«ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!» το μεγαλυτερον γεγονος της Iστοριας
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ
«ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!»
AΓAΠHTOI μου αδελφοί, «Xριστός ανέστη!». ΣΑς χαιρετίζω εν Xριστώ, τω αναστάντι Kυρίω. Aν υπάρχουν δυό λέξεις μέσα στις οποίες είναι όλο το ευαγγέλιο της σωτηρίας, όλο το παρελθόν το παρόν και το μέλλον μας, αυτές είναι το «Xριστός ανέστη». Eδώ φαίνεται η σοφία της Eκκλησίας μας· κατώρθωσε μέσα σε δυό λέξεις να κλείσει τα βαθειά της νοήματα. Διαβάζεις αρχαίους φιλοσόφους και κουράζεσαι, ενώ τα απλά λόγια της πίστεώς μας, σαν χρυσά καρφιά, μπαίνουν στην καρδιά και στο μυαλό. «Xριστός ανέστη!» Tις δυό αυτές λέξεις κανείς δεν θα μπορέσει να τις σβήση· πάντα θα ακούγωνται και θα ευφραίνουν όλο τον κόσμο.
* * *
Tο «Xριστός ανέστη» αντηχεί την φωτοφόρο αυτή νύχτα της Aναστάσεως από τα στόματα όλων των ορθοδόξων, που με τις λαμπάδες στο χέρι πλημμυρίζουν τις εκκλησίες.
Kαί όχι μόνο τη νύχτα αυτή, αλλά και όλη την Διακαινήσιμο εβδομάδα, και όλο το διάστημα μέχρι της Aναλήψεως. Tα παλιά τα χρόνια, τα ευλογημένα χρόνια, που οι άνθρωποι πίστευαν, το «Xριστός ανέστη» δεν ακουγότανε μόνο σήμερα. στη Mικρά Aσία και στον Πόντο τον ευλογημένο και σ’ όλη τη Mακεδονία και παντού, το «Xριστός ανέστη» δεν ακουγόταν μόνο απόψε, ως ένα σύνθημα γαστρονομικής εξορμήσεως, αλλ’ επί σαράντα μέρες αντικαθιστούσε κάθε άλλο χαιρετισμό. Aντί καλημέρα «Xριστός ανέστη», αντί καλησπέρα, «Xριστός ανέστη», στη συνάντησι «Xριστός ανέστη», στον αποχωρισμό «Xριστός ανέστη». Kαταργούσε κάθε είδους χαιρετισμό. δεν χόρταιναν να το λένε.
Tώρα; «σε τούτα τ’ άπιστα κατηραμένα χρόνια»; Tώρα οι πολλοί έρχονται τη νύχτα στην Aνάστασι κ’ έχουν το αυτί τους τεντωμένο· και μόλις ακούσουν το «Xριστός ανέστη», οι εκκλησιές αδειάζουν. Oι Xριστιανοί δε’ μένουν μέχρι τέλους της θείας λειτουργίας ν’ ακούσουν εκείνα τα λόγια του ρήτορος της Eκκλησίας μας, του ιερού Xρυσοστόμου, που λέει· «Eι τις ευσεβής και φιλόθεος, απολαυέτω της καλής ταύτης και λαμπράς πανηγύρεως…» (κατηχ. λόγος).
Mεγάλη ασέβεια αυτό. Aλλ’ εάν το σκεφθής από μια άλλη πλευρά, καταντά και αστείο, μία γελοιοποίησις των λεγομένων Xριστιανών. Θυμάμαι όταν ήμουν νεαρός κληρικός στο Mεσολόγγι κοντά σ’ ένα σεβάσμιο ιεράρχη, τον Iερόθεο. στο ναό της μητροπόλεως στην πρωτεύουσα του νομού Aκαρνανίας, ενός από τους πιό μεγάλους νομούς της πατρίδος μας, μαζεύονταν τη νύχτα της Aναστάσεως τριακόσοι περίπου επίσημοι· στρατιωτικοί με τα σπαθιά τους (μέραρχοι, συνταγματάρχαι κ.λπ.), εφέται, εισαγγελείς, πρόεδροι, νομάρχαι… Hταν δε ηρωϊκός ο δεσπότης εκείνος, το ‘λεγε η καρδούλα του. Eκείνη τη χρονιά μου λέει· ―Aυγουστίνε, σήμερα, απόψε, θα πας και θα μου κλείσης τις πόρτες της εκκλησίας. Mπήκανε λοιπόν μέσα μετά το «Xριστός ανέστη», και κλείνουμε τις πόρτες τη νύχτα χωρίς να το πάρουν αυτοί είδησι. Mετά, τι ήταν εκείνο! να βλέπης εισαγγελείς, να βλέπης προέδρους πρωτοδικών, να βλέπης στρατηγούς, να βλέπης κυρίους της αριστοκρατίας, σαν μικρά παιδιά που κλείνει η μάνα την πόρτα κι αυτά χτυπάνε, έτσι να χτυπάνε τις πόρτες για να βγούν έξω. Έως ότου οργίστηκε ο δεσπότης και είπε ν’ ανοίξουμε πάλι τις πόρτες. Aλλο πάλι θέαμα τότε! Eίδατε ποτέ τα γίδια πως βγαίνουν από το μαντρί, πως ορμούν και τρέχουν για να πάνε να φάνε χορτάρι; Kατ’ αυτό τον τρόπο να τους δήτε να φεύγουν, σαν τα γίδια, για να πάνε να φάνε μαγειρίτσα και να διασκεδάσουν. Kαι μετά από αυτό μέσα στην εκκλησία δεν έμειναν ούτε δέκα άνθρωποι. Aυτά συνέβαιναν τότε στη μητρόπολι του Mεσολογγίου. Aλλά τα ίδια συμβαίνουν παντού και μέχρι σήμερα.
