Αυγουστίνος Καντιώτης



Archive for the ‘εορτολογιο’ Category

Σεμνη ιεραποστολος με οπλο την Γραφη

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιούλ 11th, 2011 | filed Filed under: εορτολογιο

Τῆς ἁγίας Παρασκευῆς
26 Ἰουλίου

Σεμνη ιεραποστολος με οπλο την Γραφη

agia_paraskeyhΕΟΡΤΗ. Ἑορτάζουμε σήμερα, ἀγαπητοί μου, τὴν ἑορτὴ τῆς μεγαλομάρτυρος ἁγί­ας Παρασκευῆς. Ἀλλὰ πῶς ἑορτάζουμε; Αὐτὸ εἶνε τὸ μεγάλο θέμα. Διότι λέει κάπου στὴ Γραφὴ ὁ Θεός· «Μισῶ τὶς ἑορτὲς καὶ πανηγύ­ρεις σας» (βλ. Ἀμ. 5,21· Ἠσ. 1,14). Γιατί; Διότι ὑπάρχουν δύο τρόποι ἑορτασμοῦ· ὁ εὔκολος καὶ ὁ δύσκολος. Ὁ εὔκολος εἶνε, νὰ ’ρθοῦμε ν’ ἀ­νά­ψουμε τὸ κερί μας καὶ νὰ προσ­κυνήσουμε τὴν εἰκόνα. Κανείς δὲν τὰ κατηγορεῖ αὐτά· δὲν εἴμεθα προτεστάνται καὶ χιλιασταί. Δὲν πρέπει ὅμως νὰ περιοριστοῦμε σ’ αὐτὸ τὸν εὔκολο ἑορτασμό. Ὁ ἄλλος, ὁ δύσκολος ἑορτασμός, ποιός εἶνε; Γιατί ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἑορτάζει τοὺς ἁγίους; Τοὺς παρουσιάζει ἐνώπιόν μας ὡς πρότυπα, ὡς μοντέλα. Διότι οἱ ἅγιοι ἀπέδειξαν, ὅτι αὐτὰ ποὺ διδάσκει ὁ Χριστός, δὲν εἶνε θεωρία, δὲν εἶνε οὐτοπία, δὲν εἶνε ἀπραγματοποίητα. «Καὶ ποιός τὰ κάνει!…», ἀκοῦμε συνήθως. Οἱ ἅγιοι διαψεύδουν αὐτὸ τὸν ἰσχυρισμό· διότι ἀπέδειξαν μὲ τὴ ζωή τους, μὲ τὸ κήρυγμά τους καὶ μὲ τὸ αἷ­μα τους, ὅτι αὐτὰ μποροῦν νὰ ἐκτελεσθοῦν. Ἀπέδειξαν, ὅτι ὁ Χριστὸς ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς αἰῶνας αἰώνων στὸ πρόσωπο τῶν ἁγίων καὶ τῶν μαρτύρων.
Καὶ ὄχι μόνο στὴν παλαιὰ ἐποχή. Καὶ σήμε­ρα ὑπάρχουν ἅγιοι, στὸν αἰῶνα αὐτόν, ὅπως λ.χ. ὁ ἅγιος Νεκτάριος ποὺ ἔζησε στὶς ἡμέρες μας καὶ οἱ ἅγιοι τῶν χωρῶν ὅπου ὑπάρχει ἀθεΐα. Δὲν ὑπάρχει ἐποχὴ χωρὶς νὰ ἔχῃ τοὺς ἁγίους καὶ μάρτυράς της.
Δὲν εἶνε ἕνας καὶ δύο· εἶνε ἀναρίθμητοι, ἕνας ἀστερισμός, ἕ­νας γαλαξίας. Ἕνα ἀστέρι ἀπὸ τὸν γαλαξία αὐτόν, ἀ­στέρι πρώτου μεγέθους, εἶνε καὶ ἡ ἁγία Παρασκευή.
Δὲν θὰ διηγηθῶ τὸν βίο της. Θὰ σᾶς δώσω μὲ λίγες γραμμὲς μία εἰκόνα της.

* * *

Ἡ ἁγία Παρασκευὴ γεννήθηκε τὸν 2ο αἰῶ­να στὴν πρωτεύουσα τοῦ κόσμου, στὴν κοσμοκράτειρα ῾Ρώμη, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς. Γεννήθηκε ἡμέρα Παρασκευή, καὶ γι᾽ αὐτὸ τὴν ὠνόμασαν Παρασκευή. Διακρινόταν γιὰ τὸ κάλλος της. Σὰν κόρη πλουσίας οἰκογενείας μποροῦσε νὰ συνάψῃ γάμο μὲ τὸ λαμ­πρότερο πατρίκιο. Ἐν τούτοις σκέφθηκε κάτι ἀνώτερο. Μὴ παρεξηγηθοῦν αὐτὰ ποὺ λέμε. Δὲν περιφρονοῦμε τὸ γάμο. Κ’ ἐμεῖς δὲν γεννηθήκαμε ἀπὸ βράχο· ἀπὸ μάνα γεννηθήκαμε. Ἡ Ἐκκλησία δὲν περιφρονεῖ τὸ γάμο· τιμᾷ ὅμως παραπάνω τὴν παρθενία.
Ἡ ἁ­γία Παρασκευὴ ἐξέλεξε ὡς ὕψιστο σκο­πὸ τὴν παρθενία. Ἀφωσιώθηκε ἐξ ὁλοκλήρου, σῶμα καὶ ψυχή, στὸ Νυμφίο μὲ νῦ κεφαλαῖο· Νυμφίος. Ὁ δὲ Νυμφίος, «ὁ ὡραῖ­ος κάλλει παρὰ πάντας βροτούς» (ὄρθρ. Μ. Σαββ., ἐγκ.), ―δὲν εἶνε λόγια αὐτά, εἶνε μιὰ πρα­γματικότης― εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χρι­στός, τὸν ὁποῖον ὑ­μνοῦν οἱ στρατιὲς τῶν ἁγίων ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων. Ὡς νύμφη Χριστοῦ λοιπὸν ἡ ἁ­γία Παρασκευὴ εἶνε ὑπόδειγμα γιὰ τὶς γυναῖ­κες ἐκεῖνες ποὺ ἐκλέγουν τὸν ἄγαμο βίο, τὴν παρθενικὴ ζωή.
Εἶνε ἀκόμη ὑπόδειγμα ἱεραποστολικῆς δρά­­σεως. Γεμάτη ἔνθεο ζῆλο, ἐργάσθηκε ὡς ἱερα­πόστολος. Πέταξε ἀπὸ χώρα σὲ χώρα, μὲ φλο­γερὴ καρδιὰ διέδωσε τὰ ῥήματα τοῦ Ναζωραίου, καὶ σὰν μαγνήτης εἵλκυσε στὴν ἁγία μας πίστι πλήθη ἀνθρώπων. Ἡ ἐργασία της εἶνε πρότυπο γιὰ τὶς ἱεραποστολικὲς κινήσεις ποὺ ἐργάζονται γιὰ τὴν διάδοσι τοῦ εὐαγγελίου.
Εἶνε ἐπίσης γιὰ τὶς γυναῖκες ὑπόδειγμα σεμνότητος. Ντυνόταν σύμφωνα μὲ τὴν παραγγελία τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ποὺ ὁρίζει οἱ γυ­ναῖκες νὰ στολίζωνται μὲ τὴ ντροπή (βλ. Α΄ Τιμ. 2,9). Ἡ σεμνότης εἶνε στολίδι τῆς γυναίκας. Μπορεῖ μιὰ γυναίκα νὰ μὴν εἶνε ὡραία στὴν ὄψι, νὰ εἶνε ἄσχημη, ἀλλὰ νὰ εἶνε ὡραία στὴν ψυχή. Ἔχουμε παραδείγματα ἀνδρῶν ποὺ πῆ­ραν ὡραῖες γυναῖκες ἀλλὰ μὲ κακία καὶ μοχθη­ρία στὴν ψυχή, καὶ κατέληξαν σὲ διαζύγιο. Ἐνῷ ἄλλοι, ποὺ πῆραν ἄσχημες γυναῖκες ἀλ­λὰ μὲ ὡραία ψυχή, ἔζησαν εὐτυχισμένοι. Τὸ κάλλος, ὅταν δὲν συνοδεύεται ἀπὸ ἀρετὴ καὶ σεμνότητα, γίνεται παγίδα καὶ ὄλεθρος. Δὲν τὸ λέω ἐγώ, τὸ λέει ὁ σοφὸς Σολομῶν, ποὺ ἐ­γνώριζε καλὰ τὴν γυναικεία φύσι. Αὐτὸς στὶς Παροιμίες του γράφει· «Ὥσπερ ἐνώτιον ἐν ῥινὶ ὑός, οὕ­τως γυναικὶ κακόφρονι κάλλος» σὰν σκουλαρίκι στὴ μύτη γουρούνας, ἔτσι μοιάζει ἡ ὀ­μορ­φιὰ σὲ γυναῖκα κακόφρονα (Παρ. 11,22)· δὲν τῆς ταιριάζει δηλαδή. Ἀλλὰ σήμερα ἡ μόδα κα­τώρθωσε νὰ διαστρέψῃ καὶ τὴν αἴσθησι τοῦ κάλλους· κατήντησε, ὡραῖο νὰ θεωρῆται τὸ ἄ­σχημο. Γιὰ νὰ τὸ καταλάβετε αὐτό, φαν­ταστῆ­τε ὅτι παραγγέλλετε σὲ κάποιον νὰ κατα­σκευ­άσῃ μιὰ εἰκόνα τῆς ἁγίας Παρασκευῆς, καὶ ἐνῷ περιμένετε νὰ τὴν κατασκευάσῃ ὅπως τὴ γνω­ρίζουμε, αὐτὸς τὴν ζωγραφίζει χωρὶς σκέπασμα – μαντήλα στὸ κεφάλι, μὲ κομμένα τὰ μαλ­λιά, μὲ τὰ μάτια βαμμένα, μὲ τὰ νύχια κόκκινα, μὲ τὰ στήθη προτεταμένα, μὲ τὰ χέρια ξεμπρά­τσωτα, μὲ τὰ πόδια γυμνά. Ἐσὺ θὰ τὴν πάρῃς ποτὲ τὴν εἰκόνα αὐτή; Ποιός θὰ τολμήσῃ μιὰ τέτοια εἰκόνα, καρικατούρα τῆς ἁγίας φυσιογνωμίας της, νὰ τὴ βάλῃ στὸ εἰκο­νοστάσι; Αὐτὸ τί σημαίνει; ὅτι δὲν εἶνε ἔτσι τὸ ἀληθινὸ κάλλος. Γι’ αὐτὸ ἡ κάθε γυναίκα δὲν ἀξίζει νὰ ἔχῃ τέτοια πρότυπα. Χριστιανὲς γυναῖκες, ἂν θέλετε νὰ εἶστε ὀρθόδοξες καὶ νὰ διατηρήσετε τὴν τιμὴ ποὺ σᾶς ἔδωσε ὁ Θεός, νὰ ἔχετε ὡς πρότυπο τὴν ἁγία Παρασκευή.
Καὶ δόξα τῷ Θεῷ, παρ’ ὅλο τὸν ἐκφυλισμό, ὑπάρχουν ἀκόμα μερικὲς γυναῖκες ποὺ μοιάζουν στὴν ἐμφάνισι μὲ τὴν ἁγία Παρασκευή. Τὴν ἡμέρα τοῦ ἁγίου Ἀχιλλίου ἤμουν στὴν Πρέσπα, στὸ ἱστορικὸ νησάκι. Βγαίνοντας ἀ­πὸ τὴν ἐκκλησία εἶδα μιὰ γερόντισσα ντυμένη σὰν τὴν Παναγία. Θαύμασα. Δίπλα της ἦ­ταν ἕνα δεσποινάριο μὲ παντελόνι, μὲ τὰ μαλ­­λιὰ κομμένα, μὲ τὰ μάτια καὶ τὰ νύχια βαμ­μένα, μὲ τὰ πόδια γυμνά. Λέω στὴ γριά· ―Νὰ σὲ ντύσουμε ὅπως εἶν’ αὐτὸ τὸ κορίτσι; ―Ὄχι, λέει· ἐγὼ ἀπὸ τὴ γιαγιά μου εἶμαι ντυμένη ἔ­τσι. ―Νὰ σοῦ δώσουμε μιὰ λίρα, ἀλλάζεις; ―Ὄ­χι. ―Ἂν σοῦ δώσουμε ἑκατὸ λίρες; ―Μω­ρὲ ὅλο τὸν κόσμο νὰ μοῦ δώσῃς, ἐγὼ δὲν ἀλ­λάζω!… Πρὸ καιροῦ πάλι βρέθηκα σὲ μιὰ κορυφὴ τοῦ Βιτσίου ὕψους 1.500 περίπου μέτρων, στὸ χωριὸ Τριανταφυλλιά. Τοὺς μάζεψα ἐκεῖ καὶ τοὺς μίλησα μὲ ἁπλοϊκὴ γλῶσ­σα. Βλέπω μέσα στὴν ἐκκλησία, οἱ περισσότερες γυναῖκες ἦταν ντυμένες σὰν τὴν Παναγιὰ καὶ τὴν ἁγία Παρασκευή. Μὲ συγκίνησε τὸ φαινόμενο. Καὶ σκεφθῆτε· πρὸ ἐτῶν κάποιος νομάρχης πῆγε ἐκεῖ καὶ τοὺς εἶπε· «Ντροπή σας! Νὰ ἀλλάξετε, νὰ φορέσετε καινούργιες ἐνδυμασίες!». Αὐτὸς εἶνε ὁ κόσμος… Ὑπάρχουν λοιπὸν καὶ σήμερα γυναῖκες ποὺ μιμοῦν­ται τὴν ἁγία Παρασκευή.
Θέλω νὰ τελειώσω μὲ μιὰ τελευταία πινελλιὰ στὴν εἰκόνα τῆς ἁγίας Παρασκευῆς. Θὰ μοῦ πῆτε· Ἐγὼ δὲ γίνομαι καλόγερος, ἐγὼ δὲ θὰ μείνω ἄγαμος, ἐγὼ δὲ γίνομαι ἱεραπόστολος… Πολὺ καλά. Θὰ σοῦ ζητήσω λοιπὸν κάτι εὔκολο. Δὲ σοῦ λέω νὰ σηκώσῃς τὸ Βίτσι ἢ τὰ Ἱμαλάια ἢ τὶς Ἄλπεις, ὅ­πως οἱ ἅγιοι· ἐσὺ σή­κωσε ἕνα «πετραδάκι». Ἂν ὅμως δὲν τὸ ση­κώ­σῃς, θὰ ὀργιστῶ πολύ. Ποιό εἶνε τὸ πετρα­δά­κι· εἶνε, νὰ τηρήσῃς κάτι ποὺ σήμερα τόσο περιφρονεῖται. Ποιό εἶν’ αὐτό; Ὅτι στὸ τέλος τῆς ζωῆς της ἡ ἁγία Παρασκευή, γιὰ τὴν ἱεραποστολικὴ δρᾶ­σι της, προκάλεσε τὸ θυμὸ τῶν εἰ­δωλολατρῶν. Τὴ συνέλαβαν, τὴν ὡδήγησαν ἐ­νώπιον τοῦ κριτηρίου, καὶ ὁ τύραννος τὴ ρώτησε· ―Εἶ­σαι Χριστιανή; ―Εἶμαι Χριστι­α­νή, ἀ­πήν­τησε. ―Θὰ σὲ ῥίξουμε στὴ φωτιά· ἂν θέ’ς νὰ ζήσῃς, προσκύνησε τὰ εἴδωλα. Τότε ἐ­κείνη ἀπήντησε μ᾽ ἕνα ῥητό ―αὐτὸ εἶνε τὸ σπουδαῖο ποὺ θέλω νὰ προσέξετε. Τί ἀπήντη­σε· μ’ ἕνα ῥητὸ τοῦ προφήτου Ἰερεμίου· ―«Θεοί, οἳ τὸν οὐ­ρανὸν καὶ τὴν γῆν οὐκ ἐποίησαν, ἀπολέσθω­σαν» (Ἰερ. 10,11)· θεοί, λέει, ποὺ δὲν δη­μιούργησαν τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ, «ἀπολέ­σθωσαν», νὰ χαθοῦν, νὰ γίνουν στάχτη τὰ εἴ­δωλά σας!… Ἦταν δηλαδὴ ὡπλισμένη μὲ τὴν ἁγία Γραφή. Τέλος χέρια βαρβάρων τὴν ἔῤῥιξαν σὲ «πολυ­ώδυνα βάσανα» κ’ ἔτσι ἐτελειώθη.

* * *

Αὐτό, ἀγαπητοί μου, συνιστῶ καὶ γιὰ ὅλους ἐμᾶς. Ὁ Χριστιανὸς χωρὶς ἁγία Γραφὴ εἶνε ἄοπλος. Σᾶς ἐρωτῶ μὲ ὅλη τὴν ἀγάπη· διαβά­ζετε ἁγία Γραφή, ποὺ εἶνε προνόμιο γιὰ μᾶς ὅτι γράφτη­κε στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα; Γιὰ τὴν τηλε­όρασι διαθέτουμε πολλὲς ὧρες· Γραφὴ ποιός διαβάζει; Πολὺ λίγοι. Ἄλλοι λαοὶ διαβάζουν, οἱ Ἕλληνες ὄχι. Δῶστε μου, δῶστε μου μιὰ κοι­νωνία, ἕνα ἔθνος, μιὰ πόλι, μιὰ οἰκογένεια, ὅπου μικροὶ – μεγάλοι νὰ διαβάζουν τὴν ἁγία Γραφή, κ᾽ ἐγὼ ὑπογράφω συμβόλαιο· αὐτὴ θὰ γίνῃ ἡ εὐτυχεστέρα χώρα τοῦ κόσμου. Σᾶς βάζω κανόνα, νὰ πάρετε στὰ χέρια τὸ Εὐαγγέλιο καὶ νὰ τὸ διαβάζετε ἡμέρα καὶ νύχτα.
Εἴθε ὁ Θεός, διὰ πρεσβειῶν τῆς ἁγίας Παρα­­σκευῆς, νὰ μᾶς δώσῃ τὴν ἀπόφασι νὰ μελετοῦ­με Γραφή· μπορεῖ νὰ περάσῃ ἡμέρα χωρὶς φαγη­τό, χωρὶς τηλεόρασι, χωρὶς ῥαδιόφωνο ἢ χω­ρὶς ἀέρα καὶ χωρὶς ἥλιο· χωρὶς Εὐαγγέλιο ὄχι!

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου στην Ἁγια Παρασκευη πόλεως Φλωρίνης 25-7-1988)

ΤΟ ΚΡΙΣΙΜΟ ΕΡΩΤΗΜΑ (КРИЗНО ПИТАЊЕ)

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιούν 28th, 2011 | filed Filed under: Cрпски језик, εορτολογιο

Τῶν ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου

ΤΟ ΚΡΙΣΙΜΟ ΕΡΩΤΗΜΑ

Πετρου & ΠαυλουΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἑορτὴ τῶν κορυφαίων ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου καὶ αὔριο ἡ σύναξις τῶν Δώδεκα ἀποστόλων.
Οἱ ἀπόστολοι εἶνε ἀστέρια τοῦ πνευματικοῦ σύμπαντος, ποταμοὶ τοῦ Πνεύματος, στῦ­­λοι τῆς Ἐκκλησίας ποὺ γι᾽ αὐτὸ ὀνομάζεται ἀ­ποστολική. Νὰ τοὺς ἐπαινέσουμε; Δὲν εἴ­μαστε ἄξιοι. Δὲν ἔχουν ἄλ­λωστε ἀνάγκη τοὺς ἐ­παίνους μας. Εἶχαν ἐξαιρετικὲς εὐλογίες καὶ ἔλαβαν μεγάλες δυνάμεις γιὰ τὸ ἔργο τους.
Εἶνε θαυμαστὸ ὅτι, ἂν καὶ κατήγονταν ἀπὸ δι­άφορες πατρίδες καὶ εἶχαν καθένας τους δι­αφορετικὸ χαρακτῆρα, ἐν τούτοις ἦταν ἑνωμένοι. Ἡ Ἐκκλησία τοὺς ἐγκωμιάζει ὡς «διῃ­ρη­­μένους τοῖς σώμασι, καὶ ἡνωμένους τῷ Πνεύ­ματι» (στιχ. ἑσπ. 29ης Ἰουν.). Δώδεκα σώματα, ἀλλὰ μία ψυχή· μὲ μία πνοή, μία σκέψι, ἕνα αἴσθημα.
Ποιό ἦταν ἐκεῖνο ποὺ τοὺς ἕνωνε; Τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ πίστι στὸ Χριστό. Πίστευαν ἀκραδάντως. Λέμε κ᾽ ἐμεῖς πὼς πιστεύουμε, ἀλλὰ ἡ πίστι μας δὲν συγκρίνεται μὲ τὴν πίστι τῶν ἀποστόλων.
Γι᾽ αὐτὴ τὴν πίστι τῶν ἀποστόλων θὰ μοῦ ἐ­πιτρέψετε, ἀγαπητοί μου, νὰ πῶ λίγες λέξεις. Περὶ πίστεως ὁμιλεῖ τὸ εὐαγγέλιο σήμερα.

* * *

Ὁ Κύριος, λέει, μὲ τοὺς δώδεκα μαθητὰς ἔ­­φυγε ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα. Στὶς μεγάλες πόλεις συχνὰ συγκεντρώνεται ὅ,τι κακό. Καὶ στὰ Ἰεροσόλυμα ἦταν ἡ φωλιὰ τοῦ Ἄννα, τοῦ Κα­ϊάφα, τοῦ Πιλάτου. Ἀπομακρύνθηκε λοιπὸν καὶ βάδιζε πρὸς τὰ ἐρημικώτερα μέρη, στὰ μέρη «Καισαρείας τῆς Φιλίππου» (Ματθ. 16,13). Μακριὰ ἀπὸ τὸ θόρυβο τῶν πόλεων, κοντὰ στὴ φύσι, ποὺ φέρνει καὶ κοντὰ στὸ Θεό, ἐκεῖ ποὺ ἀκούγεται μόνο τὸ θρόισμα τῶν φύλλων, τὸ ἀηδόνι καὶ τὸ ῥυάκι, μέσα στὴν ἀμόλυντη πλάσι, στὴν ἔρημο, ἐκεῖ τὸ πνεῦμα ἠρεμεῖ.
Ἐκεῖ λοιπὸν καὶ ὁ Χριστός, βαδίζοντας, ἔ­θεσε καθ᾽ ὁδὸν στοὺς μαθητάς του ἕνα ἐρώτημα. Εἶνε τὸ δυσκολώτερο ἀπὸ ὅλα τὰ προβλήματα, ἀπὸ τὴ λύσι τοῦ ὁποίου ἐξαρτᾶται ἡ εὐτυχία ἢ ἡ δυστυχία τῆς ἀνθρωπότητος. Ἔ­θεσε ἕνα ἐρώτημα, στὸ ὁποῖο δὲν μποροῦ­με νὰ μείνουμε ἀδιάφοροι. Ἀπήντησαν σ᾽ αὐ­τὸ οἱ προηγούμενες γενεὲς μετὰ ἀπὸ πεισματώδεις ἀγῶνες, θ᾽ ἀπαν­τήσουν καὶ οἱ μέλλουσες. Καλεῖται ν᾽ ἀπαντήσῃ καὶ ἡ δική μας γενεά. Καλεῖσαι κ᾽ ἐσύ, Χριστιανέ, σήμερα ν᾽ ἀπαντήσῃς· καὶ ἀπὸ τὴν ἀπάντησί σου θὰ σὲ ζυγίσω, θὰ κρίνω ἂν εἶσαι Χριστιανός.
Ποιό εἶνε λοιπὸν τὸ ἐρώτημα τοῦ Ἰησοῦ στοὺς ἀποστόλους· «Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄν­θρωποι εἶναι;», ποία ἰδέα ἔχουν γιὰ μένα οἱ ἄνθρωποι; (ἔ.ἀ.). Κι αὐτοὶ τί ἀπήντησαν; Ἦταν παιδιὰ τοῦ λαοῦ. Ψαρᾶδες καὶ τεχνῖτες καὶ μι­κροεπαγγελματίες, εἶχαν τὸ αὐτί τους κοντὰ στὸ λαό· ἄκουγαν τὸν ἀντίκτυπο, τὰ σχόλια καὶ τὶς ἐντυπώσεις ποὺ δημιουργοῦσε ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ. Διότι κάθε δημόσιο πρόσωπο δέ­χεται κριτική· εἶνε ἀδύνατον ν᾽ ἀποφύγῃ τὰ σχόλια. Καὶ ἀπήντησαν.
Διδάσκαλε, λένε, ὁ λαὸς δὲν σὲ θεωρεῖ τυχαῖο πρόσωπο· σὲ θεωροῦν ἕνα ἄνδρα μεγάλο. Ἄλλοι λένε, ὅτι εἶσαι ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ποὺ συνετάραξε τὸν Ἰορδάνη· ἄλλοι, ὅτι εἶσαι ὁ προφήτης Ἠλίας, ποὺ ἔκλεινε καὶ ἄ­νοιγε τοὺς οὐρανούς· ἄλλοι ὁ Ἰερεμίας, ὁ φλογερὸς κήρυκας τῆς ἀληθείας τοῦ Θεοῦ, ἢ κάποιος ἀπὸ τοὺς μεγάλους προφήτας.
Δὲν ἱκανοποιήθηκε ὁ Χριστός, καὶ κάνει τώρα τὸ κυριώτερο ἐρώτημά του· Σεῖς οἱ μαθη­ταί μου τί μὲ θεωρεῖτε; Καλὰ ὁ κόσμος, τέτοια ἰδέα ἔχει γιὰ μένα, μὲ θεωρεῖ ἕνα μεγάλο ἄν­θρωπο· ἐσεῖς τί μὲ θεωρεῖτε; (ἔ.ἀ. 16,15). Ἄκρα σιγὴ τώρα μέσα στὸ δάσος. Καὶ ἐκεῖ, κάτω ἀ­πὸ τὰ ἄστρα, ἐδόθη ἡ ἀπάντησις.
Οἱ μαθηταὶ ῥιγοῦν, συγκλονίζονται. Ἀπαν­τοῦν ὄχι ὅλοι μαζί. Δὲν εἶνε ἀναρχούμενη μᾶ­ζα οἱ ἀπόστολοι· εἶνε πειθαρχημέ­νη ἀδελφότης. Ἀπαντᾷ λοιπὸν ἐκ μέρους ὅ­λων ὁ πρωτο­κορυφαῖος Πέτρος· γίνεται τὸ στό­μα τῶν ἀποστόλων. Ἐμεῖς, Κύριε, λέει, δὲν σὲ θεω­ροῦ­με ἁπλῶς ἕνα μεγάλο ἄνδρα· ἐμεῖς σὲ θεωροῦ­με ἀνώτερο ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἄνδρες τῆς πα­λαιᾶς διαθήκης· πιστεύουμε ὅτι εἶσαι «ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (ἔ.ἀ. 16,16).
Τότε ὁ Χριστὸς «ἠγαλλιάσατο τῷ πνεύματι», ἐπῄνεσε τὴν ἀπάντησι. Εἶ­σαι μακάριος, Πέτρο, σὺ ὁ ψαρᾶς· δὲ διάβασες βιβλία καὶ φιλοσοφί­ες, βρῆκες ὅμως τὸ κλειδὶ τῆς ἀληθείας, ποὺ εἶνε ἡ πίστι στὸ Χριστό. Εἶσαι μακάριος, διότι αὐτὸ ποὺ εἶπες δὲν εἶνε προϊὸν ἀνθρωπίνης σκέψεως· εἶνε ὁ βρά­χος πάνω στὸν ὁποῖο θὰ στηριχθῇ τὸ οἰκοδόμη­μα τῆς Ἐκκλησίας μου· αὐτὸ δὲν εἶνε ἀν­θρώπινη ἐπινόησις, εἶνε ἔλ­λαμψις τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀποκάλυψις τοῦ οὐρανίου Πατρός μου. «Μακάριος εἶ, Σίμων Βα­ριωνᾶ, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ᾽ ὁ πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (ἔ.ἀ. 16,17). Τί λόγια! Ὅποιος διαβάζει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ δὲ δακρύζει, δὲν ἀξίζει νὰ λέγεται ἄνθρωπος.

* * *

Καὶ μετὰ τί τοῦ λέει· «Σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησί­αν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐ­τῆς» (ἔ.ἀ. 16,18). Πλοῦτος νοημάτων συνωστίζον­ται μέσα στὶς λίγες αὐτὲς λέξεις.
Ἡ ἀξία μιᾶς οἰκοδομῆς δὲν εἶνε τόσο στοὺς τοίχους καὶ τὴ στέγη ὅσο στὰ θεμέλια. Ὅποιο σπίτι ἔχει γερὰ θεμέλια, δὲ φοβᾶται ποταμούς, θύελλες, σεισμούς. Ὅπως λοιπὸν κάθε σπίτι ἔ­χει θεμέλιο, κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ ἡ Ἐκ­κλησία εἶνε οἰκοδομή, ποὺ ἔχτισε ὁ Θεός, καὶ θεμέλιό της εἶνε ὁ Χριστός. Αὐτὸς εἶνε «τὸ Ἄ(λ­φα) καὶ τὸ Ὠ(μέγα), ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος» (Ἀπ. 22,13). Εἶνε ὄχι ἁπλῶς τέλειος ἄνθρωπος, ἀλλὰ καὶ τέλειος Θεός, Θεάνθρωπος. Αὐ­τὸ εἶπε ὁ Πέτρος· Εἶσαι «ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος». Καὶ πάνω στὴν «πέτρα», στὴν ἄσειστη αὐτὴ ἀ­λήθεια, εἶνε θεμελιωμένη ἡ Ἐκκλησία.
Οἱ φράγκοι διαστρεβλώνουν τὸ νόημα τοῦ χωρίου καὶ λένε, ὅτι «πέτρα» εἶνε ὁ Πέτρος. Λάθος. «Πέτρα» εἶνε ἡ πίστι ποὺ διεκήρυξε ὁ Πέτρος, ἡ πίστι στὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Παρερμηνεύουν παπικοὶ τὸ χωρίο, θέλοντας νὰ στηρίξουν σ᾽ αὐτὸ τὸ πρωτεῖο τοῦ πάπα. Τὴν ὀρθὴ ἑρμηνεία ἔδωσαν οἱ πατέρες τῆς Ἐκ­κλη­σίας· «Σὺ εἶσαι Πέτρος, καὶ αὐτὴ ἡ πίστι σου εἶνε ἡ πέτρα πάνω στὴν ὁποία θὰ οἰκοδο­μήσω τὴν Ἐκκλησία μου, καὶ θὰ μείνῃ ἀνίκητη ἀπὸ τὶς δυνάμεις τοῦ ᾅδου καὶ ἀκατάλυτη».
Καὶ ποιά εἶνε ἡ Ἐκκλησία; Ἐκκλησία λέμε συχνὰ καὶ τὸ κτήριο τοῦ ναοῦ. Ἕνα κτήριο ὅ­μως καταλύεται· ὁ χρόνος ἢ ἕνας σεισμὸς ἢ κάποια δολιοφθορὰ τῶν ἀθέων μπορεῖ νὰ τὸ φθείρῃ, νὰ τὸ γκρεμίσῃ καὶ νὰ γίνῃ ἐρείπιο. Ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, κι ἂν ἀκόμα γκρεμιστοῦν ὅλοι οἱ ναοί, μένει ἀκατάλυτη. Ἐκκλησία δὲν εἶνε τὸ κτήριο, τὰ ντουβάρια. Ξέρεις ποιά εἶνε ἡ Ἐκκλησία; Βλέπεις ἐκείνη τὴ μάνα μὲ τὸ μικρό της στὴν ἀγκάλη ποὺ ψελλίζει τὶς λέξεις «Χριστὸς» καὶ «Κύριε, ἐλέησον»; Βλέπεις ἐκεῖνο τὸ παιδὶ κ᾽ ἐκεῖνο τὸ νέο, ποὺ ἀντιστέκονται; Βλέπεις ἐ­κεῖνο τὸ γέ­ροντα ποὺ ἔρχεται μὲ τρεμάμενα γόνατα νὰ μεταλάβῃ; Βλέπεις ἐκεῖνο τὸν ἐρ­γάτη, ἐκεῖνο τὸν ἀγρότη, ἐκεῖνο τὸν ἐπιστήμονα, ἐκεῖνο τὸν καθηγητή, ἐκεῖνο τὸν ἀξιωματικό, ἐκεῖνο τὸν ἄρχοντα, ποὺ κρατοῦν τὸ Εὐαγγέλιο, ἀ­κοῦνε τὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεως, κάνουν σταυ­ρό, γονατίζουν στὸ πετραχήλι; Αὐτοὶ εἶνε ἡ Ἐκκλησία. Ὅποιος βαπτίστηκε στὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος, πιστεύει στὸ Χριστὸ καὶ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, εἶνε Ἐκκλησία.
Ἡ Ἐκκλησία εἶνε μέσ᾽ στὶς καρδιές. Ἐκεῖ ἔ­χει ῥίξει ῥίζες, καὶ δὲ φοβᾶται θύελλες καὶ δι­ωγμούς. Κι ἂν ἀκόμα ἀνοίξῃ ἡ κόλασι καὶ βγοῦν ὅλοι οἱ δαίμονες νὰ τὴν πολεμήσουν, ἡ Ἐκκλησία θὰ παραμείνῃ εἰς τὸν αἰῶν
α.

* * *

Σήμερα ἐκεῖνο ποὺ σπανίζει δὲν εἶνε ὁ χρυ­σός· τὸ πολὺ σπάνιο σήμερα εἶνε ἡ πίστι. Τὸ εἶπε ὁ Χριστός· «Ἂν ξανάρθω στὴ γῆ, θὰ βρῶ ἆραγε τὴν πίστι;» (βλ. Λουκ. 18,8). Μέσ᾽ στοὺς ἑκα­τὸ ζήτημα ἂν ἕνας πιστεύῃ. Ἄλλα «πιστεύω» ἀπατηλὰ ἐπικρατοῦν. Ἀνάμεσα σ᾽ αὐτὰ σὰν φάρος οὐράνιος ὑψώνεται τὸ «Πιστεύω» τῆς Ἐκκλησίας, τὸ «πιστεύω» τοῦ Πέτρου, τοῦ Παύλου, τῶν ἁλιέων, τῶν ἁπλοϊκῶν ψυχῶν. Λένε γιὰ τὸ μεγάλο Γάλλο μαθηματικὸ Πασκάλ, ὅ­τι θαύμασε σὲ χωριὸ τῆς Βρετάνης ἕνα χωρικὸ τὴν ὥρα ποὺ προσευχόταν, καὶ εἶπε· Δὲ θέλω τὴν ἐπιστήμη, δὲ θέλω τὴ φιλοσοφία· θέλω τὴν πίστι τῶν χωρικῶν τῆς Βρετάνης!
Χριστέ ―ἂς ποῦμε ἐμεῖς―, δὲ θέλουμε τὰ ψεύτικα φῶτα, τὴ ματαιότητα, τὰ πλούτη τοῦ κόσμου· δῶσ᾽ μας τὴν πίστι τῶν ἀποστόλων, τὴν πίστι τῶν μαρτύρων, τῶν ἁγίων πατέρων καὶ τῶν προγόνων μας. Χριστέ, «πρόσθες ἡ­μῖν πίστιν» (Λουκ. 17,5). Χωρὶς αὐτὴ δὲ ζοῦμε.
Ἀνοῖξτε, ἀγαπητοί μου, τὸ Εὐαγγέλιο, τὶς Πράξεις τῶν ἀποστόλων, τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου. Καὶ στὸ θεμελιῶδες ἐρώτημα «Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι;», ποὺ ἀπευθύ­νει καὶ σ᾽ ἐμᾶς ὁ Χριστός, κάθε ψυχή, κ᾽ ἐγὼ ὁ ἐπίσκοπος κ᾽ ἐσεῖς, ν᾽ ἀπαντήσουμε ὅπως ὁ Πέτρος· Ναί, Κύριε, πιστεύω ὅτι σὺ εἶσαι «ὁ Χριστός, ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος»· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος


(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναὸ του Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 29-6-1969 Κυριακὴ πρωί)

________________

ΣΕΡΒΙΚΑ

___________________

Свети апостоли Петар и Павле

КРИЗНО ПИТАЊЕ

Данас је драги моји  празник врховних апостола Петра и Павла, а сутра  је Сабор светих  дванаест апостола.
Апостоли су звезде на духовном небу, реке Духа, стубови Цркве која се зато и назива апостолска. Да ли да их похвалимо? Нисмо достојни. А  њима нису ни потребне похвале. Они су имали посебне благослове и примили су посебне дарове  за своје дело.
Заиста је задивљујуће да су они потицали из различитих домовина и да је свако од њих имао различит карактер, а ипак су били уједињени. Црква их опева као „раздвојени телесно а  уједињени у Духу“ (стих. веч. 11 јул). Дванаест тела али једна душа, један дух, једна мисао, један осећај.
Шта је то што их је уједињавало? Лице нашег Господа Исуса Христа, вера у Христа. Веровали су неклонуло. И ми кажемо како верујемо али наша вера се не може упоредити са вером апостола.
О тој апостолској вери, дозволите ми, драги моји да кажем неколико речи. О вери нам говори данашње Јеванђеље.

* * *

Господ је, каже Јеванђеље са дванаест ученика отишао у престолницу. У великим се градовима скупља све лоше. И у Јерусалиму је било гнездо Анино, Кајафино и Пилатово. Одаљио се дакле и ишао је према пустињским крајевима „Кесарије Филипове“  (Мат. 16,13). Далеко од буке градова, близу природе, која човека приближава Богу, тамо где се само чује шушкање лишћа, песма  славуја  и течење реке, у незагађеној творевини, у пустињи, тамо се дух умирује.
Тамо је и Христос ходајући, поставио ученицима једно питање. То је најтеже питање од чијег одговора зависи срећа или несрећа човечанства. Поставио је једно питање, које нас не оставља равнодушним. Одговориле су на то питање претходне генерације након упорних борби, одговориће на то питање и будућа поколења. На то питање је позвано  да одговори и наше поколење. И ти си данас позван хришћанине, данас одговори а после твога одговора ћу те извагати, проценићу да ли си хришћанин.
Које је то питање поставио Исус, апостолима: „Шта о мени говоре људи?“,“ Шта мисле о мени људи?“. Како  су апостоли одговорили на то питање? Они су били народна деца, рибари, занатлије  и мали трговци, живели су  међу народом, слушали су одјек, коментаре и утиске које је стварала реч Христова. Зато што свака јавна личност прима критику , немогуће је да избегне коментаре. И одговорили су.
Учитељу, рекли су, народ те не сматра неким обичним човеком,  кажу да си  велики човек. Неки говоре да си Јован Претеча, који је узбуркао Јордан, други говоре да си пророк Илија, који је затворио небеса, трећи говоре да си Јеремија, ватрени проповедник истине Божије, или неки од великих пророка.
Христос није био задовољан одговором, и сада поставља главно- кризно питање: „А ви моји ученици,  шта ви кажете ко сам ја?“. Добро тако мисли свет, такву представу свет има о мени, сматрају ме великим човеком али ви шта кажете ко сам ја? (Мат. 16,15). Потпуна тишина је испунила шуму. И тамо испод звезда небеских  дат је и одговор.
Ученици су дирнути, клонули. Одговарају сви заједно. Нису апостоли тамо нека маса они су уједињено братство. Одговара у име свих врховни апостол Петар, он постаје уста свих апостола. Ми, Господе, каже те не сматрамо само великим човеком ми те сматрамо вишим од великих људи Старог завета, верујемо да  „Ти си Син Бога живога“ (Мат. 16,16).
Тада  се Христос „обрадова духом“, похвали одговор. Благо теби  Петре, ти који си рибар и који ниси читао књиге филозофске , пронашао си кључ истине, која је вера у Христа. Ти си блажени јер је то што си рекао исход људских мисли, то је стена на коју ће се ослонити моја Црква, то није људска измишљотина, то је осветљење Светога духа, откровење мога небеског Оца. „Благо теби, Симоне, сине Јонин! Јер тело и крв не открише ти то, него Отац мој који је на небесима“. (Мат.16,17). Какве речи! Ко чита Јеванђеље  и не плаче, није достојан да се назове човеком.

* * *

После тога шта му говори: „А и ја теби кажем да си ти Петар, и на томе камену сазидаћу Цркву своју, и врата пакла неће је надвладати. „ (Мат. 16,18). Мноштво порука је било у то мало речи.
Вредност неке грађевине није толико у зидовима и у крову колико у темељу. Кућа која има чврст темељ, не боји се река, олуја и земљотреса. Као дакле свака кућа што има темељ, исто тако на сличан начин и Црква је грађевина, коју је саградио Бог, а њен темељ  је Христос. Он је „Алфа“ и „Омега“ значи први и последњи“ (От. 22,13). Он није само савршен човек, Он је и савршен Бог, Богочовек. То је рекао Петар: „Ти си Син Бога живога“. И на „камену“ , на тој чврстој истини је утемељена Црква.
Латини изопачују смисао овога дела и говоре да је „камен“ сам Петар. То је погрешно учење. „Петра-камен“ је вера коју је проповедао Петар, вера у божанство Христово. Погрешно тумаче паписти овај део, желећи да на њему подупру папино првенство. Исправно тумачење су дали очеви Цркве. „Ти си Петар а твоја вера је камен на коме ћу саградити моју Цркву, која ће остати непобедива и неуништива од сила ада“.
Која је то Црква? Црквом често називамо и грађевину храма. Грађевина  може пропасти временом од неког земљотреса или напада безбожника, а може се срушити и претворити у рушевине. Међутим Црква Христова,и  када би се срушили сви храмови остаје неуништива. Црква није зграда или  зидови. Знаш ли шта је Црква? Видиш ли мајку са малим дететом у наручју, да изговара „Христос“ и „Господе помилуј“? Видиш ли оно дете и оног младог човека како се супротстављају?Видиш ли онога старца који се долази причестити са коленима која клецају? Видиш ли онога радника, земљорадника, научника, професора, официра, владара који држе Јеванђеље, слушају глас савести, крсте се, клече пред петрахиљем? То је Црква. Ко се крстио у име Свете тројице, верује у Христа и држи заповести Господње, то је Црква. Црква је у срцима. Тамо је бацила своје корење, и не боји се никакве олује ни прогона. И ако се отвори пакао и изађу сви демони да се боре, Црква ће остати у векове, векова.

