὰ πήγαιναν σὲ γάμο. Ἔπαλλαν ἀπὸ ἐν­θουσιασμὸ γιὰ τὰ ἱερὰ καὶ ὅσια. Πορεύονταν ἐν καιρῷ νυκτός, μὲ τὰ πόδια, χωρὶς αὐ­το­κίνητα. Ἔσπευδαν νὰ δώσουν τὸ παρών. Ἂν τοὺς ἔψαχνες, εἶχαν ὅλοι σταυρουδάκι στὸ λαι­μὸ καὶ στὸ πορτοφόλι τὴν εἰ­κόνα τῆς ὑπεραγί­ας Θεοτόκου, ποὺ χάρισε ὁ ἀρχιεπίσκοπος Χρύ­σανθος μαζὶ μὲ τὴν εὐχή του. Καὶ πήγαιναν ἀ­πὸ κορυ­φὴ σὲ κορυφή. Καὶ πῆραν τὰ βουνὰ τῆς Ἠπείρου καὶ τὰ ἕνωσαν μὲ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ. Εἶπαν τὸ «ΟΧΙ» ἐκεῖ­νο, τὸ πανελλήνιο, ποὺ ἔ­μεινε στὴν ἱστορία, γιατὶ ἔχει τόση ἀξία ὅση καὶ τὸ«Μολὼν λαβέ» τοῦ Λεωνίδα. Ὅσοι ὑπηρέτησαν τότε ὡς στρατιωτικοὶ ἱερεῖς, θυμοῦν­ται ὅτι, ὅταν κατελήφθη ὁ Μοράβας, μπαίνον­τας στὴν Κορυτσά, οἱ στρατιῶτες μας ὅλοι, ὅ­πως ἦταν ἱδρωμένοι καὶ σκονισμένοι, πῆγαν στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ γονυπετεῖς αὐ­τοὶ καὶ ὁ λαὸς τῆς πόλεως ἔψαλαν ὅλοι μαζὶ μὲ μιὰ φωνὴ «Τῇ ὑ­περμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια…». Κι ὅταν κα­τελάμβαναν μιὰ ψηλὴ κορυ­φὴ καὶ ὕ­ψωναν τὴν ἑλληνικὴ σημαία, πάλι «Τῇ ὑ­περμά­χῳ Στρα­τηγῷ…» ἔψαλλαν. Καὶ κάτι ἄλ­λο θαυμαστό, ποὺ ἔμαθα· ὑπάρχουν στὸ Ἅγιον Ὄρος ἀσκηταί, ποὺ ἔγιναν μοναχοὶ ἀκριβῶς δι­ότι ὡς στρα­τιῶται καὶ ἀξιωματικοὶ εἶδαν τὸ θαῦ­μα τῆς Παναγίας, εἶδαν πάνω στὶς ψηλὲς κορυ­φὲς τὴν ἴδια τὴν Παναγία μας. Τὴν εἶδαν, ὅπως τὴν εἶ­δε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ὁ ἀσκητὴς στὸ ναὸ τῶν Βλαχερῶν. Ὤ ἡμέρες δόξης τότε, ποὺ τὸ ἔθνος μας προκάλεσε τὸν παγκόσμιο θαυμασμό!…

* * *

Ἱερὸ πρόσωπο ἡ Παναγία μας. Καὶ πρέπει νὰ τιμᾶται. Τιμᾶται ὅμως;
Ὤ, ἐδῶ μοῦ ἔρχεται νὰ κλάψω. Δὲν ἔχουμε κράτος χριστιανικό. Ἂν εἴχαμε, στὴν Ἑλλάδα δὲν θ’ ἀκουγόταν οὔτε μιὰ βλαστήμια τῆς Παναγίας. Τώρα, ἂν τολμήσῃς καὶ βρίσῃς τὴ γυναῖ­κα τοῦ προέδρου τῆς δημοκρατίας ἢ τὸν ἴδιο ἢ τὸν πρωθυπουργὸ ἢ τὸν ἀρχηγὸ κάποιου κόμματος, πᾷς δυὸ χρόνια φυλακή. Δὲν εἴμεθα ἀναρχικοὶ οὔτε συνιστοῦμε ἀπειθαρχία. Εἴμεθα νομοταγεῖς. Ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ μὴν πῶ, ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ πρόσωπα, ποὺ ἐξελέγησαν διὰ τῆς ψήφου τοῦ λαοῦ, εἶνε μὲν ἄξια τιμῆς, ἀλλὰ μπρο­στὰ στὸ Χριστὸ καὶ μπροστὰ στὴν Παναγία ―ἐὰν πιστεύουμε― εἶνε πελώρια μηδενικά. Ἐν τούτοις βλέπεις τὸ δικαστὴ καί, ὅταν ἀκούσῃ ὅτι κάποιος βλαστήμησε τὴν Παναγία, γελάει ἐπὶ τῆς ἕδρας του. Ἂν ἀκούσῃ, ὅτι κάποιος βλαστήμησε τὴν κυρία προέδρου δημοκρατίας, ἄ τότε πέφτει τιμωρία!…. Νά ἡ ἁμαρτία μας· παύσαμε νὰ λατρεύουμε τὸ Θεὸ καὶ Πατέρα καὶ νὰ τιμοῦμε τὴν Παναγία, καὶ κάναμε Θεὸ τὰ πρόσωπα τῶν ἐπιγείων ἀρχόντων.
Βλαστημοῦν δυστυχῶς οἱ Ἕλληνες. Εἴμεθα τὸ πλέον βλάσφημο κράτος. Κ᾽ ἔπειτα ἀποροῦ­με γιατί γίνεται σεισμός. Κ᾽ ἐγὼ ἀπορῶ πῶς δὲν ἔπεσαν ἀκόμη καὶ τ’ ἀστέρια ἀπὸ τὸν οὐ­ρανὸ νὰ μᾶς κατακαύσουν.
Ἀλλὰ ἵλεως γενοῦ, Κύριε. Ἂς ἀγωνισθοῦμε νὰ ἐκλείψῃ αὐτὸ τὸ κακό. Δὲν ἁμαρτάνει μόνο αὐτὸς ποὺ βλαστημάει· ἁμαρτάνεις κ᾽ ἐσὺ ποὺ τὸν ἀκοῦς ἀδιάφορος. Ὁ Πλάτων εἶπε ὅτι «τῆς Ἑλλάδος ὑβριζομένης οὐδείς πρέπει νὰ μένῃ ἀπαθής». Κ’ ἐμεῖς λέμε· τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἱερῶν προσώπων ὑβριζομένων, ἀφείλεις ―ἂν πιστεύῃς― νὰ διαμαρτυρηθῇς, ὅπως τοὐλάχιστον θὰ διεμαρτύρεσο ἐὰν κάποιος ἔλεγε τὴ μητέρα σου πόρνη. Τὸ εἶπε ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός· «Ἂν ὑβρίσῃς τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα μου, σὲ συγχωρῶ· ἂν βλαστημήσῃς Χριστὸ καὶ Παναγιά, δὲν ἔχω μάτια νὰ σὲ δῶ».
Τελειώνω, ἀγαπητοί μου, μὲ μία θερμὴ προτροπή. Κανείς μὰ κανείς νὰ μὴν ἀνεχώμεθα νὰ βλαστημάῃ τὰ θεῖα στὸν τόπο μας. Ἂς δημιουρ­γηθοῦν ἀντιβλασφημικὲς ὁμάδες, ὥστε ὁ κάθε βλάσφημος νὰ φιμώνεται. Καὶ τότε πᾶν στόμα καὶ πᾶσα γλῶσσα θὰ ὑμνῇ τὴν Παναγία Παρθένο εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό της Αγίας Σκέπης Πτολεμαΐδος Δευτέρα 27-10-1986 ἑσπέρας)

Ο ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ – SFÂNTULUI DIMITRIE

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Οκτ 20th, 2011 | filed Filed under: Român (ROYMANIKA), εορτολογιο

Τοῦ ἁγίου Δημητρίου

26 Ὀκτωβρίου

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΗΡΩΪΚΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ

Αγ. ΔημητριοςΣΗΜΕΡΑ 26 Ὀκτωβρίου εἶνε ἑορτὴ μεγάλη. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ὄχι μόνο στὴν Ἑλ­λάδα ἀλλὰ παντοῦ, τὴν τιμᾷ. Διότι παντοῦ ὑπάρ­χουν Δημήτριοι, ἀκόμη καὶ γυναῖκες Δήμητρες, καὶ ἑορτάζουν τὸν μεγαλομάρτυρα ἅγιο Δημήτριο.

* * *

Τί ἦταν ὁ ἅγιος Δημήτριος; Ἄνθρωπος ἦ­ταν καὶ αὐτὸς ὅπως ἐμεῖς, δὲν διέφερε. Κάθε ἄνθρωπος ὅμως ἔχει θέλησι. Καὶ ἂν κάνῃ κα­λὴ χρῆσι τῆς θελήσεώς του, μπορεῖ νὰ φτάσῃ μέ­χρι τὰ οὐράνια· ἂν κάνῃ κα­κὴ χρῆσι, μπορεῖ νὰ κατρακυλίσῃ μέχρι τὸν ᾅδη. Ἂν θέλῃ γίνεται ἄγγελος, ἂν θέλῃ γίνεται σατανᾶς. Κ’ εἶ­νε στι­γμὲς ποὺ φτάνει πολὺ ψηλά, εἶνε στιγμὲς ποὺ πέφτει πολὺ χαμηλά, ἀηδιάζει τὸν ἑαυτό του, γίνεται χειρότερος ἀπὸ τὸ δαίμονα. Γι’ αὐτὸ γέ­μισε ὁ κόσμος τώρα ἀπὸ δαιμονιζομένους.
Ὁ ἅγιος Δημήτριος γεννήθηκε στὴ Θεσσα­λονίκη ἀπὸ ἐκλεκτὴ οἰκογένεια περὶ τὸ 300 μ.Χ., ὅταν στὴν αὐτοκρατο­ρία βασίλευε ἕνας τύραννος, ὁ Διοκλητιανός. Τὸ ἐπάγγελμά του ἦταν στρατιωτικός, γενναῖος ἀ­ξιωματικός. Ἐ­κεῖνο ὅμως ποὺ τὸν διέκρινε ἀπὸ τοὺς συναδέλφους του ἦταν – ποιό· ὅτι πίστευε στὸ Χρι­­στό, ὅτι αὐτὸς βασιλεύει, εἶνε ὁ κυβερνήτης τοῦ σύμπαντος. Πίστευε μὲ ὅλη τὴν καρδιά του, κι αὐτὸ ποὺ πίστευε δὲν τὸ ἔκρυβε.
Τώρα σπάνια θὰ συναντήσῃς Χριστιανὸ νὰ ὁμολογῇ τὸ Χριστό. Ἔρχονται στὴν ἐκκλησία, προσκυνοῦν, ἀνάβουν κεριά, κ.λπ., ἀλλὰ με­τὰ ἔξω τίποτα. Πουθενὰ δὲν ἐκδηλώνονται. Φοβοῦνται καὶ τὸ σταυρό τους ἀκόμη νὰ κάνουν, ντρέπονται καὶ νὰ ποῦν τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτοὶ εἶνε ἀνάξιοι νὰ λέγωνται Χριστιανοί. Τέτοια δειλία καὶ ἀνανδρία ἐπικρατεῖ. Ἢ πιστεύεις, κύριε, ἢ δὲν πιστεύεις! Ἐὰν δὲν πιστεύῃς, τότε ἑνώσου μὲ τοὺς ἀπίστους καὶ ἀθέους καὶ πολέμησε ὅ,τι ὑψηλὸ καὶ ὡ­ραῖο ὑπάρχει. Ἂν πιστεύῃς ὅμως, αὐτὸ ποὺ πιστεύ­εις νὰ τὸ καμαρώνῃς καὶ νὰ τὸ διακηρύττῃς.
Αὐτὸ ποὺ πίστευε λοιπὸν ὁ ἅγιος Δημήτρι­ος τὸ ἐκήρυττε φανερά, παντοῦ, καὶ προσπαθοῦ­­σε νὰ ἑλκύσῃ κι ἄλλους στὸ Χριστό. Κάθε πρωῒ παρακαλοῦσε· Κύριε, κάνε νὰ γίνουν κι ἄλ­­­λοι Χριστιανοί! Λένε μάλιστα, ὅτι δὲν ἡσύχα­ζε ἐὰν δὲν ἔκανε τοὐλάχιστον ἕνα καινούρ­γιο Χρι­στιανὸ τὴν κάθε ἡμέρα. Πρὸ παντὸς προσπαθοῦσε νὰ φέρῃ στὸ Χριστὸ παιδιὰ καὶ νέους. Καὶ μεταξὺ τῶν νέων ποὺ ἐκέρδισε εἰς Χριστὸν ἦταν καὶ ἕνας ποὺ ὠνομάζετο Νέστωρ.
Αὐτὴ ἦταν ἡ δρᾶσι του ὅταν κηρύχθηκε δι­ωγμός. Ὅποιος ἐκήρυττε Ἰησοῦν Χριστὸν κα­τεδιώκετο· καὶ μεταξὺ τῶν πρώτων ποὺ συν­ελήφθησαν ἦταν ὁ ἅγιος Δημήτριος. Τοῦ εἶ­παν· ―Ἀρνήσου τὸ Χριστό, βλαστήμησέ τον. ―Ὄχι. ―Βλαστήμησε τὸ Χριστό. ―Ὄχι. ―Βλα­στήμησε τὸ Χριστό. ―Ὄχι. Ἐπειδὴ δὲν πειθαρχοῦσε, τὸν καθαίρεσαν ἀπὸ τὸ στρατιωτι­κό του ἀξίωμα, τὸν ἔκαναν ἁπλὸ πολίτη, καὶ τὸν ἔβαλαν στὴ φυλακή.
Ἐνῷ ὅμως βρισκόταν στὸ κελλί, δέχθηκε μία ἐπίσκεψι. Ἀνοίγει ἡ πόρτα καὶ μπαίνει ὁ Νέστωρ. ―Δάσκαλε, φέρ­νω δυσάρεστα νέα. ―Τί συμβαίνει, παιδί μου; ―Ἡ Θεσσαλονίκη εἶ­­νε ἀνάστατος. Ἄντρες γυναῖ­κες παιδιὰ συγ­κεντρώνονται στὸ στάδιο καὶ βλέπουν ἀγῶνες. Ἐκεῖ παρουσιάστηκε ἕνας γιγαντιαῖος σι­δηρό­φρακτος εἰδωλολάτρης ποὺ λέγεται Λυαῖος. Εἶνε τὸ καύχημα καὶ καμάρι τῶν ἐ­χθρῶν τοῦ Χριστοῦ. Κάθε μέρα ὁ κήρυκας φωνάζει· Ὅ­ποιος Χριστιανὸς θέλει, ἂς ἔρ­θῃ νὰ παλέψῃ μὲ τὸ Λυαῖο!… Τόσες μέρες τώρα κανείς δὲν παρουσιάζεται, καὶ ὅλοι μᾶς  χλευάζουν. Δὲν τὸ ἀνέχομαι. Θέλω νὰ ξεπλύ­νω τὸ ὄνειδος αὐ­τό, θέλω νὰ μονομαχήσω μὲ τὸ Λυαῖο, καὶ ζητῶ τὴν εὐχή σου. Ὁ ἅγιος Δημήτριος δὲν τὸν ἀπέτρεψε. Τὸν εὐλόγησε καὶ τοῦ εἶπε· ―«Ὕπαγε· καὶ Λυαῖον νικήσεις καὶ ὑπὲρ Χριστοῦ μαρτυρήσεις»· καὶ τὸ Λυαῖο θὰ νικήσῃς, ἀλλὰ καὶ θὰ μαρτυρήσῃς γιὰ τὸ Χριστό.
Ὡπλισμένος ὁ Νέστωρ μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ ἁ­γίου διδασκάλου του, νάτος τώρα κατεβαίνει στὸ στίβο φτερωτός. Ὁ κῆρυξ φωνάζει· ―Ποιός Χριστιανὸς θέλει νὰ μονομαχήσῃ μὲ τὸ Λυαῖο; ―Ἐγώ, φωνάζει ὁ νέος. Στρέφονται ὅλοι καὶ βλέπουν ἕνα παιδάριο. ―Ἐσύ, τοῦ λένε, θὰ τὰ βάλῃς μὲ τὸ γίγαντα; Δὲ λυπᾶσαι τὰ νιᾶτα σου; Μ᾽ ἕνα χτύπημα θὰ σὲ ξαπλώσῃ κατὰ γῆς. Λυπήσου τὴ ζωή σου… Αὐτὸς ὅμως εἶνε ἀ­ποφασισμένος, καὶ ἔτσι οἱ δύο ἀντίπαλοι παρατάσσονται. Καὶ ἐνῷ ὅλοι, τὸ πλῆθος τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ οἱ λίγοι Χριστιανοί, κρατοῦν τὴν ἀναπνοή τους, ὁ Νέστωρ ὁρμᾷ καὶ φωνάζοντας «Θεὲ τοῦ Δημητρίου, βοήθει μοι», δίνει ἕνα καίριο πλῆγμα στὸ γίγαντα καὶ τὸν ῥίχνει κάτω μὲ γδοῦπο. Αὐτὸ ἦταν ἕνας θρί­αμβος τοῦ χριστιανισμοῦ τὴν ἡμέρα ἐκείνη.
Ἐν συνεχείᾳ ὅμως ὁ Νέστωρ μαρτύρησε. Τὸν συλλαμβάνουν, τοῦ ζητοῦν νὰ βλαστη­μή­σῃ τὸ Χριστό. Δὲν βλαστημᾷ, κ’ ἔτσι τὸν θανατώνουν.
Μετὰ πηγαίνουν στὴ φυλακή, στὸ κελλὶ τοῦ διδασκάλου. Μὲ τὶς λόγχες τρυποῦν τὸν Δημήτριο στὴν πλευρά, καὶ τελειώνει μαρτυρι­κῶς τὸν δρόμο του. Ὁ τάφος του ἀνέβλυσε μύρο· γι᾽ αὐτὸ λέ­γεται μυροβλήτης. Πάνω στὸν τάφο του κτίστηκε ἔπειτα μεγαλοπρε­πὴς ναός, ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης, ποὺ ἑορτάζει σήμερα.
Πολλὰ καὶ μεγάλα θαύματα ἔκανε ὁ ἅγιος Δημήτριος. Ἕνα μόνο σᾶς θυμίζω. Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά τους· ἐμεῖς πιστεύουμε. Διότι τέτοια ἅγια ἡμέρα, 26 Ὀκτωβρίου τοῦ 1912, ὁ ἅγιος Δημήτριος ἔκανε τὸ θαῦμα του. Τὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος φώναζαν στὶς μεραρχίες καὶ στὰ τάγματα· Ἅγιε Δημήτριε, κάνε τὸ θαῦμα σου! Καὶ πράγματι τὴν ἡ­μέρα τοῦ ἁγίου Δημητρίου μπῆκαν στὴ Θεσσαλονίκη καὶ ὕψωσαν τὴ σημαία μας ἐπάνω στὸ Λευκὸ Πύργο! Δὲν εἶνε θαῦμα αὐτό;

* * *

Τὸ συμπέρασμα ποιό εἶνε; Οἱ ἅγιοι εἶνε ὑ­ποδείγματα. Τόσο ὁ ἅγιος Δημήτριος ὅσο καὶ ὁ ἅγιος Νέστωρ εἶνε ὑποδείγματα πίστεως, ποὺ πρέπει κ’ ἐμεῖς νὰ μιμηθοῦμε ὅσο ζοῦμε σ’ αὐτὴ τὴ ζωή, νὰ τοὺς ἀκολουθήσουμε.
Γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· πιστεύουμε; Μὲ τὰ λόγια πιστεύουμε, τὰ πράγματα ὅμως ἀποδει­κνύουν ὅτι δὲν ἔχουμε οὔτε λίγη ἀπὸ τὴν πίστι ποὺ εἶχαν οἱ ἅγιοι ἐκεῖνοι. Ἂν γίνῃ δι­ω­γμὸς ―καὶ θὰ γίνῃ διωγμός― ὅπως ἔγινε ἐπὶ Διοκλητιανοῦ, δὲν ξέρω πόσοι ἀπὸ τοὺς λεγομένους Χριστιανοὺς θὰ μείνουν πιστοὶ στὸ Χριστό.
Θὰ πέσῃ κόσκινο. Ἔρχεται ὁ ἀντίχριστος. Τὸ νούμερό του, τὸ 666, ἔχει σημασία. Καὶ οἱ ταυτότητες μὲ τὸ 666 εἶνε μέσα στὸ πρόγραμ­μα τῆς κυριαρχίας του. Μὴν πάρῃ κανείς τέτοια ταυτότητα. Εἶνε σημάδι τοῦ ἀντιχρίστου. Αὐτὸς θὰ σείσῃ τὴν οἰκουμένη, θὰ κοσκινίσῃ μικροὺς καὶ μεγάλους, καὶ ἄρχοντες καὶ ἀρ­χομένους, καὶ γυναῖκες καὶ ἄντρες καὶ παιδιά. Θὰ προσπαθήσῃ νὰ σφραγίσῃ ὅλους. Ἐ­μεῖς μία σφραγῖδα ἔχουμε, τὴ σφραγῖδα τοῦ ἁγίου βαπτίσματος. Θὰ προσπαθήσῃ ὁ ἀντίχριστος νὰ σφραγίσῃ τὸν κόσμο μὲ τὴ σφρα­γῖ­δα τοῦ σατανᾶ. Καὶ τότε μέσ᾽ στοὺς χίλιους ἕνας, μόνο ἕνας, θ’ ἀντισταθῇ!
Εἶνε ὑπερβολικὸς ὁ λόγος μου; Δὲν εἶνε. Διότι πόση ἀντίστασι δείχνουν οἱ σημερινοὶ Χριστι­ανοὶ ἐν συγκρίσει μὲ τοὺς Χριστιανοὺς τῶν πρώτων αἰώνων; Σ’ ἐκείνους τὸ μαχαί­ρι ἔ­βαζαν στὸ λαιμὸ γιὰ νὰ βλαστημήσουν, καὶ δὲ βλα­στημοῦσαν· οἱ σημερινοὶ βλαστημοῦν χω­ρὶς νὰ τοὺς ἀναγκάζῃ κανείς. Ποιός τοῦ βάζει τὸ μαχαίρι στὸ λαιμὸ τοῦ ψευδοχριστιανοῦ καὶ βλαστημᾷ; Ἐὰν λοιπὸν τώρα χωρὶς μαχαίρι, χωρὶς διωγμό, βλαστημοῦν, φαντάσου τί θὰ γίνῃ ὅταν ἔλθῃ ὁ ἀντίχριστος…
Ἐμεῖς τί πρέπει νὰ κάνουμε; Νὰ πιστέψουμε. Ἂς παρακαλέσουμε· Δός μας, Κύριε, τὴν πίστι! τὴν πίστι ποὺ εἶχε ὁ ἅγιος Δημήτριος καὶ ὁ ἅγιος Νέστωρ, τὴν πίστι ποὺ εἶχαν οἱ πρόγονοί μας· τετρακόσα χρόνια ἔζησαν κάτω ἀπ’ τὴν Τουρκιά, μὲ τὸ μαχαίρι στὸ λαιμό, καὶ δὲν ἀρνήθηκαν τὸ Χριστό. Κ’ ἐμεῖς, ἂν γί­νῃ διω­γμός, νὰ μείνουμε ὅλοι πιστοὶ καὶ ἀφωσιωμένοι. Τὰ λεφτά μας ἂς τὰ πάρουν οἱ ἀντίχριστοι, τὰ σπίτια μας ἂς τὰ πάρουν, τὰ χωρά­φια μας ἂς τὰ πάρουν, τὰ ζῷα μας ἂς τὰ πάρουν, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός· τὴν πίστι μας ὅμως στὸ Χριστὸ ὄχι! Νά τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ· «Ψυχὴ καὶ Χριστὸς σᾶς χρειάζονται. Αὐτὰ τὰ δύο ὅλος ὁ κόσμος νὰ πέσῃ, δὲν ἠμπορεῖ νὰ σᾶς τὰ πάρῃ, ἐκτὸς καὶ τὰ δώσετε μὲ τὸ θέλημά σας. Αὐτὰ τὰ δύο νὰ τὰ φυλάγετε νὰ μὴ τὰ χάσετε».
Εἴθε, ἀγαπητοί μου, ὅσοι ἀ­κοῦτε τὰ λόγια αὐτά, παιδιὰ γυναῖκες καὶ ἄντρες ποὺ τιμᾶτε σήμερα τὸν ἅγιο Δημήτριο, εἴθε κανείς νὰ μὴ γίνῃ προδότης. Νὰ μείνουμε ὅλοι πιστοί. Κι ἂν ἀκόμη ἔρθουν χρόνια κατηραμένα ―καὶ θὰ ἔρθουν―, καὶ πάνω στὴ γῆ μείνῃ ἕνας Χριστιανός, ἕνας μόνο νὰ μείνῃ, φτάνει αὐτός. Αὐτὸς ὁ ἕνας θὰ νικήσῃ. Θὰ νικήσῃ ὁ ἕνας, δὲ θὰ νικήσουν οἱ πολλοί. Δὲ θὰ νικήσουν οἱ ἀντίχριστοι, δὲ θὰ νικήσουν οἱ ἄθεοι, ἀλλὰ θὰ νικήσῃ ὁ Θεὸς τοῦ ἁγίου Δημητρίου.
«Θεὲ τοῦ Δημητρίου, βοήθει» μας· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Ἁγίου Δημητρίου Κ. Καλλινίκης – Φλωρίνης Δευτέρα 26-10-1987)