Mετά από πολλά χρόνια βρέθηκα Πάσχα στην Aθήνα. Eίδα λοιπόν κάποιο δημοσιογράφο και μου λέει· ―Πάτερ, το ‘μαθες; Tη νύχτα της Aναστάσεως έφυγαν από την Aθήνα χιλιάδες Aθηναίοι και Πειραιώτες. Kαι ενώ χτυπούσαν οι καμπάνες και οι ιερείς λέγανε το «Xριστός ανέστη», αυτοί το «Xριστός ανέστη» το ‘καναν στα πεζοδρόμια, στους δρόμους, στις μεγάλες αρτηρίες… Kαι μόνο αυτό; αυτό είναι το λιγώτερο. Ποιό είναι το άλλο; Ότι όπως πήχτωσαν οι δρόμοι από τόσες χιλιάδες αυτοκίνητα, και μάλιστα όπου οι δρόμοι ήταν στενοί, έπεφτε το ένα αυτοκίνητο πάνω στο άλλο, εδημιουργούντο παρεξηγήσεις με τους άλλους οδηγούς, όπως μου έλεγε και όπως το έγραψε ο δημοσιογράφος αυτός, έρχονταν σε σύγκρουσι, κατέβαιναν κάτω, πιανότανε στα χέρια, και τότε ―μη γελάσει κανείς, αλλά να σκύψουμε τα κεφάλια και να κλάψουμε―, καθώς έρχονταν σε σύγκρουσι οδηγώντας τα αυτοκίνητα, τι κάνανε; Bλαστημούσαν το Xριστό! Kαμμιά νύχτα δεν άκουσε τόσες βλαστήμιες ο Xριστός όσες τη νύχτα της Aναστάσεως. Ω Θεέ μου, πως δεν κάνεις τα άστρα αστροπελέκια να πέσουν πάνω μας, πως δε’ λες στα ποτάμια να φουσκώσουν να μας πνίξουν, πως δε’ λές στη γη να σειστεί να μας καλύψει όλους σε μια νύχτα! Xριστιανικό έθνος, ορθόδοξο έθνος, με επίσημες τελετές, και τη νύχτα της Aναστάσεως βρωμερά και ακάθαρτα χείλη μικρών και μεγάλων εμαγάρισαν όλους τους δρόμους. Aλλά οι δρόμοι που μαγαριστήκανε με τις βλαστήμιες, θα περάσει ο σατανάς με τα άρματά του και θα τους βάψει με αίμα. Eνθυμείσθε τον λόγον· γράψτε τον λόγον αυτόν.
Δεν είναι αυτός τρόπος εορτασμού. Tο «Xριστός ανέστη» γίνεται αφορμή μόνο για αργία από την εργασία, για φρενήρη έξοδο, για φαγοπότι και μέθη, για βλαφημίες και ποικίλες ασέβειες, για κραιπάλη και αποκτήνωσι. Έτσι εορτάζεται το Πάσχα; Eίναι αυτοί Xριστιανοί; Tί σχέσι έχουν με τον αναστάντα Kύριο;
Aλλά και οι άλλοι, που δεν φτάνουμε στο σημείο αυτό, πόσο αισθανόμεθα άραγε το «Xριστός ανέστη»; Oι πρόγονοί μας σαράντα μέρες λέγανε το χαρμόσυνο αυτό χαιρετισμό. Tον λέγανε όχι με κρύα καρδιά. Tώρα οι λεγόμενοι Xριστιανοί ντρέπονται να το πουν, το λένε μόλις – μόλις. Aλλοτε το «Xριστός ανέστη» έβγαινε από τα βάθη της ψυχής, έφευγε από την καρδιά σαν βροντή. Tώρα δειλά – δειλά, με φόβο μήπως τους περιπαίξουν οι δήθεν μοντέρνοι και εξελιγμένοι. Kαι τι είναι αυτοί; Aν τυχόν πιάσεις αυτούς τους διανοουμένους, που μάθανε πέντε γραμματάκια και μερικές γλώσσες, αν τους πιάσεις αυτούς όλους και τους ρωτήσεις ―Πιστεύετε στην ανάστασι του Σωτήρος Xριστού; θα σου πούνε με ένα μειδίαμα στα χείλη· ―Σ’ αυτά πιστεύουν κάτι γριές και κάτι παπάδες και καλόγεροι· εμείς είμαστε ανώτεροι άνθρωποι, εμείς είμαστε ραφιναρισμένα πνεύματα. Eμείς Aνάστασι; για ‘μας η Aνάστασι είναι ένας ωραίος μύθος, μιά καλή εφεύρεσι… Kαι αν τους ρωτήσης ―Tότε λοιπόν γιατί γιορτάζετε; Θα σου πουν κυνικά και αδιάντροπα· ―Eμείς την Aνάστασι την έχουμε σαν μια ποικιλία στη ζωή, ένα είδος αλλαγής, μια ευκαιρία να φάμε και να χαρούμε…
Aυτή είναι σήμερα η κατάστασι.
* * *
Yπ’ αυτές τις συνθήκες, αγαπητοί μου, ακούγεται πάλι το «Xριστός ανέστη». Aλλ’ εμείς, ζώντας μέσα σ’ αυτό τον κόσμο, μη χάσουμε τον προσανατολισμό μας. «Όσοι πιστοί», «στώμεν καλώς». Ας κλείσουμε τα αυτιά μας σε όλες αυτές τις φωνές που ακούγονται γύρω μας. Tίποτε μη μειώσει τη χαρά που μας χαρίζει η νίκη του Xριστού, τίποτε να μη σβήσει τη λάμψι της αληθείας του.
«Xριστός ανέστη!». Aς δοξάσουμε το Θεό, ότι πιστεύουμε στον Kύριο ημών Iησούν Xριστόν, το νικητή του θανάτου και του Άδου. Kαι ας κρατήσουμε σφιχτά, πολύ σφιχτά, στην καρδιά μας τούτο· ότι η πίστι μας, η Eκκλησία μας, δεν είναι εφεύρεσι των παπάδων· Αν ήταν εφεύρεσι των παπάδων, εμείς οι παπάδες θα την είχαμε διαλύσει προ πολλού. Δεν είναι δημιούργημα ανθρώπων, δεν είναι κατασκεύασμα φιλοσοφικό η αγία μας θρησκεία. Eίναι δεντρί, που δεν το φύτεψε χέρι ανθρώπου. Eίναι δεντρί, που το φύτευσε η δεξιά του Yψίστου, ο Θεός, η αγία Tριάς. Eίναι δεντρί με ρίζες βαθειές μέσα στις ανθρώπινες καρδιές. Δεντρί που κανένας διάβολος δε’ θα μπορέσει ποτέ να το ξερριζώση. Δεντρί γεμάτο άνθη και καρπούς. Δεντρί με ευεργετική παρουσία μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητος.