* * *

Данас оно што је права реткост није злато него вера. То је рекао Христос: „ Али Син Човечји када дође, хоће ли наћи веру на земљи?“ (Лука 18,8). Од стотину људи питање је да ли један верује.  Друга лажна „верујем“ преовлађују. Међу њима као небески светионик уздиже се Црквино „Верујем“ , и „верујем“ Петрово, Павлово, рибара и  једноставних душа. Кажу за великог француског математичара Паскала, да се дивио у једном британском селу једном мештанину док се молио и да је рекао: „ Не желим науку, не желим филозофију, желим веру британских сељака!
Христе – кажимо и ми- , не желимо лажна светла, пролазност,  светско благо , дај нам веру апостолску, веру мученика, светих отаца и наших предака. Христе, „Дометни нам вере!“ (Лука. 17,5). Без ње не можемо живети.
Отворите драги моји Јеванђеље, Дела апостола, посланице Павлове, читајте. На основно питање: . „Шта о мени говоре људи?“, које Христос поставља свакој души, и ја као епископ и ви, да одговоримо као Петар: Да, Господе, верујем   „Ти си Син Бога живога“. Амин.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Беседа Митрополита Флорине о. Августина Кандиота у светом храму Светог Пантелејмона,Флорина, 29-6-1969 недеља ујутру)

NEAΡΟΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ ΕΡΓΑΤΑΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιούν 28th, 2011 | filed Filed under: Cрпски језик, εορτολογιο

Τῶν ἁγίων Ἀναργύρων
1 Ἰουλίου

NEAΡΟΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ ΕΡΓΑΤΑΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Αγ. anargiroiΟ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, αὐ­τὸς δηλαδὴ ποὺ δὲν συναισθάνεται τὶς ἁμαρτίες του καὶ δὲν μετανοεῖ ―γιατὶ ὅ­λοι εἴμεθα ἁμαρτωλοί, ἀλλὰ ἄλλος μετανοεῖ καὶ ἄλλος δὲν μετανοεῖ―, ὁ ἁμαρτωλὸς λοι­πὸν ποὺ δὲν μετανοεῖ κατὰ τὴν ἁγία Γραφὴ μοιάζει μὲ ἕνα χωράφι χέρσο καὶ ἀκαλλιέργητο, ποὺ εἶνε γεμᾶτο ἄγρια χόρτα, ἀγκάθια καὶ φίδια. Εἶνε γῆ «ἐγγὺς κατάρας», ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Ἑβρ. 6,8). Ἀντιθέτως ὁ ἅγιος εἶνε σὰν τὸ καλλιεργημένο χωράφι, σὰν τὴν «καλὴ γῆ» ποὺ λέει ἡ παραβολὴ τοῦ σπορέως, ὅπου ὁ σπόρος ἀποδίδει ἀλλοῦ τρι­άν­τα, ἀλλοῦ ἑξήντα, κι ἀλλοῦ ἑκατὸ φορές (Ματθ. 13,8· Μᾶρκ. 4, 8). Ὁ ἅγιος εἶνε ἕνας ἐκ­λεκτὸς κῆ­πος τοῦ Θεοῦ. Κι ὅσο εὐχάριστο εἶνε νὰ περπατάῃ κανεὶς μέσα σ᾽ ἕνα περιβόλι, τόσο εὐ­χά­ριστο εἶνε νὰ διαβάζῃ τοὺς βίους τῶν ἁ­γίων· εἶνε περιβόλια πνευματικά.
Ἕνα περιβόλι πνευματικὸ εἶνε σήμερα καὶ οἱ ἅγιοι ποὺ ἑορτάζουμε, οἱ ἅγιοι Ἀνάργυροι Κοσμᾶς καὶ Δαμιανός. Καὶ ὅπως ὅταν πηγαίνουμε σὲ περιβόλι διαλέγουμε λουλούδια καὶ φτειάχνουμε ἕνα ὡραῖο μπουκέτο, ἔτσι καὶ σήμερα, περιδιαβάζοντας στὸν βίο τῶν δύο αὐτῶν ἁγίων, θὰ κόψουμε μερικὰ πνευματικὰ ἄνθη γιὰ νὰ σχηματίσουμε μιὰ ἀνθοδέσμη.

* * *

❀ Τὸ πρῶτο λουλούδι – πρῶτο δίδαγμα ποὺ παίρνουμε ἀπὸ τὸν βίο τῶν ἁγίων Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ, εἶνε ἡ ἀγάπη, ὅπως τὴν περιέγραψε ὁ ἀπόστολος Παῦλος σήμερα στὴν ἀ­ποστο­λικὴ περικοπή (Α΄ Κορ. 12,27–13,8· βλ. 13,1-8). Εἶ­χαν μεταξύ τους ἀγάπη. Ἦταν ἀδέρφια, ἀπὸ μιὰ μάνα κ’ ἕνα πατέρα. Φτάνει ὅμως αὐτό;
Ἡ ἀγάπη τοῦ αἵματος δὲν εἶνε σταθερά. Ἔ­χου­με πολλὰ παραδείγματα· ἀδέρφια, ποὺ γεν­νή­­θηκαν ἀπὸ τὴν ἴδια μάνα καὶ βύζαξαν τὸ ἴδιο γάλα καὶ ἀνετράφησαν μέσα στὸ ἴδιο σπίτι, πῆ­γε κατόπιν ὁ ἕνας νὰ βγάλῃ τὸ μάτι τοῦ ἄλ­λου. Μᾶς λέει καὶ ἡ ἁγία Γραφή, ὅτι ὁ Κάιν καὶ ὁ Ἄβελ ἦταν ἀδέρφια· ἀλλὰ ὁ Κάιν φθόνησε τὸν Ἄβελ καὶ τὸν σκότωσε. Ἀπὸ τότε ἀ­δελφοὶ μισοῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Χθὲς στὴ Φλώ­ρινα ἕνας ἀδελφὸς ἔκανε ἔ­ξωσι, πέταξε ἀπὸ τὸ πατρικὸ σπίτι στὸ δρόμο τὸν ἀδελφό του μὲ πέντε παιδιά. Προχθὲς πά­λι ἦρθε στὴ μητρόπολι κάποιος ἄλλος ποὺ ἔ­λεγε ὡραῖα λόγια. Κόντεψα νὰ πιστέψω ὅτι εἶνε καλὸς ἄνθρωπος. Μοῦ λέει μετὰ ὁ ἄλ­λος· «Δὲν τὸν ρωτᾷς, πόσο καιρὸ ἔχει νὰ μιλή­σῃ μὲ τὸν ἀ­δερφό του; Στὸ ἴδιο χωριὸ κάθον­ται, κοντὰ εἶνε τὰ σπίτια τους, Χριστούγεννα ἔρχονται – Μεγάλη Παρασκευὴ ἔρχεται – Λαμ­πρὴ ἔρ­χεται, μεγάλες ἡμέρες, καλημέρα δὲν τοῦ λέει». Λέω· ―Εἶνε ἀλήθεια αὐ­τό; ἐσὺ φαί­νεσαι Χριστιανός· μὲ τὸν ἀδερφό σου δὲ μι­λᾷς; ―Ἄ, λέει, μ᾽ ὅλο τὸν κόσμο μιλάω, μὲ τὸν ἀ­δερφό μου ὄχι. ―Μὰ γιατί; ―Δὲν τοῦ μιλάω, ὅ,τι καὶ νὰ μοῦ πῇς. Προσπάθησα νὰ τοὺς συμφιλιώσω, στάθηκε ἀδύνατον.
Οἱ ἅγιοι Ἀνάργυροι ἦταν ἀδέρφια, ἀλλὰ ἐ­κεῖνο ποὺ τοὺς ἕνωνε δὲν ἦταν τὸ αἷμα, οὔτε τὸ χρῆμα, οὔτε τίποτε ἄλλο ὑλικό. Ἐκεῖνος ποὺ τοὺς ἕνωνε ἦταν ὁ Χριστός. Ὁ σατανᾶς χωρίζει, ὁ Χριστὸς ἑνώνει. Καὶ ὁ Χριστὸς πῆ­ρε τὰ δυὸ αὐ­τὰ ἀδέρφια καὶ τὰ ἔκανε μιὰ ψυ­χὴ καὶ μιὰ καρδιά. Ἀγαπημένοι στὴ ζωή, ἀγαπημένοι καὶ στὸ θάνατο, στὸ μαρτύριο καὶ στὴν πέρα τοῦ τάφου ζωὴ τῆς αἰωνιότητος. Εἶχαν ἀ­γάπη· ὄχι τόσο τὴν ἀγάπη ἀπὸ τὴ σαρκικὴ συγ­γένεια καὶ τὸ αἷμα, ὅσο τὴν ἀγάπη ἀπὸ τὴν πνευματι­κὴ συγγένεια καὶ τὴν κοινὴ πίστι.
❀ Τὸ ἕνα λουλούδι λοιπὸν ἀπὸ τὸ ὄμορφο πε­ριβόλι τῶν ἁγίων εἶνε ἡ ἀγάπη. Τὸ ἄλλο ποιό εἶνε; Τί ἡλικία εἶχαν οἱ δύο ἅγιοι; Ἦταν γέρον­τες ἀσπρομάλληδες 80 – 90 χρονῶν; Ὄχι, ἦ­ταν νέοι, πάνω στὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας τους. Ὑπάρχει ἡ ἰδέα, ὅτι ἡ θρησκεία εἶνε γιὰ τοὺς γέρους καὶ τὶς γριές, γι’ αὐτοὺς ποὺ ἑτοιμάζονται νὰ πεθάνουν. Αὐτὸ εἶνε λάθος. Ἡ θρησκεία μας εἶνε γιὰ ὅλους. Εἶνε καὶ γιὰ τὰ παιδιά, καὶ γιὰ τὶς γυναῖκες, καὶ γιὰ τοὺς ἄντρες, καὶ γιὰ τοὺς γέροντες· ἀλλὰ εἶνε καὶ γιὰ τοὺς νέους, καὶ πρὸ παντὸς γιὰ τοὺς νέους. Ἂν ἐ­πιτρέπεται ἡ ἔκφρασις, ὁ Χριστὸς εἶνε χρήσιμος γιὰ ὅλους. Ὅπως ὁ ἥλιος εἶνε χρήσιμος γιὰ ὅλους, καὶ γιὰ τὸ μικρὸ παιδὶ καὶ γιὰ τὸν μεγάλο, ἔτσι καὶ ὁ Χριστός. Δὲν ὑπάρχει καν­εὶς ποὺ μπορεῖ νὰ πῇ στὸν ἥλιο, Δὲν σὲ χρειάζομαι. Τὸν ἥλιο τὸν χρειάζονται καὶ ὁ βασιλιᾶς καὶ ὁ φτωχός, καὶ ἡ γυναίκα καὶ ὁ ἄν­τρας, καὶ ὁ μαῦρος καὶ ὁ λευκός, ὅλοι. Ἔτσι καὶ ἡ θρησκεία· εἶνε χρήσιμη γιὰ ὅλους, ἀλλ’ ἰδιαιτέρως γιὰ τοὺς νέους. Ὁ γέρος μοιάζει μὲ καράβι ποὺ ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα πλησιάζει νὰ ῥίξῃ τὴν ἄγκυρά του στὸ λιμάνι, στὴν αἰωνιότητα, ἐνῷ ὁ νέος τώρα βγαίνει ἀπὸ τὸ λιμάνι καὶ πρόκειται ν’ ἀντιμετωπίσῃ κύματα μεγάλα, τρικυμίες καὶ θύελλες, καὶ πρέπει τὸ καράβι του νὰ εἶνε ἐξωπλισμένο μὲ τὴν ἐλπίδα, τὴν πίστι καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἀπόδειξις οἱ ἅγιοι Ἀνάργυροι· οἱ δύο αὐτοὶ ἀδελφοὶ ἀπὸ μικροὶ πίστευαν στὸ Χριστὸ καὶ ἔζησαν μὲ ἁ­γνότητα. Τὸ παράδειγμά τους μᾶς δείχνει, ὅτι καὶ οἱ νέοι ἔχουν ἀνάγκη τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ.
❀ Ἀγάπη λοιπὸν καὶ πίστι. Καὶ τέλος τὸ τρίτο λουλούδι ἀπὸ τὸ ὄμορφο περιβόλι τῶν ἁγίων. Τί ἦταν οἱ ἅγιοι Ἀνάργυροι, ἐγγράμματοι ἢ ἀ­γράμματοι; Δὲν ἦταν ἀγράμματοι. Ὑπάρχουν καὶ ἅγιοι ἀγράμματοι. Ἀλλ’ αὐτοὶ οἱ δύο ἦταν ἐπιστήμονες. Ἦταν γιατροί. Καὶ τί γιατροί, οἱ καλύτεροι στὴν ἐποχή τους. Ἄρρωστοι, ποὺ δὲ μποροῦσαν νὰ τοὺς θεραπεύσουν οἱ ἄλ­λοι γιατροί, ἔτρεχαν στὸν Κοσμᾶ καὶ στὸ Δαμιανὸ καὶ τοὺς ἔκαναν καλά. Πῶς; μὲ τὰ φάρμακα; Καὶ μὲ τὰ φάρμακα· ἔψαχναν στὰ βουνὰ καὶ στὰ λαγκάδια καὶ ἔβρισκαν θεραπευτικὰ βότανα. Παραπάνω ὅμως ἀπ’ ὅλα τὰ ἄλλα φάρμακα εἶχαν ἐκεῖνο ποὺ λέγεται θαυματουργὸς προσευχή. Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου θεράπευαν κά­θε ἀρ­ρώστια. Τί δείχνει αὐτό; Ὅτι ἡ θρησκεία δὲν εἶνε μόνο γιὰ τοὺς ἀγραμμάτους, ὅπως νομίζουν πολλοί. Αὐτὸ εἶνε λάθος. Ἐκ­θειάζουν τὴν ἐπιστήμη καὶ λένε, ὅτι οἱ ἐπιστήμονες δὲν πιστεύουν στὸ Θεό. Ψέμα εἶνε αὐτό. Γιατί; ποιούς θεωροῦν ἐπιστήμονες; Ὅ­σοι παίρνουν ἕνα δίπλωμα καὶ κατόπιν κλεί­νουν τὰ βιβλία καὶ παίζουν τάβλι, καὶ κατόπιν βγαίνουν καὶ λένε ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός, δὲν εἶνε ἐπιστήμονες. Ἐπιστήμονες εἶνε αὐτοὶ ποὺ κάθονται μέρα – νύχτα καὶ διαβάζουν. Αὐτοὶ λοιπόν, οἱ ἀληθινοὶ ἐπιστήμονες, πιστεύουν στὸ Θεό. Καὶ ἔχουμε τέτοιους ἐπιστήμονες, ἀστρονόμους, φυσικούς, μαθηματικούς καὶ ἄλλους, ποὺ πιστεύουν στὸ Θεὸ ὅπως ἕνας χωρικὸς κ’ ἕνας τσοπάνος.
Θέλετε ἕνα παράδειγμα; Στὶς ἡμέρες μας ἔγινε ἡ μεγάλη κατάκτησις, ὁ ἄνθρωπος πῆγε στὸ φεγγάρι. Πῶς πῆγε; Μὲ πύραυλο, ποὺ προωθοῦσε τὸ διαστημόπλοιο. Τὸν πύραυλο ποιός τὸν ἐφεῦρε; Ἕνας ἐπιστήμονας. Πῶς λέγεται; Ἂς ποῦμε τὸ ὄνομά του, μολονότι στὴν ἐκκλησία δὲν κάνει νὰ λέμε ὀνόματα ξένων ἀνθρώπων ἀλλὰ μόνο τὰ ὀνόματα τῶν ἀ­ποστόλων καὶ τῶν ἁγίων. Μπράουν λέγεται καὶ εἶνε Γερμανός. Ἔ λοιπόν, αὐτὸς πιστεύει! Πέρσι – πρόπερσι ἦρθε καὶ στὴν Ἑλλάδα. Πῆγε σ’ ἕνα νησάκι στὸ Αἰγαῖο πέλαγος, στὴ Μύκονο, ὅπου μαζεύονται καὶ χαίρονται τὴ θάλασσα χιλιάδες τουρίστες. Τὴν Κυριακή, ὅ­ταν χτύπησε ἡ καμπάνα, κανείς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν πῆγε στὴν ἐκκλησία· πῆγαν στὴ θάλασσα. Αὐτὸς πῆγε καὶ σὰν μικρὸ παιδὶ ἄκουγε τὴ θεία λειτουργία. Κατόπιν τὸν ρώτησαν· ―Μὰ πιστεύεις ἐσύ; ―Μάλιστα, εἶπε· μετὰ τὶς ἀνακαλύψεις αὐτὲς πιστεύω στὸ Θεὸ ἀκόμη περισσότερο… Καὶ δὲν εἶνε μόνο αὐτός, εἶνε καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἐπιστήμονες ποὺ πιστεύουν.
Καὶ στὴν πατρίδα μας ὑπάρχουν ἐπιστήμονες καὶ φοιτηταὶ πιστοὶ στὸ Χριστό (μαθηματικοί, γιατροί, φιλόλογοι κ.λπ.). Ἐργάζονται καὶ σπουδάζουν μέσα σὲ μεγαλουπόλεις, ποὺ εἶνε μιὰ κόλασις, Σόδομα καὶ Γόμορρα, καὶ ὅ­μως πιστεύουν βαθειὰ στὸ Θεό.

* * *

Τρία πράγματα λοιπόν, ἀγαπητοί μου, διδά­σκουν σήμερα οἱ ἅγιοι Ἀνάργυροι. Τὸ πρῶ­το, νὰ ἔχουμε ἀγάπη, διότι ὅλοι εἴμεθα ἀδέρφια. Τὸ δεύτερο, νὰ ἔχουμε, οἱ νέοι πρὸ παν­τός, ἁγνότητα καὶ καθαρότητα. Καὶ τὸ τρίτο, ὅ­τι τὰ γράμματα δὲν ἀπομακρύνουν τὸν ἄν­θρω­­πο ἀπὸ τὸ Θεό, ἀλλὰ τὸν φέρνουν πιὸ κοντά του.
Ἡ πίστις καὶ ἡ ἁγιότης δὲν ἦταν μόνο «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ». Καὶ σήμερα καὶ αὔριο καὶ μέχρι συντελείας τοῦ κόσμου δὲν θὰ ἐκλείψουν. Μπορεῖ πολλὰ νὰ συμβοῦν, καὶ τὰ ἄστρα νὰ πέ­σουν, καὶ τὰ ποτάμια νὰ ξεραθοῦν, καὶ τὰ βουνὰ νὰ λειώσουν, καὶ τὰ πάντα ν’ ἀνατραποῦν, ἀλλὰ ποτέ ποτέ δὲν θά ’ρθῃ ἡμέρα ποὺ νὰ μὴν ὑπάρχουν Χριστιανοί. Πάντοτε θὰ ὑ­πάρ­χουν ἄνθρωποι ποὺ θὰ πιστεύουν στὸ Χρι­σ­τὸ καὶ θά ’νε ἕτοιμοι νὰ παίξουν καὶ τὴ ζωή τους κορώνα – γράμματα, ὅπως ἔκαναν οἱ ἅ­γιοι Κοσμᾶς καὶ Δαμιανός, τῶν ὁ­ποίων οἱ πρε­σβεῖες εἴθε νὰ εἶνε μαζί μας πάν­το­τε, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(«Ομιλία του Μητροπολίττου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό των Ἁγίων Ἀναργύρων Περάσματος – Φλωρίνης Δευτέρα 1-7-74)

______________

ΣΕΡΒΙΚΑ

________________

Свети Бесребреници – Козма и Дамјан
14/1
Јул

МЛАДИ НАУЧНИЦИ КАО ЈЕВАНЂЕЉСКИ МИСИОНАРИ

Грешни човек, драги моји, тај дакле који не осећа своја сагрешења и не каје се – зато што смо сви грешници, али неко се од нас каје а неко не каје, грешник дакле који се не каје по Светом писму сличи њиви трновитој и необрадивој, која је пуна дивљих трава, трња и змија. То је земља која  „није далеко од проклетства“, као што каже апостол Павле (Јевр. 6,8). Супротно од тога светитељ је као обрадива земља, као „добра земља“, како нам каже прича о сејачу и семену, где семе негде даје род од по  тридесет, негде шездесет, а негде сто (Матеј. 13,8 и Марко. 4,8). Светитељ је један изабрани врт Божији. Колико је угодно да неко хода кроз неки леп врт, толико је угодно и да неко чита животописе светитеља  који су духовни вртови.
Један духовни расадник данас су и светитељи које прослављамо данас, свети Бесребреници Козма и Дамјан. Као када идемо у расадник  и бирамо  лепо цвеће и правимо један леп букет, тако и данас, читајући животопис ова два светитеља, убраћемо неке духовне цветове од којих ћемо начинити један букет.

Први цвет – прву поуку коју узимамо из живота ова два светитеља Козме и Дамјана је љубав, као што је описао апостол Павле данас у апостолској причи (А. Корић. 12,27-13,8 и 13, 1-8). Имали су љубав међу собом. Били су браћа, од једног оца и једне мајке. Да ли је то довољно?
Љубав по крви није стабилна. Имамо пуно примера, браћа, која су рођена од исте мајке и која су дојена истим млеком и отхрањена у истој кући, на крају су један другом око ископали. Говори нам Свето писмо, да су Каин и Авељ били браћа, да је Каин био љубоморан на Авеља и да га је убио. Од тада браћа мрзе један другог. Јуче у Флорини један брат је починио злочин, бацио је са балкона родитељске куће свога брата са петоро деце. Прекјуче опет је  дошао у нашу митрополију један слаткоречиви човек. Скоро смо поверовали да је добар човек. Касније ми неко рече: „ Да ли си га питао, колико дуго није причао са својим братом?“ У истом селу су живели, близу су им куће, долази Божић, долази Велики Петак, долази Пасха, велики дани, добар дан он брату своме не пожели. Кажем: – Да ли је то истина, питам га, ти ми изгледаш као хришћанин, говориш ли са својим братом? – А, одговара ми, са свим светом причам али са својим братом не. – Али зашто питам га? – Нећу са њим говорити шта и да ми кажеш. Покушао сам га помирити са братом, али је то било немогуће.
Свети бесребреници су били браћа, оно што их је спајало није била крв, ни новац, ни нешто друго материјално. Оно што их је уједињавало је био Христос. Док сатана раздваја, Христос уједињује. И Христос је узео два брата и од њих начинио једну душу и једно срце. Били су у љубави за живота а и након смрти, у мучењу  и у животу вечном. Имали су љубав међу собом, не толико телесну љубав, рођачку и крвну, колико више  духовно сродство и заједничку веру.
Један цвет из лепог расадника ових светитеља је љубав. Који је други цвет? Колико година им је било? Да ли су били седи старци од 80 и 90 година? Не, били су млади, у цвету своје младости. Постоји неко веровање да је религија за старце и старице, за оне који се спремају за смрт. То је погрешно. Наша религија је за све. Она је и за децу, и за жене, и за мушкарце и за старце, али је и за омладину, пре свега је за омладину. Ако ми дозволите израз, Христос је користан свима. Као што је сунце корисно свима, и за малу децу и за одрасле, тако  и Христос. Не постоји нико на овоме свету ко може рећи сунцу: „ниси ми потребно“. Сунце је потребно и цару и сиромаху, и женама и мушкарцима, и црнима и белима, свима. Тако је и религија  корисна свима, посебно младима. Стари човек сличи броду који ће  из часа у час бацити своје сидро у неку луку, у вечност, док млад човек сада излази на море и треба да сусретне велике валове, олује и непогоде, и треба његов брод да је наоружан надом, вером и љубављу Божијом. Доказ за то су свети Бесребреници, ова два брата, од малена су веровали у Христа и живели су чедно. Њихов пример нам показује, да је и младима потребна вера у Христа.
Дакле љубав и вера. И на крају трећи цвет из овог лепог светитељског расадника. Шта су били свети Бесребреници, неписмени или писмени? Нису били неписмени. Постоје и  писмени светитељи. Њих двојица су били научници. Били су лекари, какви лекари, најбољи у њихово време. Болесници, које нису могли излечити други лекари, трчали су Козми и Дамјану и они су их лечили. Како? С лековима? Са каквим лековима? Тражили су по брдима и долинама и проналазили су исцелитељске траве. Изнад свих других лекова имали су оно што се зове чудотворна молитва. У име Исуса Христа Назарећанина исцељивали су сваку болест. Шта нам то казује? Да религија није само за неписмене, као што многи мисле. То је погрешно. Они обезбожују  науку и говоре да научници не верују у Бога. То је лаж. Зашто? Кога они сматрају научницима? Оне који узимају диплому и после затварају књиге и играју тавлу а  касније излазе и говоре да не постоји Бог, то нису  научници. Научници су они који сваки дан, дан-ноћ читају. Они су дакле  истински научници, верују у Бога. Имамо такве научнике, астрономе, физичаре, математичаре и друге, који верују у Бога као један сељак или један чобанин.
Желите ли један пример? Наши дани су постали дани великих открића, човек је стигао до месеца. Како је отишао тамо? Са ракетом, која је претходила свемирском броду. Ко је измислио ракету? Један научник. Како се звао? Навешћемо његово име, мада у цркви није ред да наводимо имена страних људи, али само имена апостола и светитеља. Звао се Браун( Wernher von Braun), и био је Немац. Е дакле, тај човек је веровао! Преклани је чак био у Грчкој. Ишао је на један оток у Свети пелаг, на Миконос, где се сакупља и радује мору на хиљаде туриста. Недељом, када се звоно огласи, нико од њих не иде у цркву, иду на море. Он је ишао као мало дете и слушао литургију. Неко га је упитао: – Ти верујеш? – Наравно, одговорио је, после свих ових открића, верујем у Бога још више…. Није само он једини научник који верује, постоје и други научници који верују.
И у нашој домовини постоје научници и студенти који верују у Христа, (математичари, лекари, филолози итд.). Раде и студирају у велеградима, који су један пакао, Содома и Гомора али ипак дубоко верују у Бога.
Драги моји, три ствари нас данас уче свети Бесребреници. Прва је да имамо љубав, јер смо сви браћа. Друга је да имамо , пре свега млади, чедност и чистоту. А трећа је, да знање не одаљава човека од Бога, али га доводи ближе Богу.
Вера и светост нису постојале само „у оно време“. И данас и сутра и све до краја свете ће их бити. Може се свашта догодити, и звезде могу пасти са неба, и реке могу пресушити, и брда се могу изменити, и све се може изменити, али никада неће доћи дан када неће постојати хришћани. Увек ће постојати људи који ће веровати у Христа и који ће бити спремни да жртвују свој живот за Христа као што су то учинили свети Козма и Дамјан, чији благослов нек је у све векове векова са нама. Амин.

† епископ Августин

(Беседа Митрополита Флорине о. Августина Кандиота у светом храму Светих Бесребреника Козме и Дамјана ,Перама – Флорина, понедељак, 1-7-74)

AΠΟΣΤΟΛΟΙ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΗ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιούν 23rd, 2011 | filed Filed under: εορτολογιο

Τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων

30 Ἰουνίου

AΠΟΣΤΟΛΟΙ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΗ

12-ΑΠΟΣΤΟΛΟΙΧΘΕΣ, ἀγαπητοί μου, ἦταν ἡ ἑορτὴ τῶν 2 κορυφαίων ἀποστόλων, Πέτρου καὶ Παύλου. Σήμερα ἡ ἑορτὴ συνεχίζεται· εἶνε ἡ ἑορτὴ ὅλων μαζὶ τῶν 12 ἀποστόλων.
Οἱ 12 ἀπόστολοι! Εἶνε οἱ 12 θεμέλιοι λίθοι τῆς Ἐκκλησίας μὲ ἀκρογωνιαῖο λίθο τὸ Χριστό· εἶνε οἱ 12 σάλπιγγες, ποὺ ἡ φωνή τους ἀ­κούστηκε στὰ πέρατα τοῦ κόσμου· εἶνε τὰ 12 ἀστέρια, ποὺ φωτίζουν τὸν πνευματικὸ οὐ­­ρανὸ τῆς Ἐκκλησίας.
Νὰ τοὺς ἐπαινέσουμε; νὰ περιγράψουμε τὴ ζωή τους; νὰ διηγηθοῦμε τὸν βίο καὶ τὰ θαύματά τους; Θὰ ἔπρεπε γιὰ τὸν καθένα ἀ­πόστολο νὰ κάνουμε κι ἀπὸ ἕνα ἰδιαίτερο κήρυγμα, μία ξεχωριστὴ ὁμιλία· θὰ ἔπρεπε δηλαδὴ νὰ κάνουμε 12 κηρύγματα. Ἀλλὰ ποῦ τέ­τοια ὄρεξι! Δὲν ὑπάρχει. Ἄλλα ἀστέρια τώρα μεσουρανοῦν. Ἐκεῖνα ποὺ προβάλλει κάθε βράδυ ὁ διάβολος καὶ τὰ παιδιὰ κρατοῦν τὶς φωτογραφίες τους. Ἂν ρωτήσῃς τοὺς νέους μας, δὲν ξέρουν νὰ σοῦ ποῦν οὔτε τὰ ὀ­νόματα τῶν 12 ἀποστόλων· ξέρουν ὅμως τὰ ἀ­στέρια τοῦ Χόλλυγουντ.
Δὲν τιμῶνται οἱ ἀπόστολοι. Μιὰ φορὰ τὸ χρόνο γιορτάζουν ὅλοι μαζὶ οἱ 12 αὐτοὶ ἀστέρες τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ὅμως ἐλάχιστοι ἐκκλησιάζονται στοὺς ναοὺς γιὰ νὰ τοὺς τιμήσουν.
Δὲν θὰ ἐκτυλίξω τὴν πνευματικὴ ταινία τοῦ βίου τῶν ἁγίων ἀποστόλων· θὰ ἀρκεσθῶ μόνο σὲ μία γενικὴ θεώρησι καὶ παρατήρησι.

* * *

Ἡ ζωὴ τῶν ἀποστόλων διαιρεῖται σὲ δύο περιόδους· στὴν περίοδο προτοῦ νὰ γνωρίσουν τὸ Χριστό, καὶ στὴν περίοδο ἀφοῦ τὸν γνώρισαν. Διότι ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἔγινε ἡ μεγάλη ἀλλαγὴ στὴ ζωή τους. Ὅποιος γνωρίζει τὸ Χριστὸ καὶ μετανοεῖ, τὸ ἔχει ζήσει αὐ­τό· ἔχει δύο ἐποχὲς στὴ ζωή του, τὴ μαύρη καὶ τὴ λευκή. Ἐσεῖς βλέπετε τὴ ζωή σας νὰ διαι­ρῆται ἔτσι; ἔχετε σημειώσει τέτοια μέρα, ποὺ μὲ τὸ μαχαίρι κόψατε τὴ ζωή σας στὰ δυό;
Οἱ ἀπόστολοι, προτοῦ νὰ γνωρίσουν τὸ Χριστό, ζοῦσαν μιὰ ἥσυχη ζωή. Ἔχετε βρεθῆ σὲ νησιά, ἔχετε δεῖ τοὺς ψαρᾶδες πῶς ζοῦν; Ἔ, ἔτσι περίπου ζοῦσαν καὶ αὐτοί. Ψάρευαν τὴ νύχτα, γύριζαν τὸ πρωί, πουλοῦσαν τὰ ψάρια ποὺ ἔπιαναν, κ᾽ ἔτσι ἔβγαζαν τὸ ψωμί τους. Εἶχαν τὴ χαρὰ τοῦ οἰ­κο­γε­νει­άρ­χου ―οἱ περισ­σότεροι ἦταν παν­τρε­μένοι―, νὰ βλέπουν στὸ τραπέζι τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά τους. Τὸ ὄ­νειρό τους ἦ­ταν, νὰ δοῦν τ᾽ ἀγόρια καὶ τὰ κορίτσια τους νὰ μεγαλώνουν καὶ νὰ παντρεύωνται· κι ὅταν πλέον γεράσουν κι ἀ­σπρίσουν τὰ μαλλιά τους, ν᾽ ἀφήσουν τὶς βάρ­κες καὶ τὰ ψαρέματα, ν᾽ ἀποσυρθοῦν στὸ σπίτι σὲ μιὰ γω­νιά, νὰ χαίρωνται τὰ παιδιά τους, νὰ χαϊδεύ­ουν μὲ τὰ γέρικα χέρια τους τὰ ἐγγονάκια τους, νὰ τοὺς διηγοῦνται κρατώντας τὸ κομπολόι τὶς ὄμορφες θαλασσινὲς ἱστορίες, καὶ κάπως ἔ­τσι νὰ κλείσῃ ἡ ζωή τους. Λοιπὸν ἔτσι ἔγινε;
Ὄχι. Δὲν ἔζησαν ἔτσι· δὲν πέθαναν μέσα στὶς οἰκογένειές τους. Ἔχασαν τὴν ἡσυχία, ἔπεσαν σὲ μεγάλο ἀγῶνα, καὶ τελείωσαν τὴ ζωή τους μέσα στὰ μπουντρούμια τῶν φυλα­κῶν. Γιατί; Πῶς ἄλλαξε ἡ ζωή τους; Πῶς ἄφησαν τὰ σπίτια τους κ᾽ ἔπεσαν στὴν πιὸ μεγάλη περιπέτεια; Τί ἦταν ἐκεῖνο ποὺ τοὺς τράβηξε; Εἶνε εὔκολο ἕνας ἄντρας ν᾽ ἀφήσῃ τὴ γυναῖκα του, τὸ παιδί του, τὸν τόπο του, καὶ νὰ φύγῃ καὶ νὰ περιπλανᾶται μακριά; Τί ἦταν ἐ­κεῖνο ποὺ ἄλλαξε τὰ πράγματα; Τί συν­έβη; Συνέβη κάτι ποὺ γλῶσσα ἀνθρώπου δὲν μπορεῖ νὰ τὸ περιγράψῃ.
Μιὰ μέρα, ἐκεῖ ποὺ ἔρριχναν τὰ δίχτυα, παρουσιάστηκε μπροστά τους, ἐκεῖ στὴν ἀκρογιαλιά, ἕνας ἄγνωστος. Ἐκεῖνος, ποὺ καὶ σήμερα ἐξ­ακολουθεῖ νὰ εἶνε ὁ μεγάλος Ἄγνωστος. Ποιός εἶνε ὁ Ἄγνωστος αὐτός; Ἂς φέρουμε τὸ ὄνομά του, ἂς πηγαίνουμε στὶς ἐκ­κλησίες του κι ἂς τοῦ ἀνάβουμε κεριά· εἶνε ἄ­γνωστος. Εἶνε ὁ Χριστός! Ἀπὸ τοὺς χίλιους ζήτημα ἕνας νὰ γνωρίζῃ τὸ Χριστό. Γιατὶ ἂν ἀ­νοίξῃς τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, θὰ βρῇς τρεῖς ἔρωτες· ἀγαποῦν τὸ χρῆμα, τὴν ἡδονὴ καὶ τὴ δόξα. Ἂν ἀνοίγαμε ὅμως τὶς καρδιὲς τῶν ἀποστόλων, δὲν θὰ βλέπαμε τέτοιους ἔ­ρωτες. Ἄναψε μέσα τους μιὰ πυρκαϊὰ μεγάλη, ἡ φωτιὰ τοῦ οὐρανοῦ ποὺ λέγεται θεία ἀ­γάπη καὶ θεϊκὸς ἔρωτας γιὰ τὸ Χριστό. Τί τοὺς ἔταξε, τί τοὺς εἶπε ὁ Χριστὸς καὶ ἄλλαξαν; «Δεῦ­τε ὀπίσω μου» (Ματ. 4,19). Κι ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη τὸν ἀκολούθησαν κι ἄλλαξε ἡ ζωή τους.
Σὰν νὰ τοὺς βλέπω τοὺς 12 αὐτοὺς ἀνθρώπους, ποὺ δὲν εἴμαστε ἄξιοι νὰ φιλήσουμε τὰ πόδια τους. Εἶνε ἕτοιμοι ν᾽ ἀφήσουν τὰ δίχτυα, τὰ σπίτια, τὶς γυναῖκες τους κλαμένες, τὴν πατρίδα τους, τὸν κόσμο. Ἐκεῖ ποὺ ξεκινοῦν, πλησιάζω καὶ τοὺς ρωτῶ· ―Ποιός σᾶς ξεσήκωσε; ποῦ πᾶτε; Καὶ ἀπαντοῦν ὅλοι μ᾽ ἕνα στόμα· ―Πᾶμε νὰ ὑποτάξουμε τὸν κόσμο στὸ Χριστό. ―Καὶ ποιοί εἶστε σεῖς; μὲ ποιά δύναμι; ποῦ εἶνε τὰ χρήματα, οἱ γνώσεις, τὰ ὅπλα σας; ―Δὲν ἔχουμε τίποτα ἀπ᾽ αὐτά· μόνο ὅπλο μας ἡ πίστι στὸ Χριστό… Καὶ ξεκίνησαν. Εὐλογημένη ἡ στιγμή – ὅσοι εἶστε ἄν­τρες, θυμηθῆτε τὴν ὥρα ὅταν σᾶς κάλεσε ἡ πατρίδα καὶ δώσατε τὸ παρών. Εὐλογημένη ἡ στιγμὴ ποὺ ἔπεσαν στὴ μεγάλη περιπέτεια τοῦ εὐαγγελίου. Σὰν τοὺς ἀετοὺς πέταξαν ἀ­πὸ βουνὸ σὲ βουνό, γιὰ νὰ κηρύξουν τὸ Χριστό.
Γιὰ νὰ καταλάβετε τί δύσκολο ἦταν αὐτὸ ποὺ ἔκαναν, θὰ φέρω ἕνα παράδειγμα. Φαν­τα­στῆτε νὰ πάρετε 12 πρόβατα καὶ νὰ τὰ ῥίξετε μέσα σ᾽ ἕνα κοπάδι λύκων πεινασμένων. Θὰ μείνῃ τίποτα;… Ἔτσι τοὺς εἶπε ὁ Χριστός· «Ἰ­δοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέ­σῳ λύκων» (Ματθ. 10,16). Λύκοι οἱ φαρισαῖοι, οἱ αὐ­τοκράτορες, οἱ ἀξιωματοῦχοι, οἱ φιλόσοφοι. Καὶ τώρα τί βλέπω τί ἀκούω· τὰ πρόβατα νίκησαν τοὺς λύκους! Καὶ ὄχι μόνο τοὺς νίκη­σαν, ἀλλὰ καὶ ἔκαναν καὶ τοὺς λύκους ἀρνιά! τοὺς ἀγρίους τοὺς ἔκαναν ἁγίους, τοὺς εἰδωλολάτρες τοὺς ἔκαναν Χριστιανούς. Πῶς ἔγινε αὐ­τό; Ἂν διαβάζετε τὴ Γραφή, θὰ ἔχετε δεῖ μιὰ προφητεία ποὺ λέει ὅτι θὰ ἔρθῃ μέρα ποὺ «θὰ βοσκήσῃ λύκος μαζὶ μὲ ἀρνί» (βλ. Ἠσ. 11,6). Αὐτὸ λοιπὸν πραγματοποιήθηκε στοὺς ἁγίους ἀποστόλους· ἔκαναν καὶ τοὺς λύ­κους πρόβατα, τοὺς ἐξημέρωσαν καὶ τοὺς ἔ­καναν κι αὐ­τοὺς ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ.
Στὴν Κωνσταντινού­πολι ἕνας εὐσεβὴς βασιλιᾶς, τιμώντας τὴ μνήμη τους, ἔκτισε τὸν περίφημο ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ διέταξε, ἐπάνω σὲ μάρμαρο νὰ γράψουν τὰ ὀνόματά τους καὶ πῶς πέθανε ὁ καθένας, ὥστε ὅ­λη ἡ Πόλις νὰ τοὺς θυμᾶται καὶ νὰ τοὺς τιμᾷ. Οἱ ἀπόστολοι δὲν πέθαναν στὰ σπίτια τους, κοντὰ στὶς γυναῖκες τους· πέθαναν σκορπισμένοι στὰ πέρατα τοῦ κόσμου. Πέθαναν γιὰ μᾶς· εἶνε οἱ πιὸ μεγάλοι εὐεργέτες τοῦ κόσμου. Ἔγραφε λοιπὸν στὴ μαρμάρινη ἐκείνη πλάκα τὰ ἑξῆς. 1ος ὁ Πέτρος σφάχτηκε στὴ ῾Ρώμη. 2ος ὁ Ἀνδρέας σταυρώθηκε στὴν Πάτρα ἀνάποδα. 3ος ὁ Ἰωάννης ὁ εὐαγγελιστής, ὁ ἠγαπημένος μαθητής, πέθανε ἐξόριστος στὴν Πάτμο. 4ος ὁ Ἰάκωβος σφάχτηκε σὰν ἀρνὶ στὰ Ἰεροσόλυμα. 5ος ὁ Βαρθολομαῖος μαρτύρησε στοὺς Ἰνδούς, 6ος ὁ Θωμᾶς μαρτύρησε ἐ­πίσης στὶς Ἰνδίες χτυπημένος μὲ λόγχες· ἔτσι καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι, καὶ τέλος 13ος ὁ Παῦλος σφάχτηκε μέσα στὰ μπουντρούμια τῆς ῾Ρώμης. Ποτέ ὁ κόσμος δὲν χρωστοῦσε τόσα πολλὰ σὲ τόσο λίγους.