_________

ΣΤΑ ΡΟΥΜΑΝΙΚΑ

_________

———-

MITROPOLITUL AUGUSTIN DE FLORINA

PREDICĂ LA POMENIREA SFÂNTULUI DIMITRIE:


“… Multe şi mari minuni a făcut Sfântul Dimitrie. Vă amintesc doar una. Să nu creadă necredincioşii, dreptul lor; noi credem. Pentru că într-o astfel de sfântă zi, 26 octombrie 1912, Sfântul Dimitrie şi-a făcut minunea. Copiii Eladei strigau în divizii şi batalioane: Sfinte Dimitrie, fă minunea ta! Şi într-adevăr, în ziua Sfântului Dimitrie, au intrat în Tesalonic şi au înălţat steagul nostru pe Turnul Alb! Asta nu e minune?

***

Concluzia care este? Sfinţii sunt exemple. Atât Sfântul Dimitrie, cât şi Sfântul Nestor sunt exemple de credinţă, pe care şi noi trebuie să le imităm cât trăim în această viaţă, să le urmăm.
Se naşte întrebarea: Credem? Cu cuvintele credem, însă faptele demonstrează că nu avem nici măcar puţin din credinţa pe care au avut-o aceşti sfinţi. Dacă ar fi o prigoană – şi va fi prigoană – aşa cum a fost sub Diocleţian, nu ştiu câţi din aşa numiţii creştini vor rămâne credincioşi lui Hristos.
Va veni sita. Vine Antihristul. Numărul lui, 666, are o importanţă. Şi buletinele cu 666 sunt în programul instaurării lui. Să nu ia nimeni un astfel de buletin. Este semnul lui Antihrist. Acesta va cutremura lumea, îi va cerne pe cei mici şi pe cei mari, şi pe conducători şi pe supuşi, şi pe femei şi pe bărbaţi şi pe copii. Va încerca să-i pecetluiască pe toţi. Noi o singură pecete avem, pecetea Sfântului Botez. Antihristul va încerca să pecetluiască lumea cu pecetea satanei. Şi atunci din mii… unul, doar unul, se va împotrivi!
Este exagerat cuvântul meu? Nu este. Fiindcă ce împotrivire arată creştinii de astăzi în comparaţie cu creştinii din primele veacuri? Acelora li se punea cuţitul la gât, ca să hulească, dar nu huleau. Cei de astăzi hulesc fără să-i forţeze nimeni. Cine-i pune cuţitul la gât falsului creştin de huleşte? Dacă deci acum fără cuţit, fără prigoană, hulesc, închipuieşte-ţi ce se va întâmpla când va veni Antihrist…
Noi ce trebuie să facem? Să credem. Să ne rugăm: Dă-ne, Doamne, credinţă!, credinţa pe care au avut-o Sfântul Dimitrie şi Sfântul Nestor, credinţa pe care au avut-o strămoşii noştri; Patru sute de ani au trăit sub turci, cu cuţitul la gât, dar nu s-au lepădat de Hristos. Şi noi, dacă va fi o prigoană, să rămânem toţi credincioşi şi devotaţi. Banii noştri să-i ia antihriştii, casele noastre să le ia, ogoarele noastre să le ia, animalele noastre să le ia, cum zice Sfântului Cosma Etolianul; însă credinţa noastră în Hristos, nu! Iată cuvintele Sfântului Cosma: „De suflet şi de Hristos aveţi nevoie. Pe acestea două, întreaga lume de-ar cădea, nu pot să vi le ia, doar dacă le veţi da de bunăvoie. Acestea două să le păziţi ca să nu le pierdeţi”.
Iubiţii mei, fie ca din toţi câţi auziţi cuvintele mele, copii, femei şi bărbaţi, care îl cinstiţi astăzi pe Sfântul Dimitrie, nimeni să nu ajungă trădător. Să rămânem toţi credincioşi. Şi chiar dacă o să vină ani blestemaţi – şi vor veni -, şi pe pământ va rămâne un singur creştin, unul singur să rămână, ajunge acesta. Acest unul va învinge. Va învinge unul, nu vor învinge cei mulţi. Nu vor învinge antihriştii, nu vor învinge ateii, ci va învinge Dumnezeul Sfântului Dimitrie.
„Dumnezeul lui Dimitrie, ajută-ne”. Amin.”

(traducere: Frăţia Ortodoxă Misionară „Sfinţii Trei Noi Ierarhi”, sursa: A.K.)

ΤΟ ΑΗΤΤΗΤΟ ΟΠΛΟ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Σεπ 12th, 2011 | filed Filed under: ΒΙΝΤΕΟ (αποσπασμ.), εορτολογιο

 

__

__

Ὕψωσις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ
14 Σεπτεμβρίου

ΤΟ ΑΗΤΤΗΤΟ ΟΠΛΟ

ΕΟΡΤΗ καὶ πανήγυρις, ἀγαπητοί μου, σήμερα. Εἶνε σὰν Μεγάλη Παρασκευή. Τὸ ἀ­πολυτίκιο, τὰ τροπάρια, ὁ ἀπόστολος, τὸ εὐ­αγ­γέλιο, ὅλα ὅσα λέγονται στὴ λατρεία μας τὴν ἅγια αὐτὴ ἡ­μέρα, ὑπενθυμίζουν τὴν ἱστο­ρία τοῦ Χριστοῦ, τὴ θυ­σία τοῦ Γολγοθᾶ, δηλαδὴ τὴν ἀ­γάπη τοῦ Θεοῦ στὸ ἀν­θρώπινο γένος. «Οὕ­τω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κό­σμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογε­νῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀ­πόληται, ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον». Τόσο πολὺ ἀγάπησε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο, ὥστε ἔδωσε τὸ μονάκριβο Υἱό του, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, γιὰ νὰ σωθοῦν ὅλοι ὅσοι θὰ πιστέψουν σ᾽ αὐτόν (Ἰωάν. 3,16). Κάθε σταλαγματιὰ αἵματος ἀπὸ τὶς πληγὲς τοῦ Χριστοῦ μας εἶνε ἱκανή, ἀγαπητοί μου, νὰ ξεπλύνῃ ὅλα τὰ ἁμαρτήματα τῆς ἀν­θρωπότητος. «Τὸ αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ… καθα­ρίζει ἡ­μᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας» (Α΄ Ἰωάν. 1,7).
Ἀλλὰ ἡ σημερινὴ ἡμέρα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ θυσία τοῦ Ἐσταυρωμένου, ὑπενθυμίζει καὶ ἕνα γεγονὸς τῆς ἱστορίας μας. Οἱ Ἑβραῖοι μετὰ τὴ σταύρωσι ἄνοιξαν ἕνα βαθὺ λάκκο, ἔρριξαν μέσα τὸ σταυρὸ καὶ τὸν σκέπασαν μὲ κόπρια καὶ ἀκαθαρσίες. Ἔμεινε ἐκεῖ τὸ τίμιο Ξύλο ἐπὶ αἰῶνες. Μετὰ ὅμως ἀπὸ 300 χρόνια μία εὐλαβὴς βασίλισσα, ἡ ἁγία Ἑλένη ἡ μητέρα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἀπέδωσε τὴν πρέ­πουσα τιμὴ στὸ σταυρό. Ἦρθε στὰ Ἰεροσόλυ­μα, ἔσκαψε βαθειά, τὸν βρῆκε καὶ τὸν παρέδω­σε στὸν ἐπίσκοπο Ἰεροσολύμων. Κ᾽ ἐπειδὴ ὁ λαὸς ἤθελε κι αὐτὸς νὰ τὸν δῇ καὶ νὰ τὸν ἀ­σπα­σθῇ, ὁ πατριάρχης ἀνέβηκε στὸν ἄμ­βωνα, τὸν ὕψωσε, ἐνῷ ὅλοι οἱ πιστοὶ ἔλεγαν τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Ἔτσι ἡ ἁγία Ἑλένη ἔδειξε τὴν εὐγνωμοσύνη της στὸ Χριστό, ποὺ βοήθησε τὸν υἱό της νὰ νικήσῃ μὲ τὸ «ἐν τούτῳ νίκα».

* * *

Ὁ τίμιος σταυρός! Ὅλοι τὸν ἀγαποῦν, καὶ οἱ ἄνθρωποι καὶ οἱ ἄγγελοι· μόνο οἱ δαίμονες τρέμουν στὸ ἄκουσμα καὶ τὴ θέα του. Ἀλλ᾽ ἂν ρωτήσετε, ποιός ἀπ᾽ ὅλους τοὺς ἁγίους ἀγάπησε τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ περισσότερο, αὐ­τὸς εἶνε ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Γράφει· «Ἐ­μοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι᾽ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ» (Γαλ. 6,14). Ἐγώ, λέει, δὲν καυχῶμαι ὅπως ἄλ­λοι γιὰ χρήματα, ἀξιώματα, δύναμι καὶ ἀνθρώπινη σοφία. Ἕνα εἶνε τὸ καύχημά μου, ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου· μὲ τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ ἔχει πεθάνει ὁ κόσμος γιὰ μένα κ᾽ ἐγὼ γιὰ τὸν κόσμο.
Ἕνας ἄλλος νεώτερος ἅγιος, ποὺ ἀγάπησε ἐπίσης πολὺ τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ μας, εἶνε ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ποὺ μαρτύρησε στὸ Τεπε­λένι τὸ 1779. Ἦταν προφήτης. Προφήτευσε πολλὰ σημερινὰ ἐπιτεύγματα. Θὰ δῆτε, εἶπε, στὸν κάμπο ἁμάξι χωρὶς ἄλογα νὰ τρέχῃ γρηγορώτερα ἀπὸ τὸ λαγό (τὸ αὐτοκίνητο). Θὰ ᾽ρθῇ καιρὸς ποὺ θὰ ζωσθῇ ὁ τόπος μὲ μιὰ κλω­στή (τὸ τηλέφωνο). Θὰ δῆτε στὸν οὐρανὸ ἀκρί­δες ποὺ θὰ ῥίχνουν φωτιὰ ἀπὸ τὴν οὐρά τους (τ᾽ ἀεροπλάνα). Θὰ ἔρθῃ καιρός, ποὺ θὰ φέρῃ γῦρες ὁ διάβολος μὲ τὸ κολοκύθι του (πύραυ­λοι καὶ διαστημόπλοια). Καὶ κάτι πολὺ σοβαρό· Θὰ ᾽ρθῇ μέρα ποὺ ὁ διάβολος θὰ βγάλῃ ἕ­να κουτὶ ποὺ θὰ τρελλάνῃ τὴν ἀνθρωπότητα (ἡ τηλεόρασι). Μεγάλος προφήτης. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς λοιπὸν ἀγαποῦσε πολὺ τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ. Ὅπου πήγαινε, ἔστηνε ἕνα μεγάλο σταυρὸ καὶ κάτω ἀπὸ τὴ σκιά του κήρυτ­τε. Στὸ τέλος μοίραζε σταυρούς· τέτοιοι σταυ­ροὶ σῴζονται ἀκόμα στὴν Ἤπειρο. Ἀναφέρω δύο θαύματα τοῦ σταυροῦ, ἕνα ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ ἕνα ἀπὸ τὶς διδαχὲς τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ.
Τὸ πρῶτο δείχνει ὅτι ὁ σταυρὸς τιμωρεῖ. Φθάνοντας ὁ ἅγιος σ᾽ ἕνα μικρὸ χωριὸ ἔξω ἀπ᾽ τὰ Τρίκαλα, ἔστησε σταυρὸ καὶ κήρυξε. Ἔμεινε ἐκεῖ ὁ σταυρὸς καὶ περνοῦσαν ὅλοι καὶ τὸν προσκυνοῦσαν. Πέρασε κ᾽ ἕνας Τοῦρκος ἐξουσιαστής. Ὅταν εἶδε τὸ σταυρὸ τί ἔκανε· τὸν διέλυσε, τὸν πῆρε στὸ σπίτι του καὶ τὸν ἔ­­κανε ξυλοπόδαρα τοῦ κρεβατιοῦ του! Τέτοια ἀσέβεια. Κοιμήθηκε λοιπὸν στὸ κρεβά­τι; Ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, ἐμεῖς πιστεύουμε· ἔγινε σὰν σεισμός, αὐτὸς ἔπεσε κάτω καὶ κυλιόταν ἀφρίζοντας σὰν δαιμονισμένος! Ὅ­ταν τὸν σήκωσαν δύο δικοί του, συνῆλθε, κα­τάλαβε πὼς αὐτὸ τό ᾽παθε ἀπὸ θεία ὀργὴ γι᾽ αὐ­τὸ ποὺ ἔκανε. Πῆρε τότε στὸν ὦμο τὰ ξύ­λα, τὰ πῆγε στὴ θέσι τους, τὰ συναρμολόγησε καὶ ἔ­φτειαξε πάλι τὸ σταυρό. Στὸ ἑξῆς περνοῦσε κάθε μέρα ἀπὸ ᾽κεῖ, κατέβαινε ἀπὸ τὸ ἄλογό του καὶ προσκυνοῦσε τὸ σταυρό (βλ. ἐπισκόπου Αὐ­γουστίνου Καντιώτου, Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, Ἀθῆναι 200023, σ. 76).
Καὶ τὸ δεύτερο θαῦμα, ποὺ δείχνει πότε ἐ­νεργεῖ ὁ σταυρός. Σᾶς μεταφέρω αὐτούσια τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ· «Ἦτον ἕνας ἄνθρω­πος ὀνομαζόμενος Ἰουλιανὸς ἀναγνώστης, ὅσ­τις ἐσπούδασε γράμματα μὲ τὸν Μέγαν Βασίλειον, ὁ ὁποῖος ἠθέλησε νὰ γίνῃ βασιλεύς. Πη­γαίνει λοιπὸν καὶ εὑρίσκει ἕνα μάγον Ἑβραῖ­­ον καὶ τοῦ λέγει· Εἶσαι καλὸς νὰ μὲ κάμῃς βασιλέα καὶ νὰ σὲ κάμω βεζίρη; Τοῦ λέγει ὁ μάγος· Ἀρνήσου τὸν Χριστόν, καὶ ἐγὼ νὰ σὲ κάμω. Λέγει του ὁ Ἰουλιανός· Τὸν ἀρνοῦμαι. Τότε κάμνει ἕνα γράμμα ὁ μάγος καὶ τοῦ λέγει· Πάρε τοῦτο τὸ χαρτὶ καὶ πήγαινε εἰς ἕνα μνῆ­μα ἑλληνικὸ καὶ ρίψε το ὑψηλὰ καὶ θὰ ἔλθουν δαίμονες· καὶ ὅ,τι σοῦ κάμνουν μὴ φοβηθῇς καὶ νὰ μὴ κάμῃς τὸν σταυρόν σου, διότι θὰ φύγουν. Ἐπῆγεν ὁ Ἰουλιανὸς εἰς τὸ μνῆμα καὶ ρίχνοντας τὸ χαρτὶ ἦλθαν οἱ δαίμονες. Αὐτὸς φοβηθεὶς καὶ κάμνοντας τὸν σταυρόν του ἔφυγον οἱ δαίμονες. Πηγαίνει εὐθὺς εἰς τὸν μάγον καὶ τοῦ λέγει τὰ γενόμενα. Τότε τοῦ λέγει ὁ μάγος· Πήγαινε νὰ σφάξῃς ἕνα παιδὶ καὶ νὰ μοῦ φέρῃς τὴν καρδιά του. Ἐπῆ­γε καὶ ἔσφαξε τὸ παιδὶ καὶ τοῦ ἔφερε τὴν καρ­διά. Τότε κράζει πάλιν τοὺς δαίμονας ὁ μά­γος. Αὐτὸς πάλιν ἀπὸ τὸν φόβον του ἔκαμε τὸν σταυρόν· ἀλλ᾽ οἱ δαίμονες δὲν ἐφοβήθησαν…» (ἔ.ἀ. σσ. 159-160). Ἔξυπνοι εἶστε καὶ μπο­ρεῖτε ν᾽ ἀπαντήσετε στὸ ἐρώτημα· γιατί τὴν πρώτη φορὰ μόλις ἔκανε τὸ σταυρό του τὰ δαιμόνια ἔφυγαν, ἐνῷ τὴ δευτέρα φορὰ δὲν ἔφυγαν; Διότι τὴν πρώτη φορὰ ἦ­ταν καθαρός, ἐνῷ τὴ δεύτερη φορὰ τὰ χέρια του ἔσταζαν αἷμα παιδιοῦ. Κάνει ὁ σταυ­ρὸς θαύματα – πότε; Ὅταν τὰ χέρια μας εἶνε καθαρὰ ἀπὸ αἵματα, κλεψιές, ἀτιμίες, ψευδορκίες, ὅ­ταν ὅλο τὸ σῶμα μας εἶνε καθαρὸ ἀπὸ πορνεία, μοιχεία καὶ ἄλλες ἁμαρτίες. Τότε, καὶ μιὰ φορὰ νὰ κάνῃς τὸ σταυρό σου, φτάνει καὶ μὴ φοβᾶσαι.

