Αυγουστίνος Καντιώτης



Archive for the ‘εορτολογιο’ Category

ΣΚΕΠΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Οκτ 15th, 2010 | filed Filed under: εορτολογιο

ΣΚΕΠΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ

PanagiaΗ Παναγία, ἀγαπητοί μου, τῆς ὁποίας τὴν Σκέπη ἑορτάζουμε, εἶνε πρόσωπο ἱ­ερό. Ἀλλ᾿ ὅπως ὁ Υἱός της ἔγινε «σημεῖον ἀντιλεγό­μενον» (Λουκ. 2,34), ἔτσι καὶ ἐκείνη ποὺ τὸν φιλο­ξένησε στοὺς ἁγίους κόλπους της ὡς ἄνθρωπο. Μετὰ τὸν Χριστὸ ἡ Παναγία εἶνε σημεῖον ἀντιλεγόμενον. Ἄλλοι τὴν ὑβρίζουν καπηλικώτατα, τὴ βλα­­σφημοῦν, τὴν περιφρονοῦν· ἄλλοι ὅμως τὴν ἀ­γαποῦν, τὴ σέβονται, τὴν τιμοῦν, τὴν ὑψώ­νουν ὣς τὰ οὐράνια. Οἱ πα­πικοὶ ἔφθασαν ἀκόμη καὶ στὴν αἵρεσι τῆς «Μαριολατρίας», δηλα­δὴ νὰ τὴ λατρεύσουν ὡς θεά, ὅπως ἔκαναν γιὰ ἄλλες γυναῖκες οἱ ἀρ­χαῖοι πρόγονοί μας.
Ἡ Ὀρ­θόδοξος Ἐκ­κλησία ἀπέχει καὶ ἀπ’ τοὺς προτεστάντες ποὺ τὴ θεωροῦν ὡς ἁ­πλῆ γυναῖ­­κα, καὶ ἀπ’ τοὺς φράγκους ποὺ τὴν ἔχουν σχε­δὸν θεοποιήσει μὲ τελετὲς καὶ ἀγάλ­ματα. Οἱ ὀρθόδοξοι ἀκολουθοῦμε τὴ μέση καὶ βασιλι­κὴ ὁδό· τὴν τιμοῦμε ὑπεράνω ὅ­λων τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀλλ’ ὄχι ὡς Θεόν. Ἀπὸ κα­ταβολῆς μέχρι συντελείας τοῦ κόσμου δὲ θὰ γεν­νηθῇ ἄλλο λογικὸ κτίσμα σὰν αὐτήν. Εἶνε ἡ «ἁ­γία ἁγίων μείζων» (Ἀκάθ. ὕμν. Ψ), ὑπερ­ά­νω τῶν ἁγί­ων ἀνδρῶν παλαιᾶς καὶ καινῆς δια­θήκης, ὑπερ­άνω πατριαρχῶν καὶ προφητῶν, ὑ­περάνω τοῦ τι­μίου Προδρόμου, ὑπεράνω πατέ­ρων καὶ μαρτύρων καὶ ὁσίων, ὑπεράνω ―προ­χω­ροῦμε― καὶ ἀγ­­γέλων καὶ ἀρχαγγέλων. Ναί, ἀλ­λὰ Θεὸς δὲν εἶνε. Θεὸς ἕνας εἶνε, ὁ Κύρι­ος ἡ­μῶν Ἰησοῦς Χρι­στός. Ὅπως στὸν οὐρανὸ ―λέ­νε οἱ πατέρες― ὑ­­π­άρχει ἕνας ἥλιος, μία σελήνη καὶ πολλὰ ἄστρα, ἔτσι στὸν πνευματικὸ οὐρανὸ τῆς Ἐκκλησίας ἥλι­­ος πνευματικὸς ἄδυτος εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, σελήνη – πανσέληνος ἡ Παναγία, καὶ ἑκατομμύρια ἄστρα οἱ ἅγιοι. «Οὐρανὸς πολύ­φωτος ἡ ἐκκλησία ἀνεδείχθη…» (κοντ. 13ης Σεπτ.)
Τιμοῦμε λοιπὸν τὴν Παναγία μας. Καὶ λόγῳ τῆς ἰδιαιτέρας σχέσεώς της μὲ τὸν Κύριο ἡ­μῶν Ἰησοῦν Χριστὸν τὴν ἔχουμε μεσίτρια. Ἐ­κείνη προσεύχεται διαρκῶς στὸ Χριστὸ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. Καὶ ἀφοῦ κατὰ τὴ Γραφὴ «πολὺ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη» (Ἰακ. 5, 16), πολὺ περισσότερο «ἰσχύει δέησις μη­τρὸς πρὸς εὐμένειαν Δεσπότου» (Μ. Ἀπόδ.).
Ἡ Παναγία εἶνε ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἡ Θεοτόκος, ἀλλὰ καὶ ἡ μητέρα ὅλων τῶν Χριστι­ανῶν, «ἡ γλυκειά μας μάνα». Γι’ αὐτὸ καθένας, ὅποιος κι ἂν εἶνε καὶ σὲ ὅποια περίστασι κι ἂν βρεθῇ, ἐκείνην φωνάζει.
Ἡ Παναγία εἶνε ζωντανή. Ζῇ καὶ βασιλεύει, καὶ κάνει θαύματα, εἰς πεῖσμα τῶν ἀθέων. Μὲ τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν παρρησία της, ἑλκύει τὸ ἔ­λεος τοῦ Θεοῦ. Τὰ θαύματά της εἶνε πολλά.
Ἕνα βιβλίο, ποὺ γνώρισε μεγάλη κυκλοφο­­ρία στὴν τουρκοκρατία, εἶνε ἡ «Ἁ­μαρτωλῶν Σω­τηρία». Ἦ­ταν τρόπον τινὰ τὸ ἀ­ναγνωστικὸ τῶν ὑ­ποδούλων καὶ ἡ μελέτη του γέννησε ἥρωες. Ὑποδεικνύει στοὺς ἁμαρτωλοὺς πῶς νὰ ζήσουν γιὰ νὰ σωθοῦν. Ὑπῆρχε στὰ σπίτια τῶν Χριστια­νῶν. Τὸ διάβαζα κ’ ἐγὼ μικρὸς στὸ πατρικό μου κ᾽ ἔκλαιγα ἀπὸ συγκίνησι. Τὸ βιβλίο αὐτὸ σὲ εἰδικὸ μέρος ἐξ­ι­στορεῖ πολλὰ ἀπὸ τὰ ἀναρίθμητα θαύματα ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ μὲ τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ ἡ Παναγία.
Ἐγὼ θὰ ὑπενθυμίσω στὴν ἀγάπη σας δύο θαύματα, ἕνα παλαιὸ καὶ ἕνα νεώτερο.

* * *

Ποιό εἶνε τὸ παλαιό; Συνέβη στὴν Κωνσταν­τινούπολι στὸ τέλος τοῦ 9ου αἰῶνος, ἐπὶ τῆς βα­σιλείας Λέοντος τοῦ Σοφοῦ. Ἀγαρηνοὶ πολιορ­κοῦσαν τὴ Βασιλεύουσα. Ὁ στρατὸς ἄ­γρυ­πνος φρουροῦσε τὰ τείχη. Καὶ ὁ λαὸς ὅ­λος ἔκανε ἀ­γρυπνία μὲ δάκρυα στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν. Εἶ­χαν περάσει πλέον τὰ μεσάνυ­χτα. Καὶ τότε ἔ­γινε τὸ θαῦμα. Εἶνε αὐτὸ τοῦ ὁ­ποίου τὴν ἐπέτειο ἑορτάζουμε σήμερα. Σὲ κάποια γωνιὰ τοῦ ναοῦ προσευχόταν μαζὶ μὲ ὅλους κ’ ἕ­νας ἀσκη­τής, ὁ ὅσι­ος Ἀνδρέας ὁ διὰ Χριστὸν σαλός. Αἴ­φνης τί ἔγινε; Μὲ τὴν κε­ραία τῆς πίστεως, ποὺ εἶχε ἐ­κεῖνος, εἶδε ἕ­να ὅραμα θαυμάσιο. Ἀπὸ τὰ οὐ­ράνια μέσα σὲ φῶς κατέβαινε ἡ Παναγία μας συνοδευομένη ἀπὸ ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους. Ἦλθε στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν, εἰσ­ῆλ­θε ἀπὸ τὴν κεντρικὴ εἴσ­οδο, στάθηκε μπροστὰ στὴν ὡραία πύλη, ὕψωσε τὰ χέρια καὶ δεήθηκε ὑπὲρ τοῦ λαοῦ. Ἔπειτα ἀ­φαίρεσε ἀ­πὸ τὴν ἁγία κεφα­λή της τὸ μαν­τήλι ποὺ φοροῦ­σε ―τότε ὅ­λες οἱ γυναῖκες φοροῦ­σαν μαν­τήλι―, ἅπλωσε αὐ­τὸ τὸ κάλυμμά της, τὸ μαφόριον ὅπως λε­γόταν, καὶ σκέπασε μ’ αὐτὸ τὸ λαό, μικροὺς καὶ μεγάλους, τὸ στρα­τὸ καὶ τοὺς ἄρχοντας, ὅλη τὴν Πόλι, καὶ τέλος ἀπεχώρησε ἐπιστρέφοντας πάλι στοὺς οὐρανούς. Τὸ εἶδε αὐτὸ ὁ ἅγιος Ἀνδρέ­ας, τὸ ἐπιβε­βαίωσε καὶ ὁ μαθητής του ἅγιος Ἐπιφάνιος ποὺ ἦταν δίπλα του. Ἡ εἴδησις μετεδόθη καὶ ἔδωσε δύναμι στοὺς ὑπερασπιστὰς τῆς πόλεως. Τὴν ἐπέτειο λοιπὸν αὐτοῦ τοῦ θαύματος ἑ­ορτάζουμε σήμερα. Αὐτὴ εἶνε ἡ ἁγία Σκέπη, μία ἀπὸ τὶς θεομητορικὲς ἑορτές.
Ἴσως ὅμως κάποιος σκεφθῇ· ―Αὐτὰ συν­έ­βαιναν «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ»… Ἐγὼ λοιπὸν σᾶς λέω, ὅτι τὸ θαῦμα αὐτὸ ἡ Παναγία τὸ ἐπανέλα­βε καὶ στὶς ἡμέρες μας. Πότε; Στὶς 28 Ὀκτωβρί­ου 1940. Ὅσοι ἤμεθα αὐτόπται, αὐτήκοοι καὶ συντελεσταὶ τῶν γεγονότων ἐκείνων, ἔχου­με αἴσθησι τοῦ μεγαλείου. Τί ἔγινε τότε; Ἤχησαν οἱ σειρῆνες, σήμαναν οἱ καμπάνες, σάλπισαν οἱ σάλπιγγες. Τί ἦταν ἐκεῖνο! Μοναδικὸ φαινόμενο. Ἔφευγαν οἱ νέοι πρόθυμοι γιὰ τὸ μέτωπο, σὰ νὰ πήγαιναν σὲ γάμο. Ἔπαλλαν ἀπὸ ἐν­θουσιασμὸ γιὰ τὰ ἱερὰ καὶ ὅσια. Πορεύονταν ἐν καιρῷ νυκτός, μὲ τὰ πόδια, χωρὶς αὐ­το­κίνητα. Ἔσπευδαν νὰ δώσουν τὸ παρών. Ἂν τοὺς ἔψαχνες, εἶχαν ὅλοι σταυρουδάκι στὸ λαι­μὸ καὶ στὸ πορτοφόλι τὴν εἰ­κόνα τῆς ὑπεραγί­ας Θεοτόκου, ποὺ χάρισε ὁ ἀρχιεπίσκοπος Χρύ­σανθος μαζὶ μὲ τὴν εὐχή του. Καὶ πήγαιναν ἀ­πὸ κορυ­φὴ σὲ κορυφή. Καὶ πῆραν τὰ βουνὰ τῆς Ἠπείρου καὶ τὰ ἕνωσαν μὲ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ. Εἶπαν τὸ «ΟΧΙ» ἐκεῖ­νο, τὸ πανελλήνιο, ποὺ ἔ­μεινε στὴν ἱστορία, γιατὶ ἔχει τόση ἀξία ὅση καὶ τὸ«Μολὼν λαβέ» τοῦ Λεωνίδα. Ὅσοι ὑπηρέτησαν τότε ὡς στρατιωτικοὶ ἱερεῖς, θυμοῦν­ται ὅτι, ὅταν κατελήφθη ὁ Μοράβας, μπαίνον­τας στὴν Κορυτσά, οἱ στρατιῶτες μας ὅλοι, ὅ­πως ἦταν ἱδρωμένοι καὶ σκονισμένοι, πῆγαν στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ γονυπετεῖς αὐ­τοὶ καὶ ὁ λαὸς τῆς πόλεως ἔψαλαν ὅλοι μαζὶ μὲ μιὰ φωνὴ «Τῇ ὑ­περμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια…». Κι ὅταν κα­τελάμβαναν μιὰ ψηλὴ κορυ­φὴ καὶ ὕ­ψωναν τὴν ἑλληνικὴ σημαία, πάλι «Τῇ ὑ­περμά­χῳ Στρα­τηγῷ…» ἔψαλλαν. Καὶ κάτι ἄλ­λο θαυμαστό, ποὺ ἔμαθα· ὑπάρχουν στὸ Ἅγιον Ὄρος ἀσκηταί, ποὺ ἔγιναν μοναχοὶ ἀκριβῶς δι­ότι ὡς στρα­τιῶται καὶ ἀξιωματικοὶ εἶδαν τὸ θαῦ­μα τῆς Παναγίας, εἶδαν πάνω στὶς ψηλὲς κορυ­φὲς τὴν ἴδια τὴν Παναγία μας. Τὴν εἶδαν, ὅπως τὴν εἶ­δε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ὁ ἀσκητὴς στὸ ναὸ τῶν Βλαχερῶν. Ὤ ἡμέρες δόξης τότε, ποὺ τὸ ἔθνος μας προκάλεσε τὸν παγκόσμιο θαυμασμό!…

* * *

Ἱερὸ πρόσωπο ἡ Παναγία μας. Καὶ πρέπει νὰ τιμᾶται. Τιμᾶται ὅμως;
Ὤ, ἐδῶ μοῦ ἔρχεται νὰ κλάψω. Δὲν ἔχουμε κράτος χριστιανικό. Ἂν εἴχαμε, στὴν Ἑλλάδα δὲν θ’ ἀκουγόταν οὔτε μιὰ βλαστήμια τῆς Παναγίας. Τώρα, ἂν τολμήσῃς καὶ βρίσῃς τὴ γυναῖ­κα τοῦ προέδρου τῆς δημοκρατίας ἢ τὸν ἴδιο ἢ τὸν πρωθυπουργὸ ἢ τὸν ἀρχηγὸ κάποιου κόμματος, πᾷς δυὸ χρόνια φυλακή. Δὲν εἴμεθα ἀναρχικοὶ οὔτε συνιστοῦμε ἀπειθαρχία. Εἴμεθα νομοταγεῖς. Ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ μὴν πῶ, ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ πρόσωπα, ποὺ ἐξελέγησαν διὰ τῆς ψήφου τοῦ λαοῦ, εἶνε μὲν ἄξια τιμῆς, ἀλλὰ μπρο­στὰ στὸ Χριστὸ καὶ μπροστὰ στὴν Παναγία ―ἐὰν πιστεύουμε― εἶνε πελώρια μηδενικά. Ἐν τούτοις βλέπεις τὸ δικαστὴ καί, ὅταν ἀκούσῃ ὅτι κάποιος βλαστήμησε τὴν Παναγία, γελάει ἐπὶ τῆς ἕδρας του. Ἂν ἀκούσῃ, ὅτι κάποιος βλαστήμησε τὴν κυρία προέδρου δημοκρατίας, ἄ τότε πέφτει τιμωρία!…. Νά ἡ ἁμαρτία μας· παύσαμε νὰ λατρεύουμε τὸ Θεὸ καὶ Πατέρα καὶ νὰ τιμοῦμε τὴν Παναγία, καὶ κάναμε Θεὸ τὰ πρόσωπα τῶν ἐπιγείων ἀρχόντων.
Βλαστημοῦν δυστυχῶς οἱ Ἕλληνες. Εἴμεθα τὸ πλέον βλάσφημο κράτος. Κ᾽ ἔπειτα ἀποροῦ­με γιατί γίνεται σεισμός. Κ᾽ ἐγὼ ἀπορῶ πῶς δὲν ἔπεσαν ἀκόμη καὶ τ’ ἀστέρια ἀπὸ τὸν οὐ­ρανὸ νὰ μᾶς κατακαύσουν.
Ἀλλὰ ἵλεως γενοῦ, Κύριε. Ἂς ἀγωνισθοῦμε νὰ ἐκλείψῃ αὐτὸ τὸ κακό. Δὲν ἁμαρτάνει μόνο αὐτὸς ποὺ βλαστημάει· ἁμαρτάνεις κ᾽ ἐσὺ ποὺ τὸν ἀκοῦς ἀδιάφορος. Ὁ Πλάτων εἶπε ὅτι «τῆς Ἑλλάδος ὑβριζομένης οὐδείς πρέπει νὰ μένῃ ἀπαθής». Κ’ ἐμεῖς λέμε· τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἱερῶν προσώπων ὑβριζομένων, ἀφείλεις ―ἂν πιστεύῃς― νὰ διαμαρτυρηθῇς, ὅπως τοὐλάχιστον θὰ διεμαρτύρεσο ἐὰν κάποιος ἔλεγε τὴ μητέρα σου πόρνη. Τὸ εἶπε ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός· «Ἂν ὑβρίσῃς τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα μου, σὲ συγχωρῶ· ἂν βλαστημήσῃς Χριστὸ καὶ Παναγιά, δὲν ἔχω μάτια νὰ σὲ δῶ».
Τελειώνω, ἀγαπητοί μου, μὲ μία θερμὴ προτροπή. Κανείς μὰ κανείς νὰ μὴν ἀνεχώμεθα νὰ βλαστημάῃ τὰ θεῖα στὸν τόπο μας. Ἂς δημιουρ­γηθοῦν ἀντιβλασφημικὲς ὁμάδες, ὥστε ὁ κάθε βλάσφημος νὰ φιμώνεται. Καὶ τότε πᾶν στόμα καὶ πᾶσα γλῶσσα θὰ ὑμνῇ τὴν Παναγία Παρθένο εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναὸ Ἁγίας Σκέπης Πτολεμαΐδος

Δευτέρα 27-10-1986 ἑσπέρας)

O Θεος ειναι αγαπη

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Σεπ 13th, 2010 | filed Filed under: εορτολογιο

Mετάστασις Iωάννου του Θεολόγου
26 Σεπτεμβρίου

O Θεος ειναι αγαπη

«O Θεος αγάπη εστιν» (A΄ Iωάν. 4,8,16)

π. ΑΥΓ. ΣΤΟΝ ΑΝΒΩΝΑ ιστO άγιος Iωάννης ο Θεολόγος και ευαγγελιστής, ο «αγαπημένος» μαθητής του Kυρίου ημών Iησού Xριστού, εορτάζει τρεις φορές το χρόνο· στις 8 Mαΐου, στις 30 Iουνίου μαζί με τους άλλους αποστόλους, και σήμερα 26 Σεπτεμβρίου. Σήμερα η αγία Ορθόδοξος Eκκλησία μας εορτάζει το θάνατό του.
―Tο θάνατο εορτάζουμε;…
Nαί· αλλa δε’ λέγεται θάνατος. Σήμερα, αν πιάσετε τα βιβλία της Eκκλησίας, ο θάνατος ονομάζεται «μετάστασις». Όπως κάθε άνθρωπος, έτσι και ο άγιος Iωάννης και όλοι οι άγιοι έχουν αρχή και τέλος. Hταν νέος, ο πιο νέος μέσα στην ομάδα των αγίων αποστόλων, όταν ακολούθησε τ0 Xριστό. Έπειτα γέρασε· έφτασε τα 100-105 χρόνια, άσπρισαν τα μαλλιά του. Kαι σαν σήμερα κοιμήθηκε· άγγελοι πήραν την άγία του ψυχή στον ουρανό. Tην κοίμησι λοιπόν και μετάστασί του εορτάζουμε.
O θάνατος για όποιον δεν πιστεύει είναι το πιο τρομερό. Mα όποιος πιστεύει στο Xριστό με την καρδιά του δε’ το φοβάται. Eίναι απλώς ένα επεισόδιο στη ζωή, μία πόρτα που ανοίγει για να φύγει ο άνθρωπος από το μάταιο αυτό κόσμο και να πάει σ’ έναν άλλο κόσμο.
Δυό τάφους θ’ αλλάξουμε. O πρώτος είναι κοιλιά της μάνας μας. Σαν τάφος μοιάζει. Eκεί το έμβρυο μένει κλεισμένο εννιά μήνες, μέσα σε αίματα και ακαθαρσίες, και μετά βγαίνει έξω. O άλλος τάφος είναι το χώμα της γης. Eκεί θα μείνουμε πλέον όχι εννια μήνες, αλλά χρόνια. Oπως βγήκαμε από την κοιλιά της μάνας μας και είδαμε τον ήλιο, έτσι θα βγούμε και από την κοιλιά της γης ένδοξοι και ωραίοι. Aυτή είναι η πίστις μας· ότι όποιος πιστεύει στο Xριστό, «καν αποθάνει, ζήσεται» (Iωάν. 11,26).
Nαί· αλλά για να δούμε τον ουρανό και τον παράδεισο, όπου είναι ο άγιος Iωάννης, πρέπει να ζήσουμε κ’ εμείς όπως εκείνος.
O άγιος Iωάννης αγαπούσε το Θεό. Όλο περι αγάπης μιλούσε. Aν διαβάσουμε το Eυαγγέλιο και τις τρεις καθολικές Eπιστολές του, θα δούμε, ότι μια λέξι που συχνά αναφέρει είναι η αγάπη. Kαι έδωσε τον πιο ωραίο ορισμό όταν είπε· «O Θεός αγάπη, εστί» (A΄ Iωάν. 4,8,16).
O Θεός είναι αγάπη. Tο ‘χουμε καταλάβει αυτό, αγαπητοί μου; Θα προσπαθήσω με απλά λόγια να σας το εξηγήσω.

* * *

O Θεός έκανε τον άνθρωπο από αγάπη, όχι από ανάγκη. Kι όταν τον δημιούργησε, δεν τον έρριξε σ’ ένα ξερονήσι ή σ’ ένα από τα τόσα αστέρια όπου επικρατεί νέκρα. Tον έβαλε εδώ στη γη, σ’ αυτό τον πλανήτη, όπου υπάρχουν όλα τ’ αγαθά που χρειάζεται για να ζήσει. Διότι μόνο εδώ, το τονίζω, υπάρχουν όλα τα ωραία και χρήσιμα πράγματα· εδώ πνέει αεράκι που γεμίζει τα πνευμόνια σου· εδώ τρέχουν νερά κρυστάλλινα· εδώ φυτρώνει χορτάρι, βλάστησι, δέντρα με καρπούς· εδώ υπάρχουν ποταμοί, λίμνες, θάλασσες· εδώ υπάρχουν ζώα στην ξηρά και ψάρια στα νερά. Στο φεγγάρι δε’ φυσάει αέρας. Oι αστροναύτες, που πήγαν εκεί, ήταν εφωδιασμένοι με μπουκάλες οξυγόνο, όπως βάζουν οι γιατροί στους αρρώστους. Στη σελήνη δεν υπάρχει τίποτα· ούτε μήλο, ουτε αχλάδι, ούτε σταφύλι, ουτε ντομάτα, ούτε πουλάκι, ούτε αρνάκι, ουτε ποτάμι, ούτε θάλασσα, ούτε ψάρια… Eρημιά.

Oλα τα ωραία τα έκανε η αγάπη του Θεού. Aλλ’ αν με ρωτήσετε, ποιό απ’ όλα αυτά είναι το πιο μεγάλο και πιο σπουδαίο, είναι κάτι άλλο, που δυστυχώς δεν το σκεπτόμεθα. Ποιό είναι αυτό; Oτι ο Θεός δεν ενδιαφέρθηκε να μας δώσει μόνο αγαθά, αλλά μας έδωσε ακόμα και τον εαυτό του! Πώς, αγαπητά μου αδέρφια, να σας το πω αυτό για να το αισθανθείτε; Aς μιλήσω παραβολικώς.
Hταν, λέει, κάποτε ένας βασιλιάς που αγαπούσε τους υπηκόους του. K’ επειδή δεν έφτανε στ’ αυτιά του η αλήθεια, θέλησε να δει από κοντά τον πόνο τους. Aλλά πώς; Σκέφτηκε το εξής. Πέταξε απ’ το κεφάλι το στέμμα, έβγαλε τα βασιλικά ρούχα, τα σπαθιά και τα παράσημα, φόρεσε ρούχα ζητιάνου, και ξυπόλητος μ’ ένα ραβδί άρχισε να περιοδεύει το βασίλειό του. Ποιός να φανταστεί, ότι αυτός που έμπαινε στα σπίτια και τις καλύβες κ’ έπαιρνε στην αγκαλιά του τα ορφανά και μιλούσε με τις χήρες και σπόγγιζε τα δάκρυά τους, ποιός να φανταστεί, ότι αυτός ο κουρελιάρης είναι ο βασιλιάς; Kανείς δεν τον γνώριζε. E, αυτό έκανε ο Xριστός. Mη μιλάτε για βασιλιάδες του κόσμου· αυτοί είναι ένα μηδέν μπροστά στο Xριστό. Aυτός είναι ο αφέντης και βασιλεύς του κόσμου, ο βασιλεύς των αγγέλων και αρχαγγέλων· και έκρυψε τη θεότητά του, κατέβηκε εδώ στη γη, περπάτησε ξυπόλητος και έμεινε γυμνός πάνω στο σταυρό. Πόσοι αναγνώρισαν, ότι πίσω από το φτωχό Nαζωραίο ήταν αυτός ο Θεός;
Kατέβηκε λοιπόν ο Xριστός στον κόσμο για να μας δει, να μας διδάξει τα ωραιότερα λόγια, να κάνει τα μεγαλύτερα θαύματα· κατέβηκε να χύσει το τίμιο αίμα του, και είπε· «Λάβετε φάγετε…» (Mατθ. 26,26· Mαρκ. 14,22· A΄ Kορ. 11,24), «Πίετε εξ αυτού πάντες…» (Mατθ. 26,27). Όταν λοιπόν κοινωνάς ―αν πιστεύεις―, ενώνεσαι με το Θεό· αν δεν πιστεύεις, ποτέ σου να μην πατήσεις στην εκκλησιά. «Oσοι πιστοί…» (θ. λειτ.). Mπήκες στην εκκλησιά; – μη μου μιλάτε για λεφτά, για διαμάντια και χρυσάφια, μη μου μιλάτε για τον κόσμο. Eνα πράγμα να λέτε· να μας αξιώνει ο Θεός ν’ ανοίγουμε το στόμα και να παίρνουμε μέσα μας τον θείο μαργαρίτη. Γιατί είναι μαργαρίτης! Όσο αξίζει ένα ψίχουλο, δεν αξίζει όλο το σύμπαν. Γι’ αυτό, αδελφοί μου, μια ευχή σας δίνω· να μην πεθάνετε αμετανόητοι και ακοινώνητοι, να μην κλείσετε τα μάτια χωρίς το μέγα εφόδιο, αλλ’ όταν πλησιάζει η τελευταία ώρα, ν’ αξιωθείτε να κοινωνήσετε. Eνας άγιος ανθρωπάκος στη Φλώρινα, κατάλαβε πως θα πεθάνει. Tον αγαπούσαν τα παιδιά του. ―Nα σε πάμε για γιατρό στην Eλβετία, να σε πάμε στο Λονδίνο… ―Όχι, παιδιά μου· φέρτε τον παπά να κοινωνήσω το Xριστό· ο Xριστός είναι ο γιατρός, το φάρμακο, τα πάντα!… Kι όταν κοινώνησε και έβαλε τον μαργαρίτη στην καρδιά του, είπε· ―Aς πεθάνω πιά, δε’ θέλω τίποτ’ άλλο…

* * *

Eμείς τί πρέπει να κάνουμε, αγαπητοί μου; Mέσα απ’ τα βάθη της καρδιάς μας να λέμε «ευχαριστώ». H κοττούλα, μόλις πιει νερό, υψώνει το κεφάλι, σα’ να λέει στο Θεό· Σ’ ευχαριστώ. Tο σκυλί, του πετάς ένα κόκκαλο, κ’ επειδή δε’ μπορεί να μιλήσει, κουνάει την ουρά του, σα’ να σου λέει· Aφέντη, σ’ ευχαριστώ. Tα ζώα λοιπόν λένε ευχαριστώ· εσύ λες «Xριστέ, σ’ ευχαριστώ»; Tίποτα. Aχάριστε άνθρωπε! Kι όχι μόνο «ευχαριστώ» δεν ακούει ο Xριστός, αλλά και βλαστήμιες· τη μπουκιά έχει στο στόμα και το Θεό βλαστημάει το κτηνάριον!… Eγώ λέω, ότι όλα τα κακά που μας συνέβησαν προέρχονται από αυτή τη μεγάλη αμαρτία.
Hμουν μικρό παιδάκι στο χωριό μου, που τότε είχε πολλούς κατοίκους, 3.000 ανθρώπους – τώρα πια δεν έχει ούτε 400. Oι γονείς μας κι όλοι οι μεγαλύτεροι είχαν πάει στον πόλεμο της Mικράς Aσίας. Πολέμησαν με ανδρεία, έφτασαν μέχρι την Aγκυρα. Aλλά μετά, καταστροφή! Aπ’ τους 200 που είχαν φύγει από το χωριό μας, μόνο 30 επέστρεψαν. Δυστυχία… Kλαίγαμε, όλο το χωριό θρηνούσε για τους σκοτωμένους και τους αιχμαλώτους· μια βδομάδα δε’ φάγαμε, ψωμί δε’ βάλαμε στο στόμα. Kάθισαν έξω από την εκκλησια οι στρατιώτες με τα κουρελιασμένα ρούχα τους, ξυπόλητοι, με τα πόδια τους πρισμένα, τα μάτια κόκκινα, κλαμένοι. Kαι ρωτούσαν οι γέροι· ―Pε παιδιά, πώς το πάθαμε; γιατί αυτή η συμφορά; O ένας έλεγε· ―Φταίνε οι Ρώσοι. O άλλος έλεγε· ―Φταίνε οι Άγγλοι. Aλλοι έλεγαν· ―Φταίνε οι Iταλοί… Eνας λοχίας, που πολεμώντας έφτασε ως την Aγκυρα κ’ είχε αριστεία ανδρείας, λέει· ―Παιδιά, δε’ φταίνε ούτε οι Pώσοι ούτε οι Γάλλοι ούτε οι Aγγλοι…. Eμείς φταίμε· από την ώρα που πατήσαμε στη Σμύρνη μέχρι που φθάσαμε στην Aγκυρα, βλαστημούσαμε το Θεό και την Παναγιά! Mας έφαγαν οι βλαστήμιες…
Στην πραγματικότητα μας άξιζαν ακόμη μεγαλύτερες τιμωρίες. Aν ήθελε ο Θεός, έλεγε στον ήλιο, Φύγε μακριά, να γίνει η γη κρύσταλλο· ή, Zύγωσε στη γη, να την κάνης κάρβουνο. Mας ανέχεται η απειρος àγάπη του. Kανείς δε μας αγαπάει όπως ο Xριστός.
Γι’ αυτό, αδελφοί μου, να προσπαθήσουμε να εξαλειφθεί η βλαστήμια, και μέρα – νύχτα να ευχαριστούμε και να δοξάζουμε το Θεό, που είναι αγάπη, αγάπη μεγάλη και απέραντος. Δόξα στο Θεό· δόξα στην αγία Tριάδα, στον Πατέρα και στον Yιό και στο Άγιο Πνεύμα, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.

