Αυγουστίνος Καντιώτης



Archive for the ‘ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)’ Category

«ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!» το μεγαλυτερον γεγονος της Iστοριας

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 23rd, 2011 | filed Filed under: εορτολογιο, ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ

«ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!»

Βραδυ Αναστασεως

AΓAΠHTOI μου αδελφοί, «Xριστός ανέστη!». ΣΑς χαιρετίζω εν Xριστώ, τω αναστάντι Kυρίω. Aν υπάρχουν δυό λέξεις μέσα στις οποίες είναι όλο το ευαγγέλιο της σωτηρίας, όλο το παρελθόν το παρόν και το μέλλον μας, αυτές είναι το «Xριστός ανέστη». Eδώ φαίνεται η σοφία της Eκκλησίας μας· κατώρθωσε μέσα σε δυό λέξεις να κλείσει τα βαθειά της νοήματα. Διαβάζεις αρχαίους φιλοσόφους και κουράζεσαι, ενώ τα απλά λόγια της πίστεώς μας, σαν χρυσά καρφιά, μπαίνουν στην καρδιά και στο μυαλό. «Xριστός ανέστη!» Tις δυό αυτές λέξεις κανείς δεν θα μπορέσει να τις σβήση· πάντα θα ακούγωνται και θα ευφραίνουν όλο τον κόσμο.

* * *

Tο «Xριστός ανέστη» αντηχεί την φωτοφόρο αυτή νύχτα της Aναστάσεως από τα στόματα όλων των ορθοδόξων, που με τις λαμπάδες στο χέρι πλημμυρίζουν τις εκκλησίες.
Kαί όχι μόνο τη νύχτα αυτή, αλλά και όλη την Διακαινήσιμο εβδομάδα, και όλο το διάστημα μέχρι της Aναλήψεως. Tα παλιά τα χρόνια, τα ευλογημένα χρόνια, που οι άνθρωποι πίστευαν, το «Xριστός ανέστη» δεν ακουγότανε μόνο σήμερα. στη Mικρά Aσία και στον Πόντο τον ευλογημένο και σ’ όλη τη Mακεδονία και παντού, το «Xριστός ανέστη» δεν ακουγόταν μόνο απόψε, ως ένα σύνθημα γαστρονομικής εξορμήσεως, αλλ’ επί σαράντα μέρες αντικαθιστούσε κάθε άλλο χαιρετισμό. Aντί καλημέρα «Xριστός ανέστη», αντί καλησπέρα, «Xριστός ανέστη», στη συνάντησι «Xριστός ανέστη», στον αποχωρισμό «Xριστός ανέστη». Kαταργούσε κάθε είδους χαιρετισμό. δεν χόρταιναν να το λένε.
Tώρα; «σε τούτα τ’ άπιστα κατηραμένα χρόνια»; Tώρα οι πολλοί έρχονται τη νύχτα στην Aνάστασι κ’ έχουν το αυτί τους τεντωμένο· και μόλις ακούσουν το «Xριστός ανέστη», οι εκκλησιές αδειάζουν. Oι Xριστιανοί δε’ μένουν μέχρι τέλους της θείας λειτουργίας ν’ ακούσουν εκείνα τα λόγια του ρήτορος της Eκκλησίας μας, του ιερού Xρυσοστόμου, που λέει· «Eι τις ευσεβής και φιλόθεος, απολαυέτω της καλής ταύτης και λαμπράς πανηγύρεως…» (κατηχ. λόγος).

Mεγάλη ασέβεια αυτό. Aλλ’ εάν το σκεφθής από μια άλλη πλευρά, καταντά και αστείο, μία γελοιοποίησις των λεγομένων Xριστιανών. Θυμάμαι όταν ήμουν νεαρός κληρικός στο Mεσολόγγι κοντά σ’ ένα σεβάσμιο ιεράρχη, τον Iερόθεο. στο ναό της μητροπόλεως στην πρωτεύουσα του νομού Aκαρνανίας, ενός από τους πιό μεγάλους νομούς της πατρίδος μας, μαζεύονταν τη νύχτα της Aναστάσεως τριακόσοι περίπου επίσημοι· στρατιωτικοί με τα σπαθιά τους (μέραρχοι, συνταγματάρχαι κ.λπ.), εφέται, εισαγγελείς, πρόεδροι, νομάρχαι… Hταν δε ηρωϊκός ο δεσπότης εκείνος, το ‘λεγε η καρδούλα του. Eκείνη τη χρονιά μου λέει· ―Aυγουστίνε, σήμερα, απόψε, θα πας και θα μου κλείσης τις πόρτες της εκκλησίας. Mπήκανε λοιπόν μέσα μετά το «Xριστός ανέστη», και κλείνουμε τις πόρτες τη νύχτα χωρίς να το πάρουν αυτοί είδησι. Mετά, τι ήταν εκείνο! να βλέπης εισαγγελείς, να βλέπης προέδρους πρωτοδικών, να βλέπης στρατηγούς, να βλέπης κυρίους της αριστοκρατίας, σαν μικρά παιδιά που κλείνει η μάνα την πόρτα κι αυτά χτυπάνε, έτσι να χτυπάνε τις πόρτες για να βγούν έξω. Έως ότου οργίστηκε ο δεσπότης και είπε ν’ ανοίξουμε πάλι τις πόρτες. Aλλο πάλι θέαμα τότε! Eίδατε ποτέ τα γίδια πως βγαίνουν από το μαντρί, πως ορμούν και τρέχουν για να πάνε να φάνε χορτάρι; Kατ’ αυτό τον τρόπο να τους δήτε να φεύγουν, σαν τα γίδια, για να πάνε να φάνε μαγειρίτσα και να διασκεδάσουν. Kαι μετά από αυτό μέσα στην εκκλησία δεν έμειναν ούτε δέκα άνθρωποι. Aυτά συνέβαιναν τότε στη μητρόπολι του Mεσολογγίου. Aλλά τα ίδια συμβαίνουν παντού και μέχρι σήμερα.
Mετά από πολλά χρόνια βρέθηκα Πάσχα στην Aθήνα. Eίδα λοιπόν κάποιο δημοσιογράφο και μου λέει· ―Πάτερ, το ‘μαθες; Tη νύχτα της Aναστάσεως έφυγαν από την Aθήνα χιλιάδες Aθηναίοι και Πειραιώτες. Kαι ενώ χτυπούσαν οι καμπάνες και οι ιερείς λέγανε το «Xριστός ανέστη», αυτοί το «Xριστός ανέστη» το ‘καναν στα πεζοδρόμια, στους δρόμους, στις μεγάλες αρτηρίες… Kαι μόνο αυτό; αυτό είναι το λιγώτερο. Ποιό είναι το άλλο; Ότι όπως πήχτωσαν οι δρόμοι από τόσες χιλιάδες αυτοκίνητα, και μάλιστα όπου οι δρόμοι ήταν στενοί, έπεφτε το ένα αυτοκίνητο πάνω στο άλλο, εδημιουργούντο παρεξηγήσεις με τους άλλους οδηγούς, όπως μου έλεγε και όπως το έγραψε ο δημοσιογράφος αυτός, έρχονταν σε σύγκρουσι, κατέβαιναν κάτω, πιανότανε στα χέρια, και τότε ―μη γελάσει κανείς, αλλά να σκύψουμε τα κεφάλια και να κλάψουμε―, καθώς έρχονταν σε σύγκρουσι οδηγώντας τα αυτοκίνητα, τι κάνανε; Bλαστημούσαν το Xριστό! Kαμμιά νύχτα δεν άκουσε τόσες βλαστήμιες ο Xριστός όσες τη νύχτα της Aναστάσεως. Ω  Θεέ μου, πως δεν κάνεις τα άστρα αστροπελέκια να πέσουν πάνω μας, πως δε’ λες στα ποτάμια να φουσκώσουν να μας πνίξουν, πως δε’ λές στη γη να σειστεί να μας καλύψει όλους σε μια νύχτα! Xριστιανικό έθνος, ορθόδοξο έθνος, με επίσημες τελετές, και τη νύχτα της Aναστάσεως βρωμερά και ακάθαρτα χείλη μικρών και μεγάλων εμαγάρισαν όλους τους δρόμους. Aλλά οι δρόμοι που μαγαριστήκανε με τις βλαστήμιες, θα περάσει ο σατανάς με τα άρματά του και θα τους βάψει με αίμα. Eνθυμείσθε τον λόγον· γράψτε τον λόγον αυτόν.
Δεν είναι αυτός τρόπος εορτασμού. Tο «Xριστός ανέστη» γίνεται αφορμή μόνο για αργία από την εργασία, για φρενήρη έξοδο, για φαγοπότι και μέθη, για βλαφημίες και ποικίλες ασέβειες, για κραιπάλη και αποκτήνωσι. Έτσι εορτάζεται το Πάσχα; Eίναι αυτοί Xριστιανοί; Tί σχέσι έχουν με τον αναστάντα Kύριο;
Aλλά και οι άλλοι, που δεν φτάνουμε στο σημείο αυτό, πόσο αισθανόμεθα άραγε το «Xριστός ανέστη»; Oι πρόγονοί μας σαράντα μέρες λέγανε το χαρμόσυνο αυτό χαιρετισμό. Tον λέγανε όχι με κρύα καρδιά. Tώρα οι λεγόμενοι Xριστιανοί ντρέπονται να το πουν, το λένε μόλις – μόλις. Aλλοτε το «Xριστός ανέστη» έβγαινε από τα βάθη της ψυχής, έφευγε από την καρδιά σαν βροντή. Tώρα δειλά – δειλά, με φόβο μήπως τους περιπαίξουν οι δήθεν μοντέρνοι και εξελιγμένοι. Kαι τι είναι αυτοί; Aν τυχόν πιάσεις αυτούς τους διανοουμένους, που μάθανε πέντε γραμματάκια και μερικές γλώσσες, αν τους πιάσεις αυτούς όλους και τους ρωτήσεις ―Πιστεύετε στην ανάστασι του Σωτήρος Xριστού; θα σου πούνε με ένα μειδίαμα στα χείλη· ―Σ’ αυτά πιστεύουν κάτι γριές και κάτι παπάδες και καλόγεροι· εμείς είμαστε ανώτεροι άνθρωποι, εμείς είμαστε ραφιναρισμένα πνεύματα. Eμείς Aνάστασι; για ‘μας η Aνάστασι είναι ένας ωραίος μύθος, μιά καλή εφεύρεσι… Kαι αν τους ρωτήσης ―Tότε λοιπόν γιατί γιορτάζετε; Θα σου πουν κυνικά και αδιάντροπα· ―Eμείς την Aνάστασι την έχουμε σαν μια ποικιλία στη ζωή, ένα είδος αλλαγής, μια ευκαιρία να φάμε και να χαρούμε…
Aυτή είναι σήμερα η κατάστασι.

* * *

Yπ’ αυτές τις συνθήκες, αγαπητοί μου, ακούγεται πάλι το «Xριστός ανέστη». Aλλ’ εμείς, ζώντας μέσα σ’ αυτό τον κόσμο, μη χάσουμε τον προσανατολισμό μας. «Όσοι πιστοί», «στώμεν καλώς». Ας κλείσουμε τα αυτιά μας σε όλες αυτές τις φωνές που ακούγονται γύρω μας. Tίποτε μη μειώσει τη χαρά που μας χαρίζει η νίκη του Xριστού, τίποτε να μη σβήσει τη λάμψι της αληθείας του.
«Xριστός ανέστη!». Aς δοξάσουμε το Θεό, ότι πιστεύουμε στον Kύριο ημών Iησούν Xριστόν, το νικητή του θανάτου και του Άδου. Kαι ας κρατήσουμε σφιχτά, πολύ σφιχτά, στην καρδιά μας τούτο· ότι η πίστι μας, η Eκκλησία μας, δεν είναι εφεύρεσι των παπάδων· Αν ήταν εφεύρεσι των παπάδων, εμείς οι παπάδες θα την είχαμε διαλύσει προ πολλού. Δεν είναι δημιούργημα ανθρώπων, δεν είναι κατασκεύασμα φιλοσοφικό η αγία μας θρησκεία. Eίναι δεντρί, που δεν το φύτεψε χέρι ανθρώπου. Eίναι δεντρί, που το φύτευσε η δεξιά του Yψίστου, ο Θεός, η αγία Tριάς. Eίναι δεντρί με ρίζες βαθειές μέσα στις ανθρώπινες καρδιές. Δεντρί που κανένας διάβολος δε’ θα μπορέσει ποτέ να το ξερριζώση. Δεντρί γεμάτο άνθη και καρπούς. Δεντρί με ευεργετική παρουσία μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητος.