* * *

Ἀπόστολοι ἦταν, ἀγαπητοί μου, αὐτοί. Κ᾽ ἐ­μεῖς σήμερα τί εἴμαστε; Οἱ παπᾶδες, οἱ δεσπο­τάδες, ὁ ἀρχιεπίσκοπος, ὁ πατριάρχης, ὅ­λοι ἐ­μεῖς οἱ κληρικοί, εἴμαστε τώρα διάδοχοί τους. Ἀλλ᾽ ἔχουμε ἆραγε τὰ γνωρίσματα τῆς ἀποστολικότητος; Ἔχουμε Πνεῦμα ἅγιο, κηρύττουμε, κάνουμε θαύματα, ζοῦμε ἀνιδιοτε­λῶς, ἁγνά, ἀγγελικά;… Δὲν εἶνε τοῦ παρόν­τος νὰ κάνω ἔλεγχο τοῦ ἱεροῦ κλήρου, ἂν ἔ­χῃ τὴν πίστι, τὴν ἀγάπη, τὴν ἐλπίδα, τὸ ζῆλο, τὴν προθυμία. Ἐδῶ ἀπευθύνομαι στὸ λαὸ καὶ λέω τὰ ἑξῆς, μὲ τὰ ὁποῖα καὶ τελειώνω.
Πόσοι εἶνε σήμερα οἱ ἐκκλησιαζόμενοι κα­τὰ μέσον ὅρον; Ἕνα ἐκκλησίασμα εἶνε πάνω – κάτω 200 Χριστιανοί; Οἱ ἀπόστολοι ἦταν 12, καὶ ἄλλαξαν ὅλο τὸν κόσμο· 200 Χριστιανοὶ σήμερα τί θὰ μποροῦσαν νὰ κάνουν! Δὲ λέω νὰ κάνουμε ὅ,τι ἔκαναν ἐκεῖνοι, νὰ πᾶμε μακριά, στὴν Ἀφρικὴ καὶ στὴν Ἀσία καὶ στὶς Ἰν­δίες ἢ ἀλλοῦ. Ἂς γίνουμε μικροὶ ἀπόστο­λοι. Ἐ­δῶ, δίπλα μας, κάποιοι περιμένουν. Ὑ­πάρχουν φτωχοὶ ποὺ δὲν ἔχουν ψωμὶ νὰ φᾶ­νε, ἄρ­ρωστοι ποὺ περιμένουν μιὰ ἐπίσκεψι, αἱρετικοὶ ποὺ ταλαιπωροῦνται στὶς πλά­νες, ἁμαρτωλοὶ ποὺ ἐπὶ δεκαετίες δὲν ἔχουν ἐξομολογηθῆ. Τί περιμένουν; Ἐμᾶς! Νὰ τρέξουμε σ᾽ αὐτούς. Εἴμαστε σήμερα ἐδῶ 200. Θέλετε νὰ τιμήσουμε τοὺς ἀποστόλους; Βάζω πετραχήλι καὶ κανόνα· θὰ κολαστῆτε, ἐὰν δὲν ὁδηγήσετε μιὰ ψυχὴ στὸ Χριστό. Ποιά θὰ εἶνε ἡ ψυ­χὴ ποὺ θὰ φέρῃς ἐσὺ κοντά Του; Προσπάθησε τὸ ἔτος αὐτὸ νὰ ἐλευθερώσῃς ἀπὸ τὰ δίχτυα τοῦ διαβόλου μιὰ ψυχή. Χριστιανός, ποὺ δὲν εὐεργετεῖ τὸν ἄλλο καὶ δὲν ἔφερε κάποιον κοντὰ στὸ Χριστό, δὲν εἶνε Χριστιανός.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του ἉγίουἸωάννου Γαργαρέτας – Ἀθῆναι, 30-6-1960

Η ΑΛΧΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιούν 14th, 2011 | filed Filed under: εορτολογιο

Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΙΠΠΩΝΟΣ

ΣΤΗΝ ΦΛΩΡΙΝΑ

ΕΟΡΤΑΣE ΜΕ ΑΓΡΥΠΝΙΑ ΤΗΝ ΠΑΝΗΓΥΡΗ

Litan l.(φωτογρ. από την λιτάνευση των λειψάνων του αγίου Αυγουστίνου 14-6-2011)

Μετά την αγρυπνία παρατέθηκε τράπεζα στο εκκλησίασμα. Το υλικό συμπόσιο μετατράπηκε και αυτό σε πνευματικό. Εκτός από το ανάγνωσμα για τον άγιο Αυγουστίνο παρουσιάστηκε στην τράπεζα και μια πτυχή από την ζωή του αειμνήστου Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου.

Τη συζήτηση την διηύθυνε ο πνευματικός της Ιεράς Μονής ο π. Ιερόθεος Κοκονός.

Ένας ιερέας από την Κατερίνη, είπε·

  • Άκουσα από το στόμα ανωτέρου αξιωματικού της Λάρισας, πριν από χρόνια, το εξής·
  • Αν με ζητούσε κάποιος επίσκοπος να κάνω φιλανθρωπία θα άνοιγα το πορτοφόλι μου και θα του έδινα μία δραχμή, αν όμως με ζητούσε ο π. Αυγουστίνος Καντιώτης θα του έδινα ολόκληρο το πορτοφόλι μου»
  • Αυτό έδωσε αφορμή και η συζήτηση στην τράπεζα στράφηκε γύρω από την ακτημοσύνη του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου.
  • Ο π. Ιερόθεος που ήτο πάντοτε κοντά στον Γέροντα και γνώριζε καλύτερα από τον καθ’ ένα την αφιλοχρηματία  του, είπε·
  • Ο π. Αυγουστίνος δεν γνωριζε τα χρήματα, γιατί δεν έπαιρνε στα  χέρια του ούτε και τον μισθό του. Τον μισθό του τον έπαιρνε εκείνος ή ο αδελφός Αλέξανδρος και  ο π. Αυγουστίνος έλεγε που να τον μοιράσουν.
  • Ο σεβάσμιος μητροπολίτης έκανε ένα τεράστιο κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο. Η πτωχή του Μητρόπολη ήτο πάντοτε πρώτη στα έργα της φιλανθρωπίας. Όποιο μέρος της γης είχε ανάγκη και μπορούσε να στείλει τρόφιμα και άλλα είδη η Μητρόπολη Φλωρίνης ήτο εκεί.
  • Τους πτωχούς τους έλεγε πρίγκιπες και έκανε ότι μπορούσε για να τους ανακουφίσει.
  • Στην Κοζάνη την Κατοχή έκανε συσσίτια που έφταναν καθημερινά 8.500 πιάτα. Τον ίδιο καιρό στην Φλώρινα μια μεγάλη ομάδα μαθητριών του έκανε με την ευλογία του συσσίτια που έφταναν 700 πιάτα την ημέρα.
  • Όταν ο π. Αυγουστίνος έγινε Μητροπολίτης οι γύφτοι της Φλώρινας που ζούσαν υπό άθλιες συνθήκες βρήκαν έναν σπλαχνικό πατέρα, γι’ αυτό οι εχθροί του τον ονόμαζαν· «δεσπότη των γύφτων».
  • Oι Κύπριοι αδελφοί μας το 1974 γνώρισαν την αγάπη του. Οι σεισμοπαθείς της Καλαμάτας και οι σεισμοπαθείς των Γρεβενών και όποιοι στην Ελλάδα πλήττονταν από θεομηνίες η Μητρόπολη Φλωρίνης έστελνε φορτηγά με τρόφιμα, ρούχα και κουβέρτες.
  • Και δεν περιορίζονταν η φιλανθρωπία μόνο μέσα στα όρια της Ελλάδος αλλά έφτανε μέχρι την Αφρική
  • Η Αλβανία, η  Ρουμανία, η Σερβία και άλλα κράτη γνώρισαν την αγάπη του. Τα φορτηγά συνοδεύονταν από ιερείς και τα είδη πρώτης ανάγκης παραδίδονταν στα χέρια των πτωχών.
  • Ο Μητροπολίτης Φλωρίνης π. Αυγουστίνος είχε αποκτήσει την εμπιστοσύνη του πιστού λαού  όχι μόνο της πτωχής Μητρόπολής του που άδειαζε το πορτοφόλι της στους εράνους αλλά και όλων των Ελλήνων του εσωτερικού και του εξωτερικού.
  • Η Μητρόπολη Φλωρίνης με Μητροπολίτη τον π. Αυγουστίνο Καντιώτη έσπαζε ρεκόρ στην φιλανθρωπία γι’ αυτό κάποιοι μητροπολίτες έλεγαν οτι· Ο Αυγουστίνος μαζεύει χρήματα και από τις δικές μας Μητροπόλεις.
  • Ο π. Αυγουστίνος ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που δεν γνώριζε τι νομίσματα κυκλοφορούσαν, αφού δεν είχε ποτέ στην τσέπη του χρήματα. Ο π. Ιερόθεος είπε πολλά ανέκδοτα από τη ζωή του Γέροντος. Ίσως κάποτε να γραφούν. Γι’ αυτό ο π. Ιερόθεος είπε· Μία φορά στα 5-6 χρόνια δείχναμε στον π. Αυγουστίνο μια σειρά Ελληνικών νομισμάτων, για να τα ξέρει.

Ο π. Αυγουστίνος ο επίσκοπος Φλωρίνης εφέτως δεν ήταν ανάμεσά μας όπως πάντα, για να μας δώσει εκείνος το αντίδωρο, αλλά η παρουσία του από την θριαμβεύουσα Εκκλησία ήτο πολύ δυνατή και στην αγρυπνία και στην τράπεζα.

Lit. 1εορτη14.6.11 ιστ

Το απόγευμα 15-6-2011 της εορτής έγινε στην Ιερά Μονή κτιτορικό μνημόσυνο και παράκληση.

_______________________

6343751

Τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου ἐπισκόπου Ιππῶνος
15 Ἰουνίου

Η ΑΛΧΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

ΑΓ. ΑΥΓ.ΤΟ ῥητὸ αὐτὸ εἶνε παρμένο ἀπὸ τὴν πρὸς ῾Ρωμαίους ἐπιστολή. Ἐκεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γιὰ νὰ ἐμψυχώσῃ τοὺς Χριστιανοὺς στὴ μάχη ἐναντίον τῆς εἰδωλολατρίας, τοὺς λέει ὅτι τὸ τέλος θὰ εἶνε νίκη καὶ θρίαμβος.
Ἡ ῾Ρώμη, πρωτεύουσα τοῦ κόσμου, εἶχε τότε ἕνα ἑκατομμύριο κατοίκους. Οἱ Χριστιανοί, περίπου χίλιοι, ἦταν μειοψηφία μικρὴ ἀλλὰ δυ­ναμική. Οἱ λίγοι αὐτοὶ ἦ­ταν στὸ στόχαστρο διωγμοῦ· τοὺς συκοφαντοῦ­σαν, τοὺς συνελάμβαναν καὶ τοὺς ὡ­δη­γοῦ­σαν σὲ δικαστήρια καὶ ἀμφιθέατρα· δοκίμαζαν μύριες θλίψεις. Ἔρ­χεται λοιπὸν ὁ ἀ­πόστο­λος Παῦλος καὶ μεταξὺ ἄλλων τοὺς λέει· «Τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν πάν­τα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν» (῾Ρωμ. 8,28). Τί θέλει νὰ πῇ; Ἐννοεῖ τὸ ἑξῆς. Ἀγαπᾷς τὸ Θεό; Μὴν περιμένεις, ἐπει­δὴ τὸν ἀγαπᾷς, νὰ σοῦ ἔρχων­ται ὅλα εὐχάριστα. Νὰ περιμένῃς διωγμό. Ὅ­σο πιὸ πιστὸς στὰ δόγματα τῆς πίστεως μένεις, τόσο πιὸ σκληρὸς θὰ εἶνε ὁ διωγμός. «Οἱ θέλοντες εὐ­σεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται», λέει ὁ ἴδιος ἀλλοῦ (Β΄ Τιμ. 3,12). Δὲν εἶπε, παρατηρεῖ ὁ Χρυσόστομος, ὅτι σ’ αὐ­τοὺς ποὺ ἀγαποῦν τὸ Θεὸ δὲ θὰ συμβῇ τίποτε δυσάρεστο· εἶπε ὅτι, καὶ ἂν τοὺς συμβῇ κάτι θλι­βερό, αὐ­τό, ὅ,τι κι ἂν εἶνε, θὰ βγῇ σὲ καλό.

* * *

Περίεργος λόγος αὐτός, ἀλλὰ ἀληθινός. Κι ὅτι εἶνε ἀληθινός, φαίνεται ἀπὸ παραδείγματα τῆς ἁγίας Γραφῆς. Σᾶς παρουσι­άζω δύο-τρία.
Τὸ ἕνα εἶνε ὁ Ἰώβ. Πέρασαν ἀπὸ πάνω του ὅλα τὰ κακά. Τοῦ ἅρπαξαν ὅλα τὰ κοπάδια, τὸ σπίτι του ἔπεσε καὶ πλάκωσε ὅλα τὰ παιδιά του, κι ὁ ἴδιος ἀρρώστησε ἀπὸ λέπρα. Καθόταν πάνω στὴν κοπριὰ καὶ ἔξυνε τὶς πληγές του μ’ ἕνα κεραμίδι· ἡ δὲ γυναίκα του, ἀντὶ νὰ τὸν παρη­γορήσῃ, τοῦ λέει· Βλαστήμα κι αὐ­τοκτόνη­σε, τί ἄλλο περιμένεις; Αὐτὸς ὅ­μως τῆς εἶπε· «Ἂν δεχθήκαμε ἀπ’ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ τὰ καλά, τὰ κακὰ δὲν θὰ τὰ ὑπομείνουμε;» (Ἰὼβ 2,10). Καὶ σφράγισε τὴ ζωή του μ’ ἕνα λόγο ποὺ ἀκοῦμε καὶ σήμερα στὸ τέλος τῆς θείας λειτουργίας· «Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐ­λογημένον ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος» (Ἰὼβ 1,21 καὶ θ. Λειτ.). Ὁ Ἰὼβ δὲν κάμφθηκε. Ὅπως ὁ χρυσὸς μὲ τὴ φωτιὰ γίνεται καθα­ρώτερος, ἔτσι καὶ ἡ ψυχή του βγῆκε ἀπὸ τὶς θλίψεις πιὸ λαμ­­πρή. Γι’ αὐτὸ τοῦ ταιριάζει ὁ λόγος «Τοῖς ἀ­γαπῶσι τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν».
Ἄλλο παράδειγμα ὁ Ἰωσήφ. Τὸν μίσησαν τ’ ἀδέρφια του. Τὸν ἔῤῥιξαν σὲ λάκκο, ἐν συνεχείᾳ τὸν πούλησαν σὲ Αἰγυπτίους, καὶ συκοφαντημένος βρέθηκε στὶς φυλακές. Ποιός πε­ρίμενε νὰ βγῇ ἀπὸ ’κεῖ ζωντανός; Καὶ ξαφνικὰ ―τί μυστήριο!― μέσα ἀπ’ τὴ φυλα­κὴ τὸν πῆρε ἕνα χέρι καὶ τὸν ἔκανε βασιλιᾶ. Καὶ στὴν περί­πτωσι αὐτὴ βλέπουμε τὸ λόγο «Τοῖς ἀγα­πῶ­σι τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν».
Τρίτο παράδειγμα ἔχουμε τὸν εὐγνώμονα λῃστή. Πολλὰ χρόνια ἔζησε, ἀλλὰ ποιά ἦταν ἡ πιὸ ὡραία στιγμὴ τῆς ζωῆς του; Ἡ ὥρα τῆς σταυρώσεως! Ὅταν σταυρώθηκε, τότε γνώρισε τὸ Χριστό, πίστεψε καὶ εἶπε τὸ «Μνήσθη­τί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42). Ὁ σταυρὸς τοῦ βγῆκε σὲ καλό.
Ἰδού λοιπὸν πῶς τὸ κακὸ ἀποβαίνει σὲ καλό. Πότε ὅμως; Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾷ τὸ Θεό. Καὶ οἱ τρεῖς αὐτοὶ ἀγαποῦσαν τὸ Θεό· γι’ αὐτὸ ὅ,τι τοὺς βρῆκε, τοὺς βγῆκε σὲ καλό.

* * *

Ἀλλὰ ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος, ποὺ ἑορτάζουμε, ἐμβαθύνει στὸ ῥητὸ αὐτὸ καὶ λέει κάτι καταπληκτικό. Τί; Ὅτι ἀκόμη καὶ τὸ πιὸ μεγάλο κακό, ποὺ εἶνε ἡ ἁμαρτία, καὶ αὐτὸ «συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν»! Ἐὰν κάποιος ἀγαπᾷ κατὰ βάθος τὸ Θεό, ἀκόμη καὶ τ’ ἁμαρτήματά του κατὰ κά­ποιο τρόπο μποροῦν ν’ ἀποβοῦν πρὸς τὸ καλό. Περίεργος ὁ λόγος αὐτός. Τὰ ἁμαρτήματα; Πῶς; Τὴν ἀπάντησι βλέπουμε στὴν περίπτωσι τοῦ ἰδίου τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου. Ἔ­πεσε σὲ ἁμαρτίες, ἐκυλίσθη σὲ βόρβορο, καὶ ὅμως τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπὸ τὴν ἀσωτία τὸν πῆρε καὶ τὸν ἀνέδειξε πατέρα τῆς Ἐκκλησί­ας. Ἔτσι καὶ στὴν περίπτωσί του ἔχει ἐφαρμογὴ τὸ ῥητὸ «Τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν».
Αὐτὴ εἶνε ἡ ἀλχημεία τοῦ Θεοῦ. Τί θὰ πῇ ἀλχημεία; Τὸν καιρὸ τοῦ μεσαίωνος ὡρισμένοι προσπαθοῦσαν νὰ βροῦν τρόπο νὰ μετατρέψουν τὰ εὐτελῆ μέταλλα σὲ χρυσό. Δὲν τὸ πέτυχαν βέβαια. Ἀλλ’ ὅ,τι δὲν πέτυχε ὁ ἄν­θρωπος μὲ τὴν ἐπιστήμη του, συμβαίνει πολλὲς φορὲς κατὰ ἀνεξιχνίαστο τρόπο στὴ φύσι. Ἐὰν ρωτήσετε τοὺς ἐπιστήμονες, θὰ σᾶς ποῦν λ.χ. ὅτι τὰ διαμάντια, ποὺ βγαίνουν μέσα ἀπ’ τὴ γῆ, δὲν ἦταν πάντα διαμάν­τια. Τί ἦταν; Πρὸ χιλιάδων ἐτῶν τὸ διαμάντι ἦ­ταν ἕνα κοινὸ κάρ­βουνο, καὶ μὲ τὸ πέρασμα πολλῶν ἐτῶν ὑπέστη ἀλλοιώσεις καὶ ἔγινε διαμάντι. Μάλιστα. Αὐτὴ εἶνε ἡ ἀλχημεία τῆς φύσεως.
Βοηθητικὸ εἶνε ἀκόμα καὶ ἕνα παράδειγμα σύγχρονο. Ποιό θεωρεῖται τὸ φοβερώτερο δη­λητήριο; Τὸ φαρμάκι τῆς κόμπρας. Σὲ δάγκω­σε κόμπρα; πεθαίνεις ἀμέσως. Καὶ ὅμως τελευταίως γίνονται πειράματα καὶ προσπαθοῦν – τί; Τὸ φαρμάκι νὰ γίνῃ φάρμακο κατὰ τοῦ καρκίνου. Μυστήρια ἔκρυψε ὁ Θεὸς στὴ φύσι.
Ὅπως λοιπὸν ἡ ἀλχημεία τῆς φύσεως γνωρίζει νὰ μεταβάλλῃ τὰ εὐτελῆ σὲ πολύ­τιμα, καὶ ὅπως ἡ ἐπιστήμη τῆς χημείας προσπαθεῖ ἀπὸ τὰ βλαβερὰ νὰ βγάλῃ εὐεργετικὰ καὶ σωτήρια, ἔτσι καὶ ἡ ἀλχημεία τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἀ­γαθότητα καὶ τὴν πανσοφία του γνωρίζει νὰ μεταβάλλῃ τὰ πλέον κακὰ σὲ ἀγαθά.

* * *

Ὁ λόγος βέβαια αὐτὸς εἶνε δυσερμήνευτος. Φαίνεται δύσκολος σ’ ἐμᾶς ποὺ μετροῦ­με τὰ πράγματα μὲ τὴ λογική. Ἀλ­λὰ νὰ εἶστε βέβαιοι ὅτι θὰ ἔρθῃ κάποτε ἕνας νέος κόσμος, ἀφθάστου μεγαλείου. Ὁ κόσμος αὐτὸς εἶνε ἡ ἄλλη ζωή – ὅταν ἀξιωθοῦμε νὰ πᾶμε. Ὅπως εἶ­πε ὁ Σωκράτης ὅταν τὸν δίκασαν· Δὲν ἐλπίζω τίποτα ἐδῶ· ἐλπίζω σ’ ἕναν ἄλ­λο κόσμο. Μὲ καταδικάσατε σεῖς οἱ ἄδικοι νὰ πιῶ τὸ κώνειο· ἀλλ’ ἐγὼ πιστεύω ὅτι σ᾽ ἕ­ναν ἄλλο κόσμο δικασταὶ ὑπέροχοι, ὁ Μίνως, ὁ Ραδάμανθυς καὶ ὁ Αἰακός, θὰ μὲ δικάσουν μὲ δικαία κρίσι.
Ἐκεῖ λοιπόν, στὸν ἄλλο κόσμο, θὰ δοῦμε ἄλ­λα πράγματα. Ἐκεῖ θὰ εὐ­χαριστήσουμε τὸ Θεὸ γιὰ τὰ πλέον δυσάρεστα τῆς ζωῆς μας. Θὰ τὸν εὐχαριστήσουμε λ.χ. γιὰ τὴ φτώχεια. Γιατὶ πολλοὶ ἀπὸ μᾶς χάρι στὴ φτώχεια γίναμε ἄνθρωποι. Τὰ βουτυρόπαιδα δὲν προοδεύ­ουν· φτωχὰ παιδιὰ ἀναδεικνύονται. Θὰ λέ­­με· Εὐχαριστῶ τὸ Θεό, ποὺ γεννήθηκα σὲ μιὰ καλύβα. Ἄλλοι θὰ εὐχαριστοῦν τὸ Θεὸ γιὰ τὴν ἀρρώστια· γιατὶ αὐτὴ ἄνοιξε τὰ μάτια τους καὶ εἶ­δαν ὅτι «ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα μα­ταιότης» (᾿Εκκλ. 1,2). Ἄλλοι θὰ τὸν εὐχαριστοῦν γιὰ συκοφαντίες καὶ διωγμούς, διότι μέσ’ στὶς φυλακὲς βρῆκαν τὸ Θεό. Ὁ Ντοστο­γιέφσκυ ζοῦσε ζωὴ ἀπίστου· στὶς φυλακὲς τῆς Σιβηρί­ας ὅμως γνώρισε τὴν ἀλήθεια καὶ μέσα στὰ κάτεργα ἔγραψε τὸ ὡραιότερο βιβλίο.
Βλέπετε τί νοήματα ἔχει ὁ παράξενος αὐ­τὸς λόγος «Τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν»; Ἀγαπᾷς τὸ Θεό; Τότε ἔχε ἐλπίδα καὶ θάρρος. Ἂν ὁ παντοδύναμος Θεὸς εἶνε μαζί μας, ποιός μπορεῖ νὰ σταθῇ ἐναντίον μας; Διαβάστε, παρακαλῶ, στὸ σπίτι τὸ 8ο κεφάλαιο τῆς πρὸς ῾Ρωμαίους ἐπιστολῆς, καὶ θὰ θαυμάσετε. Λέει ἐκεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ;». Ὑπάρχει καμμιὰ δύναμις νὰ μᾶς χωρίσῃ ἀπὸ τὸ Χριστό; Εἶνε δυνατὸν «θλῖψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς (=πεῖνα) ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα» νὰ μᾶς χωρίσῃ ἀπ’ τὸ Χριστό; Τίποτε. Γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, λέει, «θανατούμεθα ὅλην τὴν ἡμέραν· ἐ­λο­γίσθημεν ὡς πρόβατα σφαγῆς». Κάθε μέρα πεθαίνουμε. «Οὔτε θάνατος», λέει, «οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν» (῾Ρωμ. 8,31-39). Μάλιστα. Τίποτα δὲ μᾶς χωρίζει ἀπ’ τὸ Χριστό, εἶνε ὁ δεσμός μας μαζί του ἄρρηκτος.
Ὅσοι λοιπόν, ἀγαπητοί μου, εἶστε συνδεδεμένοι μὲ τὸ Χριστό, ὅ,τι καὶ ἂν συμβῇ, νὰ χαί­ρετε καὶ νὰ ἀγάλλεσθε· διότι «τοῖς ἀγαπῶ­σι τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν». Ἡ θεία πρόνοια κι ἀπ’ τὸ πικρὸ βγάζει γλυκύ. «Ἀπὸ ἀγκάθι βγαίνει ῥόδο» κι ἀπὸ τὴν κοπριὰ βγαίνει κρίνο καὶ τριαντάφυλλο. Κοπριὰ εἶνε τὰ ἁμαρτήματά μας καὶ ἡ ἀθλιότης μας. Τὰ γνωρίζει ὁ Κύριος· καὶ μέσα ἀπὸ τὴν ἀθλιότητά μας καὶ μέσα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία μας καὶ μέσα ἀπὸ τὰ σφάλματά μας καὶ τὶς περιπέτειές μας, μπορεῖ νὰ βγάλῃ κρίνα καὶ τριαντάφυλλα, ὀμορφιὰ ἀρετῆς καὶ εὐωδία ἁγιασμοῦ.
Μυστήρια κατεργάζεται ὁ Θεός. Πιστεύεις; Θὰ δῇς θαύματα στὴ ζωή σου Ὅπου ὁ διάβολος κλείνει μιὰ πόρτα, ἐ­κεῖ ἀνοίγει ἄλλη ὁ Θεός. Γι’ αὐτὸ νὰ εἴ­μεθα αἰσιόδοξοι ἐν Χριστῷ· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦ­τε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 15-6-1987)

ΤΙΣ ΘΕΟΣ ΜΕΓΑΣ ΩΣ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιούν 11th, 2011 | filed Filed under: εορτολογιο

Δευτέρα τοῦ ἁγίου Πνεύματος

«ΤΙΣ ΘΕΟΣ ΜΕΓΑΣ ΩΣ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ;»

«Τίς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν; σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια (μόνος)» (Ψαλμ. 76,14-15)

6.K.poukaΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε μεγάλη ἑορτὴ καὶ πανήγυρις. Ἑορτάζει τὸ Πνεῦμα. Ὄ­χι ἁπλῶς τὸ πνεῦμα. Ὑπάρχει πνεῦμα μὲ πῖ μικρὸ καὶ Πνεῦμα μὲ πῖ κεφαλαῖο.
Στὴν ἁγία Γραφὴ πνεῦμα (μὲ μικρὸ πῖ) ὀνομάζεται ὁ ἀέρας, ποὺ εἶνε μὲν ἀόρατος, ἀλλὰ γίνεται αἰ­σθητὸς ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματά του. Σὲ ἄλλα χωρία πνεῦμα ὀνομάζεται ὁ ἄνθρωπος, ἡ ψυ­χὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἰδίως ὅταν σκέπτεται τὰ μεγάλα καὶ τὰ ὑψηλά. Ἐπίσης πνεύματα ἄυλα ὀνομάζονται οἱ ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι. Ἀλλὰ στὴν κορυφὴ ὅλων τῶν ἀΰλων πνευμάτων εἶ­νε ὁ Θεός. Αὐτὸ εἶνε ἀποκάλυψις τῆς ἁγίας Γρα­φῆς. Ἐκεῖ ὑπάρχει τὸ σπουδαιότατο ἐκεῖ­νο ῥητὸ ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς πα­ρὰ τὸ φρέαρ Συχάρ, ὅτι «Πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσ­κυ­νοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν» (Ἰωάν. 4,23). Πνεῦμα εἶνε ὁ Θεός. Καὶ Πνεῦμα ἅγιον (μὲ πῖ κεφαλαῖο) λέγεται εἰδικῶς τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Θεότητος, τοῦ Τριαδικοῦ Θε­οῦ. Δὲν εἶνε δηλαδὴ ἕ­νας μῦθος, μία θεωρία, μία ἰδέα πλατωνικὴ ἢ κάτι ἄλλο, ἀλλὰ εἶνε μία ὀν­τότης, μία ὑπόστασις, ἕνα πρόσωπο τὸ Πνεῦ­μα τὸ ἅγιο ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα.

* * *

Ποιός, ἀδελφοί μου, αἰσθάνεται τὸ μεγαλεῖο τῆς σημερινῆς ἡμέρας; Ἂς εἴμεθα εἰλικρινεῖς· ψυχροὶ καὶ ἀδιάφοροι στεκόμαστε ἐμ­πρὸς στὸ μέγα τοῦτο μυστήριο. Γιατί; τί συμβαίνει; Ἀπαντῶ διὰ παραδείγματος. Ὅποιος ἔχασε τὴν αἴσθησι τῆς ὀσφρήσεως, καὶ ἂν ἀ­κό­μα τὸν βάλῃς μέσα σ᾽ ἕνα περιβόλι γεμᾶτο ἄνθη, δὲν αἰσθάνεται καμμία εὐωδία. Κι ὅποιος ἔχασε τὴν αἴσθησι τῆς ἀκοῆς, κι ἂν ἀκόμα βρίσκεται ἐνώπιον συναυλίας Μπετόβεν, τίπο­τα δὲν ἀκούει. Κι ὅποιος ἔχασε τὴν ὅρασί του, δὲν εἶνε εἰς θέσιν νὰ δῇ τί μεγαλεῖο ἔχει ἡ χαραυγὴ τοῦ ἡλίου. Ὅπως λοιπὸν αὐτοὶ ποὺ χάνουν τὶς αἰσθήσεις δὲν ἀντιλαμβάνονται τὰ μεγαλεῖα τῆς φύσεως, κατὰ παρόμοιο τρόπο κι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν χάσει τὴν πίστι τὴν ὀρθόδοξο, τὴν ἕκτη αἴσθησι, δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ αἰ­σθανθοῦν τὰ μεγαλεῖα τοῦ ὑπερφυσικοῦ, τοῦ ὑπερπέραν, τοῦ πνευματικοῦ κόσμου.
Ἀλλὰ τώρα δὲν εἴμεθα μόνο ψυχροὶ καὶ ἀ­διάφοροι ἀπέναντι τοῦ μυστηρίου τῆς ἁγίας Τριάδος καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος εἰδικώτερον· στὶς ἡμέρες μας παρουσιάστηκαν καὶ ἐμπαῖ­κται καὶ χλευασταὶ καὶ βλάσφημοι τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ποτέ ἄλλοτε στὴν ἱστορία τοῦ γένους μας δὲν παρουσι­άστηκε τέτοιο φαινόμενο. Γιὰ ν᾽ ἀντιληφθῆτε τὸ μέγε­­θος τῆς βλασφημίας, σᾶς ἀναφέρω τὸ ἑξῆς. Τὰ συντάγματα τῆς πα­τρίδος μας ἀπὸ τοῦ 1821 μέχρι σήμερα, ὅλα, ἔχουν κάτι μοναδικὸ στὸν κόσμο. Ἐνῷ τῶν ἄλ­λων λαῶν τὰ συντάγματα ἀρχίζουν «Εἰς τὸ ὄ­νομα τοῦ λα­οῦ» ἢ κάτι ἄλλο παρόμοιο, τὸ ἑλ­ληνικὸ εἶ­νε τὸ μόνο σύνταγμα ποὺ ἀρχίζει «Εἰς τὸ ὄ­νομα τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος». Αὐτὰ ὁμολογοῦμε· ὅτι παρα­πάνω ἀπὸ τὸν πρωθυπουργὸ καὶ τὸν πρόεδρο δημο­κρατίας, παραπάνω ἀπ’ ὅλα εἶνε ἡ ἁγία Τρι­άς. Ἁγία Τριάς, ἐλέησον τὸν κόσμον! Ἀλλ’ ἐνῷ αὐ­τὴ εἶ­νε ἡ πίστι τῶν προγόνων μας, βρέ­θηκε τώρα κάποιος ὁ ὁποῖος στὰ γραπτά του ἐμ­­παί­­ζει καὶ χλευάζει μὲ τὸν αἰσχρότερο τρόπο τὴν ἁγία Τριάδα. Κι ὅμως τὰ ἔργα τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ διδάσκονται στὰ σχολεῖα μας, γιὰ νὰ διαπλασθῇ μία νέα γενεὰ ποὺ νὰ μὴ πιστεύῃ στὴν ἁγία Τριάδα. Ὁ συγγραφεὺς αὐ­τὸς εἶνε ὁ Καζαντζάκης, τὸν ὁποῖο πολλοὶ θαυμάζουν.
Καταντήσαμε ἔθνος ἀντιφάσεων· ἐνῷ ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ὁμολογοῦμε ὅτι στὴν κορυφὴ εἶνε ἡ ἁγία Τριάς, ἀπὸ τὸ ἄλλο ἐπιτρέπουμε σὲ διαφόρους ὄχι μόνο νὰ ἀρνοῦνται τὸ ὕψιστο μυστήριο ἀλλὰ καὶ νὰ τὸ βλασφημοῦν.
Ἀλλ’ ὅποιος δὲν πιστεύει στὸ Θεὸ θὰ πιστέ­ψῃ στὸν διάβολο. Καὶ ἡ σημερινὴ ἀνθρωπότης, ὅπως εἶπε ἕνας Γάλλος φιλόσοφος, δὲν πιστεύει στὴν ἁγία Τριάδα· πιστεύει – ποῦ; Σὲ μιὰ ἄλλη τριάδα, σατανική. Ποιά εἶνε ἡ σατανικὴ τριάς; Τρεῖς θεοὶ – τρία εἴδωλα. Ἕνα εἶνε τὸ χρῆμα, τὰ τριάκοντα ἀργύρια, ὁ μαμωνᾶς. Δεύτερο εἶνε ἡ γροθιά, ποὺ ὑψώνεται νὰ θρυμ­ματίσῃ τὸν ἀντίπαλο, ἡ βία. Καὶ τρίτο εἶνε τὸ σέξ, ἡ αἰσχρὰ ἡδονὴ τῆς σαρκός. Σ᾽ αὐτὴ τὴν σατανικὴ τριάδα πιστεύουν σήμερα πολλοί.
Ἀλλ’ ἐγὼ δὲν ἀπευθύνομαι σὲ ἀπίστους· ἀ­πευθύνομαι σὲ πιστούς. Καὶ παρακαλῶ τὴν ἁ­γία Τριάδα, ἡ σπίθα αὐτὴ τῆς πίστεως νὰ μὴ σβήσῃ, ἀλλὰ νὰ γίνῃ φλόγα πυρός, ἀπὸ τὶς γλῶσσες ἐκεῖνες ποὺ φάνηκαν στὸ ὑπερῷο ὅταν κατῆλθε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο στοὺς δώδεκα ἀγραμμάτους μαθητάς.
Οἱ δώδεκα ἀπόστολοι κατώρθωσαν ἔργο μεγαλύτερο τοῦ Πλάτωνος καὶ τοῦ Ἀριστοτέ­λους, μεγαλύτερο τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου· ἀνεγέννησαν τὸν κόσμο. Πῶς, μὲ ποιά δύναμι; Μόνο μὲ τὴ δύναμι τοῦ Θεοῦ. «Τίς Θεὸς μέ­γας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν; σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια (μόνος)» (Ψαλμ. 76,14-15).
Εἶνε ἀσύλληπτο τὸ μυστήριο τῆς Πεντηκο­στῆς, ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας· «καὶ τὸ μυ­­­στήριον ὅσον; ὡς μέγα τε καὶ σεβάσμιον!» (στιχηρ. ἑσπερ. Πεντ.). Ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος, πα­τὴρ τῆς Δύσεως καὶ τῆς οἰκουμένης ὁλοκλήρου, ἕνα ἀπὸ τὰ δέκα μεγαλοφυέστερα πνεύματα τῆς ἀνθρωπότητος, φιλοσόφησε ἐπὶ τοῦ μυστη­ρίου τῆς ἁγίας Τριάδος. Καὶ τὸ συμ­πέ­ρα­σμά του στὸ τέλος ποιό ἦταν· Παραδίδω τὰ ὅπλα, εἶνε ἀδύνατον ἡ ἀνθρωπίνη διάνοια νὰ εἰσέλθῃ στὸ μέγα τοῦτο μυστήριο… Ἐὰν μπο­ρῇ σ᾽ ἕ­να ποτήρι τοῦ νεροῦ νὰ χωρέ­σῃ ἡ θάλασσα, τό­τε θὰ μπορέσῃ καὶ τὸ μικρὸ μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἐν­νοήσῃ τὸ μέγα μυστήριο. Σκουλήκια ποὺ ἕρ­πουν ἐνώπιον τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου, μό­λις διὰ τῶν κεραιῶν τῆς πίστεως τὸ προσεγγίζουμε καὶ κλίνοντες γόνυ λέμε· Ἁγία Τριάς, ἐλέησον τὸν κόσμον· ἁγία Τριάς, ἐλέησον καὶ τὴν πατρίδα μας, ποὺ συνεστήθη «εἰς τὸ ὄνομα τῆς ἁ­γίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος». Γι’ αὐτό, ἐφ᾽ ὅσον θὰ ὑπάρχουν ἄστρα καὶ θ’ ἀ­νατέλλῃ ὁ ἥλιος καὶ θὰ ῥέουν οἱ ποταμοὶ καὶ θὰ θάλλουν οἱ δάφνες, ὁ λαός μας, ὁ Ἑλληνι­κὸς λαός, δὲν θὰ λατρεύσῃ τὴν σατα­νικὴ τρι­άδα, οὔτε τὸ χρῆμα οὔτε τὴν ἡδονὴ οὔτε τὴ βία· θὰ πιστεύῃ στὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, τὸ προσ­κυνητὸν εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

* * *

Πρὶν τελειώσω θέλω νὰ σᾶς μεταφέρω μία παραστατικὴ εἰκόνα γιὰ τὸν πλοῦτο τῶν εὐ­λο­­γιῶν τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Στὸ τεσσαρακοστὸ ἕ­βδομο (μζ΄) κεφάλαιο τοῦ προφήτου Ἰ­ε­ζε­κιὴλ ὑπάρχει τὸ ἑξῆς ὅραμα. Ὁ προφήτης βλέ­πει ἀπὸ τὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ τοῦ ναοῦ τῆς πόλεως του Κυρίου νὰ βγαίνῃ μιὰ φλέβα νεροῦ καὶ νὰ σχηματίζῃ ποτάμι. Τὸ ποτάμι στὴν ἀρ­χὴ τρέχει ἥσυχα καὶ τὸ νερό του φτάνει μέχρι τοὺς ἀστραγάλους τοῦ προφήτου. Μετὰ ἀπὸ ὡρισμένο διάστημα τὸ ῥεῦμα ἀρχίζει ν’ αὐξάνεται καὶ φτάνει τότε μέχρι τοὺς μη­ρούς του. Μετὰ ἀπὸ λίγο ὑψώνεται ἀκόμη περισσότερο καὶ καλύπτει τὴ μέση του. Τέλος, καθὼς συνε­­χῶς μεγαλώνει, κάνει τὸ ποτάμι ἀ­διάβατο. Ὁ προφήτης θαυμάζει, καὶ ὁ θαυμα­σμός του γίνεται μεγαλύτερος ὅταν δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ βλέπει νὰ ἔχῃ ἀναπτυ­χθῆ πλουσιωτάτη καὶ ἀειθαλὴς βλάστησι. Πλῆ­θος δέντρα καὶ οἱ καρποί τους πλούσιοι. Καὶ ὅ­ταν ὁ ποταμὸς φτάνει στὶς ἐκ­βολές, τὸ ζωο­γόνο ῥεῦμα του κάνει τὴ θάλασ­σα νὰ γεμίζη ἀπὸ ψάρια. Ἄφθονα ψάρια, καὶ ἁλιευτικὰ συνεργεῖα ῥίχνουν τὰ δίχτυα τους καὶ ψαρεύουν.
Τί σημαίνει τὸ ὅραμα; ποιό εἶνε τὸ ποτάμι αὐτό; Εἶνε ἡ Ἐκκλησία μας. Ξεκίνησε ἀπὸ μία μικρὴ φλέβα, μιὰ φούχτα ἀγράμματους ψαρᾶ­δες. Οἱ δώδεκα ἔγιναν ἑκα­τὸν εἴκοσι, οἱ ἑκα­τὸν εἴκοσι τρεῖς χιλιάδες, οἱ τρεῖς χιλιάδες πέντε χιλιάδες, οἱ πέντε χιλιάδες ἑκατομμύρια. Σήμερα ὅπου νὰ πᾶτε, εἴτε στὴ Σαχάρα εἴτε στὸ Βόρειο Πό­λο, ὑπάρχουν Χριστι­ανοὶ ὀρθόδοξοι ποὺ πιστεύουν. Καὶ στὶς πέντε ἠ­πείρους οἱ εὐγενέστερες ψυχὲς πιστεύ­­ουν στὸ Εὐαγγέλιο ὀρθοδόξως. Ἀπὸ μία φλέβα ἔγινε ὁ μεγά­λος αὐτὸς καὶ ἀστείρευτος πο­ταμός, ἡ ἁγία μας θρησκεία. «Τίς Θεὸς μέ­γας ὡς ὁ Θεὸς ἡ­μῶν; σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια (μόνος)».
Κι ὄχι μόνο ποσοτικῶς ἀλλὰ καὶ ποιοτικῶς αὐξήθηκε ὁ χριστιανισμός. Καὶ αὐτὸ εἶνε τὸ σπουδαιότερο. Ἄπιστε καὶ ἄθεε, ἔλα νὰ μοῦ ἐξηγήσῃς ἕνα φαινόμενο· μπορεῖ ἕνας λαγὸς νὰ γίνῃ λιοντάρι; Καὶ ὅμως ἔγινε. Ποιός ἦταν ὁ λαγός; Ὁ Πέτρος. Αὐτός, ποὺ φοβήθηκε ἐμ­πρὸς σὲ μιὰ ὑπηρέτρια καὶ ἀρνήθηκε, σήμερα κηρύττει ἐνώπιον ὅλου τοῦ κόσμου!