† επίσκοπος Aυγουστίνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του αγίου Iωάννου του Θεολόγου στην Παλαίστρας – Φλωρίνης 26-9-1974)

Σταυρος, «μωρια» και «δυναμις»

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Σεπ 8th, 2010 | filed Filed under: Român (ROYMANIKA), εορτολογιο

Ὕψωσις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ

14 Σεπτεμβρίου

Σταυρος, «μωρια» και «δυναμις»

Ἀδελφοί, «ὁ λόγος ὁ τοῦ σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστί, τοῖς δὲ σῳζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστι» (Α΄ Κορ. 1,18)

π. Αυγ. 1998 ιστΕΟΡΤΗ τοῦ σταυροῦ, ἀγαπητοί μου. Πανηγυρίζουμε τὸ ἱστορικὸ ἐκεῖνο γεγονὸς κα­τὰ τὸ ὁποῖο ἡ ἁγία Ἑλένη μετέβη στοὺς ἁγίους Τόπους, ἔσκαψε βαθειὰ στὸν Κρανίου τό­πον, βρῆκε τὸν τίμιο σταυρό, καὶ σὰν σήμερα ὁ τίμιος σταυρὸς ὑψώθηκε, ἐνῷ χιλιάδες λα­ὸς προσηύχετο καὶ ἔλεγε τὸ «Κύριε, ἐλέησον».
Περὶ σταυροῦ ὁμιλεῖ σήμερα τὸ εὐαγγέλιο, περὶ σταυροῦ καὶ ὁ ἀπόστολος. Ἀλλὰ ὁ ἀπόστολος μᾶς λέει κάτι πολὺ παράξενο, καὶ ἐπ’ αὐτοῦ θέλω τώρα νὰ προσέξετε.

* * *

«Ὁ λόγος ὁ τοῦ σταυροῦ», λέει, τὸ κήρυ­γμα γιὰ τὸ σταυρὸ δηλαδή, γιὰ ἄλλους μὲν εἶνε «μωρία» γιὰ ἄλλους εἶνε «σοφία καὶ δύναμις» (Α΄ Κορ. 1,18). Περίεργος λόγος. Τὸ ἴδιο πρᾶγμα εἶ­νε καὶ γλυκὸ καὶ ξινό; Πῶς γίνεται αὐτό; Ὁ λόγος γιὰ τὸ σταυρὸ ἢ θὰ εἶνε μωρία καὶ ὄχι σοφία, ἢ θὰ εἶνε σοφία καὶ ὄχι μωρία· καὶ ἢ θὰ εἶνε ἀδυναμία καὶ ὄχι δύναμις, ἢ θὰ εἶνε δύναμις καὶ ὄχι ἀδυναμία. Καὶ ὅμως τὰ δύο αὐτὰ ἀντίθετα πράγματα συμπίπτουν στὸ σταυρὸ τοῦ Κυρίου. Ποιά ἆραγε νὰ εἶνε ἡ αἰτία τῶν ἀντιθέτων αὐτῶν φαινομένων;
Γιὰ νὰ σᾶς δώσω μιὰ ἰδέα τῆς ἀντιθέσεως ποὺ παρατηρεῖται στὸ σταυρό, ἀναφέρω ἕνα παράδειγμα. Εἶνε ὁ ἥλιος. Βγαίνει ὁ ἥλιος· οἱ ἀκτῖνες του πέφτουν στὸ κερὶ καὶ τὸ κερὶ λειώ­νει· οἱ ἴδιες ἀκτῖνες πέφτουν στὴ λάσπη καὶ ἡ λάσπη γίνεται τοῦβλο. Φταίει ὁ ἥλιος; Ὄχι. Τὸ κερὶ ἔχει τὴν ἰδιότητα, ἅμα ἀνταμώνῃ μὲ τὸν ἥ­λιο νὰ μαλακώνῃ, ἡ λάσπη ἔχει τὴν ἰδιότητα, ἅμα ἀνταμώνῃ μὲ τὸν ἥλιο νὰ σκληρύνεται. Ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ ὑλικὸ καὶ τὶς ἰδιότητές του. Ἔτσι καὶ ὁ σταυρός· ὁ ἴδιος, σὰν ἥλιος ποὺ φωτίζει τὸν κόσμο, γιὰ ἄλλους εἶνε μωρία, γιὰ ἄλλους εἶνε δύναμις καὶ σοφία.
Εἶνε «μωρία» ὁ σταυρός, ἀνοησία, κάτι τὸ ἀ­­νόητο. Ποιοί τὸ ἔλεγαν αὐτό; γιὰ ποιούς ἦ­ταν «μωρία»; Γιὰ τοὺς Ἰουδαίους. Οἱ Ἰουδαῖοι δὲ μποροῦσαν νὰ φανταστοῦν ποτέ, ὅτι ἕ­νας Θεὸς θὰ ἔφτανε σὲ τέτοια μεγάλη ἀδυναμία, ὥστε νὰ πεθάνῃ πάνω σ’ ἕνα σταυρὸ καὶ νὰ γί­νῃ ἀντικείμενο γέλωτος καὶ εἰρωνει­ῶν. Οἱ Ἕλ­ληνες πάλι, ποὺ φαντά­ζονταν τοὺς θεούς των ν’ ἀστράφτουν καὶ νὰ βρον­τοῦν ἀ­πὸ τὴν κορυ­φὴ τοῦ Ὀλύμπου, δὲ μποροῦ­σαν νὰ συμβιβάσουν τὴ θεϊκὴ δύναμι μὲ τὴν ἀ­δυναμία ἑνὸς σταυρωμένου. Γι’ αὐτὸ τὸ κήρυγμα τοῦ Ἐσταυ­ρωμένου τοὺς φαινόταν «μωρία», ἀνόητο.
Ἀλλὰ καὶ γιὰ κάποιους ἄλλους, μέχρι σήμε­ρα, τὸ κήρυγμα γιὰ τὸ σταυρὸ εἶνε μωρία. Ὑ­πάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ἅμα δοῦν ἕνα κορίτσι ἢ ἕνα ἀγόρι, ἕναν ἄνθρωπο γενικά, νὰ πηγαί­νῃ κοντὰ στὸ Θεὸ καὶ στὴν Ἐκκλησία, νὰ ἐξομολογῆται, νὰ κοινωνῇ, ν’ ἀνοίγῃ τὸ Εὐαγγέλιο, λένε εἰρωνικῶς· Πάει, χάζεψε, τοῦ ἔστριψε, εἶνε τρελλός, χαζός, ἀνόητος…· ὅ,τι λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος. Τὸ κήρυγμα τοῦ σταυροῦ γι’ αὐτοὺς εἶνε μιὰ ἀνοησία, μιὰ βλακεία, ὅ­πως τότε γιὰ τοὺς Ἰουδαίους. Ἀλλὰ τὸ ἴδιο κή­ρυγμα, ἐνῷ γι’ αὐτοὺς εἶνε τρέλλα, γιὰ ἄλ­λους εἶνε σοφία καὶ «δύναμις Θεοῦ».
«Δύναμις Θεοῦ»! Πῶς εἶνε «δύναμις Θεοῦ»; Παρατηρῆστε νὰ δῆτε. Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια ὑπῆρχαν τόσοι ἀρχαῖοι διδάσκαλοι – ἂς μὴν ποῦμε τὰ ὀνόματά τους. Προσπάθησαν νὰ σώ­σουν τὸν κόσμο. Τί κατώρθωσαν; Τίποτα, ἀπο­λύτως τίποτα. Δὲν μπόρεσαν νὰ διορθώσουν οὔτε τὴ γυναῖκα τους, οὔτε τὸ παιδί τους, οὔ­τε τὸ γείτονά τους, οὔτε τὸν ἑαυτό τους. Ἦ­ταν ἀδύνατοι. Γιά ἰδέστε τώρα· ἀπὸ τὴν ὥ­ρα ποὺ ὑψώθηκε ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου τί ἀλ­λα­γὴ παρατηρεῖται! Δεξιά του εἶνε ἕνας λῃ­στὴς βουτη­γμένος στὰ αἵματα τῶν ἐγκλημάτων ποὺ ἔκανε. Τίποτα δὲν τὸν διώρθωσε· οὔ­τε οἱ συμβου­λὲς τῆς μάνας καὶ τοῦ πατέρα του, οὔτε ὁ φό­βος τῶν κρατικῶν ὀργάνων, οὔτε οἱ φυλα­κὲς καὶ τὰ σίδερα, οὔτε ὁ βούρδουλας καὶ αὐτὴ ἡ θανα­τικὴ ποινή, τίποτα. Μόλις ὅμως ἔ­πεσαν στὴν καρδιά του οἱ θεϊκὲς ἀκτῖνες τοῦ Ἐσταυ­ρω­μένου, ἄλλαξε· ὁ ἥλιος Χριστὸς μαλάκωσε τὴ σκληρὴ καρδιά του ―διότι στὸ βάθος εἶχε καλὴ διάθεσι― καὶ αὐτὸς ποὺ τίποτα δὲ μποροῦσε νὰ τὸν διορθώσῃ, βλέπεις τώρα νὰ μετανοῇ καὶ νὰ γίνεται ἅγιος. Ναί· ἡ δύναμις τοῦ σταυροῦ τὸν διώρθωσε.
Καὶ δὲν εἶνε μόνο αὐτός. Ἀπ’ τὸν καιρὸ ποὺ ὑψώθηκε ὁ σταυρὸς πολλὰ τέτοια θαύ­ματα, ἠ­­­θικὰ καὶ πνευματικά, σημειώθηκαν μέσα στὴν ἱστορία. Ἄνθρωποι ποὺ ἦταν θυμώδεις καὶ ὀργίλοι ἔγιναν πρᾶοι, ἄνθρωποι ποὺ ἦταν φιλάργυροι ἔγιναν ἐλεήμονες, ἄνθρωποι ἐ­γω­­ϊσταὶ καὶ ὑπερήφανοι ἔγιναν ταπεινοί, ἄν­θρωποι ἀκρατεῖς καὶ λάγνοι ἔγιναν ἐγκρατεῖς καὶ σώφρονες. Αὐτὲς τὶς μεταβολὲς ἔφερε ὁ τίμιος σταυρός, ποὺ εἶνε τὸ κέντρο τῶν μεγά­λων ἀλλοιώσεων, εἶνε «δύναμις Θεοῦ».
Γιὰ νὰ καταλάβουμε κάπως τὰ ἀνεκτίμητα αὐτὰ λόγια τοῦ ἀ­ποστόλου, ποὺ μέχρι σήμερα ἐκπληρώνονται, ὅτι γιὰ ἄλλους μὲν τὸ κήρυγμα τοῦ σταυροῦ εἶνε ἀνοησία καὶ γιὰ ἄλ­λους εἶνε σοφία καὶ δύναμις, ἀναλόγως τῆς δι­­αθέσεως τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ καταλάβου­με ποιά εἶνε ἡ δύναμις τοῦ σταυροῦ, ἀναφέρω ἕνα παράδειγμα ποὺ συνέβη στὴν Ἀγγλία. Ἐ­κεῖ, κοντὰ στὴ θάλασσα, ἦταν ἕνας μεγάλος βράχος, ποὺ ἔπρεπε νὰ μετακινηθῇ. Μα­ζεύ­τη­καν πολλοὶ καὶ προσπάθησαν νὰ τὸν κυλίσουν, μὰ δὲν τὸ κατώρθωσαν. Τότε ἔφεραν ἕ­να γερανό. Ὁ γερανὸς ἔπιασε τὸ βράχο, καὶ μὲ τὸ πάτημα ἑνὸς κουμπιοῦ ὁ βράχος ξεκόλλησε καὶ σηκώθηκε ψηλὰ σὰ νά ’ταν χαλικάκι. Θαύμασαν ὅλοι, πῶς ὁ γερανὸς σήκωσε τὸ βράχο, ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸν κουνήσουν ἑ­κα­τὸ ἄνθρωποι. Τὴν ὥρα ἐκείνη ἕνας ἀπ’ αὐ­τοὺς πῆρε τὸ θάρρος, στράφηκε πρὸς τοὺς ἄλλους, ποὺ ἔ­μεναν ἀκόμη ἔκπληκτοι ἀ­πὸ τὸ παράδοξο θέαμα (τότε γιὰ πρώτη φο­ρὰ γινόταν χρῆσι γερανοῦ) καὶ τοὺς εἶπε· Θαυμάζετε αὐτὸ τὸ πρᾶγμα; θαυμάζετε, πῶς τὸ μηχάνημα αὐτό, ὁ γερανός, πῆρε τὸ βράχο καὶ τὸν ὕ­ψωσε ψηλὰ σὰ νά ’ταν ἕνα ἐλαφρὸ χαλικάκι; Ἐγὼ ἔχω νὰ σᾶς πῶ ἕνα ἄλλο πιὸ θαυμαστὸ πρᾶ­γμα. ―Πιὸ θαυμαστό; ―Πιὸ θαυμα­στό· ἀ­κοῦ­στε. Ἐμένα μὲ ξέρετε πολὺ καλά. Ξέρετε, ὅτι μέχρι πρὶν λίγο καιρὸ ἤμουν ἕ­νας μέθυσος· πήγαινα τὴ νύχτα στὶς ταβέρνες, ἔβγαινα ἀπὸ ᾽κεῖ ἀργά, πήγαινα στὸ σπίτι, χτυποῦ­σα τὴ γυναῖκα μου, τυραννοῦσα τὰ παιδιά μου· ζοῦσα ἕνα βίο ἀνήθικο καὶ φαῦλο, καὶ πότε ἔμ­παινα στὶς φυλακές, πότε γύριζα δεξιὰ κι ἀριστερά. Τώρα, ἀπ’ τὸν καιρὸ ποὺ ἄνοιξα τὸ Εὐαγγέλιο καὶ πίστεψα στὸ Χριστό, ἄλλαξα. Ἐγὼ ἤμουν ὁ βράχος, καὶ ὁ γερανὸς εἶνε ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου!…
Ὡραία εἰκόνα αὐτή. Ὁ σταυ­ρὸς τοῦ Χριστοῦ εἶνε ὁ πανίσχυρος γερανός. Κι ὅπως ὁ γερα­νὸς χαμηλώνει καὶ πιάνει τὰ βά­ρη, ὅσο μεγάλα κι ἂν εἶνε, καὶ τὰ ὑψώνει ψηλὰ μὲ εὐκολία, ἔτσι καὶ ὁ σταυρός. Ἂς εἶνε ἕνας ἄνθρωπος ὁ­σονδήποτε βεβαρημένος ἀ­πὸ ἁμαρτήματα· ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ, καὶ βράχος καὶ βουνὸ ὁ­λόκληρο ἀκόμα νὰ εἶνε τὰ ἁ­μαρτήματά του, μπορεῖ νὰ τὸν σηκώσῃ μὲ τὸ γερα­νὸ τοῦ σταυ­ροῦ τοῦ Κυρίου. Μ’ αὐτὸν ὁ Χριστὸς ἁρπάζει τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ τοὺς ὑ­ψώνει μέχρι τὰ οὐράνια. Γι’ αὐτὸ στοὺς ὕ­μνους τοῦ ἑσπερινοῦ ἀκοῦμε· Χαῖρε, σταυρέ, διὰ τοῦ ὁ­ποίου «ὑ­ψώθημεν ἀπὸ γῆς πρὸς οὐράνια» (ἀπόστ.).

* * *

Σεῖς, ἀγαπητοί μου, ἐλπίζω ὅτι δέχεστε τὸ κήρυγμα τοῦ σταυροῦ καὶ σέβεστε βαθύ­τατα τὸ μυστήριο τοῦ σταυροῦ. Δὲν εἶστε ἀ­πὸ ’κείνους ποὺ κοροϊδεύουν τὸ μυστήριο. Ἀντιθέτως, εἶστε πιστοὶ καὶ εὐσεβεῖς Χριστιανοί. Πιστεύετε στὸ Χριστό, μετανοεῖτε γιὰ τ’ ἁμαρτήματά σας, ἐξομολογεῖσθε σὲ πνευματικὸ πα­­τέρα, κοινωνεῖτε τὸ ἅγιο σῶμα καὶ τὸ τίμιο αἷ­μα του. Ὁ κόσμος, οἱ κυνηγοὶ τῶν δι­ασκεδάσεων οἱ μοντέρνοι θαμῶνες τῶν νυκτερινῶν κέντρων καὶ τοῦ χαρτοπαιγνίου, μπο­ρεῖ νὰ σᾶς θεωροῦν χα­ζούς. Δὲν εἶστε χα­ζοί. Εἶστε εὐφυεῖς, εἶστε οἱ ἄνθρωποι ποὺ συνέλαβαν τὸ νόημα τῆς ζωῆς. Χαζοὶ καὶ ἀνόητοι καὶ τρελλοὶ καὶ κατευθυνόμενοι πρὸς τὴν αἰώνια ἀπώλεια εἶνε αὐτοὶ ποὺ δὲν πιστεύουν στὸ Χριστό. Συνεπῶς, ἐὰν ὁποιοσδήποτε, εἴτε σύζυγος εἴτε συγγενὴς εἴτε γείτονας εἴτε γειτόνισσα, σᾶς λέῃ, Γιατί δὲν συμμετέχετε στὴ ζωὴ τοῦ κόσμου ἀλλὰ χάνετε τὶς εὐκαιρίες νὰ χαρῆτε καὶ περνᾶτε τὸν καιρό σας ἀσκόπως πιστεύοντας στὸ Χριστό, ἐσεῖς αὐτὰ μὴν τὰ ὑ­πολογίζετε. Νὰ τό ᾽χετε καμάρι καὶ παράσημο αὐτὸ τὸν χαρακτηρισμό. Διότι τὸ βλέπετε ὅτι, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὁ λόγος τοῦ σταυροῦ γιὰ ἄλλους μὲν ἦταν «μωρία», γιὰ ἄλλους ἦταν «σοφία καὶ δύναμις».
Εἴθε ὁ τίμιος σταυρὸς νὰ μᾶς ἐνισχύῃ, ὥσ­τε νὰ προχωροῦμε συνεχῶς ἀπὸ πρόοδο σὲ πρόοδο καὶ ἀπὸ ἀρετὴ σὲ ἀρετή, μέχρις ὅτου κα­ταλήξουμε στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τῆς ὁ­ποίας εἴθε ὅλοι ν’ ἀξιωθοῦμε διὰ τῆς λυτρωτι­κῆς θυσίας καὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ἡ­μῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτῆρος στο Ὑψώματος 1020 14-9-1974)

_________________

ΣΤΑ ΡΟΥΜΑΝΙΚΑ

_________________

Predică a Mitropolitului Augustin de Florina
la Înălţarea Cinstitei Cruci

– 14 septembrie –

CRUCEA – „NEBUNIE” ŞI „PUTERE”

Fraţilor, „cuvântul crucii pentru cei ce pier este nebunie, iar pentru noi, cei ce ne mântuim, este puterea lui Dumnezeu” (I Corinteni 1,18)

Sărbătoare a crucii, iubiţii mei. Prăznuim acel eveniment istoric când Sfânta Elena s-a dus la Sfintele Locuri, a săpat adânc în locul Căpăţânii şi a aflat Cinstita Cruce, şi pentru că astăzi Cinstita Cruce a fost înălţată în timp ce mii de oameni se rugau şi spuneau „Doamne, miluieşte!”.
Despre cruce vorbeşte astăzi Evanghelia, despre cruce şi Apostolul. Dar Apostolul ne spune ceva foarte ciudat şi asupra acestui lucru vreau acum să fiţi atenţi.

***

„Cuvântul crucii”, zice, adică propovăduirea despre cruce pentru unii este „nebunie”, iar pentru alţii este „înţelepciune şi putere” (I Corinteni 1,18). Ciudat cuvânt. Acelaşi lucru este şi dulce şi acru? Cum se poate asta? Cuvântul despre cruce sau va fi nebunie şi nu înţelepciune, sau va fi înţelepciune şi nu nebunie. Şi: sau va fi neputinţă şi nu putere, sau va fi putere şi nu neputinţă. Şi cu toate acestea aceste două lucruri opuse coincid în crucea Domnului. Oare care să fie cauza acestor părute antiteze)?
Ca să vă dau o idee a antitezei care se observă în cruce menţionez un exemplu. Este soarele. Răsare soarele. Razele lui cad pe ceară şi ceara se topeşte; aceleaşi raze cad în noroi şi noroiul se face cărămidă. E de vină soarele? Nu. Ceara are însuşirea ca îndată ce se întâlneşte cu soarele să se înmoaie, iar noroiul are însuşirea, ca îndată ce se întâlneşte cu soarele, să se întărească. Depinde de materie şi de însuşirile ei. Aşa şi crucea. Este la fel ca soarele care luminează lumea, pentru unii este nebunie, iar pentru alţii este putere şi înţelepciune.
Crucea este „nebunie”, nerozie, neghiobie. Cine spunea asta? Pentru cine era „nebunie”? Pentru iudei. Iar iudeii nu puteau să-şi imagineze vreodată că un Dumnezeu va ajunge într-o atât de mare neputinţă, încât să moară sus pe o cruce şi să devină obiect de râs şi al ironiilor. Elinii, iarăşi, care îşi imaginau pe zeii lor fulgerând şi tunând din vârful Olimpului, nu puteau să împace puterea divină cu neputinţa unui răstignit. De aceea, propovăduirea Celui Răstignit le părea „nebunie”, o nerozie.
Dar şi pentru alţii, până astăzi, propovăduirea despre cruce este nebunie. Există oameni care, dacă văd o fată sau un băiat, un om, în general, că se apropie Dumnezeu şi de Biserică, că se spovedeşte, că se împărtăşeşte, că deschide Evanghelia, zic ironic: Gata, a luat-o razna, e nebun, prost, neghiob…; tot ce zice astăzi Apostolul. Propovăduirea crucii pentru ei este o nebunie, o tâmpenie, cum era atunci pentru iudei. Dar aceeaşi propovăduire, dacă pentru unii era nebunie, pentru alţii este „înţelepciunea şi puterea lui Dumnezeu”.
„Putere a lui Dumnezeu”! Cum este „putere a lui Dumnezeu”? Fiţi atenţi ca să vedeţi. În anii de demult au existat atât de mulţi dascăli antici – să nu le spunem numele. Au încercat să salveze lumea. Ce-au izbutit? Nimic, absolut nimic. N-au putut să îndrepteze nici pe femeia lor, nici pe copilul lor, nici pe vecinul lor, nici pe ei înşişi. Erau neputincioşi. Ia priviţi acum: din momentul în care s-a înălţat crucea Domnului, ce schimbare se observă! În dreapta Lui este un tâlhar afundat în sângele crimelor pe care le-a făcut. Nimic nu l-a îndreptat; nici sfaturile mamei şi ale tatălui lui, nici teama de organele de stat, nici închisorile şi obezile, nici biciul şi nici chiar pedeapsa cu moartea, nimic. Cu toate acestea, imediat ce au căzut în inima lui razele cele dumnezeieşti ale Celui Răstignit, s-a schimbat. Soarele-Hristos a înmuiat inima lui învârtoşată – pentru că în adânc avea o dispoziţie bună – şi pe cel pe care nimic nu putea să-l îndrepte, îl vezi acum pocăindu-se şi devenind sfânt. Da. Puterea crucii l-a îndreptat.
Şi nu este doar asta. Din vremea în care s-a înălţat crucea multe astfel de minuni, morale şi duhovniceşti, au fost consemnate în istorie. Oameni care erau mânioşi şi irascibili au devenit blânzi, oameni care erau iubitori de arginţi au devenit milostivi, oameni care erau egoişti şi mândri au devenit smeriţi, oameni necumpătaţi şi desfrânaţi au devenit înfrânaţi şi cumpătaţi. Aceste schimbări le-a adus cinstita Cruce, care este centrul marilor leziuni, este „puterea lui Dumnezeu”.
Ca să înţelegem întrucâtva aceste nepreţuite cuvinte ale Apostolului, care se împlinesc până astăzi, că pentru unii propovăduirea Crucii este nebunie, iar pentru alţii este înţelepciune şi putere, proporţional cu dispoziţia omului, ca să înţelegem care este puterea Crucii, aduc un exemplu care s-a întâmplat în Anglia. Acolo, aproape de mare era o stâncă mare, care trebuia să fie mutată. S-au adunat mulţi şi au încercat să o rostogolească, dar nu au reuşit. Atunci au adus o macara. Macaraua a prins stânca şi prin apăsarea unui buton stânca s-a desprins şi a fost ridicată la înălţime ca şi cum ar fi fost o pietricică. S-au minunat toţi cum macaraua a ridicat stânca, pe care nu au putut-o mişca o sută de oameni. În acel moment, unul dintre ei a prins curaj, s-a întors către ceilalţi, care rămăseseră încă uimiţi de ciudata privelişte (atunci pentru prima oară se utiliza macaraua) şi le-a spus: Vă minunaţi de acest lucru? Vă minunaţi că această maşină, macaraua, a luat stânca şi a ridicat-o la înălţime ca şi cum ar fi o uşoară pietricică? Eu am să vă spun un alt lucru mai minunat. – Mai minunat? – Mai minunat. Ascultaţi. Pe mine mă ştiţi foarte bine. Ştiţi că până acum, puţin timp, am fost un beţiv. Mergeam noaptea în crâşme, ieşeam de acolo târziu, mergeam acasă, îmi băteam femeia, îmi tiranizam copiii. Am trăit o viaţă imorală şi necinstită. Şi când intram în la închisoare, când mă suceam în dreapta şi în stânga. Acum, din clipa în care am deschis Evanghelia şi am crezut în Hristos, m-am schimbat. Eu eram stânca, şi macaraua este Crucea Domnului!…

Este frumoasă imaginea aceasta. Crucea lui Hristos este o macara atotputernică. Şi precum macaraua se apleacă şi prinde greutăţile, oricât de mari ar fi, şi le ridică la înălţime cu uşurinţă, aşa şi Crucea. Poate să fie un om oricât de îngreuiat de păcate. Puterea lui Dumnezeu, chiar dacă ar fi păcatele lui şi stâncă şi munte întreg, poate să le ridice cu macaraua Crucii Domnului. Cu aceasta Hristos îi apucă pe păcătoşi şi-i înalţă până în ceruri. Pentru aceasta, la imnele Vecerniei auzim: „Bucură-te, Cruce prin care ne-am ridicat de pe pământ la ceruri” (Stihoavnă).

***

Voi, iubiţii mei, sper că primiţi propovăduirea Crucii şi cinstiţi profund taina Crucii. Nu sunteţi din cei care batjocoresc taina. Dimpotrivă, sunteţi creştini credincioşi şi binecinstitori. Credeţi în Hristos, pocăiţi-vă pentru păcatele voastre. Mărturisiţi-vă părintelui vostru duhovnicesc, împărtăşiţi-vă cu Sfântul Trup şi Cinstitul Lui Sânge. Lumea, vânătorii de distracţii, modernii clienţi ai cluburilor de noapte şi ai jocurilor de cărţi, poate să vă considere proşti. Nu sunteţi proşti, sunteţi inteligenţi. Sunteţi oameni care au înţeles sensul vieţii. Proşti şi neghiobi şi nebuni, care se îndreaptă spre pierzarea cea veşnică, sunt cei care nu cred în Hristos. Prin urmare, dacă oricine, fie soţ, fie rudă, fie vecin, fie vecină vă spune: De ce nu participaţi la viaţa lumii, pierdeţi prilejurile de a vă bucura şi vă petreceţi vremea inutil, crezând în Hristos, voi nu luaţi în calcul aceste vorbe. Această caracterizare s-o aveţi drept laudă şi medalie. Pentru că vedeţi, din epoca Apostolului Pavel, cuvântul Crucii pentru unii era „nebunie”, iar pentru alţii era „înţelepciune şi putere”.
Fie ca cinstita Cruce să ne întărească, aşa încât să înaintăm continuu din putere în putere şi din virtute în virtute până ce vom ajunge în Împărăţia lui Dumnezeu, căreia fie ca toţi să ne învrednicim prin jertfa izbăvitoare şi prin învierea Domnului nostru Iisus Hristos.

†Episcopul Augustin

(Omilia Mitropolitului de Florina, Părintele Augustin Kandiotis, în Biserica Schimbării la Faţă a Mântuitorului, 14.09.1974)

Μεταμορφωσις του Σωτηρος/Schimbarea la Faţă a Mântuitorului

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Αυγ 2nd, 2010 | filed Filed under: Român (ROYMANIKA), εορτολογιο, ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος

6 Αὐγούστου

Υπακοη στο θελημα του Θεου

«Καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπη­τός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε» (Ματθ. 17,5)

METAMOΡΦΩΣΕΩΣ ΣΩΤΗΡΟΣΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΜΑΣ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ μόνη ἀληθινὴ στὸν κόσμο. Ὅσο διαφέρει τὸ διαμάντι ἀπὸ τὰ χαλίκια, τόσο διαφέρει ἡ δική μας θρησκεία ἀπ᾽ ὅλες τὶς θρησκεῖες τοῦ κόσμου. Καὶ εἶνε ἡ μόνη ἀληθινή, διότι αὐτὸς ποὺ ἵδρυσε τὴν ἁγία μας Ἐκκλησία δὲν εἶνε ἕ­νας ἄνθρωπος ὅπως ὅλοι ἐμεῖς, ἀλλὰ εἶνε Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, Θεάνθρωπος. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς εἶνε Θεός. Τὸ φωνάζουν οἱ ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, οἱ προφῆται, μυριάδες ἄνθρωποι· τὸ φωνάζουν καὶ τὰ ἀμέτρητα θαύματα ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων. Ἕνα δὲ ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα θαύματά του εἶνε αὐτὸ ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα· ἡ Μεταμόρφωσις.
Ἂς δοῦμε μὲ λίγα λόγια τὸ θαῦμα αὐτὸ καὶ τί μᾶς διδάσκει.