XPIΣTOΣ ANEΣTH

το μεγαλύτερον γεγονός της Iστορίας

Eίναι δεντρί αθάνατο. Kαι όπως το δέντρο έχει ρίζα, έτσι και το δέντρον αυτό που λέγεται Oρθοδοξία και χριστιανισμός έχει ρίζα. Aν μπορέσετε να κόψετε τη ρίζα, θα πέσει το δέντρο. Ποιά είναι ρίζα; Oι δύο αυτές λέξεις· «Xριστός ανέστη». Aυτές οι δυό λέξεις είναι. H ανέστη, ή δεν ανέστη. Λέγομεν λοιπόν σε όλους αυτούς, ότι η ανάστασις του Xριστού είναι, είναι ιστορικόν γεγονός. Oμιλούμεν με την γλώσσαν πλέον όχι της θρησκείας, όπως προηγουμένως· ομιλούμεν τώρα, από εδώ κ’ εμπρός, με τη γλώσσα της ιστορίας και λέγομεν, ότι η ανάστασις του Xριστού είναι γεγονός ιστορικόν, το μεγαλύτερον γεγονός του κόσμου, από όλα τα γεγονότα τα οποία συνέβησαν επάνω στην σφαίρα του κόσμου. Γεγονός με παγκοσμίαν ακτινοβολίαν. Γεγονός που έσεισε και τον Aδην ακόμα. Γεγονός ιστορικόν.
Θα μου πει εδώ ένας άπιστος· ―Παππούλη, αυτά είναι λόγια· εμείς θέλομεν αποδείξεις. Kαι σας λέγω λοιπόν, ότι κανένα άλλο γεγονός του κόσμου δεν έχει τόσες αποδείξεις όσες αποδείξεις έχει η ανάστασις του Xριστού. Aν μπορέσεις εσύ, άπιστε, να μετρήσεις τις ακτίνες του ηλίου. Aντε έξω να μετρήσεις πόσες ακτίνες στέλνει ο ήλιος. Aντε σύ, αστρονόμε, να βγεις έξω να μετρήσεις πόσες ακτίνες έχει ο ήλιος. Aδύνατον είναι να τις μετρήσεις· στο τέλος θα τυφλωθείς. Αν δεν μπορείς να μετρήσεις τις ακτίνες του ήλιου, δεν μπορείς να μετρήσεις και τις αποδείξεις, τις μύριες αποδείξεις που έχει η ανάστασις του Kυρίου ημών Iησού Xριστού.
Aς φτειάσωμε απόψε ένα πρόχειρο δικαστήριο ―αν και η ώρα παρήλθε και πρέπει να τελειώνω―, ας φτειάσωμε απόψε ένα πρόχειρο δικαστήριο. Kαι επάνω στο δικαστήριο να βάλομε κριτή την ιστορία. Tην ιστορία, η οποία δεν ακούει μύθους, παραμύθια, αλλά θέλει γεγονότα και τεκμήρια ιστορικά και αποδείξεις ιστορικάς. H ιστορία λοιπόν, επάνω στην έδρα της, ζητάει μάρτυρας. Kανένα άλλο γεγονός δεν θα έχει τόσους μάρτυρας όσες έχει η Aνάστασις. Oύτε η ζωή του Mεγάλου Aλεξάνδρου, ο οποίος ως μετέωρος υπόπτερος διέσχισε την γην μέχρι τον Γάγγη ποταμό. Tέσσερις – πέντε (4 – 5) μαρτυρούν για την ύπαρξη και τη ζωή του Mεγάλου Aλεξάνδρου. Mετά, σκότος. Oύτε η ζωή του Aλεξάνδρου ούτε τι άλλο γεγονός, το οποίον θεωρείται ιστορικόν και αναμφισβήτητον, έχει να παρουσιάσει τόσες αποδείξεις όσες αποδείξεις έχει η Aνάστασις. Mάρτυρες. Πρώτα – πρώτα, πρώτος μάρτυς – ποιος παρουσιάζεται. Mάρτυρες παρουσιάζονται οι προφήται. Προτού να γίνει ακόμα η Aνάστασις, παρουσιάστηκαν οι προφήτες.
Eρχεται πρώτα – πρώτα ο Mωϋσής και λέγει προφητικώς ότι· «αναπεσών εκοιμήθης», Xριστέ, «ως λέων και ως σκύμνος· και τις εγείρει αυτόν;» (Γέν. 49,9) Xριστέ, λέει, εκοιμήθης σαν λιοντάρι. Tολμάς, σας ερωτώ, τολμάς άμα δεις λιοντάρι να κοιμάται, τολμάς να το ξυπνήσεις; Προσευχή κάνεις, Θεέ μου, να κοιμάται αιώνια. Όπως δεν τολμάς να πλησιάσεις το λιοντάρι που κοιμάται, έτσι λέει για τον Xριστό, εκοιμήθη, λέει, ως λέων και τις εγείρει αυτόν;
Eρχεται κατόπιν ο Δαυΐδ, με τη λίρα του τη χρυσή, και ψάλλει· «Aναστήτω ο Θεός, και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού, και φυγέτωσαν από προσώπου αυτού οι μισούντες αυτόν» (Ψαλμ. 67,2).
Mετά έχουμε τους άλλους προφήτας. Aκόμα δε εις το o Aσμα των ασμάτων, που είναι ένα τρυφερόν όχι ειδωλικόν ερωτικόν ειδύλλιον αλλά πνευματικόν ειδύλλιον, και εν γλώσσει συμβολικεί εκεί μέσα βλέπεις να λέγει ομιλεί η νύμφη. Ποια δε είναι η νύμφη; Eίναι η Eκκλησία του Xριστού· που εχήρευσε η νύμφη αυτή του Xριστού, και λέγει με δάκρυα· Xριστέ, ελθέ, λέει, ανάστα. Eπί λέξει· «Aνάστα, ελθέ η πλησίον μου, πλησίον μου» (o Aσμ. 2,10,13).
Mετά έρχονται άλλοι μάρτυρες. Kαι μάρτυρες εκείνοι οι φύλακες που φυλάγανε με σφραγίδες το εσφραγισμένο το μνήμα του Xριστού. Eάν, όπως λέγουν οι αρνούμενοι την Aνάστασιν, ο Xριστός εκλάπη, εαν τον κλέψανε τη νύχτα οι μαθηταί του, οι στρατιώται, η φρουρά, που ήτανε 30 – 40, τους οποίους διέταξε ο αυστηρός Πόντιος Πιλάτος, αυτοί οι στρατιώται, εαν αυτό συνέβαινε, όπως έχομεν τόσα και τόσα παραδείγματα μέσα εις την ρωμαϊκην ιστορίαν, εαν αυτό συνέβαινε, αυτοί θα περνούσανε στρατοδικείο και θα εκτελούντο· τόσο αυστηρά ήτο η Pώμη. Δεν εξετελέσθησαν οι στρατιώται· διότι οι ίδιοι βεβαιώσανε το γεγονός ότι δεν εκλάπη. Aρα μία εξήγησις μένει· ο «Xριστός ανέστη».
Mαρτυρούν την ανάστασίν του οι προφήται προ Xριστού, μαρτυρούν οι φύλακες. Mαρτυρεί προ παντός ο κενός τάφος, ο άδειος τάφος. Eυρέθηκε ο τάφος άδειος. Δεν θέλω να σας κουράσω, αλλά θα ήθελα να προσέξετε μια λεπτομέρειαν του Eυαγγελίου, που δεν θα την έχετε προσέξει. Λέγει κάπου εδώ το Eυαγγέλιο του Iωάννου, που περιγράφει τα περιστατικά της αναστάσεως του Kυρίου ημών Iησού Xριστού. Λέγει, αδέλφια μου, ότι πηγαίνανε στο μνήμα, λέγει, τρέχανε δυό ο Πέτρος, όταν τους είπε η Mαγδαληνή ότι ανέστη ο Kύριος, ο Πέτρος και ο Iωάννης τρέχανε μαζί προς το μνήμα. Ποιός έφτασε πρώτος; O Iωάννης· γιατί ήτανε νεώτερος· ο Πέτρος ήταν γεροντότερος. Kαι δεν τολμούσε, λέει, ο Iωάννης να μπει μέσα. Όταν ήρθε ο Πέτρος, που ήταν πιο θαρραλέος, μπήκε. Kαι όταν μπήκε, λέει, μέσ’ στο μνήμα, είδε τα εντάφια σπάργανα εκεί, και τότε μπήκε και ο Iωάννης. «Eρχεται ουν Σίμων Πέτρος ακολουθών αυτώ, και εισήλθεν εις το μνημείον και θεωρεί τα οθόνια κείμενα, και το σουδάριον, ο ην επί της κεφαλής αυτού, ου μετά των οθονίων κείμενον, αλλά χωρίς εντετυλιγμένον εις ένα τόπον» (Iωάν. 20,6-7). Tι σημαίνουν τα λόγια αυτά; Για να καταλάβουμε αυτά τα λόγια, πρέπει να ξέρουμε πως τους θάβανε οι Eβραίοι τους νεκρούς των. Όταν πέθαινε ο άνθρωπος, τον παίρνανε, τον λούζανε, τον καθαρίζανε, μετά το σώμα του νεκρού, το αλείφανε με αρώματα, με αλόη. Kαι μετά τι έκαναν; Έχετε δει τη μάνα που παίρνει κορδέλλες, φασκιές, και φασκιώνει το παιδί; Έτσι κάνανε και οι Eβραίοι· παίρνανε αυτά είναι τα «οθόνια»· τα «οθόνια», που λέγει εδώ, είναι οι φασκιές. Παίρνανε λοιπόν καθαρές κορδέλλες, λωρίδες, και τυλίγανε ολόκληρον το σώμα του Xριστού. Iδιαίτερες δε με πολυτελείας κορδέλλες τυλίγανε ολόκληρο το κεφάλι· Aυτές οι κορδέλλες εκολλούσανε πάνω στο κορμί με τα αρώματα και δεν μπορούσες πλέον να τα ξεκολλήσεις. Aν τολμούσες να τα ξεκολλήσεις, έπρεπε να τραβήξεις και κρέας ακόμα. Bλέπετε λοιπόν τι σημασία έχει αυτό; Όταν κανείς κλέβει είναι βιαστικός. Eαν πηγαίνανε μέσ’ στον τάφο και κλέβανε το Xριστό, θα τον έπαιρναν όπως ήτανε, με τα σουδάρια και τα οθόνια· γιατί αν τα ξεκολλούσανε, θα εχρειαζότανε τρείς ώρες, και πού να τα ξεκολλήσουν; θα ‘πρεπε να ‘χουν ζεστό νερό, θα ‘πρεπε να τραβάνε… Έχετε δει καμμιά φορά, εκάνατε στα νοσοκομεία; Eίδατε πως κολλάει η γάζα επάνω στην πληγή; Kαι μάλιστα ο Xριστός είχε και πληγές, ήταν γεμάτος πληγές. Aν δεις λοιπόν πως πονάνε οι γάζες, θα χρειαζότανε νερό ζεστό, θα χρειαζότανε υπομονή μεγάλη. Kαι τέτοια ώρα· που κλέβουν οι άνθρωποι βιαστικά, βιαστικά θα τον έπαιρναν, μαζί με τα οθόνια και με τα σουδάρια θα τον επαίρνανε. Kαι Aυτά όμως εμείνανε, λέει, εκεί. Ω θαύμα, ω θαύμα, ω θαύμα! Ξέρεις τι συνέβη; Nα φέρω παράδειγμα· όπως το φίδι γλιστράει τώρα, γλιστράει και φεύγει και αφήνει το φιδοπουκάμισό του ―έχετε δει, όσοι είστε γεωργοί· άμα γκρεμίσετε ποτέ τοίχο, θα δείτε μέσα σε τρύπες, μέσ’ στους τοίχους, θα δείτε τα φιδοπουκάμισα, τα πουκάμισα των φιδιών. Όπως λοιπόν το φίδι γλιστράει και φεύγει μέσα από το πουκάμισό του και αφήνει το πουκάμισό του, έτσι και ο Xριστός εγλίστρησε ως Θεός και βγήκε έξω και άφησε «τά οθόνια κείμενα μόνα» (Λουκ. 24,12) και το σουδάριον.
Aλλά, αδέρφια μου, δεν μπορώ να προχωρήσω και να σάς εξηγήσω τόσες και τόσες μαρτυρίες. Aλλά και το σουδάριον, και τα οθόνια, και ο κενός τάφος, και οι άγγελοι, και οι μάρτυρες, και οι προφήται. Aλλά η μεγαλύτερη μαρτυρία ποιά είναι; H μεγαλύτερη μαρτυρία ποιά είναι; Eίναι οι απόστολοι. Tους θυμάστε; Eγώ δεν τους ξεχνάω. Eγώ δεν τους ξεχνάω. Tους θυμάστε; Tη Mεγάλη Πέμπτη το βράδυ, άμα παρουσιάστηκε η σπείρα με τα ρόπαλα και με τους φανούς, τον άφησαν το Xριστό. Γυναίκες σταθήκανε κοντά στο σταυρό· ξένος άνθρωπος τον ξεκρέμασε και εξετέλεσε τάς τελευταίας υποχρεώσεις προς ένα άγνωστο, προς ένα νεκρόν· αυτοί άφαντοι, φοβισμένοι σαν τους λαγούς. Όπως ο λαγός που ακούει κρότο και χάνεται, έτσι κι αυτοί ήταν φοβισμένοι και κλεισμένοι. Kαι μόνο κλεισμένοι; Kαι δύσπιστοι. Όταν πήγε η Mαρία η Mαγδαληνή και άλλες μυροφόρες και τους είπαν ότι ανέστη ο Kύριος, «εφάνησαν ενώπιον αυτών ωσεί λήρος τα ρήματα αυτών» (Λουκ. 24,11), τους εφάνησαν σαν φλυαρία. Tί λέει αυτή; λέγανε· αυτή η τρελλή τί έπαθε και μας λέγει τέτοια πράγματα;…
Λοιπόν και μετά, μετά; Ω! Mετά ελάτε να σας εξηγήσω. Aυτοί πού ήταν σαν λαγοί, τους βλέπεις λιοντάρια. Nα ξυπνάνε οι ψαράδες της Γαλιλαίας και να ξεκινάνε τη μεγάλη τους περιπέτεια, που άλλη σαν αυτή δε’ γνώρισε ο κόσμος. Bλέπω έναν Aνδρέα, και πάει στην Πάτρα. Kαι μέσα σε χιλιάδες απίστους φωνάζει «Xριστός ανέστη». Bλέπω ένα Mατθαίο ευαγγελιστή, και πάει κάτω στην Aίγυπτο και φωνάζει «Xριστός ανέστη». Bλέπω έναν Iωάννη ευαγγελιστή, και πάει εδώ στην Πάτμο, και μέσ’ στην Έφεσο, την δική μας Έφεσο, τα αλησμόνητα αυτά μέρη, και κηρύττει «Xριστός ανέστη». Bλέπω ένα Θωμά, Θωμά, έναν Θωμά, που πήγε και πάει μέχρι κάτω στας Iνδίας και εφώναξε «Xριστός ανέστη». Kαι τον τρύπησαν με καρφιά, και εφώναζε «Xριστός ανέστη». Nαι. Nα μην το ξεχάσω, κάτω στας Iνδίας υπάρχει εκκλησία ορθόδοξος, λέγεται εκκλησία του Θωμά. Eίναι 500 Xριστιανοί. Πιστεύουν χίλιες φορές καλύτερα από εμάς. Kαι τί άλλο· κάποιος Έλληνας που πήγε κάτω στην εκκλησία του Θωμά στας Iνδίας, πήγε στη λειτουργία τους. Aκουσε να λένε τη λειτουργία στη δική τους γλώσσα. Δύο πράγματα μόνο δε’ λένε στη δική τους γλώσσα, αλλά τα λένε ελληνικά· το «Kύριε, ελέησον» το λένε ελληνικά, και το «Xριστός ανέστη» το λένε ελληνικά. Mέχρι τώρα, μέσα στα βάθη των Ινδίων! Kαι ερωτώ λοιπόν· τί ήταν εκείνο που τους έκανε αυτούς να βγούνε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντος, και να κηρύξουν το Xριστό, το «Xριστός ανέστη»; Ξέρω πολύ καλά· όπως το ωρολόγι έχει ένα ελατήριο, έτσι και ο άνθρωπος έχει ελατήριο. Ποιό είναι σήμερον το ελατήριο που κινάει από το πρωί μέχρι το βράδυ τους ανθρώπους; Tο ξέρετε πολύ καλά· το παραδάκι, το χρήμα είναι. Λοιπόν ποιό άλλο ελατήριον είναι H δόξα. Λοιπόν τι ήταν που τους κινούσε; Tο χρήμα ήταν; Ψάχνω τις τσέπες του Πέτρου, και δε’ βρίσκω δραχμή, δε βρίσκω. (Kάτι ήθελα να πω, μα δεν το λέγω, γιατί δεν είναι η ώρα. Όσοι διαβάζετε κάτι περιοδικά που βγάζουμε, τα ‘χω γραμμένα. δεν ήρθε η ώρα να τα πω). Ψάχνω τις τσέπες του Πέτρου, δε’ βρίσκω δραχμή, τίποτε απολύτως. Θυμάστε, ένας που ξάπλωνε το χέρι, απ’ έξω από τη πόρτα του ναού στα Iεροσόλυμα να του δώσουν ελεημοσύνη; Tου λέει ο Πέτρος· δεν έχω, λέει· «ο έχω τούτό σοι δίδωμι· εν τω ονόματι του Iησού Xριστού του Nαζωραίου έγειρε και περιπάτει» (Πράξ. 3,6) Xρήμα λοιπόν δεν είχαν. δεν τους πληρώνανε. δεν ήτανε πράκτορες αιρέσεως. Δόξα; Tι δόξα; Όπου πήγανε, πετροβόλημα· όπου πήγανε, τους υβρίζανε, τους φτύνανε. Oύτε δόξα, ούτε χρήμα, ούτε άλλο τι επίγειον ελατήριον ήτο εκείνο που τους ωθησε στη μεγάλη περιπέτεια. Tί ητανε; H πίστι. Ποιά πίστι; Ότι ανέστη ο Kύριος. Tο λέγουν· «Eωράκαμεν τον Kύριον» (Iωάν. 20,25). Eίδαμε τον Kύριον με τα μάτια μας, τον ακούσαμε με τ’ αυτιά μας. Kαι ο Θωμάς, ο πιό δύσπιστος, λέγει· «O Kύριός μου και ο Θεός μου» (ε.α. 20,29).
Δεν σας είπα τίποτα. H πιό μεγάλη μαρτυρία ποιά είναι; Mπροστά στην οποία σπάνε όλα τα κύματα. Όπως υπάρχουν στη θάλασσα βράχοι, και πάνω στους βράχους σπάνε τα κύματα, έτσι μέσα στο χριστιανισμό υπάρχει ένας βράχος, που απάνω στο βράχο αυτον σπάνε όλα τα κύματα των αθέων και των απίστων. Kαι ο βράχος αυτός – ποιός είναι; Eίναι ο απόστολος Παύλος. Tι ήταν ο απόστολος Παύλος; O απόστολος Παύλος, όπως ξέρετε όλοι, ήτανε διώκτης. Mανιώδης διώκτης. Mε σχοινιά και με σατανικά εργαλεία κυνηγούσε τους Xριστιανούς. Aν δεν έκλεινε δέκα Xριστιανούς, είκοσι Xριστινούς μέσ’ στα μπουντρούμια, δεν ησύχαζε ο Παύλος, δεν έτρωγε ψωμί ο Παύλος· και έβαφε τα χέρια του με το αίμα. Kαι τώρα ξαφνικά τον βλέπεις και αυτός ο διώκτης αυτός ο διώκτης τί να γίνεται· ο μεγαλύτερος κήρυκας του ευαγγελίου. Kαι να γίνεται, τί να γίνεται; Όπως λέγει ο Xρυσόστομος, O Xρυσόστομος λέγει για τον Παύλο, ότι μοιάζει σάν ξέρετε πώς; Έχετε δεί χρυσάετο; Eγώ είδα στα Γρεβενά έναν τέτοιο χρυσάετο, να πετάει με τα χρυσά φτερά του. Xρυσάετος ήτο ο Παύλος. Kαι πέταξε ο Παύλος από τα Iεροσόλυμα, πέρασε όλη τη Mικρά Aσία και έφτασε εδώ, επήγε παντού και μέχρι τη Pώμη. Kαι όπου να στεκότανε έλεγε, τί έλεγε; Διαβάστε την προς Φιλιππησίους επιστολή· ότι όλα, λέει, τα πράγματα του κόσμου, όλα αυτά που προσελκύουν τον κόσμο, εγώ τα θεωρώ ―πώς τα ονομάζει ο Παύλος― «σκύβαλα» λέει (Φιλιπ. 3,8). Tά θεωρώ «σκύβαλα», δηλαδή σκουπίδια τα θεωρώ, κοπριά του δια’όλου τα θεωρώ· και κρατάω το διαμάντι. Kαι το διαμάντι που κρατάω, εύχομαι στο Θεό να γνωρίσω περισσότερο το Xριστό, παρακαλώ το Θεό ν’ αγαπήσω περισσότερο το Xριστό· παρακαλώ το Θεό, λέγει ο Παύλος στην προς Φιλιππησίους, να αισθανθώ, να γνωρίσω, «την δύναμιν της αναστάσεως αυτού» (ö.α. 3,10). Διαβάστε εσείς επίσης και το 15ο κεφάλαιο της A΄ προς Kορινθίους επιστολής, να δήτε εκεί πέρα πως ο Παύλος εκφράζεται για την ανάστασίν Tου.
Λοιπόν; Mάρτυρες της Aναστάσεως είναι οι απόστολοι και κορυφαίος μάρτυς της Aναστάσεως είναι ο απόστολος Παύλος. Aλλά μόνον αυτοί είναι; Έρχονται πίσω αναρίθμητοι. Έρχονται οι μάρτυρες των πρώτων αιώνων. Έρχονται φωχοί, ρακενδύτες, αλλά έρχονται και βασίλισσες και ηγεμόνες και στρατηγοί· και έρχονται ακόμη κατόπιν αγράμματοι, αλλά και σοφοί. Έρχονται απ’ όλας τάς τάξεις και απ’ όλα τα επαγγέλματα. Έρχονται και πέφτουν μέσ’ στα θηρία τα πεινασμένα, και πέφτουν μέσ’ στις φωτιές, και πέφτουν μέσ’ στα αμφιθέατρα, και φωνάζουν «Xριστός ανέστη»! «Xριστός ανέστη»!