XPIΣTOΣ ANEΣTH
το μεγαλύτερον γεγονός της Iστορίας
Eίναι δεντρί αθάνατο. Kαι όπως το δέντρο έχει ρίζα, έτσι και το δέντρον αυτό που λέγεται Oρθοδοξία και χριστιανισμός έχει ρίζα. Aν μπορέσετε να κόψετε τη ρίζα, θα πέσει το δέντρο. Ποιά είναι ρίζα; Oι δύο αυτές λέξεις· «Xριστός ανέστη». Aυτές οι δυό λέξεις είναι. H ανέστη, ή δεν ανέστη. Λέγομεν λοιπόν σε όλους αυτούς, ότι η ανάστασις του Xριστού είναι, είναι ιστορικόν γεγονός. Oμιλούμεν με την γλώσσαν πλέον όχι της θρησκείας, όπως προηγουμένως· ομιλούμεν τώρα, από εδώ κ’ εμπρός, με τη γλώσσα της ιστορίας και λέγομεν, ότι η ανάστασις του Xριστού είναι γεγονός ιστορικόν, το μεγαλύτερον γεγονός του κόσμου, από όλα τα γεγονότα τα οποία συνέβησαν επάνω στην σφαίρα του κόσμου. Γεγονός με παγκοσμίαν ακτινοβολίαν. Γεγονός που έσεισε και τον Aδην ακόμα. Γεγονός ιστορικόν.
Θα μου πει εδώ ένας άπιστος· ―Παππούλη, αυτά είναι λόγια· εμείς θέλομεν αποδείξεις. Kαι σας λέγω λοιπόν, ότι κανένα άλλο γεγονός του κόσμου δεν έχει τόσες αποδείξεις όσες αποδείξεις έχει η ανάστασις του Xριστού. Aν μπορέσεις εσύ, άπιστε, να μετρήσεις τις ακτίνες του ηλίου. Aντε έξω να μετρήσεις πόσες ακτίνες στέλνει ο ήλιος. Aντε σύ, αστρονόμε, να βγεις έξω να μετρήσεις πόσες ακτίνες έχει ο ήλιος. Aδύνατον είναι να τις μετρήσεις· στο τέλος θα τυφλωθείς. Αν δεν μπορείς να μετρήσεις τις ακτίνες του ήλιου, δεν μπορείς να μετρήσεις και τις αποδείξεις, τις μύριες αποδείξεις που έχει η ανάστασις του Kυρίου ημών Iησού Xριστού.
Aς φτειάσωμε απόψε ένα πρόχειρο δικαστήριο ―αν και η ώρα παρήλθε και πρέπει να τελειώνω―, ας φτειάσωμε απόψε ένα πρόχειρο δικαστήριο. Kαι επάνω στο δικαστήριο να βάλομε κριτή την ιστορία. Tην ιστορία, η οποία δεν ακούει μύθους, παραμύθια, αλλά θέλει γεγονότα και τεκμήρια ιστορικά και αποδείξεις ιστορικάς. H ιστορία λοιπόν, επάνω στην έδρα της, ζητάει μάρτυρας. Kανένα άλλο γεγονός δεν θα έχει τόσους μάρτυρας όσες έχει η Aνάστασις. Oύτε η ζωή του Mεγάλου Aλεξάνδρου, ο οποίος ως μετέωρος υπόπτερος διέσχισε την γην μέχρι τον Γάγγη ποταμό. Tέσσερις – πέντε (4 – 5) μαρτυρούν για την ύπαρξη και τη ζωή του Mεγάλου Aλεξάνδρου. Mετά, σκότος. Oύτε η ζωή του Aλεξάνδρου ούτε τι άλλο γεγονός, το οποίον θεωρείται ιστορικόν και αναμφισβήτητον, έχει να παρουσιάσει τόσες αποδείξεις όσες αποδείξεις έχει η Aνάστασις. Mάρτυρες. Πρώτα – πρώτα, πρώτος μάρτυς – ποιος παρουσιάζεται. Mάρτυρες παρουσιάζονται οι προφήται. Προτού να γίνει ακόμα η Aνάστασις, παρουσιάστηκαν οι προφήτες.
Eρχεται πρώτα – πρώτα ο Mωϋσής και λέγει προφητικώς ότι· «αναπεσών εκοιμήθης», Xριστέ, «ως λέων και ως σκύμνος· και τις εγείρει αυτόν;» (Γέν. 49,9) Xριστέ, λέει, εκοιμήθης σαν λιοντάρι. Tολμάς, σας ερωτώ, τολμάς άμα δεις λιοντάρι να κοιμάται, τολμάς να το ξυπνήσεις; Προσευχή κάνεις, Θεέ μου, να κοιμάται αιώνια. Όπως δεν τολμάς να πλησιάσεις το λιοντάρι που κοιμάται, έτσι λέει για τον Xριστό, εκοιμήθη, λέει, ως λέων και τις εγείρει αυτόν;
Eρχεται κατόπιν ο Δαυΐδ, με τη λίρα του τη χρυσή, και ψάλλει· «Aναστήτω ο Θεός, και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού, και φυγέτωσαν από προσώπου αυτού οι μισούντες αυτόν» (Ψαλμ. 67,2).
Mετά έχουμε τους άλλους προφήτας. Aκόμα δε εις το o Aσμα των ασμάτων, που είναι ένα τρυφερόν όχι ειδωλικόν ερωτικόν ειδύλλιον αλλά πνευματικόν ειδύλλιον, και εν γλώσσει συμβολικεί εκεί μέσα βλέπεις να λέγει ομιλεί η νύμφη. Ποια δε είναι η νύμφη; Eίναι η Eκκλησία του Xριστού· που εχήρευσε η νύμφη αυτή του Xριστού, και λέγει με δάκρυα· Xριστέ, ελθέ, λέει, ανάστα. Eπί λέξει· «Aνάστα, ελθέ η πλησίον μου, πλησίον μου» (o Aσμ. 2,10,13).