* * *

Ὅταν ὁ Χριστὸς γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παν­α­γία, φαινόταν στὸν κόσμο σὰν ἕνας κοινὸς ἄνθρωπος, σὰν ὁ πιὸ φτωχὸς ἄνθρωπος. Ὅ­λοι ἐμεῖς κάποιο σπιτάκι ἔχουμε, κανείς δὲν εἶνε ἄστεγος· ἐκεῖνος δὲν εἶχε ποῦ νὰ μείνῃ. Ὅταν κάποιος θέλησε νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ, ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε· «Τὰ πουλιὰ κ’ οἱ ἀλεποῦδες ἔχουν φωλιές, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔ­χει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ», δὲν ἔχει ποῦ νὰ γείρῃ τὸ κεφάλι του (Ματθ. 8,20· Λουκ. 9,58). Ροῦχα πολυτελῆ δὲ φοροῦσε, λεπτὰ στὴν τσέπη δὲν εἶχε, μὲ τὰ πόδια βάδιζε ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριὸ γιὰ νὰ κηρύξῃ τὸ εὐαγγέλιο. Βλέπον­τάς τον λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι ἔτσι, δὲν μποροῦσαν νὰ φανταστοῦν ὅτι κάτω ἀπὸ τὴν ταπεινὴ αὐτὴ ἐμφάνισι κρύβεται τὸ θεῖο μεγαλεῖο, κρύβεται ἡ θεότης.
Ξέρετε τί ἔκανε ὁ Χριστός; Κάτι σὰν ἐκεῖνο ποὺ ἔκανε κάποτε ἕνας βασιλιᾶς τῆς ῾Ρωσίας πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια, τὸν καιρὸ τῶν τσάρων. Αὐτὸς μέσα στὸ παλάτι φοροῦσε κορώνα στὸ κεφάλι, ἦταν ντυμένος τὴ στολὴ μὲ τὰ σπαθιὰ καὶ τὰ διάσημα, κι ὅταν ἔβγαινε ἔξω ὅλοι τὸν προσκυνοῦσαν. Καταλάβαινε ὅμως, ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶνε τυπικὰ καὶ κρύβουν ὑποκρισία. Γι᾽ αὐτὸ τί ἔκανε· μιὰ νύχτα ἔβγαλε τὴν κορώ­να, τὰ σπαθιὰ καὶ τὰ μεταξωτὰ ροῦ­χα, ντύθηκε τὰ ροῦχα ἑνὸς ζητιάνου, πῆρε ἕ­να ῥαβδὶ καὶ ξυπόλητος ἄρχισε νὰ περιοδεύῃ ἀνάμεσα στοὺς ὑπηκόους του. Ὅλοι τὸν ἔ­διω­χναν, ἔβαζαν καὶ τὰ σκυλιὰ νὰ τὸν κυνηγοῦν· κανείς δὲ φανταζόταν, ὅτι κάτω ἀπ᾽ τὰ κουρέλια κρύβεται ὁ αὐτοκράτωρ πασῶν τῶν ῾Ρωσιῶν· μόνο μιὰ καλύβα ἔξω ἀπ’ τὴ Μόσχα ἄνοιξε καὶ τὸν δέχτηκε… Κάτι παρόμοιο λοι­πὸν ἔκανε καὶ ὁ Χριστός μας. Δὲν παρουσιάστηκε πάνω στὴ γῆ ὡς βασιλεὺς τῶν ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, μὲ τὸ ἐκθαμβωτικὸ μεγαλεῖο τῆς θεότητός του. Παρουσιάστηκε ὡς ἕνας φτωχὸς κοινὸς ἄνθρωπος, καὶ γι᾽ αὐτὸ λίγοι τὸν πίστεψαν.
Ἀλλὰ σήμερα, τὴν ἁγία αὐτὴ ἡμέρα, ὁ Χριστὸς ἔδειξε ὅτι εἶνε Θεός. Πῶς τὸ ἔδειξε; Μὲ τὸ θαῦμα ποὺ ἔκανε. Ἡ Μεταμόρφωσις εἶνε ἕνα θαῦμα διαφορετικὸ ἀπὸ τὰ ἄλλα. Ἔκανε θαύματα ὁ Χριστὸς στὴ φύσι· στὴ θάλασσα, στὴν ξηρά, στὰ δέντρα, σὲ πολλὰ κτίσματά του· ἀλλὰ τὸ θαῦμα αὐτὸ τὸ ἔκανε πάνω στὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Δηλαδή;
Πῆρε τοὺς τρεῖς μαθητάς, τὸν Πέτρο τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη, κι ἀνέβηκαν σ᾽ ἕνα ψη­λὸ βουνό, ποὺ μέχρι σήμερα ὑπάρχει καὶ αὐ­τὴ τὴν ἅγια ἡμέρα ἀνεβαίνει ἐκεῖ ὁ πατρι­άρχης τῶν ῾Ρωμαίων – τῶν Ἑλλήνων καὶ γίνεται πάντοτε θεία λειτουργία εἰς τιμὴν καὶ μνή­μην τοῦ γεγονότος. Ἐνῷ λοιπὸν ὁ Χριστὸς ἦ­ταν στὸ Θαβὼρ μὲ τοὺς τρεῖς μαθητάς, ξαφνι­κὰ τί ἔγινε· τὸ ταπεινό του πρόσωπο, ποὺ δὲν διέφερε ἀπὸ τὸ πρόσωπο κάθε ἀνθρώπου, ἄ­στραψε σὰν τὸν ἥλιο, λὲς καὶ κατέβηκε ὁ ἥ­λιος κάτω στὴ γῆ, καὶ τὰ φτωχά του ροῦχα, ποὺ ὕφανε στὸν ἀργαλειὸ ἡ Παναγία, ἔγιναν λευκὰ σὰν τὸ φῶς. Ἦταν μία θεία μεγαλοπρέ­πεια! Δίπλα του, δεξιὰ καὶ ἀριστερά, παρουσι­άστηκαν δυὸ γνωστὲς φυσιογνωμίες καὶ συν­ωμιλοῦσαν μαζί του· ὁ ἕνας ἦταν ὁ Μω­υσῆς, πού ᾽χε πεθάνει πρὶν δυὸ χιλιάδες χρόνια, καὶ ὁ ἄλλος ὁ Ἠλίας, ποὺ τὸν πῆρε στὸν οὐ­ρανὸ ὁ Θεὸς ὅπως γνωρίζουμε. Ὁ Πέτρος ἔκ­θαμβος λέει· Ἐδῶ νὰ μείνουμε, Κύριε, νὰ μὴν κατεβοῦ­με πλέον κάτω (μπροστὰ σ’ ἐκεῖνο τὸ θέ­αμα λησμόνησε γυναῖκα, παιδιά, συγγενεῖς)· ἂν θέλῃς, νὰ φτειάξουμε τρεῖς σκηνές· μία γιὰ σέ­να, μία γιὰ τὸ Μωυσῆ, καὶ μία γιὰ τὸν Ἠ­λία (γιὰ τὸν ἑαυτό του δὲν ἤθελε τίποτε· τοῦ ἔ­φτανε ποὺ ἔβλεπε τὸ Χριστό). Κ’ ἐνῷ ἔ­λεγε αὐ­τά, μιὰ νεφέλη, ἕνα σύννεφο φωτεινό, τοὺς σκέπασε, κι ἀπὸ τὴ νεφέλη ἀκούστηκε φωνὴ νὰ λέῃ· «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπη­τός, ἐν ᾧ εὐ­δόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε» (Ματθ. 17,5). Μόλις οἱ τρεῖς μαθηταὶ ἄκουσαν τὰ λόγια αὐ­τά, ἔπεσαν ἔντρομοι μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ. Ὁ Χριστὸς πλησιάζει, τοὺς ἀγγίζει καὶ λέει· «Σηκω­θῆτε καὶ μὴ φοβεῖσθε». Ὅταν σήκωσαν τὰ μάτια εἶδαν μόνο τὸν Ἰησοῦ. Καὶ καθὼς κατέβαι­ναν ἀπὸ τὸ Θαβὼρ τοὺς ἔδωσε ἐντολή· «Μὴν πῆτε σὲ κανένα αὐτὸ ποὺ εἴ­δατε, μέχρις ὅτου ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀ­ναστηθῇ ἐκ νεκρῶν».

* * *

Αὐτὸ εἶνε τὸ σημερινὸ θαῦμα. Δὲν τὸ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι; δικαίωμά τους. Ἐμεῖς τὸ πιστεύουμε. Σήμερα ὁ Χριστὸς μὲ τὴ μεταμόρ­­φωσι τοῦ προσώπου του ἔδειξε ὅτι εἶ­νε Θεός.
Ὅλα ὅσα ἀκούσαμε εἶνε διδακτικά· τὸ Θαβώρ, ἡ νεφέλη, ὁ Μωυσῆς, ὁ Ἠλίας, ὁ Πέτρος, ὁ Ἰάκωβος, ὁ Ἰωάννης, ὅλα διδάσκουν. Ἀλλὰ ἐγὼ ἀπ᾽ ὅλα αὐτὰ θέλω νὰ προσέξετε ἕνα μόνο· τὴ φωνὴ ποὺ ἔλεγε «αὐτοῦ ἀκούετε».
Ἔδωσε ἐντολὴ ὁ οὐρανὸς ν᾽ ἀκοῦμε τὸ Χρι­­στό. Αὐτὸς εἶνε ὁ ἀρχηγός μας κ’ ἐμεῖς πρέπει νὰ πειθαρχοῦμε σ’ Αὐτόν, ὅ,τι λέει νὰ τὸ ἐκτελοῦμε. Αὐτὴ εἶνε ἡ ὑποχρέωσι κάθε Χριστιανοῦ· εἴτε παπᾶς εἴτε πατριάρχης εἴτε λα­ϊ­κὸς εἶνε, ὅ,τι νά ᾽νε, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ βαπτίστηκε στὴν κολυμβήθρα καὶ δὲν εἶνε πλέον εἰ­δωλολάτρης ἄπιστος καὶ ἄθεος ἀλλὰ ἔγινε Χριστιανός ―πῆρε τὸ ὄνομα τὸ ἀνώτερο ἀπ᾽ ὅλα―, ἀπὸ τὴν ὥρα αὐτὴ ἀνήκει πλέον στὸ Χρι­στό. Καὶ ὅπως ὁ μαθητὴς ὑπακούει στὸ δά­σκα­λο, ὁ στρατιώτης στὸν ἀξιωματικό, ὁ ἀσθε­νὴς στὸ γιατρό, ὁ ναύτης στὸν πλοίαρχο, ἔτσι ἐ­μεῖς πρέπει νὰ ὑπακούουμε στὸ Χριστό.
Καὶ γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· ὑπακούουμε ἐμεῖς στὸ Χριστό; Ἂς βάλῃ ὁ καθένας τὸ χέρι στὴν καρδιὰ καὶ ἂς ἐξετάσῃ. Τί ζητάει ὁ Χριστός;
Ἂς πάρουμε μία ἐντολή. Μᾶς λέει, ὅτι πρέπει ἕξι μέρες νὰ δουλεύουμε, ἀλλὰ τὴν Κυρι­ακὴ ὅλοι στὴν ἐκκλησία (βλ. Ἔξ. 20,8-10· Δευτ. 5,12-15). Τὸ κάνουμε; Δὲν τὸ κάνουμε. Ἐλάχιστες οἱ ἐξαιρέσεις. Στὴν Πρέσπα εἶνε ἕνα μικρὸ χω­ριό, ἡ Ὀξυά, κοντὰ στὴ λίμνη. Πῆγα, χτύπησα τὴν καμπάνα. Δεκαοχτώ κάτοικοι; δεκαοχτὼ παρόντες, οὔτε ἕνας δὲν ἔλειπε! Κατὰ κανόνα ὅμως ὁ κόσμος δὲν ἐκκλησιάζεται.
Ἄλλη ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ εἶνε νὰ ἐξομολο­γούμεθα. Ἂν σᾶς ρωτήσω ἕναν – ἕνα, κι ἀ­πὸ σᾶς ὡρισμένοι δὲν ἔχουν ἐξομολογηθῆ ἀφ’ ὅτου γεννήθηκαν. Ἐλάχιστοι ἐξομολογοῦν­ται, πολὺ λίγοι· οἱ περισσότεροι εἶνε ἀνεξομολόγητοι.
Μᾶς λέει ὁ Χριστὸς νὰ μελετοῦμε τὴν ἁγία Γραφή. Τὸ κάνουμε; Εἶμαι σίγουρος ὅτι ῥαδι­όφωνο ἀκοῦτε, τηλεόρασι βλέπετε, ἐφημερίδες διαβάζετε, ἀλλὰ Εὐαγγέλιο; τίποτα!

-Μας λέει ὁ Χριστός, ὅτι οἱ σύζυγοι πρέπει νὰ εἶνε ἀγαπημένοι. Οὔτε αὐτὴ ἡ ἐντολὴ ἐκ­τελεῖται. Καὶ ἐνῷ στὰ παλιὰ τὰ εὐλογημένα χρόνια καὶ ἡ λέξις διαζύγιο ἦταν ἄγνωστος, τώρα ἄνοιξε φάμπρικα τοῦ διαβόλου καὶ τὰ ζευγάρια διαλύονται. Ξένες γυναῖκες, διεφθαρ­μένες, μᾶς ἦρθαν· γιατὶ ἔπεσε χρῆμα· κι ὅ­που πέσῃ χρῆμα, ἐκεῖ ἔρχεται διαφθορά.

* * *

«Αὐτοῦ ἀκούετε», εἶνε ἡ ἐντολὴ τοῦ οὐρανοῦ. Ἐμεῖς ὅμως φράξαμε τ᾽ αὐτιά μας μὲ βουλοκέρι καὶ δὲν θέλουμε ν᾽ ἀκούσουμε. Ἀλλοῦ τεντώνουμε τὸ αὐτὶ ν’ ἀκούσουμε τὰ ψέματα· τὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μᾶς λέει τὰ σωστά, δὲν θέλουμε νὰ τὴν ἀκούσουμε.
Τί θὰ γίνῃ; Ἐμένα ῥωτᾶτε; Δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ μᾶς ὁ Χριστός· ἐμεῖς τὸν ἔχουμε ἀνάγκη. Ἀνοῖξτε τὶς προφητεῖες· τί λέει ὁ Ἠσαΐας; «Ἐ­ὰν θέλητε καὶ εἰσακούσητέ μου, τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς φάγεσθε». Ἂν μ’ ἀκούσετε, θὰ ἔχετε ὅλα τ’ ἀγαθὰ τῆς γῆς· ἐὰν δὲ μ’ ἀκούσετε, «μά­χαι­ρα ὑμᾶς κατέδεται», θὰ περάσετε ἀπ᾽ τὸ μαχαίρι, θὰ σᾶς φάῃ τὸ μαχαίρι (Ἠσ. 1,19-20).
Καὶ ἔρχεται, ἔρχεται τιμωρία μεγάλη· ἀστρο­πελέκια, σεισμοί, πόλεμοι, «Ἁρμαγεδών» (Ἀπ. 16,16). Σὲ μία νύχτα θ᾽ ἀδειάσουν οἱ πόλεις κι ὅσοι προλάβουν θὰ πιάσουν τὰ βουνά. Διότι ὅλοι μας, παπᾶδες – δεσποτάδες, μικροὶ – μεγάλοι, φύγαμε ἀπ’ τὸ Θεό, δὲν τὸν ἀκοῦμε.
Μακάριος ὅποιος ὑπακούει στὸ Χριστό.
Ταῦτα, ἀγαπητοί, καὶ εἴθε ὁ Θεὸς διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου νὰ ἐλεήσῃ καὶ νὰ σώσῃ ἡμᾶς· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναὸ της Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου Ἀρδάσσης – Ἑορδαίας 6-8-1976 ἡμέρα Παρασκευή)

___________________

ΣΤΑ ΡΟΥΜΑΝΙΚΑ

______________________

Predica Mitropolitului Augustin de Florina
la Schimbarea la Faţă a Mântuitorului


– 6 august –

ASCULTARE FAŢĂ DE VOIA LUI DUMNEZEU
„Şi iată glas din nori zicând: Acesta este Fiul Meu cel iubit, întru Care am binevoit. Pe Acesta să-L ascultaţi!” (Matei 17, 5).

Religia noastră, iubiţii mei, este singura adevărată în lume. Pe cât se deosebeşte diamantul de pietriş, atât se deosebeşte religia noastră de toate religiile din lume. Şi este singura adevărată, pentru că Cel care a întemeiat Sfânta noastră Biserică nu este un om, ca noi toţi, ci este Dumnezeu şi om, Dumnezeu-Om. Domnul nostru Iisus Hristos este Dumnezeu. O strigă îngerii şi arhanghelii, proorocii, miriade de oameni. O strigă şi nenumăratele minuni pe care le-a făcut, le face şi le va face până la sfârşitul veacurilor. Iar una din cele mai mari minuni ale Sale este aceasta pe care o sărbătorim astăzi: Schimbarea la Faţă. Să vedem în câteva cuvinte această minune şi ce anume ne învaţă.

***
Când Hristos s-a născut din Preasfânta, s-a arătat în lume ca un om comun, ca cel mai sărac om. Noi toţi avem o căsuţă; nimeni nu este fără acoperiş. El nu a avut unde să locuiască. Când cineva a vrut să-L urmeze, Hristos i-a spus: „Păsările şi vulpile au cuiburi, dar Fiul Omului nu are unde să-Şi plece capul” (Matei 8, 20; Luca 9, 58). Haine scumpe n-a purtat. Bani în buzunar nu a avut, pe jos mergea din sat în sat ca să propovăduiască Evanghelia. Aşadar, văzându-L oamenii aşa, nu au putut să-şi imagineze că sub această înfăţişare smerită se ascunde dumnezeiasca măreţie, se ascunde Dumnezeirea.
Ştiţi ce a făcut Hristos? Ceva asemănător cu ce a făcut odată un împărat din Rusia, înainte cu mulţi ani, în vremea ţarilor. Acesta, în palat, purta coroană pe cap, era îmbrăcat în veşmânt, cu sabie şi însemnele regale, iar când ieşea afară toţi i se închinau. A înţeles însă că toate acestea sunt formale şi ascund o ipocrizie. De aceea, ce a făcut? Într-o noapte şi-a scos coroana, sabia şi hainele de mătase, s-a îmbrăcat în hainele unui cerşetor, a luat un toiag şi a început să se plimbe desculţ printre supuşii săi. Toţi îl alungau. Puneau şi câinii să-l alunge. Şi nimeni nu-şi închipuia că sub zdrenţe se ascunde ţarul tuturor ruşilor. Doar o colibă din afara Moscovei s-a deschis şi l-a primit… Aşadar, ceva asemănător a făcut şi Hristosul nostru. Nu S-a arătat pe pământ ca un împărat al îngerilor şi arhanghelilor, cu măreţia orbitoare a Dumnezeirii Sale. S-a arătat ca un om comun şi sărac, şi, de aceea, puţini au crezut în El.
Dar astăzi, în această sfântă zi, Hristos a arătat că este Dumnezeu. Cum a arătat-o? Prin minunea pe care a făcut-o. Schimbarea la Faţă este o minune diferită de celelalte. Hristos a făcut minuni în natură: pe mare, pe uscat, în copaci, în multe făpturi ale Sale; dar această minune a făcut-o asupra propriei Sale Persoane. Adică?
I-a luat pe cei trei ucenici – Petru, Iacov şi Ioan, şi s-au suit pe un munte înalt, care există până astăzi, iar în această sfântă zi urcă acolo patriarhul romeilor–elini şi are loc întotdeauna Dumnezeiasca Liturghie în cinstea şi pomenirea evenimentului. Prin urmare, în timp ce Hristos era pe Tabor cu cei trei ucenici, deodată ce s-a întâmplat? Smerita Lui Faţă, care nu se deosebea de faţa oricărui om, a strălucit ca soarele – parcă se coborâse soarele pe pământ – şi hainele lui sărace, pe care le-a ţesut în război(ul de ţesut) Preasfânta, s-au făcut albe ca lumina. Ce măreţie dumnezeiască! Lângă El, de-a dreapta şi de-a stânga, s-au arătat două fizionomii cunoscute şi vorbeau împreună cu El. Unul era Moise, care murise înainte cu 2000 de ani, iar celălalt Ilie, pe care l-a luat Dumnezeu la cer – precum ştim. Petru uluit, zice: Să rămânem aici, Doamne; să nu mai coborâm de aici (în faţa acelei privelişti uitase de femeie, copii, rude); dacă vrei, să facem trei colibe: una pentru Tine, una pentru Moise şi una pentru Ilie (pentru el însuşi nu voia nimic; îi era de-ajuns că-L vedea pe Hristos). Şi în timp ce zicea acestea, un nor luminos i-a acoperit şi din nor s-a auzit un glas zicând: „Acesta este Fiul Meu Cel iubit, întru care bine am voit. Pe Acesta să-L ascultaţi” (Matei 17, 5). Doar cei trei ucenici au auzit aceste cuvinte şi au căzut speriaţi cu faţa la pământ. Hristos se apropie, îi atinge şi le zice: „Sculaţi-vă şi nu vă temeţi”. Când şi-au ridicat ochii, L-au văzut doar pe Iisus. Şi în timp ce coborau de pe Tabor le-a poruncit: „Să nu spuneţi nimănui ceea ce aţi văzut, până când Fiul Omului nu va învia din morţi”.

***

Aceasta este minunea de astăzi. Nu cred în ea necredincioşii? Alegerea lor. Noi credem în ea. Astăzi Hristos prin transfigurarea feţei Sale a arătat că este Dumnezeu.
Toate câte le-am auzit sunt spre învăţătură: Taborul, norul, Moise, Ilie, Petru, Iacov, Ioan, toate învaţă. Dar eu din toate acestea vreau să luaţi aminte doar la un lucru: La glasul care a zis „Pe Acesta să-L ascultaţi!”.
Cerul a dat o poruncă să-L ascultăm pe Hristos. Acesta este Conducătorul nostru şi noi Acestuia trebuie să ne supunem, ca orice zice să îndeplinim. Aceasta este datoria fiecărui creştin; fie preot, fie patriarh, fie laic, orice ar fi, din clipa în care s-a botezat în cristelniţă şi nu mai este un idolatru necredincios şi un ateu, ci s-a făcut creştin – a primit numele cel mai înalt din toate –, din ceasul acela, de acum aparţine lui Hristos. Şi aşa cum un elev ascultă de învăţător, soldatul de ofiţer, bolnavul de medic, marinarul de căpitan, aşa şi noi trebuie să ascultăm de Hristos.
Se naşte întrebarea: Ascultăm noi de Hristos? Să-şi pună fiecare mâna pe inimă şi să examineze. Ce cere Hristos?
Să luăm o poruncă. Ne spune că trebuie ca şase zile să lucrăm, dar duminica toţi la biserică (veţi Ieşire 20, 8-10; Deuteronom 5, 12-15). Facem asta? Nu o facem. Cu foarte mici excepţii. În Prespe este un sătuc, Oxia, în apropierea unui lac. Am fost acolo şi am tras clopotul. 18 locuitori? 18 prezenţi. Niciunul nu lipsea! Însă în mod regulat lumea nu merge la biserică.
Altă poruncă a lui Hristos este să ne spovedim. Dacă vă întreb pe rând, unul câte unul, şi unii dintre voi nu s-au spovedit de când s-au născut. Foarte puţini se spovedesc, foarte puţini; cei mai mulţi sunt nemărturisiţi.
Ne zice Hristos să studiem Sfânta Scriptură. O facem? Sunt sigur că ascultaţi radioul, vă uitaţi la televizor, ziarele le citiţi, dar Evanghelia? Nimic!
Ne zice Hristos că soţii trebuie să se iubească. Nici această poruncă nu se ţine. Dacă în binecuvântaţii ani de demult cuvântul „divorţ” era necunoscut, acum s-a deschis fabrica diavolului şi cuplurile se destramă. Femeile străine şi stricate au ajuns şi la noi, pentru că căzut banul; şi unde cade banul, acolo vine stricăciunea (căderea morală).

***

„Pe Acesta să-L ascultaţi!” este porunca cerului. Noi însă ne-am astupat urechile cu dopuri de ceară şi nu vrem să auzim. În altă parte ciulim urechea, ca să auzim minciunile; dar glasul lui Hristos, care ne spune cele bune şi drepte nu vrem să-l ascultăm.
Ce se va întâmpla? Pe mine mă întrebaţi? Nu are nevoie de noi Hristos. Noi avem nevoie de El. Deschideţi profeţiile! Ce zice Isaia? „Dacă veţi vrea şi Mă veţi asculta, bunătăţile pământului veţi mânca”. Iar de nu Mă veţi asculta, „sabia vă va mânca”, veţi trece prin sabie (Isaia 1, 19 – 20).
Şi vine, vine pedeapsa cea mare: trăsnete, cutremure, războaie, „Armaghedonul” (Apocalipsa 16, 16). Într-o noapte se vor goli oraşele şi toţi care vor avea timp vor fugi în munţi, ca să nu fie prinşi. Pentru că noi toţi, preoţi – episcopi, mici – mari, L-am părăsit pe Dumnezeu. Nu-L ascultăm.
Fericit este cel care-L ascultă pe Hristos.
Acestea, iubiţilor, şi fie ca Dumnezeu prin mijlocirile Preasfintei Născătoare de Dumnezeu să ne miluiască şi ne mântuiască pe noi. Amin.

† Episcopul Augustin

(Omilia Mitropolitului de Florina, părintele Augustin Kandiotis în Sfânta Biserică a Schimbării la Faţă a Domnului, Ardassis-Eordeea, 06.08.1976, într-o zi de vineri)

(trad. Frăţia Ortodoxă Misionară “Sfinţii Trei Noi Ierarhi”,
după http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=14061)

ΠΟΙΑ Η ΑΙΤΙΑ ΤΟΥ ΔΙΩΓΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ;

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιούλ 27th, 2010 | filed Filed under: Român (ROYMANIKA), εορτολογιο, ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

Τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος
27 Ἰουλίου

Εδιωχθη απο φθονο

«Ηδει γὰρ ὅτι διὰ φθόνον παρέδωκαν αὐτόν» (Ματθ. 27,18)

Ag. Pantel.ΚΑΙ ΠΑΛΙ, ἀγαπητοί μου, τιμοῦμε τὴν ἱερὰ μνήμη τοῦ μεγαλομάρτυρος Παντελεή­μο­­νος. Τὸ θέμα μας θὰ εἶνε τὸ ἐρώτημα· Ποιά ἡ αἰτία τοῦ διωγμοῦ τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος; Σ᾿ αὐτὸ θὰ δώσουμε μία σύντομη ἀπάντησι.

* * *

Ὁ ἅγιος Παντελεήμων ἔζησε καὶ ἤθλησε στὴν ἐποχὴ τῶν διωγμῶν, ὅταν στὴ ῾Ρώμη αὐ­τοκράτωρ ἦταν ὁ Διοκλητιανός. Γεν­νήθηκε στὴ Νικομήδεια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ὁ πατέρας του ἦταν εἰδωλο­λά­τρης, ἀλλὰ ἡ μητέρα του ἦταν ἀπὸ τὶς γυναῖ­κες ποὺ φύτευαν βαθειὰ στὴν καρδιὰ τῶν παιδιῶν τους τὴν πίστι στὸ Χριστό. Διδά­χθηκε λοιπὸν ὁ ἅγιος Παντελεήμων ἀ­πὸ τὴ μη­τέρα του τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεως.
Ἦταν εὐφυής. Εἶχε κλίσι στὰ γράμματα. Σπούδασε τὴν ἰατρικὴ κοντὰ σὲ δι­α­κεκριμέ­νους ἐπιστήμονες. Ἀ­νεδεί­χθη κορυφαῖος ἰατρός. Πολλοὶ ἰατροὶ ὑ­πῆρ­χαν τότε, ὅπως ὑπάρ­χουν καὶ σήμερα. Εἶ­­νε ὅ­μως σπάνιο νὰ βρεθῇ γιατρὸς Χριστιανός. Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον εἶνε ἄπιστοι, ὑλισταί. Καὶ νά ᾿ταν καμμιὰ ἀξία; ὁ Θε­ὸς νὰ σᾶς φυ­λάῃ, μὴν πέσετε στὰ χέρια τους.
Ὁ ἅγιος Παντελεήμων διέφερε. Κατὰ τί διέφερε; Διέφερε σὲ τρία σημεῖα.
⃝ Πρῶ­τον ὡς πρὸς τὸ χρῆμα· ἐκεῖνοι ἦταν φι­λάργυροι· ἐκμεταλλεύοντο τοὺς ἀσθενεῖς καὶ θησαύριζαν· ὁ ἅγιος Παντελεήμων ἦταν ἀν­ιδιοτελής, ἰδεολόγος. Ἀσκοῦ­σε τὴν ἐπιστήμη ὡς ἱεραποστολή. Τὸν ἔβλεπαν νὰ ἐπισκέπτεται τὴ νύχτα σὰν ἄγγελος τὶς καλύ­βες. Ἐνῷ οἱ ἄλλοι πήγαιναν μόνο στὰ σπίτια τῶν μεγά­λων, αὐτὸς πήγαινε στὶς φτωχο­συνοικίες καὶ ὑπηρετοῦσε τοὺς ἀσθενεῖς.
⃝ Τὸ δεύτερο στὸ ὁποῖο δι­­έφερε ἀπὸ τοὺς ἄλ­­λους. Ὅπως εἶπε διάσημος Ἕλλην καθηγητὴς τοῦ πανεπιστημίου, οἱ ἰατροὶ συχνὰ ἀ­σκοῦν τὴν ἰατρικὴ ὡς κτηνιατρική· εἶνε κτη­νί­ατροι μᾶλλον παρὰ ἰατροί. Δὲ βλέπουν τί­ποτε ἄλλο παρὰ μόνο φλέβες, κόκκαλα, σάρ­κες, ἱστούς, καρδιές, πνευμό­νια. Ὁ ἄνθρωπος εἶνε καὶ αὐτὰ ἀσφαλῶς· ἀλ­λὰ πίσω ἀπὸ αὐτὰ ὑπάρχει κάτι τὸ ἀόρατο· ὑ­πάρχει ἕνα «μοτεράκι», ποὺ κινεῖ τὴν βιολογι­κὴ – σωματι­κὴ ὕπαρξι τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ὁ γιατρός, ὅ­ταν δὲ «βλέπῃ» τὸ «μοτεράκι» αὐ­τό, εἶνε τυφλός, δὲν εἶνε εἰς θέσιν νὰ ἀσκήσῃ τὸ ἔργο του. Τὸ «μοτεράκι» αὐτὸ εἶνε ὁ ψυχικὸς πα­ρά­γων, ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Πλῆθος πειρά­ματα καὶ παρατηρήσεις ἀπέδειξαν, ὅτι ἡ ψυ­χὴ μὲ τὰ πάθη, τὴν ἐνοχή, τὸ ἄγχος της ἐπιδρᾷ πολὺ στὸ σῶμα. Ὑπάρχει ἀλληλεπί­δρα­σι μεταξὺ σώματος καὶ ψυχῆς. Αὐτὸ ποὺ ψάλ­λει ἡ Ἐκκλησία μας τὸ Δεκαπενταύγουστο εἶ­νε καὶ ἐπιστημονικῶς ἀληθές· «Ἀπὸ τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν ἀσθενεῖ τὸ σῶμα, ἀσθε­νεῖ μου καὶ ἡ ψυχή» (Μικρ. Παρακλ. κανών). Καὶ τὰ δύο ἀσθενοῦν· ἀλλὰ ἡ πηγὴ – ἡ ῥίζα τοῦ κακοῦ εἶνε ἡ ἁμαρτία. Ἔκανε λοιπὸν ὁ ἅγιος Παντε­λεήμων τὴν ὀρ­θὴ διάγνωσι· ἔβλεπε ὅτι, ὅταν ἡ ψυχὴ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ τὴν ἐνοχή, τὸ σῶμα ζω­ογονεῖται, ὁ ἄνθρωπος ἀναπνέει. Πολλὲς ἀσθέ­νειες (ἀποπληξίες, ἐμφράγματα, καρκίνοι) ἔ­χουν τὴν αἰτία τους στὸν ψυχικὸ κόσμο· κά­ποια πίκρα ἀπὸ τύψεις ἢ ἀπὸ συκοφαντία ἢ διαβολὴ ἢ ἀδι­κία ἢ παραγκωνισμὸ ποτίζουν μὲ φαρμάκι τὸ σῶμα.
⃝ Διέφερε λοιπὸν πρῶτον διότι δὲν ἀπέβλεπε στὸ χρῆμα, δεύτερον διότι ἔβλεπε τὸν ἄν­θρωπο ὡς ψυχοσωματικὴ ὁλότητα, καὶ τρίτον διότι, ἐκτὸς τῶν ἄλλων φαρμάκων ποὺ εἶχαν καὶ οἱ ἄλλοι ἰατροί, ὁ ἅγιος Παντελεήμων διέθετε ἕνα σπάνιο – μοναδικὸ φάρμακο, καὶ αὐ­τὸ ἦταν ἡ πίστις. Πίστευε βαθειά. Γι᾿ αὐτό, μα­ζὶ μὲ τὰ φάρμακα ἀπὸ βότανα τῆς γῆς ποὺ χορη­γοῦσε, γονάτιζε δίπλα στὸ προσκέφαλο τοῦ ἀ­σθενοῦς, προσευχόταν καὶ ―ἂς μὴν πιστεύ­ουν οἱ ἄπιστοι, ἐμεῖς πιστεύουμε― ὁ ἀ­σθε­νὴς ἐ­θεραπεύετο. Καὶ μέχρι σήμερα βλέπουμε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ σὲ κλινικές, νοσοκομεῖα καὶ θεραπευτήρια. Εἶνε πράγματι τεραστία ἡ δύναμις τῆς πίστεως, φάρμακο θεραπείας ψυχικῶν καὶ σωματικῶν νοσημάτων.
Αὐτὸς ἦταν ὁ ἅγιος Παντελεήμων. Καὶ γι’ αὐ­τὸ στὸ ἰατρεῖο του σχημάτιζαν κάθε μέρα οὐ­ρὰ οἱ ἀσθενεῖς, ἐνῷ στοὺς ἄλλους γιατροὺς τῆς Νικομηδείας δὲν πήγαιναν πλέον. Αὐτὴ ὅμως ἡ προτίμησις ἄναψε στὶς καρδιὲς τῶν συναδέλφων του τὴν κίτρινη λαμπάδα τοῦ φθό­νου. Τὸν φθόνησαν, τὸν μίσησαν. Ἔβλεπαν ὅ­τι, ὅσο ἦταν αὐτὸς γιατρὸς στὴ Νικομήδεια, αὐτοὶ ἔπρεπε ν᾿ ἀλλάξουν ἐπάγγελμα· ὅλοι ἔτρεχαν στὸν ἅγιο Παντελεήμονα. Καὶ ἀσθενεῖς, ποὺ ἐκεῖνοι τοὺς ἀπήλπιζαν, εὕρισκαν τὴ θεραπεία τους κοντά του. Ἰδού λοιπὸν ἡ αἰτία τοῦ φθόνου. Γι’ αὐτὸ τὸν κατεδίωξαν. Τὸν μή­νυσαν στὶς ἀρχές. Μὲ ποιά κατηγορία, ὡς τί; ὡς φιλάργυρο; ὡς πλεονέκτη; ὡς μοιχό; ὡς πόρνο; ὡς κίναιδο; ὡς ἐγκληματία; Τίποτε ἀ­πὸ αὐτά. Ἐὰν τὸν κατηγοροῦσαν γι᾿ αὐτά, μέ­σα στὸ παρηκμασμένο τότε καθεστώς, θὰ ἀ­πηλλάσ­σετο. Τὸν κατηγόρησαν μὲ μιὰ κατηγορία ποὺ ἔπιανε. Ἔτσι εἶνε, ἀλλάζουν οἱ κατηγορίες γιὰ τοὺς πιστοὺς κατὰ ἐποχή· χρησιμοποι­εῖται ἄλλοτε ἡ ἄλφα, ἄλλοτε ἡ βῆτα, ἄλλοτε ἡ γάμμα κατηγορία. Δὲν θὰ ἐπεκταθῶ ἐπ’ αὐ­τοῦ, νὰ σᾶς παρουσιάσω πῶς, ἀπ’ τὸν καιρὸ ποὺ φτειάσαμε βασίλειο, μὲ διάφορες ψευτο­κατηγορίες, μὲ ταμπέλλες ποὺ κολλοῦν φθονεροὶ στὶς πλάτες ἀξίων ἀνθρώπων, τοὺς ἐξ­οντώνουν ―ἐνῷ κατὰ βάθος δὲν πιστεύ­ουν τὶς κατηγορίες― καὶ πῶς κρίνουν πλέον τοὺς ἀνθρώπους μὲ κριτήρια ὄχι σταθερά (ἠθικά), ἀλλὰ μεταβλητά (πολιτικὰ κ.λπ.).
Τὸν κατηγόρησαν λοιπὸν μὲ τὴν φοβερὰ τότε κατηγορία ὅτι εἶνε Χριστιανός. Καὶ ἔ­φτανε ἡ κατηγορία αὐτὴ νὰ ὁδηγήσῃ τὸν ἄν­θρωπο στὸ ἐκτελεστικὸ ἀπόσπασμα. Συνε­λή­φθη, ὡδηγήθη ἐνώπιον τῶν ἀρχῶν, ὡμο­λόγησε μὲ παρρησία τὴν πίστι του, ὑπεβλήθη σὲ παντοειδῆ μαρτύρια, καὶ ἔτσι ἡ ἁγία του ψυχὴ σὰν ὁλόλευκο περιστέρι πέταξε στὰ οὐ­ράνια σκηνώματα, γιὰ νὰ συναγάλλεται μὲ ἁ­γίους ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους.