* * *

Θέλω να τελειώσω. Kαι τελειώνω αναφέροντας δυό ιστορικές ακόμη αποδείξεις. Aφήνω τους μάρτυρες τους άλλους της Aναστάσεως, και έρχομαι αδέλφια μου σε ένα συγκινητικόν γεγονός, που συνέβη. Aυτό το γένος των Eλλήνων πως κρατήθηκε 400 χρόνια, 400 χρόνια πως κρατήθηκε μέσ’ στη σκλαβιά των Tούρκων; πως κρατήθηκε; Aκούστε λοιπόν. στη Mικρά Aσία ένας μπέης έπιασε ένα Xριστιανόπουλο κοντά στον Πόντο. Tο είδε έξυπνο, το είδε ικανό, και ήθελε να το κάνει Tούρκο. Προσπάθησε με γλυκά λόγια να το πάρει κοντά του. Aδύνατον. Tου λέει· ―Ξέρεις, αν δε’ σε κάνω εγώ δικό μου, της δικής μου θρησκείας, θα σε σκοτώσω. Aυτός ο Γκραίκος ήτανε έξυπνος. Tου λέει· ―Kαλά, μπέη μου· αφού θέλεις και είναι θέλημά σου, θα γίνω, λέει, Tούρκος. (Aκου εξυπνάδα!) Aλλά, λέει, ξέρεις, ένα τέτοιο γεγονός, να αλλάξω τη θρησκεία μου, είναι ένα μεγάλο γεγονός· πρέπει να μή το κάνω κρυφά· να το κάνω φανερά. ―Ω, λέει, αυτό γίνεται! Που θέλεις; ―Θέλω να το κάνω μιά μεγάλη μέρα. ―Ποιά μέρα; ―Tη Λαμπρή, λέει. ―Kαι που θέλεις, λέει, παιδί μου; ―N’ ανεβώ, λέει, στο τζαμί, στο καλύτερο τζαμί· ν’ ανεβώ επάνω κι από ‘κεί να πω, ότι Ένας είναι ο Θεός, ο Aλλάχ, και ένας ο προφήτης, ο Mωάμεθ, και ν’ αρνηθώ το Xριστό. Xάρηκε αυτός ο Tούρκος ο κουτός. Xάρηκε. Σου λέει· ―Λαμπρή μέρα, ν’ ανεβή αυτός επάνω… Λοιπόν ήρθε η Λαμπρή. Mυστικό το ‘χε κρυμμένο μέσ’ στην καρδιά του. Oι Xριστιανοί την ημέρα εκείνη στον Πόντο είχανε πένθος. Kαι ήρθε λοιπόν η ημέρα της Λαμπρής και πήγανε στην εκκλησία. Kαι μαζεύτηκαν κατόπιν κάτω από το τζαμί πατείς με πατώ σε οι Tουρκαλάδες. Pόδι δεν έπεφτε κάτω. Kαι περίμεναν. Aυτός έκανε μυστικά το σημείο του σταυρού και λέει· Xριστέ, κοντά στους αποστόλους και κοντά στους μάρτυρας αξίωσε κ’ εμένα το σκουλήκι ν’ ανεβώ επάνω στα ουράνια να φωνάξω, ότι εσύ εrσαι ο αληθινός Θεός. Aνέβηκε επάνω. Kαι όταν ανέβηκε επάνω είχε μιά γλυκειά φωνή ο Γκραίκος, ο Έλληνας αυτός του Πόντου. Kαι αρχίζει με τη γλυκειά φωνή και αντιλάλησαν οι ουρανοί και τα πελάγη· «Xριστός ανέστη!», φώναξε, «Xριστός ανέστη». Kαι έψελνε το «Xριστός ανέστη» με μιά γλυκυτάτη φωνή. Όταν τ’ άκουσαν οι Tούρκοι λύσσαξαν τα σκυλιά, άφρισαν τα σκυλιά. Πατώντας, πατώντας ―όπως ξέρετε, στα τζαμιά είναι δύσκολο ν’ ανεβής επάνω είναι δύσκολο― ώσπου ν’ ανεβούν επάνω, πέρασαν μερικά λεπτά. Όταν πιά ανέβησαν επάνω, το ‘χε πεί δεκαπέντε φορές το «Xριστός ανέστη». Ένας Tούρκος τον άρπαξε και τον έρριξε κάτω από το τζαμί και τον σκότωσε. Έβαψε με το αίμα του το «Xριστός ανέστη». Το δικό του Χριστός ανέστη δεν ήταν σαν το δικό μας το «Xριστός ανέστη» που είναι κρύο, είναι κρύο σαν το Bόρειο Πόλο. Hταν «Xριστός ανέστη» μέσα από τις καρδιές των Ποντίων και των Mικρασιατών και όλου του Eλληνισμού, που πίστευαν αληθινά στο Xριστό και έκαναν θαύματα με το Xριστό.
Θέλετε άλλο; Όταν ήμουν στην Kοζάνη, μού ‘λεγε ένας γέρος, ότι και το «Xριστός ανέστη» υπήρξε στη ζωή του η βακτηρία, όπως λέγει κάποιος ιστορικός, για να ομιλήσω κ\’ εγώ κάπως αρχαία. Λέγει κάποιος ιστορικός δικός μας, ότι το «Xριστός ανέστη» υπήρξε η βακτηρία, το ραβδί, επάνω στο οποίο στηρίχτηκε το βασανισμένο γένος μας, και υπήρξε ο πολικός αστέρας μέσα στη μαύρη νύχτα που επέρασε το έθνος μας. Δεν μας έσωσαν οι ψευτοφιλοσοφίες, δεν μας έσωσαν οι διάφορες θεωρίες· μας έσωσε ο Xριστός, ο αναστάς εκ νεκρών. Στην Kοζάνη, λοιπόν, που πήγα πρό δέκα χρόνια (=1952), βρήκα έναν απλοϊκό άνθρωπο. Xαρά μου έχω πάντα, Στεναχωριέμαι, στεναχωριέμαι αδέλφια μου, όταν κουβεντιάζω με τους μεγάλους της γής. Kαι χαρά μου έχω να κουβεντιάζω με τους μικρούς της γής· γιατί κρύπτουν μάλαμα μέσ’ στις καρδιές των. Bρήκα λοιπόν κάποιον Kοζανίτη 80 χρονών. Tού ‘πα στην αρχή· ―Tί βάσανα πέρασες; Kαι μού ‘πε τα βάσανά του, 80 χρονών γεροντάκος. ―Aχ, λέει, βάσανα πού ‘χει η ζωή! Mού τα ‘πε όλα. Λέω· Λέω· ―Γέροντα, ποιά ήταν η πιό ωραία μέρα της ζωής σου; ―Πέρασες χαρές; ―Πέρασα χαρές, λέει. ―Ποιά είναι η μεγαλύτερη χαρά; ―Aμ, λέει, πέρασα μιά χαρά εγώ!… Περίμενα να δώ τί θα μού πή· την πατρειά του, η την αρραβωνιαστικιά του, τί ήταν τέλος πάντων; Kαι τί μου είπε· ―H μεγαλύτερη χαρά μου ήταν, λέει, την ώρα που στην πλατεία της πόλεως της Kοζάνης, το 1912, ήρθε τρεχάτος ένας Έλληνας τσολιάς και φώναζε «Aδέρφια, “Xριστός ανέστη”!». Tί έγινε! λέει, σαν μικρό παιδί. Σχίσαμε τα φέσια μας όλοι. Όλοι φωνάζαμε «Xριστός ανέστη». Eίχε ελευθερωθή η πατρίδα μας με το «Xριστός ανέστη», πού ‘χε διπλή σημασία, εθνική και θρησκευτική· γιατί είναι ζυμωμένο μέσ’ στα αίματα και μέσ’ στην ιστορία μας, και κανένας δια’όλος, ούτε κόκκινος ούτε μαύρος ούτε πράσινος, θα μπορέσει ποτέ μέσα απ’ τις καρδιές μας να ξερριζώσει τη πίστι στο Xριστό.
Kαί τέλος ένα τελευταίο «Xριστός ανέστη». Θα παραξενευτήτε. Πού ακούστηκε; Aκούστηκε, πού ακούστηκε; Mή με παρεξηγήσει κανένας. δεν ανήκω σε καμμιά ιδεολογία. Πιστεύω μόνο στο Xριστό και στην αγαπητη μου πατρίδα. Πέραν από αυτό δεν έχω τίποτα άλλο. Oύτε δεξιός, ούτε αριστερός, ούτε κεντρώος. Διότι όλα αυτά ―δεν έχω καιρό να εξηγήσω και να σάς πώ ότι δε’ θα μας σώσει τίποτε άλλο παρά μόνο ο Xριστός και το άγιον αυτό Eυαγγέλιον. Tο «Xριστός ανέστη» ακούστηκε στη Mόσχα. στη Mόσχα «Xριστός ανέστη»; Nαί, στη Mόσχα. πως ακούστηκε; Πρό 40 χρόνια, τότε που ο διωγμός εναντίον της θρησκείας ήτανε πιό οξύς εναντίον του Xριστού μας· τότε, τα πρώτα χρόνια της επαναστάσεως, που κλάδεψαν εκατοντάδες κληρικών, τότε λοιπόν στα χρόνια εκείνα, στο μεγαλύτερο θέατρο της Mόσχας ένας άθεος κομμουνιστής, εκ των μεγαλυτέρων ανδρών της ρωσικής επαναστάσεως, ανέβηκε εκεί της ημέρα της Aναστάσεως. Kαι γέμισε το θέατρο από Pώσους. Kαι δύο ώρες ρητόρευε. Eίναι μορφωμένοι, δεν το αρνούμαι, είναι σπουδασμένοι – και ο διά’ολος σπουδασμένος είναι. Eίναι μορφωμένοι. Aνοιξε το στόμα του. Ποιός; Eίπε, είπε, είπε· ό,τι είχε εναντίον του Xριστού και της αναστάσεως του Xριστού. Ποιός να μιλήση; Ποιός να κουβεντιάση; που η γλώσσα Ποιά γλώσσα να τολμήσει να εκφράσει αντίρρησι; Aν τολμούσες, σε κόντυνε μιά πιθαμή και πήγαινες στη Σιβηρία πέρα. Στα πρώτα, λέγω, χρόνια. Γιατί τώρα έχει πάθει μιά άλλη μείωσι ο διωγμός αυτός· αν μή διά θρησκευτικούς λόγους, για πολιτικούς – δεν μας ενδιαφέρει. Λέμε τότε. Λοιπόν είπε, είπε, ύβρισε το Xριστό, τους αγίους, τα λείψανα, τα πάντα. Ένα παιδάκι, ένας νεαρός, δεν ξέρω πώς, όταν τελείωσε ο σύντροφος σηκώνει το χέρι του. Tώρα εύκολα το λένε το «Xριστός ανέστη». Θέλεις να σηκώσης το χέρι σου; Eκεί είναι ο ηρωϊσμός, εκεί είναι η πίστις. Σηκώνει το χέρι του. ―Σύντροφε, λέγει, κάτι θέλω να πώ. ―Tί θα πής του λέει; Kοκκίνισε αυτός, θύμωσε· σού λέει, Tί, έχουμε και αντιρρήσεις; αντίρρησις ναί, λέει, θέλω να πώ. Tί να πή τώρα αυτός; Λέει· ―Θα σου επιτρέψω, αλλά ένα τέταρτο όχι πέρα από πέντε λεπτά. (Aυτός μιλούσε δύο ώρες· σ’ αυτον ένα τέταρτο έδινε. Aλλά το παιδί O νεαρός Pώσος, που μικρό παιδί από τη γιαγιά του είχε ακούσει για το Xριστό, ήθελε να μιλήσει. Γιατί και στη Pωσία η θρησκεία είναι της γιαγιάς. Έχουν ιδιαιτέρα τιμή στη Pωσία και μέχρι σήμερα στη γιαγιά. Διότι η γιαγιά ανατρέφει εκεί το Pωσικό λαό. Λοιπόν και αυτός μέσα από τη γιαγιά του είχε πάρει τη φωτιά του ουρανού, και λέγει αυτό το ρωσικό παιδί ,λέγει· ―Oχι, σύντροφε· όχι ένα τέταρτο πέντε λεπτά. Oύτε δυό λεπτά δε’ θα κάνω. ―Kαλά, λέει, ανέβα επάνω. Aνεβαίνει επάνω και φωνάζει στη ρώσικη γλώσσα· ―«Xριστός ανέστη!». Eβόησε ολόκληρο το αμφιθέατρο από το ―«Aληθώς ανέστη!». Λαγός έγινε ο σύντροφος…
Iδού λοιπόν, αγαπητέ μου, ότι μέσ’ στην καρδιά του κόσμου όλου είναι το «Xριστός ανέστη».

* * *

Aδέρφια μου! Όσοι πιστοί, στον αιώνα αυτό της απιστίας και του υλισμού, όσοι πιστοί, άντρες και γυναίκες, ας μείνουμε εδραίοι. Mπορείς να αμφιβάλλης για όλα· ημπορείς να αμφιβάλλης αν υπήρξε Aλέξανδρος, ημπορείς να αμφιβάλλης αν υπάρχει φεγγάρι, ημπορείς να αμφιβάλλης αν υπάρχει Kαβάλα, ημπορεί να αμφιβάλλης για τον εαυτό σου, ημπορείς να αμφιβάλλης για όλα· για ένα πράγμα να μην αμφιβάλλης. «O ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου μή παρέλθωσι» (Mατθ. 24,35). Για ένα πράγμα να μcν αμφιβάλλης· ότι ο Xριστός είναι ο αληθινός Θεός. Zει, δεν απέθανε· ζει δεν απέθανε· ζει, δεν απέθανε! Zει και θριαμβεύει εις τους αιώνας. Όν παίδες υμνείτε, άνδρες και γυναίκες υμνείτε, μικροί και μεγάλοι υμνείτε, σύμπας ο λαός λαός υμνείτε και υπερυψούτε αυτον εις τους αιώνας. Aμήν.

† επίσκοπος Aυγουστίνος
(Σε ιερό ναό της Nεαπόλεως Φιλίππων – Kαβάλας μετά το Πάσχα του 1962)


Η ΛΑΪΚΗ ΚΑΙ Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΜΑΓΕΙΑ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 1st, 2011 | filed Filed under: ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.), ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ

Η ΜΑΓΕΙΑ

«Διαπονηθείς δε ο Παύλος και επιστρέψας τω πνεύματι είπε·
Παραγγέλλω σοι εν τω ονόματι Ιησού Χριστού εξελθείν απ’ αυτής»

(Πράξ. 16,18)

ΜαγοςΑς προσπαθήσωμε, αδελφοί μου, να πάρουμε κάποιο ωφέλιμο δίδαγμα απ᾿ όσα ακούσαμε σήμερα.
Σήμερα είναι η Κυριακή του Τυφλού. Σήμερα το ευαγγέλιο διηγείται ένα από τα μεγαλύτερα θαύματα που έκανε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός· ένας τυφλός εκ γενετής είδε το φως του. Δεν πρόκειται, αδελφοί μου, ν᾿ ασχοληθώ με το θαύμα αυτό, διότι θα μου πείτε· Δόξα τω Θεώ όλοι εδώ που είμαστε έχουμε μάτια και βλέπουμε. Ας δοξάσουμε το Θεό γιατί μας δίνει το φως το σωματικό, και ας τον παρακαλέσουμε να μας δώσει και το ανώτερο φως, το φως το ψυχικό.
Δεν θα ασχοληθώ με το ευαγγέλιο, που σας είναι γνωστό. Θα προσπαθήσω ν᾿ ανοίξω τον απόστολο του Χριστού, που είναι ένας καθρέπτης. Και σ᾿ αυτόν τι βλέπω;
Βλέπω μια αμαρτία, που εξακολουθεί δυστυχώς να διαπράττεται και στην γενεά μας. Θα ήμουν ευτυχής εάν μπορούσα να την ξεριζώσω, για να μη διαπράτεται στον τόπο μας. Ποια είναι αυτή η αμαρτία;

Η ΜΑΓΙΣΣΑ ΤΩΝ ΦΙΛΙΠΠΩΝ

Υπήρχε, λέει, κάποτε ένα κορίτσι πτωχό, που κατοικούσε σε μια αρχαία πόλη, σε μια πόλη που δεν υπάρχει σήμερα. Κάποτε εκεί υπήρχαν παλάτια, υπήρχαν δικαστήρια, αγορές, θέατρα μεγάλα, στρατώνες. Κάποτε εκεί κατοικούσαν τρακόσες χιλιάδες άνθρωποι. Σε μια νύχτα —κάτι λέει ο απόστολος— σεισμός έγινε, και τώρα δεν υπάρχει τίποτε. Τώρα αν πας, θα βρεις μόνο σπασμένα μάρμαρα. Τώρα αν πας, θα δεις τους αρχαιολόγους να σκάβουνε, για να βγάλουν μέσα από τη γη κάτι μωσαϊκά και πολύτιμα ευρήματα από σπίτια.
Αυτά θα πάθουμε κ᾿ εμείς καμιά μέρα μέσα στις μεγαλουπόλεις, αν δεν μετανοήσουμε. Αυτά είναι γραμμένα. Διαβάστε την Αποκάλυψη για να τα δείτε. Και κτίζε τα σπιτάκια σου εσύ, και κτίζε τα παλάτια σου· δεν θα μείνει τίποτε. Όπως ακριβώς η αρχαία αυτή πόλη σε μια νύχτα εξαφανίστηκε και δεν έμεινε τίποτε, έτσι θα γίνει σεισμός και θα εξαφανιστούν πολιτείες. Και θα λένε· Κάποτε υπήρχε Αθήνα, κάποτε υπήρχε Πειραιάς… Χωράφια θα γίνουν και θα κατοικήσουν, όπως λέγει ο προφήτης, άγρια θηρία.
Εγώ δεν τα λέω αυτά· διαβάστε την Αποκάλυψη, για να τα δείτε.
Κάθε φορά που χτυπά η καμπάνα, σαλπίζουν οι άγγελοι. Έκανες στρατιώτης; Χτυπά η σάλπιγγα, όλοι είναι παρόντες στο εγερτήριο. Χτυπά το κουδούνι και οι μαθηταί και ο δάσκαλος είναι στο σχολείο. Εδώ μέσα στην εκκλησία τι γίνεται; Ένα τις εκατό εκκλησιάζεται. Θα τ᾿ αφήσει ο Θεός αυτό ατιμώρητο; Θα ᾿ρθεί μέρα που θα πληρώσει και θα τιμωρηθεί ο κόσμος για όλα αυτα τα κακά που διαπράττει.
Για να επανέλθουμε στην διήγησίν μας, το πτωχό αυτό κορίτσι κατοικούσε στην μεγάλη πόλη των Φιλίππων. Αν θέλετε να δείτε τα ερείπια αυτής της πόλεως, θα τα βρείτε μεταξύ Καβάλας και Δράμας. Αν βγεις λίγο έξω από την Καβάλα και προχωρήσεις σε μια παλαιά οδό που λέγεται Εγνατία οδός, εκεί μετά από μερικά χιλιόμετρα θα δεις τα ερείπια των Φιλίππων.
Στους Φιλίππους κατοικούσε το πτωχό αυτό κορίτσι. Φτωχό; Δουλειά δεν είχε. Δεν δούλευε στα χωράφια με τον πατέρα της. Δεν έσκαβε. Δεν έβοσκε γίδια. Δεν ήτο κάπου υπηρέτρια, σε σπίτια ή καταστήματα που είχε μέσα η πόλης. Αλλ᾿ ενώ δεν είχε καμιά εργασία, εν τούτοις ήταν πλούσια. Χωρὶς δουλειά εκέρδιζε όσο δεν κέρδιζε κανένας άλλος μέσ᾿ στους Φιλίππους. Τι είχε; αμπέλια, χωράφια, εργοστάσια; Όχι. Και όμως είχε κάποιο «εργοστάσιο», που εκμεταλλεύεται τους αφελείς και ανοήτους ανθρώπους. Ποιό είναι το εργοστάσιο αυτό, και που το είχε; Είχε το εργοστάσιο της μαγείας. Μικρά δουλειά είναι αυτή;
Μάγισσα ήταν η κόρη. Και άρμεγε και τους μικροὺς και τους μεγάλους, και τους πτωχούς και τους πλουσίους, και τους στρατηγούς και τους βασιλιάδες, και όλους. Ήταν γνωστή σ᾿ όλη την πόλη. Όταν είχε κανείς καμιά συμφορά, όταν αρρωστούσε κανένα παιδί, όταν χανόταν κανένας άνθρωπος, όταν γινόταν κάποιο κακό, όλοι τρέχανε σ᾿ αυτή τη μάγισσα, σ᾿ αυτό το κορίτσι, που έλεγε ότι βλέπει τη νύχτα οράματα, βλέπει το ένα και το άλλο. Ήταν, λέγει, ιέρεια του θεού του Απόλλωνος. Τρόπον τινα ήταν ένα μαντείο των Δελφών μέσα στην πόλη τών Φιλίππων. Και κατ᾿ αυτόν τον τρόπον εκέρδιζε χρήματα πολλά. Κάθε λόγος που έλεγε, κάθε απάντηση που έδινε, ήταν και ένα χρυσό νόμισμα.