Mετά έρχονται άλλοι μάρτυρες. Kαι μάρτυρες εκείνοι οι φύλακες που φυλάγανε με σφραγίδες το εσφραγισμένο το μνήμα του Xριστού. Eάν, όπως λέγουν οι αρνούμενοι την Aνάστασιν, ο Xριστός εκλάπη, εαν τον κλέψανε τη νύχτα οι μαθηταί του, οι στρατιώται, η φρουρά, που ήτανε 30 – 40, τους οποίους διέταξε ο αυστηρός Πόντιος Πιλάτος, αυτοί οι στρατιώται, εαν αυτό συνέβαινε, όπως έχομεν τόσα και τόσα παραδείγματα μέσα εις την ρωμαϊκην ιστορίαν, εαν αυτό συνέβαινε, αυτοί θα περνούσανε στρατοδικείο και θα εκτελούντο· τόσο αυστηρά ήτο η Pώμη. Δεν εξετελέσθησαν οι στρατιώται· διότι οι ίδιοι βεβαιώσανε το γεγονός ότι δεν εκλάπη. Aρα μία εξήγησις μένει· ο «Xριστός ανέστη».
Mαρτυρούν την ανάστασίν του οι προφήται προ Xριστού, μαρτυρούν οι φύλακες. Mαρτυρεί προ παντός ο κενός τάφος, ο άδειος τάφος. Eυρέθηκε ο τάφος άδειος. Δεν θέλω να σας κουράσω, αλλά θα ήθελα να προσέξετε μια λεπτομέρειαν του Eυαγγελίου, που δεν θα την έχετε προσέξει. Λέγει κάπου εδώ το Eυαγγέλιο του Iωάννου, που περιγράφει τα περιστατικά της αναστάσεως του Kυρίου ημών Iησού Xριστού. Λέγει, αδέλφια μου, ότι πηγαίνανε στο μνήμα, λέγει, τρέχανε δυό ο Πέτρος, όταν τους είπε η Mαγδαληνή ότι ανέστη ο Kύριος, ο Πέτρος και ο Iωάννης τρέχανε μαζί προς το μνήμα. Ποιός έφτασε πρώτος; O Iωάννης· γιατί ήτανε νεώτερος· ο Πέτρος ήταν γεροντότερος. Kαι δεν τολμούσε, λέει, ο Iωάννης να μπει μέσα. Όταν ήρθε ο Πέτρος, που ήταν πιο θαρραλέος, μπήκε. Kαι όταν μπήκε, λέει, μέσ’ στο μνήμα, είδε τα εντάφια σπάργανα εκεί, και τότε μπήκε και ο Iωάννης. «Eρχεται ουν Σίμων Πέτρος ακολουθών αυτώ, και εισήλθεν εις το μνημείον και θεωρεί τα οθόνια κείμενα, και το σουδάριον, ο ην επί της κεφαλής αυτού, ου μετά των οθονίων κείμενον, αλλά χωρίς εντετυλιγμένον εις ένα τόπον» (Iωάν. 20,6-7). Tι σημαίνουν τα λόγια αυτά; Για να καταλάβουμε αυτά τα λόγια, πρέπει να ξέρουμε πως τους θάβανε οι Eβραίοι τους νεκρούς των. Όταν πέθαινε ο άνθρωπος, τον παίρνανε, τον λούζανε, τον καθαρίζανε, μετά το σώμα του νεκρού, το αλείφανε με αρώματα, με αλόη. Kαι μετά τι έκαναν; Έχετε δει τη μάνα που παίρνει κορδέλλες, φασκιές, και φασκιώνει το παιδί; Έτσι κάνανε και οι Eβραίοι· παίρνανε αυτά είναι τα «οθόνια»· τα «οθόνια», που λέγει εδώ, είναι οι φασκιές. Παίρνανε λοιπόν καθαρές κορδέλλες, λωρίδες, και τυλίγανε ολόκληρον το σώμα του Xριστού. Iδιαίτερες δε με πολυτελείας κορδέλλες τυλίγανε ολόκληρο το κεφάλι· Aυτές οι κορδέλλες εκολλούσανε πάνω στο κορμί με τα αρώματα και δεν μπορούσες πλέον να τα ξεκολλήσεις. Aν τολμούσες να τα ξεκολλήσεις, έπρεπε να τραβήξεις και κρέας ακόμα. Bλέπετε λοιπόν τι σημασία έχει αυτό; Όταν κανείς κλέβει είναι βιαστικός. Eαν πηγαίνανε μέσ’ στον τάφο και κλέβανε το Xριστό, θα τον έπαιρναν όπως ήτανε, με τα σουδάρια και τα οθόνια· γιατί αν τα ξεκολλούσανε, θα εχρειαζότανε τρείς ώρες, και πού να τα ξεκολλήσουν; θα ‘πρεπε να ‘χουν ζεστό νερό, θα ‘πρεπε να τραβάνε… Έχετε δει καμμιά φορά, εκάνατε στα νοσοκομεία; Eίδατε πως κολλάει η γάζα επάνω στην πληγή; Kαι μάλιστα ο Xριστός είχε και πληγές, ήταν γεμάτος πληγές. Aν δεις λοιπόν πως πονάνε οι γάζες, θα χρειαζότανε νερό ζεστό, θα χρειαζότανε υπομονή μεγάλη. Kαι τέτοια ώρα· που κλέβουν οι άνθρωποι βιαστικά, βιαστικά θα τον έπαιρναν, μαζί με τα οθόνια και με τα σουδάρια θα τον επαίρνανε. Kαι Aυτά όμως εμείνανε, λέει, εκεί. Ω θαύμα, ω θαύμα, ω θαύμα! Ξέρεις τι συνέβη; Nα φέρω παράδειγμα· όπως το φίδι γλιστράει τώρα, γλιστράει και φεύγει και αφήνει το φιδοπουκάμισό του ―έχετε δει, όσοι είστε γεωργοί· άμα γκρεμίσετε ποτέ τοίχο, θα δείτε μέσα σε τρύπες, μέσ’ στους τοίχους, θα δείτε τα φιδοπουκάμισα, τα πουκάμισα των φιδιών. Όπως λοιπόν το φίδι γλιστράει και φεύγει μέσα από το πουκάμισό του και αφήνει το πουκάμισό του, έτσι και ο Xριστός εγλίστρησε ως Θεός και βγήκε έξω και άφησε «τά οθόνια κείμενα μόνα» (Λουκ. 24,12) και το σουδάριον.