* * *

Ἰδού, ἀγαπητοί μου ἡ αἰτία τῆς καταδιώξεως καὶ τοῦ μαρτυρίου τοῦ ἁγίου Παντελεή­μονος· ὁ φθόνος.
῎Ω ὁ φθόνος, μεγάλο – ἀ­βυσσαλέο πάθος! Εἶνε σκουλήκι καὶ ἔχιδνα ποὺ κατατρώει τὰ σπλάχνα τοῦ φθονεροῦ, ἀλλὰ εἶνε καὶ ὁ τά­φος μεγάλων ἀνδρῶν. Τρο­μερὰ τ᾿ ἀποτελέ­σματά του. Ἂν ἀνοίξουμε τὴν ἱερὰ ἱστορία, θὰ δοῦμε, ὅτι αὐτὸς ὑπῆρξε ἀρχὴ τῆς καταστροφῆς τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. «Φθόνῳ δι­αβόλου», λέει ὁ Σολομῶν, «θάνατος εἰσῆλ­θεν εἰς τὸν κόσμον» (Σ. Σολ. 2,24). Φθόνησε ὁ σατανᾶς τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου, καὶ τὸ φθο­νεῖ. Γιὰ τὸ πρῶτο αἷμα ποὺ χύθηκε πάνω στὴ γῆ αἰτία ἦταν ὁ φθόνος· ὁ Κάϊν φθόνησε τὸν ἀδελφό του Ἄβελ καὶ τὸν ἐφόνευσε «εἰς τὸ πεδίον» (Γέν. 3,8). Ἀπὸ φθόνο ὁ Ἠσαῦ κατεδίωξε τὸν Ἰακώβ (βλ. ἔ.ἀ. 27,41), τὰ ἕντεκα παιδιὰ τοῦ Ἰακὼβ κατεδίωξαν τὸν Ἰωσὴφ τὸν πάγκαλο (βλ. ἔ.ἀ. κεφ. 37ο), ὁ βασιλεὺς Σαοὺλ κατεδίωξε τὸν Δαυΐδ (βλ. Α΄ Βασ. 19,10), καὶ μακρὰ σειρὰ ἁγίων ἀνθρώπων ἐξωντώθηκαν.
Παραδείγματα ἔχουμε καὶ στὴ δική μας ἐ­θνικὴ ἱστορία. Μεγάλοι ἄνδρες ἐξωντώθηκαν, ὅπως ὁ δίκαιος Ἀριστείδης στὴν ἀρχαιότητα, ὁ Σωκράτης ποὺ ἤπιε τὸ κώνειο, στὰ νεώτερα χρόνια ὁ Χαρίλαος Τρικούπης, κ.ἄ..
Ἀλλὰ τί χρειάζονται τὰ ἄλλα παραδείγματα; ῾Ρῖξτε ἕνα βλέμμα στὸ πραιτώριο καὶ στὸ Γολγοθᾶ. «Ποιόν ἀπὸ τοὺς δύο θέλετε ν᾿ ἀ­πο­λύσω», ἐρωτᾷ ὁ Πιλᾶτος, «τὸν Βαραββᾶ ἢ τὸν Ἰησοῦν;». Ὅλοι φωνάζουν· «τὸν Βαραββᾶ». Καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς ψυχολογικώτατα σημειώνει· «ᾜδει γάρ», ἐγνώριζε δηλαδὴ ὁ Πι­λᾶ­τος, «ὅτι διὰ φθόνον παρέδωκαν αὐτόν» (Ματθ. 27,18). Ὁ φθόνος τῶν γραμματέων καὶ φα­ρισαίων, ποὺ σὰν πυγολαμπῖδες ἔσβηναν πλέ­ον ἐμπρὸς στὸν ἥλιο-Χριστό, ὡδήγησε τὸν Κύριό μας στὸ Γολγοθᾶ.
Ἔκτοτε, ἀδελφοί μου, εἶνε γενικὸς κανών·  ἂν παρουσιασθῇ κάποιο ἀνάστημα, κάποια φυ­σιογνωμία ἱκανή, ποὺ θὰ πράξῃ τὸ καθῆκον, προκαλεῖ φθόνο καὶ ἐπισύρει διωγμό. Οἱ ἀσή­μαντοι δὲν ἐνοχλοῦν· καταδιώκον­ται ἐκεῖνοι ποὺ προσφέρουν ὠφέλεια καὶ δίνουν ζωὴ γύρω τους. Τὸ εἶπε καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «Πάν­τες οἱ θέλον­τες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται» (Β´ Τιμ. 3,12)· θὰ διωχθοῦν ὅσοι πιστεύουν στὸ Χριστὸ καὶ ζητοῦν νὰ ζή­σουν μὲ τὶς ἐντολές του. Εἶνε ὁ κλῆρος τους.
Ὅσοι εἶνε ζωντανοί, εἴτε διὰ τοῦ λόγου εἴ­τε διὰ τοῦ παραδείγματος προκαλοῦν σεισμό. Ὁ σεισμὸς ὅμως αὐτὸς εἶνε σωτήριος. Μακά­ριες οἱ κοινωνίες ποὺ ἔχουν τέ­τοιους ἄνδρες, εἴτε στὴν ἐπιστήμη εἴτε στὸ στρατὸ εἴτε στὴν πολιτικὴ εἴτε στὸν ἱερὸ κλῆρο· διότι αὐτοὶ ἀ­ποτελοῦν τοὺς παράγοντας ὀρθῆς ἀγωγῆς.
Προσευχηθῆτε, ἀδελφοί, τὸ νόσημα τοῦ φθό­νου νὰ ἰαθῇ, νὰ ἐκλείψῃ. Καὶ εἴθε ὁ Κύριος διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου Παν­τελεήμονος ν᾿ ἀ­παλ­λά­ξῃ τὶς καρδιὲς ὅλων μας ἀπὸ αὐτὸ καὶ νὰ πορευ­ώμε­θα ἐν ἀρετῇ καὶ ἀγάπῃ πρὸς δόξαν Θεοῦ· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Oμιλία του μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναὸ του Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 27-7-1976)

____________________

ΣΤΑ ΡΟΥΜΑΝΙΚΑ

_______________________

Sfântul Mare Mucenic Pantelimon – 27 Iulie

Predica Mitropolitului Augustin de Florina la pomenirea
Sfântului Mare Mucenic Pantelimon
– 27 iulie –

A FOST PRIGONIT DIN INVIDIE


„Căci ştia că din invidie L-au predate lui” (Matei 27,18)

Şi iarăşi, iubiţii mei, cinstim sfânta pomenire a Marelui Mucenic Pantelimon. Tema noastră va fi întrebarea: Care este pricina prigoanei Sfântului Pantelimon? La aceasta vom da un scurt răspuns.

***

Sfântul Pantelimon a trăit şi s-a nevoit în epoca prigoanelor, când la Roma era împărat Diocleţian. S-a născut în Nicomidia, din Asia Mică. Tatăl său era idolatru, iar mama lui era dintre femeile care sădeau adânc în inima copiilor lor credinţa în Hristos. Aşadar, Sfântul Pantelimon a fost învăţat adevărurile credinţei de mama lui.
Era inteligent, binecrescut. Avea înclinaţie spre studiu. A studiat medicina lângă distinşi oameni de ştiinţă. S-a dovedit un medic excepţional. Mulţi medici existau atunci, după cum există şi astăzi. Însă rar se întâmplă să găseşti un medic creştin. Majoritatea sunt necredincioşi, materialişti. Şi măcar de-ar fi valoroşi?… Dumnezeu să vă păzească să nu ajungeţi pe mâinile lor. Sfântul Pantelimon era diferit. Prin ce era diferit? Era diferit în trei puncte.
Mai întâi, în ceea ce priveşte banul. Ceilalţi erau iubitori de arginţi. Profitau de pe urma bolnavilor şi adunau comori. Sfântul Pantelimon era dezinteresat, ideolog. El îşi exercita ştiinţa ca pe o misiune. Îl vedeau noaptea, vizitând colibele ca un înger. Dacă ceilalţi mergeau doar la casele celor mari, el mergea în cartierele sărace şi îi slujea pe cei bolnavi.
Al doilea lucru prin care se deosebea de ceilalţi: Precum a spus un renumit professor universitar elen, medicii, adeseori, exercită medicina ca pe o medicină veterinară; sunt mai degrabă medici veterinari, decât medici. Nu văd nimic altceva decât vene, oase, carne, ţesuturi, inimi, plămâni. Omul este şi asta, cu siguranţă. Dar, în spatele acestora, există ceva nevăzut. Există un “motoraş”, care mişcă existenţa biologico-somatică a omului. Şi doctorul, când nu “vede” acest “motoraş”, este orb, nu este în stare să-şi exercite lucrarea. Acest “motoraş” este un factor sufletesc, sufletul omului. O mulţime de experienţe şi observaţii au demonstrat că sufletul cu patimile, vinovăţia şi anxietatea lui acţionează mult asupra trupului. Există o influenţă reciprocă între trup şi suflet. Ceea ce cântă Biserica noastră în Postul Adormirii este un adevăr şi din punct de vedere ştiinţific: “Pentru păcatele mele cele multe mi se îmbolnăveşte trupul şi slăbeşte sufletul meu”  (Paraclisul Mic). Ambele sunt bolnave. Dar izvorul-rădăcină a răului este păcatul. Aşadar,  Sfântul Pantelimon avea o diagnoză corectă. A înţeles că atunci când sufletul se izbăveşte de vinovăţie, trupul se revigorează, omul respiră. Multe boli (apoplexii, obstrucţii, canceruri) îşi au cauza în lumea psihică, sufletească; vreo amărăciune din remuşcări sau din calomnie, învrăjbire, nedreptate sau înlăturare adapă trupul cu otravă.
Aşadar, s-a deosebit mai întâi pentru că nu se uita la bani. În al doilea rând, pentru că vedea omul ca pe un tot psiho-somatic, iar în al treilea rând, pentru că, în afara celorlalte medicamente, pe care le aveau şi ceilalţi medici, Sfântul Pantelimon dispunea de un medicament rar şi unic, iar acesta era credinţa. Credea profund. De aceea, împreună cu medicamentele din plantele pământului, pe care le dăruia, îngenunchea lângă căpătâiul bolnavului, se ruga şi – să nu creadă necredincioşii, noi credem! – bolnavul se vindeca. Şi astăzi vedem semnul crucii în clinici, bolniţe şi spitale. Şi, într-adevăr, e uriaşă puterea credinţei, un medicament de vindecare pentru bolile trupeşti şi sufleteşti.
Acesta a fost Sfântul Pantelimon. La spitalul său, bolnavii formau în fiecare zi o coadă, în vreme ce la ceilalţi medici din Nicomidia nu se mai ducea nimeni. Însă această preferinţă a aprins în inimile confraţilor săi flacăra galbenă a invidiei. Îl invidiau, îl urau. Îşi dădeau seama că atât cât va fi el medic în Nicomidia, ei ar trebui să-şi schimbe meseria; toţi alergau la Sfântul Pantelimon. Şi bolnavi, pe care ei îi aruncaseră în deznădejde, îşi aflau vindecarea lângă el. Iată, deci, pricina invidiei. De aceea, l-au prigonit. L-au denunţat autorităţilor. Cu ce acuzaţie, ca ce? Ca iubitor de arginţi? Ca lacom de bani? Ca desfrânat? Ca adulter? Ca puşchiu? Ca şi criminal? Nimic din toate acestea. Dacă l-ar fi acuzat de aceste lucruri, în sistemul decăzut de atunci, l-ar fi scăpat. L-au învinuit cu acuzaţii care prindeau. Aşa este, pentru cei credincioşi acuzaţiile se schimbă, după epocă; se foloseşte, uneori, “x”, alteori, “y”, alteori, “z” acuzaţii. Nu mă voi extinde de aici, ca să vă prezint cum, din vremea în care am creat un regat, prin diferite acuzaţii false, prin cozile pe care le lipesc cei invidioşi pe spatele oamenilor vrednici, îi nimicesc – deşi în esenţă ei nu cred acuzaţiile – şi cum îi judecă pe oameni prin criterii neîntemeiate (moral), ci variabile (politic).
Aşadar, l-au denunţat cu acuzaţia, gravă atunci, că este creştin. Şi această acuzaţie era suficientă să-l conducă pe om spre plutonul de execuţie. A fost arestat. A fost dus înaintea autorităţilor, şi-a mărturisit cu îndrăzneală credinţa, a fost supus la tot feluri de chinuri şi, astfel, sfântul lui suflet, ca un porumbel cu totul alb, a zburat în corturile cele cereşti, ca să se bucure împreună cu sfinţii îngeri şi arhangheli.

***

Iată, iubiţii mei, pricina prigonirii şi a muceniciei Sfântului Pantelimon: invidia.
O, invidia, mare, abisală patimă! Este viermele şi vipera care mănâncă cele dinlăuntru ale invidiosului, dar este şi mormântul marilor bărbaţi. Urmările ei sunt groaznice. Dacă vom deschide sfânta istorie, vom vedea că aceasta a fost începutul distrugerii neamului omenesc. “Prin invidia diavolului”, zice Solomon, “moartea a intrat în lume” (Înţelepciunea lui Solomon 2, 24). A invidiat satana măreţia omului şi o invidiază. Pentru primul sânge care a fost vărsat pe pământ, pricină a fost invidia. Cain l-a invidiat pe fratele său, Abel, şi l-a ucis “în câmpie” (Facere 3, 8). Din invidie, Esau l-a prigonit pe Iacov (Facere 27, 41), cei unsprezece copii ai lui Iacov l-au prigonit pe Iosif cel preafrumos (Facere 37), regele Saul l-a prigonit pe David (I Împăraţi 19, 10) şi un lung şir de oameni sfinţi au fost nimiciţi.
Exemple avem şi în istoria noastră naţională. Mari bărbaţi au fost nimiciţi, precum dreptul Aristidis în antichitate, Socrate, care a băut cucută, iar în vremurile mai recente, Harilaos Trikupis şi alţii.
Ce ne trebuie alte exemple? Aruncaţi o privire spre Pretoriu şi Golgota. “Pe care din cei doi vreţi să vi-l eliberez?” – întreabă Pillat – “pe Baraba sau pe Iisus?”. Toţi strigă: “Pe Baraba!”. Şi evanghelistul consemnează profund psihologic: Pilat ştia că, “din invidie L-au dat lui” (Matei 27, 18). Invidia cărturarilor şi fariseilor – care ca nişte licurici s-au stins înaintea soarelui-Hristos – a condus pe Domnul nostru spre Golgota.
De atunci, fraţii mei, este o regulă generală. Dacă va apare vreo statură, vreo persoană capabilă, care îşi face datoria, provoacă invidie şi atrage prigoană. Cei neimportanţi nu deranjează; sunt prigoniţi cei care aduc vreun folos şi dau viaţă în jurul lor. A spus-o şi apostolul Pavel: “Toţi cei ce voiesc să trăiască cucernic întru Hristos Iisus vor fi prigoniţi”(II Timotei 3,12). Vor fi izgoniţi toţi cei care cred în Hristos şi care caută să trăiască potrivit poruncilor Lui. Este soarta lor.
Toţi câţi sunt creştini, fie prin cuvânt, fie prin pildă, provoacă un cutremur. Însă acest cutremur este mântuitor. Fericite societăţile care au astfel de bărbaţi, fie în ştiinţă, fie în armată, fie în politică, fie în sfântul cler, pentru că aceştia constituie factorii educaţiei corecte.
Rugaţi-vă, fraţilor, ca boala invidiei să fie vindecată, să dispară. Şi fie ca Domnul, cu mijlocirile Sfântului Pantelimon, să izbăvească de această boală inimile noastre, ale tuturor, ca să petrecem în virtute şi în dragoste spre slava lui Dumnezeu. Amin.
† Episcopul Augustin
(Sfânta Biserică a Sfântului Pantelimon din Florina,
27-7-1976)
sxed. 3

ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑΣ “ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗ”,

ΣΤΟ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΜΕΝΟ ΚΗΡΥΓΜΑ
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ

Διάβαζα σήμερα τον βίο του εορταζομένου αγίου μεγαλομάρτυρος Παντελεήμονος και έκαμα καποιες συνειρμικές σκέψεις και σύνδεσι παραστάσεων.

Είδα ότι ο βίος των αγίων, και πρώτα-πρώτα ο βίος του Παναγίου Κυρίου μας αλλά και όλων των αγίων Του έχουν κάποια ομοιότητα. Λέει σήμερα ο βίος του αγίου Παντελεήμονος ότι ήταν τελείως διαφορετική η ζωή του, από την ζωή των άλλων ιατρών της εποχής του. Ολοι οι άνθρωποι τον ακολουθούσαν αφού τους ενεπνεε η ζωή του και ο λόγος του, και έτσι ανάγκασε τους άλλους επαγγελματίες γιατρούς ή να αυτοκαταργηθούν ή να αλλάξουν πόλι ή επάγγελμα διότι θα χρεωκοπούσαν, αφού δεν πήγαινε κανείς εις αυτούς, δεν τους επισκέπτονταν κανένας. Και μετά από αυτήν την ροή των γεγονότων μπήκε μέσα τους το φοβερό σαράκι του ΦΘΟΝΟΥ και τους κατέτρωγε και τους σαρακότρωγε.Και αυτό το πάθος γιγάντωσε μέσα τους και τους καταπίεζε να τον καταγγείλουν και να ζητήσουν μέχρι και την καταδίκη του σε θάνατο. Ολοι αυτοί οι εχθροί του αγίου, που βρίσκονται σήμερα; Σε ποιά κατάστασι αηδούς μνήμης των επιγενομένων γενεών; Αυτή θά είναι η αέναος κατάστασι και όλων των παρομοίων με αυτούς ΦΘΟΝΕΡΩΝ ανθρώπων της γης. Ο Θεός να μας φυλάξη από το φοβερό, σατανικό αυτό πάθος, το πάθος του Φθόνου.

Ο επίσκοπος Αρτέμιος είχε μία διαφορετικήν ζωήν από τους άλλους «παραδελφούς του» που έφερον…ακαδημαϊκούς τίτλους. Του Γιέφτιτς, του Μπούλοβιτς και του Ράντοβιτς. Και οι άνθρωποι προσέτρεχον πίσω από τον «κοντορεβηθούλη» Αρτέμιο, όπως ο κοντορεβηθούλης Ζακχαίος προσέτρεχε σαν διψασμένο ελάφι να ακούση τον Κύριο Ιησού επάνω στην συκομορέα της Ιεριχούς. Και ο επίσκοπος Αρτέμιος αροτρίωνε την γήν την αγαθήν του ποιμνίου του και το προσείλκυε με τον αγνόν και καθαρόν και ορθόδοξον και αυθεντικόν Ιουστίνιον λόγον του και το μετέφερε εις νομάς σωτηρίους.

Και έγινε το φλάμπουρο και η σημαία του λαού του Κοσσόβου και ταύτισαν τον ποιμένα με την τόπο τον άγιο και ιερό. Και από τούδε και στο εξής όταν ακούμε γιά το Κόσσοβο και τα Μετόχια συνειρμικά έρχεται στην σκέψι μας ο αυθεντικός ηγέτης του Κοσσόβου και των Μετοχίων ο καλός επίσκοπος Αρτέμιος.

Και ενώ οι άλλοι με τους αρχιερατικούς και τους …ακαδημαϊκούς τους τίτλους περιήρχοντο την γήν και την οικουμένην και συγκέντρωναν τον θαυμασμό και τα …χειροκροτήματα με τις …κορώνες που πετούσαν, ο σεμνός και αθόρυβος Αρτέμιος καλλιεργούσε βαθειά το χωράφι του. Και η συγκομιδή του ήταν πολλαπλάσια της συνήθους συγκομιδής, δεκαπλάσια, ογδονταπλάσια, εκατοτανταπλάσια και γέμισε το Κόσσοβο και τα Μετόχια με μοναστήρια, με μοναχούς και μοναχές, χάρμα οφθαλμών και δόξα και τιμή και εγκαύχησις της Εκκλησίας της Σερβίας. Και οι άλλοι; Οι άλλοι; Οι λεγόμενοι «παραδελφοί» του; ΕΦΘΟΝΗΣΑΝ ΠΟΛΥ. Και άρχισαν να σχεδιάζουν και να μεθοδεύουν και να βυσσοδομούν εναντίον του αδελφού τους. Διότι αναντίρρητα ΕΦΘΟΝΗΣΑΝ ΠΟΛΥ.

Και κατάφεραν να πάρουν μαζί τους τις αρχές και τις εξουσίες εκκλησιαστικές και πολιτικές εξουσίες και χρησιμοποίησαν «τα όπλα και τα ρόπαλα» γιά να ικανοποιήσουν τον ΦΘΟΝΟΝ ΤΟΥΣ, τον απύθμενον ΦΘΟΝΟΝ ΤΟΥΣ. Και μεθοδευμένα και παράνομα τον «δίκασαν», τον καταδίκασαν και τον εξεδίωξαν και τον εξόρισαν. Αλλά ο κοντορεβηθούλης επίσκοπος, όπου και να πάη, όπου και να σταθή, ο λαός τον αρπάζη και τον σηκώνει ψηλά στα χέρια του και τον θαυμάζει και τον αποθαυμάζει και τον υπεραγαπάει.

Και οι αηδείς κακοί και φθονεροί εχθροί του, η Αντι-ιστουστίνεια Ζηζιουλική τρόϊκα, έχασε τον ύπνο της και συνέχεια τρομοκρατεί και απειλεί και αφρίζει και τους οδόντας τρίζει.

«Το αίμα αυτού εφ’ ημάς και επί τα τέκνα ημών,» εκραύγαζον οι χριστοκτόνοι πρός τον Πιλάτον.

«Επί την κεφαλήν ημών η του Ιωάννου καθαίρεσις», έβεβαίωνον τον αυτοκράτορα Αρκάδιο και την εμπαθεστάτη Ευδοξία η ΦΘΟΝΕΡΗ κάστα των κακουργούντων αρχιερέων της εποχής του.

Η θλιβερά ιστορία επαναλαμβάνεται.

Το ίδιο ζητούν και οι τρείς ΦΘΟΝΕΡΟΙ οργανωτές και διοργανωτές και δημιουργοι και βυσσοδόμοι του επισκόπου Αρτεμίου. Επιθυμία τους μεγάλη, πελωρία και τρανή είναι να εξαφανισθή ο Αρτέμιος από το πρόσωπο της γής, να μετατραπή σε πεταλούδα ο Αρτέμιος, να χαθή και να αφανισθή στον ορίζοντα ο Αρτέμιος, για να μην τον βλέπουν τελείως και να μην τον ακούν. Το σαράκι της εμπαθείας και του ΦΘΟΝΟΥ , τους κατατρώει τα σωθικά όπως ο γυπαετός τον Προμηθέα Δεσμώτη. Ο Φθόνος τους ξεπέρασε τα σύνορα και έφθασε και μέχρις ημών και κατακυρίευσε τα πέρατα της γής και της οικουμένης.

Η ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιούλ 25th, 2010 | filed Filed under: Român (ROYMANIKA), εορτολογιο, ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

Τῆς ἁγίας Παρασκευῆς
26 Ἰουλίου

Σεμνη ιεραποστολος με οπλο την Αγια Γραφη

Ag. ParaskΕΟΡΤΗ. Ἑορτάζουμε σήμερα, ἀγαπητοί μου, τὴν ἑορτὴ τῆς μεγαλομάρτυρος ἁγί­ας Παρασκευῆς. Ἀλλὰ πῶς ἑορτάζουμε; Αὐτὸ εἶνε τὸ μεγάλο θέμα. Διότι λέει κάπου στὴ Γραφὴ ὁ Θεός· «Μισῶ τὶς ἑορτὲς καὶ πανηγύ­ρεις σας» (βλ. Ἀμ. 5,21· Ἠσ. 1,14). Γιατί; Διότι ὑπάρχουν δύο τρόποι ἑορτασμοῦ· ὁ εὔκολος καὶ ὁ δύσκολος. Ὁ εὔκολος εἶνε, νὰ ’ρθοῦμε ν’ ἀ­νά­ψουμε τὸ κερί μας καὶ νὰ προσ­κυνήσουμε τὴν εἰκόνα. Κανείς δὲν τὰ κατηγορεῖ αὐτά· δὲν εἴμεθα προτεστάνται καὶ χιλιασταί. Δὲν πρέπει ὅμως νὰ περιοριστοῦμε σ’ αὐτὸ τὸν εὔκολο ἑορτασμό. Ὁ ἄλλος, ὁ δύσκολος ἑορτασμός, ποιός εἶνε; Γιατί ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἑορτάζει τοὺς ἁγίους; Τοὺς παρουσιάζει ἐνώπιόν μας ὡς πρότυπα, ὡς μοντέλα. Διότι οἱ ἅγιοι ἀπέδειξαν, ὅτι αὐτὰ ποὺ διδάσκει ὁ Χριστός, δὲν εἶνε θεωρία, δὲν εἶνε οὐτοπία, δὲν εἶνε ἀπραγματοποίητα. «Καὶ ποιός τὰ κάνει!…», ἀκοῦμε συνήθως. Οἱ ἅγιοι διαψεύδουν αὐτὸ τὸν ἰσχυρισμό· διότι ἀπέδειξαν μὲ τὴ ζωή τους, μὲ τὸ κήρυγμά τους καὶ μὲ τὸ αἷ­μα τους, ὅτι αὐτὰ μποροῦν νὰ ἐκτελεσθοῦν. Ἀπέδειξαν, ὅτι ὁ Χριστὸς ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς αἰῶνας αἰώνων στὸ πρόσωπο τῶν ἁγίων καὶ τῶν μαρτύρων.

Καὶ ὄχι μόνο στὴν παλαιὰ ἐποχή. Καὶ σήμε­ρα ὑπάρχουν ἅγιοι, στὸν αἰῶνα αὐτόν, ὅπως λ.χ. ὁ ἅγιος Νεκτάριος ποὺ ἔζησε στὶς ἡμέρες μας καὶ οἱ ἅγιοι τῶν χωρῶν ὅπου ὑπάρχει ἀθεΐα. Δὲν ὑπάρχει ἐποχὴ χωρὶς νὰ ἔχῃ τοὺς ἁγίους καὶ μάρτυράς της.

Δὲν εἶνε ἕνας καὶ δύο· εἶνε ἀναρίθμητοι, ἕνας ἀστερισμός, ἕ­νας γαλαξίας. Ἕνα ἀστέρι ἀπὸ τὸν γαλαξία αὐτόν, ἀ­στέρι πρώτου μεγέθους, εἶνε καὶ ἡ ἁγία Παρασκευή.

Δὲν θὰ διηγηθῶ τὸν βίο της. Θὰ σᾶς δώσω μὲ λίγες γραμμὲς μία εἰκόνα της.

* * *

Ἡ ἁγία Παρασκευὴ γεννήθηκε τὸν 2ο αἰῶ­να στὴν πρωτεύουσα τοῦ κόσμου, στὴν κοσμοκράτειρα ῾Ρώμη, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς. Γεννήθηκε ἡμέρα Παρασκευή, καὶ γι᾽ αὐτὸ τὴν ὠνόμασαν Παρασκευή. Διακρινόταν γιὰ τὸ κάλλος της. Σὰν κόρη πλουσίας οἰκογενείας μποροῦσε νὰ συνάψῃ γάμο μὲ τὸ λαμ­πρότερο πατρίκιο. Ἐν τούτοις σκέφθηκε κάτι ἀνώτερο. Μὴ παρεξηγηθοῦν αὐτὰ ποὺ λέμε. Δὲν περιφρονοῦμε τὸ γάμο. Κ’ ἐμεῖς δὲν γεννηθήκαμε ἀπὸ βράχο· ἀπὸ μάνα γεννηθήκαμε. Ἡ Ἐκκλησία δὲν περιφρονεῖ τὸ γάμο· τιμᾷ ὅμως παραπάνω τὴν παρθενία.

Ἡ ἁ­γία Παρασκευὴ ἐξέλεξε ὡς ὕψιστο σκο­πὸ τὴν παρθενία. Ἀφωσιώθηκε ἐξ ὁλοκλήρου, σῶμα καὶ ψυχή, στὸ Νυμφίο μὲ νῦ κεφαλαῖο· Νυμφίος. Ὁ δὲ Νυμφίος, «ὁ ὡραῖ­ος κάλλει παρὰ πάντας βροτούς» (ὄρθρ. Μ. Σαββ., ἐγκ.), ―δὲν εἶνε λόγια αὐτά, εἶνε μιὰ πρα­γματικότης― εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χρι­στός, τὸν ὁποῖον ὑ­μνοῦν οἱ στρατιὲς τῶν ἁγίων ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων. Ὡς νύμφη Χριστοῦ λοιπὸν ἡ ἁ­γία Παρασκευὴ εἶνε ὑπόδειγμα γιὰ τὶς γυναῖ­κες ἐκεῖνες ποὺ ἐκλέγουν τὸν ἄγαμο βίο, τὴν παρθενικὴ ζωή.