* * *

Θὰ μποροῦσα νὰ σᾶς διηγηθῶ μύρια παραδείγματα ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ ἔθνους μας, νὰ δῆ­τε ὅτι ὁ σταυρός, ποὺ βρίσκεται καὶ στὴν κορυφὴ τῆς ἑλληνικῆς σημαίας, θαυματουργεῖ. Εἶνε σύμβολο νίκης καὶ ὅπλο ἀήττητο.
Ποιός σταυρὸς ὅμως; ὁ κανονικός. Μερικοὶ δὲν κάνουν σταυρό, νομίζεις πὼς παίζουν βιολί. Εἴμαστε ὀρθόδοξοι; θὰ κάνουμε τὸ σταυρό μας ὅπως συμβουλεύει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς. Ἑνώνουμε τὰ τρία δάχτυλα, ποὺ σημαίνει· Ἁγία Τριάς, Πατὴρ Υἱὸς καὶ ἅγιον Πνεῦμα, ἐλέησον τὸν κόσμο. Τὰ φέρνεις στὸ μέτωπο ψηλά· για­­τὶ στὰ οὐράνια ἦταν ὁ Χριστός. Μετὰ κάτω· για­τὶ σὰν τὸν ἀετὸ χαμήλωσε καὶ κατέβηκε στὴ γῆ, στὴν κοιλία τῆς Παναγίας Παρθένου. Κατό­πιν δεξιά· «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλ­θῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42). Καὶ ἀριστε­ρά· «Μὴ μὲ βάλῃς στὴν κόλασι, διὰ πρεσβει­ῶν τῆς ὑ­περαγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγί­ων». Τέλος· «Σ᾽ εὐχαριστοῦμε, Κύριε». Αὐτὸς ὁ σταυρός, ὅ­ταν γίνεται μὲ πίστι, κάνει θαύματα.
Παντοῦ ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου λοιπόν. Τὸ πρωὶ μόλις ξυπνᾷς, Χριστιανέ, σταυρώσου. Σταυρὸ στὸ δρόμο, στὸ χωράφι, στὸ αὐτοκίνητο, στὸ πλοῖο, στὸ τραῖνο, στὸ ἀεροπλάνο. Σταυρὸ τὸ με­σημέρι ποὺ κάθεσαι νὰ φᾷς· μὴ βάλῃς μπου­κιὰ στὸ στόμα δίχως σταυρό. Σταυ­ρὸ τὸ βράδυ· γονάτισε τὰ μεσάνυχτα στὴν ἡ­συχία, γιατὶ μεσάνυχτα καὶ μεσημέρι, ὅπως μαρτυροῦν στατιστικές, εἶνε ὧρες αἰχμῆς τοῦ ἐγκλήματος· γι᾽ αὐτὸ ὁ ψαλμῳδὸς λέει· Σῶσε με «ἀπὸ πράγμα­τος ἐν σκότει διαπορευ­ομένου, ἀπὸ συμπτώματος καὶ δαιμονίου μεσημβρινοῦ» (Ψαλμ. 90,6). Τὰ μεσάνυχτα στὸν Πόντο καὶ τὴ Μικρὰ Ἀσία τὰ ἀνδρόγυνα εἶχαν ἱερὰ συνήθεια νὰ σηκώνωνται καὶ νὰ προσ­εύχωνται. Τὰ παλιὰ τὰ χρόνια τὰ παι­διὰ μάθαι­ναν νὰ λένε πρὶν κοιμηθοῦν· «Πέφτω κάνω τὸ σταυρό μου, ἄγγελο ἔχω στὸ πλευρό μου…».
Γι᾽ αὐτὸ κατηραμένα τὰ χείλη αὐτῶν ποὺ τὸν βλαστημοῦν. Ἂν ἀκούσετε βλάσφημο, νὰ τοῦ πῆτε σὰν τὸν ἅγιο Κοσμᾶ· Νὰ ὑβρίσῃς τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα μου, σὲ συγχωρῶ· νὰ ὑ­βρί­σῃς τὸ Χριστὸ τὴν Παναγιὰ ἢ τὸ σταυρό μου, δὲν ἔχω μάτια νὰ σὲ δῶ.
Σήμερα, ὅπως ὁ Χριστὸς πάνω στὸ σταυρὸ γεύθηκε ξίδι μόνο, τίπο­τε ἄλλο, καὶ εἶπε τὸ «Τετέλεσται» (Ἰωάν. 19,30), ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς τὴν ἅγια αὐτὴ μέρα, σὰν Μεγάλη Παρασκευή, οὔτε ὄρ­γανα οὔτε χοροὺς οὔτε διασκεδάσεις, ἀλλὰ νηστεία (ψωμάκι, ἐλιές, κρεμμύδι), καὶ νὰ λέμε· «Σταυρὲ τοῦ Κυρίου, βοήθει μοι»· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου ἡ ὁποία ἔγινε στον ἱερό ναὸ του Τιμίου Σταυροῦ Ἀνατολικοῦ – Ἑορδαίας 14-9-1977

H ΔYNAMIΣ TOY ΣTAYΡOY

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Σεπ 12th, 2011 | filed Filed under: εορτολογιο

Ὕψωσις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ
14 Σεπτεμβρίου

H ΔYNAMIΣ TOY ΣTAYΡOY

estayr1ΕΙΜΑΣΤΕ, ἀγαπητοί μου, βαπτισμένοι «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος». Μέγα μυστήριο τὸ βάπτισμα. Οἱ γονεῖς ἂς προσέχουν νὰ βαπτίζουν τὰ παιδιά τους νωρίς. Καὶ ἂν κάποιο ἀ­βάπτιστο παιδὶ ἀρρωστήσῃ καὶ κινδυνεύῃ τὴ νύχτα νὰ πεθάνῃ καὶ παπᾶς δὲν βρίσκεται, μπορεῖ νὰ τὸ βαπτίσῃ ἡ μάνα. Νὰ τὸ σηκώσῃ τρεῖς φορὲς στὸν ἀέρα καὶ νὰ πῇ «Βαπτίζεται ὁ δοῦλος (ἢ ἡ δούλη) τοῦ Θεοῦ (τάδε) εἰς τὸ ὄ­νομα τοῦ Πα­τρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁ­γίου Πνεύματος», καὶ τὸ παιδὶ ἔχει βαπτι­σθῆ. Εἶνε μεγά­λη ἁμαρτία νὰ πε­θά­νῃ παιδὶ ἀβάπτιστο. Μὴν ἀρ­γεῖ­­τε νὰ βα­πτίσετε τὰ παιδιά. Κι ὅταν παι­δάκια πεθαίνουν σὲ μικρὴ ἡλικία, οἱ μανάδες νὰ μὴν τὰ κλαῖνε. Μακάρι κ᾽ ἐμεῖς νὰ πεθαίναμε ἔτσι.
Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ πήραμε τὸ βάπτισμα εἴ­μαστε Χριστιανοί. Ὄχι ἁπλῶς Χριστιανοί, ἀλ­λὰ ὀρθόδοξοι. Διότι χριστιανοὶ λέγον­ται κι αὐ­­τοὶ ποὺ εἶνε στὴν Εὐρώπη καὶ στὴν Ἀμερική, ἀλλὰ δὲν εἶνε ὀρθόδοξοι. Ἀνήκουν σὲ ἄλλα δό­­γματα· ἄλλοι εἶνε προτεστάν­τες, ἄλλοι παπικοί. Οἱ ὀρθόδοξοι νὰ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεό, διότι ἀ­νήκου­με στὴν Ἐκκλη­σία, ποὺ δὲν ἄλλαξε τίπο­τα. Ὅσα δίδαξε ὁ Χριστός, ὅσα παρέδωσαν οἱ ἀπόστολοι, ὅσα κήρυξαν οἱ πατέρες καὶ οἱ διδάσκαλοι, ὅλα τὰ κρατοῦμε σὰν πολύτιμο θησαυρό. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶνε λεπτὸ πρᾶγμα, κα­θαρὸ καὶ δι­αυγές. Εἶνε ὅπως τὸ μάτι, ποὺ δὲν δέχεται τίπο­τα, οὔτε τρίχα οὔτε σκόνη. Σ᾽ αὐ­τὴν ἀνήκουμε, στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία.
Καὶ ποιό εἶνε τὸ γνώρισμα τῶν ὀρθοδόξων; πῶς ξεχωρίζουν οἱ ὀρθόδοξοι ἀπὸ τοὺς φράγ­κους, τοὺς προτεστάντες καὶ τ᾽ ἄλλα δόγμα­τα; Ὅπως ὁ τσοπᾶνος ξεχωρίζει τὰ πρόβατά του βάζοντας ἐπάνω τους κάποιο σημάδι, ἔτσι κ᾽ ἐ­­μεῖς ποὺ ἀνήκουμε στὴν εὐλογημένη μάνδρα τῆς Ὀρθοδοξίας ἔχουμε μὲ τὸ βάπτισμα σημά­δι ἐ­πάνω μας. Τὸ σημάδι μας εἶνε ὁ τίμι­ος σταυ­ρός· ὁ σταυρός, ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα 14 Σε­πτεμβρίου, ἀλλὰ καὶ τὴν Γ΄ (τρίτη) Κυ­ριακὴ τῶν Νηστειῶν καὶ τὴ Μεγάλη Παρασκευή· ὁ σταυρός, πού ᾽νε στοὺς τρούλλους τῶν να­ῶν μας, στὰ μνήματα τῶν γονέων μας, στὰ στήθη τῶν παι­διῶν μας. Εἶνε τὸ ὅ­πλο καὶ τὸ σύμβολό μας, τὸ «Ἐν τούτῳ νίκα» τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου.
Τί σημαίνει ὁ σταυρός; Ὅταν λέμε σταυρὸ δὲν ἐννοοῦμε ἁπλῶς τὸ ξύλινο αὐτὸ ἢ πέτρινο ἢ μεταλλικὸ σχῆμα. Ἐννοοῦμε αὐτὸν ποὺ τὸ ἁγίασε, δηλαδὴ τὸν Ἐσταυρωμένο, καὶ ὅλη τὴ ζωὴ καὶ τὴ διδασκαλία καὶ τὰ δόγματα ποὺ μᾶς παρέδωσε· ἐννοοῦμε τὰ πάθη, ποὺ ὑπέφε­ρε γιὰ τὴ σωτηρία μας, τὴ θυσία καὶ τὸ αἷμα του ποὺ χύθηκε ἐπάνω στὸ σταυρό.
Ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ μας! Κάθε σταλαγμα­τιὰ τοῦ αἵματός του, ποὺ ἔπεσε ἀπὸ τὰ χέρια τὰ πόδια καὶ τὴν πλευρά του, ἀξίζει περισσότε­­ρο ἀπ᾽ ὅλους τοὺς θησαυ­ρούς. Εἶνε ἡ εὐλογία τῆς ἀνθρωπότητος, τὸ λύτρο τοῦ κόσμου, ἡ συγ­χώρησις τῶν ἁμαρτι­­ῶν, τὸ λουτρὸ ὅπου λευ­καί­νον­ται οἱ ψυχές· «τὸ αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ… κα­θα­ρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας» (Α΄ Ἰωάν. 1,7).
Γι᾽ αὐτὸ ἀκριβῶς τελοῦμε τὸ μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας· «Λάβετε φάγετε… Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες…». Κι ὅταν κοινωνοῦμε δὲν κοινωνοῦμε ψωμὶ καὶ κρασί. Ὄχι. Τὴν ὥρα ἐ­κείνη γίνεται θαῦμα. Στὸ ἅγιο ποτήριο εἶνε ὅ­λος ὁ Χριστός. Ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος τῆς θείας εὐχαριστίας, ὅταν τὰ εὐλογήσῃ ὁ ἱερεὺς καὶ ἔρθῃ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, γίνονται σῶμα καὶ αἷμα τοῦ ἐσταυρωμένου Λυτρωτοῦ μας. Καὶ ὅποιος κοινωνεῖ ἀξίως τῶν ἀχράντων μυστηρίων, αὐτὸς ἔχει τὸ Χριστὸ μέσα του, εἶνε πράγματι πλούσιος καὶ εὐτυχισμένος.

* * *

Αὐτὰ ὅλα πηγάζουν ἀπὸ τὴν σταυρικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ μας. Ἀλλ᾽ αὐτὰ τ᾽ ἀπολαμβάνουν μόνο οἱ ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ποὺ δέχον­ται καὶ τιμοῦν τὸ σταυρό. Οἱ ἄλλοι, οἱ ἐ­χθροὶ τοῦ σταυροῦ, ἀφοῦ τὸν μισοῦν καὶ τὸν ἐ­χθρεύονται, τὰ στεροῦν­ται. Ποιοί εἶν᾽ αὐτοί; Εἶνε πρῶ­τον οἱ ἄπιστοι καὶ ἄθεοι. Εἶνε ἔπειτα οἱ ἀλλόθρησκοι. Καὶ τέλος οἱ διάφοροι αἱρετι­κοί. Οἱ λεγόμενοι μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ λ.χ., τὸ χέρι τους κόβουν ἀλλὰ σταυρὸ δὲν κάνουν. Σ᾽ ἕνα χωριὸ τῶν Γρεβενῶν ἦταν ἕνας χιλιαστής. Πῆγαν κάτι παιδιὰ τὴ νύχτα καὶ σχημάτισαν στὴν πόρτα του μὲ μπογιὰ ἕνα σταυρό. Ὅταν τὸν εἶδε, προσπάθησε νὰ ξύσῃ τὸ χρῶ­μα, μὰ δὲν μπόρεσε. Καὶ τί ἔκανε· ἔβγαλε ὅλη τὴν πόρτα καὶ τὴν ἔκαψε! Δὲν μποροῦσε νὰ δεχθῇ τὸ σταυρό. Ὁ διάβολος καὶ τὰ παιδιά του τρέμουν ὅταν δοῦν τὸν τίμιο σταυρό. Οἱ δὲ φράγκοι, οἱ παπικοί, παραποιοῦν τὸ σταυρό· δὲν τὸν κάνουν ὀρθόδοξα, ὅπως θὰ ἐξηγήσουμε, ἀλλὰ μὲ τὰ πέντε δάχτυλα.
Ὁ σταυρὸς τῶν ὀρθοδόξων θαυματουργεῖ, κάνει θαύματα. Πότε κάνει θαύματα; Πρῶτον ὅταν ἔχῃς πίστι, καὶ δεύτερον ὅταν ἔχῃς ἀγάπη καὶ ἐκτελῇς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
⃝ Πρῶτον· μὲ πίστι στὸν Ἐσταυρωμένο, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ Θεός. Νὰ πιστεύῃς ὅπως ὁ λῃ­στής, ποὺ ὅταν εἶδε τὸν Ἐσταυρωμένο μετανόησε καὶ εἶπε· «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅ­ταν ἔλ­θῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42). Νὰ πιστεύῃς ὅπως ὁ ἑκατόνταρχος, ποὺ ὅταν εἶ­δε νὰ τρέμῃ ἡ γῆ, νὰ σείωνται τὰ βράχια καὶ νὰ σκοτεινιάζῃ ὁ ἥλιος, εἶπε· «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱ­ὸς ἦν οὗτος» (Ματθ. 27,54). Νὰ πιστεύῃς ὅπως ὁ Σαῦλος, ποὺ ἀπὸ διώκτης ἔγινε κήρυκας τοῦ Χριστοῦ, ἀπόστολος Παῦλος.

⃝ Δεύτερον· ὁ σταυρὸς κάνει θαύματα ὅταν ὄχι ἁπλῶς πιστεύῃς, ἀλλὰ ἐκδηλώνῃς τὴν πίστι σου μὲ ἔργα ἀγάπης, ὅταν ἐκτελῇς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅπως περπάτησε ὁ Χριστός, ἔτσι νὰ περπατοῦμε κ᾽ ἐμεῖς. Ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ δρόμος. «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή», εἶπε (Ἰωάν. 14,6). Αὐτὸν ν᾽ ἀκολουθήσουμε κ᾽ ἑμεῖς. Ὅπως ὁ Χριστὸς ἀγάπησε τὸ Θεό, τὸν οὐράνιο Πατέρα, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς νὰ τὸν ἀγαποῦμε πάνω ἀπ᾽ ὅλα. Κι ὅπως ὁ Χριστὸς ἀγάπησε τὸν ἄνθρωπο, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς ν᾽ ἀγαποῦμε τὸν πλησίον μας σὰν τὸν ἑαυτό μας. Κι ὅπως ὁ Χριστὸς ἦταν ἁγνὸς καὶ καθαρός, ἔτσι νὰ προσπαθοῦμε νὰ ζοῦμε κ᾽ ἐμεῖς. Ἕνα διήγημα λέει τὸ ἑξῆς. Κάποτε ἕνας τσοπᾶνος βαρέθηκε νὰ βόσκῃ πρόβατα. Τοῦ πέρασε ἡ ὑ­περήφανη ἰδέα νὰ γίνῃ βασιλιᾶς. Πῆγε καὶ βρῆκε ἕνα μάγο, κι αὐτὸς τοῦ ὑποσχέθηκε νὰ τὸν βοηθήσῃ. Τοῦ ᾽δωσε ἕνα χαρτὶ καὶ τοῦ ᾽πε, ὅταν νυχτώσῃ, νὰ πάῃ στὸ νεκροταφεῖο καὶ νὰ τὸ ῥίξῃ στὰ μνήματα. Ὅταν τὸ ἔκανε, μαζεύτηκαν οἱ δαίμονες καὶ οὔρλιαζαν. Ἀπὸ τὸ φόβο του ἔκανε τὸ σταυρό του, ὅπως εἶχε διδαχθῆ μικρός, κι ἀμέσως τὰ δαιμόνια ἔφυγαν. Ὅταν πῆγε πάλι στὸ μάγο, ἐκεῖνος τὸν μάλω­σε· τοῦ εἶπε, ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ κάνῃ τὸ σταυρό του. Προτοῦ νὰ τὸν ξαναστείλῃ στὰ μνήματα, τοῦ λέει· Θὰ πᾷς καὶ θὰ βρῇς ἕνα μικρὸ παιδάκι, θὰ τὸ σκοτώσῃς καὶ θὰ μοῦ φέρῃς τὴν καρδιά του. Δυσκολεύτηκε, ἀλλὰ μπροστὰ στὴν ἐπιθυμία νὰ γίνῃ βασιλιᾶς τό ᾽κανε τὸ ἔγκλημα. Πηγαίνει πάλι στὰ μνήματα καὶ ῥίχνει τὸ χαρτὶ μὲ τὰ μάγια. Μόλις παρουσιάστηκαν τὰ δαιμόνια, ἔκανε πάλι τὸ σταυρό του καὶ μιὰ καὶ δυὸ καὶ πολλὲς φορές, μὰ τὰ δαιμόνια δὲν ἔ­φυγαν. Γιατί δὲν ἔφυγαν; Τὸ καταλαβαίνετε· διότι ἁμάρτησε, ἔβαψε τὰ χέρια του στὸ αἷμα. Ὁ σταυρὸς κάνει θαύματα ὅταν ἔχῃς καθαρὰ τὰ χέρια ἀπὸ ἁμαρτίες, καθαρὴ τὴ γλῶσσα ἀ­πὸ βλαστήμιες, καθαρὸ τὸ κορμὶ ἀπὸ πορνεῖ­ες καὶ μοιχεῖες. Τότε κάνεις τὸ σταυρό σου μιὰ φορὰ καὶ κατεβάζεις τὰ ἄστρα στὴ γῆ.

* * *

Πρὶν τελειώσω, ἀγαπητοί μου, θὰ προσ­θέσω κάτι ἀκόμα. Πρῶτον εἴπαμε νὰ πιστεύου­­με στὸν Ἐσταυρωμένο, δεύτερον νὰ ἔχουμε ἀγάπη καὶ νὰ ἐκτελοῦμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸ τρί­το εἶνε νὰ κάνουμε τὸ σταυρό μας κανονικά.
Πῶς γίνεται ὁ σταυρός; Ἑνώνουμε τὰ τρία μας δάχτυλα, καὶ μ᾽ αὐτὸ δηλώνουμε ὅτι πιστεύουμε στὴν ἁγία Τριάδα, Πατέρα Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα. Φέρνουμε τὸ χέρι στὸ μέτωπο καὶ μετὰ τὸ κατεβάζουμε στὴν κοιλιά, ποὺ σημαίνει· Χριστέ, ποὺ ἤσουν στὰ οὐράνια, σ᾽ εὐ­χαριστοῦμε γιατὶ χαμήλωσες σὰν χρυσάετος καὶ κατέβηκες ἐδῶ κάτω στὴ γῆ καὶ ἔλαβες σάρκα ἀπὸ τὴν Παναγία γιὰ τὴν σωτηρία μας. Μετὰ τὸ φέρνουμε στὸν δε­ξιὸ ὦμο, ποὺ μᾶς θυ­μίζει τὸν ἐκ δεξιῶν λῃστὴ καὶ λέμε «Μνή­σθη­τί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42). Τέλος τὸ βάζουμε στὸν ἀριστε­­ρὸ ὦ­μο καὶ ἐννοοῦμε· Χριστέ, μὴ μὲ ῥίξῃς στὴν κό­­λασι. Αὐτὸς εἶνε ὁ ὀρθόδοξος σταυρός, «ὁ φύλαξ πάσης τῆς οἰκουμένης» (ἐξαποστ.).
Παντοῦ ὁ σταυρός. Ξυπνᾷς τὸ πρωί; κάνε τὸ σταυρό σου. Πηγαί­νεις γιὰ δουλειά; ἀνεβαίνεις στὸ αὐτοκίνητο ἢ στὸ τρακτέρ; κάθισες στὸ τραπέζι; βρά­διασε, πᾷς γιὰ ὕπνο; κάνε τὸ σταυρό σου κ᾽ ἐ­σὺ καὶ ἡ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά σου. «Πέφτω, κάνω τὸ σταυρό μου, ἄγ­γελο ἔχω στὸ πλευρό μου», ἔλεγαν οἱ παλαιότεροι. Κι ὅταν μιὰ μέρα πεθάνουμε, ἕνας σταυρὸς στὸ μνῆμα μας θὰ λέῃ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου».
Τελειώνοντας συνιστῶ σὲ ὅλους· κάνετε τὸ σταυρό σας κανονικά, μὲ πίστι, μὲ δάκρυα, μὲ νηστεία καὶ προσευχὴ, γιὰ νὰ ἔρθῃ ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ στὸ ταλαίπωρο ἔθνος μας.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

((Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Ἁγίου Νικολάου Ὀλυμπιάδος – Ἑορδαίας 12-8-1976)

ΣΤΑ ΜΑΥΡΑ ΝΤΥΜΕΝΗ Η ΠΑΝΑΓΙΑ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Σεπ 6th, 2011 | filed Filed under: Român (ROYMANIKA), εορτολογιο

ΟΜΙΛΙΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ

Γενέσιον τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου
8 Σεπτεμβρίου

ΣΤΑ ΜΑΥΡΑ ΝΤΥΜΕΝΗ Η ΠΑΝΑΓΙΑ

ΠαναγΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε χαρμόσυνος θεομητορικὴ ἑορτή. Ἑορτάζουμε τὴ γέννησι τῆς ὑπερ­α­γίας Θεοτόκου. Ποῖο εἶνε τὸ περιεχόμενο τῆς ἑορτῆς καὶ τί συναισθήματα μᾶς δημιουργεῖ;

* * *

Ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔτσι καὶ ἡ Παναγία ἀπὸ κάποιους ἦρθε στὸν κόσμο. Ποιός γεννή­θηκε ἀπὸ βράχο; Καν­είς. Ἀπὸ μιὰ μάνα κ’ ἕνα πατέ­ρα γεννηθήκαμε ὅλοι. Καὶ ἡ Παναγία εἶ­χε γονεῖς· τὴ μητέρα της τὴν ἔλεγαν Ἄννα, τὸν πατέρα της Ἰωακείμ.

Ἦταν εὐλαβέστατοι ἄν­θρωποι, ἀλλὰ ἄτεκνοι. Καὶ τότε ἡ ἀτεκνία ἐ­θεωρεῖτο ὄνειδος. Ὅποιος εἶχε παι­­διά, αὐτὸς ἐθεωρεῖτο εὐτυ­χής. Ὅποιος εἶχε πολλὰ παιδιά (5, 6, 7, 8…), τὸν μακαρίζανε. Ἐκεῖ­νες ἦταν πα­τριαρχικὲς οἰκογένειες. Τώρα τὰ παιδιὰ τὰ θε­­­ωροῦν συμ­φορά. Γεννοῦν ἕνα, μετὰ βίας δύο, παραπάνω ὄχι, στόπ! Αὐτὸ εἶ­νε μιὰ κατά­ρα. Τὸ ἄ­τεκνο λοιπὸν ἐκεῖνο ἀνδρόγυνο παρα­κα­λοῦ­σε τὸ Θεὸ μέρα – νύ­χτα νὰ τοὺς δώσῃ παιδί, γιὰ νὰ τοῦ τὸ ἀφιε­ρώσουν.

Ποῦ σήμερα τέτοια μάνα! Δὲν ὑπάρχει πλέ­ον διάθεσι προσφορᾶς. Σὲ λίγο καιρὸ τρία ἐπαγγέλματα θὰ σβήσουν· ὁ ἀστυνομικός, ὁ νοσοκόμος, καὶ ὁ κληρικός. Γιατί νὰ φυλάῃ ὁ ἀστυνομικὸς τὴν τάξι καὶ νὰ κινδυνεύῃ; γιατί νὰ ξενυχτᾷ ἡ νοσοκόμος κον­­τὰ στὸν ἄρρωστο καὶ νὰ μὴν πάῃ νὰ τραγου­δή­σῃ στὸ κέντρο νὰ μαζέψῃ χρῆμα; Καὶ κορό­ϊδο εἶνε ὁ ἄλλος νὰ γίνῃ παπᾶς, γιὰ νὰ τοῦ κά­νουν στὸ δρόμο αἰσχρὲς χειρονομίες; Ὄχι. Θὰ ἐκλείψουν μερικὰ τέτοια ἀναγκαῖα ἐπαγγέλματα, καὶ αὐτὸ θὰ εἶνε σημάδι παρακμῆς.