* * *

Δὲν ὑπάρχει, ἀδελφοί μου, δὲν ὑπάρχει ἄλ­λη θρησκεία σὰν τὴ δική μας, δὲν ὑπάρχει τίποτε σὰν τὸ μεγαλεῖο τῆς ἁγίας Τριάδος. Πιστεύετε! Κι ἂν ἀκόμα ὅλος ὁ κόσμος γονατί­σῃ καὶ προσκυνήσῃ τὴν τριάδα τοῦ διαβόλου, ἐ­σεῖς νὰ μὴ γονατίσετε! Ἀλ­λὰ καὶ σήμερα καὶ αὔριο καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας νὰ λατρεύετε τὴν ἁ­γία Τριάδα. Ἁγία Τριάς, ἐλέησον τὸν κόσμον. Ἁγία Τριάς, ὁ Πατὴρ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα, σκέπε τὰ τέκνα σου· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό της Ἁγίας Τριάδος Πτολεμαΐδος 14-6-1976)

567d021


email για την εορτή της Αγίας Τριάδος που παραλάβαμε

απο τον ιερέα patir Nikodimos Sotiriou, γραμμένο στα Αγγλικά

_______

Subject: Ta Onomastiria tou Theou mas

Message Body:
The Nameday of our God

  • Η ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΣToday is the exclusive Nameday of our God. Although there are three Names, for three separate Persons, yet One Nameday, One God, not three Gods.
  • Christ defined this in a very mysterious paradox way, when instructing the Apostles: «to make disciples by baptising them in the ‘name’ (in Singular, not ‘names’ in Plural, though He lists 3 Names) of the Father, the Son and the Holy Spirit.» This unusual Singular is contrary to the laws of Grammar but also contrary to human logic.
  • Those who stubbornly attempt to analyse God under the prism of human logic, deprive themselves from a spiritual insight, they restrict themselves from an examination of things unseen and exclude themselves from a heavenly awakening: FAITH.
  • Faith, not in general, as a value or an idea or concept, but a living Faith in the living God. How is this faith acquired? With the fundamental prerequisite, the absolute acknowledgment that there is Only One True God, then there is also One True Faith. Not a specific version of a person or a nation, but God’s version, a Faith revealed by God. A Proper Faith, a Correct Creed, a Fitting Worship, just as God wanted it, just as He intended it to be: ORTHODOXY.
  • Lets us now carefully examine these two, logic and faith, so we can then dare to approach the Mystery of the Holy Trinity, and may God forgive us this daring audacity, since the capacity, strength and boundaries of human intellect are very limited indeed.
  • There are 3 levels of logic:
  • a. the illogical or para-logical     (insensible, crazy),
  • b. the logical (sensible, comprehensible) and
  • c. the hyper-logical (super-logical, above human concept).
  • Faith only belongs to this specific third dimension and should never be wrongly, unfairly attributed to any of the first two spheres. Faith does not oppose science or logic, faith does not contradict our intellect. Faith is a spiritual substance, not a scientific result of intellectual process. Faith is a hypostasis of the soul, not a thesis or stance of academic development.
  • Faith is a dimension of an illuminated mind and a superhuman strength of a humbled heart, not a praiseworthy achievement of arrogant thought. Faith is a God-given, God-sent gift. It cannot be gained by human effort, exchanged by human offering; it cannot be obtained by deceit or cunningly bought. Faith can never be created or cultivated in a deceived, heretical or blasphemous existence. One would need to have a preliminary awareness of existence as well as an incorrupt faith of the One True God, Jesus Christ, before he can explain (if ever) or describe the Mystery of Holy Trinity, the relation and interaction of these Divine Persons sharing that One Divinity. One would need to experience a revelation of divine grace, subject to a purified body & soul.
  • Therefore the Mystery of the Holy Trinity is not subject to study. It cannot ever be defined or confined in formula terms. We only dare to describe in a poor failed attempt, in limited sinful reasoning.
  • The Holy Trinity cannot be, and is forbidden to be depicted, since not all three Persons have incarnated but only One, the Son. Therefore, the only accepted, canonical Icon of the Holy Trinity, is the Three Angels at the Hospitality of Abraham.
  • All other Icons of the Holy Trinity are illegal and banned by the Holy Fathers of the 7th Ecumenical Council, especially the forbidden image that depicts the Father as ‘an old man’, the Son as a Human and the Holy Spirit as a Dove. The Father has never incarnated, never took up the Human Nature, is not “an old man” and therefore can never be drawn as a Human. The Biblical term “the old one of ancient days” (Daniel 7:9, 13, 22) does not refer to age, as some erroneously assume, (does not even necessarily refer to the Father) but to the pre-eternity and ever-existence of God. The Holy Spirit is not a Dove nor a burning bush and should only be depicted as such when the actual Icon narrates the specific Event in which these appearances took place, in those specific forms.
  • On this Special Feast Day, the actual Nameday of our God, we take chance to glorify Him for revealing Himself to us, for allowing us to know Him, to be with Him, in Him, in His One True Church, the Holy Orthodox Church. This is the proper fitting glory. This is the incomparable, unsurpassed magnitude of Orthodoxy. God is Orthodox. And if we also want to be truly Orthodox, we must evolve and revolve around the recognition and glory of the Holy Trinity. Every action, every decision, every prayer or movement that we make, must always begin with the secret invocation of the blessed, Biblical citation: «In the Name of the Father, the Son and the Holy Spirit, amen.»
  • Today, anyone baptised in the Name (Singular, because a Plural ‘Names’ would be blasphemous) of the Holy Trinity, is especially joyous in God, for God’s Holy Nameday. Anyone leading an Orthodox Spiritual Life and has basic knowledge of Hymnography, would actually know what an “Apolytikion” really is, and which one exactly, is the Apolytikion of the Holy Trinity and weirdly enough it begins by referring to Christ: “Evloyitos i Hriste o Theos!”= May You, Christ our God, be glorified by us.” The term ‘evloyitos’ does not mean “blessed be our God” because God is already blessed and does not need our blessing, we need His, but it means that God is ought to (should) always be glorified by us, this is why it is elaborated with the completion of “Now and ever and to the ages of ages… The term ‘bless’ in the old Testament and especially in the Psalms, predominantly means ‘glorify’.
  • This is also why in the Lord’s Prayer, the term “ayiashtito” also means “may it be glorified” not ‘Holy’, because God is already Holy by Nature and is the Source and ‘Distributor’ of holiness and we cannot ‘sanctify’ His Holy Name.
  • God’s Holy Name, is not Jehovah, Adonai, Elohim, as these are only specific Jewish Names specifically used when referring to Jews and speaking in Jewish. God has no need of a “Passport” nor does He use any specific language in Heaven to insist on ‘Jehovah’, this in itself is a very erroneous pronunciation, the more accurate is ‘Jahveh’. When rendered in Ancient Biblical Greek, the Holy Fathers always insisted in using the Name ‘Kyrios’, Lord. The actual Name of God is not Jehovah, but just as revealed to Moses, it is “O On” = “I am He Who Is”.
  • But the essential Holy Name of the Essence of God exposing the Divinity of God, is primarily, exceptionally, the One, Glorious and Exquisite, Superior and Superb Holy Name: “Father, Son & Holy Spirit.”
  • To Him belongs glory and dominion eternally, amen.

Monk Nicodemus


ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΑΣ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ!

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιούν 1st, 2011 | filed Filed under: εορτολογιο

Πέμπτη τῆς Ἀναλήψεως

ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΑΣ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ!

eik. AναληψΜΕΓΑΛΗ, ἀγαπητοί μου, ἡ σημερινὴ ἑορ­τή. Δὲν εἶνε ἑορτὴ ἑνὸς ἁγίου. Ὀνομάζε­­ται δεσποτικὴ ἑορτή. Ἕνας εἶνε ὁ Δεσπό­της, ὁ Κύριος ποὺ ἐξουσιάζει τὰ πάντα, ὁ Ἀ­φέντης ὅπως τὸν ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰ­τωλός· ὁ Χριστός. Αὐτὸς εἶνε πράγματι ἀ­φέν­της. Ὅσοι ἄλλοι παρουσιάζονται μὲ κάποια ἐξ­ουσία, εἶνε μπροστά του πελώρια μηδενικά. Δεσποτικὲς ἑορτὲς εἶνε τὰ Χριστούγεννα, ἡ Περιτομή, ἡ Ὑ­παπαντή, ἡ Μεταμόρφωσις, κορυφαία δεσπο­τικὴ ἑορτὴ ἡ Ἀνάστασις, καὶ ἐ­πιστέγασμα τοῦ κύκλου τῆς θείας οἰκονομίας ἡ Ἀνάληψις.
Τί εἶνε ἡ Ἀνάληψις; Οἱ Χριστι­ανοί μας ἔ­χουν ἄγνοια. Στὴν Ἀθήνα σὲ μιὰ συγ­κέντρωσι παιδιῶν τὰ ρωτοῦ­σα πόσες εἶνε οἱ ἐντολὲς τοῦ Κυρίου. Κανένα δὲν τὶς εἶπε. Ἐμεῖς, μικρὰ παι­διὰ κοντὰ στὴ γιαγιά μας, μετρούσαμε τὶς ἐν­τολὲς μὲ τὰ δάχτυλα· πρώτη…, δευτέρα…, τρί­τη…, μέχρι τὴ δεκάτη. Τὸ «Πιστεύω» τὸ ξέρα­με ὅλοι ἀπ᾽ ἔξω, τὸ «Πάτερ ἡμῶν» ἀπ᾽ ἔξω. Τώρα ἄγνοια! Δὲν ὑπάρχει πλέον ἐκκλησιαστικὸ ἐνδιαφέρον σ᾽ αὐτὴ τὴν πατρίδα, ποὺ εἶ­νε ποτισμένη μὲ αἵματα μαρτύρων καὶ ἁγίων.
Τί εἶνε λοιπὸν ἡ Ἀνάληψις; ποιό γεγονὸς ἑ­ορτάζουμε; Συντόμως θὰ τὸ ἀναπτύξω.

* * *

Καὶ ἡ ἐπιστήμη τὸ λέει, ἀδελφοί μου, ὅτι ἦ­ταν κάποτε ἐποχὴ ποὺ δὲν ὑπῆρχε τίποτα. Ἡ ὕλη δὲν εἶνε ἀθάνατη· εἶνε φθαρτή, καὶ ὡς φθαρ­τὴ δὲν ἔχει αἰωνία προέ­λευσι. Ἦ­ταν ἐποχὴ ποὺ δὲν ὑπῆρχε ἥλιος, σελήνη, ἄ­στρα, γαλαξί­ες· δὲν ὑπῆρχαν ποταμοί, λίμνες, θάλασσες, ὠ­κεα­νοί· δὲν ὑ­πῆρχαν βουνὰ καὶ κάμποι, δέντρα καὶ λουλού­δια, ζῷα καὶ πουλιά· ἦταν ἐποχὴ ποὺ δὲν ὑπῆρχε ἄνθρωπος. Δὲν ὑπῆρχε ὅμως ποτέ ἐ­ποχὴ ―αὐτὸ διακηρύττουμε στὸ Σύμβολο τῆς πίστε­ως― ποὺ νὰ μὴν ὑπάρχῃ ὁ Χριστός! Αἰώνιος ὁ Χριστός, ἄναρχος· αὐτή εἶνε ἡ πίστις μας. Ὁ Υἱός, τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος, ὑπῆρχε πάν­τοτε, «πρὸ πάντων τῶν αἰώνων» (Σύμβ. πίστ.).
Ὁ Υἱὸς ἦταν στοὺς οὐρανοὺς περιβαλλόμενος ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους. Ἀλλ᾽ ὅταν ὁ ἄνθρω­πος ἔπεσε καὶ διεφθάρη καὶ καμμία ἄλλη δύναμι δὲν μποροῦσε νὰ τὸν σώσῃ, τότε τὸ δεύ­τερο πρόσωπο τῆς Θεότητος ἦρθε στὴ γῆ.
Ἔχετε δεῖ ποτὲ ἀετό; Εἶδα ἐγὼ ἀετὸ πάνω στὰ ψηλὰ βουνὰ τῆς Πίνδου. Πρὸ τοῦ ἐνδόξου ἀλβανι­κοῦ πολέμου τοῦ ᾽40, ἕνας τσοπᾶνος μοῦ λέει· Κοίταξε τὸν οὐρανό. Κοιτάζω ἐπάνω· δὲν ἔβλεπα παρὰ ἕνα στίγμα, μιὰ τελεία. Ἄ, αὐτὸ εἶνε ἀετός, μοῦ λέει, τὸ διακρίνω ἐγὼ ἀπὸ τὴν κίνησί του. Τὸ στίγμα πράγματι μεγά­λωσε, διέγραψε κύκλους – κύκλους, καὶ ἦρθε καὶ κάθησε πάνω σ᾽ ἕνα βράχο. Καὶ ἦταν χρυσάετος παρακαλῶ, προμήνυμα τῆς ἐνδόξου νί­­κης ποὺ στεφάνωσε τὰ ἑλληνικά ὅπλα! Σὰν ἀετὸς λοιπὸν ὁ Χριστὸς κατέβηκε ἐδῶ στὴ γῆ ―εἶνε ἐπίσης δόγμα τῆς πίστεώς μας―, ἔλαβε σάρκα ἀπὸ τὰ πάναγνα αἵματα τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ παρουσιάστηκε πλέον ὡς ἄνθρωπος, ὡς ὁ πιὸ ταπεινὸς ἄνθρωπος.
Ταπεινὸς ἄνθρωπος! Δὲν ὑπάρχει ἄλλος τόσο ταπεινός. Γεννήθηκε ἀπὸ πτωχὴ μητέρα σὲ μιὰ σπηλιὰ μὲ δυσοσμία ζῴων. Τριάντα χρόνια ἔζησε ἄγνωστος, κι ὅταν ἐμ­φανίσθηκε δη­μοσίως ἔζησε ὡς ὁ πιὸ φτωχός. Σὲ κάποιον, ποὺ θέλησε νὰ τὸν ἀ­κολουθήσῃ, τοῦ εἶπε· Τὰ πουλιὰ κ᾽ οἱ ἀλεποῦδες ἔχουν φωλιές, «ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κε­φαλὴν κλίνῃ» (Ματθ. 8,20· Λουκ. 9,58). Ἂς ἔρθουν αὐτοὶ ποὺ κάνουν τὸ σοσιαλιστὴ καὶ τὸν κομ­μουνιστὴ νὰ δοῦν ποιόν ἔ­χουν ἀρχηγὸ οἱ Χριστιανοί. Ὁ Χριστὸς δὲν εἶ­χε «ποῦ τὴν κεφα­λὴν κλίνῃ», καὶ τέλος ἔκλινε τὴν κεφαλὴ ὄχι σὲ μα­ξιλάρια ἀλλὰ σὲ ἀγκάθινο στεφάνι πάνω στὸ σταυρό. Αὐτὸς εἶνε «ὁ ἀρ­χηγὸς τῆς σωτη­ρίας ἡμῶν» (Παρακλ. ἦχ. πλ. α΄, Σάβ. ἑσπ., στιχ. ἀνατ.).
Οἱ γραμματεῖς, οἱ φαρισαῖοι καὶ οἱ ἰσχυροὶ τῆς ἡμέρας ἔβλεπαν τὸ Ναζωραῖο ὡς ἕνα ἀ­σήμαντο ἄνθρωπο. Ἀλλ᾽ ὅταν ἄνοιξε τὸ στόμα του καὶ ἄκουσαν τὰ λόγια του κι ὅταν εἶδαν τὰ θαύματά του, ἔμειναν ὅλοι κατάπληκτοι. Γι᾽ αὐτὸ τὴν ἡμέρα τῶν βαΐων ἔλεγαν μὲ θαυμα­σμό· «Ποιός εἶν᾽ αὐτός;» (Ματθ. 21,10)· αὐτὸς δι­αφέρει ἀπ᾽ ὅλους τοὺς ἄλλους. Ἀκολούθησε κατόπιν ἡ σταυρικὴ θυσία καὶ ἡ ἀνάστασί του. Καὶ ὅταν μετὰ σαράντα μέρες, σὰν σήμερα, ἀ­νελήφθη, δὲν ἀποροῦσαν μόνο οἱ ἄνθρωποι· ἀποροῦσαν καὶ οἱ ἄγγελοι στοὺς οὐρανοὺς κ᾽ ἔλεγαν τὸν ἴδιο λόγο, ἐκεῖνο πού ᾽χε ἀκούσει προφητικῶς ὁ Ἠσαΐας· «Τίς οὗτος;» (Ἠσ. 63,1).
Ἐκεῖ λοιπὸν ποὺ ὁ Χριστὸς ἀποχαιρετοῦσε τοὺς μα­θητὰς στὸ Ὄρος τῶν ἐλαιῶν καὶ τοὺς εὐλογοῦσε, τὰ πόδια του, ποὺ δὲν εἴμαστε ἄ­ξιοι νὰ τὰ φιλήσουμε, τὰ πόδια ποὺ περπάτησαν ἀπὸ πόλι σὲ πόλι κι ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριὸ γιὰ νὰ βροῦν τὸ ἀπολωλὸς καὶ τέλος καρφώθηκαν στὸ σταυρὸ καὶ βάφτηκαν μὲ τὸ τίμιο αἷμα του, τὰ γυμνὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ, ἄρχισαν νὰ μὴ πατοῦν πλέον πάνω στὴ γῆ.
―Μὰ πῶς ὑψώθηκε ἐπάνω;… Ἄνθρωπε, ἂν ἐμεῖς βρήκαμε τρόπους νὰ πετᾶμε στὸν ἀ­έρα, ἦταν δύσκολο αὐτὸ στὸ Χριστό;
Τὸν παρέλαβε νεφέλη καὶ τὸν ἀνέβαζε ἐπά­νω, ἐνῷ οἱ μαθηταὶ ἔμειναν ἐκεῖ νὰ κοιτάζουν ἔκθαμβοι. Τότε ἕνας ἄγγελος τοὺς εἶπε· Τί κά­θεστε κοιτάζοντας στὸν οὐρανό; Αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς, ποὺ τώρα ἀνελήφθη ἀπὸ σᾶς, ἔτσι θὰ ξαναέρθῃ. Θὰ ξαναέρθῃ! – ἄλλη ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας αὐτή. Ὅσο εἴμαστε βέβαιοι, ὅτι αὔ­ριο ξημερώνει Παρασκευή, τόσο νὰ εἴμαστε βέβαιοι, ἀδελφοί μου, ὅτι θὰ ἔρθῃ πάλι ὁ Χριστός. Θὰ ἔρθῃ ὄχι πλέον ὡς ἀδύναμος ἄνθρω­πος, ἀλλὰ μὲ δόξα μεγάλη, μετὰ ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων. Θὰ ἔρθῃ ὁ Κύριος κατὰ τὴ Δευτέρα παρουσία ὄχι πλέον γιὰ νὰ διδάξῃ, ἀλλὰ γιὰ νὰ δικάσῃ. Ναί, θὰ δικάσῃ. Ἐκεῖ θὰ εἶμαι κ᾽ ἐγώ, ἐκεῖ θὰ εἶστε κ᾽ ἐσεῖς, ἐκεῖ ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, γιὰ νὰ δώσουμε λόγο τῶν πράξε­ών μας ἐνώπιον τοῦ ἀδεκάστου Δικαστηρίου.

* * *

Ἡ Ἀνάληψις τοῦ Κυρίου μᾶς βάζει σὲ σκέψι. Τί εἶνε, ἀδελφοί μου, αὐτὴ ἡ γῆ ποὺ κατοι­κοῦ­με, γιὰ τὴν ὁποία γίνονται τόσοι πόλεμοι μετα­ξὺ τῶν λαῶν; Φανταστῆτε νὰ παλεύουν δύο με­ταξύ τους. Τοὺς ρωτᾶτε, Γιατί σκοτώνε­στε; καὶ σᾶς ἀπαντοῦν· Γιὰ ἕνα κόκκο ἄμμου. Αὐ­τὸ γίνεται τώρα. Ἡ γῆ μας ἐν σχέσει μὲ τὸ σύμ­παν τί εἶνε; ἕνα κουκκὶ ἄμμου. Ἀξίζει λοι­πὸν γιὰ τὸν κόκκο αὐτὸ νὰ σκοτωνώμεθα;
Δὲν ὑπάρχει μόνο ἡ γῆ. Δὲν εἶνε αὐτὴ ἡ μό­νιμη κατοικία μας. Ἐδῶ εἴμεθα προσωρινοί. Ἡ γῆ εἶνε ξενοδοχεῖο. Ὅταν πᾶς σ᾽ ἕνα ξενο­δοχεῖο καὶ μείνῃς μία – δύο μέρες, δὲ λὲς Τὸ ξενοδοχεῖο εἶνε δικό μου. Κάποιος φιλόσοφος μοναχὸς ἔγραψε γιὰ τὸ κελλί του· «Κελλίον μου κελλίον μου, σήμερον ἐμοῦ, αὔριον ἑτέρου, καὶ οὐδέποτέ τινος». Φιλοξενούμεθα δωρεὰν στὸ ξενοδοχεῖο ποὺ λέγεται γῆ, καὶ σήμερα – αὔριο φεύγουμε ἀπὸ ᾽δῶ γιὰ τὴν πατρίδα μας.
Ρώτησαν ἕνα φιλόσοφο πρὸ Χριστοῦ· ―Ποιά εἶνε ἡ πατρίδα σου; ―Περιμένετε, λέει· κι ὅ­ταν νύχτωσε καὶ βγῆκαν τὰ ἄστρα, τοὺς ἔ­δει­ξε τὸν οὐρανό. ―Ἐκεῖ εἶνε ἡ πατρίδα μου! Ὁ οὐρανὸς εἶνε ἡ πατρίδα μας. «Οὐκ ἔχομεν ὧ­δε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζη­τοῦμεν» (Ἑβρ. 13,14), ἔλεγε ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Στὴ θεία Λειτουργία ἀκοῦμε· «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας», ὑψῶστε τὶς καρδιές σας πρὸς τὰ ἄνω. Τὴν ὥρα αὐτὴ οἱ Χριστιανοὶ μέσ᾽ στὴν ἐκ­κλησία δὲν πατοῦν στὸ γήινο ἔδαφος· ὁ τόπος εἶνε ἱερός. Ἄλλωστε καὶ ἡ ἐτυμολογία τῆς λέξεως ἄνθρωπος σημαίνει τὸ ὂν ποὺ τείνει πρὸς τὰ ἄνω καὶ ποθεῖ νὰ δῇ τὸν οὐρανό. Μὴ μένουμε λοιπὸν στραμμένοι πρὸς τὰ κάτω ὅπως οἱ χοῖροι ποὺ ἔχουν τὸ κεφάλι συνεχῶς στὴ γῆ. Εἴμεθα ἄνθρωποι, μὴ γινώμεθα κτήνη.
Ὑπάρχει οὐρανός, ὑπάρχουν ἄστρα, ὑπάρχουν τόσο ὡραῖα πράγματα. Οἱ φιλόσοφοι εἶ­παν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε πολυδιάστατος· εἶ­νε καὶ πνευματικὸ καὶ σωματικὸ καὶ κοινωνικὸ καὶ οἰκονομικὸ καὶ φιλοσοφικὸ ὄν, ἀλλὰ πρὸ παντὸς ―πάρτε κιμωλία καὶ γράψτε― ἄν­θρω­πος ἴσον· μεταφυσικὸ ὄν. Ἔχει ῥίζα μεταφυσική, νοσταλγεῖ τὸν οὐρανό. Ὅταν πέθαινε ὁ Σωκράτης, τὸν ρώτησαν· ―Τί νὰ κά­νουμε τὸ σῶμα σου; Καὶ αὐτὸς τοὺς εἶπε· ―Τὸ σῶμα δὲν εἶνε ὁ Σωκράτης· ὁ Σωκράτης τώρα πηγαίνει ἀλλοῦ, σ᾽ ἕνα κόσμο ἀθάνατο.
Ἡ Ἐκκλησία πάντοτε, ἀλλ᾽ ἰδιαιτέρως τώρα μὲ τὴν ἀνάληψι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στρέφει τὸ νοῦ μας καὶ μᾶς προετοι­μάζει γιὰ τὸν οὐρανό. Ἐκεῖ νὰ πιστεύουμε κ᾽ ἐ­μεῖς. Ψηλά ἡ καρδιὰ καὶ ὁ νοῦς, σὰν ἀετοὶ καὶ ὄχι σὰν σαῦρες καὶ χοῖροι. «Τὸ πολί­τευμα ἡ­μῶν ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλ. 3,20).
Στὶς πόλεις καὶ τὰ χωριά μας κανείς ἄθεος, κανείς βλάσφημος, κανένα διαζύγιο, καμμιά μοιχεία, καμμιά πορνεία, καμμιά κλοπὴ καὶ ἀ­πάτη. Ὅλοι ἑνωμένοι ―μιὰ ψυχή, ἕνας λαός!― πάντοτε κοντὰ στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἑνώνει τοὺς ἀνθρώπους. Ἐκεῖ ὅ­λοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, νὰ συγκεντρωνώμεθα, ν᾽ ἀνοίγουμε τὰ στόματά μας καὶ σὰν μιὰ κιθάρα νὰ ὑμνοῦμε Ἰησοῦν Χριστὸν ἐσταυρω­μένον, ἀναστάντα καὶ ἀναληφθέντα εἰς τοὺς οὐρανούς· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑ­περυψοῦ­τε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Oμιλία Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου εις τον ιερό ναὸ της Ἀναλήψεως Ἀμυνταίου 8-6-1989)

Η ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαι 13th, 2011 | filed Filed under: εορτολογιο

Τῶν ἁγίων Κωνσταντίνου & Ἑλένης
21 Μαΐου

Η ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ

«Οὐκ ἐπʼ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος» (Δευτ. 8,3· Ματθ. 4,4· Λουκ. 4,4)

imagesΟΜΙΛΩ, ἀγαπητοί μου, πολὺ ἁπλᾶ. Καὶ αὐ­τό, γιατὶ θέλω νὰ μὲ καταλαβαίνῃ καὶ ὁ πιὸ ἀ­γράμματος. Ἀλλὰ σήμερα, ἑορτὴ τοῦ ἁ­γίου Κωνσταντίνου καὶ τῆς ἁγίας Ἑλένης, θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ μιλήσω λίγο ὑψηλότερα, καὶ παρακαλῶ νὰ ἔχω τὴν προσοχή σας.
Ὁ λόγος εἶνε περὶ τοῦ ἀνθρώπο
υ.

* * *

Ὁ ἄνθρωπος εἶνε τὸ τελειότερο πλάσμα τοῦ Θεοῦ ἐπὶ γῆς, ἔμψυχο ἄγαλμα, «κατ’ εἰ­κόνα καὶ ὁμοίωσιν» (Γέν. 1,26) τοῦ Πλάστου.
Εἶνε σύνθετος· ὕλη ὁρατὴ καὶ πνεῦ­μα ἀόρατο. Ὕλη εἶ­νε τὸ σῶμα. Ἀποτελεῖ­ται ἀπὸ στοι­χεῖα, ποὺ διαρκῶς φθείρονται κα­τὰ τὸ «Γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» (ἔ.ἀ. 3,19). Ἀλλὰ τί σοφία στὴν σύνθεσί τους! Ὅλα τὰ ὄργανα λειτουργοῦν μὲ θαυμαστὸ συντονισμό. Καὶ τὸ τελευταῖο κύτταρο, ἀπὸ τὰ δισεκατομμύρια ποὺ ἔ­χει τὸ σῶμα, εἶνε ἕνα τέλειο ἐργοστάσιο.
Θαυμαστὸ τὸ σῶμα. Ἀλλὰ πιὸ θαυμαστὸ εἶ­νε ἐκεῖνο ποὺ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Πλάτωνος καὶ τοῦ Ἀριστοτέλους ὀνομάζεται ψυχή. Ἔ­χου­με ἀποδείξεις ὅτι ὑπάρχει; Ὑπάρχουν ἐκ­δηλώσεις της. Ὅπως ὁ ἀέρας εἶνε ἀόρατος, ἀλλὰ γίνεται αἰσθητὸς ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματά του, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ κάνει αἰσθητὴ τὴν παρου­σία της μὲ κάτι ποὺ ἀνήκει ἀποκλειστικῶς σ’ αὐ­τήν· καὶ αὐτὸ εἶνε οἱ ἰδέες. Δὲν ὑπάρχει ἄν­­θρωπος χωρὶς ἰδέες· τὰ ζῷα εἶνε χωρὶς ἰδέες.
Ἰδέες ἀμέτρητες, ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὴν ψυ­­χή, ἀπὸ τὶς κατώτερες ἕως τὶς ἀνώτερες. Ἡ ἰδέα λ.χ. τοῦ ἔρωτος, τοῦ ἁγνοῦ ἔρωτος, – ποιός μπορεῖ νὰ τὴν ἀγνοήσῃ; Ἡ ἰδέα τῆς οἰ­κογενείας – ποιός μπορεῖ νὰ τὴν ἀμφισβητή­σῃ; Ἡ ἰδέα τῆς πατρίδος, καὶ μάλιστα ὅ­ταν αὐ­τὴ λέγεται Ἑλλάς. Ἡ ἰδέα τῆς ἀλληλεγγύης, ἡ ἰδέα τῆς δικαιοσύνης, ἡ ἰδέα τῆς εἰρήνης, ἡ ἰδέα τῆς ἐλευθερίας, ἡ ἰδέα τῆς ἀ­ληθείας, ἡ ἰδέα τῆς ἐλπίδος, ἡ ἰδέα τῆς ἀγάπης, ἡ ἰδέα τῆς ἁ­γιότητος, ἡ ἰδέα… Πλῆθος ἰδέες.
Προχωρώντας ποῦ φθάνουμε; Στὴν κορυφή. Τὸ κέντρο καὶ ἡ πηγὴ τῶν ἰδεῶν, ὁ ἄξων πέ­­ριξ τοῦ ὁποίου στρέφονται ὅλα, εἶνε ὁ Θεός. Αὐτὴ εἶνε ἡ ἰδέα τῶν ἰδεῶν, τὸ ὄντως Ὄν. Αὐτὸς κρα­τάει τὸν κόσμο ὅλο, ὅπως ἡ κλωστὴ τὶς χάντρες στὸ κομπο­λόι. Ἔσπασες τὴν κλω­στή; σκόρπισαν οἱ χάντρες. Κλωστὴ οὐράνιος, ποὺ συνέχει τὰ πάντα, εἶνε ὁ Θεός. Ἀφαίρεσες τὴν ἰδέα – τὴν πραγματικότητα αὐτή; ὅλα διαλύονται· μένουν μόνο ὡς ἰδέες, σκιές, πλά­σματα φαντασίας. Δὲν εἶνε οἱ ἰδέες ποὺ ἐφύτευσε στὴν καρδιά μας ὁ Θεός.
Ἀλλὰ ποῦ βρέθηκε ἡ ἰδέα τοῦ Θεοῦ; Ὑ­πάρ­­χει σὲ ὅλα τὰ θρησκεύματα. Ἀπ’ τὴν ἀρχὴ τῆς ἐμφανίσεώς του ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴν ἰ­δέα τοῦ Θεοῦ. Εἶνε ἰδέα ἔμφυτος, ὄχι ἐπίκτητος ὅπως λένε οἱ μαρξισταί. Σὲ ὁποιαδήποτε γωνία τῆς γῆς κι ἂν μεταβοῦμε, θὰ δοῦμε ὅτι ὑ­πάρχει ἡ ἰδέα θεοῦ – ἀσχέτως ἂν ἐκεῖνο ποὺ λατρεύεται εἶνε εἴδωλο (ξύλο, σίδερο, χαλκός, ἄγαλμα, θάλασσα, ποταμός…). Ἡ ἰδέα τῆς θεότητος ὑπάρχει, ἔστω καὶ ἀναμεμει­γμένη μὲ εὐτελῆ στοιχεῖα, προλήψεις καὶ δεισιδαιμονίες. Εἶνε ὅπως ὁ χρυσός, ποὺ βρίσκε­ται ἀνακατεμένος μὲ εὐτελῆ ὑλικὰ καὶ πρέπει νὰ περάσῃ ἀπὸ τὸ καμίνι γιὰ νὰ γίνῃ καθαρός.
Τὸ καμίνι, ποὺ καθάρισε τὴν ἰδέα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν παρουσίασε γνησία, εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, ὁ Χριστός, ποὺ εἶπε· «Αὕ­τη δέ ἐ­στιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χρι­στόν» (Ἰωάν. 17,3). Αὐτὸ δυστυχῶς λίγοι τὸ κατα­λα­βαίνουν, πολλοὶ λίγοι. «Οἷς δέδοται» (Ματθ. 19,11).

* * *

Ἕνας ποὺ κατάλαβε αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, τὸ αἰ­σθάνθηκε καὶ τὸ ἔζησε, εἶνε ὁ ἅγιος ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος. Συν­έλαβε τὴν ἰδέα αὐτή· ὅτι στὴν κορυφὴ τῆς πυ­ραμίδος τῶν ὄντων εἶνε ὁ Θεός, ὁ Χρι­στὸς ὁ ἐλθὼν «ἐν σαρκὶ» εἰς τὸν κόσμον (Α΄ Ἰωάν. 4,2· Β΄ Ἰωάν. 7). Ἔζησε σὲ περι­­βάλλον εἰδωλολατρι­κὸ καὶ ἦταν εἰδωλολάτρης. Καὶ πῶς ἔγινε Χριστι­ανός; Σ’ αὐ­τὸ συνετέλεσε ἡ ἁγία του μητέρα, ἡ ὁποία τὸν ἐπότισε μὲ τὸ γάλα τῆς χριστιανι­κῆς διδα­σκαλίας. Μὰ πρὸ παντὸς συνετέλεσε κάτι ὑ­περφυσικὸ ποὺ εἶδε – ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄ­πιστοι, δικαίωμά τους. Μέρα μεσημέρι εἶ­δε στὸν οὐρανὸ ἀστέρια νὰ συμπλέκωνται καὶ νὰ δημιουργοῦν φωτεινὸ σταυρὸ μὲ τὴν ἐ­πι­γρα­φὴ «ΕΝ ΤΟΥΤῼ ΝΙΚΑ». Ἀπὸ τότε ὁ Κωνσταντῖνος πίστεψε καὶ ἄλλαξε. Ἀφαίρεσε ἀπὸ τὶς σημαῖες τῶν λεγεώνων του τὰ σύμβολα τῆς εἰδωλολατρίας· ἔβαλε στὴ σημαία του τὸν σταυ­ρὸ τοῦ Κυρίου. Καὶ σὲ μία γέφυρα τοῦ Τιβέρε­ως, ὁ μικρὸς στρατός του κα­τενίκησε τοὺς ἀν­τιπάλους. Ἐ­κεῖ, παρὰ τὴν Μουλ­βία γέφυρα, νίκησε ἡ ἰδέα· ἡ δὲ ἰδέα ἦ­ταν Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ ἐσταυρωμένος.
Ἔτσι βγῆκε νικητής. Καὶ ἡ ἰδέα αὐτὴ ἐτέθη ὡς θεμέλιο τοῦ νέου βασιλείου. Μετέφερε τὴν ἕδρα του ἀπὸ τὴ ῾Ρώμη στὴν Κωνσταντινού­πολι. Ὕψωσε κολώνα, τὸ ὑψη­λότερο κτίσμα τῆς Κωνσταντινουπόλεως, καὶ στὴν κορυφὴ ἔ­βαλε σταυρὸ ποὺ ἐφωταγωγεῖ­το τὴ νύχτα καὶ τὸν ἔβλεπαν ὅ­λοι. Τέτοια ῥίζα εἶχε τὸ βασίλειό του, ποὺ ἔ­ζη­σε χίλια χρόνια καὶ ὑπῆρξε παράγων ἐκπολι­τισμοῦ, ὁ φάρος Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, παρ᾽ ὅλες τὶς σκιὲς καὶ ἀ­τέλειές του, ὅπως κάθε ἐπίγειο βασίλειο.
Τέλος ἦρθε ἡ ἀποφρὰς ἡμέρα, ἡ 29η Μαΐου 1453. Οἱ ὀρδὲς τῶν Τούρκων ὥρμησαν, πολι­όρ­κησαν τὴν Πόλι. Κι ὅταν τὴν κατέλαβαν, τὸ πρῶτο ποὺ ἔκαναν ἦταν νὰ ξερ­ριζώσουν ἀπὸ τὸν τροῦλλο τῆς Ἁγίας Σοφίας τὸν σταυ­ρὸ καὶ νὰ στήσουν ἐκεῖ τὴν ἡμισέληνο. Ἀπὸ τότε ἄρ­χι­σε μακρὰ νύκτα δουλείας τεσσάρων αἰώνων.
Ποιός, ἐρωτῶ, ὡδηγοῦσε τὸ γένος μας κα­τὰ τὸ διάστημα αὐτό; ποιός ἦταν ὁ ἄσβηστος πολικὸς ἀστέρας του; Ἡ ἰδέα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἰδέα τῆς πίστεως, ὅτι «πάλι μὲ χρόνια – μὲ καιροὺς, πάλι δικά μας θά ’νε». Ἑβδομήν­τα ἐπαναστάσεις ἔκαναν οἱ Ἕλληνες, γιὰ ν’ ἀ­ποτινά­­ξουν τὸ ζυγό. Ἕως ὅτου ἦρθε ἡ εὐλογη­μέ­νη ἡμέρα τῆς 25ης Μαρτίου 1821 καὶ κατώρθωσαν ν’ ἀποτινάξουν τὰ δεσμὰ τῶν τυράννων.
Καὶ μετὰ τὸ ’21 πάλι ἡ ἰδέα ἐπικρατοῦσε. Ποιά ἰδέα, τὸ ψωμί; «Οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος…» (Δευτ. 8,3· Ματθ. 4,4· Λουκ. 4,4). Οἱ πατέρες μας ἠλεκτρίζοντο ἀπὸ τὴ λεγομένη «μεγάλη ἰδέα», νὰ μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Θεὸς νὰ λειτουργήσουμε πάλι στὴν Ἁγια-Σοφιά. Καὶ οἱ Ἕλληνες, ἠλεκτριζόμενοι ἀπὸ τὴν ἰδέα αὐτή, ἔφθασαν μὲ τοὺς βαλκανικοὺς πολέμους μέχρι Σόφια, μέχρι Κωνσταντινούπολι, σχεδὸν μέχρι τὴν Ἄγ­κυρα. Ἀλλὰ δυστυχῶς ἡ διχόνοια, τὸ αἰώνιο ἐλάττωμα τῆς φυλῆς, ἔθαψε στὰ νερὰ τοῦ Σαγγαρίου τὴ «μεγάλη ἰδέα».

* * *

Ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου, ἔχουμε σήμερα κάποια ἰδέα νὰ μᾶς ἐμπνέῃ; Μπορεῖτε νὰ μοῦ πῆ­τε ―πέρα ἀπὸ τὴν ἀνάπτυξι, τὸ ἐμπόριο, τὸν του­ρισμό, τὴν εὐημερία, τὰ ὑλικὰ ἐν γένει (γε­φύ­ρια, λιμάνια, ἐργοστάσια, τεχνολογία)―, τί εἶ­ν’ ἐκεῖνο ποὺ ἠλεκτρίζει σήμερα τὸν Ἑλληνι­κὸ λαό; Λυπηρὰ ἡ κατάστασις. Πρέπει νὰ ἔ­χῃ τὸ ἔθνος ἰδανικό, τὸ ἄτομο νὰ ἔχῃ ἰδεώδη, ἡ οἰ­κογένεια νὰ ἔχῃ ἀρχές. Ἔθνη χωρὶς ἰδέες, ἔ­στω καὶ ἐσφαλμένες, ἀποθνῄσκουν. Ἡ ἰδέα τοῦ Μὰρξ εἶνε ἐσφαλμένη, ἀλλὰ συγ­κλονίζει. Ἡ Ἑλλὰς ποιά ἰδέα ἔχει; Νὰ σᾶς τὸ πῶ; «Φάγομεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13· Α Κορ.15,32). Στόμαχος, κοιλιά, ἔντερα, ὕλη· πέρα ἀπὸ τὴν ὕλη τί; Ἑλλάς, ποιό εἶνε τὸ ἰδανικό σου; Δὲ θ’ ἀπαντήσω ἐγώ· θ’ ἀπαντήσουν τρεῖς σπουδαῖοι ἄνδρες.
Πρῶτος ὁ Κοραῆς. Γέρος 90 ἐτῶν στὸ Παρί­σι, ἔμαθε ὅτι ἡ Ἑλλὰς ἐλευθερώθηκε, καὶ μία ἀν­τιπροσωπία Ἑλλήνων πῆγε καὶ τὸν ρώτησε· ―Τώρα ποιό σύνταγμα νὰ υἱοθετήσουμε; τὸ γαλλικό, τὸ ἐγγλέζικο, τὸ ῥωσικό; Σηκώθηκε, πῆρε ἀπ’ τὴ βιβλιοθήκη του τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ λέει· ―Τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε τὸ ἰδεῶδες σύντα­γμα!
Ποιό τὸ ἰδανικό μας; Ἀπαντᾷ ὁ ῾Ρῶσος φιλόσοφος Ντοστογιέφσκυ, προφήτης ὄχι μόνο τοῦ ῾Ρωσικοῦ λαοῦ ἀλλὰ καὶ ὅλης τῆς ἀν­θρωπότητος. Τί εἶπε· Ἡ Ὀρθοδοξία, εἶνε τὸ μεγά­λο φῶς, ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς φωτίσῃ.
Καὶ τέλος ἀκούγεται μιὰ φωνὴ ἀπὸ τὸ ὑπερ­πέραν, ἡ φωνὴ τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου, ὁ ὁ­ποῖος μᾶς λέει· Ἐγὼ ἔδωσα σύμβολο στὸ κρά­τος μου τὸν σταυρό, καὶ χίλια χρόνια ἐφώτιζε· σεῖς θὰ τὸ ἐγκαταλείψετε;
Τὸ Εὐαγγέλιο, ἡ Ὀρθοδοξία, ὁ σταυρός πρέ­πει νὰ παραμείνουν τὸ ἰδανικὸ καὶ τῆς νεωτέ­ρας Ἑλλάδος. Ὅπου εἶνε ὁ Χριστός, ἐκεῖ λευτεριά, ἰσότης, δικαιοσύνη, ἀλήθεια, εἰρήνη, πα­ράδει­σος· ὅπου λείπει ὁ Χριστός, ἐκεῖ σκλαβιά, ἀνισότης, ἀδικία, ψέμα, πόλεμος, κόλασις. Καὶ ὄν­τως κόλασι ζοῦμε σήμερα, γιατὶ ξεχάσαμε τὸ Χριστό. ῾Ρίπτω λοιπὸν τὸ σύνθημα· Χριστὸς στὴν οἰκογένεια, Χριστὸς στὸ σχολεῖο, Χριστὸς στὰ δικαστήρια, Χριστὸς στὸ στρατό, Χριστὸς στὴν ἀγορά, Χριστὸς στὴν πολιτική, Χριστὸς στὴ βουλή. Τότε θὰ γίνουμε τὸ πιὸ εὐλογημέ­νο ἔθνος. Παντοῦ Χριστός! Ὅν, παῖ­δες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάν­τας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό  ναὸ του  Ἁγιου Κωνσταντίνου & Ἑλένης Ἀμυνταίου 21-5-1985)

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΖΗ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΕΥΕΙ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαι 2nd, 2011 | filed Filed under: Cрпски језик, εορτολογιο, ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ


ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ

Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ

ΠΡΙΝ 2 ΧΡΟΝΙΑ

ХРИСТОС ВАСКРСЕ

ЕПИСКОП О. АВГУСТИН КАНДИОТИС ПРЕ ДВЕ ГОДИНЕ НА ВАСКРС

______________

___________

___________

Κυριακὴ Πάσχα θ. λειτ. (Ἰωάν. 1,1-17)

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΖΗ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΕΥΕΙ

«Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος» (Ἰωάν. 1,1)


ΣΥΝΤΟΜΟ, ἀγαπητοί μου, θὰ εἶνε τὸ κήρυ­γμα. Παρὰ τὴν κόπωσι, δὲν πρέπει νὰ γίνεται θεία λειτουργία χωρὶς κήρυγμα.
Τὸ εὐαγγέλιο ποὺ διαβάζεται σήμερα εἶνε τὸ σπουδαιότερο ἀπ᾽ ὅ­λα τὰ εὐαγγέλια τοῦ ἔ­τους. Εἶνε τὸ πιὸ ὑψήγο­ρο, τὸ πιὸ θεολογικό. Εἶνε ὕψος τὰ λόγια «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος» (Ἰωάν. 1,1)! Νὰ τὰ ἑρμηνεύσουμε; Δὲν ἔχου­με οὔτε ἐγὼ εὐφράδεια οὔτε σεῖς ὑπομονὴ γιὰ μία πλήρη ἐξήγησι τοῦ ῥητοῦ αὐτοῦ. Λίγες λέξεις μόνο θὰ ψελλίσουμε ἐπάνω σ᾽ αὐτό.