Εἶνε ἀκόμη ὑπόδειγμα ἱεραποστολικῆς δρά­­σεως. Γεμάτη ἔνθεο ζῆλο, ἐργάσθηκε ὡς ἱερα­πόστολος. Πέταξε ἀπὸ χώρα σὲ χώρα, μὲ φλο­γερὴ καρδιὰ διέδωσε τὰ ῥήματα τοῦ Ναζωραίου, καὶ σὰν μαγνήτης εἵλκυσε στὴν ἁγία μας πίστι πλήθη ἀνθρώπων. Ἡ ἐργασία της εἶνε πρότυπο γιὰ τὶς ἱεραποστολικὲς κινήσεις ποὺ ἐργάζονται γιὰ τὴν διάδοσι τοῦ εὐαγγελίου.

Εἶνε ἐπίσης γιὰ τὶς γυναῖκες ὑπόδειγμα σεμνότητος. Ντυνόταν σύμφωνα μὲ τὴν παραγγελία τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ποὺ ὁρίζει οἱ γυ­ναῖκες νὰ στολίζωνται μὲ τὴ ντροπή (βλ. Α΄ Τιμ. 2,9). Ἡ σεμνότης εἶνε στολίδι τῆς γυναίκας. Μπορεῖ μιὰ γυναίκα νὰ μὴν εἶνε ὡραία στὴν ὄψι, νὰ εἶνε ἄσχημη, ἀλλὰ νὰ εἶνε ὡραία στὴν ψυχή. Ἔχουμε παραδείγματα ἀνδρῶν ποὺ πῆ­ραν ὡραῖες γυναῖκες ἀλλὰ μὲ κακία καὶ μοχθη­ρία στὴν ψυχή, καὶ κατέληξαν σὲ διαζύγιο. Ἐνῷ ἄλλοι, ποὺ πῆραν ἄσχημες γυναῖκες ἀλ­λὰ μὲ ὡραία ψυχή, ἔζησαν εὐτυχισμένοι. Τὸ κάλλος, ὅταν δὲν συνοδεύεται ἀπὸ ἀρετὴ καὶ σεμνότητα, γίνεται παγίδα καὶ ὄλεθρος. Δὲν τὸ λέω ἐγώ, τὸ λέει ὁ σοφὸς Σολομῶν, ποὺ ἐ­γνώριζε καλὰ τὴν γυναικεία φύσι. Αὐτὸς στὶς Παροιμίες του γράφει· «Ὥσπερ ἐνώτιον ἐν ῥινὶ ὑός, οὕ­τως γυναικὶ κακόφρονι κάλλος» σὰν σκουλαρίκι στὴ μύτη γουρούνας, ἔτσι μοιάζει ἡ ὀ­μορ­φιὰ σὲ γυναῖκα κακόφρονα (Παρ. 11,22)· δὲν τῆς ταιριάζει δηλαδή. Ἀλλὰ σήμερα ἡ μόδα κα­τώρθωσε νὰ διαστρέψῃ καὶ τὴν αἴσθησι τοῦ κάλλους· κατήντησε, ὡραῖο νὰ θεωρῆται τὸ ἄ­σχημο. Γιὰ νὰ τὸ καταλάβετε αὐτό, φαν­ταστῆ­τε ὅτι παραγγέλλετε σὲ κάποιον νὰ κατα­σκευ­άσῃ μιὰ εἰκόνα τῆς ἁγίας Παρασκευῆς, καὶ ἐνῷ περιμένετε νὰ τὴν κατασκευάσῃ ὅπως τὴ γνω­ρίζουμε, αὐτὸς τὴν ζωγραφίζει χωρὶς σκέπασμα – μαντήλα στὸ κεφάλι, μὲ κομμένα τὰ μαλ­λιά, μὲ τὰ μάτια βαμμένα, μὲ τὰ νύχια κόκκινα, μὲ τὰ στήθη προτεταμένα, μὲ τὰ χέρια ξεμπρά­τσωτα, μὲ τὰ πόδια γυμνά. Ἐσὺ θὰ τὴν πάρῃς ποτὲ τὴν εἰκόνα αὐτή; Ποιός θὰ τολμήσῃ μιὰ τέτοια εἰκόνα, καρικατούρα τῆς ἁγίας φυσιογνωμίας της, νὰ τὴ βάλῃ στὸ εἰκο­νοστάσι; Αὐτὸ τί σημαίνει; ὅτι δὲν εἶνε ἔτσι τὸ ἀληθινὸ κάλλος. Γι’ αὐτὸ ἡ κάθε γυναίκα δὲν ἀξίζει νὰ ἔχῃ τέτοια πρότυπα. Χριστιανὲς γυναῖκες, ἂν θέλετε νὰ εἶστε ὀρθόδοξες καὶ νὰ διατηρήσετε τὴν τιμὴ ποὺ σᾶς ἔδωσε ὁ Θεός, νὰ ἔχετε ὡς πρότυπο τὴν ἁγία Παρασκευή.

Καὶ δόξα τῷ Θεῷ, παρ’ ὅλο τὸν ἐκφυλισμό, ὑπάρχουν ἀκόμα μερικὲς γυναῖκες ποὺ μοιάζουν στὴν ἐμφάνισι μὲ τὴν ἁγία Παρασκευή. Τὴν ἡμέρα τοῦ ἁγίου Ἀχιλλίου ἤμουν στὴν Πρέσπα, στὸ ἱστορικὸ νησάκι. Βγαίνοντας ἀ­πὸ τὴν ἐκκλησία εἶδα μιὰ γερόντισσα ντυμένη σὰν τὴν Παναγία. Θαύμασα. Δίπλα της ἦ­ταν ἕνα δεσποινάριο μὲ παντελόνι, μὲ τὰ μαλ­­λιὰ κομμένα, μὲ τὰ μάτια καὶ τὰ νύχια βαμ­μένα, μὲ τὰ πόδια γυμνά. Λέω στὴ γριά· ―Νὰ σὲ ντύσουμε ὅπως εἶν’ αὐτὸ τὸ κορίτσι; ―Ὄχι, λέει· ἐγὼ ἀπὸ τὴ γιαγιά μου εἶμαι ντυμένη ἔ­τσι. ―Νὰ σοῦ δώσουμε μιὰ λίρα, ἀλλάζεις; ―Ὄ­χι. ―Ἂν σοῦ δώσουμε ἑκατὸ λίρες; ―Μω­ρὲ ὅλο τὸν κόσμο νὰ μοῦ δώσῃς, ἐγὼ δὲν ἀλ­λάζω!… Πρὸ καιροῦ πάλι βρέθηκα σὲ μιὰ κορυφὴ τοῦ Βιτσίου ὕψους 1.500 περίπου μέτρων, στὸ χωριὸ Τριανταφυλλιά. Τοὺς μάζεψα ἐκεῖ καὶ τοὺς μίλησα μὲ ἁπλοϊκὴ γλῶσ­σα. Βλέπω μέσα στὴν ἐκκλησία, οἱ περισσότερες γυναῖκες ἦταν ντυμένες σὰν τὴν Παναγιὰ καὶ τὴν ἁγία Παρασκευή. Μὲ συγκίνησε τὸ φαινόμενο. Καὶ σκεφθῆτε· πρὸ ἐτῶν κάποιος νομάρχης πῆγε ἐκεῖ καὶ τοὺς εἶπε· «Ντροπή σας! Νὰ ἀλλάξετε, νὰ φορέσετε καινούργιες ἐνδυμασίες!». Αὐτὸς εἶνε ὁ κόσμος… Ὑπάρχουν λοιπὸν καὶ σήμερα γυναῖκες ποὺ μιμοῦν­ται τὴν ἁγία Παρασκευή.

Θέλω νὰ τελειώσω μὲ μιὰ τελευταία πινελλιὰ στὴν εἰκόνα τῆς ἁγίας Παρασκευῆς. Θὰ μοῦ πῆτε· Ἐγὼ δὲ γίνομαι καλόγερος, ἐγὼ δὲ θὰ μείνω ἄγαμος, ἐγὼ δὲ γίνομαι ἱεραπόστολος… Πολὺ καλά. Θὰ σοῦ ζητήσω λοιπὸν κάτι εὔκολο. Δὲ σοῦ λέω νὰ σηκώσῃς τὸ Βίτσι ἢ τὰ Ἱμαλάια ἢ τὶς Ἄλπεις, ὅ­πως οἱ ἅγιοι· ἐσὺ σή­κωσε ἕνα «πετραδάκι». Ἂν ὅμως δὲν τὸ ση­κώ­σῃς, θὰ ὀργιστῶ πολύ. Ποιό εἶνε τὸ πετρα­δά­κι· εἶνε, νὰ τηρήσῃς κάτι ποὺ σήμερα τόσο περιφρονεῖται. Ποιό εἶν’ αὐτό; Ὅτι στὸ τέλος τῆς ζωῆς της ἡ ἁγία Παρασκευή, γιὰ τὴν ἱεραποστολικὴ δρᾶ­σι της, προκάλεσε τὸ θυμὸ τῶν εἰ­δωλολατρῶν. Τὴ συνέλαβαν, τὴν ὡδήγησαν ἐ­νώπιον τοῦ κριτηρίου, καὶ ὁ τύραννος τὴ ρώτησε· ―Εἶ­σαι Χριστιανή; ―Εἶμαι Χριστι­α­νή, ἀ­πήν­τησε. ―Θὰ σὲ ῥίξουμε στὴ φωτιά· ἂν θέ’ς νὰ ζήσῃς, προσκύνησε τὰ εἴδωλα. Τότε ἐ­κείνη ἀπήντησε μ᾽ ἕνα ῥητό ―αὐτὸ εἶνε τὸ σπουδαῖο ποὺ θέλω νὰ προσέξετε. Τί ἀπήντη­σε· μ’ ἕνα ῥητὸ τοῦ προφήτου Ἰερεμίου· ―«Θεοί, οἳ τὸν οὐ­ρανὸν καὶ τὴν γῆν οὐκ ἐποίησαν, ἀπολέσθω­σαν» (Ἰερ. 10,11)· θεοί, λέει, ποὺ δὲν δη­μιούργησαν τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ, «ἀπολέ­σθωσαν», νὰ χαθοῦν, νὰ γίνουν στάχτη τὰ εἴ­δωλά σας!… Ἦταν δηλαδὴ ὡπλισμένη μὲ τὴν ἁγία Γραφή. Τέλος χέρια βαρβάρων τὴν ἔῤῥιξαν σὲ «πολυ­ώδυνα βάσανα» κ’ ἔτσι ἐτελειώθη.

* * *

Αὐτό, ἀγαπητοί μου, συνιστῶ καὶ γιὰ ὅλους ἐμᾶς. Ὁ Χριστιανὸς χωρὶς ἁγία Γραφὴ εἶνε ἄοπλος. Σᾶς ἐρωτῶ μὲ ὅλη τὴν ἀγάπη· διαβά­ζετε ἁγία Γραφή, ποὺ εἶνε προνόμιο γιὰ μᾶς ὅτι γράφτη­κε στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα; Γιὰ τὴν τηλε­όρασι διαθέτουμε πολλὲς ὧρες· Γραφὴ ποιός διαβάζει; Πολὺ λίγοι. Ἄλλοι λαοὶ διαβάζουν, οἱ Ἕλληνες ὄχι. Δῶστε μου, δῶστε μου μιὰ κοι­νωνία, ἕνα ἔθνος, μιὰ πόλι, μιὰ οἰκογένεια, ὅπου μικροὶ – μεγάλοι νὰ διαβάζουν τὴν ἁγία Γραφή, κ᾽ ἐγὼ ὑπογράφω συμβόλαιο· αὐτὴ θὰ γίνῃ ἡ εὐτυχεστέρα χώρα τοῦ κόσμου. Σᾶς βάζω κανόνα, νὰ πάρετε στὰ χέρια τὸ Εὐαγγέλιο καὶ νὰ τὸ διαβάζετε ἡμέρα καὶ νύχτα.

Εἴθε ὁ Θεός, διὰ πρεσβειῶν τῆς ἁγίας Παρα­­σκευῆς, νὰ μᾶς δώσῃ τὴν ἀπόφασι νὰ μελετοῦ­με Γραφή· μπορεῖ νὰ περάσῃ ἡμέρα χωρὶς φαγη­τό, χωρὶς τηλεόρασι, χωρὶς ῥαδιόφωνο ἢ χω­ρὶς ἀέρα καὶ χωρὶς ἥλιο· χωρὶς Εὐαγγέλιο ὄχι!

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Oμιλία Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναὸ της Ἁγίας Παρασκευῆς πόλεως Φλωρίνης 25-7-1988)

_________________________

ΣΤΑ ΡΟΥΜΑΝΙΚΑ

__________________________

Predica Mitropolitului Augustin de Florina
la pomenirea Sfintei Muceniţe Paraschevi

– 26 iulie –

CINSTITĂ MISIONARĂ AVÂND CA ARMĂ SFÂNTA SCRIPTURĂ

Sărbătoare. Sărbătorim astăzi, iubiţii mei, sărbătoarea marii muceniţe Sfânta Paraschevi. Dar cum sărbătorim? Aici e marea problemă. Pentru că spune undeva în Scriptură Dumnezeu: „Urăsc sărbătorile şi prăznuirile voastre” (vezi Amos 5, 21; Isaia 1, 14). De ce? Pentru că există două moduri de sărbătorire: cel uşor şi cel greu. Cel uşor este să venim şi să ne aprindem lumânarea şi să ne închinăm la icoană. Nimeni nu le condamnă pe acestea; nu suntem protestanţi şi iehovişti. Nu trebuie însă să ne limităm la această sărbătorire uşoară. Cealaltă, sărbătorirea grea, care e? De ce Sfânta noastră Biserică îi sărbătoreşte pe sfinţi? Îi prezintă înaintea noastră ca modele, ca prototipuri. Pentru că sfinţii au demonstrat că cele pe care le învaţă Hristos nu sunt teorie, nu sunt utopie, nu sunt de neîndeplinit. „Şi cine le face?!…”, auzim de obicei. Sfinţii contrazic această poziţie; pentru că au dovedit prin viaţa lor, prin predica lor şi prin sângele lor că acestea pot să fie împlinite. Au demonstrat că Hristos viază şi împărăţeşte în vecii vecilor în persoana sfinţilor şi a martirilor.
Şi nu doar în timpurile de demult. Şi astăzi există sfinţi, în veacul acesta, ca de pildă Sfântul Nectarie, care a trăit în zilele noastre, şi sfinţii din ţările unde există ateism. Nu există epocă care să nu-i aibă pe sfinţii şi martirii ei.
Nu sunt unul şi doi. Sunt nenumăraţi, un constelaţie. O stea în această constelaţie, o stea de primă mărime este şi Sfânta Paraschevi.
Nu voi istorisi viaţa ei. Vă voi oferi în linii scurte o icoană a ei.

***

Sfânta Paraschevi s-a născut în veacul al II – lea în capitala lumii, în imperialista Romă, din părinţi evlavioşi. S-a născut în ziua de vineri şi de aceea au numit-o Paraschevi (Vineri). Se deosebea prin frumuseţea ei. Ca fiică a unei familii bogate, putea să încheie nuntă cu cel mai strălucit patrician. Cu toate acestea s-a gândit la ceva mai înalt. Să nu fie răstălmăcite acestea pe care le zicem. Nu dispreţuim nunta. Nici noi nu ne-am născut din stâncă. Dintr-o mamă ne-am născut. Biserica nu dispreţuieşte nunta, dar cinsteşte mai mult fecioria.
Sfânta Paraschevi şi-a ales ca scop suprem fecioria. I s-a dedicat în întregime, trup şi suflet, Mirelui cu „m” mare: Mirele. Iar Mirele „cel cu frumuseţea mai frumos decât toţi oamenii” (Utrenia Sâmbetei Mari, Prohodul), – acestea nu sunt cuvinte, sunt o realitate – este Domnul nostru Iisus Hristos, pe care Îl laudă oştile sfinţilor îngeri şi arhangheli. Aşadar, ca o mireasă a lui Hristos, Sfânta Paraschevi este un model pentru femeile acelea care aleg viaţa necăsătorită, viaţa feciorelnică.
Mai este un model pentru activitatea misionară. Plină de o râvnă dumnezeiască a lucrat ca misionar. Zbura din ţară în ţară, cu o inimă înflăcărată răspândea cuvintele Nazarineanului şi ca un magnet atrăgea la sfânta noastră credinţă mulţimi de oameni. Lucrarea ei este un model pentru mişcările misionare care se depun pentru răspândirea Evangheliei.
Este pentru femei şi un model de bună cuviinţă, de decenţă. Se îmbrăca potrivit îndemnului Apostolului Pavel care hotărăşte ca femeile să se împodobească cu sfială (vezi I Timotei 2, 9). Buna cuviinţă este bijuteria femeii. Se poate ca o femeie să nu fie frumoasă la chip, să fie urâtă, dar să fie frumoasă la suflet. Avem exemple de bărbaţi care au luat femei frumoase, dar cu răutate şi viclenie în suflet şi au ajuns la divorţ. Pe când alţii, care au luat femei urâte, dar cu suflet frumos, au trăit fericiţi. Frumuseţea, când nu este însoţită de virtute şi bunăcuviinţă devine cursă şi dezastru. Nu o zic eu, o zice înţeleptul Solomon, care a cunoscut bine firea femeiască. Acesta în Proverbele sale scrie: „Precum inelul de aur în râtul porcului, aşa este femeia frumoasă şi fără de minte”; precum cerceluşul în râtul porcului, aşa este frumuseţea la femeia nebună (Pilde 11, 22); adică nu i se potriveşte, dar astăzi moda a reuşit să pervertească simţământul frumuseţii; a reuşit ca frumosul să fie considerat urât. Ca să înţelegeţi aceasta, închipuiţi-vă că daţi comandă la cineva să vă facă o icoană a Sfintei Paraschevi, şi în timp ce vă aşteptaţi să v-o facă aşa cum o ştiţi, acesta o pictează fără basma pe cap, cu părul tăiat, cu ochii vopsiţi, cu unghiile roşii, cu pieptul scos în afară, cu braţele goale, cu picioarele goale. Tu vei lua vreodată această icoană? Cine va îndrăzni o astfel de icoană – caricatură a sfintei ei fizionomii, s-o pună pe iconostas? Ce înseamnă asta? Că nu este aşa adevărata frumuseţe. De aceea fiecare femeie nu trebuie să aibă astfel de modele. Femei creştine, dacă vreţi să fiţi ortodoxe şi să vă păstraţi cinstea pe care v-a dat-o Dumnezeu, să aveţi ca model pe Sfânta Paraschevi.
Dar slavă lui Dumnezeu!, cu tot degenerarea, mai există câteva femei care seamănă la înfăţişare cu Sfânta Paraschevi. La ziua Sfântului Ahilie, am fost în Prespe, în istorica insuliţă. Ieşind din biserică am văzut o bătrână îmbrăcată ca Maica Domnului. M-am minunat. Lângă ea era o domnişorică cu pantaloni, cu părul tăiat, cu ochii şi unghiile vopsite, cu picioarele goale. Îi spun bătrânei: – Să te îmbrăcăm ca pe această fată? – Nu, zice; eu de la bunica mea sunt îmbrăcată aşa. – Să-ţi dăm o liră, te schimbi? – Nu. – Dacă-ţi vom da 100 de lire? –Măi, toată lumea să-mi dai, eu nu mă schimb!… Înainte vreme am fost iarăşi pe un vârf din Vitsiou la înălţimea de aproximativ 1500 de metri, în satul Triandafilia. Ne-am adunat acolo şi le-am vorbit într-un limbaj simplu. Privesc în biserică, cele mai multe femei erau îmbrăcate ca Maica Domnului şi ca Sfânta Paraschevi. M-a emoţionat acest lucru. Şi gândiţi-vă: Cu câţiva ani în urmă un primar s-a dus acolo şi le-a spus: „Să vă fie ruşine! Să vă schimbaţi, să purtaţi haine noi!”. Asta-i lumea… Există deci astăzi femei care o imită pe Sfânta Paraschevi.
Vreau să termin cu un ultim penel pe icoana Sfintei Paraschevi. Îmi veţi spune: Eu nu mă fac călugăr, eu nu voi rămâne necăsătorit, eu nu mă fac misionar… Foarte bine. Îţi voi cere deci ceva uşor. Nu să ridici Vitsi sau Himalaya sau Alpii ca sfinţii. Tu ridică o „pietricică”. Dacă însă nu o ridici, mă voi mânia foarte. Care este pietricica? Este să păzeşti ceva care azi este atât de mult dispreţuit. Ce este acest lucru? Că la sfârşitul vieţii ei Sfânta Paraschevi, pentru activitatea ei misionară, a provocat mânia închinătorilor la idoli. Au arestat-o, au dus-o înaintea judecăţii şi tiranul a întrebat-o: – Eşti creştină? – Sunt creştină, a răspuns. – Te vom arunca în foc. Dacă vrei să trăieşti, închină-te la idoli. Atunci ea a răspuns cu o vorbă înţeleaptă – aceasta este ceva foarte important la care vreau să luaţi aminte. Ce a răspuns? Cu un cuvânt din Proorocul Ieremia: – „Zeii, care nu au făcut cerul şi pământul, să piară” (Ieremia 10, 11). Zeii, zice, care nu au creat cerul şi pământul, „să piară”, să se piardă, să dispară, să devină cenuşă idolii voştri!… Adică a fost înarmată cu Sfânta Scriptură. La sfârşit mâinile barbarilor au aruncat-o la „chinuri foarte dureroase” şi în felul acesta s-a săvârşit.



Asta, iubiţii mei, vă recomand şi pentru noi toţi. Creştinul fără Sfânta Scriptură este neînarmat. Vă întreb cu toată dragostea: citiţi Sfânta Scriptură, care este un privilegiu pentru noi că a fost scrisă în limba elină? Pentru televizor dispunem de multe ore. Scriptura cine o citeşte? Foarte puţini. Alte popoare citesc, elinii nu. Daţi-mi, daţi-mi o societate, un popor, un oraş, o familie unde mici – mari să citească Sfânta Scriptură, şi eu semnez un contract: aceasta va deveni cea mai fericită ţară din lume. Vă dau canon să luaţi în mâini Evanghelia şi s-o citiţi zi şi noapte.
Fie ca Dumnezeu, prin mijlocirile Sfintei Paraschevi, să ne dăruiască hotărârea de a studia Scriptura. Poate să treacă o zi fără mâncare, fără televizor, fără radio, fără aer şi fără soare. Fără Evanghelie nu!

† Episcopul Augustin

(Sfânta Biserică a Sfintei Paraschevi din Florina,
25-7-1988)

(traducere: M.L., sursa: http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=14055)

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ ο ζηλωτης

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιούλ 19th, 2010 | filed Filed under: Român (ROYMANIKA), εορτολογιο, ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

Τοῦ προφήτου Ἠλιοὺ
20 Ἰουλίου

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ

«Ζηλῶν ἐζήλωκα Κυρίῳ παντοκράτορι» (Γ΄ Βασ. 19,10)

Προφ. ΗΛΙΑΣΕΟΡΤΑΖΕΙ σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἕνας ἥ­ρωας τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀρετῆς, ἕνας ἀ­πὸ τοὺς μεγαλυτέρους ἄνδρες τοῦ ἀρχαίου κόσμου, τῆς ἐποχῆς τῆς παλαιᾶς διαθήκης, ὁ ἅγιος προφήτης Ἠλίας ὁ Θεσβίτης.

Ὅπως ἄστρο ἀπὸ ἄστρο διαφέρει στὴ λάμψι καὶ λουλούδι ἀπὸ λουλούδι διαφέρει στὴν ὄψι καὶ τὸ ἄρωμα, ἔτσι καὶ κάθε ἅγιος ἔχει κάτι ἰδιαίτερο ποὺ τὸν διακρίνει ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους. Γι᾽ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία δίπλα στὸ ὄνομα κάθε ἁγίου θέτει κ᾽ ἕνα ἐπίθετο· Παν­τε­λε­­ή­μων ὁ ἰαματικός, Δημήτριος ὁ μυροβλήτης, Σπυρίδων ὁ θαυματουργός, Κοσμᾶς καὶ Δαμι­ανὸς οἱ ἀνάργυροι. Καὶ τὸν σημερινὸ προ­φήτη τὸν ὀνομάζει ζηλωτήν· Ἠλίας ὁ ζηλωτής. Ὁ προφήτης Ἠλίας εἶχε ζῆλο.

Τί θὰ πῇ ζῆλος; Ἡ καρδιὰ νὰ μὴν εἶνε ψυχρή, ἀλλὰ νὰ ἔχῃ φωτιά, δυνατὴ ἐπιθυμία. Καὶ τί ἐπιθυμία εἶχε ὁ Ἠλίας; Ἤθελε ὅλοι νὰ γνωρίσουν τὸν ἀληθινὸ Θεό, παντοῦ νὰ λατρεύεται ὁ ἅγιος Θεός. Καὶ τὴν ἐπιθυμία αὐτὴ δὲν τὴν ἄφηνε κρυμμένη μέσα του, δὲν τὴν ἄ­φηνε νὰ μένῃ θε­ωρητική, ἀλλὰ τὴν ἐξεδήλωνε.

* * *

«Ζηλῶν ἐζήλωκα Κυρίῳ παντοκράτορι» (Γ΄ Βασ. 19,10). Ὁ προφήτης Ἠ­λίας φανέρωσε τὴν ἀ­γάπη καὶ τὸ ζῆλο του γιὰ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις, σὲ ὅλα τὰ μέτωπα.
⃝ Πρῶτον. Στὴν ἐποχή του ὁ Ἰουδαϊκὸς λαός, ὁ ἐκλεκτὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ, ἐκτροχιάστηκε, ἔ­­φυγε ἀπὸ τὸ δρόμο τοῦ Κυρίου. Ἔφτασαν μέχρι τοῦ σημείου νὰ φτειάξουν ἄγαλμα – εἴ­δωλο, τὸν θεὸ Βάαλ, καὶ νὰ προσφέρουν σ᾽ αὐ­­τὸ ἀνθρωποθυσίες τὰ βρέφη τους! Πῶς ἔ­γινε αὐτό; Μιὰ παροιμία λέει «Τὸ ψάρι βρωμάει ἀπ᾽ τὸ κεφάλι»· καὶ τὴν εἰδωλολατρία τὴν ἔφεραν στὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ οἱ βασιλεῖς, ὁ Ἀχα­ὰβ καὶ ἡ Ἰεζάβελ. Ποιός ὅμως τολμοῦσε νὰ ἐ­λέγξῃ τὸ βασιλιᾶ; Ὅλοι σιωποῦσαν. Ἕ­νας μόνο τόλμησε. Ποιός; Αὐτὸς ποὺ δὲν εἶ­χε τίποτε ἄλλο παρὰ μιὰ μηλωτή, μιὰ κάππα, ἀλλ᾽ ὅ­σο ἄξιζε ἡ κάππα αὐτὴ δὲν ἄξιζαν τὰ πλούτη ὅ­λων τῶν ἄλλων. Αὐτὸς ὁ ἀκτήμων ἀ­νέβηκε στὰ ἀνάκτορα καὶ ἤλεγξε τὸν Ἀχαάβ. Ἐ­σύ, τοῦ εἶπε, διαστρέφεις τὸ λαό! (βλ. Γ΄ Βασ. 18,18).
⃝ «Ζηλῶν ἐζήλωκα Κυρίῳ παντοκράτορι». Ἀλ­λὰ καὶ ἐναντίον τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας ἔδειξε τὴν εὐαισθησία του. Προστάτευε χῆρες, ὀρ­φανά, φτωχοὺς καὶ ἀδυνάτους. Ἕνας φτω­χὸς ἄνθρωπος, ὁ Ναβουθαί, εἶχε ἕνα ἀμπέλι. Ἀλ­λὰ τὸ ἀμπέλι αὐτὸ ἦταν κοντὰ σὲ βασιλικὸ κτῆμα. Καὶ ἐνῷ ἦταν τόσο μεγάλη ἡ βασιλικὴ περιουσία, ὁ Ἀχαὰβ ἤθελε νὰ πάρῃ καὶ τὸ ἀμ­πέλι τοῦ Ναβουθαί. Δὲν τὸ δίνω, λέει ὁ Ναβου­θαί, εἶνε πατρικὴ κληρονομιά μου. Τότε ἡ Ἰεζάβελ σκηνοθέτησε δίκη, ἔβαλε νὰ δικάσουν τὸ Ναβουθαί. Πράγματι, μὲ δύο ψευδομάρτυ­ρες, ποὺ τὸν κατηγόρησαν συκοφαντικῶς ὅτι ὕβρισε τὸ Θεὸ καὶ τὸ βασιλιᾶ, ὁ Ναβουθαὶ καταδικάστηκε καὶ ἐκτελέστηκε διὰ λιθοβολισμοῦ. Καὶ ὁ νόμος ἔλεγε, ὅτι ἡ περιουσία τοῦ καταδικασμένου σὲ θάνατο περιέρχεται στὸ βασιλιᾶ. Ὅλοι ἔβλεπαν τὴν ἀδικία, ἀλλ᾽ ἐπικρατοῦσε τρόμος καὶ φόβος. Ποιός νὰ ἐλέγξῃ τὴν ἀδικία καὶ τὸ ἔγκλημα; Ποιός ἄλλος; ἡ «κάππα» – ὁ Ἠλίας! Κατ᾽ ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ πηγαίνει καὶ βρίσκει τὸν Ἀχαὰβ καὶ τοῦ λέει· Κον­τὰ στὰ ἄλλα κακὰ κάνατε κι αὐτό, φονεύσατε τὸ Ναβουθαί· ἀλλ᾽ αὐτὰ λέει ὁ Κύριος· Ἐ­πειδὴ ἐφόνευσες καὶ κληρονόμησες, γι᾽ αὐ­τό, ὅπου ἔσταξε τὸ αἷμα τοῦ Ναβουθαί, ἐκεῖ θὰ γλείψουν τὰ σκυλιὰ τὸ δικό σου αἷμα (Γ΄ Βασ. 20). Ὕστερα ἀπ᾽ αὐτὰ ἡ Ἰεζάβελ θύμωσε, καὶ ὁ προφήτης Ἠλίας ἔφυγε καὶ κρύφτηκε.
⃝ «Ζηλῶν ἐζήλωκα Κυρίῳ παντοκράτορι». Ὁ ἅγιος αὐτὸς προφήτης ἐστράφη ἀκόμη ἐναν­τίον τοῦ ἱερατείου. Τί ἔκαναν οἱ «παπᾶδες» ἐ­κεῖνοι· ἀντὶ νὰ ὁδηγοῦν τὸ λαὸ στὴν ἀληθι­νὴ πίστι, αὐτοὶ ἄφησαν τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ λάτρευαν τὸ Βάαλ, ποὺ ἔφεραν οἱ βασιλεῖς. Ἦσαν 450 ἱερεῖς, εὐνοούμενοι τῶν ἀνακτόρων καὶ ἔτρωγαν στὴν τράπεζα τῆς Ἰεζάβελ. Κατ᾽ αὐτῶν ἔρριξε τοὺς κεραυνούς του ὁ Ἠ­λί­­ας. Γιατί ἀφήσατε, τοὺς λέει, τὸν ἀληθινὸ Θεό; Κάλεσε λοιπὸν ὅλο τὸ λαὸ ἐπάνω στὸ ὄρος Κάρμηλος καὶ εἶπε στοὺς ἱερεῖς τοῦ Βάαλ· Ἐλᾶτε νὰ δοκιμάσουμε ποιός ἔχει τὸν ἀ­ληθινὸ Θεό. Πάρτε λιθάρια, φτειάξτε θυσιαστήριο, σφάξτε μοσχάρι, καὶ παρακαλέστε τὸ θεό σας νὰ ῥίξῃ φωτιὰ νὰ καῇ. Τὸ ἔκαναν, ἀλλ᾽ εἰς μάτην φώναζαν ἐπικαλούμενοι τὸν ψεύτικο θεό. Ὁ Ἠλίας τοὺς εἰρωνεύθηκε· Γιά φωνάξτε πιὸ δυνατά, μήπως ὁ θεός σας κοι­μᾶ­ται καὶ δὲν ἀκούει… Ὅταν πλέον ἄρχισε νὰ βραδιάζῃ, τοὺς λέει· Παραμερίστε τώρα ἐσεῖς. Καλεῖ τὸ λαὸ νὰ πλησιάσῃ. Στήνει δικό του θυσι­αστήριο, στοιβάζει ξύλα, σφάζει ζῷο, τὸ βάζει ἐπάνω, καὶ εἶπε νὰ καταβρέξουν τρεῖς φορὲς κι αὐ­τὸ καὶ ὅλα τὰ γύρω μὲ ἄφθονο νερό, ὥσ­τε νὰ μὴ μείνῃ ὑποψία ὅτι μπορεῖ νὰ ὑ­πῆρχε πουθενὰ ἐκεῖ φωτιά. Μετὰ σηκώνει τὰ μάτια του στὸν οὐρανὸ καὶ προσεύχεται. Καὶ ―τί δύ­­ναμι ἔχει ἡ προσευχή!― μέσα σ᾽ ἕνα δευτερόλε­πτο ἄνοιξαν τὰ οὐράνια καὶ ἦρθε φωτιὰ ποὺ τὰ κατέκαυσε ὅλα. Τότε πίστεψαν ὅ­λοι, ἔπεσαν κάτω καὶ προσκύνησαν τὸν ἀληθι­νὸ Θεό. Ἀμέσως λοιπὸν διατάζει· Πιάστε τώρα ὅλους τοὺς ἱερεῖς τοῦ Βάαλ, μὴ διαφύγῃ κανένας. Ἐν συνεχείᾳ τοὺς κατέβασε στὸ ποτάμι, στὸ χείμαρρο Κισσῶν, κ᾽ ἐκεῖ τοὺς ἔσφα­ξε ὅλους, καὶ τοὺς 450 (Γ΄ Βασ. 18,17-40). Δὲν τὸ ἔ­κανε ἀπὸ κακία· ἐκτελοῦσε ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ.
⃝ «Ζηλῶν ἐζήλωκα Κυρίῳ παντοκράτορι». Ἐ­στράφη τέλος καὶ ἐναντίον τοῦ ὄ­χλου. Εἶχε εὐθύνη καὶ ὁ λαός· διότι κι αὐτὸς δὲν ἀκολού­θησε τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ τὸ ψεῦ­δος. Ἕως πότε, τοὺς λέει, θὰ ἀμφιταλαντεύεσθε; (Γ΄ Βασ. 18,21).
Κανένα δὲν κολάκευσε ὁ προφήτης Ἠλίας· ἦταν ζηλωτὴς τοῦ Κυρίου.