Εἶχε λοιπὸν προχωρήσει πλέον ἡ ἡλικία τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Ἄννας. Μπορῇ ἀπὸ ἕνα κού­τσουρο νὰ βγῇ λουλούδι κι ἀπὸ ἕνα ξερὸ βρά­χο νὰ βγῇ κρίνος; Ἄλλο τόσο μπορεῖ ἀπὸ μιὰ στεῖρα γυναῖκα νὰ βγῇ τὸ ἄνθος ποὺ λέγεται παιδί. Ὅ,τι εἶνε τὸ ἄνθος στὴ φύσι κι ὅ,τι εἶνε ἕνα ἀστέρι στὸν οὐρανό, αὐτὸ εἶνε τὸ παιδὶ μέσα στὴν οἰκογένεια· δίνει παρηγοριά, χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι.

Παρακαλοῦσαν τὸ Θεὸ νὰ τοὺς δώσῃ παι­δί, γιὰ νὰ τοῦ τὸ ἀφιερώσουν. Ποιά μάνα, ὅ­ταν γεννάῃ ἀγοράκι, λέει «Θεέ μου, ἀξίωσέ με νὰ τὸ ἀφιερώσω, νὰ γίνῃ ἕνας παπᾶς, νὰ γίνῃ ἕνας καλόγερος»; Μηχανικός, γιατρός, δικηγόρος νὰ γίνῃ, αὐτὰ θεωροῦνται μεγάλα. Παπᾶς;… Πῆγα κάποτε σὲ χωριὰ πέρα ἀπ’ τὸν Ἁλιάκμονα, στὰ Χάσια, ἐκεῖ ποὺ ὑπῆρχαν κλέ­φτες στὰ βουνά. Ἐκεῖ ὅταν γεννιόταν ἀγορά­κι, οἱ γει­τόνισσες εὔχονταν· «Κυρὰ Μαρία, νὰ σοῦ ζή­σῃ, νὰ γίνῃ καπετάνιος!…». Ἂν τὸ παι­δάκι ἀρρώσταινε καὶ κινδύνευε νὰ πεθάνῃ, τότε ἔ­λεγαν· «Ἂς ζήσῃ, κι ἂς γίνῃ καὶ παπᾶς». Κατα­λάβατε; τὸ πρῶτο ἦταν νὰ γίνῃ καπετά­νιος, τὸ τελευταῖο ἦταν νὰ γίνῃ παπᾶς. Καὶ σήμερα ποιός πατέρας ἢ μάνα θεωροῦν κα­μάρι ν’ ἀφιερωθῇ τὸ παιδί τους στὸ Θεό;

Ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα ὅμως ἦταν εὐσεβεῖς καὶ εὐγενεῖς. Γι’ αὐτὸ ὅταν ὁ Θεὸς τοὺς χάρισε ἕ­να χαριτωμένο κοριτσάκι, τὸ ὠνόμασαν Μαρία καὶ τὸ ἀφιέρωσαν στὸ Θεό. Τί σημαίνει τὸ ὄ­νομα Μαρία; Πολλὲς γυναῖκες ἔ­χουν τὸ ὄνομα αὐτό, ἀλλὰ δὲν ξέρουν τί σημαίνει. Μαρία εἶνε ἑβραϊκὴ λέξι καὶ σημαίνει «δέσποινα», «κυρία». Ὄχι κυρία νομάρχου, κυ­ρία εἰσαγγε­λέως, κυρία προέδρου, κυρία φρουράρ­χου· τίποτε ἀπ’ αὐτά. Ἀλλὰ Δέσποινα τοῦ κό­σμου, Δέσποινα τῶν ἀγγέλων, ὄν­τως Κυρία. Αὐτὸ εἶνε ἡ Παρθένος Μαρία.

* * *

Σήμερα λοιπὸν εἶνε παγκόσμιος χαρὰ ἐπὶ τῇ γεννήσει τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ποιοί χαίρουν μὲ τὴν ἑορτὴ τῆς Παναγίας μας; Χαί­ρει ἡ ἁγία Τριάς, Πατὴρ Υἱὸς καὶ ἅγιον Πνεῦ­μα, διότι βρέθηκε ἡ μόνη ἀξία γιὰ νὰ βαστάσῃ στὰ σπλάχνα της τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, βρέθηκε τὸ δοχεῖον τὸ καθαρόν, ἡ ὑπερευλογημέ­νη Θεοτόκος. Χαίρουν καὶ θαυμάζουν οἱ ἄγγελοι, γιατὶ βλέπουν ἕνα πλάσμα τῆς γῆς νὰ ὑ­ψώνεται πάνω ἀπὸ τὶς νεφέλες καὶ τὰ ἄ­στρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ νὰ γίνεται «τιμιωτέρα τῶν χε­ρουβὶμ καὶ ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν σε­ρα­φίμ»· χαίρει ἰδίως ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ, ποὺ εὐηγγελίσθη σ᾿ αὐτὴν τὸ «χαῖρε» (Λουκ. 1,28). Χαίρουν οἱ προφῆται, ἀπὸ τὸν Ἠσαΐα ποὺ τὴν ἀνήγγειλε πρὸ 800 ἐτῶν μέχρι τὸν τίμιο Πρό­δρομο ποὺ τὴν καλωσώρισε μὲ σκιρτήματα ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας του. Ἀγάλλονται οἱ δίκαιοι τῆς παλαιᾶς διαθήκης, ποὺ τὴν περί­μεναν ἐπὶ αἰῶνες. Χαίρει ὁ κόσμος ὅλος, ἀ­ναθαρροῦν οἱ ἁμαρτωλοὶ ποὺ βλέπουν ὅτι ἦρθε ἡ λύτρωσί τους.

Ὅλοι χαίρουν. Ἀλλὰ ἡ ἴδια ἡ Παναγία; Ἡ ἰδια ἡ Παναγία δὲν χαίρει. Εἶνε θλιμμένη. Ἂν μπορούσαμε νὰ τὴ δοῦμε, θὰ τὴ βλέπαμε ντυ­μέ­νη στὰ μαῦρα νὰ κλαίῃ, καὶ τὰ δάκρυά της νὰ πέφτουν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ κάτω στὴν ἁμαρτω­λὴ γῆ. Γιατί δὲν χαίρει ἡ Παναγία;

⃝ Πῶς νὰ χαίρῃ; Λυπᾶται πρῶτα-πρῶτα, διότι ὑπάρχουν στό­μα­τα ἀκάθαρτα καὶ ἀπαίσια, γεν­νήματα ἐχι­δνῶν, ποὺ βλαστημᾶνε τὸ ὄνομά της μέρα – νύ­­χτα. Καμμιά γυναίκα, ὁσοδήποτε ἁμαρτωλὴ καὶ νά ᾿νε, δὲν ὑβρίζεται ὅσο ὑβρί­ζε­ται ἡ Παναγία μας ἀπὸ τὰ στόματα τῶν Ἑλ­λήνων! Νὰ σᾶς πῶ ἕνα φοβερὸ πρᾶγμα; Ὁ Θε­ὸς νὰ μᾶς ἐλεήσῃ! Πέρα ἀπὸ τὸν Ἕβρο χιλιάδες Τουρκαλᾶδες εἶνε ἕτοιμοι νὰ μᾶς κό­ψουν μὲ τὰ σπαθιά, χιλιάδες Τοῦρκοι στρατι­ῶτες λυσσοῦν νὰ μᾶς σκοτώσουν μὲ τὰ ὅπλα. Ἀπ᾿ ὅλους αὐτοὺς οὔτε ἕνας, οὔτε ἕνας, δὲ βλαστημάει τὸν Ἀλλάχ! Νὰ προχωρήσω; Ἔρ­χονται στὸ γραφεῖο μου στρατιῶτες ἀπὸ τὴν Ἀλεξανδρούπολι, τὴν Κοζάνη καὶ ἀλλοῦ, κα­λὰ παιδιά, ποὺ πιστεύουν στὸ Θεό. Καὶ φρίττουν καὶ κλαῖνε καὶ μοῦ λένε· «Θὰ μᾶς τιμωρήσῃ ὁ Θεός. Ἀπ᾿ τὸ πρωῒ μέχρι τὸ βράδυ μικροὶ καὶ μεγάλοι βλαστημᾶνε». Πῶς νὰ μᾶς ἐλεήσῃ ὁ Θεός; Ὁ Τοῦρκος δὲ βλαστημάει τὸν Ἀλλάχ, κι ὁ Ἕλληνας στρατιώτης νὰ βλαστημάῃ τὰ θεῖα, καὶ κανείς νὰ μὴ διαμαρτύρεται! Τολμά­ει κανεὶς νὰ ὑβρίσῃ κάποιον ἀπὸ τοὺς ἑκάστο­τε ἄρχοντες; Ποιός; Ἄ, εἶνε μεγάλοι ὅλοι αὐ­τοί, καὶ μικρὸς ὁ Χριστός! Γι’ αὐτὸ εἶνε ντυ­μέ­νη στὰ μαῦρα ἡ Παναγιά. Θρηνεῖ γιὰ τὶς βλαστήμιες. Καὶ ὄχι μόνο τῶν ἀνδρῶν ἀλλὰ τελευταίως καὶ τῶν γυναικῶν. Ὣς τώρα ξέρα­με, ὅτι οἱ γυναῖκες τοὐλάχιστον δὲ βλαστη­μοῦν· τώρα μαθαίνω καὶ φρίττω, ὅτι καὶ οἱ γυναῖκες χυδαιολογοῦν καὶ βλαστη­μοῦν. Αὐ­τὸ δὲν τὸ πε­ρίμενα. Ἔτσι καταντήσαμε τὸ πιὸ βλά­στημο ἔθνος στὰ Βαλκάνια καὶ στὸν κόσμο ὅλο.

Ἡ Παναγία κλαίει ἀκόμη γιὰ τὴ φθορὰ τοῦ γυναικείου γένους. Ἕνας ἄλλος τύπος γυναι­κὸς ἐ­πικρατεῖ, ξένος πρὸς τὸν χαρακτῆρα τῆς ὀρ­θο­δόξου Ἑλληνίδος. Εἶνε ἡ γυναίκα μὲ τὸ παν­­τε­λόνι, ἡ γυμνή, μὲ τὸ τσιγάρο, μὲ τὰ βαμμέ­να νύ­χια καὶ τὰ κομμένα μαλλιά, ποὺ ἄφησε τὸ σπίτι καὶ τὰ παιδιά της καὶ συχνάζει ἀ­διάν­τροπη στὰ κέν­τρα. Θρηνεῖ ἡ Παναγιά μας γιὰ τὴν ἐγκατάλειψι καὶ διάλυσι τῆς οἰκογενείας, γιὰ τὶς πορνεῖες, τὶς μοιχεῖες, τὰ διαζύγια, γιὰ ὅλα τὰ κα­κὰ ποὺ ἔχουν ἐξαπλωθῆ γύρω μας.

Ντυμένη λοιπὸν στὰ μαῦρα ἡ Παναγιὰ γιὰ τὶς βλαστήμιες τῶν ἀντρῶν, γιὰ τὴ διαφθορὰ τῶν γυναικῶν, καὶ ἀκόμη γιὰ τὸ μεγάλο ἔγ­κλη­μα τῶν ἐκτρώσεων. Ἂν ἤμουν εἰσαγγελεὺς καὶ ἀστυνομία, θὰ ἔκανα ἔρευνα στὶς γυναικο­λογικὲς κλινικὲς καὶ θά ᾿βρισκα – τί θά ᾿βρισκα· τὰ κομματιασμένα ἔμβρυα ποὺ πετοῦν στοὺς ὀχετούς! Πόσα παιδάκια; 400.000 τὸ ἔ­τος! Ἀκοῦτε; 400.000! Γι’ αὐτὸ σβήνουμε ὡς ἔ­θνος. Στὴν Τουρκιὰ νά παιδιά, στὴν Ἀλμπάνια νά παιδιά… ᾿Εμεῖς μὲ τὶς ἐκτρώσεις ἔχουμε τὰ λιγώτερα παιδιά. Πλουτίσανε οἱ ἀθεόφοβοι γυναικολόγοι· παιδὶ καὶ λίρα, ἔκτρωσι καὶ λίρα. Μολύ­ναμε τὴ γῆ μας μὲ ἀθῷο αἷμα! Κλαίει ἡ Παναγιὰ γιὰ τὴν ἀθλιότητά μας.

Ντυμένη τέλος στὰ μαῦρα ἡ Παναγιὰ – για­τί; Γιατὶ πολλὲς ἐκκλησίες της, πέρα στὶς ἀλύτρωτες πατρίδες, ὅπως λ.χ. στὴν Κύπρο, δὲν λειτουργοῦν σήμερα. Πλῆθος ἐκκλησιὲς παν­τοῦ, μέσα σὲ χωριά, πάνω σὲ ὑψώματα, δί­πλα σὲ ἀκρογιάλια, ὄμορφες ἐκκλησιές, μνημεῖα τέχνης αἰώνων, ἀφιερωμένες στὸ ὄνομα τῆς Παναγίας (ἄλλη στὸ Γενέσιο, ἄλλη στὴν Κοί­μη­σι, ἄλλη στὸν Εὐαγγελισμὸ κ.λπ.), μένουν σήμερα κλειστές, ἢ εἶνε γκρεμισμένες καὶ βεβηλωμένες· μὲ τσακισμένους τοὺς σταυρούς, μὲ κλεμμένα ἢ πεταμένα τὰ ἅγια δισκοπότηρα, μὲ ἀναποδογυρισμένες τὶς κολυμ­βῆθρες, μὲ σπασμένες ἢ μουτζουρωμένες τὶς εἰκόνες, μὲ τοὺς τάφους ἀτιμασμένους… Ντυμέ­νη στὰ μαῦρα ἡ Παναγιὰ κλαίει. Κλαίει γιὰ μᾶς, κλαίει γιὰ τὴν Κύπρο, κλαίει ἡ γλυκειά μας Μάνα γιὰ ὅλο τὸν κόσμο.

* * *

Ἂς προσευχηθοῦμε, ἀγαπητοί μου, σήμερα. Ἂς κρατήσουμε τὴν πί­στι μας. Ἂς κλειστοῦμε στὰ σπίτια μας καὶ ἂς κλάψουμε κ᾿ ἐ­μεῖς μαζὶ μὲ τὴν Παναγία. Σὰν ἁμαρτωλοὶ ἐ­μεῖς ἂς θρηνήσουμε γιὰ τὰ ἁμαρτήματά μας. Κι ἂς πάρουμε μιὰ ἀπόφασι· νὰ ζήσουμε σύμ­φωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Υἱοῦ της τοῦ ἠγαπη­μένου, γιὰ νὰ ἔχουμε τὴν εὐλογία καὶ ὡς ἄτομα καὶ ὡς οἰκογένειες καὶ ὡς ἔθνος· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον Ιερό ναὸ του Αγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 7-9-1974 ἡμέρα Σάββατο βράδυ)

_________

ΣΕΡΒΙΚΑ

______

Септембар, Рођење Пресвете Богородице

У ЦРНО ОДЕВЕНА БОГОРОДИЦА

Данас, драги моји је радостан богомајчински празник. Славимо рођење Пресвете Богородице. Која је суштина празника и каква осећања буди у нама?

* * *

Као и сви други људи  и Богородица је на овај свет дошла од некога. Ко се родио од стене? Нико. Од једне мајке и од једног оца смо сви рођени. Богородица је имала родитеље. Мајка се звала Ана а отац Јоаким.

Они су били јако побожни људи, али бездететни. У оно време бездететност је сматрана несрећом. Ко је имао децу, сматран је срећним. Ко је имао више деце (5,6,7,8…), сви су га благосиљали. Онда су биле патријархалне породице. Данас се деца сматрају несрећом. Роде једно, на силу двоје, а више не, стоп! Бездететни родитељи су молили Бога дан-ноћ да им подари дете да би му га посветили. Где данас да нађемо такву мајку! Не постоји данас више такво расположење за давањем. Ускоро ће три професије нестати. А то су полицајац, болничар и свештеник. Зашто да полицајац чува ред,  и да долази у опасност, зашто да болничар бди целу ноћ поред болесника, боље да иде у неки ноћни клуб и пева, згрнуће доста пара.

А други је предмет исмејавања да буде свештеник, да би му на улици показивали ружне  хирономије? Не. Нестаће неколико тако неопходних професија и то ће бити знак напретка.

Остарили су Јоаким и Ана. Да ли може из једног пања да изађе цвет или из једне суве стене да изникне љубичица? Још мање из једне неплодне жене може да изађе цвет који се зове дете. Оно шта је цвет у природи и шта је звезда на небу, то је дете у породици, даје утеху, радост и весеље. Они су молили Бога да им дарује дете, да би му га посветили. Која мајка, када роди дечака, каже: «Боже мој, удостој ме да га посветим да постане свештеник или  монах»? Механичар, лекар, правник ће бити, то се сматрало великим. Свештеник?… Путовао сам једном у неко село иза Алиакмона, у Хаси, тамо су постојали крадљивци у брдима. Тамо када се рађао дечак, комшинице су благосиљале· «Госпа Марија, нек ти је жив, нек постане капетан!…». Да ли разумете? Први благослов је био да постане капетан а задњи да постане свештеник. И данас који отац или мајка сматра својим поносом да посвете своје дете Богу­?

Јоаким и Ана су били побожни и часни људи. Зато им је Бог подарио једну веселу девојчицу, назвали су је Марија и посветили су је Богу. Шта значи име Марија? Многе жене имају то име, али не знају шта оно значи. Марија је јеврејска реч и значи «господарица», «госпа». Не значи госпођа градоначелника, госпођа судије, госпођа председника, госпођа официра, ништа од тога. Значи Господарица света, Господарица анђела, заиста Госпа. То је Дјева Марија.

* * *

Данас је светско славље поводом рођења Пресвете Богомајке.  Ко се радује празнику наше Богородице? Радује се света Тројица, Отац, Син и Свети Дух, јер је пронађена једина достојна да понесе у својој утроби Реч Божију, пронађен је чисти сасуд, преблагословена Богомајка. Радују се и диве се анђели, је виде једно земаљско створење да се уздиже до облака и звезда небеских и постаје «часнија од херувима и славнија од серафима»· радује се и арханђел Гаврило, који јој је објаво «радуј се» (Лука. 1,28). Радују се пророци, од Исаије који је најавио пре 800 година па до часног Претече који је поздравио из мајчине утробе. Радују се праведни старог завета, који су је очекивали вековима. Радује се цео свет, охрабрују се грешници видећи да је стигло њихово избављење. Сви се радују. А Богородица? Да ли се она радује? Она је ожалошћена. Када бисмо могли да је видимо, видели бисмо да је обучена у црно и да плаче, а њене сузе да падају са неба доле на грешну земљу. Зашто се не радује Богородица?

Како да се радује? Жали пре свега, јер постоје нечиста уста и одурна, породи аспидини, који хуле на њено име дан-ноћ. Ни једна жена, колико и грешна да је, не псује се колико се псује наша Богородица из уста Грка(Срба)! Рећи ћу вам једну страшну ствар. Бог нек нам се смилује! Иза Евра око хиљаде Турака су спремни да нас покосе са њиховим мачевима, а хиљаде Турака са оружјем једва чекају да нас побију. Од свих њих ни један, ни један, не псује Алаха! Да наставим?Долазе у моју канцеларију војници из Александропоља, из Козанија и из других места, добра деца, која верују у Бога. Они се грозе и плачу говорећи ми.· «Бог ће нас казнити. Од јутра па до вечери мали и велики псују». Како да нам се смилује Бог?Турчин не псује Алаха, а Грчки војник да псује божанско, и нико да не протествује! Да ли се усуђује неко да псује некога од постојећих владара? Ко? А не, они су велики а Христос је мали! Зато је обучена у црно Богородица. Жали због псовки. И не само мушкараца, али и у последње време жена. До, сада смо бар знали да жене  не псују, а сада сам чуо и грозим се, да и жене говоре ружне речи и да псују. То нисам очекивао. Тако да смо доживели да смо најхулнија нација на Балкану и на целом свету.

⃝ Богородица плаче и због пада женског рода. Данас влада један други тип жене, супротан опису православне Гркиње. То је жена у панталонама, обнажена, са цигаретом, са намазаним ноктима и одсеченом косом, која је напустила своју кућу и децу и цео дан се налази по разним центрима забаве. Жали наша Богородица због напуштања  и  раздора породице, због ванбрачних заједница, због прељубе, због  развода, због свих  зала  која  су се одомаћила код нас

⃝ Обучена је у црно Пресвета због псовки мушкараца и због посрнућа жена, а посебно због великог злочина који се назива чедоморство. Да сам судија или полицајац, вршио бих истраживања на гинеколошким клиникама и проналазио бих шта– шта бих проналазио·  да искомадане ембрионе бацају у одводе за канализацију !Колико деце? 400 на годину! Чујете ли! 400! Зато се гасимо као народ. У Турској има деце, у Албанији има деце… А ми са чедоморствима имамо најмање деце. Обогатили су се незнабожни гинеколози , деца и паре, чедоморство и паре. Нечисте паре. Загађујемо нашу земљу са недужном крвљу! Плаче Богородица због наше духовне пропасти.

⃝ На крају обучена у црно Богородица – зашто? Зато што многе њене цркве, у неизбављеним домовинама, као нпр. Кипар, не служе данас. Мноштво цркава свуда, у селима, на узвишењима, поред обала, лепе цркве, споменици вековних техника, посвећене у име Пресвете Богородице (неке Рођењу, неке Успењу, неке Благовестима итд.) остају данас затворене или су порушене и похаране са поломљеним крстовима,  са покраденим и побацаним светим чашама, крстионицама са поломљеним и измуљаним иконама, са обешчашћеним гробовима… Обучена у црно Пресвета плаче. Плаче због нас, плаче за Кипром, плаче наша слатка Богомајка за целим светом. Помолимо се драги моји, данас. Задржимо нашу веру. Затворимо се у своје куће и плачимо и ми заједно са Пресветом. Као грешници ми да жалимо због својих сагрешења. И донесимо одлуку да живимо сагласно са вољом њеног вољеног Сина, да бисмо имали благослов као особе и породице и као народ. Амин.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον Ιερό ναὸ του Αγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 7-9-1974 ἡμέρα Σάββατο βράδυ)

(Говор Митрополита Флорине о. Августина Кандиота у Светом храму Светог Пантелејмона у Флорини 7-9-1974 у Суботу увече)

______________

ΣΤΑ ΡΟΥΜΑΝΙΚΑ

_______________

PREDICA MITROPOLITULUI AUGUSTIN DE FLORINA LA
NAŞTEREA PREASFINTEI NĂSCĂTOARE DE DUMNEZEU

– 8 SEPTEMBRIE –

PREASFÂNTA ÎMBRĂCATĂ ÎN NEGRU

Astăzi, iubiţii mei, este o sărbătoare de bucurie a Maicii lui Dumnezeu. Sărbătorim Naşterea Preasfintei Născătoare de Dumnezeu. Care este conţinutul sărbătorii şi ce simţăminte ne trezeşte?