* * *

Λένε, ὅτι κάποιος βασιλιᾶς τῆς ἀρχαίας ἐπο­­χῆς κάλεσε στὰ ἀνάκτορα ἕνα σοφό. ―Θέλω, λέει, νὰ μοῦ λύσῃς ἕνα πρόβλημα. Μὲ βασανί­ζει τὸ ἐρώτημα τί εἶνε Θεός. ―Δύσκολο αὐ­τό, ἀπαντᾷ ὁ σοφός. Δὲν μπορῶ ν᾽ ἀπαντήσω ἀμέσως. Δῶσε μου προθεσμία τρεῖς μέρες. Τοῦ ἔδωσε προθεσμία. Ἄνοιξε ἐκεῖνος βιβλία καὶ μελέτησε. Ὅταν ἐπέστρεψε λέει· ―Βασιλιᾶ, δὲν μπόρεσα νὰ βρῶ ἀπάν­τησι. Ζητῶ ἄλ­λες τρεῖς μέρες. Πῆρε ἄλλες τρεῖς. Πάλι ὅμως ἴδια ἡ ἀ­πάν­τησι. Ζητάει ἀκόμα τρεῖς μέρες. Ἀλλὰ τελικά, παρ᾽ ὅ­λες τὶς παρατάσεις ποὺ πῆ­ρε, στά­θηκε ἀδύνατο νὰ ἱκανοποιήσῃ τὸ βασιλιᾶ.
Στὸ ἐρώτημα λοιπὸν αὐτό, ποὺ δὲν ἀ­πήν­τη­σε ὁ ἀρχαῖος σοφός, ἀπαντᾷ σήμερα μὲ λίγες λέξεις τὸ εὐαγγέλιο· «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος».
Πῶς θὰ τὸ ἐννοήσουμε τὸ χωρίο αὐτό; Ἂς πετάξουμε μὲ τὴ σκέψι μας στὸ παρελθόν. Δι­ατρέχουμε αἰῶνες καὶ χιλιετίες προχωρών­τας διαρκῶς πρὸς τὰ πίσω. Φθάνουμε σὲ μιὰ ἐ­ποχὴ ποὺ δὲν ὑπῆρχε ἄν­θρωπος. Προχωρών­τας ἀκόμη βρίσκουμε, ἀ­πὸ τὰ ἀπολιθώματα ποὺ ἐξετάζει ἡ γεωλογία, ὅτι δὲν ὑ­πῆρ­χαν οὔτε ζῷα οὔτε πουλιὰ οὔ­­τε δέντρα οὔτε φυτὰ οὔ­τε ἄλλο ἴχνος ζωῆς. Προχωρώντας ἀκόμη θὰ δοῦ­με, ὅτι δὲν ὑπῆρ­­χε θάλασσα, «ἡ δὲ γῆ ἦν ἀ­όρατος καὶ ἀκατασκεύαστος» (Γέν. 1,2). Δὲν ὑ­πῆρχαν πλανῆ­τες, δὲν ὑπῆρ­χε γῆ, ἥλιος, γαλαξίες, κο­­μῆ­­τες, οὔτε τίποτε ἀπὸ ἀστρικὸ σύμπαν. Φθά­νου­­με ἔτσι σὲ ἕνα χρόνο ποὺ δὲν ὑπῆρχε τίποτα.
Τί εἶπα; τίποτα; Βλασφημία! Πῶς δὲν ὑπῆρ­χε τίποτα; Ὑπῆρχε ὁ Θεός, ὁ Λόγος! «Ἐν ἀρ­χῇ ἦν ὁ Λόγος», ἀπ᾽ τὴν ἀρχὴ ὑπῆρχε ὁ Λόγος.
Ὥστε δὲν ὑπῆρξε ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία νὰ μὴν ὑπάρχῃ ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, δη­λαδὴ ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς ὑπῆρχε πάν­το­τε. Εἶνε ἄν­αρχος καὶ μὲ τὸν Πατέρα συνάναρχος· εἶνε ἀΐδιος δηλαδὴ αἰώνιος, καὶ μὲ τὸν Πατέρα συν­α­ΐ­διος δηλαδὴ συναιώνιος. Δύσ­κολα, θὰ πῆτε, εἶν᾽ αὐτά, εἶνε μυστήρια. Ὄντως μεγάλα μυστήρια. Δὲν θὰ τὰ ἀρνηθοῦ­με ὅμως· τὰ δεχόμεθα διὰ τῆς πίστεως.
Ἄλ­λωσ­τε, ὅπως ἔχω πεῖ καὶ ἄλλοτε, ὄχι πλέον τὰ ὑπερφυσικὰ ἀλλὰ κι αὐτὰ τὰ φυσικὰ πρά­γματα κρύβουν μυστήρια. Γεμᾶτος μυστήρια εἶνε ὁ κόσμος. Ὅλοι οἱ ἐπιστημονικοὶ κλάδοι ἔχουν ἄλυτα προβλήματα. Ἡ ἐπιστήμη ἁπλῶς περιγράφει, δὲν ἐξηγεῖ πλήρως, δὲν εἰσ­έρχεται στὰ βαθύ­τερα αἴτια τῶν πρα­γμάτων καὶ τῶν φαινομένων. Τί εἶνε λ.χ. ὁ ἠλεκτρι­σμός; τί εἶνε ὁ μαγνητισμός; τί εἶνε ἡ παγκόσμιος ἕλξις; Ἡ ἐπιστήμη περιγράφει, τί ἀκρι­βῶς ὅμως εἶ­νε δὲν γνωρίζει. Μυστήρια εἶνε ἁπλωμένα παντοῦ στὴ φύσι, καὶ στὰ μικρότερα ἀκόμα. Καὶ ἡ ἐ­λα­χίστη ποσότης τῆς ὕλης, τὸ ἄ­τομο, εἶνε μιὰ μικρογραφία τοῦ σύμ­παντος. Ἀ­ναφέρω ἕνα παράδειγμα. Στὴ ῾Ρώμη συνῆλθε δι­εθνὲς ἰατρικὸ συνέδριο ἀπὸ κο­ρυ­φαίους ἐ­πιστήμονες ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν ἐπάρατο νόσο ποὺ σαρώνει τὴν ἀν­θρωπότη­τα, τὸν καρκίνο. Εἶπαν πολλά. Στὸ τέλος ὁ πρόεδρος συν­όψισε. Γνωρί­ζουμε, λέει, πῶς ἐμφανίζεται, πῶς ἐξελίσσεται ὁ καρκίνος καὶ ποιά εἶνε τὰ συμ­πτώματά του· ἕνα δὲν γνωρίζουμε, τὴν αἰ­τία του, πῶς δημιουργεῖται – πῶς γίνεται. Πῶς ἕ­να ἀ­πὸ τὰ ἑκατομμύρια κύτταρα ποὺ ἔχει τὸ σῶμα – αὐτὸ εἶνε καρκίνος, ἐκεῖ ποὺ λειτουργεῖ ἁρ­μονι­κὰ μὲ τὰ ἄλλα, ξαφνικὰ «τρελλαίνεται», φεύγει ἀπ᾽ τὴν τροχιά του, κι ἀπὸ ᾽κείνη τὴν ὥρα πλέον ἀρχίζει ἡ νόσος.
Παντοῦ λοιπὸν εἶνε τὸ μυστήριο. Καὶ ἐφ᾽ ὅ­σον οἱ ἐπιστήμονες ἀποροῦν γιὰ πράγματα τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, πῶς ἐμεῖς νὰ ἐξηγήσουμε τὸ μυστήριο τῶν προσώπων τῆς ἁγίας Τρι­άδος; Ἂς λύσουν αὐτοὶ πρῶτα τὰ μυστήρια ποὺ κρύβουν τὰ φυσικὰ πράγματα, καὶ τότε νὰ ζητοῦν νὰ λύσουμε τὰ ὑπερφυσικὰ πρά­γματα. Ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου εἶνε ἕνα μικρὸ κύπελλο· δὲν μπορεῖ νὰ χωρέσῃ τὸν ὠκεανό.

* * *

«Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος». Λόγος στὴ γλῶσ­σα τῆς Γραφῆς καὶ τῆς Ἐκ­κλησίας λέγεται ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, διότι γεννᾶ­ται ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα ποὺ εἶνε ὁ ὑπέρτατος Νοῦς. Ὁ Νοῦς γεννᾷ τὸν Λόγο, ὁ Πατὴρ γεννᾷ τὸν Υἱό.
Γιὰ νὰ προσεγγίσουμε τὴν ἀλήθεια αὐτή, λέμε τὰ ἑξῆς. Ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε «κατ᾽ εἰ­κόνα» τοῦ Θεοῦ (Γέν. 1,26) καὶ γι᾽ αὐτὸ ὀνομάζεται «εἰκὼν τοῦ Θεοῦ» (Α΄ Κορ. 11,7. Κολ. 3,10). Πῶς εἶνε ὁ ἄν­θρω­πος εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὡς πρὸς τὸ σῶμα; Ὄχι βεβαίως. Ὁ Θεὸς δὲν ἔ­χει κάτι τὸ ὑλικό, δὲν ἔχει σῶμα, χέρια πόδια αὐτιὰ κ.τ.λ., ὅπως φαν­­τάζονταν τοὺς θεούς των οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας. Ὁμιλεῖ κάποτε καὶ ἡ ἁγία Γρα­φὴ ἀν­θρωποειδῶς γιὰ τὸ Θεό, ἀλλὰ μόνο κατὰ συγ­κατάβασιν. Ὁ Θεὸς εἶνε πνεῦμα. Συνεπῶς τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε «εἰκὼν» τοῦ Θεοῦ δὲν ἀ­ναφέρεται στὸ σῶμα ἀλλὰ στὴν ψυχή του· κα­τὰ τὴν ψυχὴ ὁ ἄνθρωπος εἶνε εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἄνθρωπος κυρίως δὲν εἶνε τὸ ὁρώμενον, αὐ­τὸ ποὺ φαίνεται· εἶνε τὸ μὴ ὁρώμενον. Τὸ ὁρώμενον εἶνε ὕλη, τὸ μὴ ὁρώμενον εἶνε ἡ ψυχή.
Ὑπάρχει λοιπὸν ἀντιστοιχία. Ὅπως ὁ Θεὸς εἶνε τριαδικός, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶνε στὴν ψυχὴ τριαδικός. Ὁ Θεὸς Πατὴρ εἶνε ὁ ὑπέρτα­­­τος Νοῦς, ποὺ γεννᾷ τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο του, καὶ ἐκπορεύει τὸ ἅ­γιο Πνεῦμα· καὶ ὁ ἄνθρωπος ἔχει νοῦ, ἔ­χει λόγο – σκέψι, ἔχει καὶ πνεῦμα.
Σπουδαιότατο δῶρο τοῦ Θεοῦ ἡ σκέψις. Αὐ­τὴ ἀποτελεῖ τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν συναντᾶται στὰ ζῷα οὔτε πουθενὰ ἀλλοῦ· μόνο στὸν ἄνθρωπο. Ὤ ἡ σκέψις, ὁ νοῦς! Βρίσκεσαι τὴν ὥρα αὐτὴ ἐδῶ, κι ἀμέσως πετᾷς σὰν μὲ πύραυλο καὶ βρίσκεσαι στὴν Ἀμερικὴ ἢ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ. Ἀναλογισθήκατε πῶς συλλαμβάνει, πῶς γεννᾷ σκέψι ὁ ἄν­θρωπος; Ἡ σκέψις εἶνε ἡ βάσι τῆς ἐπιστήμης· μ᾽ αὐτὴν ἐρευνᾷ τὴ γῆ, ζυγίζει τὰ ἄστρα, ψαύει τοὺς οὐρανούς, ἀνακαλύπτει, δημιουργεῖ.
Ἡ σκέψις κατ᾽ ἀρχὴν εἶνε ἐνδιάθετος – ἐπιτρέψτε μου νὰ σᾶς δυσκολέψω λιγάκι. Τί θὰ πῇ ἐνδιάθετος; Εἶνε κρυμμένη βαθειὰ μέσα στὸν ἄνθρωπο, ἀσύλληπτη. Τί σκέπτεται ὁ κα­­θένας δὲν μποροῦμε νὰ ξέρουμε· μόνο ὁ Θεὸς γνωρίζει. Ἀλλοίμονο ἂν βρεθῇ τρόπος νὰ ἀστυνομεύεται ἡ σκέψις.
Στὴ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας ἡ σκέψις ὀνομάζεται λόγος, λογικὴ δηλαδή. Ἀλλὰ προσέξτε· ὁ νοῦς γεννάει τὸ λόγο. Πῶς γεννάει; Ὄχι ὅπως γεννοῦν τὰ ζῷα. Ὑπάρχει καὶ ἄλ­λη γέννησις. Ποιά γέννησις; Ὁ νοῦς ―λένε οἱ θε­ολόγοι― γεννάει τὸν ἐνδιάθετο λόγο, τὴ σκέψι. Κι ὅταν ἡ σκέψι ἐκφρασθῇ μὲ τὸ στόμα, τό­τε ὁ ἐν­διάθετος λόγος γίνεται προφορικός. Ἄλλο μυστήριο – καὶ ἀπορῶ πῶς ὑπάρχουν ἄπιστοι. Πῶς μιλᾶμε; Γιά σκεφτῆτε το. Πῶς; Καμμία ἀ­πάντησι ἡ ἐπιστήμη. Προσπαθεῖ μόνο νὰ ἐν­τοπίσῃ στὸν ἐγκέφαλο ὡρισμένα κέντρα ἀ­πὸ τὰ ὁποῖα παράγεται ὁ προφορικὸς λόγος. Ὁ νοῦς μας λοιπὸν γεννάει τὸν ἐνδιάθετο λό­γο, ἐν συνεχείᾳ γεννάει τὸν προφορικὸ λόγο, καὶ τέλος γεννάει καὶ τὸν γραπτὸ λόγο.
Ἀλλὰ ἐδῶ στὸ εὐαγγέλιο ἡ λέξι Λόγος γράφεται μὲ λάμβδα κεφαλαῖο «Λ». Διότι ὁ Λόγος εἶνε Θεός. «Καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος». Ὁ Θεὸς – Νοῦς γεννᾷ τὸν Θεὸ Λόγο, ὁ Πατὴρ γεννᾷ τὸν Υἱό. Ἐμπρὸς σ᾽ αὐτὸν τὸν Λόγο ἡ λογικὴ – ἡ σκέψι τοῦ ἀνθρώπου, αὐτὸ τὸ μεγαλούργημα ποὺ εἴπαμε, εἶνε κάτι μικρό, ἀσήμαντο. Μποροῦμε νὰ συλλάβουμε τί εἶνε ὁ Θεὸς Λόγος;
Ὁ Λόγος εἶνε ὁ Χριστός, ποὺ ὑπῆρχε πάν­τοτε. Καὶ ἐπ᾽ αὐτοῦ ἡ Ἐκκλησία ἔδωσε τὴ μάχη ἐναντίον τοῦ Ἀρείου καὶ ἄλλων αἱρετικῶν, ὅπως εἶνε καὶ σήμερα οἱ χιλιασταί.

* * *

Ἂς τὸν πλησιάσουμε, ἀγαπητοί μου, κ᾽ ἐ­μεῖς. Τὸ μεσημέρι θὰ καθήσουμε νὰ φᾶμε, ν᾽ ἀ­­πολαύσουμε τὰ ἀγαθά του. Πόσοι ἔχουμε ἔννοια Θεοῦ; Πολλοὶ οὔτε σταυρὸ κάνουν οὔ­τε ἀναφέρουν τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.
Ἂς εὐχαριστήσουμε τὸ Θεὸ γιὰ ὅλα τὰ δῶ­ρα του καὶ πρὸ παντὸς γιὰ τὸ ὅτι ἔχουμε τὴ μόνη ἀληθινὴ θρησκεία. Οἱ ἱδρυταὶ τῶν ἄλ­λων θρησκειῶν (Μωάμεθ, Κομφούκιος κ.τ.λ.) εἶνε θνητοί· ἔζησαν ἕνα διάστημα καὶ μετὰ πέθαναν. Ὁ Χριστὸς ζῇ καὶ σήμερα καὶ αὔριο καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Δὲν ὑπάρχει στιγμὴ στὸ ἄπειρο τοῦ χρόνου ποὺ δὲν ὑπῆρ­χε Χριστός. Καὶ διὰ τῆς ἀναστάσεώς του ἀπέδειξε, ὅτι ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς τοὺς αἰῶνας.
Αὐτὸν ἑορτάζουμε σήμερα, ἀγαπητοὶ ἀ­δελ­φοί, εἰς δόξαν τῆς ἁγίας Τριάδος· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναὸ του Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 22-4-1984 θ. λειτ.)

«ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!» το μεγαλυτερον γεγονος της Iστοριας

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 23rd, 2011 | filed Filed under: εορτολογιο, ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ

«ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!»

Βραδυ Αναστασεως

AΓAΠHTOI μου αδελφοί, «Xριστός ανέστη!». ΣΑς χαιρετίζω εν Xριστώ, τω αναστάντι Kυρίω. Aν υπάρχουν δυό λέξεις μέσα στις οποίες είναι όλο το ευαγγέλιο της σωτηρίας, όλο το παρελθόν το παρόν και το μέλλον μας, αυτές είναι το «Xριστός ανέστη». Eδώ φαίνεται η σοφία της Eκκλησίας μας· κατώρθωσε μέσα σε δυό λέξεις να κλείσει τα βαθειά της νοήματα. Διαβάζεις αρχαίους φιλοσόφους και κουράζεσαι, ενώ τα απλά λόγια της πίστεώς μας, σαν χρυσά καρφιά, μπαίνουν στην καρδιά και στο μυαλό. «Xριστός ανέστη!» Tις δυό αυτές λέξεις κανείς δεν θα μπορέσει να τις σβήση· πάντα θα ακούγωνται και θα ευφραίνουν όλο τον κόσμο.

* * *

Tο «Xριστός ανέστη» αντηχεί την φωτοφόρο αυτή νύχτα της Aναστάσεως από τα στόματα όλων των ορθοδόξων, που με τις λαμπάδες στο χέρι πλημμυρίζουν τις εκκλησίες.
Kαί όχι μόνο τη νύχτα αυτή, αλλά και όλη την Διακαινήσιμο εβδομάδα, και όλο το διάστημα μέχρι της Aναλήψεως. Tα παλιά τα χρόνια, τα ευλογημένα χρόνια, που οι άνθρωποι πίστευαν, το «Xριστός ανέστη» δεν ακουγότανε μόνο σήμερα. στη Mικρά Aσία και στον Πόντο τον ευλογημένο και σ’ όλη τη Mακεδονία και παντού, το «Xριστός ανέστη» δεν ακουγόταν μόνο απόψε, ως ένα σύνθημα γαστρονομικής εξορμήσεως, αλλ’ επί σαράντα μέρες αντικαθιστούσε κάθε άλλο χαιρετισμό. Aντί καλημέρα «Xριστός ανέστη», αντί καλησπέρα, «Xριστός ανέστη», στη συνάντησι «Xριστός ανέστη», στον αποχωρισμό «Xριστός ανέστη». Kαταργούσε κάθε είδους χαιρετισμό. δεν χόρταιναν να το λένε.
Tώρα; «σε τούτα τ’ άπιστα κατηραμένα χρόνια»; Tώρα οι πολλοί έρχονται τη νύχτα στην Aνάστασι κ’ έχουν το αυτί τους τεντωμένο· και μόλις ακούσουν το «Xριστός ανέστη», οι εκκλησιές αδειάζουν. Oι Xριστιανοί δε’ μένουν μέχρι τέλους της θείας λειτουργίας ν’ ακούσουν εκείνα τα λόγια του ρήτορος της Eκκλησίας μας, του ιερού Xρυσοστόμου, που λέει· «Eι τις ευσεβής και φιλόθεος, απολαυέτω της καλής ταύτης και λαμπράς πανηγύρεως…» (κατηχ. λόγος).

Mεγάλη ασέβεια αυτό. Aλλ’ εάν το σκεφθής από μια άλλη πλευρά, καταντά και αστείο, μία γελοιοποίησις των λεγομένων Xριστιανών. Θυμάμαι όταν ήμουν νεαρός κληρικός στο Mεσολόγγι κοντά σ’ ένα σεβάσμιο ιεράρχη, τον Iερόθεο. στο ναό της μητροπόλεως στην πρωτεύουσα του νομού Aκαρνανίας, ενός από τους πιό μεγάλους νομούς της πατρίδος μας, μαζεύονταν τη νύχτα της Aναστάσεως τριακόσοι περίπου επίσημοι· στρατιωτικοί με τα σπαθιά τους (μέραρχοι, συνταγματάρχαι κ.λπ.), εφέται, εισαγγελείς, πρόεδροι, νομάρχαι… Hταν δε ηρωϊκός ο δεσπότης εκείνος, το ‘λεγε η καρδούλα του. Eκείνη τη χρονιά μου λέει· ―Aυγουστίνε, σήμερα, απόψε, θα πας και θα μου κλείσης τις πόρτες της εκκλησίας. Mπήκανε λοιπόν μέσα μετά το «Xριστός ανέστη», και κλείνουμε τις πόρτες τη νύχτα χωρίς να το πάρουν αυτοί είδησι. Mετά, τι ήταν εκείνο! να βλέπης εισαγγελείς, να βλέπης προέδρους πρωτοδικών, να βλέπης στρατηγούς, να βλέπης κυρίους της αριστοκρατίας, σαν μικρά παιδιά που κλείνει η μάνα την πόρτα κι αυτά χτυπάνε, έτσι να χτυπάνε τις πόρτες για να βγούν έξω. Έως ότου οργίστηκε ο δεσπότης και είπε ν’ ανοίξουμε πάλι τις πόρτες. Aλλο πάλι θέαμα τότε! Eίδατε ποτέ τα γίδια πως βγαίνουν από το μαντρί, πως ορμούν και τρέχουν για να πάνε να φάνε χορτάρι; Kατ’ αυτό τον τρόπο να τους δήτε να φεύγουν, σαν τα γίδια, για να πάνε να φάνε μαγειρίτσα και να διασκεδάσουν. Kαι μετά από αυτό μέσα στην εκκλησία δεν έμειναν ούτε δέκα άνθρωποι. Aυτά συνέβαιναν τότε στη μητρόπολι του Mεσολογγίου. Aλλά τα ίδια συμβαίνουν παντού και μέχρι σήμερα.
Mετά από πολλά χρόνια βρέθηκα Πάσχα στην Aθήνα. Eίδα λοιπόν κάποιο δημοσιογράφο και μου λέει· ―Πάτερ, το ‘μαθες; Tη νύχτα της Aναστάσεως έφυγαν από την Aθήνα χιλιάδες Aθηναίοι και Πειραιώτες. Kαι ενώ χτυπούσαν οι καμπάνες και οι ιερείς λέγανε το «Xριστός ανέστη», αυτοί το «Xριστός ανέστη» το ‘καναν στα πεζοδρόμια, στους δρόμους, στις μεγάλες αρτηρίες… Kαι μόνο αυτό; αυτό είναι το λιγώτερο. Ποιό είναι το άλλο; Ότι όπως πήχτωσαν οι δρόμοι από τόσες χιλιάδες αυτοκίνητα, και μάλιστα όπου οι δρόμοι ήταν στενοί, έπεφτε το ένα αυτοκίνητο πάνω στο άλλο, εδημιουργούντο παρεξηγήσεις με τους άλλους οδηγούς, όπως μου έλεγε και όπως το έγραψε ο δημοσιογράφος αυτός, έρχονταν σε σύγκρουσι, κατέβαιναν κάτω, πιανότανε στα χέρια, και τότε ―μη γελάσει κανείς, αλλά να σκύψουμε τα κεφάλια και να κλάψουμε―, καθώς έρχονταν σε σύγκρουσι οδηγώντας τα αυτοκίνητα, τι κάνανε; Bλαστημούσαν το Xριστό! Kαμμιά νύχτα δεν άκουσε τόσες βλαστήμιες ο Xριστός όσες τη νύχτα της Aναστάσεως. Ω  Θεέ μου, πως δεν κάνεις τα άστρα αστροπελέκια να πέσουν πάνω μας, πως δε’ λες στα ποτάμια να φουσκώσουν να μας πνίξουν, πως δε’ λές στη γη να σειστεί να μας καλύψει όλους σε μια νύχτα! Xριστιανικό έθνος, ορθόδοξο έθνος, με επίσημες τελετές, και τη νύχτα της Aναστάσεως βρωμερά και ακάθαρτα χείλη μικρών και μεγάλων εμαγάρισαν όλους τους δρόμους. Aλλά οι δρόμοι που μαγαριστήκανε με τις βλαστήμιες, θα περάσει ο σατανάς με τα άρματά του και θα τους βάψει με αίμα. Eνθυμείσθε τον λόγον· γράψτε τον λόγον αυτόν.
Δεν είναι αυτός τρόπος εορτασμού. Tο «Xριστός ανέστη» γίνεται αφορμή μόνο για αργία από την εργασία, για φρενήρη έξοδο, για φαγοπότι και μέθη, για βλαφημίες και ποικίλες ασέβειες, για κραιπάλη και αποκτήνωσι. Έτσι εορτάζεται το Πάσχα; Eίναι αυτοί Xριστιανοί; Tί σχέσι έχουν με τον αναστάντα Kύριο;
Aλλά και οι άλλοι, που δεν φτάνουμε στο σημείο αυτό, πόσο αισθανόμεθα άραγε το «Xριστός ανέστη»; Oι πρόγονοί μας σαράντα μέρες λέγανε το χαρμόσυνο αυτό χαιρετισμό. Tον λέγανε όχι με κρύα καρδιά. Tώρα οι λεγόμενοι Xριστιανοί ντρέπονται να το πουν, το λένε μόλις – μόλις. Aλλοτε το «Xριστός ανέστη» έβγαινε από τα βάθη της ψυχής, έφευγε από την καρδιά σαν βροντή. Tώρα δειλά – δειλά, με φόβο μήπως τους περιπαίξουν οι δήθεν μοντέρνοι και εξελιγμένοι. Kαι τι είναι αυτοί; Aν τυχόν πιάσεις αυτούς τους διανοουμένους, που μάθανε πέντε γραμματάκια και μερικές γλώσσες, αν τους πιάσεις αυτούς όλους και τους ρωτήσεις ―Πιστεύετε στην ανάστασι του Σωτήρος Xριστού; θα σου πούνε με ένα μειδίαμα στα χείλη· ―Σ’ αυτά πιστεύουν κάτι γριές και κάτι παπάδες και καλόγεροι· εμείς είμαστε ανώτεροι άνθρωποι, εμείς είμαστε ραφιναρισμένα πνεύματα. Eμείς Aνάστασι; για ‘μας η Aνάστασι είναι ένας ωραίος μύθος, μιά καλή εφεύρεσι… Kαι αν τους ρωτήσης ―Tότε λοιπόν γιατί γιορτάζετε; Θα σου πουν κυνικά και αδιάντροπα· ―Eμείς την Aνάστασι την έχουμε σαν μια ποικιλία στη ζωή, ένα είδος αλλαγής, μια ευκαιρία να φάμε και να χαρούμε…
Aυτή είναι σήμερα η κατάστασι.

* * *

Yπ’ αυτές τις συνθήκες, αγαπητοί μου, ακούγεται πάλι το «Xριστός ανέστη». Aλλ’ εμείς, ζώντας μέσα σ’ αυτό τον κόσμο, μη χάσουμε τον προσανατολισμό μας. «Όσοι πιστοί», «στώμεν καλώς». Ας κλείσουμε τα αυτιά μας σε όλες αυτές τις φωνές που ακούγονται γύρω μας. Tίποτε μη μειώσει τη χαρά που μας χαρίζει η νίκη του Xριστού, τίποτε να μη σβήσει τη λάμψι της αληθείας του.
«Xριστός ανέστη!». Aς δοξάσουμε το Θεό, ότι πιστεύουμε στον Kύριο ημών Iησούν Xριστόν, το νικητή του θανάτου και του Άδου. Kαι ας κρατήσουμε σφιχτά, πολύ σφιχτά, στην καρδιά μας τούτο· ότι η πίστι μας, η Eκκλησία μας, δεν είναι εφεύρεσι των παπάδων· Αν ήταν εφεύρεσι των παπάδων, εμείς οι παπάδες θα την είχαμε διαλύσει προ πολλού. Δεν είναι δημιούργημα ανθρώπων, δεν είναι κατασκεύασμα φιλοσοφικό η αγία μας θρησκεία. Eίναι δεντρί, που δεν το φύτεψε χέρι ανθρώπου. Eίναι δεντρί, που το φύτευσε η δεξιά του Yψίστου, ο Θεός, η αγία Tριάς. Eίναι δεντρί με ρίζες βαθειές μέσα στις ανθρώπινες καρδιές. Δεντρί που κανένας διάβολος δε’ θα μπορέσει ποτέ να το ξερριζώση. Δεντρί γεμάτο άνθη και καρπούς. Δεντρί με ευεργετική παρουσία μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητος.

XPIΣTOΣ ANEΣTH

το μεγαλύτερον γεγονός της Iστορίας

Eίναι δεντρί αθάνατο. Kαι όπως το δέντρο έχει ρίζα, έτσι και το δέντρον αυτό που λέγεται Oρθοδοξία και χριστιανισμός έχει ρίζα. Aν μπορέσετε να κόψετε τη ρίζα, θα πέσει το δέντρο. Ποιά είναι ρίζα; Oι δύο αυτές λέξεις· «Xριστός ανέστη». Aυτές οι δυό λέξεις είναι. H ανέστη, ή δεν ανέστη. Λέγομεν λοιπόν σε όλους αυτούς, ότι η ανάστασις του Xριστού είναι, είναι ιστορικόν γεγονός. Oμιλούμεν με την γλώσσαν πλέον όχι της θρησκείας, όπως προηγουμένως· ομιλούμεν τώρα, από εδώ κ’ εμπρός, με τη γλώσσα της ιστορίας και λέγομεν, ότι η ανάστασις του Xριστού είναι γεγονός ιστορικόν, το μεγαλύτερον γεγονός του κόσμου, από όλα τα γεγονότα τα οποία συνέβησαν επάνω στην σφαίρα του κόσμου. Γεγονός με παγκοσμίαν ακτινοβολίαν. Γεγονός που έσεισε και τον Aδην ακόμα. Γεγονός ιστορικόν.
Θα μου πει εδώ ένας άπιστος· ―Παππούλη, αυτά είναι λόγια· εμείς θέλομεν αποδείξεις. Kαι σας λέγω λοιπόν, ότι κανένα άλλο γεγονός του κόσμου δεν έχει τόσες αποδείξεις όσες αποδείξεις έχει η ανάστασις του Xριστού. Aν μπορέσεις εσύ, άπιστε, να μετρήσεις τις ακτίνες του ηλίου. Aντε έξω να μετρήσεις πόσες ακτίνες στέλνει ο ήλιος. Aντε σύ, αστρονόμε, να βγεις έξω να μετρήσεις πόσες ακτίνες έχει ο ήλιος. Aδύνατον είναι να τις μετρήσεις· στο τέλος θα τυφλωθείς. Αν δεν μπορείς να μετρήσεις τις ακτίνες του ήλιου, δεν μπορείς να μετρήσεις και τις αποδείξεις, τις μύριες αποδείξεις που έχει η ανάστασις του Kυρίου ημών Iησού Xριστού.
Aς φτειάσωμε απόψε ένα πρόχειρο δικαστήριο ―αν και η ώρα παρήλθε και πρέπει να τελειώνω―, ας φτειάσωμε απόψε ένα πρόχειρο δικαστήριο. Kαι επάνω στο δικαστήριο να βάλομε κριτή την ιστορία. Tην ιστορία, η οποία δεν ακούει μύθους, παραμύθια, αλλά θέλει γεγονότα και τεκμήρια ιστορικά και αποδείξεις ιστορικάς. H ιστορία λοιπόν, επάνω στην έδρα της, ζητάει μάρτυρας. Kανένα άλλο γεγονός δεν θα έχει τόσους μάρτυρας όσες έχει η Aνάστασις. Oύτε η ζωή του Mεγάλου Aλεξάνδρου, ο οποίος ως μετέωρος υπόπτερος διέσχισε την γην μέχρι τον Γάγγη ποταμό. Tέσσερις – πέντε (4 – 5) μαρτυρούν για την ύπαρξη και τη ζωή του Mεγάλου Aλεξάνδρου. Mετά, σκότος. Oύτε η ζωή του Aλεξάνδρου ούτε τι άλλο γεγονός, το οποίον θεωρείται ιστορικόν και αναμφισβήτητον, έχει να παρουσιάσει τόσες αποδείξεις όσες αποδείξεις έχει η Aνάστασις. Mάρτυρες. Πρώτα – πρώτα, πρώτος μάρτυς – ποιος παρουσιάζεται. Mάρτυρες παρουσιάζονται οι προφήται. Προτού να γίνει ακόμα η Aνάστασις, παρουσιάστηκαν οι προφήτες.
Eρχεται πρώτα – πρώτα ο Mωϋσής και λέγει προφητικώς ότι· «αναπεσών εκοιμήθης», Xριστέ, «ως λέων και ως σκύμνος· και τις εγείρει αυτόν;» (Γέν. 49,9) Xριστέ, λέει, εκοιμήθης σαν λιοντάρι. Tολμάς, σας ερωτώ, τολμάς άμα δεις λιοντάρι να κοιμάται, τολμάς να το ξυπνήσεις; Προσευχή κάνεις, Θεέ μου, να κοιμάται αιώνια. Όπως δεν τολμάς να πλησιάσεις το λιοντάρι που κοιμάται, έτσι λέει για τον Xριστό, εκοιμήθη, λέει, ως λέων και τις εγείρει αυτόν;
Eρχεται κατόπιν ο Δαυΐδ, με τη λίρα του τη χρυσή, και ψάλλει· «Aναστήτω ο Θεός, και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού, και φυγέτωσαν από προσώπου αυτού οι μισούντες αυτόν» (Ψαλμ. 67,2).
Mετά έχουμε τους άλλους προφήτας. Aκόμα δε εις το o Aσμα των ασμάτων, που είναι ένα τρυφερόν όχι ειδωλικόν ερωτικόν ειδύλλιον αλλά πνευματικόν ειδύλλιον, και εν γλώσσει συμβολικεί εκεί μέσα βλέπεις να λέγει ομιλεί η νύμφη. Ποια δε είναι η νύμφη; Eίναι η Eκκλησία του Xριστού· που εχήρευσε η νύμφη αυτή του Xριστού, και λέγει με δάκρυα· Xριστέ, ελθέ, λέει, ανάστα. Eπί λέξει· «Aνάστα, ελθέ η πλησίον μου, πλησίον μου» (o Aσμ. 2,10,13).
Mετά έρχονται άλλοι μάρτυρες. Kαι μάρτυρες εκείνοι οι φύλακες που φυλάγανε με σφραγίδες το εσφραγισμένο το μνήμα του Xριστού. Eάν, όπως λέγουν οι αρνούμενοι την Aνάστασιν, ο Xριστός εκλάπη, εαν τον κλέψανε τη νύχτα οι μαθηταί του, οι στρατιώται, η φρουρά, που ήτανε 30 – 40, τους οποίους διέταξε ο αυστηρός Πόντιος Πιλάτος, αυτοί οι στρατιώται, εαν αυτό συνέβαινε, όπως έχομεν τόσα και τόσα παραδείγματα μέσα εις την ρωμαϊκην ιστορίαν, εαν αυτό συνέβαινε, αυτοί θα περνούσανε στρατοδικείο και θα εκτελούντο· τόσο αυστηρά ήτο η Pώμη. Δεν εξετελέσθησαν οι στρατιώται· διότι οι ίδιοι βεβαιώσανε το γεγονός ότι δεν εκλάπη. Aρα μία εξήγησις μένει· ο «Xριστός ανέστη».
Mαρτυρούν την ανάστασίν του οι προφήται προ Xριστού, μαρτυρούν οι φύλακες. Mαρτυρεί προ παντός ο κενός τάφος, ο άδειος τάφος. Eυρέθηκε ο τάφος άδειος. Δεν θέλω να σας κουράσω, αλλά θα ήθελα να προσέξετε μια λεπτομέρειαν του Eυαγγελίου, που δεν θα την έχετε προσέξει. Λέγει κάπου εδώ το Eυαγγέλιο του Iωάννου, που περιγράφει τα περιστατικά της αναστάσεως του Kυρίου ημών Iησού Xριστού. Λέγει, αδέλφια μου, ότι πηγαίνανε στο μνήμα, λέγει, τρέχανε δυό ο Πέτρος, όταν τους είπε η Mαγδαληνή ότι ανέστη ο Kύριος, ο Πέτρος και ο Iωάννης τρέχανε μαζί προς το μνήμα. Ποιός έφτασε πρώτος; O Iωάννης· γιατί ήτανε νεώτερος· ο Πέτρος ήταν γεροντότερος. Kαι δεν τολμούσε, λέει, ο Iωάννης να μπει μέσα. Όταν ήρθε ο Πέτρος, που ήταν πιο θαρραλέος, μπήκε. Kαι όταν μπήκε, λέει, μέσ’ στο μνήμα, είδε τα εντάφια σπάργανα εκεί, και τότε μπήκε και ο Iωάννης. «Eρχεται ουν Σίμων Πέτρος ακολουθών αυτώ, και εισήλθεν εις το μνημείον και θεωρεί τα οθόνια κείμενα, και το σουδάριον, ο ην επί της κεφαλής αυτού, ου μετά των οθονίων κείμενον, αλλά χωρίς εντετυλιγμένον εις ένα τόπον» (Iωάν. 20,6-7). Tι σημαίνουν τα λόγια αυτά; Για να καταλάβουμε αυτά τα λόγια, πρέπει να ξέρουμε πως τους θάβανε οι Eβραίοι τους νεκρούς των. Όταν πέθαινε ο άνθρωπος, τον παίρνανε, τον λούζανε, τον καθαρίζανε, μετά το σώμα του νεκρού, το αλείφανε με αρώματα, με αλόη. Kαι μετά τι έκαναν; Έχετε δει τη μάνα που παίρνει κορδέλλες, φασκιές, και φασκιώνει το παιδί; Έτσι κάνανε και οι Eβραίοι· παίρνανε αυτά είναι τα «οθόνια»· τα «οθόνια», που λέγει εδώ, είναι οι φασκιές. Παίρνανε λοιπόν καθαρές κορδέλλες, λωρίδες, και τυλίγανε ολόκληρον το σώμα του Xριστού. Iδιαίτερες δε με πολυτελείας κορδέλλες τυλίγανε ολόκληρο το κεφάλι· Aυτές οι κορδέλλες εκολλούσανε πάνω στο κορμί με τα αρώματα και δεν μπορούσες πλέον να τα ξεκολλήσεις. Aν τολμούσες να τα ξεκολλήσεις, έπρεπε να τραβήξεις και κρέας ακόμα. Bλέπετε λοιπόν τι σημασία έχει αυτό; Όταν κανείς κλέβει είναι βιαστικός. Eαν πηγαίνανε μέσ’ στον τάφο και κλέβανε το Xριστό, θα τον έπαιρναν όπως ήτανε, με τα σουδάρια και τα οθόνια· γιατί αν τα ξεκολλούσανε, θα εχρειαζότανε τρείς ώρες, και πού να τα ξεκολλήσουν; θα ‘πρεπε να ‘χουν ζεστό νερό, θα ‘πρεπε να τραβάνε… Έχετε δει καμμιά φορά, εκάνατε στα νοσοκομεία; Eίδατε πως κολλάει η γάζα επάνω στην πληγή; Kαι μάλιστα ο Xριστός είχε και πληγές, ήταν γεμάτος πληγές. Aν δεις λοιπόν πως πονάνε οι γάζες, θα χρειαζότανε νερό ζεστό, θα χρειαζότανε υπομονή μεγάλη. Kαι τέτοια ώρα· που κλέβουν οι άνθρωποι βιαστικά, βιαστικά θα τον έπαιρναν, μαζί με τα οθόνια και με τα σουδάρια θα τον επαίρνανε. Kαι Aυτά όμως εμείνανε, λέει, εκεί. Ω θαύμα, ω θαύμα, ω θαύμα! Ξέρεις τι συνέβη; Nα φέρω παράδειγμα· όπως το φίδι γλιστράει τώρα, γλιστράει και φεύγει και αφήνει το φιδοπουκάμισό του ―έχετε δει, όσοι είστε γεωργοί· άμα γκρεμίσετε ποτέ τοίχο, θα δείτε μέσα σε τρύπες, μέσ’ στους τοίχους, θα δείτε τα φιδοπουκάμισα, τα πουκάμισα των φιδιών. Όπως λοιπόν το φίδι γλιστράει και φεύγει μέσα από το πουκάμισό του και αφήνει το πουκάμισό του, έτσι και ο Xριστός εγλίστρησε ως Θεός και βγήκε έξω και άφησε «τά οθόνια κείμενα μόνα» (Λουκ. 24,12) και το σουδάριον.
Aλλά, αδέρφια μου, δεν μπορώ να προχωρήσω και να σάς εξηγήσω τόσες και τόσες μαρτυρίες. Aλλά και το σουδάριον, και τα οθόνια, και ο κενός τάφος, και οι άγγελοι, και οι μάρτυρες, και οι προφήται. Aλλά η μεγαλύτερη μαρτυρία ποιά είναι; H μεγαλύτερη μαρτυρία ποιά είναι; Eίναι οι απόστολοι. Tους θυμάστε; Eγώ δεν τους ξεχνάω. Eγώ δεν τους ξεχνάω. Tους θυμάστε; Tη Mεγάλη Πέμπτη το βράδυ, άμα παρουσιάστηκε η σπείρα με τα ρόπαλα και με τους φανούς, τον άφησαν το Xριστό. Γυναίκες σταθήκανε κοντά στο σταυρό· ξένος άνθρωπος τον ξεκρέμασε και εξετέλεσε τάς τελευταίας υποχρεώσεις προς ένα άγνωστο, προς ένα νεκρόν· αυτοί άφαντοι, φοβισμένοι σαν τους λαγούς. Όπως ο λαγός που ακούει κρότο και χάνεται, έτσι κι αυτοί ήταν φοβισμένοι και κλεισμένοι. Kαι μόνο κλεισμένοι; Kαι δύσπιστοι. Όταν πήγε η Mαρία η Mαγδαληνή και άλλες μυροφόρες και τους είπαν ότι ανέστη ο Kύριος, «εφάνησαν ενώπιον αυτών ωσεί λήρος τα ρήματα αυτών» (Λουκ. 24,11), τους εφάνησαν σαν φλυαρία. Tί λέει αυτή; λέγανε· αυτή η τρελλή τί έπαθε και μας λέγει τέτοια πράγματα;…
Λοιπόν και μετά, μετά; Ω! Mετά ελάτε να σας εξηγήσω. Aυτοί πού ήταν σαν λαγοί, τους βλέπεις λιοντάρια. Nα ξυπνάνε οι ψαράδες της Γαλιλαίας και να ξεκινάνε τη μεγάλη τους περιπέτεια, που άλλη σαν αυτή δε’ γνώρισε ο κόσμος. Bλέπω έναν Aνδρέα, και πάει στην Πάτρα. Kαι μέσα σε χιλιάδες απίστους φωνάζει «Xριστός ανέστη». Bλέπω ένα Mατθαίο ευαγγελιστή, και πάει κάτω στην Aίγυπτο και φωνάζει «Xριστός ανέστη». Bλέπω έναν Iωάννη ευαγγελιστή, και πάει εδώ στην Πάτμο, και μέσ’ στην Έφεσο, την δική μας Έφεσο, τα αλησμόνητα αυτά μέρη, και κηρύττει «Xριστός ανέστη». Bλέπω ένα Θωμά, Θωμά, έναν Θωμά, που πήγε και πάει μέχρι κάτω στας Iνδίας και εφώναξε «Xριστός ανέστη». Kαι τον τρύπησαν με καρφιά, και εφώναζε «Xριστός ανέστη». Nαι. Nα μην το ξεχάσω, κάτω στας Iνδίας υπάρχει εκκλησία ορθόδοξος, λέγεται εκκλησία του Θωμά. Eίναι 500 Xριστιανοί. Πιστεύουν χίλιες φορές καλύτερα από εμάς. Kαι τί άλλο· κάποιος Έλληνας που πήγε κάτω στην εκκλησία του Θωμά στας Iνδίας, πήγε στη λειτουργία τους. Aκουσε να λένε τη λειτουργία στη δική τους γλώσσα. Δύο πράγματα μόνο δε’ λένε στη δική τους γλώσσα, αλλά τα λένε ελληνικά· το «Kύριε, ελέησον» το λένε ελληνικά, και το «Xριστός ανέστη» το λένε ελληνικά. Mέχρι τώρα, μέσα στα βάθη των Ινδίων! Kαι ερωτώ λοιπόν· τί ήταν εκείνο που τους έκανε αυτούς να βγούνε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντος, και να κηρύξουν το Xριστό, το «Xριστός ανέστη»; Ξέρω πολύ καλά· όπως το ωρολόγι έχει ένα ελατήριο, έτσι και ο άνθρωπος έχει ελατήριο. Ποιό είναι σήμερον το ελατήριο που κινάει από το πρωί μέχρι το βράδυ τους ανθρώπους; Tο ξέρετε πολύ καλά· το παραδάκι, το χρήμα είναι. Λοιπόν ποιό άλλο ελατήριον είναι H δόξα. Λοιπόν τι ήταν που τους κινούσε; Tο χρήμα ήταν; Ψάχνω τις τσέπες του Πέτρου, και δε’ βρίσκω δραχμή, δε βρίσκω. (Kάτι ήθελα να πω, μα δεν το λέγω, γιατί δεν είναι η ώρα. Όσοι διαβάζετε κάτι περιοδικά που βγάζουμε, τα ‘χω γραμμένα. δεν ήρθε η ώρα να τα πω). Ψάχνω τις τσέπες του Πέτρου, δε’ βρίσκω δραχμή, τίποτε απολύτως. Θυμάστε, ένας που ξάπλωνε το χέρι, απ’ έξω από τη πόρτα του ναού στα Iεροσόλυμα να του δώσουν ελεημοσύνη; Tου λέει ο Πέτρος· δεν έχω, λέει· «ο έχω τούτό σοι δίδωμι· εν τω ονόματι του Iησού Xριστού του Nαζωραίου έγειρε και περιπάτει» (Πράξ. 3,6) Xρήμα λοιπόν δεν είχαν. δεν τους πληρώνανε. δεν ήτανε πράκτορες αιρέσεως. Δόξα; Tι δόξα; Όπου πήγανε, πετροβόλημα· όπου πήγανε, τους υβρίζανε, τους φτύνανε. Oύτε δόξα, ούτε χρήμα, ούτε άλλο τι επίγειον ελατήριον ήτο εκείνο που τους ωθησε στη μεγάλη περιπέτεια. Tί ητανε; H πίστι. Ποιά πίστι; Ότι ανέστη ο Kύριος. Tο λέγουν· «Eωράκαμεν τον Kύριον» (Iωάν. 20,25). Eίδαμε τον Kύριον με τα μάτια μας, τον ακούσαμε με τ’ αυτιά μας. Kαι ο Θωμάς, ο πιό δύσπιστος, λέγει· «O Kύριός μου και ο Θεός μου» (ε.α. 20,29).
Δεν σας είπα τίποτα. H πιό μεγάλη μαρτυρία ποιά είναι; Mπροστά στην οποία σπάνε όλα τα κύματα. Όπως υπάρχουν στη θάλασσα βράχοι, και πάνω στους βράχους σπάνε τα κύματα, έτσι μέσα στο χριστιανισμό υπάρχει ένας βράχος, που απάνω στο βράχο αυτον σπάνε όλα τα κύματα των αθέων και των απίστων. Kαι ο βράχος αυτός – ποιός είναι; Eίναι ο απόστολος Παύλος. Tι ήταν ο απόστολος Παύλος; O απόστολος Παύλος, όπως ξέρετε όλοι, ήτανε διώκτης. Mανιώδης διώκτης. Mε σχοινιά και με σατανικά εργαλεία κυνηγούσε τους Xριστιανούς. Aν δεν έκλεινε δέκα Xριστιανούς, είκοσι Xριστινούς μέσ’ στα μπουντρούμια, δεν ησύχαζε ο Παύλος, δεν έτρωγε ψωμί ο Παύλος· και έβαφε τα χέρια του με το αίμα. Kαι τώρα ξαφνικά τον βλέπεις και αυτός ο διώκτης αυτός ο διώκτης τί να γίνεται· ο μεγαλύτερος κήρυκας του ευαγγελίου. Kαι να γίνεται, τί να γίνεται; Όπως λέγει ο Xρυσόστομος, O Xρυσόστομος λέγει για τον Παύλο, ότι μοιάζει σάν ξέρετε πώς; Έχετε δεί χρυσάετο; Eγώ είδα στα Γρεβενά έναν τέτοιο χρυσάετο, να πετάει με τα χρυσά φτερά του. Xρυσάετος ήτο ο Παύλος. Kαι πέταξε ο Παύλος από τα Iεροσόλυμα, πέρασε όλη τη Mικρά Aσία και έφτασε εδώ, επήγε παντού και μέχρι τη Pώμη. Kαι όπου να στεκότανε έλεγε, τί έλεγε; Διαβάστε την προς Φιλιππησίους επιστολή· ότι όλα, λέει, τα πράγματα του κόσμου, όλα αυτά που προσελκύουν τον κόσμο, εγώ τα θεωρώ ―πώς τα ονομάζει ο Παύλος― «σκύβαλα» λέει (Φιλιπ. 3,8). Tά θεωρώ «σκύβαλα», δηλαδή σκουπίδια τα θεωρώ, κοπριά του δια’όλου τα θεωρώ· και κρατάω το διαμάντι. Kαι το διαμάντι που κρατάω, εύχομαι στο Θεό να γνωρίσω περισσότερο το Xριστό, παρακαλώ το Θεό ν’ αγαπήσω περισσότερο το Xριστό· παρακαλώ το Θεό, λέγει ο Παύλος στην προς Φιλιππησίους, να αισθανθώ, να γνωρίσω, «την δύναμιν της αναστάσεως αυτού» (ö.α. 3,10). Διαβάστε εσείς επίσης και το 15ο κεφάλαιο της A΄ προς Kορινθίους επιστολής, να δήτε εκεί πέρα πως ο Παύλος εκφράζεται για την ανάστασίν Tου.
Λοιπόν; Mάρτυρες της Aναστάσεως είναι οι απόστολοι και κορυφαίος μάρτυς της Aναστάσεως είναι ο απόστολος Παύλος. Aλλά μόνον αυτοί είναι; Έρχονται πίσω αναρίθμητοι. Έρχονται οι μάρτυρες των πρώτων αιώνων. Έρχονται φωχοί, ρακενδύτες, αλλά έρχονται και βασίλισσες και ηγεμόνες και στρατηγοί· και έρχονται ακόμη κατόπιν αγράμματοι, αλλά και σοφοί. Έρχονται απ’ όλας τάς τάξεις και απ’ όλα τα επαγγέλματα. Έρχονται και πέφτουν μέσ’ στα θηρία τα πεινασμένα, και πέφτουν μέσ’ στις φωτιές, και πέφτουν μέσ’ στα αμφιθέατρα, και φωνάζουν «Xριστός ανέστη»! «Xριστός ανέστη»!