* * *

Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ ἑορτή του. Γιατί ἑορτάζουμε; γιὰ νὰ ποικίλλουμε τὴν ἀ­νία μας; γιὰ νὰ διασκεδάζουμε; Ἑορτὴ ἴσον μίμησις τοῦ ἁγίου. Πῶς μποροῦμε νὰ μιμηθοῦ­με ἐμεῖς τὸν προφήτη; Μποροῦμε νὰ κάνουμε ὅ,τι ἔκανε ὁ Ἠλίας; Ποιός λ.χ. μπορεῖ νὰ περάσῃ τὸν Ἰορδάνη μὲ τὴν κάππα του; Αὐ­τὸ εἶ­νε ἕνα θαῦμα. Τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε δὲ μποροῦμε ἐμεῖς νὰ τὰ ἐπαναλάβουμε· μποροῦμε ὅμως νὰ μιμηθοῦμε τὶς ἀρετές του, μποροῦ­με νὰ μιμηθοῦμε τὸν ζῆλο του.
Σήμερα κινδυνεύουμε. Ἐγὼ φοβοῦμαι τὴν ἀδιαφορία. Εἴμεθα ἀδιάφοροι. Μόνο τὰ ὑλικὰ μᾶς ἐνδιαφέρουν, μόνο ψωμὶ καὶ φαῒ φροντίζουμε νὰ δίνουμε στὰ παιδιά μας. Ἀλλὰ τὸ παιδὶ δὲν θέλει μόνο νὰ τὸ τρέφῃς· θέλει καὶ διδασκαλία καὶ φρονηματισμὸ καὶ ἀγωγή. Καὶ γι᾽ αὐτὰ ἀδιαφοροῦμε δυστυχῶς. Ἐνῷ τὰ παιδιὰ τοῦ διαβόλου ἐργάζονται, οἱ ἄλλοι, οἱ λεγόμενοι συντηρητικοί, σοῦ λένε «Ἐγὼ θὰ δι­ορθώσω τὸ ρωμαίικο;». Ἔτσι ἡ φθορὰ προχω­ρεῖ. Οἱ χιλιασταὶ πρὸ 40 ἐτῶν ἦταν 3 καὶ τώρα ἔγιναν περισσότεροι ἀπὸ 50 χιλιάδες. Καὶ οἱ ἄθεοι ὑλισταὶ πρὸ τοῦ 1917 ἦταν 3, τώρα εἶνε χιλιάδες. Δὲν θὰ αὐξάνονταν αὐτοί, ἂν ἐ­μεῖς εἴχαμε μέσα μας λίγη ἀπὸ τὴ φωτιὰ ποὺ εἶχε ὁ Ἠλίας. Εἶσαι πατέρας, εἶσαι μάνα, εἶσαι δάσκαλος, εἶσαι ἀστυνομικός, εἶσαι πα­πᾶς; Μὴν ἀμελεῖς, μὴν εἶσαι ἀδιάφορος· δεῖξε ἐπιμέλεια, νὰ ἔχῃς μεράκι γιὰ τὴ δουλειά σου.
Εἴμαστε στὴν Ἑλλάδα; Ἐγὼ ἀμφιβάλλω. Κα­ταντήσαμε ἀσεβεῖς. Στὴ χώρα αὐτὴ παλαιότερα δὲν ἄκουγες νὰ βλαστημάῃ κανείς· τώρα δὲν περνάει δευτερόλεπτο ποὺ νὰ μὴν ἀ­κούγεται βλασφημία. Θὰ ἔρθῃ πάλι ὁ Ἠλίας, εἶνε βέβαιο. Φαντασθῆτε ὅταν ἔρθῃ ν᾽ ἀκού­σῃ νὰ βλαστημᾶνε… Αὐτός, ποὺ ἅρπαξε 450 ἱερεῖς τῆς αἰσχύνης καὶ τοὺς ἔσφαξε, θὰ ἅρπαζε καὶ καθένα ποὺ βλαστημάει, καὶ θὰ τὸν τιμωροῦ­σε. Ἂν ἐρχόταν αὐτός, ὁ «δεύτερος Πρόδρομος» (ἀπολυτ.), θὰ τοὺς κατέβαζε στὴ θάλασ­σα, θὰ τοὺς θανάτωνε καὶ θὰ κοκκίνιζαν τὰ νερά.
Δὲν ἐννοῶ ἀσφαλῶς νὰ κάνουμε ἔτσι ἐ­μεῖς· ἡ ἐξουσία τοῦ Ἠλία ἦταν μία ἐξαιρετικὴ ἐξουσία. Ἀλλ᾽ ἀναστενάζω καὶ κλαίω διότι ἐ­σὺ δείχνεις ἀδιαφορία. Θὰ πῇς· Τί νὰ κάνω; Ἂν εἶσαι γυναίκα κι ὁ ἄντρας σου βλαστήμη­σε, πές του· Φάε σύ, ἄντρα, ἐγὼ δὲν τρώω. Ἤ­ξερα στὸ Μεσολόγγι μιὰ γυναῖκα ποὺ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ἔκανε τὸν ἄντρα της νὰ σταματήσῃ τὴ βλαστήμια. Μὴν ἐπιτρέπεις ἐμπρός σου νὰ βλαστημήσουν τὸ Θεό. Ἂν σοῦ σπάσουν ἕνα τζάμι, τρέχεις στὴν ἀστυνομία· γιὰ τὴ βλασφημία γιατί δὲν πᾷς; Δὲν θέλῃς ν᾽ ἀ­κούσῃς ἐμένα, ἄκουσε τὸν ἱ. Χρυσόστομο, ποὺ λέει· Ἀκοῦς κάποιον νὰ βλαστημάῃ; μίλησέ του, συμβούλεψέ τον μιά, δυό, τρεῖς. Δὲν ἀκούει; τότε, ἔχεις χέρι; χτύπησέ τον. Ὅποιος χτυπή­σῃ βλάστημο, θ᾽ ἁγιάσῃ τὸ χέρι του.
Νὰ διαφωτίζετε. Σᾶς ὁρκίζω σήμερα στὸ ὄ­νομα τοῦ προφήτου. Ἡ καλύτερη γιορτὴ καὶ τι­μὴ γιὰ τὸν ἅγιο εἶνε, νὰ ξερριζώσουμε τὸ ἀγ­κάθι αὐτὸ ποὺ εἶνε μέσα στὸ περιβόλι μας, νὰ φράξουμε τὰ στόματα τῶν βλαστήμων. Φρον­τί­στε ὅλοι νὰ σβήσῃ ἡ βλασφημία, κι ὅλα τὰ στόμα­τα νὰ γίνουν κιθάρα καὶ νὰ λένε ἕναν ὕμνο· «Αἰνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰ­ῶνας».

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

20-7-1960 Ομιλια Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου στον Ιερό Ναό του Προφήτου Ἠλιού Τζιτζιφιῶν – Ἀθῆναι

______________________________

STA ROYMANIKA

________________________________

PREDICA MITROPOLITULUI AUGUSTIN DE FLORINA
LA SĂRBĂTOAREA

SFÂNTULUI PROOROC ILIE TESVITEANUL


PROOROCUL ILIE RÂVNITORUL

-20 IULIE-

’’Cu râvnă am râvnit pentru Domnul Atotţiitorul’’(III Regi 19,10 )

Iubiţii mei, astăzi este sărbătorit un erou al credinţei şi al virtuţii, unul din cei mai mari bărbaţi ai lumii antice, ai epocii Vechiului Testament, Sfântul Proroc Ilie Tesviteanul.
Precum stea de stea se deosebeşte în strălucire şi floare de floare se deosebeşte în înfăţişare şi parfum, aşa şi fiecare sfânt are ceva deosebit, care-l distinge de toţi ceilalţi. De aceea, Biserica alături de numele fiecărui Sfânt pune câte un epitet: Pantelimon – Tămăduitorul, Dimitrie – Izvorâtorul de Mir, Spiridon – Făcătorul de Minuni, Cosma şi Damian – Cei-fără-de-arginţi; iar pe Proorocul de astăzi îl numeşte Râvnitor: Ilie Râvnitorul. Proorocul Ilie a avut râvnă.
Ce înseamnă râvnă? Inima să nu fie rece, ci să aibă un foc, o dorinţă puternică. Şi ce dorinţă a avut Ilie? A vrut ca toţi să-L cunoască pe adevăratul Dumnezeu, pretutindeni să fie închinat Dumnezeul cel Sfânt. Şi această dorinţă n-a ţinut-o ascunsă înlăuntrul său, n-a lăsat-o să rămână teorie, ci a manifestat-o, şi-a declarat-o.

***

„Cu râvnă am râvnit pentru Domnul Atotţiitorul!” (III Regi 19,10 ).
Proorocul Ilie şi-a arătat dragostea şi râvna lui pentru adevăratul Dumnezeu în toate împrejurările, pe toate fronturile.
În primul rând, în epoca sa, poporul iudeu, poporul ales al lui Dumnezeu, s-a abătut, a părăsit calea Domnului. Au ajuns până în punctul în care şi-au făcut o statuie-idol, pe zeul Baal şi-i aduceau acestuia drept jertfe umane pe pruncii lor! Cum s-a întâmplat asta? Un proverb zice: “Peştele de la cap se strică”. Aşa şi cu idolatria. Au adus-o în poporul lui Dumnezeu regii Ahab şi Isabela.  Dar cine a îndrăznit să-l mustre pe rege? Toţi tăceau. Doar unul a îndrăznit. Cine? Cel care nu avea nimic altceva decât o malotea (blană), un cojoc; dar cât valora cojocul acesta nu valorează bogăţiile tuturor celorlalţi. Acest sărman s-a suit la palatele împărăteşti şi l-a mustrat pe Ahab: Tu – i-a spus, tu rătăceşti poporul! (vezi III Regi 18,18 ).
“Cu râvnă am râvnit pentru Domnul Atotţiitorul!”.
Dar şi împotriva nedreptăţii sociale şi-a arătat sensibilitatea. A ocrotit pe văduve, pe orfani, pe săraci, pe neputincioşi. Un om sărac, Nabot, avea o vie. Această vie era aproape de domeniul regal. Deşi  era atât de mare averea regală, Ahab a vrut să ia şi via lui Nabot. Nu o dau, zice Nabot, este moştenirea mea părintească! Atunci Izabela a înscenat un proces şi a dispus ca Nabot să fie judecat. Într-adevăr, cu doi martori mincinoşi, care-l acuzau calomniator că L-a  hulit pe Dumnezeu şi pe rege, Nabot a fost condamnat şi a fost  executat prin ucidere cu pietre. Şi legea spune că averea celui condamnat la moarte revine regelui. Toţi văzuseră nedreptatea, dar stăpânea groaza şi frica. Cine să mustre nedreptatea şi crima? Cine altul? “Cojocul” – Ilie! La porunca lui Dumnezeu merge de-l găseşte pe Ahab şi-i zice: La celelalte răutăţi aţi adăugat şi asta: l-aţi ucis pe Nabot; dar acestea zice Domnul: Deoarece ai ucis şi ai moştenit, de aceea,  unde a picurat sângele lui  Nabot, acolo vor linge câinii şi sângele tău (III Regi 20). După acestea, Izabela s-a mâniat, iar Proorocul Ilie a fugit şi s-a ascuns.
„Cu râvnă am râvnit pentru Domnul Atotţiitorul!”
Acest Sfânt Profet s-a întors chiar şi împotriva clerului. Ce făceau acei „popi”? În loc să conducă poporul spre adevărata credinţă, aceştia  l-au părăsit pe adevăratul Dumnezeu şi s-au închinat lui Baal, pe care l-au adus regii. Erau 450 de preoţi. Şi mâncau la masa Izabelei. Împotriva lor şi-a aruncat Ilie fulgerele. De ce l-aţi părăsit, le zice, pe adevăratul Dumnezeu? A chemat deci întreg poporul pe muntele Carmel şi a spus preoţilor lui Baal: Veniţi să dovedim cine are pe Dumnezeul cel adevărat. Luaţi pietre, zidiţi un jertfelnic, junghiaţi un  viţel, şi rugaţi-vă dumnezeului vostru să trimită foc care să mistuie. Au făcut asta, dar în zadar strigau, invocând pe falsul lor dumnezeu. Ilie îi ironiza: Strigaţi mai tare, poate că Dumnezeul vostru doarme şi nu aude… Când deja începuse să se însereze, Ilie zice: Daţi-vă la o parte. Cheamă poporul să se apropie. Îşi ridică propriul jertfelnic, strânge lemne, junghie un animal, îl pune deasupra şi dispune să se toarne de trei ori apă din belşug peste el şi peste toate cele din jur, aşa încât să nu se creadă că ar putea exista pe undeva vreo sursă de foc. Îşi ridică apoi ochii la cer şi se roagă. Şi – ce putere are rugăciunea! – într-o secundă cerurile s-au deschis şi s-a coborât un foc care a mistuit toate. Atunci  au crezut toţi, au căzut la pământ şi s-au închinat adevăratului Dumnezeu. Aşadar, porunceşte imediat: Acum, toţi ai  lui Baal, în temniţă! Să nu scape nimeni, niciunul! Apoi i-a coborât  acolo jos şi i-a junghiat pe toţi cei 450 (III Regi 18, 17-40). N-a făcut-o din răutate. Împlinea porunca lui Dumnezeu.
„Cu râvnă am râvnit pentru Domnul Atotţiitorul!”
S-a întors în cele din urmă şi împotriva mulţimii. Era răspunzător şi poporul. Pentru că acesta nu urmase adevărul, ci minciuna. Până când, le zice, veţi şchiopăta de amândouă picioarele? (III Regi 18, 21).
Profetul Ilie nu a linguşit pe nimeni. A fost un râvnitor al Domnului.

***

Astăzi, iubiţii mei, este sărbătoarea lui. De ce sărbătorim?  Ca să ne diversificăm plictiseala? Ca să ne distrăm? Sărbătoarea înseamnă imitarea sau urmarea sfântului. Cum putem să-i imităm noi pe prooroci? Putem noi să facem tot ce a făcut Ilie? Cine de pildă poate să treacă Iordanul cu cojocul? Asta este o minune. Minunile pe care le-a făcut el noi nu putem să le repetăm.  Putem însă să-i imităm virtuţile, putem să-i imităm râvna.
Astăzi suntem în pericol. Eu mă tem de indiferenţă. Suntem indiferenţi. Numai cele materiale ne interesează. Doar de pâine şi de mâncare ne îngrijim să dăm copiilor noştri. Dar copilului nu-i trebuie doar hrană; îi trebuie şi învăţătură şi înţelepciune şi educaţie. Dar faţă de acestea, din nefericire, noi suntem indiferenţi. În timp ce fiii diavolului lucrează, ceilalţi din urmă, aşa numiţii conservatori îţi zic: „Păi, eu voi corecta dreptul?” În felul acesta stricăciunea merge mai departe. Hiliaştii (martorii lui Iehova) în urmă cu patruzeci de ani erau trei şi acum au devenit mai mult de 50.000. Şi ateii materialişti de dinainte de 1917 erau trei, acum sunt mii. Nu s-ar fi înmulţit aceştia, dacă noi am fi avut în noi puţin din focul pe care l-a avut Ilie. Eşti tată, eşti mamă, eşti învăţător, eşti poliţist, eşti preot? Nu fi nepăsător, nu fi indiferent! Arată grijă, să ai pasiune pentru slujba ta.
Suntem în Elada? Eu mă-ndoiesc. Am ajuns nişte necredincioşi. În această ţară mai demult n-ai fi  auzit pe cineva înjurând. Acum nu trece o secundă fără să se audă o înjurătură. Va veni  iarăşi Ilie. E sigur. Închipuiţi-vă că atunci când va veni va auzi înjurături. Acesta,  care a apucat 450 de preoţi ai ruşinii şi i-a junghiat, îi va apuca şi pe toţi cei care înjură şi-i va pedepsi. Dacă ar veni acesta, “al doilea Înaintemergător” (Tropar), i-ar duce la mare, i-ar da morţii şi-ar înroşi apele cu ei.
Desigur, nu înţeleg că trebuie să facem şi noi aşa; autoritatea lui Ilie a fost o autoritate excepţională. Eu suspin şi plâng pentru că tu arăţi indiferenţă. Vei spune: Ce să fac? Dacă eşti femeie, iar bărbatul tău înjură, spune-i: Mănâncă tu, bărbate, că eu nu mănânc. Am cunoscut în Mesolonghi o femeie care în felul acesta l-a făcut pe bărbatul ei să înceteze cu înjurăturile. Nu îngădui înaintea ta ca Dumnezeu să fie hulit. Dacă sparg un geam, alergi la Poliţie.  Pentru o înjurătură de ce nu mergi? Nu vrei să asculţi de mine?! Ascultă-l pe Sfântul Gură-de-Aur care zice: Când auzi pe cineva că înjură, vorbeşte-i, sfătuieşte-l o dată, de două ori, de trei ori. Dacă nu ascultă, atunci, ai mână? Loveşte-l. Cel ce loveşte pe cel ce înjură îşi sfinţeşte mâna.
Să vă luminaţi. Vă jur astăzi pe numele proorocului. Cel mai bun praznic şi cea mai bună cinste pentru un sfânt este să dezrădăcinăm acest spin care este în grădina noastră. Să închidem gurile hulitorilor. Îngrijiţi-vă toţi să dispară înjurătura şi toate gurile să devină o chitară interpretând un imn: “Lăudaţi-L şi-L preaînălţaţi întru toţi vecii”. Amin.

†  Episcopul Augustin

(20.07.1960, Omilie a Mitropolitului de Florina,
părintele Augustin Kandiotis, în Sfânta Biserică a Proorocului Ilie)

(trad. M.L., sursa: http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=14046)

ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΜΗΝΑΣ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Νοέ 11th, 2009 | filed Filed under: εορτολογιο

ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΜΗΝΑΣ

AN ANOIΞETE τα μηναία, τα βιβλία της Eκκλησίας, θα δείτε ότι σήμερα, 11 Nοεμβρίου, εορτάζει ο άγιος μεγαλομάρτυς Mηνάς.
O άγιος Mηνάς γεννήθηκε στην A­ίγυπτο, κοντά στο Nείλο, το μεγάλο ποταμό της Aφρικής. Γεννήθηκε στα χρόνια των Pωμαίων αυτοκρατόρων Διοκλητιανού (284-305 μ.X.) και Mαξιμιανού (3ος-4ος αι.), σε μια εποχή πολλών και μεγάλων διωγμών εναντίον των Xριστιανών. Γεννήθηκε μέσα σε χώρα ειδωλολατρική, όπου όλοι σχεδόν ήταν ειδωλολάτρες. Eιδωλολάτρες ήταν και οι γονείς του. Aλλ’ όταν μεγάλωσε άκουσε κήρυγμα, το φλογερό κήρυγμα ενός ασκητού, και αυτό τον είλκυσε. Πίστεψε στο Xριστό, μετανόησε για το ειδωλολατρικό του παρελθόν, βαπτίσθηκε και έγινε Xριστιανός.
Kατόπιν, όταν ήρθε η ώρα, στρατολογήθηκε στο ρωμαϊκό στρατό. Έτσι μετακινήθηκε από την πατρίδα του και έφθασε στο Kοτύαιο ή Kοτυάειο, εκεί που είναι σήμερα η Kιουτάχεια της Φρυγίας, στη Mικρά Aσία. Eκεί έζησε και έδρασε πλέον. Yπηρέτησε στα Pουταλικά νούμερα, δηλαδή στρατιωτικά τάγματα, υπό τας διαταγάς του ηγεμόνος Aργυρίσκου. Ως στρατιώτης έλαβε μέρος σε διάφορες μάχες, και διεκρίνετο για την ανδρεία του. Γι’ αυτό τον έχουν προστάτη και οι στρατιωτικοί.
Hταν λοιπόν στρατιωτικός, και έτσι ζωγραφίζεται στις εικόνες. Aλλά δεν έμεινε στο στρατό. Eνώ μπορούσε να μείνει και να φτάσει σε μεγαλύτερα αξιώματα λόγω της εκτιμήσεως που έτρεφαν γι’ αυτόν οι ανώτεροί του, εν τούτοις αποστρατεύθηκε. Aηδίασε την ειδωλολατρική ζωή που ζούσαν όλοι γύρω του. δεν ανεχόταν να βλέπει την πλάνη των ειδώλων να κυριαρχεί.
Aποσύρθηκε σ’ ένα ψηλό βουνό που είχε σπηλιές. Eκεί κάθησε, και ασκήτευε με αυστηρά νηστεία και προσευχή, για να καθαρίσει τον εαυτό του από τα πάθη. Mελετούσε τας Γραφάς, ιδιαιτέρως το Ψαλτήρι, έκλαιγε κι αναστέναζε. Έτσι ενισχύθηκε η πίστι του στο Xριστό και γέμισε από ζήλο κατά των ειδώλων. Aλλά δεν έμεινε ικανοποιημένος. Γιατί; Mυστήριο είναι η ανθρώπινη ψυχή. Δεν έμεινε ικανοποιημένος στο βουνό. Kάτι σαν σπινθήρας, σαν φωτιά, δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Tι ήταν αυτό; Hταν εκείνο το ίδιο που ενωχλούσε και τον άγιο Kοσμά τον Aιτωλό και τον παρακίνησε ν’ αφήσει το μοναστήρι και να κατεβεί στην κοινωνία και να κηρύξει το λόγο του Θεού. H αγάπη προς τους αδελφούς, αυτή έσπρωξε και τον άγιο Mηνά.
Kατέβηκε στον κόσμο, που γινόταν τρομερός διωγμός εναντίον των Xριστιανών. Mε θάρρος στάθηκε μπροστά στον ηγεμόνα και τους άλλους ειδωλολάτρες και ωμολόγησε την πίστι του στο Xριστό. Aμέσως τον πιάσανε και τον υπέβαλαν σε φρικτά μαρτύρια. Tον έδειραν. Tου έξαναν τις σάρκες με τρίχινα υφάσματα. Tον έκαψαν με θερμοκαυτήρες πυρωμένους στη φωτιά. Tον πλήγωσαν σ’ όλο το σώμα σέρνοντάς τον αλύπητα πάνω σε τριβόλια. Έτσι καταπληγωμένο τέλος τον αποκεφάλισαν. Tα ιερά του λείψανα τα πήραν και τα μετέφεραν στην πατρίδα του την Aί­γυπτο. Eκεί, όταν βασίλευε ο Mέγας Kωνσταντίνος, και αρχιεπίσκοπος Aλεξανδρείας ήταν ο Mέγας Aθανάσιος, κτίσθηκε ο πρώτος ναός προς τιμήν του αγίου Mηνά. Kαι ο άγιος έκανε θαύματα.

* * *

O άγιος Mηνάς, αγαπητοί μου, συνδέεται με τη μαρτυρική μας πατρίδα. Πώς συνδέεται; Πρώτον διότι, όπως εί­παμε, κατέφυγε σε κάποιο βουνό της Mικράς Aσίας κοντά στην Kιουτάχεια, μία από τις αλησμόνητες πατρίδες. Eκεί στην Kιουτάχεια ήτανε 5.000 Έλληνες, με σχολεία, με εκκλησίες, με μητροπολίτη. Zούσαν σκλαβωμένοι 500 χρόνια. Έπειτα ήρθε μια ωραία ημέρα, τον Iούνιο του 1921, τότε που η πατρίδα μας ενωμένη προχωρούσε, νικούσε και ελευθέρωνε Hπειρο και Mακεδονία. Tότε Read more »

ΤΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΟΥ ΕΩΣΦΟΡΟΥ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Νοέ 8th, 2009 | filed Filed under: εορτολογιο
ΟΜΙΛΙΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ KAΝΤΙΩΤΟΥ

Τῶν Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν

ΤΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΟΥ ΕΩΣΦΟΡΟΥ

ΣΗΜΕΡΑ εἶνε ἡ ἑορτὴ τῶν ἀγγέλων καὶ ἰδιαιτέρως τῶν δύο κορυφαίων, τῶν ἀρχαγγέλων Μιχαὴλ καὶ Γαβριήλ.

* * *

Ἄγγελοι! Ποιός πιστεύει σήμερα ἀγγέλους; Ἔγιναν ὑλισταὶ δυστυχῶς οἱ ἄνθρωποι. Καὶ εἶνε χαρακτηριστικὸ τὸ ἑξῆς ἀνέκδοτο.
Ὅταν ὁ ῾Ρῶσος ἀστροναύτης πέταξε ψηλὰ μὲ τὸ διαστημόπλοιο καὶ μετὰ ἐπέστρεψε πίσω στὴ Μόσχα, διακωμῳδοῦσε τὴ χριστιανι­κὴ πίστι. Δὲν εἶδα πουθενά, ἔλεγε, οὔτε ἀγ­γέ­λους οὔτε φτε­ρά τους… Αὐτὸ ἐπανέλαβε τότε καὶ μιὰ ἄ­­θεη δασκάλα στὸ σχολεῖο ἑ­νὸς σο­βιετικοῦ χωριοῦ. Δὲν ὑπάρχουν ἄγγελοι, ἔ­λεγε στὰ παι­διά, ὁ ἀστροναύτης μας δὲν εἶδε ἀγγέλους. Τότε ἕνας μικρὸς ῾Ρῶ­σος, εὐφυέστατος, εἶπε· Κυρία, πετοῦσε πολὺ χαμηλά, γι’ αὐτὸ δὲν τοὺς εἶδε. Τί σο­­φία! Ὅπως λέει καὶ τὸ εὐαγ­γέλιο σή­μερα, στόματα μικρῶν ἀθῴων παιδιῶν λέ­­νε μεγάλες ἀλήθειες (πρβλ. Λουκ. 10,21). Αὐτὸ τὸ παι­δὶ εἶπε μία ἀλήθεια ἀστρονομική. Διότι τί ἦταν πράγματι αὐτὸ τὸ διάστημα ποὺ πέταξε ὁ ἀ­στροναύτης ἐμπρὸς στὶς ἀποστάσεις ἐ­τῶν φωτὸς ποὺ χωρίζουν τὰ ἀστέρια; Εἶνε με­γαλειῶδες τὸ σύμ­παν ποὺ ἔκτισε ὁ Θεός.
Πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶνε ὁ δημιουργός, ὁ ποιητὴς «ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων» (Σύμβ. πίστ.). Τὰ ὁρατὰ ποιά εἶ­νε; Εἶνε αὐτὰ ποὺ συλλαμ­βάνουν οἱ πέντε αἰσθήσεις· τὰ βουνά, οἱ θάλασσες, οἱ ποταμοί, οἱ λίμνες, τὰ δέν­τρα, τὰ πουλιά, τὰ ζῷα… Τελευταῖος, στὴν κο­ρυ­φὴ τῶν ὁρατῶν κτισμάτων, εἶνε ὁ ἄνθρωπος. Μὲ μιὰ διαφορά· ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε μόνο ὁ­ρατός, εἶνε καὶ ἀόρατος, ὕλη καὶ πνεῦμα. Κι ὅ­πως ἔλεγε ἕνας σοφός, ὁ ἄνθρωπος κυρίως εἶ­νε ὄχι τὸ ὁρώμενον ἀλλὰ τὸ μὴ ὁρώμενον. Εἶ­νε μεῖ­γμα ὕλης καὶ πνεύματος· ὕλη τὸ σῶμα τὸ φθαρ­τό, πνεῦ­μα ἀθάνατο καὶ αἰώνιο ἡ ψυχή.
Τίθεται ἕνα ἐρώτημα. Πέρα ἀπ’ τοὺς ἀν­θρώ­­πους ὁ Θεὸς δὲ δημιούργησε ἄλλα ὄντα; Ἀ­σφαλῶς. Ἔβαλε τὸν ἄνθρωπο στὸ μέσον· καὶ ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ἔκανε τὰ ὑλικὰ ὄντα, ἀπὸ τὸ ἄλλο τὰ ἄυλα, τοὺς ἀγγέλους. Γι’ αὐτοὺς ὁ­μιλεῖ σὲ πολλὰ μέρη ἡ ἁγία Γραφή· ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ βεβαιώνει, ὅτι ὑπάρχει ὁ κόσμος τῶν ἀ­ύλων πνευμάτων. Διακρίνονται σὲ ταξιαρχίε­ς· στρατηγοί τους εἶνε ὁ Μιχαὴλ καὶ ὁ Γαβριήλ.
Τί ἔργο κάνουν οἱ ἄγγελοι; Εἶνε ἀγγελιαφό­ροι. Μεταφέ­ρουν μηνύματα οὐράνια. Τέτοιο ἦταν λ.χ. τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐ­πὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14) ποὺ ἔψαλλαν σμήνη ἀγγέλων τὴν ἀλησμό­νητη ἐκείνη νύχτα τῶν Χριστουγέννων.
Ἀκόμα οἱ ἄγγελοι εἶνε προστάτες τῶν ἀν­θρώπων. Καθένας μας ἔχει τὸν ἄγγελό του, ποὺ δὲν πρέπει νὰ τὸν πικραίνῃ. Ἕνας ζωγρά­φος ἔκανε μία ὡραία εἰκόνα, ποὺ παριστάνει ἕνα μικρὸ παιδάκι νὰ περνᾷ ἕνα ἐπικίνδυνο στενὸ γεφύρι καὶ ἕνας ἄγγελος φτερωτὸς τὸ προστατεύει. Γι’ αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι πρέπει νὰ εἴ­μεθα εὐγνώμονες στοὺς ἀγγέλους μας.
Οἱ ἄγγελοι δὲν εἶνε μόνο ἀγγελιαφόροι καὶ προστάτες, εἶνε καὶ ὑμνῳδοί. Ἐδῶ ὑμνοῦν τὸ Θεὸ στὴ φύσι τὰ πουλιὰ καὶ στὴν ἐκκλησία οἱ ψάλτες· ἀλλὰ κάποτε κουράζονται. Στὸν οὐ­ρανὸ ἀκούραστοι ψάλτες εἶνε οἱ ἄγγελοι· μέρα – νύχτα ὑμνοῦν τὴν ἁγία Τριάδα «ἀκαταπαύ­στοις στόμασιν, ἀσιγήτοις δοξολογίαις» (θ. Λειτ. Μ. Βασ.) καὶ ἀκούγεται ὁ ὕμνος· «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος σαβαώθ, πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης σου…» (θ. Λειτ.· Ἠσ. 6,3). Νὰ πῶ κά­τι ἀκόμη; Θὰ φανῇ ἀπίστευτο. Κάποτε οἱ Χριστιανοὶ ἔμπαιναν στὴν ἐκκλησία ὄχι μὲ μάτια ἁμαρτωλά, πορνῶν καὶ μοιχαλίδων καὶ σαρκολατρῶν, ἀλλὰ μὲ μάτια μεταμορφω­μέ­να, καὶ ―δὲν εἶνε μῦθος, εἶνε πραγματικότης―, τὴν ὥρα ποὺ λειτουργοῦσαν οἱ ἱερεῖς, ἔβλεπαν ἀγ­γέλους! Τὸ λέει τὸ ἀπολυτίκιο τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, ὅτι Ὅταν λειτουργοῦσες, ἅγιε, «ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργοῦντάς σοι», ἄγγελοι λειτουργοῦσαν μαζί σου.
Ὑπάρχουν λοιπὸν οἱ ἄγγελοι. Ὅσο βέβαιο εἶνε ὅτι ὑπάρχει ἄνθρωπος, ἄλλο τόσο εἶνε βέβαιο ὅτι ὑπάρχουν ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι.