***

Ca toţi oamenii, aşa şi Preasfânta a venit în lume prin cineva. Cine s-a născut din stâncă? Nimeni. Dintr-o mamă şi dintr-un tată ne-am născut cu toţii. Şi Preasfânta a avut părinţi: mama sa se numea Ana, iat tatăl ei Ioachim.
Erau oameni foarte evlavioşi, dar fără copii. Şi atunci lipsa copiilor era considerată o ruşine. Cine avea copii era considerat fericit. Cel care avea mulţi copii (cinci, şase, şapte, opt…) era fericit de ceilalţi. Acelea erau familii patriarhale. Acum, copiii sunt consideraţi nenorociri. Nasc unul, cu greu doi, mai mult nu, stop! Asta este un blestem. Aşadar, acel cuplu fără copii Îl ruga pe Dumnezeu zi şi noapte să le dea un copil, ca să i-L închine Lui.
Unde sunt astăzi astfel de mame?! Nu mai există dispoziţia de a oferi. Peste puţină vreme trei meserii vor dispare: poliţistul, sora medicală şi clericul. De ce poliţistul să păzească ordinea şi să fie în pericol? De ce sora medicală să înnopteze lângă bolnav şi să nu se ducă să cânte la un club şi să adune bani? Şi e fraier altul care se face preot, pentru că-i fac pe drum gesturi ruşinoase? Nu. Vor dispare câteva astfel de meserii necesare şi asta va fi un semn de decădere.
Aşadar, Ioachim şi Ana erau înaintaţi în vârstă. Se poate însă ca dintr-un butuc să iasă o floare şi dintr-o stâncă uscată să răsară un crin? În măsura în care dintr-o femeie stearpă poate răsări o floare, care se numeşte copil. Ceea ce este floarea pentru natură, ceea ce este steaua pentru cer, aceasta este copilul pentru familie. Dă mângâiere, bucurie şi veselie.
Îl rugau pe Dumnezeu să le dea un copil, ca să I-l închine. Care mamă, când naşte un băieţel, zice: „Dumnezeul meu, învredniceşte-mă să-l închin, să fie un preot, să fie un călugăr”? Să fie mecanic, medic, avocat. Acestea sunt considerate lucruri mari. Preot?… M-am dus odată în nişte sate, dincolo de Aliakmona, în Hasia, acolo unde erau hoţi în munţi. Acolo, când se năştea un băieţel, vecinele îi urau: ”Chira Maria, să-ţi trăiască, să devină căpitan!…”. Dacă însă copilaşul se îmbolnăvea şi era în primejdie să moară, atunci ziceau: „Să trăiască şi să se facă chiar şi preot”. Aţi înţeles? Primul lucru este să devină căpitan, al doilea, cel din urmă era să devină preot. Şi astăzi, care tată sau mamă consideră o cinste să-şi închine copilul lui Dumnezeu?
Ioachim şi Ana însă erau evlavioşi şi de viţă nobilă. De aceea, când Dumnezeu le-a dăruit o fetiţă gingaşă, au numit-o Maria şi au închinat-o lui Dumnezeu. Ce înseamnă numele Maria? Multe femei au acest nume, dar nu ştiu ce înseamnă. Maria este un cuvânt evreiesc şi înseamnă „stăpână”, „doamnă”. Nu doamnă de primar, nu doamnă de procuror, nu doamnă de preşedinte, nu doamnă de comandant de piaţă. Nimic din acestea. Ci Stăpână a lumii, Stăpână a îngerilor, cu adevărat Doamnă. Aceasta este Fecioara Maria.

***

Aşadar, astăzi este o bucurie universala întru Naşterea Preasfintei Născătoare de Dumnezeu. Cine se bucură de sărbătoarea Preasfintei noastre? Se bucură Sfânta Treime, Tatăl Fiul şi Sfântul Duh, pentru că s-a aflat singura femeie vrednică ca să poarte în cele dinlăuntru ei pe Cuvântul lui Dumnezeu, s-a găsit Vasul cel curat, Preabinecuvântata Născătoare de Dumnezeu. Se bucură şi se minunează îngerii, pentru că văd o făptură de pe pământ, înălţându-se mai presus de nori şi de stelele cerului şi se face „mai cinstită decât heruvimii şi mai slăvită fără de asemănare decât serafimii”; se bucură în mod deosebit Arhanghelul Gavriil, care a binevestit acesteia: „Bucură-te!” (Luca 1, 28). Se bucură proorocii, de la Isaia care a anunţat-o cu 800 de ani înainte până la cinstitul Înaintemergător care a salutat-o prin săltările din pântecele mamei lui. Se bucură drepţii Vechiului Testament, care au aşteptat-o de veacuri. Se bucură lumea întreagă, păcătoşii se îmbărbătează pentru că văd că le-a venit izbăvirea.
Toţi se bucură. Dar ea, Preasfânta? Ea, Preasfânta nu se bucură. Este tristă. Dacă am putea s-o vedem, am vedea-o îmbrăcată în negru şi plângând, iar lacrimile ei căzând din cer jos, pe pământul păcătos. De ce nu se bucură Preasfânta?
Cum să se bucure? Se întristează mai întâi de toate pentru că există guri necurate şi sinistre, pui de vipere, care-i înjură numele zi şi noapte. Nicio femeie, oricât de păcătoasă ar fi, nu este înjurată atât cât e înjurată Preasfânta noastră de gurile elinilor! Să vă spun un lucru groaznic? Dumnezeu să ne miluiască! Dincolo de Evros mii de turculeţi sunt gata să ne taie cu săbiile, mii de soldaţi turci turbează să ne ucidă cu armele. Dar din toţi aceştia nici unul, nici unul nu înjură de Alah! Să merg mai departe? Vin la biroul meu soldaţi din Alexandrupoli, din Kozani şi din altă parte, copii buni, care cred în Dumnezeu. Şi se îngrozesc şi plâng şi-mi zic: „Ne va pedepsi Dumnezeu. De dimineaţa până seara şi cei mici şi cei mari înjură”. Cum să se milostivească Dumnezeu de noi? Turcul nu-l înjură pe Alah, dar soldatul elin să înjure cele dumnezeieşti şi nimeni să nu protesteze?! Îndrăzneşte cineva să jignească pe vreunul din comandanţii respectivi? Cine? A, toţi aceştia sunt mari, iar Hristos este mic! De aceea este îmbrăcată în negru Preasfânta. Se tânguieşte pentru înjurături. Şi nu doar pentru ale bărbaţilor, ci mai nou şi pentru ale femeilor. Până acum ştiam, că femeile cel puţin nu înjură. Acum aflu şi mă cutremur, că şi femeile vorbesc vulgar şi înjură. La asta nu mă aşteptam. În felul acesta am ajuns poporul care înjură cel mai mult în Balcani şi-n toată lumea.
Preafânta mai plânge şi pentru pervertirea genului feminin. Predomină un alt tip de femeie, străin de caracterul elinidei ortodoxe. Este femeia cu pantaloni, goală, cu ţigară, cu unghiile vopsite şi cu părul tăiat, care şi-a lăsat casa şi copiii şi frecventează fără ruşine cluburile. Preasfânta noastră se tânguieşte pentru părăsirea şi destrămarea familiilor, pentru curvii, adultere, divorţuri, pentru toate relele care s-au întins în jurul nostru.
Aşadar, Preasfânta e îmbrăcată în negru, pentru blasfemiile bărbaţilor, pentru depravarea femeilor şi încă pentru marea crimă a avorturilor. Dacă aş fi fost procuror şi poliţie, aş fi făcut anchetă în clinicile ginecologice şi aş fi găsit – ce-aş fi găsit? – embrionii făcuţi bucăţi, care sunt aruncaţi în canale. Câţi copilaşi? Patru sute de mii pe an! Auziţi? Patru sute de mii! De aceea ne stingem ca popor. În Turcia, iată copii, în Albania, iată copii… Noi, din cauza avorturilor, avem cei mai puţini copii. S-au îmbogăţit ginecologii atei şi fără frică de Dumnezeu; copilul şi lira, avortul şi lira. A spurcat pământul nostru cu sânge nevinovat! Plânge Preasfânta pentru ticăloşia noastră.
În sfârşit, Preasfânta este îmbrăcată în negru. – De ce? Pentru că multe din bisericile ei, dincolo, în teritoriile ocupate, ca de pildă Cipru, astăzi nu sunt în funcţiune. Mulţime de biserici de peste tot, din sate, de pe înălţimi, de pe lângă ţărm, minunate biserici, monumente ale artei de secole, ridicate în numele Preasfintei (una la Naştere, alta la Adormire, alta la Buna Vestire etc.) sunt astăzi închise sau sunt dărâmate şi profanate; cu crucile rupte, cu sfintele vase – discul şi potirul – furate sau aruncate, cu cristelniţele răsturnate, cu icoanele sparte sau desfigurate, cu mormintele necinstite… Îmbrăcată în negru, Preasfânta plânge. Plânge pentru noi, plânge pentru Cipru, plânge dulcea noastră Mamă pentru întreaga lume.

***

Să ne rugăm, iubiţii mei, astăzi. Să ne păstrăm credinţa. Să ne închidem în casele noastre şi să plângem şi noi împreună cu Preasfânta. Noi, ca nişte păcătoşi, să ne tânguim pentru păcatele noastre. Şi să luăm o hotărâre: Să trăim potrivit voii Fiului ei Cel iubit, ca să avem binecuvântarea şi ca persoane şi ca familie şi ca neam. Amin.

†Episcopul Augustin
(Omilia Mitropolitului de Florina, Părintele Augustin Kandiotis,
în Sfânta Biserică a Sfântului Pantelimon Florina, 7.09.1974, sâmbătă seara)

959

MITROPOLITULUI AUGUSTIN DE FLORINA
PREDICA LA 8 ŞI 9 SEPTEMBRIE:

NAŞTEREA PRESFINTEI NĂSCĂTOARE DE DUMNEZEU ŞI

POMENIREA SFINŢILOR IOACHIM ŞI ANA

UNICA FIICĂ

+Pe 8 septembrie, iubiţilor, avem sărbătoare şi praznic. Pe 9 septembrie avem din nou sărbătoare şi praznic. Sfânta noastră Biserică pe 8 septembrie sărbătoreşte şi prăznuieşte Naşterea Preasfintei Născătoare de Dumnezeu. Pe 9 septembrie sărbătoreşte pomenirea părinţilor Preasfintei Născătoare de Dumnezeu, a lui Ioachim şi a Anei. Ca să înţelegem şi să simţim măreţia acestor două sărbători, trebuie să ne aruncăm o privire în Lumea Antică, de dinainte ca evlavioşii părinţi Ioachim şi Ana să o nască pe Născătoarea de Dumnezeu.

***

Toţi ştim istoria lui Adam şi a Evei. Au fost primii oameni pe care i-a zidit Dumnezeu. I-a pus într-un loc cu totul minunat, care avea toate bunurile. Se numea rai. Adam şi Eva trăiau acolo fericiţi. Nici foame, nici sete, nici boală, nici moarte nu existau acolo. Răul, care în mii de forme bate astăzi lumea, nu exista. Din păcate, întâii-zidiţi nu au păzit porunca pe care le-a dat-o Dumnezeu. Porunca era: Să nu mâncaţi din rodul doar al unui copac. Era grea porunca asta? Nu. Pentru că alte mii de copaci fructiferi, plini de roade dulci, erau la dispoziţia lor. Dacă Dumnezeu le spunea că doar dintr-un copac aveau dreptul să mănânce roade şi din toţi ceilalţi nu, atunci o astfel de poruncă ar fi părut grea. Dar diavolul a invidiat fericirea celor întâi zidiţi şi a început să-L acuze şi să-L calomnieze pe Dumnezeu pentru această poruncă. A venit şi i-a spus Evei că nu respectarea poruncii, ci încălcarea poruncii îi va face fericiţi. Din păcate, Eva a dat atenţie cuvintelor diavolului, a fost biruită de ispită, a mâncat din fructul oprit şi l-a făcut şi pe bărbatul ei să mănânce şi el.
Întâii-zidiţi nu L-au ascultat pe Dumnezeu, ci pe diavol. Şi consecinţa? Din clipa în care au încălcat porunca lui Dumnezeu n-au mai avut nicio linişte. I-a cuprins teama. Păcătuiseră. Nu mai aveau loc în rai. Au fost izgoniţi de acolo. Uşa raiului se închise. Un înger cu o sabie de foc o păzea şi nimeni nu mai putea să deschidă şi să intre.
Dar cu toată nenorocirea pe care a suferit-o neamul omenesc din cauza neascultării celor întâi-zidiţi, omenirea avea o nădejde, că într-o zi, toate răutăţile, toate nenorocirile se vor sfârşi şi va începe o nouă perioadă de viaţă fericită pentru lumea întreagă. Şi nădejdea aceasta nu a fost mincinoasă. A dat-o Dumnezeu. Da, însuşi Dumnezeu, Care i-a izgonit din rai pe Adam şi pe Eva, a spus diavolului, care ca un şarpe pătrunse în rai şi-i rătăci pe cei întâi-zidiţi, acestui întâi-lucrător al răului şi al nenorocirii: Duşmănie va fi între tine şi femeie, între sămânţa ta şi urmaşii ei. Dar un urmaş îndepărtat al Evei, pe care tu ai înşelat-o, va ridica război împotriva ta cu putere. Te va învinge, îţi va sparge capul, iar tu îi vei răni călcâiul, adică îi vei pricinui o mică şi neînsemnată rană (Facere 3, 15). Aceste cuvinte sunt prima profeţie care s-a dat omenirii. Această profeţie a fost o rază de mângâiere. Dumnezeu va învinge, iar nu diavolul.
Şi lumea aştepta să se împlinească această profeţie. Aştepta să vină Cel Puternic, Cel care avea să-l învingă pe diavol şi să dăruiască biruinţă împotriva păcatului şi a patimilor. Îl aştepta pe Mesia. Mesia, adică Hristos, avea să se nască din femeie. Dar ce fel avea să fie femeia aceasta? Fecioară, zice Proorocul Isaia (Isaia 7, 14). O fecioară va naşte pe Mântuitorul lumii. Un lucru nemaiauzit!
Au trecut multe secole, lumea aştepta. Mii şi milioane de femei s-au născut. Multe din ele s-au învrednicit să nască prunci aleşi, care au devenit bărbaţi renumiţi, care s-au evidenţiat în meşteşuguri, în ştiinţe, în bogăţie, în putere, în lupte şi în războaie. Dar nicio femeie nu a fost găsită vrednică să-L nască pe Hristos. Femeia, care avea să-L nască pe Hristos, trebuia să fie curată, să fie cu desăvârşire şi pe de-a-ntregul o femeie deosebită. Să le întreacă pe toate în virtute, în curăţie, în bunătate. Să strălucească ca soarele, să fie albă ca zăpada. Să răspândească bunămireasmă ca şi crinul. Să fie mai curată decât strălucirile soarelui, mai înaltă decât proorocii şi patriarhii şi chiar decât înşişi îngerii şi arhanghelii. Preasfânta a fost minunea lui Dumnezeu. Unica femeie din lume a fost Fecioara. Din neîntinatele ei sângiuri a luat trup Fiul lui Dumnezeu.
Ce limbă va putea să laude în cântări după vrednicie pe Preasfânta? Sfânta noastră Biserică în cinstea Presfintei Născătoare de Dumnezeu a consfinţit multe sărbători. Iar una din acestea este Naşterea, adică ziua în care s-a născut Preasfânta. Luaţi aminte. Pe toţi sfinţii îi prăznuim în ziua în care au închis ochii în această lume deşartă. S-au născut păcătoşi şi au murit sfinţi. În timp ce Maicii Domnului nu doar Sfânta Adormire îi sărbătorim, ci şi Naşterea. Şi astfel, mărturisim că chiar dintru început Preasfânta a fost Cea Curată şi Neprihănită, Vasul străfulgetor al Harului lui Dumnezeu, în care s-a sălăşluit Dumnezeiescul Mărgăritar, Hristos. Din ziua naşterii Preasfintei a început să cadă pe pământ ploaia de aur, dumnezeiescul har. Sărbătoarea Naşterii ei este începutul mântuirii lumii.

***

Dar Biserica nu cinsteşte doar pe Preasfânta Născătoare de Dumnezeu. Cinsteşte după cuviinţă şi pe părinţii ei, pe Ioachim şi pe Ana. A hotărât ca în ziua următoare sărbătorii Naşterii să se sărbătorească şi să se prăznuiască pomenirea părinţilor ei.
Ioachim şi Ana! Au fost una din cele mai alese şi iubite perechi din Lumea Antică. Însă un vierme le mânca inima şi nu-i lăsa să se bucure de bucuria lui Dumnezeu. Nu aveau niciun copil. Erau sterpi. Era o epocă în care se socotea blestem, dacă cineva nu avea copii. În schimb, acum, în epoca satanică în care trăim, lumea se fereşte de copii mulţi ca de un blestem şi foloseşte toate mijloacele necinstite şi criminale, ca să nu-i aducă pe lume. Însă în acea epocă pruncul îl socoteau ca dar al lui Dumnezeu. Şi Ioachim şi Ana se considerau pe ei nenorociţi, pentru că nu aveau niciun copil. Ani la rând se rugaseră lui Dumnezeu să le dea un copil. Şi Dumnezeu a auzit rugăciunea lor. S-a întâmplat minunea. În pântecele Anei, care era stearpă, în cele dinlăuntru ale ei de marmură, a răsărit floarea. S-a născut copila. Acesteia i-au dat dulcele nume de Maria. Astfel, unei mici minuni, naşterea unei copile din mamă stearpă, îi urmează cealaltă, minunea neasemuit mai mare, Naşterea lui Hristos din Fecioară.

***

Aşadar, să cântăm cu veselie şi noi: „Naşterea ta, de Dumnezeu Născătoare, bucurie a vestit la toată lumea; că din tine a răsărit Soarele Dreptăţii, Hristos, Dumnezeul nostru, şi dezlegând blestemul a dat binecuvântare şi stricând moartea ne-a dăruit nouă viaţă veşnică”.

(traducere: Frăţia Ortodoxă Misionară „Sfinţii Trei Noi Ierarhi”, sursa: „Myripnoa anthi”, Atena, 2007)

Νοικοκυρα και ιεραποστολος

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Αυγ 1st, 2011 | filed Filed under: εορτολογιο

Κοίμησις Θεοτόκου (Λκ. 10,38-42· 11,27-28)

Νοικοκυρα και ιεραποστολος

«Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία» (Λουκ. 10,41-42)

Μαρθα & Μαριαholy_bible copyΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, σὲ ὅλους τοὺς ναοὺς τῆς Ὀρθοδοξίας ἑορτάζεται ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου καὶ διαβάζεται τὸ εὐαγγέλιο ποὺ ἀκούσαμε. Σ᾽ αὐτὸ ὁ εὐαγγελιστὴς Λου­κᾶς περιγράφει μὲ ζωηρὰ χρώματα ἕνα ἐπεισόδιο τῆς ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, μέσα ἀπὸ τὸ ὁποῖο μᾶς δίνει τὴν εἰκόνα δύο ἀξιολόγων γυναικῶν. Εἶνε οἱ ἀδελφὲς τοῦ Λαζάρου Μάρθα καὶ Μαρία. Καὶ οἱ δύο ἀγαποῦσαν τὸ Χριστό. Ἀλ­λὰ λόγῳ χαρακτῆρος ἐξ­εδήλωσαν τὴν ἀγάπη τους κατ᾽ ἄλλο τρόπο ἡ μία καὶ κατ᾽ ἄλλον ἡ ἄλλη. Καὶ οἱ δύο εἶνε ἄξι­ες μιμήσεως. Μακά­ρι νὰ εἴχαμε καὶ στὴν ἐποχή μας γυναῖκες ποὺ νὰ μοιάζουν, ἂν ὄχι στὴν Παναγία ποὺ εἶνε ἄ­φθαστη κι ἀν­επανάληπτη, τοὐλάχιστον σ᾽ αὐτές.
Ἀλλ᾽ ἂς δοῦμε μὲ συντομία τὴν περικοπή.