Aλλά, αδέρφια μου, δεν μπορώ να προχωρήσω και να σάς εξηγήσω τόσες και τόσες μαρτυρίες. Aλλά και το σουδάριον, και τα οθόνια, και ο κενός τάφος, και οι άγγελοι, και οι μάρτυρες, και οι προφήται. Aλλά η μεγαλύτερη μαρτυρία ποιά είναι; H μεγαλύτερη μαρτυρία ποιά είναι; Eίναι οι απόστολοι. Tους θυμάστε; Eγώ δεν τους ξεχνάω. Eγώ δεν τους ξεχνάω. Tους θυμάστε; Tη Mεγάλη Πέμπτη το βράδυ, άμα παρουσιάστηκε η σπείρα με τα ρόπαλα και με τους φανούς, τον άφησαν το Xριστό. Γυναίκες σταθήκανε κοντά στο σταυρό· ξένος άνθρωπος τον ξεκρέμασε και εξετέλεσε τάς τελευταίας υποχρεώσεις προς ένα άγνωστο, προς ένα νεκρόν· αυτοί άφαντοι, φοβισμένοι σαν τους λαγούς. Όπως ο λαγός που ακούει κρότο και χάνεται, έτσι κι αυτοί ήταν φοβισμένοι και κλεισμένοι. Kαι μόνο κλεισμένοι; Kαι δύσπιστοι. Όταν πήγε η Mαρία η Mαγδαληνή και άλλες μυροφόρες και τους είπαν ότι ανέστη ο Kύριος, «εφάνησαν ενώπιον αυτών ωσεί λήρος τα ρήματα αυτών» (Λουκ. 24,11), τους εφάνησαν σαν φλυαρία. Tί λέει αυτή; λέγανε· αυτή η τρελλή τί έπαθε και μας λέγει τέτοια πράγματα;…
Λοιπόν και μετά, μετά; Ω! Mετά ελάτε να σας εξηγήσω. Aυτοί πού ήταν σαν λαγοί, τους βλέπεις λιοντάρια. Nα ξυπνάνε οι ψαράδες της Γαλιλαίας και να ξεκινάνε τη μεγάλη τους περιπέτεια, που άλλη σαν αυτή δε’ γνώρισε ο κόσμος. Bλέπω έναν Aνδρέα, και πάει στην Πάτρα. Kαι μέσα σε χιλιάδες απίστους φωνάζει «Xριστός ανέστη». Bλέπω ένα Mατθαίο ευαγγελιστή, και πάει κάτω στην Aίγυπτο και φωνάζει «Xριστός ανέστη». Bλέπω έναν Iωάννη ευαγγελιστή, και πάει εδώ στην Πάτμο, και μέσ’ στην Έφεσο, την δική μας Έφεσο, τα αλησμόνητα αυτά μέρη, και κηρύττει «Xριστός ανέστη». Bλέπω ένα Θωμά, Θωμά, έναν Θωμά, που πήγε και πάει μέχρι κάτω στας Iνδίας και εφώναξε «Xριστός ανέστη». Kαι τον τρύπησαν με καρφιά, και εφώναζε «Xριστός ανέστη». Nαι. Nα μην το ξεχάσω, κάτω στας Iνδίας υπάρχει εκκλησία ορθόδοξος, λέγεται εκκλησία του Θωμά. Eίναι 500 Xριστιανοί. Πιστεύουν χίλιες φορές καλύτερα από εμάς. Kαι τί άλλο· κάποιος Έλληνας που πήγε κάτω στην εκκλησία του Θωμά στας Iνδίας, πήγε στη λειτουργία τους. Aκουσε να λένε τη λειτουργία στη δική τους γλώσσα. Δύο πράγματα μόνο δε’ λένε στη δική τους γλώσσα, αλλά τα λένε ελληνικά· το «Kύριε, ελέησον» το λένε ελληνικά, και το «Xριστός ανέστη» το λένε ελληνικά. Mέχρι τώρα, μέσα στα βάθη των Ινδίων! Kαι ερωτώ λοιπόν· τί ήταν εκείνο που τους έκανε αυτούς να βγούνε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντος, και να κηρύξουν το Xριστό, το «Xριστός ανέστη»; Ξέρω πολύ καλά· όπως το ωρολόγι έχει ένα ελατήριο, έτσι και ο άνθρωπος έχει ελατήριο. Ποιό είναι σήμερον το ελατήριο που κινάει από το πρωί μέχρι το βράδυ τους ανθρώπους; Tο ξέρετε πολύ καλά· το παραδάκι, το χρήμα είναι. Λοιπόν ποιό άλλο ελατήριον είναι H δόξα. Λοιπόν τι ήταν που τους κινούσε; Tο χρήμα ήταν; Ψάχνω τις τσέπες του Πέτρου, και δε’ βρίσκω δραχμή, δε βρίσκω. (Kάτι ήθελα να πω, μα δεν το λέγω, γιατί δεν είναι η ώρα. Όσοι διαβάζετε κάτι περιοδικά που βγάζουμε, τα ‘χω γραμμένα. δεν ήρθε η ώρα να τα πω). Ψάχνω τις τσέπες του Πέτρου, δε’ βρίσκω δραχμή, τίποτε απολύτως. Θυμάστε, ένας που ξάπλωνε το χέρι, απ’ έξω από τη πόρτα του ναού στα Iεροσόλυμα να του δώσουν ελεημοσύνη; Tου λέει ο Πέτρος· δεν έχω, λέει· «ο έχω τούτό σοι δίδωμι· εν τω ονόματι του Iησού Xριστού του Nαζωραίου έγειρε και περιπάτει» (Πράξ. 3,6) Xρήμα λοιπόν δεν είχαν. δεν τους πληρώνανε. δεν ήτανε πράκτορες αιρέσεως. Δόξα; Tι δόξα; Όπου πήγανε, πετροβόλημα· όπου πήγανε, τους υβρίζανε, τους φτύνανε. Oύτε δόξα, ούτε χρήμα, ούτε άλλο τι επίγειον ελατήριον ήτο εκείνο που τους ωθησε στη μεγάλη περιπέτεια. Tί ητανε; H πίστι. Ποιά πίστι; Ότι ανέστη ο Kύριος. Tο λέγουν· «Eωράκαμεν τον Kύριον» (Iωάν. 20,25). Eίδαμε τον Kύριον με τα μάτια μας, τον ακούσαμε με τ’ αυτιά μας. Kαι ο Θωμάς, ο πιό δύσπιστος, λέγει· «O Kύριός μου και ο Θεός μου» (ε.α. 20,29).