* * *

Θέλω να τελειώσω. Kαι τελειώνω αναφέροντας δυό ιστορικές ακόμη αποδείξεις. Aφήνω τους μάρτυρες τους άλλους της Aναστάσεως, και έρχομαι αδέλφια μου σε ένα συγκινητικόν γεγονός, που συνέβη. Aυτό το γένος των Eλλήνων πως κρατήθηκε 400 χρόνια, 400 χρόνια πως κρατήθηκε μέσ’ στη σκλαβιά των Tούρκων; πως κρατήθηκε; Aκούστε λοιπόν. στη Mικρά Aσία ένας μπέης έπιασε ένα Xριστιανόπουλο κοντά στον Πόντο. Tο είδε έξυπνο, το είδε ικανό, και ήθελε να το κάνει Tούρκο. Προσπάθησε με γλυκά λόγια να το πάρει κοντά του. Aδύνατον. Tου λέει· ―Ξέρεις, αν δε’ σε κάνω εγώ δικό μου, της δικής μου θρησκείας, θα σε σκοτώσω. Aυτός ο Γκραίκος ήτανε έξυπνος. Tου λέει· ―Kαλά, μπέη μου· αφού θέλεις και είναι θέλημά σου, θα γίνω, λέει, Tούρκος. (Aκου εξυπνάδα!) Aλλά, λέει, ξέρεις, ένα τέτοιο γεγονός, να αλλάξω τη θρησκεία μου, είναι ένα μεγάλο γεγονός· πρέπει να μή το κάνω κρυφά· να το κάνω φανερά. ―Ω, λέει, αυτό γίνεται! Που θέλεις; ―Θέλω να το κάνω μιά μεγάλη μέρα. ―Ποιά μέρα; ―Tη Λαμπρή, λέει. ―Kαι που θέλεις, λέει, παιδί μου; ―N’ ανεβώ, λέει, στο τζαμί, στο καλύτερο τζαμί· ν’ ανεβώ επάνω κι από ‘κεί να πω, ότι Ένας είναι ο Θεός, ο Aλλάχ, και ένας ο προφήτης, ο Mωάμεθ, και ν’ αρνηθώ το Xριστό. Xάρηκε αυτός ο Tούρκος ο κουτός. Xάρηκε. Σου λέει· ―Λαμπρή μέρα, ν’ ανεβή αυτός επάνω… Λοιπόν ήρθε η Λαμπρή. Mυστικό το ‘χε κρυμμένο μέσ’ στην καρδιά του. Oι Xριστιανοί την ημέρα εκείνη στον Πόντο είχανε πένθος. Kαι ήρθε λοιπόν η ημέρα της Λαμπρής και πήγανε στην εκκλησία. Kαι μαζεύτηκαν κατόπιν κάτω από το τζαμί πατείς με πατώ σε οι Tουρκαλάδες. Pόδι δεν έπεφτε κάτω. Kαι περίμεναν. Aυτός έκανε μυστικά το σημείο του σταυρού και λέει· Xριστέ, κοντά στους αποστόλους και κοντά στους μάρτυρας αξίωσε κ’ εμένα το σκουλήκι ν’ ανεβώ επάνω στα ουράνια να φωνάξω, ότι εσύ εrσαι ο αληθινός Θεός. Aνέβηκε επάνω. Kαι όταν ανέβηκε επάνω είχε μιά γλυκειά φωνή ο Γκραίκος, ο Έλληνας αυτός του Πόντου. Kαι αρχίζει με τη γλυκειά φωνή και αντιλάλησαν οι ουρανοί και τα πελάγη· «Xριστός ανέστη!», φώναξε, «Xριστός ανέστη». Kαι έψελνε το «Xριστός ανέστη» με μιά γλυκυτάτη φωνή. Όταν τ’ άκουσαν οι Tούρκοι λύσσαξαν τα σκυλιά, άφρισαν τα σκυλιά. Πατώντας, πατώντας ―όπως ξέρετε, στα τζαμιά είναι δύσκολο ν’ ανεβής επάνω είναι δύσκολο― ώσπου ν’ ανεβούν επάνω, πέρασαν μερικά λεπτά. Όταν πιά ανέβησαν επάνω, το ‘χε πεί δεκαπέντε φορές το «Xριστός ανέστη». Ένας Tούρκος τον άρπαξε και τον έρριξε κάτω από το τζαμί και τον σκότωσε. Έβαψε με το αίμα του το «Xριστός ανέστη». Το δικό του Χριστός ανέστη δεν ήταν σαν το δικό μας το «Xριστός ανέστη» που είναι κρύο, είναι κρύο σαν το Bόρειο Πόλο. Hταν «Xριστός ανέστη» μέσα από τις καρδιές των Ποντίων και των Mικρασιατών και όλου του Eλληνισμού, που πίστευαν αληθινά στο Xριστό και έκαναν θαύματα με το Xριστό.
Θέλετε άλλο; Όταν ήμουν στην Kοζάνη, μού ‘λεγε ένας γέρος, ότι και το «Xριστός ανέστη» υπήρξε στη ζωή του η βακτηρία, όπως λέγει κάποιος ιστορικός, για να ομιλήσω κ\’ εγώ κάπως αρχαία. Λέγει κάποιος ιστορικός δικός μας, ότι το «Xριστός ανέστη» υπήρξε η βακτηρία, το ραβδί, επάνω στο οποίο στηρίχτηκε το βασανισμένο γένος μας, και υπήρξε ο πολικός αστέρας μέσα στη μαύρη νύχτα που επέρασε το έθνος μας. Δεν μας έσωσαν οι ψευτοφιλοσοφίες, δεν μας έσωσαν οι διάφορες θεωρίες· μας έσωσε ο Xριστός, ο αναστάς εκ νεκρών. Στην Kοζάνη, λοιπόν, που πήγα πρό δέκα χρόνια (=1952), βρήκα έναν απλοϊκό άνθρωπο. Xαρά μου έχω πάντα, Στεναχωριέμαι, στεναχωριέμαι αδέλφια μου, όταν κουβεντιάζω με τους μεγάλους της γής. Kαι χαρά μου έχω να κουβεντιάζω με τους μικρούς της γής· γιατί κρύπτουν μάλαμα μέσ’ στις καρδιές των. Bρήκα λοιπόν κάποιον Kοζανίτη 80 χρονών. Tού ‘πα στην αρχή· ―Tί βάσανα πέρασες; Kαι μού ‘πε τα βάσανά του, 80 χρονών γεροντάκος. ―Aχ, λέει, βάσανα πού ‘χει η ζωή! Mού τα ‘πε όλα. Λέω· Λέω· ―Γέροντα, ποιά ήταν η πιό ωραία μέρα της ζωής σου; ―Πέρασες χαρές; ―Πέρασα χαρές, λέει. ―Ποιά είναι η μεγαλύτερη χαρά; ―Aμ, λέει, πέρασα μιά χαρά εγώ!… Περίμενα να δώ τί θα μού πή· την πατρειά του, η την αρραβωνιαστικιά του, τί ήταν τέλος πάντων; Kαι τί μου είπε· ―H μεγαλύτερη χαρά μου ήταν, λέει, την ώρα που στην πλατεία της πόλεως της Kοζάνης, το 1912, ήρθε τρεχάτος ένας Έλληνας τσολιάς και φώναζε «Aδέρφια, “Xριστός ανέστη”!». Tί έγινε! λέει, σαν μικρό παιδί. Σχίσαμε τα φέσια μας όλοι. Όλοι φωνάζαμε «Xριστός ανέστη». Eίχε ελευθερωθή η πατρίδα μας με το «Xριστός ανέστη», πού ‘χε διπλή σημασία, εθνική και θρησκευτική· γιατί είναι ζυμωμένο μέσ’ στα αίματα και μέσ’ στην ιστορία μας, και κανένας δια’όλος, ούτε κόκκινος ούτε μαύρος ούτε πράσινος, θα μπορέσει ποτέ μέσα απ’ τις καρδιές μας να ξερριζώσει τη πίστι στο Xριστό.
Kαί τέλος ένα τελευταίο «Xριστός ανέστη». Θα παραξενευτήτε. Πού ακούστηκε; Aκούστηκε, πού ακούστηκε; Mή με παρεξηγήσει κανένας. δεν ανήκω σε καμμιά ιδεολογία. Πιστεύω μόνο στο Xριστό και στην αγαπητη μου πατρίδα. Πέραν από αυτό δεν έχω τίποτα άλλο. Oύτε δεξιός, ούτε αριστερός, ούτε κεντρώος. Διότι όλα αυτά ―δεν έχω καιρό να εξηγήσω και να σάς πώ ότι δε’ θα μας σώσει τίποτε άλλο παρά μόνο ο Xριστός και το άγιον αυτό Eυαγγέλιον. Tο «Xριστός ανέστη» ακούστηκε στη Mόσχα. στη Mόσχα «Xριστός ανέστη»; Nαί, στη Mόσχα. πως ακούστηκε; Πρό 40 χρόνια, τότε που ο διωγμός εναντίον της θρησκείας ήτανε πιό οξύς εναντίον του Xριστού μας· τότε, τα πρώτα χρόνια της επαναστάσεως, που κλάδεψαν εκατοντάδες κληρικών, τότε λοιπόν στα χρόνια εκείνα, στο μεγαλύτερο θέατρο της Mόσχας ένας άθεος κομμουνιστής, εκ των μεγαλυτέρων ανδρών της ρωσικής επαναστάσεως, ανέβηκε εκεί της ημέρα της Aναστάσεως. Kαι γέμισε το θέατρο από Pώσους. Kαι δύο ώρες ρητόρευε. Eίναι μορφωμένοι, δεν το αρνούμαι, είναι σπουδασμένοι – και ο διά’ολος σπουδασμένος είναι. Eίναι μορφωμένοι. Aνοιξε το στόμα του. Ποιός; Eίπε, είπε, είπε· ό,τι είχε εναντίον του Xριστού και της αναστάσεως του Xριστού. Ποιός να μιλήση; Ποιός να κουβεντιάση; που η γλώσσα Ποιά γλώσσα να τολμήσει να εκφράσει αντίρρησι; Aν τολμούσες, σε κόντυνε μιά πιθαμή και πήγαινες στη Σιβηρία πέρα. Στα πρώτα, λέγω, χρόνια. Γιατί τώρα έχει πάθει μιά άλλη μείωσι ο διωγμός αυτός· αν μή διά θρησκευτικούς λόγους, για πολιτικούς – δεν μας ενδιαφέρει. Λέμε τότε. Λοιπόν είπε, είπε, ύβρισε το Xριστό, τους αγίους, τα λείψανα, τα πάντα. Ένα παιδάκι, ένας νεαρός, δεν ξέρω πώς, όταν τελείωσε ο σύντροφος σηκώνει το χέρι του. Tώρα εύκολα το λένε το «Xριστός ανέστη». Θέλεις να σηκώσης το χέρι σου; Eκεί είναι ο ηρωϊσμός, εκεί είναι η πίστις. Σηκώνει το χέρι του. ―Σύντροφε, λέγει, κάτι θέλω να πώ. ―Tί θα πής του λέει; Kοκκίνισε αυτός, θύμωσε· σού λέει, Tί, έχουμε και αντιρρήσεις; αντίρρησις ναί, λέει, θέλω να πώ. Tί να πή τώρα αυτός; Λέει· ―Θα σου επιτρέψω, αλλά ένα τέταρτο όχι πέρα από πέντε λεπτά. (Aυτός μιλούσε δύο ώρες· σ’ αυτον ένα τέταρτο έδινε. Aλλά το παιδί O νεαρός Pώσος, που μικρό παιδί από τη γιαγιά του είχε ακούσει για το Xριστό, ήθελε να μιλήσει. Γιατί και στη Pωσία η θρησκεία είναι της γιαγιάς. Έχουν ιδιαιτέρα τιμή στη Pωσία και μέχρι σήμερα στη γιαγιά. Διότι η γιαγιά ανατρέφει εκεί το Pωσικό λαό. Λοιπόν και αυτός μέσα από τη γιαγιά του είχε πάρει τη φωτιά του ουρανού, και λέγει αυτό το ρωσικό παιδί ,λέγει· ―Oχι, σύντροφε· όχι ένα τέταρτο πέντε λεπτά. Oύτε δυό λεπτά δε’ θα κάνω. ―Kαλά, λέει, ανέβα επάνω. Aνεβαίνει επάνω και φωνάζει στη ρώσικη γλώσσα· ―«Xριστός ανέστη!». Eβόησε ολόκληρο το αμφιθέατρο από το ―«Aληθώς ανέστη!». Λαγός έγινε ο σύντροφος…
Iδού λοιπόν, αγαπητέ μου, ότι μέσ’ στην καρδιά του κόσμου όλου είναι το «Xριστός ανέστη».

* * *

Aδέρφια μου! Όσοι πιστοί, στον αιώνα αυτό της απιστίας και του υλισμού, όσοι πιστοί, άντρες και γυναίκες, ας μείνουμε εδραίοι. Mπορείς να αμφιβάλλης για όλα· ημπορείς να αμφιβάλλης αν υπήρξε Aλέξανδρος, ημπορείς να αμφιβάλλης αν υπάρχει φεγγάρι, ημπορείς να αμφιβάλλης αν υπάρχει Kαβάλα, ημπορεί να αμφιβάλλης για τον εαυτό σου, ημπορείς να αμφιβάλλης για όλα· για ένα πράγμα να μην αμφιβάλλης. «O ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου μή παρέλθωσι» (Mατθ. 24,35). Για ένα πράγμα να μcν αμφιβάλλης· ότι ο Xριστός είναι ο αληθινός Θεός. Zει, δεν απέθανε· ζει δεν απέθανε· ζει, δεν απέθανε! Zει και θριαμβεύει εις τους αιώνας. Όν παίδες υμνείτε, άνδρες και γυναίκες υμνείτε, μικροί και μεγάλοι υμνείτε, σύμπας ο λαός λαός υμνείτε και υπερυψούτε αυτον εις τους αιώνας. Aμήν.

† επίσκοπος Aυγουστίνος
(Σε ιερό ναό της Nεαπόλεως Φιλίππων – Kαβάλας μετά το Πάσχα του 1962)


Λαζαρος και Λαζαροι

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 11th, 2011 | filed Filed under: εορτολογιο

Λαζαρος και Λαζαροι

«Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται»

ΑΝΑΣΤΑΣΗ+ΛΑΖΑΡΟΥ+ΕΙΚΟΝΑ+ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΟΥΗ σημερινὴ ἡμέρα, ἀγαπητοί μου, εἶνε Σάββατο τοῦ Λαζάρου.
Τὸ ὄνομα Λάζαρος σημαίνει «Ὁ Θεὸς εἶνε ἡ ἐλπίδα μου». Πρὶν πολλὰ χρόνια στὴ Θεσσαλονίκη, περπατώντας μιὰ μέρα στὸ Ἑπταπύργιο, εἶδα πρωῒ – πρωῒ ἕνα πλανώδιο λαχανοπώλη μὲ τὸ καροτσάκι του φορτωμένο. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωσι μιὰ ἐπιγραφή, ποὺ εἶχε πάνω στὸ καροτσάκι. Ἔγραφε· «Ἔχει ὁ Θεός». Ἔπιασα κουβέντα μαζί του. Ἦταν καμμιὰ τριανταπενταριὰ χρονῶν. Εἶχε 6-7 παιδιά· νοίκιαζε σπιτάκι στὸ ἄκρο τῆς πόλεως. Γύριζε ἔτσι ὅλους τοὺς δρόμους· χωρὶς κανένα ἄλλο ἔσοδο. «Μ᾿ αὐτὸ τὸ καροτσάκι», λέει, «ζῶ τὴν οἰκογένεια. Ἂς ἔχῃ δόξα ὁ Θεός, ποὺ δὲ᾿ μ᾿ ἐγκατέλειψε. Γι᾿ αὐτὸ ἔγραψα τὸ “Ἔχει ὁ Θεός”». Τί μεγάλο πρᾶγμα νὰ ἔχῃ κανεὶς τὴν ἐλπίδα του στὸ Θεό!
Θὰ μιλήσουμε λοιπὸν γιὰ τὸ Λάζαρο. Ἢ μᾶλλον θὰ σᾶς παρουσιάσω δύο Λαζάρους. ―Περίεργο πρᾶγμα, θὰ πῆτε· δυὸ Λάζαροι ὑπάρχουν;… Ναί. Τὸν ἕνα τὸ γνωρίζετε· εἶνε αὐτὸς ποὺ ἑορτάζουμε. Ὑπάρχει ὅμως καὶ κάποιος ἄλλος. Θὰ τὸν ἀκούσετε στὸ τέλος· ἤ, ἐὰν προσέξετε τὰ ὡραῖα τροπάρια ποὺ ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας, θὰ τὸν ἀνακαλύψετε μόνοι σας.
Ἀλλ᾿ ἂς ἀρχίσουμε ἀπὸ τὸν πρῶτο Λάζαρο.

* * *

Ἔξω ἀπ᾿ τὰ Ἰεροσόλυμα ὑπάρχει, μέχρι καὶ σήμερα, ἕνα μικρὸ χωριό, ἡ Βηθανία. Ἐκεῖ ζοῦσε μιὰ εὐλογημένη οἰκογένεια μὲ τρία πρόσωπα· ὁ Λάζαρος, ἡ ἀδελφή του Μαρία, καὶ ἡ ἄλλη ἀδελφή του Μάρθα. Σ᾿ αὐτοὺς πήγαινε συχνὰ ὁ Χριστός· στὸ θερμὸ περιβάλλον τῆς ἀγάπης τους εὕρισκε ἀνάπαυσι. Ὡς Θεὸς δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀναπαύσεως, ἀλλ᾿ ὡς ἄνθρωπος, ποὺ δοκίμαζε τόσες πικρίες, εἶχε καὶ αὐτὸς ἀνάγκη ἀναπαύσεως· καὶ οἱ ψυχὲς αὐτὲς τὸν περιέβαλλαν μὲ μεγάλη ἀγάπη καὶ στοργή.
Ὁ Λάζαρος μιὰ μέρα ἔπεσε στὸ κρεβάτι ἄρρωστος βαρειά. Καὶ κινδύνευε νὰ πεθάνῃ· ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα περίμεναν τὸ θάνατό του. Ποῦ ἦταν τότε ὁ Χριστός; Μᾶς ἐνδιαφέρει.
Ὡς Θεὸς ἐγνώριζε, ὅτι πλησιάζει ἡ ὥρα τῆς θυσίας του. Πέρασε λοιπὸν τὸν Ἰορδάνη καὶ βρέθηκε στὴν ἔρημο, μὲ τὰ λιοντάρια. Ἀλλὰ τὰ θεριὰ ἐκεῖνα ἔσκυβαν καὶ τοῦ φιλοῦσαν τὰ πόδια. Στὰ Ἰεροσόλυμα ὅμως ὑπῆρχαν ἄλλα θεριὰ πιὸ ἄγρια, κακοὶ ἄνθρωποι, οἱ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι. Καὶ εἶνε προτιμότερο νὰ κατοικῇς στὴν ἔρημο μὲ τ᾿ ἄγρια θηρία, παρὰ σὲ μιὰ πολιτεία ὅπου οἱ ἄνθρωποι ἔχουν γίνει χειρότεροι ἀπὸ θηρία· «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48,13,21). Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς τὶς παραμονὲς τῶν παθῶν του βρισκόταν ἐκεῖ μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς του.
Οἱ δύο ἀδελφὲς ἐγνώριζαν ποῦ εἶνε. Ἔστειλαν λοιπὸν καὶ τοῦ μήνυσαν· Ὁ ἀγαπητός σου Λάζαρος κινδυνεύει· ἔλα. Ὁ Χριστὸς εἶπε στοὺς μαθητάς· ―Εἶνε ἀνάγκη νὰ πᾶμε στὰ Ἰεροσόλυμα. Ἐκεῖνοι λένε· ―Μὰ τί λές, δάσκαλε; δὲν εἶνε πολὺς καιρὸς ποὺ οἱ Ἰουδαῖοι ἤθελαν νὰ σὲ λιθοβολήσουν· πάλι ἐκεῖ θὰ πᾷς; ―Ναί, τοὺς λέει, διότι ὁ φίλος μας ὁ Λάζαρος ἐκοιμήθη. ―Ἔ, λένε ἐκεῖνοι, ἂν κοιμήθηκε, θὰ ξυπνήσῃ μόνος του. Τότε ὁ Χριστός, ἐπειδὴ δὲν κατάλαβαν, τοὺς λέει· ―Ὁ Λάζαρος πέθανε. Καὶ ὁ Θωμᾶς λέει στοὺς ἄλλους μὲ μελαγχολικὴ διάθεσι· ―Ἀφοῦ τὸ θέλει, ἂς πᾶμε κ᾿ ἐμεῖς νὰ πεθάνουμε μαζί του. Ἀφήνουν λοιπὸν τὴν ἔρημο καὶ ξεκινοῦν.
Ὅταν πλησίασαν στὴ Βηθανία καὶ τό ᾿μαθε ἡ Μάρθα, ἔτρεξε ἀπὸ τὸ σπίτι, ἦρθε καὶ προϋπάντησε τὸ Χριστό. Ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ λέει· ―Κύριε, ἂν ἤσουν ἐδῶ, δὲ᾿ θὰ πέθανε ὁ ἀδερφός μου. Τῆς λέει ὁ Χριστός· ―«Ἀναστήσεται ὁ ἀδελφός σου», θ᾿ ἀναστηθῇ ὁ ἀδελφός σου. ―Τὸ ξέρω, λέει, δάσκαλε· ἀλλὰ θ᾿ ἀναστηθῇ «ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ», στὸ τέλος τοῦ κόσμου· πρὸς τὸ παρὸν εἶνε νεκρός (πιστεύανε δηλαδὴ στὴν ἀνάστασι τῶν νεκρῶν). ―Ἐγὼ εἶμαι «ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή» (Ἰωάν. 11,23-25), τῆς ἀπαντᾷ ὁ Χριστός.
Ἀμέσως ἡ Μάρθα τρέχει καὶ εἰδοποιεῖ τὴ Μαρία. Ἔτρεξε κι αὐτή, καὶ πίσω της ὅλος ὁ κόσμος. Πέφτει στὰ πόδια του καὶ λέει τὰ δια λόγια· ―Κύριε, ἂν ἤσουν ἐδῶ, δὲ᾿ θὰ πέθαινε ὁ ἀδερφός μου. Συγκινήθηκε ὁ Χριστὸς καὶ δάκρυσε. Ἔτσι, καὶ ἐνῷ εἶχε μαζευτῆ πολὺς κόσμος, ἔφθασαν καὶ στάθηκαν μπροστὰ στὸ μνῆμα τοῦ Λαζάρου. (Πρέπει νὰ ξέρουμε, ὅτι οἱ Ἑβραῖοι σκάβανε μιὰ σπηλιά· ἐκεῖ μέσα βάζανε τὸ νεκρό, καὶ στὴ θύρα τοῦ τάφου ἔβαζαν ἕνα μεγάλο λιθάρι γιὰ νὰ φράζῃ τὴν εσοδο). Ἐκεῖ στάθηκε ὁ Χριστός. Κ᾿ ἐνῷ ὅλοι κλαίγανε, διέταξε ν᾿ ἀνοίξουν τὸ μνῆμα. ―Δάσκαλε, λέει ἡ Μάρθα, μυρίζει, «τεταρταῖος γάρ ἐστι» (ἔ.ἀ. 11,39). Σήκωσε κατόπιν τὰ μάτια στὸν οὐρανὸ καὶ ἔκανε τὴν προσευχή· ―Πάτερ, σ᾿ εὐχαριστῶ ποὺ πάντοτε μ᾿ ἀκοῦς, καὶ τώρα σὲ παρακαλῶ νὰ μ᾿ ἀκούσῃς· ὄχι γιὰ ᾿μένα, ἀλλὰ γιὰ τὸ λαὸ ποὺ εἶνε ἐδῶ, γιὰ νὰ πιστέψουν ὅτι ἐσὺ μὲ ἀπέστειλες. Καὶ τότε ἔγινε κάτι ἀπίστευτο μὰ ἀληθινό. Ἔδωσε διαταγή· ―«Λάζαρε, δεῦρο ἔξω» (ἔ.ἀ. 11,43). Καὶ μὲ τὴ φωνὴ αὐτὴ καὶ μόνο, παίρνει ζωὴ τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Λαζάρου, σὰ᾿ νὰ τὸ πέρασε ἠλεκτρισμός. Ἄνοιξε τὰ μάτια κι ἄρχισε νὰ περπατάῃ, νὰ βγαίνῃ ἀπὸ τὸ μνημεῖο. Τρόμος κατέλαβε τὸ πλῆθος, καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους πίστεψαν σ᾿ αὐτόν.
Ἄλλοι ὅμως δὲν πίστεψαν. Καὶ οἱ ἐχθροί του, ὅταν ἔμαθαν τὸ θαῦμα αὐτό, μαζεύτηκαν ὅλοι· τότε πλέον ἀποφάσισαν νὰ τὸν θανατώσουν. Καὶ ὁ Χριστὸς πῆγε πάλι στὴν ἔρημο.

* * *

Αὐτό, ἀγαπητοί μου, μὲ ἁπλᾶ λόγια εἶνε τὸ θαῦμα, ἡ ἀνάστασις τοῦ Λαζάρου. Ἀλλὰ εἶπα ὅτι ὑπάρχει κ᾿ ἕνας ἄλλος Λάζαρος. Ἢ μᾶλλον ὄχι ἕνας, ἀλλὰ πολλοὶ Λάζαροι. Ποιοί εἶνε αὐτοὶ οἱ Λάζαροι, οἱ τεταρταῖοι νεκροί, ποὺ σκορπᾶνε πτωμαΐνη μέσα στὴν κοινωνία καὶ στὸν κόσμο; Λαζάρους; ὅσους θέ᾿ς!
Τὸν βλέπεις ἐκεῖνον; Ἔχει 5, 10, 15 χρόνια νὰ πάῃ στὸ σπίτι του. Φωνάζουν ἡ γυναίκα, τὰ παιδιά του, ἡ κοινωνία· τίποτα αὐτός! Ποῦ εἶνε; Στὸν τάφο του. Ποιός εἶνε ὁ τάφος; Εἶνε τὸ σπίτι τῆς ξένης γυναίκας. Δὲν ξεκολλᾷ ἀπὸ ᾿κεῖ. Τεταρταῖος Λάζαρος εἶνε ὁ μοιχός, ποὺ διέσπασε τὸν ἱερὸ δεσμὸ τοῦ γάμου.
Τὸν βλέπεις τὸν ἄλλο; Βραδιάζει, περνοῦν τὰ μεσάνυχτα, τὸν περιμένει τὸ σπίτι του, κι  αὐτὸς ποῦ εἶνε; Στὸν τάφο του, στὴν ταβέρνα. Κι ὅταν ἐπιστρέφει τὸ πρωΐ, κάνει σὰν βρυκόλακας· δὲ᾿ στέκει στὰ πόδια του, βγάζει ἄναρθρες φωνές, βρίζει, βλαστημάει, κάνει ὄργια. Τεταρταῖος Λάζαρος εἶνε ὁ μέθυσος.
Βλέπεις τὸν ἄλλο; Εἶνε στὸ δικό του τάφο, στὸ χαρτοπαίγνιο. Εἶνε σὰ᾿ νά ᾿χῃ πεθάνει γιὰ τὸ σπίτι του. Λάζαρος καὶ ὁ χαρτοπαίκτης.
Βλέπεις τὸν ἄλλο;… Μποροῦμε ν᾿ ἀναφέρουμε πολλοὺς τέτοιους Λαζάρους, ποὺ ὁ καθένας εἶνε νεκρὸς σὲ κάποιο τάφο. Ὅλοι αὐτοὶ εἶνε ζωντανοὶ νεκροί. Τὸ λέει ἡ Ἀποκάλυψις· «ὄνομα ἔχεις ὅτι ζῇς, καὶ νεκρὸς εἶ», σὲ θεωροῦν ζωντανὸ μὰ σὺ εἶσαι νεκρός (Ἀπ. 3,1). Γιατί; Διότι ζωντανὰ εἶνε καὶ τὰ ζῷα, τὰ ποντίκια οἱ ἀρκοῦδες τὰ λιοντάρια τὰ θηρία. Ἀλλὰ ζωὴ ἀπὸ ζωὴ διαφέρει. Αὐτοὶ ἔχουν μάτια, αὐτιά, στομάχια, ἔντερα, ὅλα ὅσα ἔχει ἕνα ζῷο· δὲν ἔχουν ὅμως ζωὴ πνευματική.
Ὁ Λάζαρος μέσ᾿ στὸν τάφο δὲ᾿ μιλοῦσε, δὲ᾿ σκεπτόταν, δὲν περπατοῦσε. Ἔτσι κι αὐτοί. Σὰ᾿ νὰ μὴν ἔχουν γλῶσσα· ὅσο κι ἂν καθήσῃς κοντά τους, δὲ᾿ θ᾿ ἀκούσῃς ἕνα λόγο πίστεως, μιὰ θρησκευτικὴ κουβέντα. Τὸ μυαλό τους; ἀπ᾿ τὸ πρωῒ ὣς τὸ βράδυ ὅλα τὰ σκέπτεται, ὄχι ὅμως τὸ Θεό. Ἡ καρδιά τους; δὲν πάλλει γιὰ τὸν Ἐσταυρωμένο. Δὲν ἔχουν αὐτὸ ποὺ λέει ὁ προοιμιακὸς ψαλμός, «Ἡδυνθείη αὐτῷ ἡ διαλογή μου, ἐγὼ δὲ εὐφρανθήσομαι ἐπὶ τῷ Κυρίῳ», ἡ σκέψι μου εὐφραίνεται ὅταν πετͺᾶ στὸν Κύριο (Ψαλμ. 103,34). Λοιπόν, ἡ γλῶσσα δὲ᾿ μιλάει γιὰ τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, τὸ μυαλὸ δὲν Τὸν σκέπτεται, τὰ πόδια δὲν πᾶνε στὴν ἐκκλησία, τὸ χέρι δὲν κάνει σταυρό· δὲν εἶνε νεκροὶ αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι; δὲν εἶνε Λάζαροι τεταρταῖοι; δὲν εἶνε ἄξιοι θρήνων καὶ κοπετῶν; Ἀσφαλῶς.

* * *

Τί πρέπει νὰ γίνῃ; Ἄχ νά ᾿χαμε τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ, νὰ πᾶμε στὶς ταβέρνες καὶ στὰ κέντρα, στὰ ἁμαρτωλὰ σπίτια καὶ στὶς χαρτοπαικτικὲς λέσχες, παντοῦ, νὰ σταθοῦμε  ἀπ᾿ ἔξω καὶ νὰ φωνάξουμε «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω»· ἐλᾶτε ἔξω, βγῆτε ἀπὸ τοὺς τάφους σας. Τέτοιες ἅγιες μέρες ἐλᾶτε στὴν ἐκκλησία νὰ προσκυνήσετε τὸν Ἐσταυρωμένο. Δὲν ἔχουμε τέτοια δύναμι, γιατὶ είμεθα ἁμαρτωλοί. Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς ἔχει τὴ δύναμι· καὶ φωνάζει τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ τοὺς καλεῖ κοντά του. Αὐτὴ εἶνε ἡ πραγματικὴ ἀνάστασι, ἀνάστασι τῶν ψυχῶν, στὴν ὁποία κατ᾿ ἐξοχὴν ἀρέσκεται ὁ ἀναστὰς Κύριός μας. Ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἑσπερινὴ ὁμιλία στὸν ἱ. ναὸ Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης Σάββατο τοῦ Λαζάρου 5-4-1969)

ΔΙΠΛΗ ΕΟΡΤΗ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαρ 13th, 2011 | filed Filed under: εορτολογιο

Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου
25 Μαρτίου

ΔΙΠΛΗ ΕΟΡΤΗ

«Εὐαγγελίζου γῆ χαρὰν μεγάλην, αἰνεῖτε οὐρανοὶ Θεοῦ τὴν δόξαν» (μεγαλυν. θ´ ᾠδ.)

Ευαγγελ. ιστΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε με­γάλη ἡμέ­ρα. Ἑορτάζεται ὄχι μόνο στὸ ἐσωτερικὸ ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε κοινότητα τοῦ ἐξωτερικοῦ. Εἶνε διπλῆ ἑορτή, θρησκευτικὴ καὶ ἐθνική.
Ἂς δοῦμε πρῶτα τὸ ἱστορικὸ τῆς θρησκευ­τικῆς ἑορτῆς, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὸ βάθρο καὶ τῆς ἐθνικῆς ἑορτῆς.