* * *

Σὲ μικρὴ ἀπόστασι ἔξω ἀπ᾽ τὰ Ἰεροσόλυμα ἦταν ἕνα χωριό, ἡ Βηθανία. Συχνὰ πήγαινε ἐ­κεῖ ὁ Χριστός, διότι ὑπῆρχε ἡ οἰκογένεια αὐ­τὴ μὲ τὴν ὁποία συνδεόταν. Ἔρχεται λοιπὸν καὶ τώρα στὸ σπίτι τους. Ἡ Μάρθα μόλις τὸν εἶ­δε ἔτρεξε νὰ τὸν ὑποδεχθῇ κι ἀμέσως ἀνασκουμπώθηκε νὰ τὸν περιποιηθῇ. Πῆγε στὸ μαγειρεῖο, ἄναψε φωτιὰ καὶ ἄρχισε νὰ μαγειρεύῃ. Γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσῃ, ἑτοίμαζε φαγητὸ ἐκλεκτὸ βάζοντας ὅλη τὴν τέχνη της.
Τί λέτε σεῖς, ἔκανε ἄσχημα; Ποιός θὰ τὴν κα­τηγορήσῃ; Καλὰ ἔκανε. Πρῶτα – πρῶ­τα, για­τὶ ὁ Χριστὸς εἶ­χε ἀ­­νάγκη τροφῆς. «Ἀν­ενδεὲς τὸ θεῖ­ον», λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἡ θεότης δὲν ἔ­χει ἀνάγκες. Ὁ Χριστὸς ὅμως δὲν ἦταν μόνο Θεός· ἦταν καὶ ἄνθρωπος, εἶχε σῶμα καὶ πεινοῦσε. Ὁ ἴ­διος ἄλλωστε στὴν περι­κοπὴ τῆς δευτέρας παρουσίας δίδαξε τὴ φιλο­ξενία. «Ξένος ἤ­μην, καὶ συνηγάγε­τέ με», δὲν εἶχα ποῦ νὰ μείνω, εἶπε, καὶ μὲ φιλοξενήσατε (Ματθ. 25,35).
Συνεπῶς δὲν μποροῦμε νὰ κατακρίνουμε τὴ Μάρθα γιατὶ ἑτοίμαζε φαγητό. Κάπου ἀλλοῦ εἶνε τὸ σφάλμα της. Ἐνῷ δηλα­δὴ ἐκείνη κάνει αὐτὸ ποὺ νομίζει καλό, ἀπαιτεῖ νὰ κάνῃ τὸ ἴδιο καὶ ἡ ἀδελφή της. Ἀλλὰ ἡ Μαρία, μόλις πῆ­γε ὁ Χριστός, πῆρε ἕνα σκαμνί, κάθη­σε κον­τὰ στὰ πόδια του καὶ ἄκουγε τὴ διδα­χή του. Καὶ ἦ­ταν τόσο εὐχαριστημένη! Σὰν μέ­λισσα στὸ ἄν­θος, σὰν πρόβατο στὸ χορτά­ρι, σὰν βρέφος στὸ μαστὸ τῆς μάνας, ἔτσι ῥουφοῦσε τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἦταν στὴ γῆ, βρισκόταν σ᾽ ἄλλο κόσμο.
Αὐτὸ τὸ αἰσθάνονται μόνο ὅσοι πιστεύουν. Λέει ὁ φιλόσοφος Πλάτων· ἂν πάρῃς μιὰ κιθά­ρα καὶ πᾷς στὸ στάβλο ποὺ εἶνε τὰ γαϊδούρια καὶ τοὺς παίξῃς μουσική, δὲν πρόκειται νὰ κατα­λάβουν. Ἔτσι μοιάζουν καὶ ὡρισμένοι ἄνθρω­ποι. Γι᾽ αὐ­τὸ ὁ Κύριος μίλησε γιὰ ᾽κείνους πού, ἐνῷ ἔχουν αὐτιά, δὲν ἀκοῦνε (βλ. Μᾶρκ. 8,18).
Ἐνῷ λοιπὸν ἡ Μαρία ἦταν ἀφωσιωμένη στὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ἔρχεται ἡ Μάρθα καὶ λέει· Κύριε, δὲ μὲ σκέπτεσαι ποὺ ἡ ἀδελφή μου μ᾽ ἄφησε μόνη νὰ ἑτοιμάζω; πές της λοι­πὸν νὰ ᾽ρθῇ νὰ μὲ βοηθήσῃ. Καὶ τότε ὁ Χριστὸς ἀ­πήντησε μὲ τὰ περίφημα ἐκεῖνα λόγια, ποὺ ἑρ­μηνεύονται διαφορετικὰ καὶ παρεξηγοῦνται· «Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία» (Λουκ. 10,41-42).
Τί θέλει νὰ πῇ ὁ Χριστὸς μὲ τὰ λόγια αὐτά; Κατηγορεῖ τὴ Μάρθα; Ὄχι. Ἁπλῶς τῆς κάνει μία ἐλαφρὰ παρατήρησι. Ἐκτιμῶ, λέει, τὴν ἀ­γάπη καὶ τὴ φιλοξενία σου, ἀλλά γιατί κουρά­ζεσαι τόσο; Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀπ᾽ αὐτοὺς ποὺ ἀ­ρέ­σκομαι σ᾽ αὐτά. Μοῦ φτάνει ἕνα ἁπλὸ φαγητό, ὥστε νὰ σοῦ μείνῃ καιρὸς νὰ ἔρθῃς κ᾽ ἐ­σὺ ἐ­δῶ ν᾽ ἀκούσῃς. Ἡ Μαρία ὅμως διάλεξε τὴν καλὴ μερίδα, ν᾽ ἀκούῃ δηλαδὴ τὰ λόγια μου, ποὺ εἶνε τροφὴ πνευματικὴ καὶ θεία.
Ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χριστοῦ φαίνονται τὰ θετικὰ στοιχεῖα τῶν δύο ἀδελφῶν, καὶ σ᾽ αὐτὰ θέλω νὰ στρέψουμε τώρα τὴν προσοχή.

* * *

⃝ Ἡ Μάρθα εἶνε σύμβολο τῆς νοικοκυρᾶς. Σήμερα ἡ νοικοκυρά, ποὺ φροντίζει τὴν οἰ­κογέ­νεια καὶ τὸ σπίτι, μαγειρεύει κ.λπ., ἔχει γί­νει πρᾶγμα σπάνιο. Παλαιότερα οἱ γυναῖκες ἰ­δίως τοῦ χωριοῦ κοπίαζαν πάρα πολὺ ―καὶ πέ­θαιναν νωρίς―, ἐνῷ οἱ ἄν­τρες κάθονταν στὰ καφενεῖα. Τώρα οἱ γυναῖκες, ἰδίως τῶν πόλεων, κατήργησαν τὸ νοικοκυριό. Πολλὲς δουλειὲς δὲν τὶς ξέρουν· δὲν πλένουν, δὲ μαγειρεύουν. Βάφονται, περιποιοῦνται ἐπὶ ὧρες τὸν ἑαυτό τους. Κι ἂν τοὺς ἔρθῃ ξένος, δὲν τοῦ κάνουν τραπέζι στὸ σπίτι· τὸν πηγαίνουν σὲ ἑστιατόρια. Ἄλλαξε ἡ νοοτροπία, ἔγινε ἀ­μερικάνικη, μὲ μύρια κακὰ ἐπακόλουθα.
Εὐτυχὴς ὁ ἄντρας ποὺ ἔχει γυναῖκα νοικοκυρά. Μοῦ ᾽λεγε ἕνας καθηγητὴς πανεπιστημίου· Δόξα τῷ Θεῷ δὲν ἔκανα τὸ σφάλμα νὰ πάρω γυναῖκα ὑπάλληλο· πῆγα στὸ χωριό μου, ἔψαξα καὶ βρῆκα νοικοκυρά… Τώρα δυστυ­χῶς καὶ στὰ συνοικέσια στόχος εἶνε τὸ «παραδάκι»! Ζητοῦν γυναῖκα ἐργαζομένη, νὰ ἔχῃ θέσι καὶ νὰ εἰσπράττῃ μισθό. Δὲ βλέπουν τὶς συνέπειες. Πολλὲς φορὲς ζεύγη ὑπαλλήλων διαλύονται. Κι ὅταν δὲν διαλύ­ωνται, οἱ σύζυγοι ξεφεύγουν ἀπὸ τὸ ῥόλο τους. Διότι ἡ νοικοκυρὰ εἶνε στὸ σπίτι βασίλισσα, ποὺ κρατάει τὴν οἰκογένεια. Κι ὅταν αὐτὴ δὲν μένῃ στὸ σπίτι, συχνὰ ὑποχρεώνεται ὁ ἄντρας νὰ κάνῃ γυναικεῖες δουλειές. Ἔχω παράδει­γμα ὑπάλληλο, τμηματάρχη ὑπουργείου, ποὺ ἡ γυναίκα του τὸν ὑποχρεώνει νὰ πλένῃ τὰ πιάτα. Δὲν εἶ­νε ἀσφαλῶς κακὸ αὐτό, εἶνε ὅμως ἐναλλα­γὴ τῶν θέσεων. Ἀλλὰ τὸ πιὸ σοβαρὸ εἶνε, ὅτι τὰ παιδιὰ μένουν ἐγκατελειμμένα καὶ ἀνεπιτήρητα, καὶ γίνονται κακομαθημένα. Γι᾽ αὐτὸ ἡ Γραφὴ λέει, ὅτι ὅποιος βρῆκε γυναῖκα νοικο­κυρά, βρῆκε θησαυρό (βλ. Παροιμ. 31,10)
Ἡ Χριστιανὴ γυναίκα, μὲ πρότυπο τὴ Μάρθα, πρέπει νά ᾽νε νοικοκυρά. Ἂς προσέξῃ ὅμως ἕνα ἄλλο πρᾶγμα· νὰ μὴν τὴν ἀπορροφήσῃ τελείως τὸ νοικοκυριό. Γιατὶ αὐτὸ πάλι εἶνε ἄλλο κακό. Οὔτε τὸ ἕνα, οὔτε τὸ ἄλλο. Σὲ κάποιο χωριὸ στενοχωρήθηκα ὅταν βγήκαμε ἀ­πὸ τὴ λειτουργία. Μέσα στὴν ἐκκλησία ἦταν μόνο ἄντρες καὶ κάτι παιδιά· γυναίκα καμμιά. Τὶς εἶχαν ἀγγαρέψει οἱ ἄντρες καὶ ἀπ᾽ τὸ πρωὶ ἔψηναν, γιὰ νὰ ἐπακολουθήσῃ φαγοπότι.
Στὰ παλιὰ τὰ εὐλογημένα χρόνια, ποὺ οἱ Χρι­στιανοὶ φρόντιζαν καὶ γιὰ τὶς γυναῖκες τους, μιλοῦσαν ὅπως ὁ Χριστός· «Μάρθα, κάνε φαγητὰ ἁπλᾶ». Βρῆκα διαβάζοντας, ὅτι στὴ Μακεδονία Κυριακὴ καὶ γιορτὴ δὲν μαγείρευε ἡ γυναίκα· ἑτοίμαζε τὸ φαγητὸ ἀπὸ τὸ Σάββατο, γιὰ νὰ μπορῇ νὰ λειτουργηθῇ καὶ αὐτή. Τώρα ἡ καημένη ἡ γυναίκα οὔτε Κυριακὲς οὔτε ἑ­ορ­τὲς μπορεῖ νὰ χαρῇ. Ἡ ἑορτὴ καὶ ἡ ἀργία εἶνε καὶ γιὰ τὴ γυναῖκα. «Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ πε­ρὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία».
⃝ Ἡ ἄλλη, τώρα, ἀδελφή, ἡ Μαρία. Εἶνε ἡ πιστὴ καὶ πνευματι­κὴ γυναίκα, τῆς ὁποίας τὴν στάσι ἐπαινεῖ ὁ Κύριος. «Μαρία δὲ τὴν ἀ­γα­θὴν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ᾽ αὐτῆς». Εἶνε σύμβολο τῆς ἱεραποστόλου. Γυναῖκες σὰν αὐτὴν εἶνε ἀκόμη περισσό­τερο δυσεύρετες. Ἂν εἶνε σπάνιο σήμερα νὰ βρεθῇ νοικοκυρά, πολὺ πιὸ σπάνιο εἶνε νὰ βρεθῇ γυναίκα ἱεραπόστολος, ἀφιερωμένη στὰ ἔργα τῆς Ἐκκλησίας, τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης. Ὅλη τὴν πόλι νὰ κοσκινίσῃς, δὲ βρίσκεις τέτοια πρόσωπα, πρόσωπα ἀφωσιωμένα ὄχι πλέον στὸ παιδὶ στὸν ἄντρα καὶ στὸ σπίτι, ἀλλὰ στὸ Θεὸ καὶ τὴ διακονία τοῦ πλησίον. Ὑπηρετοῦν σὲ νοσοκομεῖα καὶ ἄλλα φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα χωρὶς μισθό! Καὶ τὸ λυπηρὸ εἶνε ὅτι, ἀντὶ μισθοῦ καὶ ἀναγνωρίσεως, εἰσπράττουν πολλὲς φορὲς ἀπὸ ὡρισμένους τὴν περιφρόνησι καὶ τὸν χλευαστικὸ χαρακτηρισμὸ «γεροντοκόρες». Ὄχι, κύριοι! Εἶνε ἡρωικὰ καὶ ἱερὰ πρόσωπα αὐτά, ἰδεολόγοι· εἶνε Μαρίες τῆς ἐποχῆς μας. Στὸ ἐκκλησιαστικὸ γηροκομεῖο Φλωρίνης ὑπάρχουν γέρον­­τες ποὺ οἱ δικοί τους τοὺς ἄφησαν καὶ τοὺς ὑπηρετοῦν ἱεραποστολικὲς γυναῖκες.
Οἱ ἀφιερωμένες γυναῖκες δὲν θεωροῦν τὴ ζωή τους ἄκαρπη οὔτε τὰ χρόνια τους χαμένα. Δὲν εἶνε χαμένος ὁ χρόνος ποὺ ἀφιερώνει ὁ ἄνθρωπος στὸ Θεό· ὁ χρόνος τῆς προσευχῆς, τοῦ ἐκκλησιασμοῦ, τῆς μελέτης τῆς Γραφῆς, τῆς συμμετοχῆς στὰ μυστήρια, τῆς ἐξομολογήσεως, τῆς ἐπισκέψεως ἀσθενῶν, τῆς ὑ­πηρεσίας ἐν γένει σὲ ἔργα ἀγάπης. Γι᾽ αὐτὸ οἱ σπάνιες αὐτὲς γυναῖκες ἔχουν μεγάλη ἀξία.

* * *

Ὁ κόσμος, ἀγαπητοί μου, δὲν ἔχει ἀ­νάγ­κη ἀπὸ μοντέρνες γυναῖκες· ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ Μάρθες καὶ Μαρίες, ἀπὸ νοικοκυρὲς καὶ ἱεραποστόλους, ποὺ θὰ ἀνορθώσουν τὴν οἰκογένεια καὶ θὰ ξαναφέρουν στὴν κοινωνία τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἀνθρωπιά.
Ὦ πατρίδα μας, πότε θ᾽ ἀποκτήσῃς τέτοιες γυναῖκες; Μπῆκε δυστυχῶς τὸ πνεῦμα τῆς μόδας, ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τοῦ ἐκφυλισμοῦ καὶ τῆς διαφθορᾶς κι ἀπὸ τὸ ἄλλο τοῦ ὑλισμοῦ καὶ τῆς ἀθεΐας, καὶ ἀλλοίωσε τὸν χαρακτῆρα τῶν Ἑλληνίδων, τὶς ἔκανε ἀγνώριστες.
Εἴθε ὁ Θεός, διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, νὰ φωτίσῃ τὶς Ἑλληνίδες νὰ ξαναγίνουν νοικοκυρὲς καὶ ἱεραπόστολοι, πρὸς δόξαν καὶ τιμὴν τῆς ἁγίας Τριάδος· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἱ. μονὴ Κοιμήσεως Θεοτόκου Κλαδορράχης – Φλωρίνης 15-8-1976)

____________________

ΡΟΥΜΑΝΙΚΑ

__________________

PREDICĂ A MITROPOLITULUI AUGUSTIN DE FLORINA LA

ADORMIREA MAICII DOMNULUI

(Luca 10, 38 – 42; 11, 27-28)

O GOSPODINĂ ŞI O MISIONARĂ

“Marto, Marto, te sileşti şi te îngrijeşti de multe; dar un singur lucru trebuieşte”
(Luca 10, 41 – 42)

Astăzi, iubiţii mei, în toate bisericile Ortodoxiei se prăznuieşte Adormirea Născătoarei de Dumnezeu şi se citeşte Evanghelia pe care aţi auzit-o. În aceasta, Evanghelistul Luca descrie în culori vii un episod din viaţa lui Iisus Hristos, prin care ne oferă o imagine a două femei deosebite. Sunt surorile lui Lazăr: Marta şi Maria. Amândouă Îl iubeau pe Hristos. Dar potrivit caracterului fiecăreia, îşi arătau iubirea lor într-un fel una, într-un fel alta. Dar amândouă sunt vrednice de urmare. Măcar de-am avea în epoca noastră femei care să semene, dacă nu Preasfintei (Maicii Domnului), care este de neajuns şi irepetabilă, cel puţin acestora. Dar să vedem pericopa.

***

La o mică distanţă, în afara Ierusalimului, era un sat, Betania. Hristos mergea acolo adesea, pentru că exista familia aceasta cu care avea o legătură. Deci şi acum vine în casa lor. Marta, doar ce L-a văzut, a alergat să-L primească şi imediat s-a suflecat ca să aibă grijă de El. S-a dus la bucătarie, a aprins focul şi-a început să gătească. Ca să-I mulţumească a pregătit o masă aleasă, folosindu-se de toată arta ei.

Ce ziceţi voi, a făcut rău? Cine o va acuza pentru asta? Bine a făcut. Mai întâi şi întâi, pentru că Hristos avea nevoie de hrană. “Dumnezeirea nu are trebuinţe sau nevoi”, zice Sfântul Ioan Damaschinul. Hristos însă nu era doar Dumnezeu. Era şi Om, avea trup şi flămânzea. De altfel, El însuşi în pericopa celei de-a Doua Veniri a învăţat ospitalitatea. “Străin am fost şi M-aţi primit”, n-am avut unde să rămân – a zis – şi Mi-aţi oferit ospitalitate (Matei 25, 35).

Prin urmare, nu putem s-o acuzăm pe Marta, că a pregătit de mâncare. Altundeva trebuie căutată greşeala ei. Adică: deşi ea face ceea ce crede că este bine, pretinde să facă acelaşi lucru şi sora ei.

Dar Maria, doar ce a venit Hristos, a luat un scaun, s-a aşezat lângă picioarele Lui şi asculta învăţătura Sa. Şi era atât de mulţumită! Ca o albină pe-o floare, ca o oaie la iarbă, ca un prunc la sânul mamei, aşa sorbea cuvintele lui Dumnezeu. Nu mai era pe pământ, se afla în altă lume. Acest lucru îl simt doar cei care cred. Spune filosoful Platon: Dacă iei o chitară şi mergi în grajd, unde sunt măgarii, şi începi să le cânţi, nu vor înţelege nimic. Aşa sunt şi unii oameni. De aceea, Domnul a vorbit pentru cei care au urechi, dar nu aud (vezi Marcu 8, 18). Aşadar, în timp ce Maria era ataşată de învăţătura lui Hristos, vine Marta şi zice: Doamne, nu te gândeşti la mine, că sora mea m-a lăsat singură să pregătesc? Spune-I dar să vină să mă ajute. Şi atunci Hristos i-a răspuns cu acele renumite cuvinte, care sunt explicate în mod diferit şi răstălmăcite:

“Marto Marto, te sileşti şi te îngrijeşti de multe; dar un singur lucru este de trebuinţă” (Luca 10, 41-42).

Ce vrea să spună Hristos prin cuvintele acestea? O acuză pe Marta? Nu. Doar că-i face o uşoară observaţie. Zice: Preţuiesc dragostea şi ospitalitatea ta, dar de ce te osteneşti atât? Eu nu sunt din aceia care îşi găsesc plăcerea în ele. Îmi ajunge o mâncare simplă, aşa încât să-ţi rămână vreme să vii şi tu aici să asculţi. Maria însă şi-a ales partea cea bună, adică să asculte cuvintele Mele, care sunt hrană duhovnicească şi dumnezeiască.
În aceste cuvinte a lui Hristos se văd însuşirile pozitive ale celor două surori, şi asupra acestora vreau să ne îndreptăm acum atenţia.

***

Marta este simbolul gospodinei. Astăzi, gospodina care se îngrijeşte de familie şi de casă, găteşte etc., a devenit un lucru rar. Mai demult, femeile, îndeosebi de la sat se osteneau foarte mult – şi mureau devreme – în timp ce bărbaţii stăteau la cafenele. Acum, femeile, îndeosebi de la oraşe, au desfiinţat gospodina. Multe lucruri nu ştiu. Nu spală, nu gătesc. Se vopsesc, se îngrijesc ore întregi de ele însele. Şi dacă le vine vreun străin, nu-i oferă o masă în casă. Îl duc la restaurante. S-a schimbat mentalitatea, a devenit americană, de unde şi mii de rele.

Fericit bărbatul care o are pe femeia lui gospodină. Ne spunea un profesor universitar: Slavă lui Dumnezeu!, că n-am făcut greşeala de a-mi lua o femeie funcţionar, angajată. M-am dus în satul meu, am căutat şi am găsit o gospodină… Acum, din nefericire, şi în cadrul tratativelor de căsătorie, la peţire, scopul este “cât îi dai”! Caută femeie care să lucreze, să aibă o poziţie şi să câştige salariu. Nu-i interesează consecinţele. De multe ori o pereche de funcţionari se desparte. Şi atunci când nu se despart, soţii se abat de la rolul lor. Pentru că gospodina este în casă regina, care ţine familia. Şi dacă ea nu stă acasă, adeseori este nevoit bărbatul să facă treburile femeieşti. Un exemplu: Un funcţionar, şeful unui birou ministerial, a cărui femeie îl obligă să spele farfuriile. Cu siguranţă asta nu e rău, dar este schimbarea poziţiilor. Însă lucrul cel mai grav este că pruncii sunt părăsiţi şi nesupravegheaţi şi se învaţă rău, devin obraznici. De aceea, Scriptura zice că cei care şi-au găsit o femeie gospodină, şi-au găsit comoara (vezi Pilde 31,10).

Femeia creştină, după modelul Martei, trebuie să fie gospodină. Să ia aminte însă la un alt lucru: să nu fie absorbită cu totul de gospodărie. Pentru că, iarăşi, asta este un alt rău. Nici una, nici alta. Într-un sat, m-am supărat când am ieşit de la Liturghie. În biserică erau doar bărbaţi şi nişte copii. Dar nicio femeie. Bărbaţii le obligau la muncă şi de dimineaţă făceau grătar ca să urmeze cheful, chiolhaua. În anii de demult, cei binecuvântaţi, în care creştinii se îngrijeau şi de femeile lor, vorbeau ca Hristos: “Marto, fă mâncăruri simple”. Citind, am aflat că în Macedonia, în duminici şi sărbători, femeia nu găteau. Pregătea mâncarea de sâmbătă, ca să poată să meargă şi ea la Liturghie. Acum, sărmana femeie, nici în duminici şi sărbători nu poate să se bucure. Sărbătoare şi nelucrare este şi pentru femeie. “Marto, Marto, te îngrijeşti şi te sileşti spre multe; dar un singur lucru trebuieşte”.

Acum, cealaltă soră, Maria. Este femeia credincioasă şi duhovnicească, a cărui poziţie Domnul o laudă. “Iar Maria partea cea bună şi-a ales care nu se va lua de la ea.” Este un simbol al misionarului. Femei de acestea sunt şi mai greu de găsit. Dacă astăzi este greu să găseşti o gospodină, apoi şi mai greu este să găseşti o femeie misionar, dedicată lucrărilor Bisericii, lucrărilor iubirii. Tot oraşul să-l cerni, nu vei afla astfel de persoane, persoane dedicate nu doar copilului, bărbatului şi casei, ci lui Dumnezeu şi slujirii aproapelui. Slujesc în spitale şi în alte aşezăminte filantropice fără salariu! Şi ceea ce este mai trist este faptul că, în loc de salariu şi recunoaştere, de multe ori se aleg din partea unora cu dispreţul şi caracterizarea persiflantă de “fete pentru bătrâni”. Nu, domnilor! Aceste persoane sunt eroice şi sfinte, ideologi. Sunt Mariile epocii noastre. La Azilul Bisericesc din Florina există bătrâni pe care ai lor i-au părăsit, dar îi îngrijesc femei misionare.

Femeile afierosite, dedicate, nu-şi consideră viaţa irosită, nici anii pierduţi. Timpul pe care oamenii îl închină lui Dumnezeu nu este timp pierdut. Timpul rugăciunii, al mersului la biserică, al studiului Scripturii, al participării la Taine, al Mărturisirii păcatelor, al vizitării bolnavilor, al slujirii – în general – în faptele iubirii. De aceea, aceste rare femei au o mare valoare.

***

Lumea, iubiţii mei, nu are nevoie de femei moderne. Are nevoie de Marte şi de Marii, de gospodine şi de misionari, care vor reclădi familia şi vor readuce în Biserică Lumina lui Hristos şi omenia.