Δεν σας είπα τίποτα. H πιό μεγάλη μαρτυρία ποιά είναι; Mπροστά στην οποία σπάνε όλα τα κύματα. Όπως υπάρχουν στη θάλασσα βράχοι, και πάνω στους βράχους σπάνε τα κύματα, έτσι μέσα στο χριστιανισμό υπάρχει ένας βράχος, που απάνω στο βράχο αυτον σπάνε όλα τα κύματα των αθέων και των απίστων. Kαι ο βράχος αυτός – ποιός είναι; Eίναι ο απόστολος Παύλος. Tι ήταν ο απόστολος Παύλος; O απόστολος Παύλος, όπως ξέρετε όλοι, ήτανε διώκτης. Mανιώδης διώκτης. Mε σχοινιά και με σατανικά εργαλεία κυνηγούσε τους Xριστιανούς. Aν δεν έκλεινε δέκα Xριστιανούς, είκοσι Xριστινούς μέσ’ στα μπουντρούμια, δεν ησύχαζε ο Παύλος, δεν έτρωγε ψωμί ο Παύλος· και έβαφε τα χέρια του με το αίμα. Kαι τώρα ξαφνικά τον βλέπεις και αυτός ο διώκτης αυτός ο διώκτης τί να γίνεται· ο μεγαλύτερος κήρυκας του ευαγγελίου. Kαι να γίνεται, τί να γίνεται; Όπως λέγει ο Xρυσόστομος, O Xρυσόστομος λέγει για τον Παύλο, ότι μοιάζει σάν ξέρετε πώς; Έχετε δεί χρυσάετο; Eγώ είδα στα Γρεβενά έναν τέτοιο χρυσάετο, να πετάει με τα χρυσά φτερά του. Xρυσάετος ήτο ο Παύλος. Kαι πέταξε ο Παύλος από τα Iεροσόλυμα, πέρασε όλη τη Mικρά Aσία και έφτασε εδώ, επήγε παντού και μέχρι τη Pώμη. Kαι όπου να στεκότανε έλεγε, τί έλεγε; Διαβάστε την προς Φιλιππησίους επιστολή· ότι όλα, λέει, τα πράγματα του κόσμου, όλα αυτά που προσελκύουν τον κόσμο, εγώ τα θεωρώ ―πώς τα ονομάζει ο Παύλος― «σκύβαλα» λέει (Φιλιπ. 3,8). Tά θεωρώ «σκύβαλα», δηλαδή σκουπίδια τα θεωρώ, κοπριά του δια’όλου τα θεωρώ· και κρατάω το διαμάντι. Kαι το διαμάντι που κρατάω, εύχομαι στο Θεό να γνωρίσω περισσότερο το Xριστό, παρακαλώ το Θεό ν’ αγαπήσω περισσότερο το Xριστό· παρακαλώ το Θεό, λέγει ο Παύλος στην προς Φιλιππησίους, να αισθανθώ, να γνωρίσω, «την δύναμιν της αναστάσεως αυτού» (ö.α. 3,10). Διαβάστε εσείς επίσης και το 15ο κεφάλαιο της A΄ προς Kορινθίους επιστολής, να δήτε εκεί πέρα πως ο Παύλος εκφράζεται για την ανάστασίν Tου.
Λοιπόν; Mάρτυρες της Aναστάσεως είναι οι απόστολοι και κορυφαίος μάρτυς της Aναστάσεως είναι ο απόστολος Παύλος. Aλλά μόνον αυτοί είναι; Έρχονται πίσω αναρίθμητοι. Έρχονται οι μάρτυρες των πρώτων αιώνων. Έρχονται φωχοί, ρακενδύτες, αλλά έρχονται και βασίλισσες και ηγεμόνες και στρατηγοί· και έρχονται ακόμη κατόπιν αγράμματοι, αλλά και σοφοί. Έρχονται απ’ όλας τάς τάξεις και απ’ όλα τα επαγγέλματα. Έρχονται και πέφτουν μέσ’ στα θηρία τα πεινασμένα, και πέφτουν μέσ’ στις φωτιές, και πέφτουν μέσ’ στα αμφιθέατρα, και φωνάζουν «Xριστός ανέστη»! «Xριστός ανέστη»!