* * *

Ἐὰν μὲ ρωτήσετε, ἀπ’ τὰ ἑκατομμύρια τῶν ἀγγέλων ποιός εἶνε ὁ λαμπρότερος, θὰ σᾶς πῶ· ἦταν ὁ Ἑωσφόρος, ἐπὶ κεφαλῆς τῶν οὐρανίων δυνά­μεων. Γιατί ὀνομάζεται ἔτσι; Στὸν φυσι­κὸ οὐρανὸ ἔτσι λέγεται τὸ πρῶτο καὶ πιὸ λαμ­­πρὸ ἀστέρι. Τὸ πρωΐ, πρὶν τὴν ἀνατολή, αὐτὸ φωτίζει τὴν κτίσι, προάγγελος τοῦ ἡλίου, καὶ τότε τὸ λέμε Αὐγερινό. Τὸ βράδυ, τὸ ἴδιο αὐ­τὸ ἀστέρι, τὸ λέμε Ἀποσπερίτη, καὶ ἐμφανίζε­ται πάλι πρῶτο μετὰ τὴ δύσι τοῦ ἡλίου. Τὸ ἐπι­στη­μονικό του ὄνομα εἶνε ἑωσφόρος. Ὅ,τι εἶ­νε λοιπὸν στὸν φυσικὸ οὐρανὸ αὐτό, ἔτσι ἦ­ταν στὸ πνευματικὸ στερέωμα ὁ ἄγγελος Ἑ­ωσ­φόρος. Ἀλλά, ἀλλά, ἁμάρτησε! Τί ἔκανε, πορνεία – μοιχεία; Ὄχι. Εἶνε κι αὐτὰ σοβαρά· μὰ τὸ σοβαρώτερο ἁμάρτημα, πηγὴ συμφο­ρᾶς γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα, εἶνε ἕνα· τὸ ἑωσ­φορι­κὸ λεγόμενο ἁμάρτημα, ἡ ὑπερηφάνεια. Δὲν ἔμεινε ἱκανοποιημένος στὴ θέσι ποὺ τὸν ἔταξε ὁ Θεός. Στὴ δι­άνοιά του σφηνώθηκε ἡ ὀ­­λεθρία ἰδέα· «Θ᾽ ἀνεβῶ στὸν οὐρανό, θὰ στή­σω τὸ θρόνο μου πάνω ἀπ’ τ’ ἄστρα…, θὰ ὑψω­θῶ πά­νω ἀπ’ τὰ σύννεφα, θὰ γίνω ὅμοιος μὲ τὸν Ὕ­ψιστο» (Ἠσ. 14,13-14). Αὐτὴ ἡ σκέψι ἦταν τὸ σπέρ­­μα τοῦ κακοῦ. Καὶ μόλις συλλογίστηκε ἔτσι, ἀ­­μέσως ἀπὸ φωτεινὸ πνεῦμα ἔγινε σκοτεινό, ἀπὸ ἄγγελος ἔγινε ὁ σατανᾶς. Αὐτὸς καὶ σήμερα στὴν κοινωνία μας ἔχει τὰ ὄργανά του.
Τὴν ὥρα λοιπὸν ποὺ ὁ Ἑωσφόρος ἔπεφτε ἀ­πὸ τὸν οὐρανὸ «ὡς ἀστραπὴ» (Λουκ. 10,18), συν­έβη ἕνα ἄλλο μεγάλο γεγονός. Ἀκούστηκε σάλ­πισμα. Εἶνε αὐτὸ ποὺ ἀκοῦμε κάθε φορὰ στὴ θεία λειτουργία, ἀλλὰ δὲν τὸ προσέχουμε· «Στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετὰ φόβου» (θ. Λειτ.). Αὐτό, κατὰ τὴν παράδοσί μας, εἶ­πε ὁ ἀρ­χάγγελος Μιχαήλ. Ἀμέσως ἔγινε συναγερμὸς στὰ ἀγγελικὰ τάγματα, καὶ στάθηκαν ἀκλό­νητοι γύρω ἀπ’ τὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐξακολουθοῦν πλέον νὰ τὸν ὑπηρετοῦν μὲ ἀφοσίωσι.

* * *

Ἀπὸ τὴ σημερινὴ ἑορτὴ μαθαίνουμε, ἀγαπη­τοί μου, ὅτι δὲν ὑπάρχει μόνο ὑλικὸς κόσμος. Πέρα τῆς ὕλης ὑπάρχει τὸ πνεῦμα. Οἱ ὑ­λισταὶ λένε «Ἐκ τῆς ὕλης τὸ πνεῦμα», ποὺ εἶ­νε πλάνη. Ἐμεῖς τί λέμε· Ἐκ τοῦ πνεύματος ἡ ὕλη, κι ὅτι μιὰ μέρα κ’ ἐμεῖς θ’ ἀποβάλουμε τὴ φθορὰ τοῦ σώματος. Ὁ ἄνθρωπος θὰ φτά­σῃ σὲ ὕψος ἀγ­γελικὸ κι ἀκόμη ἀνώτερο. Ὅ­πως οἱ ἄγγελοι μέρα – νύχτα ζοῦν κον­τὰ στὸ Θεὸ καὶ τὸν ὑ­μνοῦν, ἔτσι κ’ ἐμεῖς θὰ βρεθοῦμε σὲ νέα κατάστασι.
Τί ἄλλο διδασκόμεθα. Ὅπως εἶπα, τὸ μεγα­λύτερο ἁμάρτημα εἶνε ἡ ὑπερηφάνεια. Ὄν­τως σατανικὸ ἁμάρτημα. Αὐτὸ εἶνε ἡ ρίζα τοῦ λεγομένου προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Κάν­τε ἕνα πείραμα – ἐγὼ τὸ ἔκανα πολλὲς φορές. Μαζέψτε καμμιὰ δεκαριὰ παιδιὰ καὶ ρω­τῆστε τα· Ποιός ἀπὸ σᾶς εἶνε τὸ καλύτερο παι­δί; Κοιτάζονται μεταξύ τους καὶ κανείς δὲν ἀ­ναγνωρίζει τὸν ἄλλο· ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς πιτσιρίκους αὐτοὺς θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ὡς τὸν καλύτερο καὶ ἀνώτερο τῶν ἄλ­λων. Ἡ ὑ­περηφάνεια στὴν καρδιὰ τῶν μικρῶν, ἡ ὑπερη­φάνεια στοὺς μεγάλους, ἡ ὑ­περηφάνεια στὶς γυναῖκες, ἡ ὑπερηφάνεια καὶ στὰ ἔθνη. Διάβαζα μικρὸς μιὰ ἀξιόλογη προφητεία, ἡ ὁποία προέλεγε ὅτι θὰ γίνῃ ὁ πρῶτος παγκόσμιος πόλεμος, ἀπαριθμοῦσε τὰ δεινὰ ποὺ θὰ ὑποφέρουν οἱ λαοί, καὶ μεταξὺ τῶν ἄλλων ―ἑ­κατὸ χρόνια προτοῦ νὰ γίνῃ ὁ πόλεμος― ἔλεγε γιὰ τὴ Γερμανία· «Καὶ σύ, ὑπερήφανος Γερμανία, θὰ πέσῃς…». Καὶ πράγματι ἔπεσε. Ὑπερηφανεύθηκε γιὰ τὶς ἀνακαλύψεις της, νόμισε ὅτι διὰ τῆς ἐπιστήμης μπορεῖ νὰ κυριαρχήσῃ σ’ ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Ἄκουγες τὶς ἡμέρες τῆς κατοχῆς στοὺς δρόμους ―τὰ προλάβαμε ἐμεῖς― νὰ παρελαύνουν οἱ Γερμανοὶ στρατιῶτες μὲ ψη­λὰ τὸ μέτωπο, μὲ βῆ­μα χήνας, καὶ νὰ τραγου­δοῦν «ὑπεράνω ὅ­λων ἡ Γερμανία». Ἐμᾶς μᾶς θεωροῦσαν λαὸ ὑπανάπτυκτο, ποὺ δὲν εἶνε ἱ­κανὸς παρὰ μόνο νὰ βόσκῃ χοίρους. Ἰδού ἡ ὑπερηφάνεια. Ἀλλ’ ἀκούσατε τί ἔλεγε ἡ προφητεία· «Καὶ σύ, ὑπερήφανος Γερμανία, θὰ πέσῃς…».
Καὶ ἐν γένει, ὅποιος πάει κόντρα μὲ τὸ Θεό,  θὰ πέσῃ, θὰ γίνῃ στάχτη. Τίποτε ἄλλο δὲ μισεῖ ὁ Θεός, ὁ μεγαλοδύναμος καὶ παν­τοδύ­ναμος, ὅσο τὴν ὑπερηφάνεια.
Ὑπενθυμίζω τέλος τὸν Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό, ὁ ὁποῖος, περιοδεύοντας διάφορα μέρη καὶ κη­ρύττοντας περὶ ταπεινώσεως, ἔλεγε· «Ὅ­ταν  ἰδοῦμέν τινα ταπεινόν, τὸν βλέπομεν ὡς ἄγγελον, μᾶς φαίνεται ν’ ἀνοίξωμεν τὴν καρδί­αν μας νὰ τὸν βάλωμεν μέσα· καὶ ὅταν ἰδοῦ­μέν τινα ὑπερήφανον, τὸν βλέπομεν ὡς  τὸν δι­άβολον, γυρίζομεν τὸ πρόσωπόν μας εἰς ἄλ­λο μέρος νὰ μὴ τὸν βλέπωμεν» (σ. 116-117). Φτερωτὸς διάβολος εἶνε ἡ ὑπερηφάνεια.
Ἂς ταπεινωθοῦμε λοιπόν, ἂς ἔχουμε τὸ «γνῶθι σαυτὸν» τῶν ἀρχαίων προγόνων μας, ἂς ζοῦμε μὲ ταπεινοφροσύνη καὶ συναίσθησι τῶν ἁμαρτημάτων μας, καὶ τότε ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι θὰ μᾶς συνοδεύουν στὸν βίο μας μέχρι τῆς τελευταίας ἀναπνοῆς· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Στο ιερό ναό του  Ἁγ. Γεωργίου πόλεως Φλωρίνης 8-11-1982)

ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΘΕΟΥ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Οκτ 23rd, 2009 | filed Filed under: εορτολογιο

Του αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου

23 Οκτωβρίου

ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΘΕΟΥ

ΣΗΜΕΡΑ, 23 Ὀκτωβρίου, ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴ μνήμη τοῦ ἁγίου Ἰακώβου. Ἀλλὰ τὸ ὄνομα Ἰάκωβος δὲν τὸ φέρει μόνο ὁ ἅγιος ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα. Ἂν ἀνοίξουμε τὰ συναξάρια, δηλαδὴ τοὺς βίους τῶν ἁγίων, θὰ δοῦμε ὅτι μὲ τὸ ὄνομα Ἰάκωβος φέρονται, ὀνομάζονται, δεκαεννέα (19) ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας! Αὐτοὶ ἔζησαν σὲ διάφορες ἐποχὲς καὶ σὲ διάφορες χῶρες. Ἄλλοι ἀπ᾿ αὐτοὺς ἦταν ἀσκηταί, ἄλλοι ἔζησαν μέσ᾿ στὶς πολιτεῖες ὡς ἱερεῖς καὶ ἐπίσκοποι, καὶ ἄλλοι ἦταν μάρτυρες καὶ ὁμολογηταί. Ὅπως στὸν φυσικὸ οὐρανὸ ὑπάρχουν ἀστερισμοί, ἔτσι καὶ οἱ ἅγιοι Ἰάκωβοι εἶνε ἕνας ἀστερισμὸς στὸν πνευματικὸ οὐρανὸ τῆς Ἐκκλησίας. Γιατὶ κάθε ἅγιος εἶνε ἕνα ἀστέρι. Κι ὅπως λάμπουν τ᾿ ἀστέρια, ἔτσι λάμπουν καὶ οἱ ἅγιοι. Λάμπουν μὲ τὴ διδασκαλία τους, μὲ τὰ θαύματά τους, μὲ τὸν ἅγιο βίο τους, μὲ τὶς προφητεῖες τους, μὲ τὸ μαρτυρικὸ τέλος τους. Κι ὅπως ἀστέρι ἀπὸ ἀστέρι διαφέρει, ἔτσι καὶ οἱ ἅγιοι διαφέρουν μεταξύ τους. Καὶ ἀνάμεσα στοὺς δεκαεννέα ἁγίους ποὺ φέρουν τὸ ὄνομα Ἰάκωβος, δύο λάμπουν ὡς ἀστέρια πρώτου μεγέθους· ὁ ἕνας εἶνε ὁ Ἰάκωβος ὁ ἀδελφὸς τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα ἀποστόλους· καὶ ὁ ἄλλος εἶνε αὐτὸς ποὺ τιμοῦμε σήμερα.

* * *

Ὁ σημερινὸς ἅγιος Ἰάκωβος, πρὸς διάκρισιν ἀπὸ τοὺς ἄλλους ὁμωνύμους του, ὀνομάζεται ἀδελφόθεος, ἀδελφὸς δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ λέξι σκανδαλίζει πολλοὺς καὶ διερωτῶνται· Γιατί ὀνομάζεται ἀδελφόθεος; Εἶχε ὁ Χριστὸς ἄλλα ἀδέρφια; Ὄχι· κατὰ σάρκα δὲν εἶχε. Διότι ὁ Χριστός, ὁ Κύριός μας, δὲν γεννήθηκε ὅπως γεννηθήκαμε ὅλοι ἐμεῖς, κατὰ φυσικὸ τρόπο· γεννήθηκε κατὰ τρόπο ὑπερφυσικό· γεννήθηκε «ἐκ Πνεύματος ἁγίου» καὶ ἀπὸ τὰ καθαρώτατα σπλάχνα τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἡ Παναγία ὑπῆρξε παρθένος· παρθένος προτοῦ νὰ γεννήσῃ, παρθένος ὅταν γέννησε, παρθένος μετὰ τὴ γέννησι τοῦ Χριστοῦ. Δηλαδή, ἀειπάρθενος· καὶ γι᾿ αὐτὸ ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι τὴν ὀνομάζουμε «ἀειπάρθενο».
Μὰ τότε πῶς ὁ Ἰάκωβος ὀνομάζεται ἀδελφόθεος; Ὀνομάζεται ἔτσι διότι, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας, ὁ δίκαιος Ἰωσήφ, ὁ μνηστὴρ τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, εἶχε προηγουμένως ἄλλη σύζυγο, ἡ ὁποία πέθανε. Ἀπὸ ἐκείνην εἶχε ἀποκτήσει παιδιά. Στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων τὰ παιδιὰ αὐτὰ ἐθεωροῦντο ἀδέρφια τοῦ Ἰησοῦ. Τέσσερα παιδιά του ἦταν ἀγόρια, ἕνα δὲ ἀπὸ αὐτὰ ὠνομαζόταν Ἰάκωβος, καὶ ἔτσι πῆρε τὸ ἐπίθετο ἀδελφόθεος.
Τὰ ἀδέρφια τοῦ Χριστοῦ στὴν ἀρχὴ δὲν τὸν πίστευαν. Ὅταν ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν, τότε πίστεψαν κι αὐτοί, πίστεψε καὶ ὁ Ἰάκωβος. Ὁ Ἰάκωβος ὅμως διακρίθηκε ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ἀγαποῦσε τὴ νηστεία. Ἀγαποῦσε τὴν προσευχή· προσευχόταν μέρα – νύχτα, ἀδιαλείπτως. Ἔκανε δὲ καὶ γονυκλισίες τόσο πολλές, ὥστε τὰ γόνατά του εἶχαν γίνει σὰν τῆς καμήλας.
Ἦταν πιστὸς καὶ ἀγαπητὸς στὴν Ἐκκλησία. Τὸν ἀναγνώριζαν ὅλοι. Ἔτσι ἔγινε καὶ πρῶτος ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἰεροσολύμων.
Ἀλλ᾿ ὅπως πάντοτε μία δρᾶσι προκαλεῖ ἀντίδρασι, ἔτσι καὶ ὁ ἅγιος Ἰάκωβος μισήθηκε ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους. Τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὡδήγησαν στὸ δικαστήριο. Κι ὅπως δίκασαν οἱ Ἑβραῖοι τὸ Χριστὸ καὶ τὸν πρωτομάρτυρα Στέφανο, ἔτσι δίκασαν καὶ τὸν ἅγιο Ἰάκωβο. Τὸν κατεδίκασαν σὲ θάνατο, καὶ πέθανε μαρτυρικῶς. Τὸν ὡδήγησαν στὸ πτερύγιο τοῦ ναοῦ, δηλαδὴ στὸ ἄκρο τῆς στέγης, κι ἀπὸ ᾿κεῖ τὸν ἔρριξαν κάτω. Καὶ ἐνῷ ἦταν ἀκόμη ζωντανός, τὸν θανάτωσαν κτυπώντας τον μ᾿ ἕνα ξύλο. Προτοῦ νὰ ξεψυχήσῃ παρεκάλεσε τὸ Θεὸ νὰ συχωρέσῃ τοὺς δημίους του.

* * *

Αὐτὸς εἶνε μὲ λίγα λόγια ὁ βίος τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου. Ἀπὸ τότε ποὺ ἔζησε πέρασαν αἰῶνες. Καὶ ὅμως τὸ ὄνομά του μένει ἀλησμόνητο. «Εἰς μνημόσυνον αἰώνιον ἔσται δίκαιος» (Ψαλμ. 111,6· κοινων. θ. Λειτ.). Τὸν θυμᾶται ὁ λαός, καὶ ζῇ ὁ ἅγιος Ἰάκωβος μέσα στὴ συνείδησι τῆς Ἐκκλησίας. Πῶς ζͺῆ; Ζῇ μὲ τὴ Λειτουργία του. Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια ὑπῆρχαν καὶ ἄλλες λειτουργίες. Ἡ πρώτη, ἡ πιὸ ἀρχαία, ἦταν ἡ Λειτουργία ποὺ ἔκανε ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος. Εἶνε ἕνα ἀριστούργημα, μὲ βαθειὲς καὶ πυκνὲς ἔννοιες. Ἡ θεία Λειτουργία αὐτὴ τελεῖται σήμερα μὲ μεγαλοπρέπεια στὰ Ἰεροσόλυμα, ὅπου προΐσταται ὁ διος ὁ πατριάρχης, καθὼς καὶ ἀλλοῦ.
Τὴ Λειτουργία αὐτὴ τοῦ Ἰακώβου ἦρθε ὕστερα ὁ Μέγας Βασίλειος καὶ τὴ συντόμευσε. Καὶ μετὰ ἦρθε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καὶ συντόμευσε καὶ αὐτὴν «διὰ τὴν ἀσθένειαν τῶν ἀκουόντων», ὅπως λέει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης. Πάει πιὰ ἐκείνη ἡ ἐποχὴ ποὺ οἱ Χριστιανοὶ κάθονταν ἐπὶ ὧρες μέσα στὴν ἐκκλησία καὶ παρακολουθοῦσαν τὴ λατρεία. Τώρα ὅλοι εἶνε βιαστικοί, νευρικοί. Δὲ᾿ δείχνουν προσοχὴ καὶ δὲν καταλαβαίνουν. Ὅπως μπαίνουν, ἔτσι βγαίνουν. Πρέπει νὰ ἐπανέλθουμε σὲ μιὰ ἁπλότητα λατρείας, ποὺ ὁ λαὸς ν᾿ ἀκούῃ λίγα καθαρὰ πράγματα καὶ νὰ ὠφελῆται. Ἕνας λόγος ποὺ σήμερα ὁ κόσμος δὲν ἐκκλησιάζεται, εἶνε κι αὐτός. Εἶνε ἕνα πρόβλημα, ποὺ δὲ᾿ θὰ τὸ λύσουμε ἐμεῖς ἐδῶ, οὔτε κάτω στὴν Ἀθήνα· ἂν μπορῇ, θὰ τὸ λύσῃ μιὰ οἰκουμενικὴ Σύνοδος.
Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια ξέρετε πῶς γινόταν; Μαζεύονταν οἱ Χριστιανοί, κάθονταν καὶ διάβαζαν ψαλμούς, τὸν Ἀπόστολο, τὸ Εὐαγγέλιο· ἔλεγε μερικὰ ἁπλᾶ λόγια ὁ ἱερεύς· κοινωνοῦσαν ὅλοι· βοηθοῦσαν τοὺς φτωχοὺς καὶ δυστυχισμένους. Εἶχαν μιὰ ἁπλῆ λατρεία καὶ ζωή. Ἐκεῖ πρέπει νὰ ἐπανέλθουμε. Αὐτὴ ἡ πολυτέλεια, ποὺ ὑπάρχει τώρα, δὲν ἁρμόζει. Τὰ ψαλλόμενα δὲν τὰ καταλαβαίνουν οὔτε οἱ ψαλτάδες οὔτε οἱ παπᾶδες. Ὅλοι ἔχουμε ξεφύγει. Ἡ πρᾶξις τῆς συντομεύσεως τῆς Λειτουργίας τοῦ ἁγίου Ἰακώβου δείχνει βέβαια, ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει δικαίωμα νὰ τροποποιῇ. Ὄχι ὅμως ἕνας ἐπίσκοπος, ἀλλὰ ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι σὲ μιὰ οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Γιατὶ ἂν κάνουμε ὁ καθένας κάτι μόνος μας, θὰ γίνῃ σχίσμα. Νά πῶς παρουσιαστήκανε οἱ παλαιοημερολογῖται· διότι ἀλλάξαμε τὸ ἡμερολόγιο. Ἔτσι, ἅμα τυχὸν πειράξουμε καὶ τὴ θεία Λειτουργία, θὰ ἔχουμε νέο σχίσμα.
Ζῇ, λοιπόν, ὁ ἅγιος Ἰάκωβος μὲ τὴ θεία Λειτουργία του. Ζῇ ἀκόμα καὶ μὲ ἕνα ἀριστούργημα ποὺ ἔχει κάνει. Εἶνε ἕνα ἀπὸ τὰ 27 βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἡ καθολικὴ Ἐπιστολὴ Ἰακώβου. Εἶνε θεόπνευστη! Μερικὰ δείγματα ἀπὸ τὸ περιεχόμενό της· ―Θέλεις νὰ δῇς ποιός εἶνε ὁ ἄνθρωπος τῆς καθαρᾶς θρησκείας; Εἶνε αὐτὸς ποὺ πάει στὴν ἐκκλησία, προσεύχεται, ἀνάβει κεριά, κάνει μετάνοιες; Εἶνε κι αὐτός. Ἀλλὰ τί λέει ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος; Ὅτι «θρησκεία καθαρὰ καὶ ἀμίαντος παρὰ τῷ Θεῷ καὶ πατρὶ αὕτη ἐστίν, ἐπισκέπτεσθαι ὀρφανοὺς καὶ χήρας ἐν τῇ θλίψει αὐτῶν, ἄσπιλον ἑαυτὸν τηρεῖν ἀπὸ τοῦ κόσμου» (Ἰακ. 1,27). ―Ἐσὺ ὁ ἄλλος, ποὺ ἑτοιμάζεσαι στὸ δικαστήριο καὶ νὰ βάλῃς τὸ χέρι σου ἐπάνω στὸ Εὐαγγέλιο καὶ νὰ ὁρκιστῇς, διάβασε προηγουμένως τὴν Ἐπιστολὴ τοῦ Ἰακώβου. Τί θὰ δῇς; Ὅτι ἀπαγορεύεται ὁ ὅρκος· συμφωνεῖ ὁ Ἰάκωβος μὲ τὸ Χριστό. ―Σὺ ὁ πλούσιος, λέει, μὴν ὑπερηφανεύεσαι· τὰ χρήματά σου νὰ τὰ διαθέτῃς γιὰ τοὺς φτωχούς. ―Σὺ ποὺ εἶσαι ἄρρωστος, σὺ ποὺ βασανίζεσαι, σὺ ποὺ διαβάλλεσαι, σὺ ποὺ συκοφαντεῖσαι, σὺ ποὺ ἀδικεῖσαι στὸν κόσμο αὐτόν, ἔχε ὑπομονή. ―Σὺ ποὺ ἀφήνεις τὴ γλῶσσα σου ἐλεύθερη, πρόσεξε· ἡ γλῶσσα «κόκκαλα δὲν ἔχει καὶ κόκκαλα τσακίζει»…
Σήμερα, στὴν ἑορτή του, θὰ χαρῇ ὁ ἅγιος Ἰάκωβος, ἐὰν ἀνοίξετε τὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ διαβάσετε τὴν Ἐπιστολή του. Σᾶς βάζω λοιπὸν κανόνα νὰ τὸ κάνετε. Πρέπει νὰ γίνουμε Χριστιανοί. Ὄχι ἁπλῶς ν᾿ ἀνάβουμε κεριά, νὰ κάνουμε τὸ σταυρό σας· ἀλλὰ νὰ γίνουμε πραγματικὰ Χριστιανοί. Ἔχουν τὴ συνήθεια μερικοί, νὰ διαβάζουν τὴ λεγομένη ἁγία Ἐπιστολή. Δὲν εἶνε ὅμως αὐτὴ θεόπνευστη. Τί εἶνε ἡ ἁγία Ἐπιστολή; ἕνα χαλικάκι. Ἐνῷ ἡ Ἐπιστολὴ τοῦ Ἰακώβου εἶνε τὸ διαμάντι.
Σήμερα, λοιπόν, ποὺ ἑορτάζουμε τὴ μνήμη τοῦ ἁγίου Ἰακώβου, συνιστῶ σὲ ὅλους καὶ τὸ βάζω ὡς κανόνα, ―τέτοιους κανόνες ἔπρεπε νὰ βάζουν οἱ πνευματικοί―, νὰ διαβάζουν τὴν ἐπιστολή του καὶ ὅλη τὴν ἁγία Γραφή. Γιατὶ ἂν ὑπάρχῃ ἕνας λαὸς ποὺ δὲν γνωρίζει τὴν ἁγία Γραφή, εἶνε ὁ Ἑλληνικός. Λοιπόν, συνιστῶ σὲ ὅλους σας νὰ πᾶτε στὸ σπίτι καὶ ν᾿ ἀνοίξετε τὴν Καινὴ Διαθήκη σας, νὰ βρῆτε τὴν Ἐπιστολὴ τοῦ Ἰακώβου καὶ νὰ τὴ διαβάσετε καὶ μιὰ καὶ δυὸ φορές. Πολὺ θὰ ὠφεληθῆτε.
Εθε ὁ Θεός, διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου, νὰ ἐλεήσῃ καὶ σώσῃ ὅλους μας· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Aπομαγνητοφωνημένη ομιλία του Μητροπολίτου π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Aγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης στις 23-10-1981

ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΟΛΩΝ ΜΑΣ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαι 13th, 2009 | filed Filed under: εορτολογιο

Της ἁγίας μάρτυρος Γλυκερίας

13 Mαΐου

ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΟΛΩΝ ΜΑΣ

agia-glykeriaΖΟΥΜΕ, ἀγαπητοί μου, σὲ ἕναν αἰῶνα θετικὸ καὶ ρεαλιστικό, αἰῶνα ὀρθολογισμοῦ. Οἱ ἄνθρωποι ἀμφιβάλλουν γιὰ ὅλα μέχρις ὅτου ἐξετάσουν καὶ πεισθοῦν μόνοι τους γιὰ τὸ κάθε τι. Ἔτσι ἀμφιβάλλουν καὶ γιὰ τὴ θρησκεία, γιὰ τὴν πίστι μας, καὶ ζητοῦν ἀποδείξεις· χωρὶς ἀποδείξεις δὲν πιστεύουν. Ὑπάρχουν λοιπὸν ἀποδείξεις, ὅτι ἡ δική μας θρησκεία, ἡ ὀρθόδοξος χριστιανικὴ πίστις, εἶνε ἡ ἀληθινή; Ὑπάρχουν· καὶ μάλιστα ἀποδείξεις πολλές. Ἀλλ᾿ ἀπ᾿ ὅλες πιὸ μεγάλη ξέρετε ποιά εἶνε; Ὁ διος ὁ ἑαυτός σου. Ἂν τὸ θέλῃς, σὺ ὁ διος μπορεῖς νὰ αἰσθανθῇς μέσα στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς σου ὅτι ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ εἶνε ἡ μόνη ἀληθινὴ στὸν κόσμο. Πῶς; Κάνε δοκιμή. Πίστεψε μὲ ὅλη σου τὴν καρδιά στὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τήρησε τὶς ἐντολές του. Ετε ἄντρας εἶσαι ετε γυναίκα ετε μικρὸς ετε μεγάλος, «κλεῖσε μέσα στὴν καρδιά σου» τὸ Χριστό, «καὶ θὰ αἰσθανθῇς κάθε εδους μεγαλεῖο». Ἂν ὅμως ἐξακολουθῇς νὰ διστάζῃς καὶ φοβᾶσαι νὰ τολμήσῃς, τότε δὲς ἄλλους ποὺ ἔκαναν αὐτὴ τὴ δοκιμή. Δὲς καὶ τὴν ἁγία ποὺ ἑορτάζει σήμερα, τὴν ἁγία Γλυκερία. Τὸ παράδειγμά της μπορεῖ νὰ σὲ πείσῃ γιὰ τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας.
Ἂς ῥίξουμε ἕνα βλέμμα στὸ ἀστέρι αὐτό.