O, patria noastră, când vei câştia astfel de femei? Din nefericire, a intrat duhul modei, dintr-o parte al depravării şi al corupţiei, iar din alta al materialismului şi ateismului, şi a deformat caracterul elinidelor, le-a făcut de nerecunoscut.
Fie ca Dumnezeu, prin mijlocirile Preasfintei Născătoare de Dumnezeu, să le lumineze pe elinide să devină din nou gospodine şi misionare, spre slava şi cinstea Sfintei Treimi. Amin.

†Episcopul Augustin

(Omilia Mitropolitului de Florina, Părintele Augustin Kandiotis în Sfânta Mănăstire a Adormirii Născătoarei de Dumnezeu din Kladorrahis – Florina, 15.08.1976)

Sursa: “Ne vorbeşte Părintele Augustin…”

_

Υπακοη στο θελημα του Θεου

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιούλ 20th, 2011 | filed Filed under: Român (ROYMANIKA), εορτολογιο

Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος

6 Αὐγούστου

Υπακοη στο θελημα του Θεου

«Καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπη­τός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε» (Ματθ. 17,5)

metamorfosiΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΜΑΣ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ μόνη ἀληθινὴ στὸν κόσμο. Ὅσο διαφέρει τὸ διαμάντι ἀπὸ τὰ χαλίκια, τόσο διαφέρει ἡ δική μας θρησκεία ἀπ᾽ ὅλες τὶς θρησκεῖες τοῦ κόσμου. Καὶ εἶνε ἡ μόνη ἀληθινή, διότι αὐτὸς ποὺ ἵδρυσε τὴν ἁγία μας Ἐκκλησία δὲν εἶνε ἕ­νας ἄνθρωπος ὅπως ὅλοι ἐμεῖς, ἀλλὰ εἶνε Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, Θεάνθρωπος. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς εἶνε Θεός. Τὸ φωνάζουν οἱ ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, οἱ προφῆται, μυριάδες ἄνθρωποι· τὸ φωνάζουν καὶ τὰ ἀμέτρητα θαύματα ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων. Ἕνα δὲ ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα θαύματά του εἶνε αὐτὸ ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα· ἡ Μεταμόρφωσις.

Ἂς δοῦμε μὲ λίγα λόγια τὸ θαῦμα αὐτὸ καὶ τί μᾶς διδάσκει.

* * *

Ὅταν ὁ Χριστὸς γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παν­α­γία, φαινόταν στὸν κόσμο σὰν ἕνας κοινὸς ἄνθρωπος, σὰν ὁ πιὸ φτωχὸς ἄνθρωπος. Ὅ­λοι ἐμεῖς κάποιο σπιτάκι ἔχουμε, κανείς δὲν εἶνε ἄστεγος· ἐκεῖνος δὲν εἶχε ποῦ νὰ μείνῃ. Ὅταν κάποιος θέλησε νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ, ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε· «Τὰ πουλιὰ κ’ οἱ ἀλεποῦδες ἔχουν φωλιές, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔ­χει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ», δὲν ἔχει ποῦ νὰ γείρῃ τὸ κεφάλι του (Ματθ. 8,20· Λουκ. 9,58). Ροῦχα πολυτελῆ δὲ φοροῦσε, λεπτὰ στὴν τσέπη δὲν εἶχε, μὲ τὰ πόδια βάδιζε ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριὸ γιὰ νὰ κηρύξῃ τὸ εὐαγγέλιο. Βλέπον­τάς τον λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι ἔτσι, δὲν μποροῦσαν νὰ φανταστοῦν ὅτι κάτω ἀπὸ τὴν ταπεινὴ αὐτὴ ἐμφάνισι κρύβεται τὸ θεῖο μεγαλεῖο, κρύβεται ἡ θεότης.

Ξέρετε τί ἔκανε ὁ Χριστός; Κάτι σὰν ἐκεῖνο ποὺ ἔκανε κάποτε ἕνας βασιλιᾶς τῆς ῾Ρωσίας πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια, τὸν καιρὸ τῶν τσάρων. Αὐτὸς μέσα στὸ παλάτι φοροῦσε κορώνα στὸ κεφάλι, ἦταν ντυμένος τὴ στολὴ μὲ τὰ σπαθιὰ καὶ τὰ διάσημα, κι ὅταν ἔβγαινε ἔξω ὅλοι τὸν προσκυνοῦσαν. Καταλάβαινε ὅμως, ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶνε τυπικὰ καὶ κρύβουν ὑποκρισία. Γι᾽ αὐτὸ τί ἔκανε· μιὰ νύχτα ἔβγαλε τὴν κορώ­να, τὰ σπαθιὰ καὶ τὰ μεταξωτὰ ροῦ­χα, ντύθηκε τὰ ροῦχα ἑνὸς ζητιάνου, πῆρε ἕ­να ῥαβδὶ καὶ ξυπόλητος ἄρχισε νὰ περιοδεύῃ ἀνάμεσα στοὺς ὑπηκόους του. Ὅλοι τὸν ἔ­διω­χναν, ἔβαζαν καὶ τὰ σκυλιὰ νὰ τὸν κυνηγοῦν· κανείς δὲ φανταζόταν, ὅτι κάτω ἀπ᾽ τὰ κουρέλια κρύβεται ὁ αὐτοκράτωρ πασῶν τῶν ῾Ρωσιῶν· μόνο μιὰ καλύβα ἔξω ἀπ’ τὴ Μόσχα ἄνοιξε καὶ τὸν δέχτηκε… Κάτι παρόμοιο λοι­πὸν ἔκανε καὶ ὁ Χριστός μας. Δὲν παρουσιάστηκε πάνω στὴ γῆ ὡς βασιλεὺς τῶν ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, μὲ τὸ ἐκθαμβωτικὸ μεγαλεῖο τῆς θεότητός του. Παρουσιάστηκε ὡς ἕνας φτωχὸς κοινὸς ἄνθρωπος, καὶ γι᾽ αὐτὸ λίγοι τὸν πίστεψαν.

Ἀλλὰ σήμερα, τὴν ἁγία αὐτὴ ἡμέρα, ὁ Χριστὸς ἔδειξε ὅτι εἶνε Θεός. Πῶς τὸ ἔδειξε; Μὲ τὸ θαῦμα ποὺ ἔκανε. Ἡ Μεταμόρφωσις εἶνε ἕνα θαῦμα διαφορετικὸ ἀπὸ τὰ ἄλλα. Ἔκανε θαύματα ὁ Χριστὸς στὴ φύσι· στὴ θάλασσα, στὴν ξηρά, στὰ δέντρα, σὲ πολλὰ κτίσματά του· ἀλλὰ τὸ θαῦμα αὐτὸ τὸ ἔκανε πάνω στὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Δηλαδή;

Πῆρε τοὺς τρεῖς μαθητάς, τὸν Πέτρο τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη, κι ἀνέβηκαν σ᾽ ἕνα ψη­λὸ βουνό, ποὺ μέχρι σήμερα ὑπάρχει καὶ αὐ­τὴ τὴν ἅγια ἡμέρα ἀνεβαίνει ἐκεῖ ὁ πατρι­άρχης τῶν ῾Ρωμαίων – τῶν Ἑλλήνων καὶ γίνεται πάντοτε θεία λειτουργία εἰς τιμὴν καὶ μνή­μην τοῦ γεγονότος. Ἐνῷ λοιπὸν ὁ Χριστὸς ἦ­ταν στὸ Θαβὼρ μὲ τοὺς τρεῖς μαθητάς, ξαφνι­κὰ τί ἔγινε· τὸ ταπεινό του πρόσωπο, ποὺ δὲν διέφερε ἀπὸ τὸ πρόσωπο κάθε ἀνθρώπου, ἄ­στραψε σὰν τὸν ἥλιο, λὲς καὶ κατέβηκε ὁ ἥ­λιος κάτω στὴ γῆ, καὶ τὰ φτωχά του ροῦχα, ποὺ ὕφανε στὸν ἀργαλειὸ ἡ Παναγία, ἔγιναν λευκὰ σὰν τὸ φῶς. Ἦταν μία θεία μεγαλοπρέ­πεια! Δίπλα του, δεξιὰ καὶ ἀριστερά, παρουσι­άστηκαν δυὸ γνωστὲς φυσιογνωμίες καὶ συν­ωμιλοῦσαν μαζί του· ὁ ἕνας ἦταν ὁ Μω­υσῆς, πού ᾽χε πεθάνει πρὶν δυὸ χιλιάδες χρόνια, καὶ ὁ ἄλλος ὁ Ἠλίας, ποὺ τὸν πῆρε στὸν οὐ­ρανὸ ὁ Θεὸς ὅπως γνωρίζουμε. Ὁ Πέτρος ἔκ­θαμβος λέει· Ἐδῶ νὰ μείνουμε, Κύριε, νὰ μὴν κατεβοῦ­με πλέον κάτω (μπροστὰ σ’ ἐκεῖνο τὸ θέ­αμα λησμόνησε γυναῖκα, παιδιά, συγγενεῖς)· ἂν θέλῃς, νὰ φτειάξουμε τρεῖς σκηνές· μία γιὰ σέ­να, μία γιὰ τὸ Μωυσῆ, καὶ μία γιὰ τὸν Ἠ­λία (γιὰ τὸν ἑαυτό του δὲν ἤθελε τίποτε· τοῦ ἔ­φτανε ποὺ ἔβλεπε τὸ Χριστό). Κ’ ἐνῷ ἔ­λεγε αὐ­τά, μιὰ νεφέλη, ἕνα σύννεφο φωτεινό, τοὺς σκέπασε, κι ἀπὸ τὴ νεφέλη ἀκούστηκε φωνὴ νὰ λέῃ· «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπη­τός, ἐν ᾧ εὐ­δόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε» (Ματθ. 17,5). Μόλις οἱ τρεῖς μαθηταὶ ἄκουσαν τὰ λόγια αὐ­τά, ἔπεσαν ἔντρομοι μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ. Ὁ Χριστὸς πλησιάζει, τοὺς ἀγγίζει καὶ λέει· «Σηκω­θῆτε καὶ μὴ φοβεῖσθε». Ὅταν σήκωσαν τὰ μάτια εἶδαν μόνο τὸν Ἰησοῦ. Καὶ καθὼς κατέβαι­ναν ἀπὸ τὸ Θαβὼρ τοὺς ἔδωσε ἐντολή· «Μὴν πῆτε σὲ κανένα αὐτὸ ποὺ εἴ­δατε, μέχρις ὅτου ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀ­ναστηθῇ ἐκ νεκρῶν».

* * *

Αὐτὸ εἶνε τὸ σημερινὸ θαῦμα. Δὲν τὸ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι; δικαίωμά τους. Ἐμεῖς τὸ πιστεύουμε. Σήμερα ὁ Χριστὸς μὲ τὴ μεταμόρ­­φωσι τοῦ προσώπου του ἔδειξε ὅτι εἶ­νε Θεός.

Ὅλα ὅσα ἀκούσαμε εἶνε διδακτικά· τὸ Θαβώρ, ἡ νεφέλη, ὁ Μωυσῆς, ὁ Ἠλίας, ὁ Πέτρος, ὁ Ἰάκωβος, ὁ Ἰωάννης, ὅλα διδάσκουν. Ἀλλὰ ἐγὼ ἀπ᾽ ὅλα αὐτὰ θέλω νὰ προσέξετε ἕνα μόνο· τὴ φωνὴ ποὺ ἔλεγε «αὐτοῦ ἀκούετε».

Ἔδωσε ἐντολὴ ὁ οὐρανὸς ν᾽ ἀκοῦμε τὸ Χρι­­στό. Αὐτὸς εἶνε ὁ ἀρχηγός μας κ’ ἐμεῖς πρέπει νὰ πειθαρχοῦμε σ’ Αὐτόν, ὅ,τι λέει νὰ τὸ ἐκτελοῦμε. Αὐτὴ εἶνε ἡ ὑποχρέωσι κάθε Χριστιανοῦ· εἴτε παπᾶς εἴτε πατριάρχης εἴτε λα­ϊ­κὸς εἶνε, ὅ,τι νά ᾽νε, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ βαπτίστηκε στὴν κολυμβήθρα καὶ δὲν εἶνε πλέον εἰ­δωλολάτρης ἄπιστος καὶ ἄθεος ἀλλὰ ἔγινε Χριστιανός ―πῆρε τὸ ὄνομα τὸ ἀνώτερο ἀπ᾽ ὅλα―, ἀπὸ τὴν ὥρα αὐτὴ ἀνήκει πλέον στὸ Χρι­στό. Καὶ ὅπως ὁ μαθητὴς ὑπακούει στὸ δά­σκα­λο, ὁ στρατιώτης στὸν ἀξιωματικό, ὁ ἀσθε­νὴς στὸ γιατρό, ὁ ναύτης στὸν πλοίαρχο, ἔτσι ἐ­μεῖς πρέπει νὰ ὑπακούουμε στὸ Χριστό.

Καὶ γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· ὑπακούουμε ἐμεῖς στὸ Χριστό; Ἂς βάλῃ ὁ καθένας τὸ χέρι στὴν καρδιὰ καὶ ἂς ἐξετάσῃ. Τί ζητάει ὁ Χριστός;

⃝ Ἂς πάρουμε μία ἐντολή. Μᾶς λέει, ὅτι πρέπει ἕξι μέρες νὰ δουλεύουμε, ἀλλὰ τὴν Κυρι­ακὴ ὅλοι στὴν ἐκκλησία (βλ. Ἔξ. 20,8-10· Δευτ. 5,12-15). Τὸ κάνουμε; Δὲν τὸ κάνουμε. Ἐλάχιστες οἱ ἐξαιρέσεις. Στὴν Πρέσπα εἶνε ἕνα μικρὸ χω­ριό, ἡ Ὀξυά, κοντὰ στὴ λίμνη. Πῆγα, χτύπησα τὴν καμπάνα. Δεκαοχτώ κάτοικοι; δεκαοχτὼ παρόντες, οὔτε ἕνας δὲν ἔλειπε! Κατὰ κανόνα ὅμως ὁ κόσμος δὲν ἐκκλησιάζεται.

⃝ Ἄλλη ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ εἶνε νὰ ἐξομολο­γούμεθα. Ἂν σᾶς ρωτήσω ἕναν – ἕνα, κι ἀ­πὸ σᾶς ὡρισμένοι δὲν ἔχουν ἐξομολογηθῆ ἀφ’ ὅτου γεννήθηκαν. Ἐλάχιστοι ἐξομολογοῦν­ται, πολὺ λίγοι· οἱ περισσότεροι εἶνε ἀνεξομολόγητοι.

⃝ Μᾶς λέει ὁ Χριστὸς νὰ μελετοῦμε τὴν ἁγία Γραφή. Τὸ κάνουμε; Εἶμαι σίγουρος ὅτι ῥαδι­όφωνο ἀκοῦτε, τηλεόρασι βλέπετε, ἐφημερίδες διαβάζετε, ἀλλὰ Εὐαγγέλιο; τίποτα!

⃝ Μᾶς λέει ὁ Χριστός, ὅτι οἱ σύζυγοι πρέπει νὰ εἶνε ἀγαπημένοι. Οὔτε αὐτὴ ἡ ἐντολὴ ἐκ­τελεῖται. Καὶ ἐνῷ στὰ παλιὰ τὰ εὐλογημένα χρόνια καὶ ἡ λέξις διαζύγιο ἦταν ἄγνωστος, τώρα ἄνοιξε φάμπρικα τοῦ διαβόλου καὶ τὰ ζευγάρια διαλύονται. Ξένες γυναῖκες, διεφθαρ­μένες, μᾶς ἦρθαν· γιατὶ ἔπεσε χρῆμα· κι ὅ­που πέσῃ χρῆμα, ἐκεῖ ἔρχεται διαφθορά.

* * *

«Αὐτοῦ ἀκούετε», εἶνε ἡ ἐντολὴ τοῦ οὐρανοῦ. Ἐμεῖς ὅμως φράξαμε τ᾽ αὐτιά μας μὲ βουλοκέρι καὶ δὲν θέλουμε ν᾽ ἀκούσουμε. Ἀλλοῦ τεντώνουμε τὸ αὐτὶ ν’ ἀκούσουμε τὰ ψέματα· τὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μᾶς λέει τὰ σωστά, δὲν θέλουμε νὰ τὴν ἀκούσουμε.

Τί θὰ γίνῃ; Ἐμένα ῥωτᾶτε; Δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ μᾶς ὁ Χριστός· ἐμεῖς τὸν ἔχουμε ἀνάγκη. Ἀνοῖξτε τὶς προφητεῖες· τί λέει ὁ Ἠσαΐας; «Ἐ­ὰν θέλητε καὶ εἰσακούσητέ μου, τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς φάγεσθε». Ἂν μ’ ἀκούσετε, θὰ ἔχετε ὅλα τ’ ἀγαθὰ τῆς γῆς· ἐὰν δὲ μ’ ἀκούσετε, «μά­χαι­ρα ὑμᾶς κατέδεται», θὰ περάσετε ἀπ᾽ τὸ μαχαίρι, θὰ σᾶς φάῃ τὸ μαχαίρι (Ἠσ. 1,19-20).

Καὶ ἔρχεται, ἔρχεται τιμωρία μεγάλη· ἀστρο­πελέκια, σεισμοί, πόλεμοι, «Ἁρμαγεδών» (Ἀπ. 16,16). Σὲ μία νύχτα θ᾽ ἀδειάσουν οἱ πόλεις κι ὅσοι προλάβουν θὰ πιάσουν τὰ βουνά. Διότι ὅλοι μας, παπᾶδες – δεσποτάδες, μικροὶ – μεγάλοι, φύγαμε ἀπ’ τὸ Θεό, δὲν τὸν ἀκοῦμε.

Μακάριος ὅποιος ὑπακούει στὸ Χριστό.

Ταῦτα, ἀγαπητοί, καὶ εἴθε ὁ Θεὸς διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου νὰ ἐλεήσῃ καὶ νὰ σώσῃ ἡμᾶς· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Oμιλία Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό της Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου Ἀρδάσσης – Ἑορδαίας 6-8-1976)

__________

STA ROYMANIKA

____________

MITROPOLITUL AUGUSTIN DE FLORINA

PREDICĂ LA SCHIMBAREA LA FAŢĂ

ASCULTARE FAŢĂ DE VOIA LUI DUMNEZEU

Şi iată glas din nori zicând: Acesta este Fiul Meu cel iubit, întru Care am binevoit. Pe Acesta să-L ascultaţi!”

(Matei 17, 5)

Religia noastră, iubiţii mei, este singura adevărată în lume. Pe cât se deosebeşte diamantul de pietriş, atât se deosebeşte religia noastră de toate religiile din lume. Şi este singura adevărată, pentru că Cel care a întemeiat Sfânta noastră Biserică nu este un om, ca noi toţi, ci este Dumnezeu şi om, Dumnezeu-Om. Domnul nostru Iisus Hristos este Dumnezeu. O strigă îngerii şi arhanghelii, proorocii, miriade de oameni. O strigă şi nenumăratele minuni pe care le-a făcut, le face şi le va face până la sfârşitul veacurilor. Iar una din cele mai mari minuni ale Sale este aceasta pe care o sărbătorim astăzi: Schimbarea la Faţă. Să vedem în câteva cuvinte această minune şi ce anume ne învaţă.

Când Hristos s-a născut din Preasfânta, s-a arătat în lume ca un om comun, ca cel mai sărac om. Noi toţi avem o căsuţă; nimeni nu este fără acoperiş. El nu a avut unde să locuiască. Când cineva a vrut să-L urmeze, Hristos i-a spus: „Păsările şi vulpile au cuiburi, dar Fiul Omului nu are unde să-Şi plece capul” (Matei 8, 20; Luca 9, 58). Haine scumpe n-a purtat. Bani în buzunar nu a avut, pe jos mergea din sat în sat ca să propovăduiască Evanghelia. Aşadar, văzându-L oamenii aşa, nu au putut să-şi imagineze că sub această înfăţişare smerită se ascunde dumnezeiasca măreţie, se ascunde Dumnezeirea.
Ştiţi ce a făcut Hristos? Ceva asemănător cu ce a făcut odată un împărat din Rusia, înainte cu mulţi ani, în vremea ţarilor. Acesta, în palat, purta coroană pe cap, era îmbrăcat în veşmânt, cu sabie şi însemnele regale, iar când ieşea afară toţi i se închinau. A înţeles însă că toate acestea sunt formale şi ascund o ipocrizie. De aceea, ce a făcut? Într-o noapte şi-a scos coroana, sabia şi hainele de mătase, s-a îmbrăcat în hainele unui cerşetor, a luat un toiag şi a început să se plimbe desculţ printre supuşii săi. Toţi îl alungau. Puneau şi câinii să-l alunge. Şi nimeni nu-şi închipuia că sub zdrenţe se ascunde ţarul tuturor ruşilor. Doar o colibă din afara Moscovei s-a deschis şi l-a primit… Aşadar, ceva asemănător a făcut şi Hristosul nostru. Nu S-a arătat pe pământ ca un împărat al îngerilor şi arhanghelilor, cu măreţia orbitoare a Dumnezeirii Sale. S-a arătat ca un om comun şi sărac, şi, de aceea, puţini au crezut în El.
Dar astăzi, în această sfântă zi, Hristos a arătat că este Dumnezeu. Cum a arătat-o? Prin minunea pe care a făcut-o. Schimbarea la Faţă este o minune diferită de celelalte. Hristos a făcut minuni în natură: pe mare, pe uscat, în copaci, în multe făpturi ale Sale; dar această minune a făcut-o asupra propriei Sale Persoane. Adică?

I-a luat pe cei trei ucenici – Petru, Iacov şi Ioan, şi s-au suit pe un munte înalt, care există până astăzi, iar în această sfântă zi urcă acolo patriarhul romeilor–elini şi are loc întotdeauna Dumnezeiasca Liturghie în cinstea şi pomenirea evenimentului. Prin urmare, în timp ce Hristos era pe Tabor cu cei trei ucenici, deodată ce s-a întâmplat? Smerita Lui Faţă, care nu se deosebea de faţa oricărui om, a strălucit ca soarele – parcă se coborâse soarele pe pământ – şi hainele lui sărace, pe care le-a ţesut în război(ul de ţesut) Preasfânta, s-au făcut albe ca lumina. Ce măreţie dumnezeiască! Lângă El, de-a dreapta şi de-a stânga, s-au arătat două fizionomii cunoscute şi vorbeau împreună cu El. Unul era Moise, care murise înainte cu 2000 de ani, iar celălalt Ilie, pe care l-a luat Dumnezeu la cer – precum ştim. Petru uluit, zice: Să rămânem aici, Doamne; să nu mai coborâm de aici (în faţa acelei privelişti uitase de femeie, copii, rude); dacă vrei, să facem trei colibe: una pentru Tine, una pentru Moise şi una pentru Ilie (pentru el însuşi nu voia nimic; îi era de-ajuns că-L vedea pe Hristos). Şi în timp ce zicea acestea, un nor luminos i-a acoperit şi din nor s-a auzit un glas zicând: „Acesta este Fiul Meu Cel iubit, întru care bine am voit. Pe Acesta să-L ascultaţi” (Matei 17, 5). Doar cei trei ucenici au auzit aceste cuvinte şi au căzut speriaţi cu faţa la pământ. Hristos se apropie, îi atinge şi le zice: „Sculaţi-vă şi nu vă temeţi”. Când şi-au ridicat ochii, L-au văzut doar pe Iisus. Şi în timp ce coborau de pe Tabor le-a poruncit: „Să nu spuneţi nimănui ceea ce aţi văzut, până când Fiul Omului nu va învia din morţi”.