ΦΟΒΕΡΟΣ ΔΙΩΚΤΗΣ ΤΩΝ ΔΑΙΜΟΝΩΝ

Αλλά μια μέρα, μέσα σ᾿ αυτή την πόλι που βασίλευε η ειδωλολατρία, μέσα σ᾿ αυτή την πόλη που ήταν γεμάτη είδωλα, μέσα σ᾿ αυτή την πόλη που ήταν άγνωστος ο Θεός, μια μέρα ήρθε ένας φοβερός διώκτης των δαιμονίων. Ναί· ήρθε ο απόστολος Παῦλος. Και τι έκανε;
Όταν μπήκε ο απόστολος Παύλος στην πόλη, εβγήκε αυτή η μάγισσα στο μπαλκόνι και τι έκανε; Κατηγορούσε τον απόστολο Παύλο, τον καταριώταν, πετούσε πέτρες και τον έφτυνε; Όχι δα. Τον φοβούνταν. Γιατί τα δαιμόνια φοβούνται τους εργάτας του ευαγγελίου, τους ιερείς τους Υψίστου και τους πραγματικούς απεσταλμένους του Κυρίου. Δεν έκανε τέτοια πράγματα. Έβγαινε στο μπαλκόνι, έκανε μια μετάνοια, τον προσκυνούσε και έλεγε· Βλέπετε; αυτός ο ξένος, που είναι εδώ στην πόλη, είναι από το Θεό. Αυτός ο άνθρωπος σας «καταγγέλλει οδόν σωτηρίας» (Πράξ. 16,17).
Αλλά ο απόστολος Παύλος κατάλαβε την πονηριά του δαίμονος. Δεν ήθελε συστάσεις από το πονηρό πνεύμα. Είχε δικά του συστατικά γράμματα. Συστατικά του γράμματα ήταν τα θαύματά του· συστατικά του γράμματα ήταν η διδασκαλία του· συστατικά του γράμματα ήταν οι επιστολές που έγραψε· συστατικά του γράμματα ήταν η ζωή του· συστατικό του γράμμα ήταν το αίμα του, που θα έχυνε για το Χριστό. Δεν είχε λοιπόν ανάγκη ο απόστολος Παύλος να πάρει πιστοποιητικό από το διάβολο, να πιστοποιήσει ο διάβολος ότι ήταν απεσταλμένος του Θεού.
Γι᾿ αυτό λοιπόν, κ᾿ επειδή κουράστηκε ο απόστολος Παύλος να την ακούει, και διέταξε το δαιμόνιο να βγει. Και αμέσως το δαιμόνιο αυτό βγήκε από την κόρη, κ᾿ εκείνη έπαυσε από την ώρα εκείνη να προφητεύει και να κάνει μάγια.
Και όταν τ᾿ ακούσανε αυτό τ᾿ αφεντικά της, οργίστηκαν και έπιασαν τον απόστολο Παύλο και τον Σίλα τον συνοδό του και τους έρριξαν στὶς φυλακές. Αλλά αυτή είναι άλλη ιστορία. Σταματώ εδώ.

ΣΗΜΕΡΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΜΑΓΕΙΑ;

Αυτά εγινόταν στους Φιλίππους πριν χίλια εννιακόσα τόσα χρόνια.
Σήμερα λένε, ότι προώδευσε η ανθρωπότης. Παραμύθια! Πρόοδος μεγάλη είναι αυτα που κάνουν; Αυτή δεν είναι πρόοδος. Αυτή είναι υλική πρόοδος, είναι η σατανική πρόοδος που τρέμει ο άνθρωπος. Είναι πρόοδος του διαβόλου. Μα που προώδευσε ο κόσμος; Τότε, στα χρόνια του αποστόλου Παύλου, υπήρχε η μαγεία. Και σήμερα δεν υπάρχει μαγεία; Και μέσα στην Αθήνα, που έχει πανεπιστήμια, που έχει ακαδημίες, που έχει σοφοὺς και φιλοσόφους, που έχει στρατηγοὺς και βασιλιάδες, που έχει το ένα και το άλλο, υπάρχει μαγεία. Να μην πάμε στα χωριά, να μην πάμε στη Μακεδονία, να μην πάμε κάτω εις την Κρήτη, να μην πάμε στα νησιά που πάει μία φορά τη ᾿βδομάδα βαπόρι. Στην Αθήνα να μείνουμε, που θεωρείται τέλος πάντων η αφρόκρεμα και η πρώτη πόλις της Ελλάδος. Υπάρχει μαγεία! Όπως στους Φιλίππους, στην πλούσια εκείνη πόλη, υπήρχε μαγεία, έτσι και στην Αθήνα, αλλά και σ᾿ άλλα μέρη της Ελλάδος υπάρχει μαγεία. Ναι, υπάρχει μαγεία. Χρυσές δουλειές κάνουν οι μάγοι. Δεν έχω καιρό για να σας εξηγήσω αυτά τα πράγματα.
Έχομε τη λαϊκή και την επιστημονική μαγεία.

ΛΑΪΚΗ ΜΑΓΕΙΑ

Η λαϊκή μαγεία δρα μέσα στα λαϊκά στρώματα. Έχουμε τους μάγους και τις μάγισσες. Έχουμε τις γύφτισσες, που γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι και λένε τη μοίρα της μιας και της άλλης.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτές. Είναι και κάτι άλλα γραΐδια του διαβόλου, αγράμματα και αστοιχείωτα, που έγιναν σκεύη του διαβόλου και κατορθώνουν να γελάνε τους νέους και τις νέες, γελάνε κόσμο και κοσμάκη. Τι κάνουν αυτές; Λένε, ότι μπορούν να δουν το μέλλον του ανθρώπου· πότε από τα φλιντζάνια, πότε από τα χαρτιά, πότε από τα άστρα, πότε από το νερό, πότε από τις λεκάνες, πότε από τα κόκκαλα των ζώων, πότε από το λάλημα του πετεινού, πότε από το ένα και πότε από το άλλο, κατορθώνουν τα γραΐδια αυτα του διαβόλου, τα σκεύη του σατανά, οι μάγισσες αυτές, να εξαπατούν τους αφελείς.
Υπάρχουν και κάτι άλλες, που έχουν κακία σαν τον σκορπιό. Προτιμότερο να πατήσεις σκορπιό, παρά να πέσεις σε τέτοια γύναια αμαρτωλά. Αυτές δε᾿ λένε μόνο τις τύχες, δε᾿ λένε μόνο τη μοίρα, δεν προφητεύουν μόνο· αυτές προσπαθούν να κάνουν κακό στους ανθρώπους. Κάνουν, λέει, ανθρωπάκια μικρά από κερί, γυναικών ή αντρών από γυναίκες ή από άνδρες που μισούνε, τα καρφιτσώνουν και τα πετούν στὶς αυλές των σπιτιών, και προσπαθούνε έτσι να κάνουν κακό στα αντρόγυνα, να κάνουν κακό στις νέες και στους νέους, να διαλύσουν συνοικέσια και να ταράξουν τα σπίτια ολόκληρα.
Είναι και κάτι άλλες, που όχι μόνο με τα χέρια τους προσπαθούν να κάνουν κακό, που και τα κινούν εναντίον των ανθρώπων, αλλά —ένα μυστήριο πράγμα— ακόμη και με τα μάτια τους κάνουν κακό. Μπήκε ο διάβολος μέσα στην καρδιά τους· και τα μάτια της της γυναίκας αυτης είναι όπως τα μάτια της οχιάς, και αλλοίμονο αν πέσει το μάτι μιας τέτοιας μάγισσας, αν πέσει το μάτι ενός τέτοιου ανθρώπου, σε κάποιο άνθρωπο. Έχομε πολλά παραδείγματα, το παραδέχεται και η Εκκλησία. Αν λόγου χάριν πέσει το μάτι ενός τέτοιου ανθρώπου, που έχει μάτι του διαβόλου, που έχει ηλεκτρικό της κολάσεως, αν το μάτι του και δει το βόδι του άλλου ή το ζώο του άλλου, είναι προτιμότερο να πέσει κεραυνός επάνω στο βόδι παρά να πέσει το μάτι ενός τέτοιου βασκάνου ανθρώπου. Ψοφάει το ζώο, αρρωστάει το παιδί του… Φοβερή αυτή η δύναμη των μαγισών.
Υπάρχουν και άλλες που είναι ακόμη φοβερώτερες. Αυτές κρατάνε θυμιατά, ανάβουνε κεριά και λιβάνια, και αυτές με τα λόγια τους ανακατεύουνε και τον άγιο Νικόλαο και τον άγιο Σπυρίδωνα…· λένε ότι βλέπουν και την Παναγιά, βλέπουν διάφορους αγίους. Και αυτές είναι φοβερώτερες απ᾿ όλες, γιατί μαζί με τα λόγια τον άγιο Νικόλαο και μαζί με τον άγιο Δημήτριο κατορθώνουν και παραπλανούν πολλούς.
Αυτή είναι η μαγεία. Αυτή είναι η λαϊκή μαγεία. Αλλά δεν έχουμε μόνο την λαϊκή μαγεία, η οποία ξαπλώνεται σε διάφορα μέρη της Ελλάδος· έχουμε και την λεγομένη επιστημονική μαγεία. Βέβαια.

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΜΑΓΕΙΑ

Δεν είναι μόνο ο μάγος που πηγαίνει στα χωριά και στους χωριάτες και στους ξωμάχους, αλλά μέσα στην Αθήνα και σ᾿ άλλες μεγάλες πόλεις παρουσιάστηκε και η επιστημονική μαγεία, παρουσιάστηκε και η μαγεία του Κολωνακίου, παρουσιάστηκε και μαγεία των αριστοκρατικών κύκλων και των «μεγάλων» ανθρώπων. Και αυτή δεν λέγεται πλέον μαγεία, αλλά άλλαξε όνομα. Αλλά αν δεν σε πουν Γιάννη και σε πουν Γιαννάκη, το ίδιο είναι. Ή Γιάννη σε πουν ή Γιαννάκη, ο ίδιος άνθρωπος είσαι. Έτσι και η επιστημονική μαγεία. Τώρα δεν λέγονται αυτοί που την εκπροσωπούν γύφτισσες· πήραν ένα καινούργιο όνομα, επιστημονικό σου λέει! Και ενώ είναι γύφτισσα, είναι ντυμένη κατ᾿ άλλον τρόπο και λέγεται μέντιουμ. Είναι τα πράσινα τραπέζια. Είναι ο πνευματισμός, που μαζεύονται από τα Κολωνάκια και από τις μεγάλες πολυκατοικίες τη νύχτα, και σφυρίζουν τα δαιμόνια όλα, και λέγουν διάφορα πράγματα τα οποία είναι όλα σατανικά.
Λοιπόν, όλα αυτά τα είπαμε, αγαπητοί μου αδελφοί, γιατί κ᾿ εσείς μπορεί να πέσετε στα δίχτυα της μαγείας.
Βέβαια καμιά Χριστιανή από σας που βρίσκεται εδώ μέσα —με τη βοήθεια του Θεού— και κανένας Χριστιανός δεν πηγαίνει ποτε στους μάγους και στις γύφτισσες και στα μέντιουμ και στον πνευματισμό. Γιατί όλα αυτα είναι καμώματα του διαβόλου. Αλλά θέλω να σας προφυλάξω και να σας πω·
Ό,τι και να συμβεί στο σπίτι σας· και ν᾿ αρρωστήσει το παιδί σας, και ν᾿ αρρωστήσει ο άντρας σας, ποτέ στο διά᾿ολο! Να προτιμήσεις να πεθάνεις. Και αν ακόμη ο διάβολος, ο μάγος, σου λέει ότι θα σου δώσει τον καλύτερο γαμπρό, θα σου δώσει την καλύτερη νύφη· αν σου πει ακόμη ο διάβολος ότι θα σου κάνει καλά το παιδί σου· και αν ακόμη ο διάβολος σου πεί ότι θα σου στρώσει με χρυσάφι το σπίτι σου· και άμα σ᾿ τα πει όλα αυτά, εσύ να προτιμάς να πεθάνεις γυμνός και φτωχός με το Χριστό, παρά να γίνεις εκατομμυριούχος και πλούσιος με τον διάβολο. Και αν ακόμη ο διάβολος σου δίνει τη γη, και αν σου δίνει τα άστρα, και αν σου δίνει ολοκλήρου του κόσμου τα βασίλεια, εσὺ ποτέ να μην προτιμήσεις να πας στο μάγο και να προσκυνήσεις τον διάβολο.

ΟΠΟΙΟΣ ΠΑΕΙ ΣΤΟΥΣ ΜΑΓΟΥΣ ΞΕΒΑΠΤΙΖΕΤΑΙ

Την ώρα που θα πας στο μάγο, ξεβαπτίζεσαι· την ώρα εκείνη είσαι εκτός χριστιανισμού. Και λέει η Εκκλησία μας· Όποιος πάει στους μάγους ή στις μάγισσες, όποιος κάνει αυτά που είπαμε, τιμωρείται – πόσα χρόνια νομίζετε; Είκοσι χρόνια μακριά από τη θεία κοινωνία! Αν πέσεις στην πορνεία ή στη μοιχεία, τιμωρείσαι με αποχή από την θεία κοινωνία 5 χρόνια, 6 χρόνια. Αλλά αν πέσεις στα μάγια και πας και κάνεις μάγια με τους διαβόλους και με όλα αυτά, 20 χρόνια θα μείνεις μακριά από τη θεία κοινωνία! Από αυτό και μόνο μπορείς να καταλάβεις, πόσο βαρὺ αμάρτημα είναι αυτό το οποίο λέγει ο απόστολος και αυτό το οποίο σήμερα γίνεται.
Και κάτι άλλο. Πρέπει να διαφωτίσουμε τους ανθρώπους. Όταν στη γειτονιά σας, όταν στα πτωχά ευλογημένα σπίτια σας, έρχονται οι γύφτισσες και ζητούν να πουν τη μοίρα σας, να τις διώχνετε. Ψωμί να τους δώσετε να φάνε· μα ποτέ να μην τους επιτρέπετε να σας λένε τα σατανικά τους λόγια. Μακριά απ᾿ αυτούς!

ΕΙΣΑΙ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ; ΜΗ ΦΟΒΑΣΑΙ

—Μα, θα μου πείτε, και εάν αρρωστήσει το παιδί μου;
Έχεις γιάτραινα την υπεραγία Θεοτόκο. Έχεις γιατρό το Χριστό. Έχεις φάρμακα· το σώμα και το αίμα του Χριστού μας. Δε᾿ σε φτάνουν αυτά τα πράγματα; Αν τα πιστεύεις, γονάτισε μπροστά στην εικόνα της υπεραγίας Θεοτόκου και παρακάλεσέ την. Αν δεν τα πιστεύεις, φύγε από την Εκκλησία, πήγαινε όπου θες. Αν πιστεύεις, κάθησε· γιατί όλη η Εκκλησία μας είναι μια πίστι μεγάλη. Λοιπόν, έχεις γιατρό την υπεραγία Θεοτόκο, έχεις γιατρό τους αγίους, έχεις Γιατρό τον Κύριο ημών Ιησούν Χριστόν. Λοιπόν γονάτισε μπροστά του και ζήτησε τη βοήθειά του· και χρησιμοποίησε και τα φάρμακα τα οποία δίνει η επιστήμη· και μη φοβάσαι τίποτε.
Τρέμουν μερικές γυναίκες σαν τα φύλλα που τα σείει ο άνεμος, φοβούνται και λένε· Μα θα μου κάνουν μάγια…
Στη Μακεδονία κάποια γυναίκα ήρθε τρέμοντας.
—Μα τι έχεις, της λέω, και τρέμεις; πάρκινσων έχεις;
—Φοβάμαι, μου λέει, γιατί μου κάνανε μάγια. Θα με χωρίσουν από τον άντρα που αγαπώ, θα με καταστρέψουν.
Και τι της είπα·
—Μη φοβάσαι, κυρά μου. Έχε πεποίθηση στο Θεό. Κοινωνάς τα άχραντα μυστήρια; εξομολογείσαι; διαβάζεις την αγία Γραφή; κρατάς στα χέρια σου τον τίμιο σταυρό; έχεις αγάπη μέσα στην καρδιά σου; είσαι κοντα στο Χριστό; Μη φοβάσαι τίποτα.
Ο Χριστός τι είπε; Αλλοίμονο, αν παραδεχθούμε ότι ο διάβολος είναι πιο ισχυρός από το Χριστό. Όχι. Τρέμει ο διάβολος. Δεν μπορεί να υποφέρει τη δύναμη του Χριστού. Τον καίει ο Χριστός, τον καίει ο σταυρός, τον καίει το Ευαγγέλιο, τον καίει το σώμα και το αίμα του Χριστού μας. Έχομε μια ζωντανή θρησκεία, έχομε μια ολοζώντανη πίστι που κάνει θαύματα. Ο ίδιος ο Χριστός τι είπε; «Θα σας δώσω μια δύναμη, να πατάτε επάνω σε φίδια και οχιές και σκορπιούς, και να μην παθαίνετε τίποτε» (). Και μέσα στη φωτιά, και μέσα στα σύννεφα, και μέσα στη θάλασσα, και όπου να ᾿σαι, άμα έχεις το Χριστό, άμα πιστεύεις στο Χριστό, άμα τον αγαπάς και το λατρεύεις, άμα τον έχεις μέσα στην καρδιά σου, μη φοβάσαι. Και αν ακόμα ανοίξει η κόλασι και βγουν όλα τα δαιμόνια και αν πλημμυρίσει ο τόπος από μάγους και μάγισσες, έχε κοντά σου το Χριστό και μη φοβάσαι τίποτα. Αυτόν να λατρεύεις, αυτόν να πιστεύεις, αυτόν να αγαπάς εις αιώνας των αιώνων. Αμήν.

†Μητροπολίτης Φλωρίνης π. Αυγουστίνος Καντιώτης

(παλαιά ομιλία, πρό του 1967, στον ι. ναό Αγίου Κωνσταντίνου Ηλιουπόλεως – Αθηνών)

βλ. βιβλίο Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου «Κανείς στους μάγους!»,  έκδ. Β´, Αθήναι 1994.
βλ. και εγκύκλιον 41/1-6-1968 Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου με τίτλο «Η μαγεία» εις το βιβλίο Πρός κλήρον και λαόν, Αθήναι 1969, σελ. 327.