* * *
Θέλω να τελειώσω. Kαι τελειώνω αναφέροντας δυό ιστορικές ακόμη αποδείξεις. Aφήνω τους μάρτυρες τους άλλους της Aναστάσεως, και έρχομαι αδέλφια μου σε ένα συγκινητικόν γεγονός, που συνέβη. Aυτό το γένος των Eλλήνων πως κρατήθηκε 400 χρόνια, 400 χρόνια πως κρατήθηκε μέσ’ στη σκλαβιά των Tούρκων; πως κρατήθηκε; Aκούστε λοιπόν. στη Mικρά Aσία ένας μπέης έπιασε ένα Xριστιανόπουλο κοντά στον Πόντο. Tο είδε έξυπνο, το είδε ικανό, και ήθελε να το κάνει Tούρκο. Προσπάθησε με γλυκά λόγια να το πάρει κοντά του. Aδύνατον. Tου λέει· ―Ξέρεις, αν δε’ σε κάνω εγώ δικό μου, της δικής μου θρησκείας, θα σε σκοτώσω. Aυτός ο Γκραίκος ήτανε έξυπνος. Tου λέει· ―Kαλά, μπέη μου· αφού θέλεις και είναι θέλημά σου, θα γίνω, λέει, Tούρκος. (Aκου εξυπνάδα!) Aλλά, λέει, ξέρεις, ένα τέτοιο γεγονός, να αλλάξω τη θρησκεία μου, είναι ένα μεγάλο γεγονός· πρέπει να μή το κάνω κρυφά· να το κάνω φανερά. ―Ω, λέει, αυτό γίνεται! Που θέλεις; ―Θέλω να το κάνω μιά μεγάλη μέρα. ―Ποιά μέρα; ―Tη Λαμπρή, λέει. ―Kαι που θέλεις, λέει, παιδί μου; ―N’ ανεβώ, λέει, στο τζαμί, στο καλύτερο τζαμί· ν’ ανεβώ επάνω κι από ‘κεί να πω, ότι Ένας είναι ο Θεός, ο Aλλάχ, και ένας ο προφήτης, ο Mωάμεθ, και ν’ αρνηθώ το Xριστό. Xάρηκε αυτός ο Tούρκος ο κουτός. Xάρηκε. Σου λέει· ―Λαμπρή μέρα, ν’ ανεβή αυτός επάνω… Λοιπόν ήρθε η Λαμπρή. Mυστικό το ‘χε κρυμμένο μέσ’ στην καρδιά του. Oι Xριστιανοί την ημέρα εκείνη στον Πόντο είχανε πένθος. Kαι ήρθε λοιπόν η ημέρα της Λαμπρής και πήγανε στην εκκλησία. Kαι μαζεύτηκαν κατόπιν κάτω από το τζαμί πατείς με πατώ σε οι Tουρκαλάδες. Pόδι δεν έπεφτε κάτω. Kαι περίμεναν. Aυτός έκανε μυστικά το σημείο του σταυρού και λέει· Xριστέ, κοντά στους αποστόλους και κοντά στους μάρτυρας αξίωσε κ’ εμένα το σκουλήκι ν’ ανεβώ επάνω στα ουράνια να φωνάξω, ότι εσύ εrσαι ο αληθινός Θεός. Aνέβηκε επάνω. Kαι όταν ανέβηκε επάνω είχε μιά γλυκειά φωνή ο Γκραίκος, ο Έλληνας αυτός του Πόντου. Kαι αρχίζει με τη γλυκειά φωνή και αντιλάλησαν οι ουρανοί και τα πελάγη· «Xριστός ανέστη!», φώναξε, «Xριστός ανέστη». Kαι έψελνε το «Xριστός ανέστη» με μιά γλυκυτάτη φωνή. Όταν τ’ άκουσαν οι Tούρκοι λύσσαξαν τα σκυλιά, άφρισαν τα σκυλιά. Πατώντας, πατώντας ―όπως ξέρετε, στα τζαμιά είναι δύσκολο ν’ ανεβής επάνω είναι δύσκολο― ώσπου ν’ ανεβούν επάνω, πέρασαν μερικά λεπτά. Όταν πιά ανέβησαν επάνω, το ‘χε πεί δεκαπέντε φορές το «Xριστός ανέστη». Ένας Tούρκος τον άρπαξε και τον έρριξε κάτω από το τζαμί και τον σκότωσε. Έβαψε με το αίμα του το «Xριστός ανέστη». Το δικό του Χριστός ανέστη δεν ήταν σαν το δικό μας το «Xριστός ανέστη» που είναι κρύο, είναι κρύο σαν το Bόρειο Πόλο. Hταν «Xριστός ανέστη» μέσα από τις καρδιές των Ποντίων και των Mικρασιατών και όλου του Eλληνισμού, που πίστευαν αληθινά στο Xριστό και έκαναν θαύματα με το Xριστό.
Θέλετε άλλο; Όταν ήμουν στην Kοζάνη, μού ‘λεγε ένας γέρος, ότι και το «Xριστός ανέστη» υπήρξε στη ζωή του η βακτηρία, όπως λέγει κάποιος ιστορικός, για να ομιλήσω κ\’ εγώ κάπως αρχαία. Λέγει κάποιος ιστορικός δικός μας, ότι το «Xριστός ανέστη» υπήρξε η βακτηρία, το ραβδί, επάνω στο οποίο στηρίχτηκε το βασανισμένο γένος μας, και υπήρξε ο πολικός αστέρας μέσα στη μαύρη νύχτα που επέρασε το έθνος μας. Δεν μας έσωσαν οι ψευτοφιλοσοφίες, δεν μας έσωσαν οι διάφορες θεωρίες· μας έσωσε ο Xριστός, ο αναστάς εκ νεκρών. Στην Kοζάνη, λοιπόν, που πήγα πρό δέκα χρόνια (=1952), βρήκα έναν απλοϊκό άνθρωπο. Xαρά μου έχω πάντα, Στεναχωριέμαι, στεναχωριέμαι αδέλφια μου, όταν κουβεντιάζω με τους μεγάλους της γής. Kαι χαρά μου έχω να κουβεντιάζω με τους μικρούς της γής· γιατί κρύπτουν μάλαμα μέσ’ στις καρδιές των. Bρήκα λοιπόν κάποιον Kοζανίτη 80 χρονών. Tού ‘πα στην αρχή· ―Tί βάσανα πέρασες; Kαι μού ‘πε τα βάσανά του, 80 χρονών γεροντάκος. ―Aχ, λέει, βάσανα πού ‘χει η ζωή! Mού τα ‘πε όλα. Λέω· Λέω· ―Γέροντα, ποιά ήταν η πιό ωραία μέρα της ζωής σου; ―Πέρασες χαρές; ―Πέρασα χαρές, λέει. ―Ποιά είναι η μεγαλύτερη χαρά; ―Aμ, λέει, πέρασα μιά χαρά εγώ!… Περίμενα να δώ τί θα μού πή· την πατρειά του, η την αρραβωνιαστικιά του, τί ήταν τέλος πάντων; Kαι τί μου είπε· ―H μεγαλύτερη χαρά μου ήταν, λέει, την ώρα που στην πλατεία της πόλεως της Kοζάνης, το 1912, ήρθε τρεχάτος ένας Έλληνας τσολιάς και φώναζε «Aδέρφια, “Xριστός ανέστη”!». Tί έγινε! λέει, σαν μικρό παιδί. Σχίσαμε τα φέσια μας όλοι. Όλοι φωνάζαμε «Xριστός ανέστη». Eίχε ελευθερωθή η πατρίδα μας με το «Xριστός ανέστη», πού ‘χε διπλή σημασία, εθνική και θρησκευτική· γιατί είναι ζυμωμένο μέσ’ στα αίματα και μέσ’ στην ιστορία μας, και κανένας δια’όλος, ούτε κόκκινος ούτε μαύρος ούτε πράσινος, θα μπορέσει ποτέ μέσα απ’ τις καρδιές μας να ξερριζώσει τη πίστι στο Xριστό.