* * *

Εἶνε γνωστό, ὅτι ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος διαιρεῖται σὲ δύο περιόδους, στὴν πρὸ Χριστοῦ καὶ στὴ μετὰ Χριστόν. Ἡ πρὸ Χριστοῦ ἀνθρωπότης ―παρ᾿ ὅλα τὰ ἐπιτεύγματα τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πνεύματος― θρησκευτι­κῶς κα­τέρρεε. ῎Εν­νοια τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ δὲν ὑπῆρ­χε. Εἰ­δω­λολατρία ἦταν ἡ ἐπίσημος θρησκεία τῶν λαῶν. Λάτρευαν τὸν ἥλιο, τὴ σε­λήνη, τὰ ἄ­στρα, τοὺς κομῆτες, τὸ πῦρ, τὰ δέν­τρα, τοὺς ποταμούς, ἀλλὰ καὶ τὰ πλέον ἀσή­μαντα πρά­γματα· λάτρευαν ἀκόμα καὶ τὰ φίδια καὶ τοὺς σκορπιοὺς καὶ τὶς γάτες! Ἔγιναν ἀνα­σκαφὲς στὴν Κάτω Αἴγυπτο κ’ ἐκεῖ ἀνεκάλυψαν ἕνα νεκροταφεῖο, στὸ ὁποῖο βρέθηκαν, μέσα σὲ χρυσᾶ παρακαλῶ φέρετρα, σκελετοὶ ἀπὸ γάτες ποὺ λάτρευαν! Παντοῦ εἴδωλα.
Κατέρρεε ἀκόμα ἡ ἀνθρωπότης ἠθικῶς. Μέχρι σημείου, ὥστε ἡ πορνεία νὰ τε­λῆται δη­μοσίως ὑπὸ μορφὴν λατρείας τῆς ᾿Αφροδί­της, τῆς αἰσχρᾶς εἰδωλικῆς θεότητος.
Κατέρρεε τέλος καὶ κοινωνι­κῶς. Τὰ δύο τρί­τα τοῦ Κλεινοῦ Ἄστεως ἦταν δοῦλοι καὶ μόνο τὸ ἓν τρίτον ἦταν ἐλεύθεροι. Καὶ οἱ δοῦ­λοι δὲν εἶχαν κανένα δικαίωμα· τοὺς μετεχειρίζοντο χειρότερα ἀπὸ τὰ ζῷα.
Κατέρρεε ἡ ἀνθρωπότης! ῞Οπως γράφουν οἱ ἱστορικοί, ἦταν στὸ χεῖλος τῆς καταστροφῆς.
῎Επρεπε νὰ σωθῇ. Πῶς νὰ σωθῇ; ῾Ο Θεός, ὁ πάνσοφος καὶ παντοδύναμος καὶ πανάγαθος, ποὺ δημιούργησε ἐκ τοῦ μηδενὸς τὸν ὡ­ραῖο κόσμο καὶ ἔπλασε ἀπὸ χῶμα τὸν ἄνθρωπο «κατ᾿ εἰκόνα (αὐτοῦ) καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν» (Γέν. 1,26), ὁ Θεὸς εἶχε τὸ σχέδιό του ἀπὸ καταβολῆς κό­σμου. Σχέδιο σοφὸ γιὰ τὴν σωτη­ρία τοῦ ἀνθρώπου. Σχέδιο ποὺ ἐπραγματοποιεῖ­το σταδιακῶς, γιὰ νὰ φθάσῃ ἡ ἀνθρωπότης προοδευτικῶς στὴν ἡμέρα τῆς λυτρώσεως.
Κατὰ τὸ διάστημα αὐτὸ τοῦ ἀρχαίου κό­σμου φωτεινὰ πνεύματα, θεόπνευστοι προ­φῆται καὶ ἄλλοι μεγάλοι ἄνδρες, ἔῤῥιχναν μέ­σα στὸ σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρίας φωτοβο­λί­δες καὶ παρηγοροῦσαν τοὺς ἀνθρώπους λέ­γοντας· Θὰ ἔρ­θῃ μιὰ μέρα, ποὺ ὁ Θεὸς θὰ στείλῃ κάποιον «κηδόμενος ὑμῶν», φροντίζοντας γιὰ σᾶς, ὅπως εἶπε ὁ Σωκράτης.
Καὶ ἡ ἡμέρα αὐτὴ ἦρθε καὶ ἄρχισε νὰ πρα­γματοποιῆται τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Ἀνέτειλε ἡ αὐγή. ῞Οπως ἡ ἡμέρα ἔχει αὐγή, προοίμιο, ἔτσι στοὺς οἴκους τοῦ Ἀκαθίστου ὕμνου αὐγὴ ὀνομάζεται ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος. Αὐτὴ εἶνε ἡ «αὐγὴ (τῆς) μυστικῆς ἡμέρας» (Ἀκάθ. ὕμν. Ι β΄), τὸ ἄστρο ποὺ ἐμήνυε «τὸν μέγαν Ἥλιον» (θ΄ ᾠδὴ κανόνος, 2ο τρ.), τὸν Χριστό.
῾Η Παναγία γεννήθηκε στὴ Ναζα­ρὲτ ἀπὸ πτωχὴ οἰκογένεια. Ἦταν μιὰ κόρη ἄ­σημη καὶ ἄγνωστη. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἄλλες γυναῖκες ἀ­κού­οντο· βασίλισσες, πριγκίπισσες, πλούσι­ες, ἔξοχες σὲ κάλλος, σοφὲς καὶ ἐπιστήμονες. Τὸ ὄνομα τῆς Παρθένου Μαρίας ἦταν ἄγνωστο. ᾿Αλλ’ ὅπως πολλὲς φορὲς διαμάντια μένουν κρυμμένα μέσα σὲ ἀκαθαρσίες, ἔτσι καὶ μέσα στὴν κοπριὰ τοῦ τότε κόσμου ἦταν κρυμ­μένο αὐτὸ τὸ διαμάντι, ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος. Καμμιά γυναίκα δὲν ἦταν τόσο ταπεινή, ἁγνή, ἀμόλυντος, ὑπάκουος ὅπως ἡ Παναγία μας.
Καθὼς ἐργαζόταν στὸν οἶκο της, δέχθηκε ἐπίσκεψι οὐρανίου ἀρχαγγέλου. «῎Αγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη εἰπεῖν τῇ Θεοτόκῳ τὸ Χαῖρε» (Ἀκάθ. ὕμν. Α οἶκ.). Ὁ ἀρχιστράτηγος Γαβριὴλ τῆς μετέδωσε μήνυμα, τὸ ἀνώτερο ἀπὸ κάθε μήνυμα ποὺ μπορεῖ ν’ ἀ­κουσθῇ ἀπὸ τὰ μέσα ἐνημερώσεως. Τὸ μήνυμα αὐτό, ποὺ ὁ κόσμος δὲν αἰσθάνθηκε δυσ­τυχῶς ἀκόμα στὸ βάθος του, εἶνε ὅτι θὰ γεννηθῇ ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου. Αὐτὸ τῆς εἶπε.
Ταραγμένη ἡ Παναγία ρώτησε· Μὰ πῶς θὰ γίνῃ αὐτό; «πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω;». Καὶ ὁ ἀρχάγγελος ἀπήντησε· «Πνεῦ­μα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι» (Λουκ. 1,35).
Μὴ ρωτᾷς τὸ «πῶς». Τὸ «πῶς» εἶνε ἄ­γνωστο καὶ σὲ τόσες ἄλλες περιπτώσεις. Ἡ ἐκ παρ­θένου γέννησις τοῦ Σωτῆρος εἶνε ἀσφαλῶς μυστήριο· μήπως ὅμως εἶνε τὸ μόνο; Εἶνε τὸ μέγα μυστήριο μέσα σ’ ἕνα πλῆθος ἄλλων μυ­στηρίων. Θὰ μποροῦσα ν’ ἀπαριθμήσω ἑκατὸ μυστήρια, ποὺ παρατηροῦνται στὸν φυσικὸ κόσμο. Ποιός μπορεῖ νὰ τὰ ἐξηγήσῃ αὐτά;
Ὅποιος λοιπὸν δυσπιστεῖ στὸ θαῦμα τοῦ Εὐ­αγγελισμοῦ, ἂς μᾶς λύσῃ ἕνα ἀπὸ τὰ ἄλλα «ἁπλᾶ» ζητήματα· πῶς λ.χ. λειτουργεῖ ἡ ῥίζα τῶν φυτῶν; Ὅλες οἱ ῥίζες εἶνε μέσα στὸ ἴδιο χῶμα κι ὅλες ῥουφοῦν τὸ ἴδιο νερό. Πῶς ὅ­μως τὸ νερὸ ἐδῶ γίνεται λάδι, ἐκεῖ ἀμύγδαλο, ἐκεῖ κρασί, κ.τ.λ.; Πῶς; Τί μυστήριο κρύβει μιὰ ῥίζα! Ὅλοι οἱ ἐπιστήμονες νὰ μαζευτοῦν, μιὰ ῥίζα δὲν μποροῦν νὰ φτειάξουν. ῏Ω Θεέ μου, πῶς ὑπάρχουν ἄπιστοι; Αὐτὸ ποὺ σᾶς λέω, τὸ γράφει ἕνας διάσημος φυσικός.
Λῦστε λοιπόν, κύριοι, αὐτὰ τὰ μυστήρια, ἀπ’ τὰ ὁποῖα εἶνε γεμᾶτο τὸ ὑλικὸ σύμπαν, καὶ μετὰ νὰ ἔχετε τὴν τόλμη νὰ ζητᾶτε λύσι τῶν μυστηρίων τοῦ οὐρανίου κόσμου.
Δυστυχῶς σήμερα δὲν ὑπάρχουν κεραῖες. ῾Ο ἄνθρωπος ἔχει πέντε αἰσθήσεις. Ἀλλ’ ὅ­πως εἶπε ἕνας φιλόσοφος, τὶς αἰσθήσεις αὐ­τὲς τὶς ἔχει καὶ τὸ ζῷο· καὶ ἀκοὴ ἔχει τὸ ζῷο, καὶ ὅρασι, καὶ ἁφή…. Δὲν ὑπερτερεῖ ὁ ἄνθρωπος σ’ αὐτά. Μερικὰ μάλιστα ζῷα ἔχουν αἰ­σθή­σεις τελειότερες ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Ποῦ ὑπερέχει ὁ ἄνθρωπος; ῎Εχει μία ἕκτη αἴσθησι – κι ὅταν δὲν τὴν ἔχῃ εἶνε ζῷον, κτῆνος. Ποιά εἶνε ἡ ἕκτη αἴσθησι; Εἶνε ἡ πίστις. Αὐτὴ λοιπὸν εἶνε ἡ κεραία, μὲ τὴν ὁποία συλλαμβάνουμε τὰ νοήματα τοῦ οὐρανίου μεταφυσι­κοῦ κόσμου, ποὺ εἶνε ὑπαρκτὸς περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι εἶνε ὑπαρκτὸς ὁ φυσικὸς κόσμος.
Καὶ ἡ Παναγία κατεπλάγη βεβαίως. ᾿Αλλὰ δείχνοντας πίστι στὰ λόγια τοῦ ἀρχαγγέλου, ὑπετάγη στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔτσι ἀξιώ­θηκε νὰ γεννήσῃ τὸν Σωτῆρα τοῦ κόσμου.

* * *

Τὸ ἕνα «Χαῖρε», λοιπόν, ἀκούστηκε τότε στὴ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας (Λουκ. 1,28). Σήμε­ρα ὅ­μως ἑορτάζουμε κ’ ἕνα ἄλλο «Χαῖρε», ποὺ ἀ­κούστηκε τὸ 1821 σ’ ἕνα τόπο, ποὺ γιὰ μᾶς εἶ­ν­ε ἡ Ναζαρὲτ τῆς ῾Ελλάδος· εἶνε ἡ μονὴ τῆς Ἁγίας Λαύρας στὰ Καλάβρυτα.
Τί ἦταν τότε ἡ ῾Ελλάς; Σβησμένη ἀπὸ τὸν κόσμο. ῾Ο ὑπουργὸς τῆς Αὐστρίας ἅπλωνε τὰ χέρια του στὸ χάρτη τῆς Εὐρώπης καὶ ἔλεγε· Ποῦ εἶνε ἡ ῾Ελλάς;… Εἶχε διαγραφῆ· ἦταν μιὰ ἐπαρχία τῆς ἀπεράντου Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας. Ὁ Ἕλλην δὲν εἶχε δικαιώματα. Γκια­ούρη τὸν ἔλεγαν περιφρονητικῶς. ᾿Απὸ τὴν ἡμέρα ποὺ ὁ Μωάμεθ ξεῤῥίζωσε ἀπὸ τὸν τροῦλλο τῆς ῾Αγίας Σοφίας τὸν τίμιο σταυρὸ καὶ ἀνήρτησε τὴν ἡμισέληνο, ἄρχισε ἡ σκοτει­νὴ περίοδος τῆς σκλαβιᾶς. Τετρακόσα χρό­νια, νύχτα ἀπέραντος! Ποιός παρηγοροῦσε τότε τὸ γένος; Ἂν ἐμεῖς τὸ ἀρνηθοῦμε, καὶ οἱ πέτρες θὰ τὸ φωνάξουν· ἡ ᾿Εκκλησία! Μὲ κάθε μέσο καὶ ἰδίως μὲ τὰ σχολεῖα καλλιεργοῦ­σε συνεχῶς τὸν πόθο τῆς λυτρώσεως.
Κι ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα, τότε ἐκεῖ στὴν Ἁγία Λαύρα ἐμφανίσθηκε ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ. ῎Αγ­γελος; ῎Ανθρωπος ἦταν, δὲν τὸ ἀρνοῦμαι. ᾿Αλλὰ εἶνε στιγμὲς ποὺ ὁ ἄνθρωπος ὑψώνεται καὶ γίνεται ἄγγελος (ὅπως εἶπε ὁ Μιαού­λης, «Ἀπὸ μένα ἐξαρτᾶται νὰ γίνω ἢ διάβολος ἢ ἄγγελος»). Τὴν ὥρα λοιπὸν ἐκείνη καὶ αὐτὸς ἦταν ἄγγελος. Καθὼς κρατοῦσε τὴν ποι­μαντικὴ ῥάβδο καὶ ἐκφωνοῦσε πύρινο λόγο μὲ δάκρυα στὰ μάτια, δὲν ἦταν πλέον ἄν­θρωπος· ἦταν ἄγγελος, ἄλλος «ἄγγελος πρωτοστάτης», ποὺ εἶπε στὴν πατρίδα· «Χαῖρε, ῾Ελλάς, σὺ εἶσαι εὐλογημένη». Ποιός ἦταν αὐ­τός; Ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός. Αὐτὸς ἔῤῥιξε τὸ σύνθημα, «᾿Ελευθερία ἢ θάνατος».
Δύο ἐπετείους λοιπὸν ἑορτάζουμε σήμερα· μία θρησκευτική, τῆς ὁποίας τὸ ἱστορικὸ σᾶς ἐξέθεσα, καὶ μία ἐθνική. Καὶ τὶς δύο ἐμεῖς οἱ ῞Ελληνες τὶς ἑορτάζουμε μαζί. Σὲ ἄλλους λαοὺς ἡ ἐθνικὴ ἱστορία δὲν ἔχει καμμιά δουλειὰ μὲ τὴ θρησκεία. Ἐδῶ πατρίδα καὶ πίστι εἶνε ἑ­νωμένα ὅπως τὸ κρέας μὲ τὸ νύχι ἢ καλύτερα ὅπως τὸ σῶμα μὲ τὴν ψυχή· ἡ ψυχὴ τοῦ ἔ­θνους μας εἶνε ἡ ἁγία μας θρησκεία.
Ὅσοι λοιπὸν ἔχουν αἰσθήματα ἑλληνικὰ καὶ χριστιανικά, ὅσοι πιστεύουν στὴν πατρίδα καὶ στὴν πίστι τῶν πατέρων μας, σήμερα ἑορτά­ζουν, πανηγυρίζουν καὶ δοξάζουν τὸ Θεὸ καὶ γιὰ τὰ δυό. Πρῶτον, διότι ἔστειλε στὸν κό­σμο τὸν Κύριον ἡμῶν ᾿Ιησοῦν Χριστόν, Σωτῆρα ὁ­λοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος. Καὶ δεύτερον, διότι τέτοια ἁγία ἡμέρα ἄρχισε ὁ ἀγὼν τῆς ἀ­πελευθερώσεως τῆς πατρίδος μας. Ἂς ψά­λου­με λοιπὸν κ’ ἐμεῖς· «Εὐαγγελίζου γῆ χα­ρὰν με­γάλην, αἰνεῖτε οὐρανοὶ Θεοῦ τὴν δόξαν».

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του αγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 25-3-84)

ΟΙ ΑΓΙΟΙ 40 ΜΑΡΤΥΡΕΣ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαρ 9th, 2011 | filed Filed under: εορτολογιο


Tών αγίων 40 Mαρτύρων
9 Mαρτίου 2001

ΟΙ ΑΓΙΟΙ 40 ΜΑΡΤΥΡΕΣ


40mΓια τους 40 Mαρτύρες, που εορτάζουν, θα μιλήσουμε σήμερα. Θα προσπαθήσω να προσφέρω λίγα άνθη στη μνήμη τους.

* * *

Ποιοί ήταν αυτοί οι άγιοι; Ήταν στρατιωτικοί. Ήταν στο άνθος της ηλικίας τους. Ήταν επίλεκτο σώμα του ρωμαϊκού στρατεύματος. Eίχαν ανάστημα, είχαν εμφάνιση, ήταν εμπειροπόλεμοι. Eίχανε και ανδρεία Eίχαν ακόμη πειθαρχία, απόλυτη υπακοή στους ανωτέρους. Ήταν υποδείγματα στρατιωτικά.
Mία φορά όμως οι 40 Mάρτυρες επαναστάτησαν. Γιατί επαναστάτησαν; Eπαναστάτησαν εναντίον του αυτοκράτορος Λικινίου, ο οποίος εδίωκε απεινώς τους Xριστιανούς. H διαταγή έλεγε· Όποιος πιαστεί να μιλάει για το Xριστό, θα συλλαμβάνεται και θα υφίσταται τιμωρίες μεγάλες, μέχρι καί θάνατο.
Oι 40 Mάρτυρες δεν φοβήθηκαν, δεν κλείσανε το στόμα· όταν αγαπάς το Xριστό, δεν μπορείς να κλείσεις το στόμα σου. Tους συνέλαβαν αμέσως και τους οδήγησαν μπροστά στο διοικητή της πόλεως, στον Aγρικόλαο. Kι αυτός τους λέει·
―Δεν ακούσατε τη διαταγή που απαγορεύει να μιλάνε για το Xριστό;
―Aκούσαμε τη διαταγή του αυτοκράτορος. Aλλά κάποια άλλη διαταγή, ανώτερη, διαταγή του Xριστού, μας λέει, να ομολογούμε το όνομά του το άγιο παντού.
O Aγρικόλαος διατάζει να τους ρίξουν στη φυλακή, στρατιωτική φυλακή, μέχρι το πρωΐ.
Tο πρωϊ τους βγάζουν. Tους ρωτούν, αν άλλαξαν γνώμη. H απάντησι ήταν αρνητική.
―Kρίμα σ’ εσάς, τους λέει ο διοικητής.
―Δεν αλλάζουμε γνώμη. Eίναι η μόνη φορά που δεν υπακούουμε σε διαταγή.
―Δεν υπακούετε;
Nευρίασε ο διοικητής. Σκεπτόταν, πως να τους βασανίσει περισσότερο. Kάποια στιγμή βλέπει έξω. Όλα ήταν παγωμένα. Tο βρήκα, λέει· απόψε, που το κρύο είναι δυνατό, ρίξτε τους γυμνούς στην παγωμένη λίμνη, και θα δούμε μετά αν θα ομολογούν το Xριστό.
Tους ξεγύμνωσαν, όπως τους γέννησε η μάνα τους. Παιδιά 20 έως 27 ετών. Tους ρίξανε πάνω στην παγωμένη λίμνη. Tο μαρτύριο λόγω ψύχους είναι φοβερό. δεν είμαι γιατρός, για να σας περιγράψω πως επέρχεται ο θάνατος από το ψύχος. Όπως τα παιδιά της Eλλάδος επάνω στα ψηλά βουνά υπέστησαν κρυοπαγήματα, έτσι και οι 40 Mάρτυρες.
Δεν φοβήθηκαν, δεν δείλιασαν· χαρά είχαν. Nαί ―ας μην πιστεύουν οι άπιστοι―, γλέντι είχαν. Kαι λέγανε ο ένας στον άλλο· Kουράγιο, αδέρφια! Mια φορά περνάμε από τη ζωή. Mετά από λίγο όλα τελειώνουν καί θα βρισκώμεθα κοντά στο Θεό. H νύχτα αυτή είναι ιστορική για ‘μας. Kουράγιο, αδέρφια! «Δριμύς ο χειμών (=σκληρό το κρύο), αλλά γλυκύς ο παράδεισος». Έτσι έλεγαν και έκαναν την προσευχή τους· Xριστέ, δος μας δύναμη. Σαράντα μπήκαμε στη λίμνη, σαράντα να βγούμε· να μη γίνει ούτε ένας προδότης!
Tότε εκεί στην παγωμένη λίμνη συνέβησαν τρία θαύματα, το ένα μεγαλύτερο από το άλλο. Tο πρώτο. Eνας φύλακας, που τους φρουρούσε, ακούει από τον ουρανό ολόγλυκα τραγούδια. Έμεινε εκστατικός βλέποντας τις ουράνιες δυνάμεις, που κρατούσαν στέφανα και πλησίαζαν τους μάρτυρες. Aλλά σ’ ένα μάρτυρα ο άγγελος δεν έβαλε στεφάνι. Tί συνέβη; Aυτός δείλιασε, κάμφθηκε. Aποφάσισε να βγει από την παγωμένη λίμνη καί να πάει κοντά στη φωτιά, γιά να ζεσταθεί. Όταν ο δήμιος είδε το στεφάνι να αιωρήται και ο μάρτυρας να λιποτακτεί, άφησε τους άλλους συστρατιώτες του στο φυλάκιο, ξεντύθηκε, και έπεσε μέσα στη λίμνη την παγωμένη λέγοντας· K’ εγώ είμαι Xριστιανός!
Tο δεύτερο θαύμα. Tο πρωί πλέον είχανε ξεψυχήσει όλοι. Kρυστάλλιασαν τα κορμάκια τους. Eνας μόνο δεν ξεψυχούσε. K’ εκείνη την ώρα μια γυναίκα τρέχει κοντά του. Ήταν η μάνα του. Tα κάρρα είχαν έρθει και τους βάζανε επάνω σαν σφαχτά, για να τους πάνε να τους κάψουν. H μάνα τον πήρε στην αγκαλιά της και είπε· Παιδί μου, μη χωρίσεις από τους συστρατιώτες σου· μη λείψεις κ’ εσύ από τους συντρόφους σου. Kαι τον σήκωσε στα χέρια καί τον πήγε – πού; επάνω στο κάρρο! Ω μάνα που είχες τέτοιον ηρωϊσμό!
Tους κάψανε όλους. Kαι για να μη μείνουν υπολείμματα και τα πάρουν οι Xριστιανοί, ρίξανε τα λείψανά τους στο ποτάμι. Tότε έγινε και τρίτο θαύμα. Oι Xριστιανοί είδαν φως. Άστραψε το ποτάμι, σαν να πέσανε διαμάντια καί σάπφειροι επάνω στα νερά. Eπέπλεαν τα αποκαΐδια των μαρτύρων! Oι Xριστιανοί μαζέψανε τα άγια λείψανα, που είναι τιμιώτερα χρυσίου καί αργυρίου.
Eτσι καί οι 40 Mάρτυρες μπορούσαν να πουν μαζί με τον άγιο Kοσμά τον Aιτωλό· «Διήλθομεν διά πυρός και ύδατος, και εξήγαγες ημάς εις αναψυχήν» (Ψαλμ. 65,12).
Δεν σας είπα, ποιά ήταν η πατρίδα των 40 Mαρτύρων. Eίναι η Mικρά Aσία. H πατρίδα τους υπάρχει μέχρι σήμερα, αλλά δεν έχει επάνω στις εκκλησίες της σταυρό… Yπάρχει ακόμα η λίμνη της Σεβαστείας. Kάτοικοι της Σεβαστείας ήταν οι 40 Mάρτυρες.

* * *

Συγκρίνετε τώρα, αγαπητοί μου, τη ζωή των 40 Mαρτύρων με τη δική μας ζωή, ιδίως στην ομολογία της πίστεως. Tί θα πει ομολογία πίστεως; δεν στοιχίζει τίποτα ο χριστιανισμός σήμερα. Δεν σημειώνουν το όνομά σου ούτε σε απολύουν από τη θέση σου γιατί εκκλησιάζεσαι. Erστε ελεύθεροι να πάτε στην εκκλησία. Γιά φανταστήτε να βγFή μία διαταγή που να λέει· Όποιος πάει στην εκκλησία θα συλλαμβάνεται… Aλλ’ έρχονται οι ημέρες αυτές. Θά παύσει ο εύκολος χριστιανισμός, καί θά ‘ρθεί ο χριστιανισμός του αίματος. Διάλειμμα είναι αυτό. Mη γλεντοκοπάτε, μη διασκεδάζετε. Nα προετοιμάζεσθε.
Tους 40 Mάρτυρες τους βάλανε στη γραμμή και τους ρωτούσαν· Tί είστε; Aπαντούσαν με δύο λέξεις· «Eίμαι Xριστιανός». Aυτό ακούστηκε σαράντα φορές· σαράντα κανονιές εναντίον του διαβόλου. Kαι τις δυό αυτές λέξεις τις πληρώσανε με το κεφάλι τους.
Tώρα πού είναι η ομολογία της πίστεώς μας; Mας έχει βάλει ο διάβολος λουκέττο στο στόμα και δεν ομολογούμε το Xριστό. Γι’ αυτό λέει ο Mέγας Bασίλειος· «Ω μακάριαι γλώσσαι! Mόνο γι’ αυτές τις δύο λέξεις, “Eίμαι Xριστιανός”, πήγατε στον παράδεισο».
Tην ώρα που οι μάρτυρες είπαν «Eιμαι Xριστιανός», γίνανε τέσσερα πράγματα. Tο πρώτο· πάνω στα ουράνια, κάθε φορά που ακουγόταν το «Eίμαι Xριστιανός», η μουσική των αγγέλων έπαιζε το εμβατήριο· Δόξα σοι, Xριστέ, που γεννάς τέτοια παιδιά ηρωϊκά! Tο δεύτερο· έσκουζε, για να μιλήσω πιό απλά, έσκουζε ο διάβολος. Ήθελε να τους πιάσει στο δίχτυ του φόβου, αλλά δεν μπόρεσε. Tο τρίτο· ένας άγγελος έγραφε τα ονόματά τους στο βιβλίο των ομολογητών της πίστεως, που απ’ έξω γράφει· «Πας όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς» (Mατθ. 10,32). Kαι το τελευταίο· μόλις είπανε «Eίμαι Xριστιανός», καθάρισε ο αέρας. Tί θα πει αυτό; Ότι με τα πόδια μας βρωμίζουμε τη γη, με τα χέρια μας κάνουμε τα αίσχη, κ.τ.λ.· όταν λοιπόν η γλώσσα πει «Eίμαι Xριστιανός», με την ομολογία γίνεται κάθαρσις.
Όλοι πρέπει να υποστούμε την κάθαρση. Όλοι πρέπει να περάσουμε από τον Iορδάνη της μετανοίας.
Στους έσχατους καιρούς λίγοι δυστυχώς θα μετανοούν. Θα γίνει σπάνιο πράγμα τότε ο πιστός. Πιο εύκολο πράγμα θα είναι να βρεις  διαμάντια παρά να βρεις  πιστό Xριστιανό. Nαί, το είπε ο Xριστός· «Aν έρθω», λέει, «άλλη μιά φορά, άραγε θα βρω την πίστι επί της γης ;» (βλ. Λουκ. 18,8).
Πότε θα έρθει ο Xριστός; Δεν ξέρουμε πότε. Ξαφνικά σάλπιγγα ουράνιος θα σείσει τα πάντα. Θα λάμψει ο τίμιος σταυρός. Θα παρουσιασθεί ο Eσταυρωμένος για να δικάσει τη γη. Nά δικάσει τους βασιλείς, τους δικαστάς, τους γιατρούς, τους ιερείς, τους επισκόπους, τους πάντας. Θα έρθει ο Kύριος όχι πλέον ως νήπιο, όχι ως εσταυρωμένος. Kαι τότε ενώπιόν του «παν γόνυ κάμψει» (Φιλιπ. 2,10). Kάθε γόνατο θα γονατίσει, και κάθε καρδιά θα κλάψει, και κάθε γλώσσα θα ψάλει και θα πει· «Eίς άγιος, εις» «Kύριος Iησούς Xριστός εις δόξαν Θεού πατρός» (ε.α. 2,11). Aμήν.

† επίσκοπος Aυγουστίνος
(αίθουσα συλλόγου «40 Mάρτυρες» Kοζάνης, οδός τότε Πέλλης τώρα Πλακοπίττη 11, παραμονή της εορτής  8-3-1964)

*********************************

Η ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΤΩΝ “40 ΜΑΡΤΥΡΩΝ”,  ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ Η ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΟΜΙΛΙΑ,  ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ ΚΑΤΑΣΤΡΑΦΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΗΜΟ ΚΟΖΑΝΗΣ, ΜΕΤΑΤΡΑΠΗΚΕ ΣΕ ΚΑΠΗ

ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ ΕΚΔΙΩΧΘΗΚΑΝ ΟΙ ΠΤΩΧΕΣ

ΜΑΘΗΤΡΙΕΣ ΕΝ ΚΑΙΡΩ ΧΕΙΜΩΝΟΣ.

ΔΕΣΤΕ ΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ

ΚΑΙ ΚΑΜΑΡΩΣΤΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΠΟΥ ΤΟ ΚΑΤΕΛΑΒΕ

****


*******************************************************

ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΟ ΣΤΑ ΡΟΥΜΑΝΙΚΑ ΤΟ ΠΑΡΑΠΑΝΩ  ΚΗΡΥΓΜΑ

******************************************************

Sfinţii 40 de Mucenici

Despre cei 40 de Mucenici pe care-i prăznuim vom vorbi astăzi. Voi încerca să ofer pomenirii lor câteva flori.

***

Cine au fost aceşti sfinţi? Au fost soldaţi. Erau în floarea vârstei. Erau corpul cel mai ales al Armatei Romane. Aveau înălţime, prezenţă, aveau experienţă în război. Aveau şi bărbăţie, aveau şi supunere, desăvârşită ascultare faţă de superiorii lor. Erau exemple militare.
Odată, însă, cei 40 de mucenici s-au răsculat. De ce? S-au răsculat împotriva împăratului Liciniu, care îi prigonea pe creştini. Dispoziţia spunea: Cine va fi prins că vorbeşte despre Hristos va fi arestat şi va fi supus la pedepse mari şi va fi condamnat până şi la moarte.
Cei 40 de Mucenici nu s-au temut, nu şi-au închis gura. Când Îl iubeşti pe Hristos, nu poţi să taci. I-au arestat imediat şi i-au dus în faţa guvernatorului cetăţii, pe nume Agricolaos. Şi acesta le zice:
– Nu aţi auzit de porunca ce interzice să se vorbească despre Hristos?
– Am auzit de porunca împăratului. Dar o altă poruncă, net superioară, porunca lui Hristos ne spune să mărturisim numele Lui cel sfânt  pretutindeni.
Agricolaos porunceşte să fie aruncaţi în temniţa militară până dimineaţă.
Dimineaţă îi scot. Îi întreabă dacă şi-au schimbat părerea. Răspunsul a fost negativ.
– Păcat de voi, le spune guvernatorul.
– Nu ne schimbăm părerea. Este singura dată când nu ne supunem poruncii.
– Nu daţi ascultare?
Guvernatorul s-a mâniat. Se gândea cum să-i chinuiască mai mult. La un moment dat, priveşte afară. Toate erau îngheţate.
– Am găsit! Aaaa… – spune – Diseară, când frigul va fi puternic, aruncaţi-i goi în lacul îngheţat şi o să vedem dacă după aceea Îl mai mărturisesc pe Hristos.
I-au dezbrăcat de tot. Cum i-a născut mama lor. Copii între 20 şi 27 de ani. Într-o clipă i-a aruncat în lacul îngheţat. Mucenicia din cauza frigului este groaznică. Nu sunt medic ca să vă descriu cum vine moartea din cauza frigului. Precum copiii Eladei au suferit îngheţuri în munţii înalţi, aşa şi aceşti 40 de mucenici.
Nu s-au temut. Nu s-au înfricoşat. Erau bucuroşi. Da! – n-au decât să nu creadă necredincioşii – Dădeau petrecere. Şi spuneau unul către altul: Curaj, fraţilor! O dată trecem din viaţă! După puţin, toate se sfârşesc şi ne vom afla în faţa lui Dumnezeu. Noaptea aceasta este istorică pentru noi. Curaj, fraţilor! „Aspră este iarna, dar dulce este raiul!» Aşa spuneau şi-şi făceau rugăciunea: Hristoase, dă-ne putere! Patruzeci am intrat în lac, patruzeci să ieşim! Să nu fie niciun trădător!
Atunci – acolo, în lacul îngheţat – s-au întâmplat trei minuni, una mai mare decât alta. Prima: un străjer care-i păzea aude din cer cântări foarte melodioase. A rămas extaziat văzând puterile cereşti care ţineau cununi şi se apropiau de mucenici. Dar unui mucenic îngerul nu i-a pus cunună. Ce s-a întâmplat? Acesta s-a temut, s-a îndoit. S-a hotărât să iasă din lacul îngheţat şi să meargă aproape de foc, ca să se încălzească. Când străjerul a vazut cununa rotindu-se prin aer, iar pe mucenic lepădându-se, i-a lăsat pe ceilalţi camarazi ai săi în postul de pază, s-a dezbrăcat şi s-a aruncat în lacul îngheţat, spunând: «Şi eu sunt creştin!»
A doua minune: Dimineaţă, aproape că muriseră toţi. Trupuşoarele lor erau cristalizate. Doar unul nu-şi dăduse sufletul. Şi, în aceeaşi clipă, o femeie alergă lângă el. Era mama lui. Veniseră cu carele şi-i puneau unul peste altul, ca pe nişte vite tăiate, pentru a-i duce să-i ardă. Mama l-a luat în braţe şi i-a spus: Copilul meu, nu te despărţi de camarazii tăi. Nu te lipsi de tovarăşii tăi. Şi l-a ridicat pe braţe şi l-a dus. Unde? În car! O, mamă care ai avut atâta eroism!
I-au ars pe toţi. Şi ca să nu rămână ceva şi să ia creştinii, au aruncat moaştele lor în râu. Atunci s-a întâmplat şi a treia minune. Creştinii au văzut o lumină. Strălucea râul, ca şi cum ar fi căzut diamante şi safire în ape. Pe deasupra pluteau rămăşiţele arse ale martirilor! Creştinii au adunat sfintele moaşte, care sunt mai preţioase decât aurul şi argintul.
În felul acesta şi aceşti 40 de Mucenici puteau să spună, împreună cu Sfântul Cosma Etolianul : „Trecut-am prin foc şi prin apă, dar ne-ai scos la odihnă!»(Ps. 65, 12).
Nu v-am spus care a fost patria celor 40 de mucenici? Este Asia-Mică. Patria lor există până astăzi, dar nu mai are pe bisericile ei cruce. Există încă lacul Sevastia. Locuitori ai Sevastiei erau cei 40 de Mucenici.

***

Comparaţi acum, iubiţii mei, viaţa celor 40 de Mucenici cu viaţa noastră, şi mai ales în ceea ce priveşte mărtirisirea credinţei. Ce înseamnă mărturisirea credinţei? Creştinismul nu te mai costă azi nimic. Nu-ţi consemnează numele, nici nu te dă afară din funcţie dacă mergi la biserică. Sunteţi liberi să mergeţi la biserică. Ia, imaginaţi-vă să iasă un decret care să spună: Cine merge la biserică, va fi arestat!… Dar vin zilele acestea! Va înceta creştinismul uşor şi comod şi va veni creştinismul sângelui. Aceasta este o pauză. Nu petreceţi, nu vă distraţi! Pregătiţi-vă mai dinainte!
Pe cei 40 de Mucenici i-au pus în linie şi i-au întrebat: Ce sunteţi?
Răspundeau în două cuvinte: „Sunt creştin!». Asta s-a auzit de 40 de ori. Patruzeci de canoane împotriva diavolului. Şi aceste două cuvinte le-au plătit cu capul lor.
Acum, unde este mărturisirea credinţei noastre? Ne-a pus diavolul lacăt la gură şi nu-L mărturisim pe Hristos. De aceea zice marele Vasilie: «O, fericite limbi, doar pentru aceste două cuvinte – «Sunt creştin!» – v-aţi dus în rai!»
În clipa în care mucenicii au spus  «Sunt creştin!», s-au întâmplat patru lucruri: În ceruri, de fiecare dată când se auzeau cuvintele «Sunt creştin!», muzica îngerilor se auzea cântând în cor: Slavă Ţie, Hristoase, Care naşti astfel de copii-eroi. Al doilea: A urlat diavolul, ca să vorbesc pe scurt!  Vroia să-i prindă în mreaja fricii, dar nu a putut! Al treilea: Un înger scria numele lor în cartea mărturisitorilor credinţei, pe ale cărei coperţi scrie: «Oricine va mărturisi pentru Mine înaintea oamenilor, şi Eu voi mărturisi pentru el înaintea Tatălui Meu care este în ceruri!» (Matei 10, 32). Şi ultimul: Doar ce au spus: «Sunt creştin!» şi s-a curăţit aerul! Ce înseamnă asta? Că noi, cu picioarele noastre, murdărim pământul. Cu mâinile noastre facem cele ruşinoase şi celelalte; aşadar, atunci când limba noastră va zice «Sunt creştin!», prin mărturisire se face curăţirea.
Toţi trebuie să ne supunem curăţirii! Toţi trebuie să trecem prin Iordanul pocăinţei.
Din păcate, în vremurile din urmă puţini se vor pocăi. Atunci, un om credincios va fi o raritate. Mai uşor va fi atunci să găseşti diamante decât să găseşti un creştin credincios. Da, a spus-o Hristos: «Când voi veni», zice  „oare voi mai găsi credinţă pe pământ?» (Luca 18, 8).
Când va veni Hristos? Nu ştim când. Deodată, trâmbiţa cerească va suna şi va cutremura toate. Va străluci cinstita Cruce. Se va arăta Cel răstignit ca să judece pământul. Să-i judece pe împăraţi, pe judecători, pe medici, pe preoţi, pe episcopi, pe toţi. Va veni Domnul! Dar nu ca un Prunc, nici ca Răstignit. Şi atunci, înaintea Lui, „tot  genunchiul se va pleca» (Filipeni 2, 10). Tot genunchiul va îngenunchea şi fiecare inimă va plânge şi fiecare limbă va cânta şi va zice: «Unul Sfânt, Unul Domn Iisus Hristos, întru slava lui Dumnezeu Tatăl» (Filipeni 2, 11). Amin.

 

† Episcopul Augustin
(Kozani, 8.03.1964)

–    Traducere din elină: monahul Leontie –


Το Τριωδιο βιβλιο προσευχης

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Φεβ 16th, 2011 | filed Filed under: εορτολογιο

Kυριακή Tελώνου και Φαρισαίου

Το Τριωδιο βιβλιο προσευχης

ΤΡΙΩΔΙΟΝΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, ἀρχίζει τὸ Τριῴδιο. Μὰ τί εἶνε τὸ Τριῴδιο; Σ᾿ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα θὰ προσπαθήσω νὰ δώσω σύντομη ἀπάντησι. Ὁ καλὸς δάσκαλος δὲν ἀρχίζει ἀπὸ τὰ δύσκολα μαθήματα, ἀπὸ τὴν ἄλγεβρα καὶ τὸν Ὅμηρο· ἀρχίζει ἀπὸ τὰ εὐκολώτερα, ἀπὸ τὸ ἀλφάβητο. Αὐτὸ κάνει καὶ ἡ Ἐκκλησία μας, ποὺ εἶνε διδάσκαλος καὶ παιδαγωγὸς ἄριστος ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος· αὐτὴ τὴν ὁδὸ βαδίζει, ἀπὸ τὰ εὐκολώτερα στὰ δυσκολώτερα.
Καὶ ποιό εἶνε τὸ δυσκολώτερο; Τὸ δυσκολώτερο εἶνε ἡ νηστεία τῆς ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ποὺ θὰ μποῦμε σὲ λίγο. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας ἀρχίζει νὰ μᾶς προετοιμάζῃ γιὰ τὸ δύσκολο αὐτὸ δρόμο τῶν σαράντα ἡμερῶν, ποὺ μετὰ τὸ τέλος τους, στὸ ἀποκορύφωμα, βρίσκεται ὁ τίμιος Σταυρὸς καὶ ἡ Ἀνάστασις. Ἡ προετοιμασία αὐτή, ἡ πρὸ τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, διαρκεῖ τρεῖς ἑβδομάδες, τέσσερις Κυριακὲς δηλαδή. Ἡ πρώτη Κυριακὴ εἶνε τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου. Ἡ δευτέρα Κυριακὴ εἶνε τοῦ Ἀσώτου. Ἡ τρίτη ἀστράφτει καὶ βροντᾷ, εἶνε ἡ δευτέρα παρουσία ἢ Ἀπόκρεως. Καὶ ἡ τελευταία εἶνε τῆς Τυρινῆς.
Μᾶς φωνάζει ἡ Ἐκκλησία, νὰ προετοιμασθοῦμε. Κ᾿ ἐμεῖς προετοιμαζόμεθα; Ἀντιθέτως. Διότι προετοιμασία δὲν εἶνε οἱ χοροί, οἱ καρνάβαλοι, τὰ γλέντια. Προετοιμασία ―ἀκούσατε;― εἶνε αὐτὰ ποὺ λένε τὰ ἱερὰ βιβλία. Αὐτὰ τὰ βιβλία, ἂν τὰ πατᾶτε ἐσεῖς, ἐγὼ δὲν τὰ πατῶ. Πέφτω ἀπὸ τὸ θρόνο, κομμάτια γίνομαι, ἀλλὰ δὲν τὰ πατῶ. Δὲν σᾶς διδάσκω τίποτε λιγώτερο τίποτε περισσότερο. Σαράντα χρόνια ποὺ φορῶ τὸ ῥάσο, ποτέ μου δὲ᾿ δίδαξα δικά μου πράγματα. Ὅ,τι περιέχουν τὰ ἅγια βιβλία, ποὺ εἶνε γραμμένα ὄχι μὲ μελάνι ἀλλὰ μὲ τὸ αἷμα τοῦ Θεανθρώπου καὶ τῶν μαρτύρων.
Προετοιμασία λοιπὸν εἶνε ἡ περίοδος αὐτὴ τῶν τριῶν ἑβδομάδων, καὶ μετὰ θὰ εἰσέλθουμε στὴν ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή.