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ (ΜΑΡΙΑ Η ΑΙΓΥΠΤΙΑ) – ПРИМЕР ПОКАЈАЊА (СВЕТА МАРИЈА ЕГИПЋАНКА)

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 1st, 2011 | filed Filed under: Cрпски језик, Român (ROYMANIKA), ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

ΟΜΙΛΙΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ
π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ

Ε΄ Κυριακὴ Νηστειῶν

«ΜΕΤΑΝΟΕΙΤΕ»

Μαρια Αιγ ιστΗ Ἐκκλησία μας, ἀγαπητοί μου, ἡ ἁγία ὀρ­θό­δοξος Ἐκκλησία, δὲν εἶνε δημιούργημα ἀνθρώπου. Ἂν ἦταν ἔτσι, ὕ­στε­­­ρα ἀπὸ τὴν ἀ­γρία πολεμικὴ ποὺ δέχθηκε καὶ δέχεται ἀπὸ παλαιοτέρους καὶ νεωτέρους ἐχθρούς, θὰ ἔ­πρεπε νὰ εἶχε γκρεμιστῇ· δὲν θὰ ὑπῆρχε. Ἡ πολεμικὴ ὅ­μως αὐτὴ ἀποδεικνύει ἀ­κριβῶς, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ζῇ καὶ δρᾷ. Διότι δὲν πολεμάει κανεὶς νεκρούς· πολεμάει ζων­τανούς. Ἡ Ἐκκλησία λοιπὸν μένει, ζῇ καὶ βασιλεύει καὶ θριαμβεύει στὸν κόσμο.
Γιατί; Εἴπαμε· διότι δὲν εἶνε ἀνθρώπινο κατασκεύασμα, δὲν τὴν ἔφτειαξαν ἄνθρωποι. Εἶ­νε θεῖο καθίδρυμα. Εἶνε ―γιὰ νὰ μιλήσουμε πιὸ ἁπλᾶ― ἕνα δεντρί, ποὺ δὲν τὸ φύτευσε χέρι ἀνθρώπου· τὸ φύτευσε ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ἡ ἁγία Τριάς. Γι᾽ αὐτὸ ὅλοι οἱ δαίμονες τῆς κολάσεως, ὅλων τῶν χρωμάτων καὶ ἀποχρώσεων, δὲν μποροῦν νὰ τὴν ξερριζώσουν.
Ἡ Ἐκκλησία εἶνε ἀναγκαία. Πόσο ἀναγκαία εἶνε; Ὅπως τὸ ψωμὶ ποὺ τρῶμε κάθε μέρα, ὅ­πως οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου ποὺ μᾶς φωτίζουν καὶ μᾶς θερμαίνουν, ὅπως ὁ ἀέρας ποὺ ἀναπνέουμε κάθε στιγμή. Μπορεῖς χωρὶς ἀέρα νὰ ζήσῃς; μπορεῖς χωρὶς ἥλιο νὰ ζήσῃς; μπορεῖς χωρὶς ψωμὶ νὰ ζήσῃς; Ἄλλο τόσο μπορεῖς νὰ ζήσῃς χωρὶς Ἐκκλησία, χωρὶς Θεό.
Καὶ ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει προορισμὸ μεγάλο. Ποιός ὁ προορισμός της; Ἡ Ἐκκλησία εἶ­νε ἰατρεῖο. Ὅπως ὅταν ἀρρωστήσῃ ὁ ἄνθρωπος πηγαίνει στὸ ἰατρεῖο καὶ ζητεῖ φάρμακα γιὰ νὰ θεραπευθῇ, ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία μας, ―λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος― εἶνε ἕνα πνευματικὸ ἰατρεῖο γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς τῆς γῆς. Οἱ ἀσθενεῖς τρέχουν γιὰ τὴ θεραπεία τοῦ σώ­ματος, καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ τρέχουν στὴν Ἐκ­κλη­σία, γιὰ τὴ θεραπεία ψυχῆς καὶ σώματος. Μόνο ἐὰν κανεὶς δὲν εἶνε ἁμαρτωλός, αὐτὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη τὴν Ἐκκλησία. Ἀλλ᾽ ὑπάρχει ἄν­θρωπος στὸν κόσμο ποὺ νὰ μὴν εἶνε ἁμαρτω­λός; Ὄχι. Ὅλοι εἴμεθα ἁμαρτωλοί. Ἕνας μόνο στάθηκε ἀναμάρτητος, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ὅλοι οἱ ἄλλοι λοιπόν, ὡς ἁ­μαρτωλοί, ἔχουμε ἀνάγκη τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Χριστός, ὅταν ἦταν ἐπάνω στὴ γῆ, καλοῦ­­σε τοὺς ἁμαρτωλοὺς νὰ μετανοήσουν, νὰ ἐ­πι­­­στρέψουν σ᾽ αὐτόν, καὶ τοὺς ἔδινε τὴ συγ­χώρησι. Ἀλλὰ καὶ μέχρι σήμερα καὶ μέχρι συν­­τελείας τῶν αἰώνων ὁ Χριστὸς καλεῖ καὶ θὰ καλῇ ὅλους στὴ μετάνοια.
Σήμερα ἀκριβῶς ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νὰ ἐπιστρέψουμε στὸ Χριστὸ προβάλλοντας ὡς ὑπέροχο παράδειγμα μετανοίας μιὰ γυναῖ­κα. Εἶνε ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία, ποὺ ἑορτάζει δυὸ φορὲς τὸ χρόνο· σήμε­ρα, ποὺ εἶνε ἡ κινη­τὴ ἑορτὴ τῆς πέμ­πτης (Ε΄) Κυριακῆς τῶν νηστειῶν, καὶ τὴν 1η Ἀπριλίου.

* * *

Ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία ἔζησε τὸν ἕκτον αἰῶνα, στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορος Ἰ­ουστινιανοῦ (527-565), στὴ μεγάλη πόλι ποὺ ἔχτισε ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος καὶ ὀνομάζεται Ἀλεξάνδρεια. Ὑπάρχει μέχρι σήμερα καὶ εἶνε ἕ­να ἀ­πὸ τὰ μεγαλύτερα λιμάνια τῆς Μεσογείου. Ἐ­κεῖ γεννήθηκε. Ἀλλ᾽ ἀπὸ μικρὴ παραστράτησε. Ἔμ­πλεξε μὲ κακὲς παρέες καὶ διεφθάρη. Ἔγινε μία κοινὴ γυναίκα. Λόγῳ τῆς ὡραιό­τητός της εἶχε ἀποκτήσει πολλοὺς ἐραστὰς καὶ διέθετε χρῆμα. Φοροῦσε μεταξωτά, ἦταν πάντα στολισμένη μὲ ἀκριβὰ κοσμήματα. Εἶ­χε γίνει βασίλισσα τῆς ἡδο­νῆς, τὸ θέλγητρο, ὁ μαγνήτης τῆς Ἀλεξανδρείας.
Ἐνῷ λοιπὸν συνέχιζε τὴν ἁμαρτωλὴ ζωή, μιὰ μέρα, ὅπως ἱστορεῖ ὁ βίος της, κατέβηκε στὸ λιμάνι. Εἶδε ἐκεῖ ἕνα καράβι. Ρώτησε τὸν καπε­τάνιο γιὰ ποῦ πηγαίνει κι αὐτὸς ἀπήντησε· Στοὺς Ἁγίους Τόπους. Ἡ Μαρία ἀποφάσι­σε νὰ ταξιδέψῃ μὲ τὸ πλοῖο αὐτό. Ἔτσι κ᾽ ἔγινε. Ἔφτασε στοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ πῆγε στὸ ναὸ τὴν ἡμέρα τῆς Ὑψώσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ νὰ προσκυνήσῃ. Ἀλλὰ τὴ στι­γμὴ ποὺ προσπαθοῦσε νὰ μπῇ, μιὰ ἀόρατη δύναμι τὴν ἐμ­πόδισε. Τότε συναισθάνθηκε τὴν κατά­στασί της, συνειδητοποίησε ὅτι εἶνε ἁμαρτωλή, ὅτι δὲν εἶνε ἄξια νὰ μπαίνῃ στὴν ἐκκλησία.
Μήπως, ἀγαπητοί μου, κ᾽ ἐμεῖς τώρα ἀξίως μπαίνουμε στὸ ναό; Ἂν στὴν πόρτα στεκόταν ἕνας ἄγγελος κ᾽ ἔκανε κοντρὸλ στὸν καθένα, ποιός θὰ βρισκόταν ἄξιος νὰ μπῇ; Μπαίνουμε χάρις στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἁμαρτωλοὶ ἐμεῖς, σκουλήκια βρωμερὰ καὶ ἀκάθαρτα, μᾶς δέχεται στὴν ἐκκλησία του ὁ Χριστός.
Συναισθάνθηκε λοιπὸν ἡ Μαρία τὴν ἁ­μαρτωλότητά της. Παρακάλεσε τότε τὴν Πανα­γία νὰ τὴν ἀφήσῃ νὰ μπῇ, καὶ ἡ Παναγία ἄ­κουσε τὴν παράκλησί της· ἡ Μαρία μπῆκε στὴν ἐκ­κλη­σία. Γονάτισε, ἔκλαψε, προσκύνησε τὸ σταυρό, κ᾽ ἔδωσε ὑπόσχε­σι στὸ Θεὸ ὅτι θ᾽ ἀλλάξῃ πλέον διαγωγή. Μετανόησε. Μαύρη μπῆκε – ἄ­σπρη βγῆκε. Φεύγοντας ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, κατευθύνθηκε πρὸς τὸν Ἰορδάνη, κι ἀφοῦ πέρασε τὸν ποταμὸ βρέθηκε στὴν ἔρημο· τὴν ἀπέραντη ἔρημο, ὅπου μόνο θηρία ἄγρια ζοῦσαν κι ἀκούγονταν οἱ φωνές τους. Ἐκεῖ ἡ γυναίκα αὐ­τή, ποὺ ἦταν συνηθισμένη στὴν πολυτέλεια καὶ χλιδὴ τῆς Ἀλεξανδρείας, ἄλλαξε στὸ ἑξῆς τελείως τρόπο ζωῆς. Ἔζησε σαράντα ὁλόκληρα χρόνια μὲ σκληραγωγία παρακαλώντας τὸ Θεὸ νὰ τὴ συχωρέσῃ.
Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ζοῦσε ἕνας ἀσκητὴς ποὺ τὸν ἔλεγαν Ζωσιμᾶ. Ἦταν σπουδαῖος, ἀλλὰ ὁ διάβολος τοῦ ἔρριξε μιὰ ἰδέα. Ζωσιμᾶ, τοῦ εἶ­πε, χρόνια τώρα ἀσκητεύεις, προσεύχεσαι, με­λετᾷς, κοινωνεῖς τῶν ἀχράντων μυστηρίων· σὰν ἐσένα δὲν ὑπάρχει ἄλλος… Ὑπερήφανος λογισμός. Καὶ ἡ ὑπερηφάνεια εἶνε ἡ πιὸ μεγά­λη ἁμαρτία. Ἡ φωνὴ ὅμως τοῦ Θεοῦ ἀπήντησε· Ζωσιμᾶ, κάνεις λάθος· ὑπάρχει μιὰ ἄλλη ψυ­χὴ ἀνώτερη ἀπὸ σένα… Βγῆκε τότε ὁ ἀσκη­τὴς στὴν ἔρημο, καὶ καθὼς βάδιζε βλέπει ξα­φνικὰ κάτι σὰν φάντασμα. Δὲν ἦταν φάντασμα· ἦταν ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία, ποὺ εἶχε καταν­τήσει πετσὶ καὶ κόκκαλο. Ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Ζωσιμᾶ, εἶπε τὸ ὄνομα καὶ τὴ ζωή της. Ἀφοῦ ἐξωμολογήθηκε τ᾽ ἁμαρτήματά της, παρακάλεσε τὸν ἅγιο Ζωσιμᾶ νὰ τῆς φέρῃ τὴν θεία κοινωνία. Πράγματι ὁ Ζωσιμᾶς τῆς ἔφερε τὰ ἄχραντα μυστήρια, κι ὅταν τὴν κοινώνησε τὰ δάκρυά της ἔπεφταν στὸ ἅγιο ποτήριο.
Ἔτσι κοινωνοῦσαν κάποτε οἱ Χριστιανοί, μὲ συγκίνησι καὶ δέος. Εἶνε μέγα μυστήριο ἡ θεία κοινωνία. Ἐμεῖς τώρα, ἀλλοίμονο, κοινωνοῦ­με ἀναίσθητοι καὶ ἀδιάφοροι, χωρὶς πόθο καὶ λαχτάρα γιὰ τὸ Θεό, χωρὶς θεῖον ἔρωτα.
Ἐκείνη κοινώνησε ἐξωμολογημένη καὶ μὲ συναίσθησι. Μετὰ παρακάλεσε τὸν Ζωσιμᾶ νὰ ξαναπάῃ. Καὶ πῆγε ὁ γέροντας μετὰ ἀπὸ ἕνα χρόνο ἐκεῖ καὶ τὴν ζήτησε. Τὴ βρῆκε πεθαμένη πλέον, ξαπλωμένη στὴν ἄμμο. Ἦταν σὰν ἄγγε­λος. Δίπλα εἶχε χαράξει τὶς λέξεις· «Θάψε, Ζω­σιμᾶ, τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτωλῆς Μαρίας». Ὁ ἅγι­ος Ζωσιμᾶς ἔψαλε τὴν κηδεία καὶ ἦρθε ἡ ὥρα νὰ τὴν θάψῃ. Ἀξίνα δὲν εἶχε. Πῶς ἔσκαψε;  Μέσα ἀπὸ τὴν ἔρημο τότε ―ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄ­πιστοι, ἐμεῖς πιστεύουμε―ἦρθε ἕνα λιοντάρι, ἔσκαψε μὲ τὰ νύχια του, ἔκανε λάκκο, κ᾽ ἔγινε αὐτὸ ὁ νεκροθάφτης. Ἐκεῖ ἐτάφη ἡ ὁσία.

* * *

Αὐτὸς μὲ λίγα λόγια εἶνε ὁ βίος τῆς ἁγίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, ποὺ ἑορτάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας. Τί μᾶς διδάσκει; Ὅτι ὁ Χριστὸς δέχεται ὅλους, καὶ τοὺς πιὸ μεγάλους ἁ­μαρτωλούς. Ὅσα ἁμαρτήματα κι ἂν ἔχῃ κάνει ὁ ἄνθρωπος, ὁ Χριστὸς τὸν συγχωρεῖ, ἀρκεῖ νὰ ἔχῃ μετάνοια. Μετανοεῖτε λοιπόν, μᾶς φωνάζει σήμερα ἡ ὁσία Μαρία. Ἀλλὰ καὶ κάθε μέρα καὶ κάθε ὥρα μᾶς φωνάζει ὁ Χριστός· «Μετανοεῖτε» (Ματθ. 3,2). Μᾶς καλεῖ ν᾽ ἀλλάξουμε κ᾽ ἐμεῖς διαγωγή, ὅπως ἄλλαξε ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι.
«Μετανοεῖτε», μᾶς φωνάζουν ὅλα τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως, οἱ ἀστραπὲς καὶ οἱ βροντές, κι ἀλλοίμονο ἂν δὲν ἀκοῦμε. «Μετανοεῖτε», μᾶς φωνάζουν οἱ θεομηνίες, οἱ πλημμύρες ποὺ κάνουν τὰ ποτάμια νὰ φουσκώνουν καὶ ν᾽ ἀπειλοῦν νὰ πνίξουν κόσμο, οἱ σεισμοὶ ποὺ γκρεμίζουν σπίτια, οἱ πυρκαγιὲς ποὺ ἀποτεφρώνουν δάση, οἱ ἀρρώστιες ποὺ θερίζουν. «Μετανοεῖτε», μᾶς φωνάζουν οἱ τάφοι καὶ ὁ θάνα­τος, ποὺ ἔρχεται κάθε μέρα.
Οἱ ἄνθρωποι ὅ­μως μένουν ἀναίσθητοι, δὲν μετανοοῦν. Περνοῦν τὰ χρόνια, ἀσπρίζουν τὰ μαλλιά, πέφτουν τὰ δόντια, τὸ σῶμα μαραίνεται, φθάνει τὸ τέλος, κι οὔτε τότε ὁ ἄνθρωπος λέει Μετανοῶ. Τὸ εἶπα καὶ ἄλλοτε· δὲ θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεὸς γιατὶ ἁμαρτήσαμε, θὰ μᾶς δικάσῃ γιατὶ δὲν μετανοήσαμε.
Τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες μᾶς καλεῖ ἰδιαιτέρως. Ὅπως τρέχουμε στὸ ἰατρεῖο ὅταν ἀρρωστήσουμε, ἔτσι μικροὶ καὶ μεγάλοι νὰ τρέξου­με στὸ πνευματικὸ ἰατρεῖο τῆς μετανοίας, τὴν ἱερὰ ἐξομολόγησι. Καὶ τότε πραγματικῶς θὰ ἔ­χουμε μαζί μας τὸ Χριστό. Ὅποιος ἐξομολο­γηθῇ καὶ κοινωνήσῃ, ―δὲν εἶνε ψέμα― βάζει μέσα του τὸ Θεό. Κι ὅποιος ἔχει τὸ Θεό, δὲ φο­βᾶται τίποτα. Αὐτὸς θὰ ἔχῃ τὴν εὐλογία τῆς Ἐκ­κλησίας διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεο­τό­κου καὶ τῆς ὁσίας Μαρί­ας τῆς Αἰγυπτίας, τῆς ὁ­ποίας τὴν ἱερὰ μνήμη ἑορτάζουμε σήμερα.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναὸ Ἁγ. Βασιλείου Φιλώτα – Ἀμυνταίου 23-3-1980 πρωί)

___________

ΣΕΡΒΙΚΑ

___________

ПРИМЕР ПОКАЈАЊА (СВЕТА МАРИЈА ЕГИПЋАНКА)

Пета недеља поста

«ПОКАЈТЕ СТЕ »

Наша Црква, драги моји, света православна Црква, није творевина човека. Када би било тако, после дивљих напада које је примила и које прима од старијих и новијих непријатеља, требала је до сада да буде порушена, да данас више не постоји. А то насиље указује управо да Црква Христова живи и делује. Нико се не бори против мртвих, већ се бори против живих. Црква дакле опстаје, живи, царује и побеђује у свету. Зашто? Већ смо рекли да није творевина људска, није је начинио човек. Она је божанска творевина. Да бисмо то рекли много једноставније, она је једно дрво које није посадила рука људска, већ је засадио сам Бог, Света Тројица. Управо зато сви демони из пакла, свих боја и облика, не могу да је искорене. Црква је неопходна. Колико је она неопходна? Као хлеб који једемо сваки дан, као сунчеви здраци који нас осветљавају и који нас греју, као ваздух који удишемо сваки тренутак. Да ли можеш да живиш без ваздуха? Да ли можеш да живиш без сунца? Да ли можеш да живиш без хлеба? Не можеш. Тако исто не можеш да живиш без Цркве, без Бога. Наша Црква има велику посланицу. Која је њена посланица? Црква је лечилиште. Као када се човек разболи па иде код лекара и тражи лекове да би се излечио, тако и наша Црква- каже нам свети Златоусти – јесте једно духовно лечилиште за грешнике земаљске. Болесници трче да би излечили телесне болести, а грешници трче у Цркву, да би добили исцељење душе и тела. Само ако неко није грешан, он нема потребе од Цркве. Међутим, да ли постоји на свету човек који није грешан? Не. Сви смо грешни. Само је један остао безгрешан, Господ наш Исус Христос. Сви други, дакле, као грешници, имамо потребу од Цркве Христове. Христос, када је био на земљи, је позивао грешнике да се покају, да се обрате њему, и дао им је опроштај. Све до наших дана и све до свршетка века Христос  је позивао  и позиваће све на покајање. Данас, управо наша Црква позива да се вратимо Христу наводећи као предиван пример покајања једну жену. То је преподобна Марија Египћанка, која слави два пута у години, данас, када је покретни празник пете недеље  Часног поста и 1-ог априла.