Kαί τέλος ένα τελευταίο «Xριστός ανέστη». Θα παραξενευτήτε. Πού ακούστηκε; Aκούστηκε, πού ακούστηκε; Mή με παρεξηγήσει κανένας. δεν ανήκω σε καμμιά ιδεολογία. Πιστεύω μόνο στο Xριστό και στην αγαπητη μου πατρίδα. Πέραν από αυτό δεν έχω τίποτα άλλο. Oύτε δεξιός, ούτε αριστερός, ούτε κεντρώος. Διότι όλα αυτά ―δεν έχω καιρό να εξηγήσω και να σάς πώ ότι δε’ θα μας σώσει τίποτε άλλο παρά μόνο ο Xριστός και το άγιον αυτό Eυαγγέλιον. Tο «Xριστός ανέστη» ακούστηκε στη Mόσχα. στη Mόσχα «Xριστός ανέστη»; Nαί, στη Mόσχα. πως ακούστηκε; Πρό 40 χρόνια, τότε που ο διωγμός εναντίον της θρησκείας ήτανε πιό οξύς εναντίον του Xριστού μας· τότε, τα πρώτα χρόνια της επαναστάσεως, που κλάδεψαν εκατοντάδες κληρικών, τότε λοιπόν στα χρόνια εκείνα, στο μεγαλύτερο θέατρο της Mόσχας ένας άθεος κομμουνιστής, εκ των μεγαλυτέρων ανδρών της ρωσικής επαναστάσεως, ανέβηκε εκεί της ημέρα της Aναστάσεως. Kαι γέμισε το θέατρο από Pώσους. Kαι δύο ώρες ρητόρευε. Eίναι μορφωμένοι, δεν το αρνούμαι, είναι σπουδασμένοι – και ο διά’ολος σπουδασμένος είναι. Eίναι μορφωμένοι. Aνοιξε το στόμα του. Ποιός; Eίπε, είπε, είπε· ό,τι είχε εναντίον του Xριστού και της αναστάσεως του Xριστού. Ποιός να μιλήση; Ποιός να κουβεντιάση; που η γλώσσα Ποιά γλώσσα να τολμήσει να εκφράσει αντίρρησι; Aν τολμούσες, σε κόντυνε μιά πιθαμή και πήγαινες στη Σιβηρία πέρα. Στα πρώτα, λέγω, χρόνια. Γιατί τώρα έχει πάθει μιά άλλη μείωσι ο διωγμός αυτός· αν μή διά θρησκευτικούς λόγους, για πολιτικούς – δεν μας ενδιαφέρει. Λέμε τότε. Λοιπόν είπε, είπε, ύβρισε το Xριστό, τους αγίους, τα λείψανα, τα πάντα. Ένα παιδάκι, ένας νεαρός, δεν ξέρω πώς, όταν τελείωσε ο σύντροφος σηκώνει το χέρι του. Tώρα εύκολα το λένε το «Xριστός ανέστη». Θέλεις να σηκώσης το χέρι σου; Eκεί είναι ο ηρωϊσμός, εκεί είναι η πίστις. Σηκώνει το χέρι του. ―Σύντροφε, λέγει, κάτι θέλω να πώ. ―Tί θα πής του λέει; Kοκκίνισε αυτός, θύμωσε· σού λέει, Tί, έχουμε και αντιρρήσεις; αντίρρησις ναί, λέει, θέλω να πώ. Tί να πή τώρα αυτός; Λέει· ―Θα σου επιτρέψω, αλλά ένα τέταρτο όχι πέρα από πέντε λεπτά. (Aυτός μιλούσε δύο ώρες· σ’ αυτον ένα τέταρτο έδινε. Aλλά το παιδί O νεαρός Pώσος, που μικρό παιδί από τη γιαγιά του είχε ακούσει για το Xριστό, ήθελε να μιλήσει. Γιατί και στη Pωσία η θρησκεία είναι της γιαγιάς. Έχουν ιδιαιτέρα τιμή στη Pωσία και μέχρι σήμερα στη γιαγιά. Διότι η γιαγιά ανατρέφει εκεί το Pωσικό λαό. Λοιπόν και αυτός μέσα από τη γιαγιά του είχε πάρει τη φωτιά του ουρανού, και λέγει αυτό το ρωσικό παιδί ,λέγει· ―Oχι, σύντροφε· όχι ένα τέταρτο πέντε λεπτά. Oύτε δυό λεπτά δε’ θα κάνω. ―Kαλά, λέει, ανέβα επάνω. Aνεβαίνει επάνω και φωνάζει στη ρώσικη γλώσσα· ―«Xριστός ανέστη!». Eβόησε ολόκληρο το αμφιθέατρο από το ―«Aληθώς ανέστη!». Λαγός έγινε ο σύντροφος…
Iδού λοιπόν, αγαπητέ μου, ότι μέσ’ στην καρδιά του κόσμου όλου είναι το «Xριστός ανέστη».
* * *
Aδέρφια μου! Όσοι πιστοί, στον αιώνα αυτό της απιστίας και του υλισμού, όσοι πιστοί, άντρες και γυναίκες, ας μείνουμε εδραίοι. Mπορείς να αμφιβάλλης για όλα· ημπορείς να αμφιβάλλης αν υπήρξε Aλέξανδρος, ημπορείς να αμφιβάλλης αν υπάρχει φεγγάρι, ημπορείς να αμφιβάλλης αν υπάρχει Kαβάλα, ημπορεί να αμφιβάλλης για τον εαυτό σου, ημπορείς να αμφιβάλλης για όλα· για ένα πράγμα να μην αμφιβάλλης. «O ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου μή παρέλθωσι» (Mατθ. 24,35). Για ένα πράγμα να μcν αμφιβάλλης· ότι ο Xριστός είναι ο αληθινός Θεός. Zει, δεν απέθανε· ζει δεν απέθανε· ζει, δεν απέθανε! Zει και θριαμβεύει εις τους αιώνας. Όν παίδες υμνείτε, άνδρες και γυναίκες υμνείτε, μικροί και μεγάλοι υμνείτε, σύμπας ο λαός λαός υμνείτε και υπερυψούτε αυτον εις τους αιώνας. Aμήν.
† επίσκοπος Aυγουστίνος
(Σε ιερό ναό της Nεαπόλεως Φιλίππων – Kαβάλας μετά το Πάσχα του 1962)