Aceasta este minunea de astăzi. Nu cred în ea necredincioşii? Alegerea lor. Noi credem în ea. Astăzi Hristos prin transfigurarea feţei Sale a arătat că este Dumnezeu.
Toate câte le-am auzit sunt spre învăţătură: Taborul, norul, Moise, Ilie, Petru, Iacov, Ioan, toate învaţă. Dar eu din toate acestea vreau să luaţi aminte doar la un lucru: La glasul care a zis „Pe Acesta să-L ascultaţi!”.

Cerul a dat o poruncă să-L ascultăm pe Hristos. Acesta este Conducătorul nostru şi noi Acestuia trebuie să ne supunem, ca orice zice să îndeplinim. Aceasta este datoria fiecărui creştin; fie preot, fie patriarh, fie laic, orice ar fi, din clipa în care s-a botezat în cristelniţă şi nu mai este un idolatru necredincios şi un ateu, ci s-a făcut creştin – a primit numele cel mai înalt din toate –, din ceasul acela, de acum aparţine lui Hristos. Şi aşa cum un elev ascultă de învăţător, soldatul de ofiţer, bolnavul de medic, marinarul de căpitan, aşa şi noi trebuie să ascultăm de Hristos.

Se naşte întrebarea: Ascultăm noi de Hristos? Să-şi pună fiecare mâna pe inimă şi să examineze. Ce cere Hristos?

Să luăm o poruncă. Ne spune că trebuie ca şase zile să lucrăm, dar duminica toţi la biserică (veţi Ieşire 20, 8-10; Deuteronom 5, 12-15). Facem asta? Nu o facem. Cu foarte mici excepţii. În Prespe este un sătuc, Oxia, în apropierea unui lac. Am fost acolo şi am tras clopotul. 18 locuitori? 18 prezenţi. Niciunul nu lipsea! Însă în mod regulat lumea nu merge la biserică.

Altă poruncă a lui Hristos este să ne spovedim. Dacă vă întreb pe rând, unul câte unul, şi unii dintre voi nu s-au spovedit de când s-au născut. Foarte puţini se spovedesc, foarte puţini; cei mai mulţi sunt nemărturisiţi.
Ne zice Hristos să studiem Sfânta Scriptură. O facem? Sunt sigur că ascultaţi radioul, vă uitaţi la televizor, ziarele le citiţi, dar Evanghelia? Nimic!
Ne zice Hristos că soţii trebuie să se iubească. Nici această poruncă nu se ţine. Dacă în binecuvântaţii ani de demult cuvântul „divorţ” era necunoscut, acum s-a deschis fabrica diavolului şi cuplurile se destramă. Femeile străine şi stricate au ajuns şi la noi, pentru că căzut banul; şi unde cade banul, acolo vine stricăciunea (căderea morală).

„Pe Acesta să-L ascultaţi!” este porunca cerului. Noi însă ne-am astupat urechile cu dopuri de ceară şi nu vrem să auzim. În altă parte ciulim urechea, ca să auzim minciunile; dar glasul lui Hristos, care ne spune cele bune şi drepte nu vrem să-l ascultăm.
Ce se va întâmpla? Pe mine mă întrebaţi? Nu are nevoie de noi Hristos. Noi avem nevoie de El. Deschideţi profeţiile! Ce zice Isaia? „Dacă veţi vrea şi Mă veţi asculta, bunătăţile pământului veţi mânca”. Iar de nu Mă veţi asculta, „sabia vă va mânca”, veţi trece prin sabie (Isaia 1, 19 – 20).

Şi vine, vine pedeapsa cea mare: trăsnete, cutremure, războaie, „Armaghedonul” (Apocalipsa 16, 16). Într-o noapte se vor goli oraşele şi toţi care vor avea timp vor fugi în munţi, ca să nu fie prinşi. Pentru că noi toţi, preoţi – episcopi, mici – mari, L-am părăsit pe Dumnezeu. Nu-L ascultăm.
Fericit este cel care-L ascultă pe Hristos.
Acestea, iubiţilor, şi fie ca Dumnezeu prin mijlocirile Preasfintei Născătoare de Dumnezeu să ne miluiască şi ne mântuiască pe noi. Amin.

† Episcopul Augustin

(Omilia Mitropolitului de Florina, părintele Augustin Kandiotis în Sfânta Biserică a Schimbării la Faţă a Domnului, Ardassis-Eordeea, 06.08.1976, într-o zi de vineri)

ΕΔΙΩΧΘΗ ΑΠΟ ΦΘΟΝΟ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιούλ 19th, 2011 | filed Filed under: εορτολογιο

Τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος
27 Ἰουλίου

ΕΔΙΩΧΘΗ ΑΠΟ ΦΘΟΝΟ

«Ηδει γὰρ ὅτι διὰ φθόνον παρέδωκαν αὐτόν» (Ματθ. 27,18)

AgiosPantel.ΚΑΙ ΠΑΛΙ, ἀγαπητοί μου, τιμοῦμε τὴν ἱερὰ μνήμη τοῦ μεγαλομάρτυρος Παντελεή­μο­­νος. Τὸ θέμα μας θὰ εἶνε τὸ ἐρώτημα· Ποιά ἡ αἰτία τοῦ διωγμοῦ τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος; Σ᾿ αὐτὸ θὰ δώσουμε μία σύντομη ἀπάντησι.

* * *

Ὁ ἅγιος Παντελεήμων ἔζησε καὶ ἤθλησε στὴν ἐποχὴ τῶν διωγμῶν, ὅταν στὴ ῾Ρώμη αὐ­τοκράτωρ ἦταν ὁ Διοκλητιανός. Γεν­νήθηκε στὴ Νικομήδεια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ὁ πατέρας του ἦταν εἰδωλο­λά­τρης, ἀλλὰ ἡ μητέρα του ἦταν ἀπὸ τὶς γυναῖ­κες ποὺ φύτευαν βαθειὰ στὴν καρδιὰ τῶν παιδιῶν τους τὴν πίστι στὸ Χριστό. Διδά­χθηκε λοιπὸν ὁ ἅγιος Παντελεήμων ἀ­πὸ τὴ μη­τέρα του τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεως.
Ἦταν εὐφυής. Εἶχε κλίσι στὰ γράμματα. Σπούδασε τὴν ἰατρικὴ κοντὰ σὲ δι­α­κεκριμέ­νους ἐπιστήμονες. Ἀ­νεδεί­χθη κορυφαῖος ἰατρός. Πολλοὶ ἰατροὶ ὑ­πῆρ­χαν τότε, ὅπως ὑπάρ­χουν καὶ σήμερα. Εἶ­­νε ὅ­μως σπάνιο νὰ βρεθῇ γιατρὸς Χριστιανός. Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον εἶνε ἄπιστοι, ὑλισταί. Καὶ νά ᾿ταν καμμιὰ ἀξία; ὁ Θε­ὸς νὰ σᾶς φυ­λάῃ, μὴν πέσετε στὰ χέρια τους.
Ὁ ἅγιος Παντελεήμων διέφερε. Κατὰ τί διέφερε; Διέφερε σὲ τρία σημεῖα.
⃝ Πρῶ­τον ὡς πρὸς τὸ χρῆμα· ἐκεῖνοι ἦταν φι­λάργυροι· ἐκμεταλλεύοντο τοὺς ἀσθενεῖς καὶ θησαύριζαν· ὁ ἅγιος Παντελεήμων ἦταν ἀν­ιδιοτελής, ἰδεολόγος. Ἀσκοῦ­σε τὴν ἐπιστήμη ὡς ἱεραποστολή. Τὸν ἔβλεπαν νὰ ἐπισκέπτεται τὴ νύχτα σὰν ἄγγελος τὶς καλύ­βες. Ἐνῷ οἱ ἄλλοι πήγαιναν μόνο στὰ σπίτια τῶν μεγά­λων, αὐτὸς πήγαινε στὶς φτωχο­συνοικίες καὶ ὑπηρετοῦσε τοὺς ἀσθενεῖς.
⃝ Τὸ δεύτερο στὸ ὁποῖο δι­­έφερε ἀπὸ τοὺς ἄλ­­λους. Ὅπως εἶπε διάσημος Ἕλλην καθηγητὴς τοῦ πανεπιστημίου, οἱ ἰατροὶ συχνὰ ἀ­σκοῦν τὴν ἰατρικὴ ὡς κτηνιατρική· εἶνε κτη­νί­ατροι μᾶλλον παρὰ ἰατροί. Δὲ βλέπουν τί­ποτε ἄλλο παρὰ μόνο φλέβες, κόκκαλα, σάρ­κες, ἱστούς, καρδιές, πνευμό­νια. Ὁ ἄνθρωπος εἶνε καὶ αὐτὰ ἀσφαλῶς· ἀλ­λὰ πίσω ἀπὸ αὐτὰ ὑπάρχει κάτι τὸ ἀόρατο· ὑ­πάρχει ἕνα «μοτεράκι», ποὺ κινεῖ τὴν βιολογι­κὴ – σωματι­κὴ ὕπαρξι τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ὁ γιατρός, ὅ­ταν δὲ «βλέπῃ» τὸ «μοτεράκι» αὐ­τό, εἶνε τυφλός, δὲν εἶνε εἰς θέσιν νὰ ἀσκήσῃ τὸ ἔργο του. Τὸ «μοτεράκι» αὐτὸ εἶνε ὁ ψυχικὸς πα­ρά­γων, ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Πλῆθος πειρά­ματα καὶ παρατηρήσεις ἀπέδειξαν, ὅτι ἡ ψυ­χὴ μὲ τὰ πάθη, τὴν ἐνοχή, τὸ ἄγχος της ἐπιδρᾷ πολὺ στὸ σῶμα. Ὑπάρχει ἀλληλεπί­δρα­σι μεταξὺ σώματος καὶ ψυχῆς. Αὐτὸ ποὺ ψάλ­λει ἡ Ἐκκλησία μας τὸ Δεκαπενταύγουστο εἶ­νε καὶ ἐπιστημονικῶς ἀληθές· «Ἀπὸ τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν ἀσθενεῖ τὸ σῶμα, ἀσθε­νεῖ μου καὶ ἡ ψυχή» (Μικρ. Παρακλ. κανών). Καὶ τὰ δύο ἀσθενοῦν· ἀλλὰ ἡ πηγὴ – ἡ ῥίζα τοῦ κακοῦ εἶνε ἡ ἁμαρτία. Ἔκανε λοιπὸν ὁ ἅγιος Παντε­λεήμων τὴν ὀρ­θὴ διάγνωσι· ἔβλεπε ὅτι, ὅταν ἡ ψυχὴ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ τὴν ἐνοχή, τὸ σῶμα ζω­ογονεῖται, ὁ ἄνθρωπος ἀναπνέει. Πολλὲς ἀσθέ­νειες (ἀποπληξίες, ἐμφράγματα, καρκίνοι) ἔ­χουν τὴν αἰτία τους στὸν ψυχικὸ κόσμο· κά­ποια πίκρα ἀπὸ τύψεις ἢ ἀπὸ συκοφαντία ἢ διαβολὴ ἢ ἀδι­κία ἢ παραγκωνισμὸ ποτίζουν μὲ φαρμάκι τὸ σῶμα.
⃝ Διέφερε λοιπὸν πρῶτον διότι δὲν ἀπέβλεπε στὸ χρῆμα, δεύτερον διότι ἔβλεπε τὸν ἄν­θρωπο ὡς ψυχοσωματικὴ ὁλότητα, καὶ τρίτον διότι, ἐκτὸς τῶν ἄλλων φαρμάκων ποὺ εἶχαν καὶ οἱ ἄλλοι ἰατροί, ὁ ἅγιος Παντελεήμων διέθετε ἕνα σπάνιο – μοναδικὸ φάρμακο, καὶ αὐ­τὸ ἦταν ἡ πίστις. Πίστευε βαθειά. Γι᾿ αὐτό, μα­ζὶ μὲ τὰ φάρμακα ἀπὸ βότανα τῆς γῆς ποὺ χορη­γοῦσε, γονάτιζε δίπλα στὸ προσκέφαλο τοῦ ἀ­σθενοῦς, προσευχόταν καὶ ―ἂς μὴν πιστεύ­ουν οἱ ἄπιστοι, ἐμεῖς πιστεύουμε― ὁ ἀ­σθε­νὴς ἐ­θεραπεύετο. Καὶ μέχρι σήμερα βλέπουμε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ σὲ κλινικές, νοσοκομεῖα καὶ θεραπευτήρια. Εἶνε πράγματι τεραστία ἡ δύναμις τῆς πίστεως, φάρμακο θεραπείας ψυχικῶν καὶ σωματικῶν νοσημάτων.
Αὐτὸς ἦταν ὁ ἅγιος Παντελεήμων. Καὶ γι’ αὐ­τὸ στὸ ἰατρεῖο του σχημάτιζαν κάθε μέρα οὐ­ρὰ οἱ ἀσθενεῖς, ἐνῷ στοὺς ἄλλους γιατροὺς τῆς Νικομηδείας δὲν πήγαιναν πλέον. Αὐτὴ ὅμως ἡ προτίμησις ἄναψε στὶς καρδιὲς τῶν συναδέλφων του τὴν κίτρινη λαμπάδα τοῦ φθό­νου. Τὸν φθόνησαν, τὸν μίσησαν. Ἔβλεπαν ὅ­τι, ὅσο ἦταν αὐτὸς γιατρὸς στὴ Νικομήδεια, αὐτοὶ ἔπρεπε ν᾿ ἀλλάξουν ἐπάγγελμα· ὅλοι ἔτρεχαν στὸν ἅγιο Παντελεήμονα. Καὶ ἀσθενεῖς, ποὺ ἐκεῖνοι τοὺς ἀπήλπιζαν, εὕρισκαν τὴ θεραπεία τους κοντά του. Ἰδού λοιπὸν ἡ αἰτία τοῦ φθόνου. Γι’ αὐτὸ τὸν κατεδίωξαν. Τὸν μή­νυσαν στὶς ἀρχές. Μὲ ποιά κατηγορία, ὡς τί; ὡς φιλάργυρο; ὡς πλεονέκτη; ὡς μοιχό; ὡς πόρνο; ὡς κίναιδο; ὡς ἐγκληματία; Τίποτε ἀ­πὸ αὐτά. Ἐὰν τὸν κατηγοροῦσαν γι᾿ αὐτά, μέ­σα στὸ παρηκμασμένο τότε καθεστώς, θὰ ἀ­πηλλάσ­σετο. Τὸν κατηγόρησαν μὲ μιὰ κατηγορία ποὺ ἔπιανε. Ἔτσι εἶνε, ἀλλάζουν οἱ κατηγορίες γιὰ τοὺς πιστοὺς κατὰ ἐποχή· χρησιμοποι­εῖται ἄλλοτε ἡ ἄλφα, ἄλλοτε ἡ βῆτα, ἄλλοτε ἡ γάμμα κατηγορία. Δὲν θὰ ἐπεκταθῶ ἐπ’ αὐ­τοῦ, νὰ σᾶς παρουσιάσω πῶς, ἀπ’ τὸν καιρὸ ποὺ φτειάσαμε βασίλειο, μὲ διάφορες ψευτο­κατηγορίες, μὲ ταμπέλλες ποὺ κολλοῦν φθονεροὶ στὶς πλάτες ἀξίων ἀνθρώπων, τοὺς ἐξ­οντώνουν ―ἐνῷ κατὰ βάθος δὲν πιστεύ­ουν τὶς κατηγορίες― καὶ πῶς κρίνουν πλέον τοὺς ἀνθρώπους μὲ κριτήρια ὄχι σταθερά (ἠθικά), ἀλλὰ μεταβλητά (πολιτικὰ κ.λπ.).
Τὸν κατηγόρησαν λοιπὸν μὲ τὴν φοβερὰ τότε κατηγορία ὅτι εἶνε Χριστιανός. Καὶ ἔ­φτανε ἡ κατηγορία αὐτὴ νὰ ὁδηγήσῃ τὸν ἄν­θρωπο στὸ ἐκτελεστικὸ ἀπόσπασμα. Συνε­λή­φθη, ὡδηγήθη ἐνώπιον τῶν ἀρχῶν, ὡμο­λόγησε μὲ παρρησία τὴν πίστι του, ὑπεβλήθη σὲ παντοειδῆ μαρτύρια, καὶ ἔτσι ἡ ἁγία του ψυχὴ σὰν ὁλόλευκο περιστέρι πέταξε στὰ οὐ­ράνια σκηνώματα, γιὰ νὰ συναγάλλεται μὲ ἁ­γίους ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους.

* * *

Ἰδού, ἀγαπητοί μου ἡ αἰτία τῆς καταδιώξεως καὶ τοῦ μαρτυρίου τοῦ ἁγίου Παντελεή­μονος· ὁ φθόνος.
῎Ω ὁ φθόνος, μεγάλο – ἀ­βυσσαλέο πάθος! Εἶνε σκουλήκι καὶ ἔχιδνα ποὺ κατατρώει τὰ σπλάχνα τοῦ φθονεροῦ, ἀλλὰ εἶνε καὶ ὁ τά­φος μεγάλων ἀνδρῶν. Τρο­μερὰ τ᾿ ἀποτελέ­σματά του. Ἂν ἀνοίξουμε τὴν ἱερὰ ἱστορία, θὰ δοῦμε, ὅτι αὐτὸς ὑπῆρξε ἀρχὴ τῆς καταστροφῆς τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. «Φθόνῳ δι­αβόλου», λέει ὁ Σολομῶν, «θάνατος εἰσῆλ­θεν εἰς τὸν κόσμον» (Σ. Σολ. 2,24). Φθόνησε ὁ σατανᾶς τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου, καὶ τὸ φθο­νεῖ. Γιὰ τὸ πρῶτο αἷμα ποὺ χύθηκε πάνω στὴ γῆ αἰτία ἦταν ὁ φθόνος· ὁ Κάϊν φθόνησε τὸν ἀδελφό του Ἄβελ καὶ τὸν ἐφόνευσε «εἰς τὸ πεδίον» (Γέν. 3,8). Ἀπὸ φθόνο ὁ Ἠσαῦ κατεδίωξε τὸν Ἰακώβ (βλ. ἔ.ἀ. 27,41), τὰ ἕντεκα παιδιὰ τοῦ Ἰακὼβ κατεδίωξαν τὸν Ἰωσὴφ τὸν πάγκαλο (βλ. ἔ.ἀ. κεφ. 37ο), ὁ βασιλεὺς Σαοὺλ κατεδίωξε τὸν Δαυΐδ (βλ. Α΄ Βασ. 19,10), καὶ μακρὰ σειρὰ ἁγίων ἀνθρώπων ἐξωντώθηκαν.
Παραδείγματα ἔχουμε καὶ στὴ δική μας ἐ­θνικὴ ἱστορία. Μεγάλοι ἄνδρες ἐξωντώθηκαν, ὅπως ὁ δίκαιος Ἀριστείδης στὴν ἀρχαιότητα, ὁ Σωκράτης ποὺ ἤπιε τὸ κώνειο, στὰ νεώτερα χρόνια ὁ Χαρίλαος Τρικούπης, κ.ἄ..
Ἀλλὰ τί χρειάζονται τὰ ἄλλα παραδείγματα; ῾Ρῖξτε ἕνα βλέμμα στὸ πραιτώριο καὶ στὸ Γολγοθᾶ. «Ποιόν ἀπὸ τοὺς δύο θέλετε ν᾿ ἀ­πο­λύσω», ἐρωτᾷ ὁ Πιλᾶτος, «τὸν Βαραββᾶ ἢ τὸν Ἰησοῦν;». Ὅλοι φωνάζουν· «τὸν Βαραββᾶ». Καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς ψυχολογικώτατα σημειώνει· «ᾜδει γάρ», ἐγνώριζε δηλαδὴ ὁ Πι­λᾶ­τος, «ὅτι διὰ φθόνον παρέδωκαν αὐτόν» (Ματθ. 27,18). Ὁ φθόνος τῶν γραμματέων καὶ φα­ρισαίων, ποὺ σὰν πυγολαμπῖδες ἔσβηναν πλέ­ον ἐμπρὸς στὸν ἥλιο-Χριστό, ὡδήγησε τὸν Κύριό μας στὸ Γολγοθᾶ.
Ἔκτοτε, ἀδελφοί μου, εἶνε γενικὸς κανών·  ἂν παρουσιασθῇ κάποιο ἀνάστημα, κάποια φυ­σιογνωμία ἱκανή, ποὺ θὰ πράξῃ τὸ καθῆκον, προκαλεῖ φθόνο καὶ ἐπισύρει διωγμό. Οἱ ἀσή­μαντοι δὲν ἐνοχλοῦν· καταδιώκον­ται ἐκεῖνοι ποὺ προσφέρουν ὠφέλεια καὶ δίνουν ζωὴ γύρω τους. Τὸ εἶπε καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «Πάν­τες οἱ θέλον­τες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται» (Β´ Τιμ. 3,12)· θὰ διωχθοῦν ὅσοι πιστεύουν στὸ Χριστὸ καὶ ζητοῦν νὰ ζή­σουν μὲ τὶς ἐντολές του. Εἶνε ὁ κλῆρος τους.
Ὅσοι εἶνε ζωντανοί, εἴτε διὰ τοῦ λόγου εἴ­τε διὰ τοῦ παραδείγματος προκαλοῦν σεισμό. Ὁ σεισμὸς ὅμως αὐτὸς εἶνε σωτήριος. Μακά­ριες οἱ κοινωνίες ποὺ ἔχουν τέ­τοιους ἄνδρες, εἴτε στὴν ἐπιστήμη εἴτε στὸ στρατὸ εἴτε στὴν πολιτικὴ εἴτε στὸν ἱερὸ κλῆρο· διότι αὐτοὶ ἀ­ποτελοῦν τοὺς παράγοντας ὀρθῆς ἀγωγῆς.
Προσευχηθῆτε, ἀδελφοί, τὸ νόσημα τοῦ φθό­νου νὰ ἰαθῇ, νὰ ἐκλείψῃ. Καὶ εἴθε ὁ Κύριος διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου Παν­τελεήμονος ν᾿ ἀ­παλ­λά­ξῃ τὶς καρδιὲς ὅλων μας ἀπὸ αὐτὸ καὶ νὰ πορευ­ώμε­θα ἐν ἀρετῇ καὶ ἀγάπῃ πρὸς δόξαν Θεοῦ· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἱ. ναὸς Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης 27-7-1976)