* * *

Преподобна Марија Египћанка је живела у шестом веку, у годинама аутократора Јустинијана (527-565), у великом граду који је саградио Велики Александар, у Александрији. Постоји до данас и то је једна од већих лука Средоземља. Тамо се родила. Од мале доби је застранила. Уплела се у лоша друштва и оскрнавила се. Постала је  проститутка. Због своје велике лепоте имала је много љубавника и новаца. Облачила се у свилу, увек је била украшена са скупоценим накитом. Била је царица сладострашћа, мамац, магнет Александрије. И даље је настављала грешан живот, а једног дана, како се то описује у њеном животопису, сишла је до луке. Видела је један брод. Упитала је капетана где путује тај брод, а капетан је одговорио да брод путује у Свету Земљу. Марија је одлучила да путује у храм уочи Воздбожења часнога Крста да се поклони. У часу када је покушавала да уђе у храм, нека невидљива сила је спречавала. Тада је осетила своје стање, установила је да је грешница, да није достојна да уђе у цркву. Да ли, драги моји, и ми сада улазимо достојни у храм? Када би на вратима стајао један анђео и контролисао сваког од нас, ко би се нашао достојан да уђе у храм? Улазимо само у цркву захваљујући милости Божијој. Грешни смо ми, црви смрдљиви и нечисти, а прима нас у своју цркву Христос. Осетила је, дакле, Марија своју грешност. Замолила је Пресвету Богородицу да јој дозволи да уђе у цркву, и Богородица је услишила њену молитву. Марија је ушла у цркву. Клекнула је, плакала, поклонила се крсту, дала је обећање Богу да ће потпуно променити понашање. Покајала се. Црна је у цркву ушла, а бела је изашла. Одлазећи из цркве, упутила се према реци Јордан, и прешавши реку нашла се у пустињи, бескрајној пустињи, где су живеле само дивље животиње и где су се чули само њихови гласови. Тамо је та жена, која је била навикнута на разне погодности и удобности Александрије, променила потпуно начин свога живота. Живела је четрдесет година у подвигу молећи Бога да јој опрости.

У то време је живео један аскета Зосима. Он је био веома важан, а нечастиви му је добацио једну помисао. Рекао му је: «Зосима, већ си годинама аскета, молиш се, читаш, причешћујеш се Пречистим тајнама, нема на свету нико теби сличан….» Горда помисао. А гордост је највећи грех. Глас Божији је одговорио: «Зосима, грешиш, постоји једна друга душа узвишенија од тебе…» Изашао је тада аскета у пустињу, и док је ходао изненада је угледао неку утвару. То није била утвара, то је била Марија Египћанка, која је постала кост и кожа. Она је пала на ноге Зосимине, рекла му је своје име и испричала му о своме прошлом животу. Пошто је исповедила своје грехове, замолила је светог Зосима да јој донесе божанско причешће. Заиста је Зосим донео Пресвете тајне, а када је причестио, њене сузе су падале у свети путир.

Тако су се некада причешћивали хришћани – са побожношћу и  светим страхом. Причешће је једна тајна. Ми сада, тешко нама, се причешћујемо безосећајно и равнодушно, без воље и жеље за Богом, без божанске љубави. Она се причестила исповеђена и са саосећајем. После је замолила светог Зосиму да опет дође да је причести. Отишао је старац после једне године у пустињу и тражио је. Нашао је већ мртву, испружену на песку. Била је као један анђео. Поред себе је уцртала следеће речи: “Сахрани, Зосима, тело грешне Марије”. Свети Зосима је опојао службу и када је дошло време да је сахрани, није имао ашов, како је копао? Из пустиње, ово нека не верују неверници, ми верујемо – дошао је један лав, ископао је са својим канџама једну рупу и он је постао њен погребник. Тамо је сахрањена Преподобна Марија Египћанка.

* * *

То је укратко животопис вете Марије Египћанке, коју данас прославља наша Црква. Шта нас она поучава? Да Христос прима све, чак и највеће грешнике. Колико год грехова да има човек, Христос их све опрашта, довољно је само покајање. Покајте се дакле, говори нам Преподобна Марија. Сваки дан и сваки час, говори нам Христос: «Покајте се » (Мат. 3,2). Позива нас да променимо своје владање, као што је то учинила Марија Египћанка и сви други светитељи. «Покајте се », узвикују нам гробови и смрт, која долази сваки дан. Међутим, људи остају неосетљиви, не кају се. Пролазе године, седи коса, испадају зуби, тело вене, приближава се крај, ни онда се човек не каје. То сам рекао и раније, неће нам судити Бог зато што грешимо, већ ће нам судити зато што се не кајемо. У ове свете дане  позива нас посебно. Као што трчимо лекару када се разболимо, тако треба сви мали и велики да трчимо у духовно лечилиште покајања, у свету исповедаоницу. И тада, заиста ћемо имати Христа у нама. Онај ко се исповеди и причести – ово није лаж – у себе прима Бога. А онај ко има Бога, не боји се ничега. Он ће имати благослов Цркве молитвама Пресвете и Пречисте Богомајке и Преподобне Марије Египћанке, чији спомен данас прослављамо.

πίσκοπος Αγουστνος

(Говор Митрополита Флорине о. Августина Кандиота у светом храму Светог Василија Филота- Аминдео  23 – 3 – 1980 јутро)

__________________________________________________________

ΡΟΥΜΑΝΙΚΑ

_________________________________________________________

MARIA EGIPTEANCA, O PILDĂ DE POCĂINŢĂ

OMILIE LA DUMINICA A V – A DIN POST A PĂRINTELUI AUGUSTIN KANDIOTUL, MITROPOLIT DE FLORINA

„POCĂIŢI-VĂ!”


Biserica noastră, iubiţii mei, Sfânta Biserică Ortodoxă nu este o plăsmuire omenească. Dacă era aşa, în urma atacului sălbatic la care a fost şi este supusă de către duşmanii ei mai vechi şi mai noi, ar fi trebuit să fi fost nimicită, n-ar mai fi existat. Însă lupta aceasta dovedeşte tocmai faptul că Biserica lui Hristos e vie şi lucrează. Pentru că nimeni nu luptă împotriva morţilor. Luptă împotriva celor vii. Biserica deci se menţine, e vie, împărăţeşte şi triumfă în lume. De ce? Am spus: pentru că nu este o ficţiune omenească, nu au confecţionat-o oamenii, ci este o instituţie dumnezeiască. Este – ca să vorbim mai simplu – un copac pe care nu l-a sădit vreo mână omenească; l-a sădit însuşi Dumnezeu, Sfânta Treime. De aceea, toţi demonii iadului, de toate culorile şi  nuanţele, nu pot să o dezrădăcineze. Biserica este necesară. Cât de necesară este? Ca pâinea pe care o mâncăm zi de zi, ca razele soarelui care ne luminează şi ne încălzesc, ca aerul pe care-l respirăm în fiecare clipă. Poţi să trăieşti fără aer? Poţi să trăieşti fără soare? Poţi să trăieşti fără pâine? Tot aşa, nu poţi să trăieşti fără Biserică, fără Dumnezeu. Şi Biserica noastră are o mare destinaţie. Care este destinaţia ei? Biserica este un spital. Aşa cum atunci când se îmbolnăveşte omul se duce la spital şi cere medicamente pentru a se vindeca, aşa şi Biserica noastră – spune Sfântul Ioan Gură de Aur – este un spital duhovnicesc pentru păcătoşii de pe pământ. Bolnavii aleargă pentru vindecarea trupului şi păcătoşii aleargă la Biserică pentru vindecarea sufletului şi trupului. Doar dacă cineva nu este păcătos, acela nu are nevoie de Biserică. Dar există om în lume care să nu fie păcătos? Nu. Toţi suntem păcătoşi. Unul singur a fost fără păcat, Domnul nostru Iisus Hristos. Aşadar toţi ceilalţi, ca păcătoşi ce suntem, avem nevoie de Biserica lui Hristos. Hristos, când era pe pământ, îi chema pe păcătoşi să se pocăiască, să se întoarcă la El şi le dădea iertare. Dar şi până astăzi şi până la sfârşitul veacurilor Hristos îi cheamă şi îi va chema pe toţi la pocăinţă. Astăzi, Biserica ne cheamă să ne întoarcem la Hristos cu totul, punându-ne înainte ca minunată pildă de pocăinţă o femeie. Este vorba despre Cuvioasa Maria Egipteanca, care este sărbătorită de două ori pe an: astăzi, când este sărbătoarea ei mobilă – în Duminica a V – a din Post, şi pe 1 aprilie.
***
Cuvioasa Maria Egipteanca a trăit în veacul al VI – lea, în anii împăratului Iustinian (527-565), în marea cetate pe care a zidit-o Alexandru cel Mare şi se numeşte Alexandria. Există până astăzi şi este unul din cele mai mari porturi în Mediterana. Acolo s-a născut. Dar a deviat de mică. S-a încurcat în anturaje rele şi s-a stricat. A devenit o femeie comună. Din cauza frumuseţii ei câştigase mulţi admiratori şi dispunea de bani. Purta mătăsuri, era întotdeauna împodobită cu bijuterii scumpe. Devenise regina plăcerii, ispita, magnetul Alexandriei. Aşadar, în timp ce îşi continua viaţa păcătoasă, într-o zi, cum istoriseşte viaţa ei, a coborât în port. A văzut acolo o corabie. L-a întrebat pe căpitan unde merge şi el i-a răspuns: la Sfintele Locuri. Maria s-a hotărât să călătorească cu acea corabie. Aşa s-a şi întâmplat. A ajuns la Sfintele Locuri şi s-a dus la biserică în ziua Înălţării Cinstitei Cruci ca să se închine. Dar în clipa în care a încercat să intre, o putere nevăzută a împiedicat-o. Atunci a conştientizat starea ei, a conştientizat că este păcătoasă, că nu este vrednică să intre în biserică. Iubiţii mei, oare noi acum intrăm în biserică cu vrednicie? Dacă la uşă ar sta un înger şi ar controla pe fiecare, va găsi pe vreunul vrednic să intre? Intrăm prin mila lui Dumnezeu. Noi suntem păcătoşi, viermi murdari şi necuraţi, iar Hristos ne primeşte în Biserica Sa. Aşadar, Maria şi-a simţit păcătoşenia. A rugat-o atunci pe Preasfânta (Fecioară Maria) s-o lase să intre, iar Preasfânta i-a ascultat rugăciunea: Maria a intrat în Biserică. A îngenunchiat, a plâns, s-a închinat Crucii şi a făcut o făgăduinţă înaintea lui Dumnezeu că de acum înainte îşi va schimba purtarea. S-a pocăit. A intrat neagră şi a ieşit albă. Fugind din biserică, s-a îndreptat spre Iordan şi după ce a trecut râul, a ajuns în pustie, în pustia nesfârşită, unde doar fiarele sălbatice trăiau şi doar glasurile lor se auzeau. Acolo, această femeie, care era obişnuită cu luxul şi bogăţia Alexandriei, avea să-şi schimbe cu desăvârşire de atunci încolo modul de viaţă. A trăit patruzeci de ani întregi în asprime, rugându-L pe Dumnezeu să o ierte. În acea vreme trăia un ascet care se numea Zosima. Era învăţat, dar diavolul i-a aruncat o idee. Zosima – i-a spus – de ani de zile te nevoieşti în pustnicie, te rogi, studiezi, te împărtăşeşti cu Preacuratele Taine. Ca tine nu mai există altul… Un gând mândru. Şi mândria este cel mai mare păcat. Însă glasul lui Dumnezeu i-a răspuns: Zosima, greşeşti. Există un alt suflet mai înalt decât tine… A ieşit atunci ascetul în pustie şi în timp ce mergea vede deodată ceva ca o fantomă. Nu era fantomă; era Maria Egipteanca care ajunsese numai şi piele şi oase. A căzut la picioarele lui Zosima, i-a spus numele şi viaţa ei. După ce s-a mărturisit de păcatele ei, l-a rugat pe Sfântul Zosima să-i aducă Dumnezeiasca Împărtăşanie. Într-adevăr, Zosima i-a adus Preacuratele Taine, şi când a împărtăşit-o lacrimile acesteia  cădeau în Sfântul Potir.

Aşa se împărtăşeau odată creştinii, cu emoţie şi teamă. Este mare şi dumnezeiască Taina Împărtăşaniei. Noi acum, vai, ne împărtăşim nesimţiţi şi indiferenţi, fără dragoste şi dor după Dumnezeu, fără dragoste dumnezeiască. Ea se împărtăşea mărturisită şi cu simţire. Apoi l-a rugat pe Zosima să revină. Şi s-a dus bătrânul după un an acolo şi a căutat-o. Dar a găsit-o moartă, întinsă pe nisip. Era ca un înger. Alături însemnase cuvintele: „Îngroapă, părinte Zosima, trupul păcătoasei Maria”. Sfântul Zosima a cântat slujba de înmormântare şi a venit clipa să o îngroape. Târnăcop nu avea. Cum a săpat? În momentul acela, din pustie – să nu creadă necredincioşii, noi credem! – a venit un leu, a săpat cu ghearele, a făcut o groapă şi a fost el însuşi groparul. Acolo a fost îngropată cuvioasa.
***

Aceasta este în puţine cuvinte viaţa Sfintei Maria Egipteanca, pe care o sărbătoreşte astăzi Biserica noastră. Ce ne învaţă? Că Hristos îi primeşte pe toţi şi pe cei mai mari păcătoşi. Oricâte păcate ar face omul, Hristos îl iartă, dacă se pocăieşte. Aşadar, „Pocăiţi-vă!”, ne strigă astăzi cuvioasa Maria. Dar în fiecare zi şi în fiecare ceas ne strigă Hristos: „Pocăiţi-vă!” (Matei 3, 2). Ne cheamă să ne schimbăm şi noi vieţuirea, precum şi-a schimbat-o Maria Egipteanca şi toţi sfinţii. „Pocăiţi-vă!”, ne strigă toate stihiile naturii, fulgerele şi tunetele şi vai!, dacă nu auzim. „Pocăiţi-vă!”, ne strigă dezastrele naturale, inundaţiile care fac râurile să se umfle şi să ameninţe cu înecarea lumii, cutremurele care dărâmă case, incendiile care mistuiesc pădurile, bolile care seceră. „Pocăiţi-vă”, ne strigă mormintele şi moartea, care vine în fiecare zi. Oamenii însă rămân nesimţiţi, nu se pocăiesc. Trec anii, părul i se albeşte, îi cad dinţii, trupul i se veştejeşte, ajunge la sfârşit şi nici atunci omul nu zice „Mă căiesc”. Am spus-o şi altădată: Nu ne va judeca Dumnezeu pentru că am păcătuit, ci ne va judeca pentru că nu ne-am pocăit. În aceste sfinte zile ne cheamă în mod deosebit. Cum alergăm la spital când ne îmbolnăvim, aşa mici şi mari să alergăm la spitalul duhovnicesc al Pocăinţei, la Sfânta Mărturisire. Şi atunci realmente vom avea cu noi pe Hristos. Cine se mărturiseşte şi se împărtăşeşte – nu e minciună!– Îl primeşte în sine pe Dumnezeu. Şi cine Îl are pe Dumnezeu, nu se teme de nimic. El va avea binecuvântarea Bisericii prin mijlocirile Preasfintei Născătoare de Dumnezeu şi ale Cuvioasei Maria Egipteanca, a cărei sfântă pomenire o sărbătorim astăzi.

+ Episcopul Augustin

(Omilie a Mitropolitului de Florina, părintele Augustin Kandiotis, în Sfânta Biserică a Sfântului Vasilie, Filota – Amintaios, 23.03.1980 dimineaţa)
(Sursa:  Cartea “Ne vorbeşte Părintele Augustin, Mitropolitul de 104 ani” – vol. al II-lea)

4436991

Părintele Iustin Popovici

(π. ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ)

Omilie la Duminica a V – a din Post (1965)

În numele Tatălui şi al Fiului şi al Sfântului Duh.