* * *

Τί ἦταν ἡ Γλυκερία; Μιὰ ταπεινὴ κόρη τοῦ λαοῦ. Γεννήθηκε τὸν δεύτερο (Β΄) αἰῶνα, στὰ χρόνια τοῦ βασιλέως Ἀντωνίνου (138-160 μ.Χ.). Καταγόταν ἀπὸ τὴν Τραϊανούπολι, κοινῶς Τράνι, μιὰ πόλι παραθαλάσσια ποὺ ἦταν κτισμένη στὴν παραλία τοῦ Ἀδριατικοῦ κόλπου. Ἐκεῖ γεννήθηκε. Ἔζησε σὲ χρόνια ἀνώμαλα, χρόνια διωγμῶν. Ἔζησε σὲ χρόνια ποὺ καὶ μόνο τὸ ν᾿ ἀναφέρῃ κανεὶς τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἐπικίνδυνο. Ἡγεμὼν τῆς Τραϊανουπόλεως τότε ἦτο ὁ Σαβῖνος. Ἀφορμὴ γιὰ νὰ φανῇ ἡ ἀφοσίωσι τῆς ἁγίας Γλυκερίας στὸ Χριστὸ δόθηκε σὲ κάποια ἑορτή, ποὺ ὁ ἡγεμὼν προσέφερε θυσία στὰ εδωλα. Τότε ἡ Γλυκερία ἔδειξε μεγάλο θάρρος. Παρουσιάστηκε μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα καὶ δὲ᾿ ντράπηκε νὰ ὀνομάζῃ τὸν ἑαυτό της δούλη τοῦ Χριστοῦ καὶ Χριστιανή, ἐνῷ πάνω στὸ μέτωπό της εἶχε ἕνα σταυρό. Ὁ Σαβῖνος ἄρχισε πρῶτα μὲ παρακλήσεις· τὴν παρακάλεσε νὰ θυσιάσῃ στὰ εδωλα. Ἐκείνη ὅμως ὡμολόγησε μὲ θάρρος καὶ παρρησία τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μας. Ἔπειτα τὴν ὡδήγησαν στὸ ναὸ τῶν εἰδώλων καὶ τὴ διέταξαν νὰ προσφέρῃ θυμίαμα στοὺς ψευδεῖς θεούς. Οὔτε ἐκεῖ δείλιασε. Μέσα στὸν πολυτελέστατο ἐκεῖνο εἰδωλολατρικὸ ναὸ ἦταν διάφορα ἀγάλματα· ἄλλα ἀπὸ ἀσήμι, ἄλλα ἀπὸ χρυσάφι, ἄλλα ἀπὸ μάρμαρα πολύτιμα. Ἐκεῖ λοιπὸν μέσα στὸ ναὸ ἡ ἁγία Γλυκερία, ἐνῷ τόσες φωνὲς τῆς προέτρεπαν νὰ ῥίξῃ λιβάνι καὶ νὰ θυμιάσῃ τὰ ἀγάλματα τῶν θεῶν, ἐκείνη ἄρχισε νὰ προσεύχεται στὸ Χριστό. Ὅταν τελείωσε τὴν προσευχή της, ἐνισχυμένη ἀπὸ τὴ δύναμι τοῦ Θεοῦ, γκρέμισε τὸ εδωλο τοῦ Διὸς καὶ τὸ συνέτριψε.
Ἡ καταστροφὴ αὐτὴ ἐξώργισε τοὺς εἰδωλολάτρες. Ὅσοι βρέθηκαν ἐκεῖ, ἅρπαξαν πέτρες κι ἄρχισαν νὰ τὶς ῥίχνουν πάνω της. Ἀλλὰ οἱ πέτρες, κατὰ θαυμαστὸ τρόπο, δὲν τὴν ἄγγιζαν, δὲν τὴ χτυποῦσαν. Περισσότερο ὅμως ἐξεμάνη ἡγεμὼν ἐξ αἰτίας τοῦ θαύματος ποὺ ἔκανε ἡ ἁγία Γλυκερία. Ἐξεμάνη ἐναντίον της διότι, μία καὶ μόνη αὐτὴ καὶ γυναίκα, ἐξευτέλισε ὅλη τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων. Ἐξεμάνη ἐναντίον τῆς θαρραλέας ὁμολογίας της, κι ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ἄρχισε τὸ μαρτύριό της. Ὤ ποιός θὰ περιγράψῃ τὸν ἡρωϊσμό, τὴν αὐταπάρνησι, τὴν αὐτοθυσία τῆς ἁγίας Γλυκερίας! Ἀφοῦ τὴν συνέλαβαν τὴν κρέμασαν ἀπὸ τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς της καὶ ξέσχισαν τὸ σῶμα της μὲ αἰχμηρὰ ὄργανα. Κατόπιν τὴν ἔρριξαν στὴ φυλακή, κ᾿ ἐκεῖ τὴν ἄφησαν χωρὶς φαγητὸ καὶ νερὸ ἐπὶ πολλὲς ἡμέρες. Ὁ Σαβῖνος περίμενε ἔτσι νὰ ἐξαντληθῇ καὶ νὰ λυγίσῃ. Ἄγγελος Κυρίου ὅμως τῆς ἔφερνε τροφή, καὶ ἔτσι δὲν ἔχασε δυνάμεις ἀπὸ πεῖνα. Ἀπόρησε μάλιστα ὁ ἡγεμὼν καὶ οἱ συνεργάται του ὅταν, κατὰ θαυμαστὸ τρόπο, βρῆκαν μέσα στὸ κελλὶ τῆς φυλακῆς ἕνα σκεῦος μὲ ψωμὶ γάλα καὶ νερό· πῶς βρέθηκαν αὐτὰ ἐκεῖ, ἀφοῦ ἡ φυλακὴ ἦταν κλεισμένη μὲ κάθε ἀσφάλεια καὶ κανείς δὲν εἶχε μπῆ γιὰ νὰ φέρῃ ὁ,τιδήποτε;
Μετὰ ἔρριξαν τὴν ἁγία Γλυκερία σὲ πυρακτωμένο καμίνι. Ἔπεσε ὅμως δροσιὰ ὰπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ ἔσβησε τὴ φωτιά. Ἔτσι ἡ ἁγία ἔμεινε πάλι ἀβλαβής. Μετὰ ―φοβερό― τῆς ἔγδαραν τὸ δέρμα τῆς κεφαλῆς μέχρι τὸ μέτωπο! Τέλος τῆς ἔδεσαν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια καὶ τὴν ἔρριξαν στὴ φυλακή, ἐνῷ κάτω στὸ δάπεδο τῆς ἔστρωσαν αἰχμηρὲς πέτρες. Τότε πάλι ἄγγελος Κυρίου κατέβηκε, τὴν ἔλυσε ἀπὸ τὰ δεσμὰ καὶ θεράπευσε τὸ κεφάλι της. Τὸ δὲ ἀκόμη θαυμαστότερο εἶνε, ὅτι μέσα στὴ φυλακή, μὲ τὴ διδασκαλία της, κατώρθωσε νὰ φέρῃ στὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ τὸ δεσμοφύλακα Λαοδίκιο. Βλέποντας ὁ Λαοδίκιος τὰ θαυμαστὰ γεγονότα ποὺ συνέβαιναν σ᾿ αὐτὴν καὶ ἀκούγοντας τὰ λόγια της ἐθαύμασε, ὡμολόγησε ὅτι πιστεύει κι αὐτὸς στὸ Χριστό, καὶ ἔτσι ἀπὸ δεσμοφύλαξ ἔγινε ἀμέσως κατάδικος γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου. Σύντομα τὸν ἀπεκεφάλισαν καὶ ἔτσι κατετάγη, πρὶν ἀπὸ αὐτήν, μαζὶ μὲ τοὺς μάρτυρας.
Ἡ δὲ ἁγία Γλυκερία ὡδηγήθηκε πάλι ἐμπρὸς στὸν ἡγεμόνα Σαβῖνο. Αὐτὸς διέταξε τώρα νὰ τὴ ῥίξουν στὰ θηρία, γιὰ νὰ τὴν κατασπαράξουν. Τότε πλέον, μόλις ἕνα θηρίο τὴ δάγκωσε λίγο, μὲ τὸ μικρὸ ἐκεῖνο πλῆγμα ὡλοκλήρωσε τὸν κύκλο τῆς ἀθλήσεώς της καὶ παρέδωσε τὴν ἁγία της ψυχὴ στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι μιὰ ἀδύνατη γυναίκα, κοντὰ στὸ Χριστὸ ἀπέκτησε δύναμι, ἔγινε προσωπικότης, ἔγινε ἡρωΐδα, ἔγινε ἄγγελος, ποὺ μὲ τὰ λευκὰ φτερά του πέταξε ψηλὰ στοὺς οὐρανοὺς καὶ μὲ τὶς πρεσβεῖες του προστατεύει τώρα καὶ ἐμπνέει τοὺς πιστούς.

* * *

Ἀδελφοί μου, αὐτὸ εἶνε τὸ ἀστέρι ποὺ λέγεται ἁγία Γλυκερία, αὐτὸς εἶνε ὁ βίος της. Διδακτικὸ εἶνε, ὅτι ἡ ἁγία Γλυκερία, ἐνῷ εὑρίσκετο φυλακισμένη καὶ σὲ τόση ταλαιπωρία καὶ ἀδυναμία, ἔφερε στὸν Κύριο καὶ ἄλλους.
Ἀλλὰ κάθε ἄνθρωπος, ὅταν ἑνωθῇ μὲ τὸ Χριστό, μπορεῖ νὰ γίνῃ ἕνας μικρὸς ἥλιος ποὺ φωτίζει καὶ ὁδηγεῖ τοὺς ἄλλους. Ἂν ἤμασταν γνήσιοι Χριστιανοί, αὐτὸ θὰ εἶχε ἀπήχησι καὶ στοὺς γύρω μας. Ἂν ἐμεῖς ποὺ φέρουμε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστιανοῦ ζούσαμε ἐδῶ κατὰ τὸ εὐαγγέλιο, θὰ ἑλκύαμε στὸ Χριστὸ καὶ τοὺς ἄλλους καὶ θὰ γινόταν πάλι ἡ πατρίδα μας μιὰ χώρα χριστιανική. Διότι ―προσέξτε― βρισκόμαστε σὲ σημεῖο κρίσιμο. Τὸ ρολόϊ τοῦ κόσμου προχώρησε. Πέρασε πιὰ ἡ ὥρα. Δὲν εἶνε οὔτε 6 οὔτε 7 οὔτε 10. Ξέρετε πόσο εἶνε; 12 παρὰ 5! Ἂν στὰ 5 αὐτὰ λεπτὰ ὁ κόσμος μετανοήσῃ καὶ ἐπιστρέψουμε στὸ Χριστό, τότε χαρὰ καὶ ἀγαλλίασις· ἐὰν ὅμως ἐξακολουθήσουμε νὰ παρανομοῦμε, νὰ ἐμπαίζουμε τὸ Θεό, νὰ βλαστημοῦμε, νὰ πράττουμε τὰ ὄργια τῶν ὀργίων, καὶ δὲν ὑπάρχῃ δάκρυ μετανοίας, ἔ τότε, ἀδελφοί μου ―ἀνοῖξτε τὴν Ἀποκάλυψι― μᾶς περιμένει τιμωρία καὶ καταστροφή. Τότε πλέον… γῆς Μαδιάμ! τὰ πάντα θὰ γίνουν μιὰ ἄβυσσος, καὶ πάνω στὴν ἄβυσσο αὐτή, πτῶμα ἐλεεινὸ καὶ τρισάθλιο, θὰ εἶνε ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος.
Γι᾿ αὐτὸ κάθε Χριστιανὸς νὰ μοιάσῃ στὴν ἁγία Γλυκερία. Οἱ ἀνάγκες τῶν καιρῶν μας εἶνε μεγάλες. Ὑπάρχουν λ.χ. ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν χρόνια νὰ πατήσουν στὴν ἐκκλησία, ὑπάρχουν ἀντρόγυνα ποὺ ζοῦν παρανόμως, ὑπάρχουν νέοι ποὺ ζητοῦν στήριγμα, ὑπάρχουν ἄθεοι καὶ ἄπιστοι ποὺ ταλαιπωροῦνται μὲ τὸν ὀρθολογισμὸ καὶ τὴν ὑπερηφάνειά τους, ὑπάρχουν τόσες ψυχὲς μακριὰ ἀπὸ τὸ Χριστό. Ποιός θὰ τοὺς βοηθήσῃ αὐτούς; Κοπιάζει ἡ ποιμαίνουσα ἐκκλησία. Ἀλλ᾿ ὅσο καὶ νὰ κοπιάσῃ, ἂς σεῖς τὸ λογικὸ ποίμνιο δὲν βοηθήσετε, μὴν περιμένετε νὰ γίνουν πολλὰ πράγματα. Προσπαθῆστε, λοιπόν, νὰ φέρουμε κοντὰ στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀπομακρυνθῆ. Ἂς γίνῃ κάθε γυναίκα μιὰ Γλυκερία, κάθε ἄντρας ἕνας ἀπόστολος, ὅλοι μας μικρότερα ἢ μεγαλύτερα φῶτα, ποὺ μὲ τὴ λάμψι τους θὰ δείχνουν τὸ δρόμο πρὸς τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία του, γιὰ νὰ βροῦμε πάλι αὐτὸ ποὺ κάποτε εχαμε, νὰ γίνῃ πάλι ἡ πατρίδα μας τόπος εὐλογημένος.
Ἔχουμε αὐτὴ τὴν ὑποχρέωσι ὅλοι ὅσοι κατοικοῦμε στὰ βράχια αὐτά, ἀδελφοί μου. Ὅσο ὑπάρχει ἀκόμη καιρός, διὰ πρεσβειῶν τῆς ἁγίας Γλυκερίας ἂς μετανοήσουμε καὶ ἂς ἐπιστρέψουμε ὅλοι στὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ἱερό ναὸ της Ἁγίας Γλυκερίας Γαλατσίου – Ἀθηνῶν 15-5-1960)

Να γινουμε αγιοι (ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ)

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 23rd, 2009 | filed Filed under: εορτολογιο

Δευτέρα Διακαινησίμου τοῦ ἁγ. Γεωργίου

Να γινουμε αγιοι

«Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι» (Λευϊτ. 20,7,26· Α΄ Πέτρ. 1,16)

Agios GeorgiosΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἑορτὴ καὶ πανήγυρις. Εἶνε συνέχεια τῆς ἁγίας καὶ ἐνδόξου Ἀναστάσεως. Ἀλλὰ σήμερα ἑορτάζει καὶ ὁ ἅγιος Γεώργιος ὁ τροπαιοφόρος.
 Λάμπουν οἱ ἅγιοί μας μὲ τὸν βίο τους, μὲ μὲ τὰ λόγια καὶ τὰ θαύματά τους, μὲ τὴν ὅλη ζωὴ καὶ πρὸ παντὸς μὲ τὸ τέλος τους. Καὶ τί μᾶς προτρέπουν, τί μᾶς συνιστοῦν; Ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Κύριος· «Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι» (Λευϊτ. 20,7,26· Α΄ Πέτρ. 1,16). Ἀκοῦμε ἅγιος…, ἅγιος…, ἅγιος…· ἀλλὰ δὲν καθήσαμε νὰ σκεφθοῦμε τί σημαίνει. Γι᾿ αὐτὸ σήμερα θὰ κάνω λίγες σκέψεις ἐπάνω σ᾿ αὐτό. Διότι, ὅπως βλέπουμε, εμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ γίνουμε ἅγιοι ὅλοι, καὶ ὁ σκοπὸς τῆς Ἐκκλησίας εἶνε νὰ κάνῃ ἁγίους.

* * *

Ποῖος εἶνε ὁ ἅγιος; τί εἶνε ἅγιον; Στὴν ἀρχαία γλῶσσα μας ἅγιος θὰ πῇ καθαρός. Πάρτε γιὰ παράδειγμα ἕνα στοιχεῖο χρήσιμο στὴ ζωή μας, τὴ βενζίνα. Ἡ βενζίνα δὲ βγαίνει ἔτσι ἀπὸ τὰ κοιτάσματα τῆς γῆς. Βγαίνει ἕνα μαῦρο ῥευστό, ποὺ περνάει ἀπὸ πολλὰ φίλτρα καὶ καθαρίζεται. Γι᾿ αὐτὸ ἀκοῦς τὸ σωφὲρ καὶ ζητάει βενζίνα καθαρή· γιατὶ γνωρίζει, ὅτι κ᾿ ἕνα μικρὸ σκουπιδάκι κάνει ζημιὰ στὸ αὐτοκίνητο. Ἄλλο παράδειγμα ὁ χρυσός. Δὲ βγαίνει κι αὐτὸς ἀτόφιος ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς γῆς. Εἶνε μέταλλο ἀναμεμειγμένο μὲ ποικίλες εὐτελεῖς ὗλες· τὸ ῥίχνουν οἱ χρυσοχόοι μέσα στὸ καμίνι πολλὲς φορές, καὶ ἔτσι βγαίνει ὁ γνήσιος χρυσός, εἰκοσιτεσσάρων καρατίων ὅπως λένε. Θέλετε ἄλλο παράδειγμα; ὁ ἀέρας ποὺ ἀναπνέουμε. Χωρὶς χρυσάφι ζῇς, χωρὶς βενζίνα μπορεῖς νὰ ζήσῃς, ἀλλὰ χωρὶς ἀέρα κανείς δὲν ζῇ. Οἱ ἄνθρωποι ζητοῦν καθαρὸ ἀέρα, ἰδίως στὶς πόλεις ποὺ τὶς καλύπτει νέφος ἀπὸ καυσαέρια· γι᾿ αὐτὸ μὲ κάθε εὐκαιρία βγαίνουν κατὰ χιλιάδες ἔξω ἀπὸ τὶς πόλεις.
Θέλουμε καθαρὴ βενζίνα, καθαρὸ χρυσάφι, καθαρὸ ἀέρα, καθαρὸ ροῦχο, καθαρὸ πιάτο…· ἔτσι πλάστηκε ὁ ἄνθρωπος. Καὶ γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· κάνουμε τὸ διο καὶ γιὰ τὴν ψυχή; Εἶνε καθαρὴ ἡ ψυχή μας; Βρέστε μου ἕναν ἄνθρωπο, ποὺ ἡ σκέψι του νὰ μὴν ἐνοχλῆται ἀπὸ πονηροὺς λογισμούς, ἡ καρδιά του νὰ μὴ νιώθῃ ἐγωϊσμό, ἡ θέλησί του νὰ μὴ παρασύρεται. Ὑπάρχει τέτοιος ἄνθρωπος; Κάποτε ὑπῆρχε. Ποιός; Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ὁ Ἀδάμ. Καθαρὸς σὰν χρυσάφι βγῆκε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Δημιουργοῦ. Ἀλλά, ὅπως γνωρίζουμε, ἔπεσε· κι ἀπὸ τότε πλέον ἡ σκέψι του ῥέπει στὸ κακό, ἡ καρδιά του γεμίζει ἀκαθαρσία, καὶ ἡ θέλησί του δυσκολεύεται νὰ φτάσῃ τὸ ἀγαθό. Ἀναστενάζει γιὰ τὴν ἀκαθαρσία του. Γι᾿ αὐτὸ ἀκοῦμε τὸ Δαυῒδ νὰ λέῃ· Πλῦνε με, Κύριε, «καὶ ὑπὲρ χιόνα λευκανθήσομαι» (Ψαλμ. 50,9). Ἀκοῦμε καὶ τὸν ἀπόστολο Παῦλο νὰ λέῃ· «Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος· τίς με ῥύσεται ἐκ τοῦ σώματος» τῆς ἁμαρτίας; (Ῥωμ. 7,24). Ὅλοι ἀναστενάζουμε· διότι γνωρίζουμε ποιοί ἔπρεπε νὰ είμεθα καὶ βλέπουμε ποιοί είμεθα. Ὑπάρχει μεγάλη ἀπόστασι μεταξὺ ἐκείνου ποὺ ἔπρεπε νὰ είμεθα, καὶ ἐκείνου ποὺ είμεθα τώρα.
Ζητοῦμε λοιπὸν τὴν ἁγιότητα. Καὶ ποιός θὰ μᾶς δώσῃ τὴν ἁγιότητα; Κανείς ἄλλος παρὰ μόνο ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ἦρθε στὸν κόσμο, ἵδρυσε τὴν Ἐκκλησία, καὶ μᾶς χαρίζει δύο μυστήρια μὲ τὰ ὁποῖα μᾶς ἁγιάζει. Τὸ ἕνα εἶνε τὸ βάπτισμα. Ὅποιος μὲ πίστι βαπτίζεται στὸ ἁγιασμένο νερὸ «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος», καθαρίζεται· ἡ κολυμβήθρα εἶνε ἕνας Ἰορδάνης. Ἀράπης μπαίνει, ὁλόλευκος βγαίνει, «ὑπὲρ χιόνα» καθαρίζεται. Γι᾿ αὐτὸ οἱ βαπτιζόμενοι ντύνονται στὰ ἄσπρα (σύμβολο τῆς καθαρότητος) καὶ γι᾿ αὐτὸ παιδιὰ ποὺ πεθαίνουν μικρὰ δὲν πρέπει νὰ τὰ κλαῖμε (εἶνε σὰν ἄγγελοι). Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ δυστυχῶς ἡ καθαρότης τοῦ βαπτίσματος μολύνεται μὲ ποικίλα ἁμαρτήματα, ὥρισε ὁ Θεὸς ὡς δεύτερο λουτρὸ τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως. Σ᾿ αὐτὸ ὁ πιστὸς καθαρίζεται πλέον μέσα στὰ δάκρυά του καὶ ἔτσι ἁγιάζεται.
Ὁ Χριστός, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν, μᾶς δίνει ἀκόμα τὴ δύναμι νὰ νικοῦμε τὸ κακό. Πῶς μᾶς τὴ δίνει; Ὑπὸ ἕνα ὅρον. Ποιόν ὅρο; Χωρὶς νὰ μᾶς βιάζῃ, περιμένει νὰ ποῦμε κ᾿ ἐμεῖς θέλω. Νὰ ἔχουμε δηλαδὴ τὴν καλὴ διάθεσι, νὰ ζητοῦμε τὸν ἁγιασμό. Θυμηθῆτε τὸν παράλυτο, ποὺ ἦταν κατάκοιτος 38 χρόνια. Ὁ Χριστὸς δὲν τὸν θεράπευσε ἀμέσως. Τὸν ρώτησε προηγουμένως· «Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;», θέλεις νὰ γίνῃς καλά; (Ἰωάν. 5,6). Καὶ ὅταν ἐκεῖνος εἶπε τὸ ναί, τότε τὸν θεράπευσε.
Ὁ Χριστὸς εἶνε «ὁ ἁγιασμὸς ἡμῶν» (ἐκφών. ὄρθρ. καὶ θ. λειτ.· βλ. Α΄ Κορ. 1,30).
Τὸν ἁγιασμὸ ὁ Θεὸς τὸν δίνει σὲ ὅλους. Ἀλλὰ γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· ἐμεῖς θέλουμε τὸν ἁγιασμό; Read more »

ΥΠΑΚΟΥΗ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Αυγ 6th, 2008 | filed Filed under: εορτολογιο

Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος
6 Αὐγούστου

ΥΠΑΚΟΥΗ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ

«Καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε» (Ματθ. 17,5)

Μεταμοφ.ΕΟΡΤΗ, ἀγαπητοί μου, ἑορτὴ δεσποτική. Καὶ ὀνομάζεται δεσποτική, διότι σή­μερα ἑορτάζει ὁ Δεσπότης. Ὁ κόσμος, ὅταν ἀκούῃ «δεσπότης», ἐννοεῖ τὸν ἐπίσκοπο, τὸ μητροπο­λίτη, τὸν ἀρχιεπίσκοπο, τὸν πατριάρχη. Κα­κῶς αὐτοὶ λέγονται ἔτσι. Δεσπότης εἶνε ἕνας καὶ μό­νο, ὁ Χριστός, ὄχι ἄλλος· αὐτὸς εἶνε ὁ Ἀ­φέν­της, ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός.
Δεσπότης εἶνε αὐτὸς ποὺ ἐξουσιάζει. Καὶ ὁ Χριστὸς ἐξουσιάζει ὅ,τι βλέπου­με καὶ δὲ βλέ­πουμε· ξηρὰ καὶ θάλασσα, γῆ καὶ οὐρανό, ἥλιο καὶ ἄστρα, ἀνθρώπους καὶ ἀγγέλους. Ἀλλ᾽ ἐν­ῷ εἶνε «ὁ βα­σιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ κύριος τῶν κυριευόντων» (Α΄ Τιμ. 6,15), ἐν τούτοις στὴ γῆ δὲν παρουσιάστηκε μὲ τὰ ἐμβλήματα τῆς ἐξουσί­ας, ὡς δυνατός, πλούσιος, ἔνδοξος· παρουσι­άστη­κε ὡς ὁ πλέον ταπεινὸς καὶ φτωχὸς ἄν­θρωπος. Γεννήθηκε σὲ μιὰ σπηλιά. Ἔζησε μὲ σύντροφο τὴ φτώχεια. Δούλευε σὰν τελευταῖ­­ος ἐργάτης. Ἦταν γνωστὸς σὰν υἱὸς τῆς Μα­ρίας καὶ τοῦ τέκτονος. Κι ὅταν κάποτε τὸν ρώ­τησαν «Ποῦ μέ­νεις;» ἀπήντησε· «Ἐλᾶτε νὰ δῆ­τε» (Ἰω. 1,38). Καὶ σὲ κάποιον ποὺ ἤθελε νὰ γίνῃ ἀ­κόλουθός του εἶπε· «Τὰ κοράκια ἔχουν φωλιές, ἀλ­λὰ ὁ υἱὸς τοῦ ἀν­θρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφα­λὴν κλί­νῃ» ( Ματθ. 8,20). Καὶ πράγματι στὸ τέλος ἔκλινε τὴν κε­φα­λὴ στὸ σταυρὸ τοῦ Γολγο­θᾶ. Καν­είς ἄλλος δὲν ἔ­ζησε τόσο φτωχικά. Γι᾽ αὐ­τό, ἐν­ῷ ἄλ­λοι παρου­σιάζον­ται ὡς προστάτες τῶν ἀδυ­νάτων ἀλ­λὰ ζοῦν σὲ παλάτια καὶ κρεμλῖνα, αὐ­τὸς εἶνε ὁ ἀληθινὸς προστάτης τῶν φτω­χῶν.
Κάτω ὅμως ἀπὸ τὸ ταπεινὸ σχῆμα τοῦ Ναζωραίου κρυβόταν τὸ μεγαλεῖο τῆς Θεότητος. Ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν ἁπλὸς ἄνθρωπος· ἦταν Θεός. Τὸ φωνάζουν ἡ διδασκα­λία του, τὰ θαύματά του, ἡ ἁγία ζωή του· εἶνε ὁ μόνος ἐπὶ τῆς γῆς ποὺ μπορεῖ νὰ πῇ «Τίς ἐξ ὑ­μῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας;», ποιός ἀπὸ σᾶς μπορεῖ νὰ μὲ ἐλέγξῃ γιὰ ἁμαρτία; (Ἰω. 8,46).
Ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε Θεὸς τὸ φωνάζει καὶ τὸ θαῦμα ποὺ περιγράφει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο.

* * *

Ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου, ἀνέβηκε στὸ ὄ­ρος Θαβώρ. Ἐκεῖ μέχρι σήμερα σῴζεται ναὸς τῆς Μεταμορφώσεως, ποὺ ἔχουν χτίσει Ἕλ­λη­νες καὶ ἑορτάζει τὴν ἁγία αὐτὴ ἡμέρα.
Πῆρε μαζί του τρεῖς ἀγαπημένους μαθητάς, τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη. Καὶ ἐ­κεῖ ἔγινε τὸ θαῦμα – ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄ­πι­στοι, δικαίωμά τους, ἀλλὰ καὶ δικαίωμα δικό μας εἶνε νὰ πιστεύουμε. Ξαφνικὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μας ἔλαμψε σὰν τὸν ἥλιο. Καὶ τὰ ροῦχα του, τὰ φτωχὰ ροῦχα ποὺ εἶχε ὑφάνει στὸν ἀργαλειὸ ἡ Παναγία μητέρα του, ἔγιναν λευκὰ σὰν τὸ φῶς.
Καὶ ἄλλο θαυμαστό. Ὅπως κοντὰ στοὺς βα­σιλεῖς στέκονται στρατηγοὶ καὶ ἄλλοι ἀξιωματοῦχοι, ἔτσι καὶ κοντὰ στὸν πραγματικὸ βα­σιλέα τοῦ κόσμου, τρόπον τινὰ ὡς ὑπασπισταί, στάθηκαν δύο μεγάλες φυσιογνωμίες τοῦ ἀρ­χαίου κόσμου· ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἠλί­ας. Ὁ Μωϋσῆς εἶχε πεθάνει πρὶν ἀπὸ χίλια χρόνια καὶ ὁ Ἠλίας πρὶν πρὸ ὀχτακόσα χρόνια, καὶ τώρα ὁλοζώντανοι συζητοῦσαν μαζί του!
Ἂς τ᾽ ἀκούσουν αὐτὸ οἱ χιλιασταί, ποὺ λένε ὅτι ὁ ἄνθρωπος σβήνει, ὅτι δὲν ἔχει ψυχή. Ποῦ βρέθηκαν λοιπὸν οἱ δύο αὐτοί; Ζοῦσαν. Δὲν σβήνει ὁ ἄνθρωπος. Δὲν εἶνε σὰν τὸ ἄλογο ζῷο καὶ τὸ ἄψυχο δέντρο· ἔχει ψυχὴ ἀθάνατη καὶ αἰωνία. Ὁ Θεὸς εἶνε Κύριος ζώντων ἀλλὰ καὶ νεκρῶν. Αὐτὸ μαρτυρεῖ καὶ ἡ ἐμφάνισις τῶν δύο αὐτῶν μεγάλων φυσιογνωμιῶν.
Ὅταν ὁ Πέτρος εἶδε αὐτὴ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ, θαμπώθηκε καὶ κατάπληκτος εἶπε· Κύριε, ἐδῶ νὰ μείνουμε. Νὰ μὴν πᾶμε πλέον κάτω στὶς πολιτεῖες, νὰ μείνουμε ἐδῶ γιὰ πάν­τα· καὶ νὰ φτειάξουμε τρεῖς σκηνές, μία γιὰ σένα, μία γιὰ τὸ Μωϋσῆ καὶ μία γιὰ τὸν Ἠλία. Προσ­έξτε· γιὰ τὸν ἑαυτό του δὲν ἐνδιαφέρεται· μόνη του χαρὰ καὶ ἀγαλλί­ασις εἶνε νὰ βλέ­πῃ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ. Λέει ἐκεῖνο ποὺ λέει ὁ Δαυΐδ· «Χορτασθήσομαι ἐν τῷ ὀφθῆναί μοι τὴν δόξαν σου», θὰ χορτάσω βλέποντας τὴ δόξα σου (Ψαλμ. 16,15).
Καὶ τὸ πιὸ σπουδαῖο. Ἐνῷ ὁ οὐρανὸς ἦταν αἴθριος, «νεφέλη φωτεινή», ἕνα φωτεινὸ σύν­νεφο, ἦρθε καὶ κάλυψε τὴν κορυφὴ τοῦ Θαβώρ, καὶ μέσα ἀπ᾽ τὸ σύννεφο ἐκεῖνο, ὄχι ἀστρα­πὲς καὶ βροντὲς ὅπως ἄλλοτε στὴν κορυφὴ τοῦ Σινά, ἀλλὰ μιὰ φωνὴ γλυκυτάτη καὶ ἐπιβλητικὴ ἀκούστηκε. Ἦταν ἡ ἴδια φωνὴ ποὺ εἶχε ἀκουστῆ ἄλλοτε στὸν Ἰορδάνη ποταμό· «Οὗ­τός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε»· αὐτὸς εἶνε ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητὸς στὸν ὁποῖο ἀναπαύομαι, σ᾽ αὐτὸν νὰ ὑπακούετε (Ματθ. 17,5).

* * *

Αὐτὸ, ἀγαπητοί μου, εἶνε τὸ περιεχόμενο τῆς σημερινῆς ἑορτῆς.
Ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινε ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Χριστοῦ, πέρασαν –μετρῆστε– δυὸ χιλιάδες χρόνια. Μέσα στὸ διάστημα αὐτὸ πολ­λὰ συν­έβησαν στὴ γῆ· ἔπεσαν βασιλεῖες καὶ αὐτοκρα­τορίες, ἄνω – κάτω ἔγινε ὁ κόσμος. Ἀλλὰ μέχρι σήμερα ἐξακολουθεῖ νὰ ἀκούγεται ἡ φω­νὴ τοῦ Θεοῦ, ποὺ βεβαιώνει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶ­νε ὁ ὁ­δη­γὸς τῆς ἀνθρωπότητος, ὁ Κύριος καὶ Δεσπό­της, καὶ προστάζει νὰ τὸν ὑπακούουμε. Ὅπως τὸ μι­κρὸ παιδὶ ἀκούει τὸν πατέρα κι ὁ μαθη­τὴς τὸ δάσκαλο κι ὁ ἄρρωστος τὸ γιατρὸ κι ὁ στρατι­ώ­της τὸν ἀξιωματικὸ καὶ ἐκτελεῖ τὶς δι­αταγές του, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς πρέπει νὰ στεκώμαστε μὲ ὑ­πακοὴ μπροστὰ στὸ Χριστὸ καὶ νὰ τοῦ λέμε· «Λάλει, Κύριε, κι ὁ δοῦλός σου ἀκούει» (Α΄ Βασ. 3,9).
Ἀκοῦτε; Μᾶς λέει, Read more »