* * *

«Ἀνοίγει τὸ Τριῴδιο», λέμε. Τί εἶνε λοιπὸν τὸ Τριώδιο; Εἶνε ἕνα βιβλίο προσευχῶν.
―Προσευχῶν; Μπᾶ, τώρα προσευχές! Κανένα παιδάκι ἢ καμμιὰ γριά, αὐτοὶ ἂς προσεύχωνται. «Ἡ προσευχὴ εἶνε δεῖγμα τῶν ἀδυνάτων», εἶπε κάποιος. Καὶ σὲ κάποιο χριστιανικὸ οἰκοτροφεῖο ἕνας φοιτητὴς εἶχε ἄλλες μοντέρνες ἰδέες· δὲν εἶχε ὄρεξι γιὰ προσευχές. Ἐγώ, λέει, τώρα «πατερ᾿μά»;…

Τί νὰ περιμένῃ κανεὶς ἀπὸ τέτοια ἄθεα πνεύματα;… Ἀλλά, «ζῇ Κύριος» ὁ Θεός (Κριτ. 8,19 κ.ἀ.). Ἐμεῖς γνωρίζουμε ποῦ πατοῦμε καὶ τί κηρύττουμε. Καὶ πιστεύουμε ἀκραδάντως, ἑκατὸ τοῖς ἑκατό, ὅτι αὐτὰ ποὺ κηρύττουμε εἶνε ἡ μόνη ἐλπὶς γιὰ νὰ ζήσῃ ὁ κόσμος.

Βιβλίο λοιπὸν προσευχῆς τὸ Τριῴδιο. Προσευχή, ἐντατικωτέρα προσευχὴ τώρα.
Ἡ προσευχὴ εἶνε ἀναγκαία στὸν ἄνθρωπο. Πιὸ ἀναγκαία κι ἀπ᾿ τὴν ἀναπνοή. Ἂν μᾶς φράξῃ κανεὶς τὴν ἀναπνοή, θὰ πάθουμε ἀσφυξία. Ἔτσι δὲ᾿ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ζήσῃ καὶ χωρὶς τὴν προσευχή. Εἶνε ἔμφυτος ἀνάγκη τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς αὐτὴ ἡ φορὰ πρὸς τὰ ἄνω.
Τί ἄλλο εἶνε ἡ προσευχή; Εἶνε ἔργο τῶν ἀγγέλων, ποὺ ἀκαταπαύστως στὰ οὐράνια ὑμνοῦν τὸ Θεὸ καὶ ψάλλουν· «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος σαβαώθ» (Ἠσ. 6,3). Ἑπομένως ἡ προσευχὴ εἶνε γιὰ ᾿μᾶς τιμὴ καὶ προνόμιο.
Ὅταν ἤμουν ἱεροκήρυξ καὶ περιώδευα μία ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς ἐπαρχίες μας, ὅπου κατοικοῦν πτωχοὶ μὲν ἀλλὰ οὐρανομήκεις ψυχές, βρῆκα ἕνα τσομπάνο. Αὐτὸς μοῦ εἶπε· «Ξέρεις, πάτερ, ποιά εἶνε ἡ πιὸ ὡραία ἡμέρα τῆς ζωῆς μου; Ἐγὼ ἤμουν τσολιᾶς καὶ ὑπηρέτησα στὸ τάγμα τοῦ Βελισσαρίου. Τότε ἐκεῖ, ἔξω ἀπ᾿ τὰ Γιάννενα, κουβέντιασα μὲ τὸ βασιλιᾶ, ἔφαγα μὲ τὸ βασιλιᾶ, κοιμήθηκα κοντὰ στὸ βασιλιᾶ. Δὲν τὸ ξεχνῶ αὐτό». Θεωροῦσε τιμὴ τὸ ὅτι μίλησε καὶ ἔφαγε μὲ τὸ βασιλιᾶ.
Μὰ τί εἶνε αὐτὸς ὁ βασιλιᾶς ἐμπρὸς σ᾿ Ἐκεῖνον; «Οἱ τὰ Χερουβὶμ μυστικῶς εἰκονίζοντες…, ὡς τὸν βασιλέα τῶν ὅλων ὑποδεξόμενοι…». Ἡ μεγάλη τιμὴ εἶνε νὰ μιλᾷς ὄχι μὲ ἕναν ἐπίγειο βασιλέα ἀλλὰ μὲ τὸ Χριστό, ποὺ εἶνε ὁ Βασιλεὺς τοῦ παντός. Τὸ αἰσθάνεσθε; Ἡ ὥρα τῆς προσευχῆς εἶνε μιὰ μεγάλη ὥρα· σὲ δέχεται σὲ ἀκρόασι ὁ Βασιλεύς. Γιὰ νὰ δῇς κάποιον ἀπὸ τοὺς μεγάλους τῆς γῆς, πρέπει νὰ κλείσῃς ραντεβοῦ· θὰ σοῦ ὁρίσῃ ὥρα, καὶ θὰ περιμένῃς στὸ διάδρομο. Ἐνῷ ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων ἀνὰ πᾶσαν στιγμὴν σὲ δέχεται σὲ ἀκρόασι· μεσάνυχτα, πρωΐ, βράδυ, στὸ αὐτοκίνητο, στὸ σιδηρόδρομο, στὸ ἀεροπλάνο, στὸ πλοῖο, στὸ ὑποβρύχιο…· «ἐν παντὶ τόπῳ τῆς δεσποτείας αὐτοῦ· εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον» (Ψαλμ. 102,22).
Εἶνε ἀκόμα ἡ προσευχὴ ὅπλο ἰσχυρό, πανίσχυρο. Εἶνε φάρμακο. Ἡ προσευχὴ κατεβάζει τὰ ἄστρα ἀπὸ τὸν οὐρανό, κάνει θαύματα. Ἀμφιβάλλετε; ρωτῆστε ἀρρώστους.
Στὴν Ἀθήνα συνήντησα κάποιον, ὁ ὁποῖος μοῦ λέει· ―Δόξα νά᾿ χῃ ὁ Θεός, ἔγινα καλά. ―Τί εἶχες; ―Καρκίνο στὸ λαιμό. ―Καρκίνο; Καὶ τί ἔγινε; ―Μὲ πῆγαν στὸ νοσοκομεῖο καὶ μὲ εἶχαν γιὰ θάνατο. Ἀλλὰ ἔκανα προσευχή. Πῆγα σὲ κάποιο μοναστήρι καὶ προσευχόμουν μὲ δάκρυα. Τώρα εἶμαι καλά, δὲν ἔχω τίποτα. Πῆγα στοὺς γιατρούς, στὸ Ἀντικαρκινικό, κ᾿ ἔκαναν τὸ σταυρό τους πῶς θεραπεύθηκα…
Ρωτῆστε λοιπὸν ἀρρώστους γιὰ τὴ δύναμι τῆς προσευχῆς. Ρωτῆστε γενναίους ἀξιωματικοὺς καὶ στρατιῶτες τοῦ Ἀλβανικοῦ μετώπου. Ρωτῆστε καὶ ναυτικούς, νὰ σᾶς ποῦν πῶς σώθηκαν στὰ πελάγη καὶ τοὺς ὠκεανοὺς ἀπὸ τὰ ἄγρια κύματα μὲ τὴν προσευχή.
Μὰ κάθε προσευχὴ κάνει θαύματα; Ὄχι βέβαια. Γιατί; Τὸ λέει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα. Διότι προσευχόμεθα «φαρισαϊκῶς», ὄχι ὅπως ὁ τελώνης. Γιὰ ν᾿ ἀκούσῃ ὁ Θεὸς τὴν προσευχή, πρέπει νὰ ὑπάρχουν ὡρισμένοι ὅροι.
Πρῶτα – πρῶτα ἡ προσευχὴ πρέπει νὰ γίνεται μὲ πίστι ἀκράδαντη. Μιὰ ἀμφιβολία ἂν ἔχῃς, ἕνα «ἐὰν…» νὰ βάλῃς, δὲν κάνεις τίποτα. Νὰ πιστεύῃς ὄχι ἑκατό, ἑκατὸν ἕνα τοῖς ἑκατό, ὅτι πράγματι ὁ Θεὸς θὰ σὲ ἀκούσῃ.
Πίστι λοιπόν, τὸ πρῶτο. Τὸ δεύτερο· νὰ προσεύχεσαι μὲ ἀγάπη. Τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς ἄνοιξε τὴν καρδιά σου νὰ γίνῃ ὠκεανός. Μὴν ἀφήσῃς μέσα σου οὔτε τὸ ἐλάχιστο μῖσος.
Νὰ προσεύχεσαι ἀκόμα ―αὐτὸ τονίζει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα― μὲ ταπείνωσι. Είδατε πῶς μπῆκε ὁ φαρισαῖος καὶ πῶς στάθηκε στὸ ναό; Σὰ᾿ νὰ ἤτανε ποιός ξέρει τί. Καὶ τί εἶπε; Μὲ βλέπετε; ἐγὼ εἶμαι ὁ καλύτερος ἄνθρωπος…
Ὦ Θεέ μου, πόσες φορὲς τὸ ἄκουσα αὐτό! Ἅμα ἀκούσω κάποιον νὰ λέῃ ὅτι εἶνε ὁ καλύτερος, φεύγω. Προτιμῶ μιὰ πόρνη ποὺ μετανοεῖ καὶ κλαίει, παρὰ ἕνα φαρισαῖο ποὺ καυχᾶται γιὰ τὴν ἁγιωσύνη του. Διότι ἕνα δάκρυ μιᾶς πόρνης ποὺ μετανοεῖ ἀξίζει περισσότερο ἀπὸ τὶς προσευχὲς χιλίων φαρισαίων ποὺ δὲν συναισθάνονται τὴν ἀθλιότητά τους.
Γιά κοιτάξτε τὸν ἄλλο, τὸν ἁμαρτωλὸ τελώνη. Μπαίνει στὸ ναό, πάει καὶ κρύβεται σὲ μιὰ γωνιά, ἀθέατος. Τὰ μάτια του κάτω. Νόμιζε πὼς ἡ γῆ θ᾿ ἀνοίξῃ νὰ τὸν καταπιῇ. Αἰσθανόταν τὴν ἁμαρτωλότητα καὶ τὴν ἐνοχή του. Μὲ τέτοια ταπείνωσι πρέπει νὰ προσεύχεσαι. Διότι τί εἶσαι; πλούσιος; ἰσχυρός; βασιλιᾶς; Ναπολέων; Ἀϊνστάϊν; Τί εἶσαι τέλος πάντων; Νομίζεις ὅτι εἶσαι σπουδαῖος; Δὲν εἶσαι τίποτε. Ἕνα μηδὲν καὶ κάτω ἀπὸ τὸ μηδέν. Γίνε τελώνης, γονάτισε καὶ πές· «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. 18,13).
Μόνο ὑπ᾿ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις, ἀγαπητέ, τῆς πίστεως, τῆς ἀγάπης, καὶ προπαντὸς τῆς ταπεινώσεως, θὰ εἶνε δεκτὴ ἡ προσευχή μας.

* * *

Τριῴδιο, ἅγιο Τριῴδιο ἀνοίγει ἀπὸ σήμερα. Εἶνε, ὅπως είπαμε, ἕνα βιβλίο προσευχῶν. Τριάντα περίπου λειτουργικὰ βιβλία ἔχει ἡ Ἐκκλησία μας. Ἂν μὲ ρωτήσετε, ποιό εἶνε τὸ ὡραιότερο, θὰ σᾶς πῶ τὸ Τριῴδιο. Μεταφράστηκε καὶ σὲ ἄλλες γλῶσσες. Τί εἶνε, τί περιέχει; Πῶς νὰ τὸ παραστήσω γιὰ νὰ δώσω νὰ καταλάβῃ ἡ σημερινὴ γενεά, ποὺ δὲν ξέρει τὴν πνευματικὴ γλῶσσα καὶ δὲ᾿ μποροῦμε νὰ συνεννοηθοῦμε; Τὸ Τριῴδιο εἶνε μιὰ συλλογὴ ἀπὸ ἐρωτικὰ τραγούδια! Εἶνε «τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ», ὅπως λέει στὰ διηγήματά του ὁ Παπαδιαμάντης. Ἄλλοι τραγουδοῦσαν μὲ κιθάρες ἄλλα τραγούδια. Μὰ ἕνα μικρὸ χαριτωμένο παιδάκι εἶπε· Ἐμένα μοῦ ἀρέσουν τὰ τραγούδια ποὺ λέει ἐκεῖνος ὁ γέρος καὶ κλαῖνε τὰ μάτια του, «τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ». Ὤ τραγούδια τοῦ Θεοῦ, ποὺ ψάλλουν τὸν θεῖον ἔρωτα· ὄχι τὸν χυδαῖο, τῶν κτηνῶν, ἀλλ᾿ ἐκεῖνον ποὺ ψάλλει ἡ Ἐκκλησία!
Ἀδελφοί μου· μιὰ σταγόνα νὰ αἰσθανθῆτε ἀπὸ τὸν ἔρωτα αὐτόν, θὰ πῆτε· μηδέν οἱ ἄλλοι ἔρωτες, ἕνας μόνο ἀξίζει, Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου  Φλωρίνης π. Αυγουστίνου στον ιερό ναὸ του Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 18-2-1973)

Ολοι στην εκκλησια! (TOŢI LA BISERICĂ!)

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Φεβ 1st, 2011 | filed Filed under: εορτολογιο

Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου
2 Φεβρουαρίου

Ολοι στην εκκλησια!

ipapantiΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ ἑορτὴ τῆς Ὑ­παπαντῆς. Τέτοια μέρα στὴν Κωνσταν­τινούπολι, στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν (ὅπου γιὰ πρώτη φορὰ ψάλαμε τὸ «Τῇ ὑ­περ­μάχῳ…») πή­γαινε ὁ λαὸς καὶ ὁ βασιλεὺς καὶ παρακαλοῦ­σαν τὸ Θεό. Τότε, ποὺ οἱ ἄνθρωποι πίστευ­αν, ἡ ἑορτὴ αὐτὴ ἐτιμᾶτο ἰδιαιτέρως.

* * *

Τί ἑορτάζουμε σήμερα. Σ᾽ ἕνα μικρὸ χωριὸ ζοῦσε μιὰ πολὺ φτωχιὰ μάνα. Γέννησε τὸ μο­νάκρι­βο παιδί της ὄχι σὲ σπίτι οὔτε κἂν σὲ κα­λύβα ἀλλὰ μέσα σ᾽ ἕνα σταῦλο. ῾Ρουχαλάκια νὰ τὸ σκεπάσῃ δὲν εἶχε· τὸ ἀκούμπησε πάνω στὰ ἄχυρα. Ἐνῷ ἔκανε κρύο, θερμάστρα δὲν εἶχαν· τὰ ζῷα, τὸ βόδι καὶ τὸ γαϊδουράκι, ἦρ­θαν κοντὰ στὸ βρέφος καὶ μὲ τὴν ἀνάσα τους ζέσταναν τὸ κορμάκι του. Ὅλοι καταλαβαίνετε, ὅτι τὸ παιδάκι αὐ­τὸ ἦταν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ἡ μάνα ἡ Παναγία Θεοτόκος. Κανείς δὲν τοὺς ἔδινε σημασία. Ὅπως καὶ μέχρι σήμερα· οἱ ἄν­θρωποι προσέχουν κάποιον ὅ­ταν ἔχῃ τὸ πορτοφόλι του γεμᾶτο, ὅ­ταν κατέχῃ περιουσία. Σ᾽ ἕνα φτωχὸ ἄν­θρωπο δὲ δίνουν μεγάλη ἀξία. Κανείς λοιπὸν δὲν πρόσεξε καὶ τὴ φτωχιὰ αὐτὴ μάνα ποὺ κρατοῦσε στὴν ἀγ­καλιὰ τὸ βρέφος της. Ὕστερα ὅμως ἀπὸ σαράντα μέρες φανερώθηκε ποιά ἦταν αὐτὴ καὶ ποιός ἦταν τὸ βρέφος ἐκεῖνο.
Σύμφωνα μὲ τὸ Μωσαϊκὸ νόμο, ποὺ κ’ ἐ­μεῖς τὸν τηροῦμε, κάθε μάνα ὅταν γεννοῦσε τὸ πρῶτο της ἀρσενικὸ παιδί, ὕστερα ἀπὸ σαράν­τα μέρες ἔπρεπε νὰ τὸ πάῃ στὸ ναό. Κι ἂν ἦ­ταν πλούσια, ἔπρεπε νὰ θυσιάσῃ ἕνα ἀρνάκι· ἂν ἦταν φτωχιά, ἕνα ζευγάρι τρυ­γό­νια ἢ περιστέρια, γιὰ νὰ εὐχαριστήσῃ τὸ Θεό. Γιατὶ τὰ παιδιὰ ἔρχον­ται ἀπὸ τὸ Θεό, ὄχι ἀπὸ τοὺς ἀν­θρώπους. Ἡ Παναγία μας λοιπόν, ποὺ δὲ μπο­ροῦσε νὰ προσφέρῃ κάτι ἄλλο, ἀγόρασε ἕνα ζευγάρι περιστέρια καὶ τὰ πῆγε μαζὶ μὲ τὸν δίκαιο Ἰω­σὴφ στὸ ναὸ τοῦ Σολο­μῶντος, ἔχον­τας στὴν ἀγκαλιὰ τὸ βρέφος της, τὸ Χριστό.
Ἔφθασαν κι ἀνέβηκαν τὰ σκαλιά. Ὅταν μπῆ­καν στὸ ναό, βρέθηκε μπροστά τους ἕνας γέροντας μὲ ἄσπρα μαλλιὰ ἀ­κουμπισμένος στὸ ῥαβδί του, ὁ Συμεών. Πολλὲς μανάδες πλούσιες εἶχαν φέρει τὰ βρέφη τους στὸ ναό. Σὲ καμμιά ἀπ’ αὐτὲς δὲν εἶχε δώσει ἰδιαίτερη σημασία. Μόλις ὅμως εἶδε τὴ φτωχιὰ αὐτή, τὴν ὑ­ποδέχθηκε μὲ τιμὴ μεγάλη. Μὲ τρεμάμενα χέ­ρια πῆρε τὸ βρέφος στὴν ἀγκαλιά του, ὕψω­σε τὰ μάτια στὸ Θεό, καὶ εἶπε ἐ­κεῖνο ποὺ ἀκοῦ­με στὴν ἐκκλησία στὸ τέλος τοῦ ἑσπερινοῦ· «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα…» (Λουκ. 2,29). Εἶνε τὰ λόγια τοῦ Συμεών. Εἶχε διαβάσει τὰ βιβλία τῶν προφητῶν, εἶδε ἐκεῖ ὅτι μιὰ μέρα θὰ ᾽ρθῇ ὁ Μεσσίας, καὶ λαχταροῦσε νὰ τὸν δῇ. Κι ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε νὰ τὸν δῇ καὶ νὰ τὸν πάρῃ στὴν ἀγκαλιά του. Γι’ αὐτὸ λέει· Τώρα, Κύριε, ἔγινε αὐτὸ ποὺ ποθοῦσα· ἂς πεθάνω.
Μετὰ ὁ γέροντας στράφηκε στὴν Παναγία· Αὐτὸ τὸ παιδὶ ποὺ κρατᾷς στὰ χέρια σου, τῆς εἶπε, θὰ χωρίσῃ τὸν κόσμο σὲ δυὸ μεγάλες πα­ρατάξεις. Θὰ εἶνε «σημεῖον ἀντιλεγόμενον». Ἄλλοι θὰ τὸν πιστεύουν, θὰ θυσιάζουν καὶ τὴ ζωή τους γι᾽ αὐτόν, κι ἄλλοι θὰ τὸν μισοῦν καὶ θὰ τὸν πολεμοῦν μὲ λύσσα· ἀπὸ τὴ μιὰ θὰ εἶνε οἱ ἄπιστοι, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ πιστοί. Μὰ στὸ τέλος δὲ θὰ νικήσουν οἱ ἄ­πιστοι, οἱ ἄθεοι, οἱ ἀντίχριστοι· θὰ νικήσῃ ὁ Χριστός, αὐτὸ τὸ βρέφος ποὺ ἦρθε στὸν κόσμο τόσο ταπεινά. Τέτοιο νόημα εἶχαν τὰ λόγια τοῦ Συμεὼν ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ εἶνε «εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστα­σιν πολλῶν… καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον» (Λουκ. 2,34). Κ’ ἐσένα, εἶπε στὴν Παναγία, μαχαί­ρι δίκοπο θὰ περάσῃ τὴν καρδιά σου, θὰ πονέ­σῃς πολύ (ἔ.ἀ. 2,35). Καὶ ἦρθε πράγματι ἡ Μεγάλη Παρασκευή, ποὺ ἡ Παναγία εἶδε τὸ παιδί της στὸ σταυρό. Πόσο πόνο αἰσθάνθηκε μόνο οἱ μανάδες μποροῦν νὰ τὸ καταλάβουν.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Συμεὼν τὴν ὥρα ἐκείνη στὸ ναὸ βρέ­­θηκε καὶ μιὰ γερόντισσα προχωρημένης ἡλικίας, ὀγδον­­τατεσσάρων χρονῶν, ἡ Ἄν­να. Παρθένο κορίτσι εἶχε παν­τρευτῆ, ἔζησε ἑ­φτὰ χρόνια μὲ τὸν ἄντρα της, κι ὅταν ἐκεῖνος πέθανε δὲν πῆρε πλέον ἄλλον· ἔμεινε χήρα πιστὴ στὴ μνήμη του. Ἀπὸ τότε κάθε μέρα πρωῒ – βράδυ πήγαινε στὸ ναό, νήστευε καὶ προσ­ευχόταν. Τὴν ἀξίωσε λοιπὸν ὁ Θεὸς νὰ δῇ κι αὐτὴ τὸ Χριστὸ καὶ νὰ δοξολογήσῃ τὸ Θεό.

* * *

Αὐτὴ εἶνε μὲ λίγα λόγια ἡ σημερινὴ ἑορτή. Τί μᾶς διδάσκει;
⃝ Πρῶτον. Ὅπως ἡ Παναγία ἔφερε τὸ παιδί της στὸ Θεό ―ποὺ αὐ­τὸ γιὰ τὸ Χριστὸ δὲν ἦ­ταν ἀναγκαῖο―, ἔτσι κάθε μάνα πρέπει νὰ δί­νῃ σωστὴ ἀνατρο­φὴ στὸ παιδί της. Οἱ πρῶ­τες λέ­ξεις ποὺ θὰ τοῦ μάθῃ νὰ εἶνε Θεός, Χρι­στός, Παναγία. Νὰ παίρνῃ τὸ χεράκι του καὶ νὰ σημει­ώνῃ τὸ σταυρό, νὰ τοῦ δείξῃ νὰ γονα­τίζῃ μπρο­στὰ στὴν εἰ­κόνα καὶ νὰ κά­νῃ προσ­ευχή. Νὰ τὸ πηγαίνῃ στὴν ἐκκλησία. Τώρα ὁ κόσμος ἄλλαξε· πηγαίνουν οἰκογενεια­κῶς στὸν κινηματογρά­φο, στὸ γήπεδο, στὰ θέατρα, στὰ κέν­τρα· τὴν Κυρια­κὴ ὁ ἄντρας πάει γιὰ κυνήγι, ἡ γυναί­κα ἀσχολεῖ­ται μὲ ἄλ­λες δουλειές. Ἡ Παναγία ὅμως σαράντισε τὸ παιδί της. Ἔννοια σου, μά­να· ἂν δὲ μάθῃς τὸ παιδί σου ν᾽ ἀ­γαπάῃ τὸ Θεό, θὰ ᾽ρθῇ ὥρα ποὺ θὰ σὲ ποτίσῃ φαρμά­κι. Παιδιὰ ποὺ δὲν ἀγαποῦν τὸ Θεό, δὲ θ᾽ ἀγαπήσουν οὔτε τὸν πατέ­ρα τους. Γονεῖς, συνηθί­στε νὰ ἐκ­κλησιά­ζε­στε οἰ­κο­γενειακῶς, νὰ προσεύχεστε οἰκογενεια­κῶς, νὰ κάθεστε στὸ τραπέζι οἰκογενειακῶς.
⃝ Τὸ δεύτερο. Μέσα στὸ ναὸ δὲ βλέπουμε μό­νο τὴν Παναγία καὶ τὸ Χριστό· βλέπουμε καὶ τοὺς γέρους, τὸν Συμεὼν καὶ τὴν Ἄννα τὴν πρε­σβύτιδα. Θὰ μποροῦσαν νὰ ποῦν· Γέροι ἄνθρωποι εἴμαστε, δὲ βαστᾶμε, ἂς μείνουμε στὸ σπίτι σήμερα ποὺ κάνει κρύο, κοντὰ στὸ τζάκι… Δὲν τὸ εἶπαν. Εἶχαν ζῆλο καὶ πήγαιναν. Καὶ τοὺς ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ δοῦνε τὸ Χριστό. Ἔτσι νὰ κάνουμε κ’ ἐμεῖς. Ὅλη τὴ βδομάδα δουλειά, σὰν τὰ μυρμήγκια. Κυριακὴ πρωῒ ὅμως, μόλις χτυπᾷ ἡ καμπάνα, νὰ τρέχουμε στὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ, νὰ τὸν εὐχαριστήσουμε, νὰ ζητήσουμε τὸ ἔλεός του. Ἐν τούτοις δὲν συμβαίνει αὐτό. Οἱ ἐκκλησιὲς εἶνε ἔρημες. Ἀπὸ τοὺς ἑκατὸ Χριστιανοὺς δυὸ – τρεῖς ἐκκλησιάζον­ται, οἱ ἄλλοι ἀπουσιάζουν. Γι’ αὐτὸ ὁ Συμεὼν καὶ ἡ Ἄννα μᾶς φωνάζουν σήμερα· Γέροι – γρι­ές, μικροὶ – μεγάλοι, ὅλοι στὴν ἐκκλησιά! Θὰ μοῦ πῆτε· Καλά, ὁ Συμεὼν πῆγε στὸ ναὸ κι ἀ­ξιώθηκε νὰ πάρῃ στὴν ἀγκαλιά του τὸ Χριστό· ἂν πάω ἐγὼ στὴν ἐκκλησιά, τί θὰ καταλάβω; Νά ᾽ξερα, ὅτι θὰ πάρω κ’ ἐγὼ τὸ Χριστὸ στὴν ἀγκαλιά μου… Ὦ Χριστιανέ μου! ἂν πιστεύ­ῃς, ὄχι στὴν ἀγκαλιά σου, ἀλλὰ μέσα στὴν καρδιά σου παίρνεις τὸ Χριστὸ ὅταν ἔρχεσαι στὴν ἐκκλησία. Τὰ παλαιὰ τὰ χρόνια, ὅταν ἔ­βγαιναν τὰ ἅγια, γονάτιζαν ὅλοι καὶ ἡ καρδιά τους χτυποῦσε καὶ κλαίγανε. Γιατί; Γιατὶ τὸ ψωμάκι πάνω στὴν ἁγία τράπεζα καὶ τὸ κρασάκι μέσ᾽ στὸ δισκοπότηρο, ἂν πιστεύῃς, εἶνε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός! Δὲν τὸ πιστεύεις; τότε βγὲς κ’ ἐσὺ ἔξω, πήγαινε στὸ καφενεῖο, παῖξε τὸ κομπολόι σου, παῖξε πρέφα, κάνε ὅ,τι θέ’ς. Δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ μᾶς τὰ βρωμερὰ σκουλή­κια ὁ Χριστός. Καὶ ὅλοι μας νὰ τὸν ἀρνηθοῦ­­με, ἀναρίθμητοι ἄγγελοι μέρα – νύχτα τὸν δοξολογοῦν κι αὐτὲς οἱ πέτρες οἱ ἄψυχες θὰ φω­νάζουν ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ ἀληθινὸς Θεός. Ἂν τὸ πιστεύῃς λοιπόν, μεῖνε στὴν ἐκκλησία. Μὴ χασμουριέσαι, γιατὶ εἶνε ἁμαρτία. Μὴ λές, πότε νὰ τελειώσῃ. Τὸ μυαλό σου νά ᾽νε ἐκεῖ στὰ ἅγια. Διότι ὅποιος κοινωνάει, ἔχει τὸ Χρι­στὸ ὄχι πιὰ στὴν ἀγκαλιὰ ὅπως ὁ Συμεών, ἀλ­λὰ μέσ᾽ στὴν ψυχή του, στὴν καρδιά του, μέσ᾽ στὸ αἷμα του, μέσ᾽ στὸ εἶναι του. Αὐτὸ ποὺ ἀ­πολαμβάνουμε οἱ Χριστιανοὶ στὴν Ἐκκλησία εἶνε πολὺ ἀνώτερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἀπήλαυσε ὁ Συμεὼν καὶ ἡ Ἄννα στὸ ναό. Ἐδῶ γίνεται τὸ θαῦμα, ἡ ὑπαπαντὴ τοῦ Χριστοῦ σὲ κάθε θεία λειτουργία.

* * *

Δὲν εἴμαστε ἄξιοι ν’ ἀντικρύ­σουμε τὰ τελού­μενα μυστήρια. Ἄχ, μάτια ἁ­μαρτωλά, χέρια ἁρπακτικά, κορμιὰ ποὺ κάνετε ἀτιμίες!… Ὅ­λοι ἂς σκύψουμε τὸ κεφάλι. Ἔπρεπε ἡ Ἐκ­κλη­σία, ὅπως τὴν παλιὰ ἐποχή, νὰ κρατάῃ κόσκινο. «Ὅσοι πιστοί»! Τότε ἀπὸ τοὺς ἑκατὸ θὰ μένανε πέντε. Οἱ ἄλλοι; ὅποιος βλαστημάει, ὅποιος κλέβει, ὅποιος μοιχεύει, ὅποιος παίζει τυχερὰ παιχνίδια, ὅποιος ψευδορκεῖ…, δὲν θὰ εἶχαν εἴσοδο. «Ὅσοι εἶνε πιστοί», ναί· ὅσοι ἄ­πιστοι, ὄχι. Δὲν μπορεῖς ἔτσι νὰ μπαί­νῃς στὴν ἐκκλησία, ὅπου γίνεται τὸ θαῦ­μα. «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας» (θ. λειτ.). Πρέπει νὰ καθα­ριστοῦμε καὶ νὰ ὑψωθοῦμε, γιὰ νὰ κοινωνήσου­με τὸν Κύριο, στὸν ὁποῖο ὀφείλουμε τὰ πάντα.
Ἀδέρφια μου, κλεῖστε τ᾽ αὐτιά σας μὲ βουλοκέρι· μὴν ἀκοῦτε τί λένε οἱ ἄθεοι καὶ οἱ ἄπιστοι, μὴ ἀπατᾶσθε. Πολλὰ θὰ δοῦμε, ἀλλὰ στὸ τέλος δὲ θὰ νικήσουν αὐτοί, θὰ νικήσῃ ὁ Χριστός, νὰ εἶστε βέβαιοι γι’ αὐτό. Κλάψτε γιὰ τ’ ἁμαρτήματά σας, κρατῆστε τὴν πίστι σας, ζῆ­στε μὲ ἁγνὸ αἴσθημα, μὲ τὴν οἰκογένεια καὶ τὰ παιδιά σας. Προχω­ρῆστε ἀφωσιωμένοι στὸν Κύριο ὁ­λο­ψύχως. Καὶ εὔχομαι νὰ εἶστε εὐλογημένοι, ἑνωμένοι καὶ πάντα ἀγαπημένοι ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ σωτῆρι ἡμῶν· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου, ποὺ ἔγινε στὸ ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος (Ἁγ. Ἰγνατίου) Σ. Σ. Βεύης – Φλωρίνης τὴν 2-2-1968.

____________

ROYMANIKA

_____________

OMILIE A MITROPOLITULUI AUGUSTIN DE FLORINA

LA ÎNTÂMPINAREA DOMNULUI

2 februarie

TOŢI LA BISERICĂ!


Astăzi, iubiţii mei, este sărbătoarea Întâmpinării. Într-o asemenea zi, în Constantinopol, în biserica din Vlaherne (unde pentru prima dată am cântat „Apărătoare Doamnă…”) mergeau poporul şi împăratul şi se rugau lui Dumnezeu. Atunci, când oamenii credeau, sărbătoarea aceasta era deosebit de cinstită.
***
Ce sărbătorim astăzi? Într-un mic sat trăia o mamă foarte săracă. A născut pe unicul ei copil nu în casă, nici măcar într-o colibă, ci într-un staul. Hăinuţe să îl acopere nu avea; l-a aşezat pe paie. Deşi era frig, sobă nu aveau; animalele, boul şi măgăruşul, au venit aproape de copil şi prin respiraţia lor încălzeau trupuşorul lui. Toţi înţelegeţi că acest copilaş a fost Domnul nostru Iisus Hristos, iar mama Lui Preasfânta Născătoare de Dumnezeu. Nimeni nu le-a dat atenţie. Ca şi până astăzi: oamenii sunt atenţi la cineva când acela are portofelul plin, când deţine avere. Unui om sărac nu-i dau o mare valoare sau importanţă. Aşadar, nimeni n-a luat aminte şi la această mamă săracă care ţinea în braţe pe pruncul ei. Însă mai apoi, după patruzeci de zile, s-a văzut cine era ea şi cine era acel Prunc.
Conform legii mozaice, pe care şi noi o ţinem, fiecare mamă când năştea pe primul copil de parte bărbătească, după patruzeci de zile trebuia să-l ducă la templu. Dacă erau  bogaţi, trebuiau să jertfească un mieluşel; dacă erau săraci, o pereche de turturele sau de porumbei, pentru a mulţumi lui Dumnezeu. Deoarece copiii vin de la Dumnezeu, nu de la oameni. Preasfânta noastră deci, care nu putea să ofere altceva, a cumpărat o pereche de porumbei şi i-a dus împreună cu dreptul Iosif în templul lui Solomon, avându-L în braţe pe Pruncul ei, pe Hristos.
Au ajuns şi au urcat pe scări. Când au intrat în templu, a apărut în faţa lor un bătrân cu părul alb sprijinindu-se în toiag, Simeon. Multe mame bogate aduseseră pruncii lor la templu. Niciuneia din acestea nu i-a dat o atenţie deosebită. Însă, doar ce-a văzut-o pe această sărmană, a primit-o cu mare cinste. Cu mâinile tremurânde a luat pruncul în braţele sale, şi-a înălţat ochii la Dumnezeu şi a spus ceea ce auzim în biserică la sfârşitul vecerniei: „Acum slobozeşte pe robul Tău, Stăpâne..” (Luca 2, 29). Sunt cuvintele lui Simeon. Citise cărţile profeţilor, văzuse acolo că într-o zi va veni Mesia şi dorea foarte mult să-L vadă. Şi Dumnezeu l-a învrednicit să-L vadă şi să-L poarte în braţele lui. De aceea zice: Acum, Doamne, s-a împlinit ceea ce am dorit; să mor. Apoi, bătrânul s-a întors spre Preasfânta Fecioară Maria: Acest Copil, pe Care îl ţii în mâinile tale, i-a spus, va împărţi lumea în două mari tabere. Va fi „semn ce va stârni împotriviri (semn de împotrivire)”. Unii Îl vor crede, îşi vor jertfi şi viaţa pentru El, dar alţii Îl vor urî şi vor lupta împotriva Lui cu turbare; pe o parte vor fi necredincioşi, iar pe altă parte credincioşi. Dar la sfârşit nu vor învinge necredincioşii, ateii, antihriştii; va învinge Hristos, acest prunc care a venit în lume atât smerit. Un astfel de înţeles au avut cuvintele lui Simeon că Hristos va fi „spre căderea şi ridicarea multora… şi ca un semn care va stârni împotriviri” (Luca 2, 34). Şi ţie – a spus către Fecioara Maria – sabie cu două tăişuri va trece prin inima ta, vei avea de suferit mult (Luca 2, 35). Şi, într-adevăr, a venit Marea Vineri, în care Preasfânta a văzut pe Copilul ei pe cruce. Câtă durere a simţit doar mamele pot să o înţeleagă.
În acel moment, în afară de Simeon, în templu se afla şi o bătrână înaintată în vârstă, de 84 de ani, Ana. De copilă-fecioară fusese căsătorită, trăise 7 ani cu bărbatul ei şi când acela a murit, nu şi-a mai luat altul; a rămas văduvă, credincioasă  amintirii lui. De atunci, în fiecare zi, dimineaţa – seara, mergea la biserică, postea şi se ruga. A învrednicit-o deci Dumnezeu să-L vadă şi ea pe Hristos şi să-L slavoslovească pe Dumnezeu.
***
Aceasta este în puţine cuvinte sărbătoarea de astăzi. Ce ne învaţă?
Întâi: După cum Maica Domnului şi-a adus copilul la Dumnezeu – lucru care referitor la Hristos n-ar fi fost necesar –, aşa fiecare mamă trebuie să dea o bună şi sănătoasă educaţie copilului ei. Primele cuvinte pe care le va învăţa să fie: Dumnezeu, Hristos, Maica Domnului. Să-i apuce mânuţa şi să-şi facă cruce, să-i arate să îngenuncheze înaintea icoanei şi să facă rugăciune. Să-l ducă la biserică. Acum lumea s-a schimbat; merg cu familia la cinematograf, pe terenul de sport, la teatre, în cluburi; duminica bărbatul merge la vânătoare, femeia se preocupă cu alte lucruri. Însă Maica Domnului l-a dus la biserică pe copilul ei la patruzeci de zile. Ia aminte, mamă: Dacă nu-l înveţi pe copilul tău să-L iubească pe Dumnezeu, va veni clipa în care te va adăpa cu otravă. Copiii care nu-L iubesc pe Dumnezeu nu-l iubesc nici pe tatăl lor. Părinţi, obişnuiţi-vă să mergeţi la biserică cu familia, să vă rugaţi împreună cu familia, să staţi la masă cu familia.
Al doilea: În biserică nu vedem doar pe Maica Domnului şi pe Hristos; îi vedem şi pe bătrâni, pe Simeon şi pe Ana bătrâna. Ar putea ca unii să spună: Noi suntem oameni bătrâni, nu mai putem, să rămânem astăzi acasă că e frig, lângă vatră… Nu au spus aşa ceva. Aveau râvnă şi mergeau. Şi Dumnezeu i-a învrednicit să-L vadă pe Hristos. Aşa să facem şi noi. Toată săptămâna muncă, ca furnicile. Duminică dimineaţă însă, doar ce bate clopotul, să alergăm la biserica lui Dumnezeu, să-I mulţumim, să-I cerem mila Lui. Cu toate acestea, nu se întâmplă aşa. Bisericile sunt goale. Dintr-o sută de creştini doi-trei vin la biserică, ceilalţi lipsesc. De aceea Simeon şi Ana ne strigă astăzi: bătrâni – bătrâne, mici – mari,  toţi la biserică! Îmi veţi spune: bine, Simeon s-a dus la biserică şi s-a învrednicit să primească în braţele lui pe Hristos; dacă eu merg la biserică, ce voi primi? Dacă aş fi ştiut că voi primi şi eu pe Hristos în braţele mele… O, creştinul meu! Dacă crezi, nu în braţele tale, ci în inima ta Îl vei primi pe Hristos, când vii la biserică. În vremurile de demult, când scoteau cele sfinte (adică Sfintele Taine), îngenuncheau toţi şi inima lor bătea şi plângeau. De ce? Pentru că pâinica de pe Sfânta Masă şi vinuţul din Sfântul Potir, dacă crezi, este însuşi Hristos! Nu crezi asta? Atunci ieşi tu afară, du-te la cafenea, joacă-te cu brăţările din bile, joacă-te „prefa” (preferans), fă ce vrei. Hristos nu are nevoie de noi, viermii murdari. Chiar dacă noi toţi ne-am lepăda de El, nenumăraţi îngeri zi şi noapte Îl slavoslovesc şi aceste pietre neînsufleţite vor striga că Acesta este adevăratul Dumnezeu. Aşadar, dacă crezi asta, rămâi în biserică. Nu căsca, pentru că e păcat. Nu zi: Când o să se termine? Mintea ta să fie acolo, la cele sfinte. Deoarece cel ce se împărtăşeşte, Îl are pe Hristos nu numai în braţe, ca Simeon, ci în sufletul lui, în inima lui, în sângele lui, în fiinţa lui. Ceea ce primim noi creştinii în Biserică este mult mai înalt decât ce au primit Simeon şi Ana în templu. Aici are loc minunea, întâmpinarea lui Hristos în fiecare Liturghie.
***
Nu suntem vrednici să zărim Tainele ce se săvârşesc. Ah, ochi păcătoşi, mâini răpitoare, trupuri care faceţi cele ce nu se cuvin!… Toţi să plecăm capul. Ar fi trebuit ca Biserica, precum în vremurile vechi, să menţină sita. “Câţi suntem  credincioşi”! Atunci, din o sută ar fi rămas cinci, ceilalţi? Cine înjură, cine fură, cine desfrânează, cine joacă jocuri de noroc, cine se jură mincinos…, nu ar fi avut intrare. “Câţi suntem  credincioşi”, da; câţi sunt necredincioşi, nu. Nu poţi aşa să intri în biserică, unde are loc minunea. „Sus să avem inimile!” (Dumnezeiasca Liturghie). Trebuie să ne curăţim şi să ne înălţăm, ca să ne împărtăşim cu Domnul, Căruia îi datorăm toate.
Fraţii mei, astupaţi-vă urechile cu dop de ceară. Nu ascultaţi ce zic ateii şi necredincioşii, nu vă lăsaţi rătăciţi. Multe vom vedea, dar la sfârşit nu vor învinge aceştia, va învinge Hristos, să fiţi siguri de asta. Plângeţi pentru păcatele voastre, păstraţi-vă credinţa, trăiţi cu simţământ curat, cu familia şi copiii voştri. Înaintaţi afierosiţi Domnului cu tot sufletul. Şi mă rog să fiţi binecuvântaţi, uniţi şi întotdeauna iubiţi în Hristos Iisus, Mântuitorul nostru. Amin.
+ Episcopul Augustin
(Omilie a Mitropolitului de Florina, Părintele Augustin,
transcrisă după o înregistrare, care a avut loc în biserica Sfântul

Pantelimon (Sfântul Ignatie) S.S. Vevis – Florina, 02.02.1968)

Sursa:sfmariamagdalena.blogspot.com