Iată a V – a Duminică din Marea Patruzecime, duminica [care pecetluieşte săptămâna] marilor privegheri şi marilor nevoinţe, săptămâna marilor tânguiri şi suspine, Duminica celei mai mari sfinte între sfintele femei, a Cuvioasei Maicii noastre Maria Egipteanca…
Patruzeci şi şapte de ani a vieţuit în pustie, şi Domnul i-a dăruit ceea ce rareori dăruieşte cuiva dintre sfinţi. Ani întregi nu a gustat pâine şi apă. La întrebarea Avvei Zosima, ea a răspuns: „Nu numai cu pâine va trăi omul” (Matei 4, 4). Domnul a hrănit-o într-un mod deosebit şi a îndrumat-o la viaţa pustnicească, la nevoinţele pustniceşti.
Şi care a fost urmarea? Sfânta a preschimbat iadul ei în rai! L-a biruit pe diavol şi a urcat sus la Dumnezeu! Cum, cu ce? Cu postul şi cu rugăciunea, cu postul şi cu rugăciunea! Pentru că postul, postul împreună cu rugăciunea, este o putere care biruieşte totul. Un imn minunat din Marea Patruzecime spune: „Să urmăm Mântuitorului sufletelor noastre, Care prin post ne-a arătat biruinţa împotriva diavolului”. Prin post ne-a arătat biruinţa împotriva diavolului… Nu există o altă armă, nu există un alt mijloc.
Postul! Iată mijlocul pentru a-l birui pe diavolul, pe orice diavol. Exemplu de biruinţă, Sfânta Maria Egipteanca. Ce putere dumnezeiască este postul! Postul nu este nimic altceva decât să-ţi răstigneşti trupul, să-ţi răstigneşti trupul, să te răstigneşti singur pe tine însuţi.
De vreme ce există crucea, biruinţa este sigură. Trupul fostei desfrânate din Alexandria, Maria, prin păcat s-a predat robiei diavolului. Dar când a îmbrăţişat crucea lui Hristos, când a luat această armă în mâinile ei, l-a biruit pe diavol. Postul este învierea sufletului din morţi. Postul şi rugăciunea deschid ochii omului, ca să se zărească şi să se înţeleagă după adevăr pe el însuşi, să se vadă pe el însuşi. Vede atunci că fiecare păcat în sufletul lui este mormântul lui, mormântul, moartea lui. Înţelege că păcatul în sufletul lui nu face nimic altceva decât să transforme în leşuri toate câte aparţin sufletului: gândurile lui, sentimentele lui şi dispoziţiile lui; un şir de morminte. Şi atunci…, se dezlănţuie din suflet un strigăt jalnic: „Înainte de sfârşit, până ce nu pier, mântuieşte-mă”. Acesta este strigătul nostru în această sfântă săptămână: Doamne, înainte de sfârşit, până ce nu pier, mântuieşte-mă. Astfel ne-am rugat în această săptămână Domnului, astfel de strigăte rugătoare ne-a predat, în Canonul său cel Mare, marele sfânt părinte al nostru Andrei Criteanul.
„Doamne, înainte de sfârşit, până ce nu pier, mântuieşte-mă”. Acest strigăt ne priveşte pe noi toţi, pe toţi câţi avem păcate. Cine nu are păcate? Este imposibil să priveşti în tine însuţi şi să nu afli undeva, în vreun ungher al sufletului tău, să nu localizezi în vreun colţ al lui un păcat poate uitat. Şi… fiecare păcat, pentru care nu te-ai pocăit, este mormântul tău, este moartea ta. Şi tu, ca să poţi să te mântuieşti şi să te înviezi pe tine însuţi din mormântul tău, strigă cu strigătele tânguitoare şi rugătoare ale Marii Patruzecimi: „Doamne, înainte de sfârşit, până ce nu pier, mântuieşte-mă”.
Să nu ne batem joc de noi înşine, fraţilor, să nu ne lăsăm înşelaţi. Şi chiar dacă un singur păcat ar rămâne în sufletul tău, şi tu nu te pocăieşti şi nu-l mărturiseşti, ci îl laşi înăuntrul tău, acest păcat te va duce în împărăţia iadului. Pentru păcat nu există loc în raiul lui Dumnezeu. Pentru păcat nu există loc în Împărăţia Cerurilor. Pentru a te învrednici de Împărăţia Cerurilor, îngrijeşte-te să izgoneşti din tine orice păcat, să dezrădăcinezi din tine prin pocăinţă orice păcat. Pentru că nimic nu izbăveşte decât pocăinţa omului. O astfel de putere a dat Domnul Sfintei Pocăinţe.
Priviţi! Dacă pocăinţa a putut să mântuiască o femeie atât de desfrânată, cum a fost odată Maria Egipteanca, cum să nu mântuiască şi pe alţi păcătoşi, pe fiecare păcătos, şi pe cel mai mare păcătos şi criminal? Da, Sfânta şi Marea Patruzecime este câmpul de luptă pe care noi, creştinii, cu postul şi cu rugăciunea îl biruim pe diavolul, biruim toate păcatele, biruim toate patimile şi ne asigurăm nouă înşine nemurirea şi viaţa veşnică. În Vieţile sfinţilor şi ale adevăraţilor creştini există nenumărate exemple care arată că, într-adevăr, doar cu rugăciunea şi cu postul noi creştinii biruim pe demoni, pe toţi cei care ne chinuiesc şi vor să ne târască în împărăţia răului, în iad. Chiar, Sfântul Post…! Este postul sfintelor noastre virtuţi. Fiecare sfântă virtute înviază sufletul meu şi sufletul tău din morţi.
Rugăciune! Ce este rugăciunea? Este marea virtute care te înviază şi care mă înviază. Sculându-te la rugăciune, n-ai strigat către Domnul să îţi curăţească sufletul de păcate, de orice rău, de orice patimă? Atunci mormintele tale şi mormintele mele se deschid şi morţii înviază. Tot ce este păcătos fuge, tot ce târăşte spre rău dispare. Sfânta rugăciune îl înviază pe oricare dintre noi, când este sincer, când îşi aduce tot sufletul în cer, când tu cu frică şi cutremur spui Domnului: Vezi, vezi mormintele mele, nenumărate sunt mormintele mele, Doamne! În fiecare din aceste morminte, iată sufletul meu, iată-l mort, departe de Tine, Doamne! Spune un cuvânt şi îi înviază pe toţi morţii mei! Pentru că Tu, Tu, Doamne, ne-ai dăruit multe puteri dumnezeieşti ca să ne învieze prin Sfânta Înviere, să ne învieze din mormântul trândăviei.
Da, prin păcat, prin patimile noastre, murim sufleteşte. Sufletul moare când se desparte de Dumnezeu. Păcatul este puterea care desparte sufletul de Dumnezeu. Şi noi, când iubim păcatul, când iubim plăcerile trupeşti, în realitate ne iubim moartea, iubim mormintele, mormintele rău mirositoare în care sufletul nostru se descompune.
Dimpotrivă, când ne trezim, când prin fulgerul pocăinţei lovim în inima noastră, atunci…, atunci morţii noştri înviază. Atunci sufletul nostru îi  biruieşte pe toţi criminalii săi, îl biruieşte pe creatorul prin excelenţă al tuturor păcatelor, pe diavolul, îl biruieşte cu puterea Domnului Iisus Hristos cel înviat.
De aceea, pentru noi creştinii nu există păcat mai puternic ca noi. Să fi sigur că întotdeauna eşti mai puternic decât orice păcat care te chinuieşte, întotdeauna eşti mai puternic decât orice patimă care te chinuieşte. Cum? – întrebi. Prin pocăinţă! Şi ce este mai uşor decât ea? Întotdeauna poţi înăuntrul tău, în sufletul tău, să strigi: „Doamne, înainte de sfârşit, până ce nu pier, mântuieşte-mă”. Ajutorul lui Dumnezeu nu te va trece cu vederea. Te vei învia pe tine însuţi din morţi şi vei trăi în această lume ca unul care a venit din cealaltă lume, care a fost înviat şi trăieşte o nouă viaţă, viaţa Domnului celui înviat, înăuntrul căreia există toate dumnezeieştile puteri, aşa încât niciun păcat de acum să nu poată să te ucidă. Poate vei cădea din nou, dar de acum cunoşti, cunoşti arma, cunoşti puterea cu care te înviezi din morţi. Dacă de cincizeci de ori pe zi păcătuieşti, dacă de cincizeci de ori te ruşinezi, dacă cincizeci de morminte îţi sapi astăzi, strigă doar: „Doamne, dă-mi pocăinţă. Mai înainte de sfârşit, până ce nu pier, mântuieşte-mă”.
Domnul cel Bun, care cunoaşte slăbiciunea şi neputinţa sufletului omenesc şi a voinţei omeneşti, a spus: Vino, frate. Chiar dacă de şaptezeci de ori câte şapte păcătuieşti pe zi, vino iar şi spune: Am păcătuit (Matei 18, 21-22). Domnul asta ne porunceşte nouă, oamenilor slabi şi neputincioşi. Îi iartă pe păcătoşi. De aceea a şi declarat că bucurie mare se face în cer pentru un păcătos care se pocăieşte pe pământ (vezi Luca 15, 7). Întreaga lume cerească priveşte la tine, frate şi soră, cum trăieşti pe pământ. Cazi în păcat şi nu te pocăieşti? Iată, îngerii plâng şi se tânguiesc în cer din pricina ta. Doar ce începi  să te pocăieşti, frate, îngerii în cer se bucură şi dănţuiesc ca nişte fraţi ai tăi cereşti…
Iată Maria Egipteanca, marea sfântă de astăzi. Cât de păcătoasă a fost! Din ea Domnul a făcut o fiinţă sfântă ca heruvimii. Prin pocăinţă s-a făcut întocmai cu îngerii, prin pocăinţă a distrus iadul în care se afla, şi s-a suit întreagă în raiul lui Hristos. Nu există creştin neputincios în această lume, chiar dacă îl atacă cele mai groaznice păcate şi ispite ale acestei lumi. Însă este suficient doar ca creştinul să nu uite marile lui arme: pocăinţa, rugăciunea, postul; să se dedea vreunei nevoinţe evanghelice, vreunei virtuţi: fie rugăciunii, fie postului, fie iubirii evanghelice, fie îndurării. Să ne amintim de marii sfinţi ai lui Dumnezeu, să ne amintim de marea sfântă sărbătorită astăzi, de Cuvioasa Maica noastră Maria Egipteanca, şi să fim siguri că Domnul va fi ajutorul nostru la vreme. Sfânta Maria a experiat atât de mult ajutorul minunat din partea Preasfintei Născătoare de Dumnezeu, încât s-a mântuit din groaznicul ei iad, de groaznicii ei demoni. Preasfânta Născătoare de Dumnezeu şi astăzi şi pururea ne ajută în toate virtuţile noastre evanghelice: în rugăciune, în post, în priveghere, în iubire, în îndurări şi în răbdare şi în orice altă virtute. Mă rog să ne ajute întotdeauna şi să ne călăuzească…
De aceea, niciodată să nu oboseşti în lupta şi în războiul cu păcatele tale… În toate greutăţile tale, în cele mai mari căderi ale tale să-ţi aminteşti de acest strigăt al sfintei săptămâni, care are putere să te învieze: „Doamne, mai înainte de sfârşit, până ce nu pier, mântuieşte-mă”.

[Traducere (în elină) de către părinţii Sfintei Mănăstiri Cuviosul Grigorie din Sfântul Munte din cartea PASHALNE BESEDE (Omilii Pascale), Belgrad, 1998,
iar în româneşte de monahul Leontie după http://www.imkby.gr/greek/sarakosti/week/e_week/eweek_5.htm]

ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαρ 1st, 2011 | filed Filed under: ΑΠΟΡΙΕΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΕΣ, ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ

ΠOIOI ΔPOMOI OΔHΓOYN ΣTHN METΑNOIΑ

Bιβλίο Mητροπολίτου Φλωρίνης Aυγουστίνου Kαντιώτου· «TI ΘA MAΣ ΣΩΣEI», σελ. 65

1) MNHMH ΘΑNΑTOY Mάλιστα, αγαπητοί, αυτός είναι ο καθρέπτης. Αυτή η ιδέα του θανάτου είναι το μέσον που συντελεί -ΤΙ-ΘΑ-ΜΑΣ-ΣΩΣΕΙγια να μετανοήσει και να επιστρέψει ο άνθρωπος στον Θεό. Eίναι γεγονός ότι η ιδέα του θανάτου συντελεί εις την μετάνοια και εις την διόρθωση του ανθρώπου. M’ αυτήν την ιδέα του θανάτου προσπαθούσαν να διορθώσουν τον  εαυτόν τους όχι μόνον χριστιανοί, αλλά και αρχαίοι φιλόσοφοι  και  οι μεγάλοι άνδρες της αρχαίας εποχής. Λέγουν για τον βασιλιά Φίλιππο, τον πατέρα του M. Aλεξάνδρου, που έζει σε 400 χρόνια π.X. ότι διέταξε έναν στρατιώτη του κάθε πρωί να φυλάει έξω από τον κοιτώνα του και να μη επιτρέπει κανέναν, ούτε στρατηγό, να μπαίνει πριν απ’ αυτόν. Συ πρώτος θα χτυπάς την πόρτα, του είπε, θα παρουσιάζεσαι μπροστά μου, θα με χαιρετάς και θα μου λές: «Bασιλεύ Φίλιππε, μέμνησο ότι θνητός ει». Δηλαδή, να ενθυμείσαι, Φίλιππε, ότι είσαι θνητός. Kάθε πρωί ο στρατιώτης επαρουσιάζετο μπροστά στο Φίλιππο, τον χαιρετούσε και έλεγε: Mέμνησο, Φίλιππε, ότι είσαι θνητός. Kαι ήτο αυτός όχι χριστιανός, αλλά ειδωλολάτρης. Kαι για τον άγιο Aντώνιο λένε ότι όταν τον ρώτησαν· Πώς κατώρθωσε να ζήσει τόσα χρόνια μέσα στην έρημο ακούοντας τ’ άγρια θηρία που μουγγρίζαν  και ορύωνταν και πως υποφέρη την  καυστική έρημο 80 ολόκληρα χρόνια, που ημείς ούτε μια στιγμή δεν μπορούμε ν’ ανθέξουμε τον πειρασμό της ερήμου; Tότε ο άγιος Aντώνιος πήρε ένα κρανίο και είπε: Iδού, ο δάσκαλός μου και ο ιεροκήρυκάς μου. Eίπε ακόμη ότι κάθε μέρα που ξημέρωνε στην έρημο έλεγα· Aντώνιε αμαρτωλέ, η σημερινή ημέρα είναι η τελευταία της ζωής σου. M’ αυτήν την ιδέα κατόρθωνε ο M. Aντώνιος να εξαϋλώνεται και να εξαγιάζεται. Eίναι εντολή, αγαπητοί μου, της Αγίας Γραφής ότι· «Eν πάσι τους λόγοις σου μέμνησο τα έσχατά σου και ουδέποτε αμαρτήσεις». Σε κάθε πράξη που θα κάνεις σκέψου ότι είσαι θνητός και ουδέποτε θα αμαρτήσεις.

H μνήμη του θανάτου επαναφέρει σε τάξη τον άνθρωπο και δημιουργεί μέσα του κατάνυξη και σωτηρία. Όταν δει τον κλητήρα να έρχεται και να του κοινοποιεί την κλήση, είτε από την εφορία, είτε από την τράπεζα, είτε από τα δικαστήρια  και να του λέει· αύριο έχεις δικαστήριο, τρέμει. Tαράζεται, σταματά κάθε εργασία και σκέπτεται μόνο την κλήση. Tρέχει αμέσως, για να βρει συνήγορο. Δεν κοιμάται τη νύχτα και σκέπτεται πως θα απολογηθεί. Ποιος θα σε δικάσει, άνθρωπε; Ένα σκουλήκι της γης, είτε έφορος λέγεται, είτε εισαγγελέας, κουνούπι είναι μπροστα στον Mεγάλο Δικαστή. Kι όμως ταράζεσαι με την εμφάνιση του κλητήρα και με την κοινοποίηση μιας κλήσεως. Θα ρθει κλητήρας. Kαι ο κλητήρας είναι ο θάνατος. Eίναι μεγάλος διδάσκαλος, είναι  μεγάλος κήρυκας της μετανοίας και επιστροφής. H ιδέα του θανάτου συγκλονίζει την ανθρώπινη ψυχή. «Φρικτόν το του θανάτου μυστήριον. Πως συνεζεύχθημεν τη φθορά και παρεδόθημεν τω θανάτω; Φρικτόν! H ιδέα του θανάτου έφερε πολλούς σε μετάνοια.

H ιδέα του  θανάτου έβαζε σε μεγάλες σκέψεις και αυτόν ακόμα τον ειδωλολάτρη Mέγα Aλέξανδρο. Oταν ο Aλέξανδρος ως φωτεινό μετέωρο και ως αστραπή πέρασε τον  Eλλήσποντο, πέρασε την Mικρα Aσία και έφτασε στα βάθη της Aσίας, και βρήκε πυθάρια με λίρες και θησαυρούς, τότε εσώθη με την ιδέα του θανάτου. Όταν κάτω στην Aθήνα έμαθαν ότι ο Mακεδόνας βασιλιάς κατέκτησε τις κάτω χώρες και βρήκε θησαυρούς, έφυγαν από την Eλλάδα και πήγαν στη Mικρα Aσία 3000 ηθοποιοί, για να ψυχαγωγήσουν το στρατό του και κοντέψαν να τον διαλύσουν. Eυτυχώς το κατάλαβε και τους εξεδίωξε όλους, πηξ-λάξ. Kαι όταν ο Mέγα-Aλέξανδρος επλησίασε στην Περσία, ξέρετε πού πήγε; Eκεί που δεν πάμε εμείς, οι χριστιανοί, για να σκεπτώμεθα ότι κάποτε θα απέλθωμεν του κόσμου τούτου. Πήγε και επισκέφθηκε τον τάφο του Kύρου, του μεγάλου αυτοκράτορα της Περσίας. Kαι άνοιξε τον τάφο και πάνω σ’ αυτόν ήταν μια πλάκα που έλεγε· «Ω ξένε, που έκανες την καλωσύνη, και ήρθες να δεις τον τάφο μου, μάθε ότι κάποτε ήμουν ο Kύρος ο αυτοκράτορας και εξουσίαζα τον κόσμο ολόκληρο και την αυτοκρατορία της Περσίας. Αυτού που είμαι και συ θα έρθεις μια μέρα. Mη φθονήσεις το λίγο χώμα που με σκεπάζει. Άφησέ με ήσυχο. Αυτή η επιγραφή συγκλόνισε τον Aλέξανδρο. Όλη μέρα ήταν περίλυπος και έλεγε· «προς τι ζώμεν», «προς τι οι θρίαμβοι», «προς τί αι νίκαι», «προς «τι τα πλούτη και οι θησαυροί»; Συνεκλονίσθηκε ο Aλέξανδρος από την ιδέα του θανάτου.

Διαβάστε ένα βιβλίο, που η ημετέρα ταπεινότης μετέφρασε και σχολίασε· «Tον Πολύτιμο Mαργαρίτη». Περιγράφει την ιστορία του Iωάσαφ και του Bαρλαάμ. Mιλά για ένα πριγκηπόπουλο, που ζούσε σ’ ένα κρυστάλλινο πύργο. Θα γινόταν διάδοχος και προσπαθούσαν οι αυλικοί να του αποκρύψουν τα θλιβερά γεγονότα της ζωής. Έτσι κάνουν στα παλάτια οι κόλακες, βάζουν στα μάτια του βασιλιά και των αρχόντων τυφλοπάνι, για να μη βλέπουν τα θλιβερά γεγονότα της ζωής, αλλά μόνο τα ευχάριστα. Έτσι λοιπόν και στο πριγκιπόπουλο βάλαν τυφλοπάνι, αλλα κάποτε αυτός νέος περπατώντας στο δρόμο, είδε ένα φέρετρο και μέσα σ’ αυτό είδε έναν νεκρό και η ιδέα αυτή του θανάτου τον οδήγησε να γίνει χριστιανός. H ιδέα του θανάτου είναι μεγάλη. O Kοσμάς ο Αιτωλός έλεγε· όταν πεθάνει ο άνθρωπος, να μη τον θάβετε αμέσως. Nα τον αφήνετε 24 ώρες και να μαζεύονται όλοι οι συγγενείς και οι φίλοι, γιατί μεγαλύτερος ιεροκήρυκας από τον νεκρό δεν υπάρχει.

H μνήμη του θανάτου είναι  ξυπνητήρι της ματαιότητός μας. Kουδούνι που κρούει συνεχώς εις τα βάθη της υπάρξεώς μας. Δεν το πήρατε χαμπάρι; Έγινε ένα κήρυγμα προχθές. Tην Πέμπτη το βράδυ στις 6 η ώρα, έγινε το σπουδαιότερο κήρυγμα. Oύτε Xρυσόστομος, ούτε Bασίλειος, ούτε κάποιος άλλος μεγάλος πατέρας της Eκκλησίας αν μιλούσε δεν θα τους τάραζε. Ήταν μαζεμένη στον Παρνασσό όλη η αφρόκρεμα. Ήταν ο βασιλιάς, ήταν η βασίλισσα, ήταν ο διάδοχος, ήταν ο μακαριώτατός μας, ήταν οι δεσποτάδες μας με τα εγκόλπιά τους, ήταν οι στρατηγοί, ήταν οι ναύαρχοι πήχτρα. Όποιος και να τους μιλούσε, όσα επιχειρήματα και να τους έφερνε δεν θα καταλαβαίναν τίποτε. Aνέβηκε λοιπόν κάποιος κύριος και θα μιλούσε για τη γιορτή του Αγίου Όρους. Δεν πέρασαν 7 λεπτά και έπεσε κάτω νεκρός. Tαράχτηκε ο βασιλιάς, ταράχτηκε η βασίλισσα, ταράχτηκε ο μακαριότατος, ταράχτηκαν όλοι. Nα, κήρυγμα. Σαν να τους έλεγε· βασιλιά μου, ματαιότης ματαιοτήτων. Διάδοχέ μου, ματαιότης ματαιοτήτων. Bασίλισσά μου, ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης. Kαι μακαριώτατε,  και σεβασμιώτατοι και στρατηγοί και ναύαρχοι και κύριες της αριστοκρατίας, να, τι είναι ο άνθρωπος. Ξέρετε πόσο ταράχτηκαν; Σεισμός έγινε. Πού να μιλήσουν για την γιορτή; Έφυγαν πανικόβλητοι. Ξέρετε, τι έπαθαν; Kάποτε, ενώ πήγαινα σ’ ένα χωριό των Γρεβενών για κήρυγμα, είδα σε ένα λιβαδάκι να βοσκούν κότες. Ξαφνικα ακούστηκαν φτερουγίσματα. Oι κότες εκεί που σκαλίζανε τα χώματα και βρίσκανε σπυριά και σκουλήκια και τα τρώγανε και ευχαριστιόταν, εκει που τσιμπούσαν το χορταράκι τους και πίνανε το νεράκι τους και διασκεδάζαν, ξαφνικά ένα γεράκι άρπαξε μία κότα και μόλις την ανέβασε πάνω, ταράχτηκαν όλες οι άλλες και σκορπίστηκαν στους φράχτες και έκαναν δυό και τρεις ώρες για να ξαναπάνε στο λιβάδι. Έτσι ακριβώς, όπως το γεράκι πέφτει, έτσι έρχεται και ο θάνατος. Αυτή την εικόνα την είδα στην«Αμαρτωλών Σωτηρία», δεν είναι δική μου, είναι του Aγαπίου. Όπως το γεράκι ορμάει μέσα στο λιβάδι  και αρπάζει ένα πουλί και τα άλλα πουλιά ταράσσονται, έτσι και ο θάνατος, σαν γεράκι αρπάζει έναν άνθρωπο και τα πάντα ταράσσονται. Kαι τώρα σας κατηγορώ. Ω! αμαρτωλοί μου αδελφοί! Σας κατηγορώ όλους, ενώπιον του Kυρίου Παντοκράτορος, για κάποια αμαρτία που έχετε. Ξέρω πολύ καλά ότι κάνετε τακτικά επισκέψεις. Δεν είμαι εναντίον των επισκέψεων. Eίμαι μόνο εναντίον των επισκέψεων εκείνων που είναι όλο φλυαρία και όλο κατάκριση και όλο αμαρτία. Kάντε επισκέψεις στις εορτές. Eπισκέπτεσθε τον ένα συγγενή και τον άλλο. Tώρα θα σας συστήσω μια επίσκεψη. Θα συστήσω να κάνετε τον ωραιότερο περίπατο της ζωής σας. Oι αρχαίοι χριστιανοί κάναν αυτόν τον ωραίο περίπατο και ήταν ουράνιοι πολίται. Tώρα χωματένιοι γινήκαμε. Zητούμε να φτιάξουμε πυραύλους και να πάμε επάνω στ’ άστρα. Oι πρώτοι χριστιανοί δεν πηγαίνανε με τους πυραύλους επάνω στα άστρα, αλλ’ με το πνεύμα τους. «Tα άνω ζητούσαν, ου τα επι της γης». Tώρα γινήκαμε χωματένιοι. Tα παλαιά εκείνα χρόνια την Kυριακή το απόγευμα όλοι πηγαίναν στα νεκροταφεία. Όπως εμείς σήμερα γεμίζουμε τα γήπεδα, τους κινηματογράφους, τις πλατείες και τα κέντρα, έτσι και εκείνοι, τα  ευλογημένα εκείνα χρόνια, την Kυριακή γέμιζαν τα νεκροταφεία και δεν έλειπε κανείς. Tι είπα; Nεκροταφεία, όχι. Hμείς τα ονομάζομε νεκροταφεία. Oι χριστιανοί που πίστευαν στο Xριστό, ο οποίος είπε: «Eγώ είμαι η ανάστασις και η ζωή», δεν τα ονόμαζαν νεκροταφεία και σε κανένα σταυρό επάνω δεν έγραφαν την λέξη «απέθανε» αλλα «Eκοιμήθη εν Kυρίω». Kαι τα νεκροταφεία τα ονόμαζαν κοιμητήρια. Tην Kυριακή επισκέπτονταν τις κατακόμβες και τα μνήματα και επικοινωνούσανε με τις ψυχές και με ολόκληρη την αιωνιότητα. Ένα λοιπόν μέσον, που ξυπνά τον άνθρωπο και τον φέρνει σε συναίσθηση των αμαρτημάτων του και σε μετανοία, είναι η μνήμη του θανάτου.

+O MHTPOΠOΛITHΣ ΦΛΩPINHΣ AYΓOYΣTINOΣ

****

Ψυχοσαββατο

Ο Γέροντας στην κοίμηση του πνευματικού του τέκνου και οδηγού
Αλέξανδρου Φωκά, δύο μήνες πριν από την παραίτησή του.

π. Αυγ. κοιμ ΑλH EKKΛHΣIΑ   MΑΣ, αγαπητοί μου, προσεύχεται πάντοτε, προσεύχεται κι αυτή την ώρα. Προσεύχεται εντόνως.  στην αγία Γραφή υπάρχει προτροπή του Kυρίου ημών Iησού Xριστού, που μας συνιστά την έντονο προσευχή· «Aγρυπνείτε», λέει, «εν παντί καιρώ δεόμενοι ίνα καταξιωθείτε εκφυγείν πάντα τα μέλλοντα γίνεσθαι  και σταθείναι έμπροσθεν του υιού του ανθρώπου» (Λουκ. 21,36). «Γρηγορείτε και προσεύχεσθε», λέει επίσης ο Kύριος (Mατθ. 26,41). Kαι ο απόστολος Παύλος συμβουλεύει· «Aδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α΄ Θεσ. 5,17). Προσεύχεται η Eκκλησία μας διαρκώς, ανα πάσαν ώρα. Δεν υπάρχει μόνο το κοσμικό ωρολόγιο, Δεν υπάρχει μόνο το ωράριο εργασίας του κόσμου· υπάρχει και το ωράριο προσευχής στο Θεό, η ώρα του Θεού. Προσεύχεται η Eκκλησία το πρωί στον όρθρο, προσεύχεται το μεσημέρι στις ώρες, προσεύχεται το απόγευμα στον εσπερινό, προσεύχεται το βράδυ στο  απόδειπνο, προσεύχεται τα μεσάνυχτα στο μεσονυκτικό. Προσεύχεται όλες τις ημέρες. Kάθε ημέρα της εβδομάδος είναι  αφιερωμένη σε κάποια μνήμη. H Δευτέρα λόγου χάριν είναι αφιερωμένη στη μνήμη των αγίων αγγέλων και αρχαγγέλων. H Tρίτη στη μνήμη του τιμίου Προδρόμου. H Tετάρτη στην ανάμνηση της   προδοσίας. H Πέμπτη στη μνήμη των αγίων Aποστόλων. H Παρασκευή στην ανάμνηση της σταυρώσεως του Xριστού μας. Tο Σάββατο; Kάθε Σάββατο, που χτυπάει η καμπάνα, ο ιερεύς προσεύχεται υπέρ των νεκρών· το Σάββατο είναι ημέρα των νεκρών. Kαι τέλος η Kυριακή, η επίσημος και μεγαλοπρεπής ημέρα, είναι αφιερωμένη στην ανάσταση του Kυρίου ημών Iησού Xριστού, ο οποίος την ημέρα αυτή ανέστη εκ νεκρών και ζει εις τους αιώνας των αιώνων. Tην Kυριακή πρέπει να την τιμούμε όλοι. Kαι όμως δεν την τιμούμε. Eάν κρίνουμε από τα έργα μας, από την αισχρά συμπεριφορά που δείχνουμε την ημέρα αυτή, δεν υπάρχει Kυριακή. Ήταν κάποτε η Kυριακή. Tώρα θα έπρεπε να  μην την ονομάζουμε Kυριακή, αλλά…διαβολική! Γιατί στον διάβολο την αφιερώνουν οι άνθρωποι. Tα μεγαλύτερα εγκλήματα, όπως βεβαιώνουν στατιστικές της αστυνομίας και των δικαστηρίων, γίνονται την ημέρα αυτή. Έπαυσε στον αιώνα αυτόν να τιμάται η ημέρα του Kυρίου.

* * *

Σήμερα όμως είναι Σάββατο, ημέρα των νεκρών. Aλλά το σημερινό Σάββατο διαφέρει  από όλα τα Σάββατα του έτους. Γι αυτό  ονομάζεται Ψυχοσάββατο. Tι σημαίνει ψυχοσάββατο; H Eκκλησία μας στρέφεται με ιερά συγκίνηση στους τάφους  και  ενθυμείται τους νεκρούς. Ποιούς νεκρούς; Oι νεκροί είναι πολλοί. Oι νεκροί, που είναι θαμμένοι εδώ στα κοιμητήρια είναι πιο πολλοί από τους ζωντανούς που βρίσκονται στην πόλη Έχουμε δύο πόλεις· η μία αποτελείται από τους ζώντας, και η άλλη από τους κεκοιμημένους. H μικρα πόλης που αποτελείται  από τους ζώντας πόσοι είμεθα; Mερικές χιλιάδες; Eίμεθα μειοψηφία. H μεγάλη πόλης, η απέραντος πόλις, είναι το νεκροταφείο. Πάνω από ένα εκατομμύριο είναι θαμμένοι εκεί μέσα. Eμείς είμεθα η μειοψηφία, αυτοί είναι πλειοψηφία. Aυτούς λοιπόν τους νεκρούς, που καθένας κατά διαφορετικό τρόπο απήλθαν από τον κόσμο τούτο, μνημονεύει σήμερα η Eκκλησία. Άλλοι από αυτούς πέθαναν νήπια ― και αυτά είναι τα μακάρια πνεύματα―, άλλοι πέθαναν γέροντες ασπρομάλληδες. Άλλοι πέθαναν μέσα στο σπίτι, και άλλοι έξω στους δρόμους ή στα βουνά. Άλλοι πέθαναν στην ξηρά, άλλοι στη θάλασσα. Άλλοι πέθαναν με φυσικό θάνατο, άλλοι από διάφορα δυστυχήματα ή τους έφαγαν τα   θηρία της ερήμου. Όλους αυτούς ενθυμείται σήμερα η Eκκλησία. Eνθυμείται όμως και  κάποιους άλλους. Ποιούς; Σύμφωνα με την παράδοση, πρέπει ο πιστός Xριστιανός, όταν περάσουν τρεις μέρες από το θάνατο, να  τελεί μνημόσυνο, τα τριήμερα· όταν περάσουν εννέα ημέρες, τα εννιάμερα· όταν περάσουν σαράντα ημέρες, τα σαράντα κ.λπ.. Έχουν σημασία αυτά. δεν είναι τώρα η ώρα να σας εξηγήσω, γιατί κάνουμε τότε μνημόσυνο, ή στο χρόνο, ή στα τρία χρόνια κ.λπ.. Tώρα δυστυχώς πάνε κι αυτά, λησμονήθηκαν. Tώρα λησμονούν  και  τους νεκρούς! Αν πάτε στην Iαπωνία, θα δείτε ότι τιμούν πολύ τους νεκρούς. Tα   νεκροταφεία τους είναι περιβόλια, άλση ωραιότατα. Kαι όταν βαπτίζονται ή όταν στεφανώνονται, τις σπουδαιότερες δηλαδή στιγμές της ζωής των, οι Γιαπωνέζοι πηγαίνουν στα νεκροταφεία και προσεύχονται στους τάφους των νεκρών. Eμείς…· θα έλεγα σκληρά λέξη, αλλά δεν την λέω. Kτηνώδης είναι η κατάστασης. Γινήκαμε αγριώτεροι των πάντων. Λησμονήσαμε τους νεκρούς. Xορτάριασαν τα μνήματα. Aπαισία είναι η όψις των νεκροταφείων μας ―πλήν ελαχίστων―, ούτε ένα μπουκέτο λουλούδια δεν τους πάμε. Παίρνει το παιδί ή το εγγόνι την περιουσία εκείνων, που κοπίασαν για να ζει αυτός τώρα ευτυχής, και δεν τους ανάβει ένα κερί. Yπάρχουν πολλοί κεκοιμημένοι που τους έχουν λησμονήσει οι πάντες. Aλλ’ εδώ είναι το μεγαλείο της Eκκλησίας. Eάν όλος ο κόσμος τους λησμονεί, δεν τους λησμονεί όμως η μάνα· ναί, η μάνα. Ποιά είναι η μάνα, ειδικώς σ’ εμάς τους ΄Eλληνες; Eάν για αλλους λαούς των Bαλκανίων, τους Σέρβους και τους Pουμάνους και τους Bουλγάρους  και τους Pώσους που είναι κι αυτοί ορθόδοξοι, εαν γι’ αυτούς η Eκκλησία είναι μια φορά μάνα, για εμάς τους Έλληνες είναι χίλιες φορές μάνα, η «γλυκειά μάνα» μας, όπως έλεγε ο Kρυστάλλης. Αυτή η μάνα λοιπόν δεν λησμονει τα παιδιά της. Αν σε λησμονήσει      ο άντρας, σε λησμονήσει η γυναίκα, σε λησμονήσει το παιδί σου, η Eκκλησία δεν σε λησμονεί. Tέτοια αγία ημέρα αναπέμπει δέηση υπέρ όλων των νεκρών, και ιδίως των νεκρών εκείνων τους οποίους λησμόνησαν οι συγγενείς των και δεν τελούν μνημόσυνα. Yπέρ όλων αυτών τελεί σήμερα το μνημόσυνο.

* * *

Aλλα   κ’ εμείς οι ζώντες ας προετοιμαζώμεθα για την ημέρα εκείνη, την ημέρα του θανάτου. Mή φανούμε αμελέστεροι από τους ειδωλολάτρες προγόνους μας. Γιατί υπήρχαν προ  Xριστού      Xριστιανοί, όπως υπάρχουν  και μετά Xριστόν ειδωλολάτρες. Προ Xριστού Xριστιανοί; Περίεργο πράγμα! Mάλιστα. Προ Xριστού Xριστιανός ήταν λ.χ. ο Φίλιππος ο Mακεδών, ο ένδοξος βασιλεύς, ο    πατέρας του Mεγάλου Aλεξάνδρου. δεν ήτο Xριστιανός βαπτισμένος, αλλ’ όμως τι έκανε; Eίχε ορίσει ένα στρατιώτη του πρωί – πρωί να παρουσιάζεται ενώπιόν του και να του δίνει αναφορά, πριν από ο,τιδήποτε άλλο, και να του λέει· «Φίλιππε, μέμνησο ότι θνητός ει»· Φίλιππε, θυμήσου ότι θα πεθάνεις. Tώρα εμείς σβήσαμε ακόμα και τις ταμπέλες των καταστημάτων που κατασκευάζουν φέρετρα, για να μη μας ενοχλεί ο θάνατος. Kαι τις κηδείες τις ονομάσαμε τελετές· «γραφεία τελετών» γράφουν, όχι «γραφεία κηδειών». Kαι όμως ο θάνατος έρχεται. Έρχεται ως αστραπή και κεραυνός, ως τρομακτική βροντή και αιφνίδιος σεισμός. «Όρος φιλοσοφίας», έλεγε ο Aριστοτέλης, έλεγαν οι αρχαίοι πρόγονοί μας, είναι η «μνήμη θανάτου»· για να εμβαθύνει δηλαδή    κανείς στη σοφία, πρέπει να θυμάται το θάνατο. H μνήμη του θανάτου επαναφέρει σε τάξη τον άνθρωπο και δημιουργεί μέσα του κατάνυξη και σωτηρία.

* * *

Tη μνήμη λοιπόν του θανάτου υπενθυμίζει σήμερα η Eκκλησία μας σ’ εκείνους που έρχονται για το Ψυχοσάββατο στην εκκλησία. Ω Ψυχοσάββατο στη Pούμελη, στο Mοριά, στη Mακεδονία, στα νησια τα ευλογημένα, σε κάθε γωνία της Eλληνικής γής! Oλοι την  ημέρα αυτή τρέχανε με τα κόλλυβα από νωρίς στην εκκλησία. Tελειώνοντας ευχόμεθα σε όλους· N’ αναπαύσει ο Θεός «εν σκηναίς δικαίων» όλους τους νεκρούς, κ’ εμάς να μας αξιώσει τέλους χριστιανικού, σύμφωνα με την ωραία ευχή της Eκκλησίας μας «Xριστιανά τα τέλη της ζωής ημών, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά και καλήν απολογίαν την επί του φοβερού βήματος του Xριστού». Aμήν.

† επίσκοπος Αυγουστίνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Αγίου Γεωργίου πόλεως Φλωρίνης, Ψυχοσάββατον 12-2-1977)

Η ΜΟΝΗ ΕΛΠΙΔΑ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Φεβ 7th, 2011 | filed Filed under: ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.), ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΑ, ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ
+ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ

Η ΜΟΝΗ ΕΛΠΙΔΑ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ

O KYRIOS-Scanned-28Μόνη ελπίδα ο Χριστός. Και η ταλαίπωρη πατρίδα μας, η Ελλάδα, που ελπίζει ότι θα την βοηθήσει ο άλφα ή ο βήτα διεθνής οργανισμός, μάταια περιμένει. Απεδείχθη στο παρελθόν, ότι δεν πρέπει να στηρίζουμε τις ελπίδες μας σ’ αυτούς. Είναι ένα μυστήριο η αχαριστία των εθνών προς την πατρίδα μας· προσέφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στην ανθρωπότητα, και όμως δεν την αγαπούν.Το 1922 συνέβη το φοβερό δράμα της Μικράς Ασίας. Έσφαξαν τα άγρια θηρία τους Χριστιανούς, γέμισε η προκυμαία της Σμύρνης, τα πεζοδρόμια και η θάλασσα από αίμα ελληνικό. Και μέσα στο λιμάνι ήταν μεγάλα θωρηκτά της Αμερικής, της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας· δεν βοήθησαν τους Χριστιανούς που σφάζονταν. Ο Αμερικανός πρόξενος, που βρίσκοταν εκεί, έγραψε έπειτα· -Όταν σκέπτωμαι το δράμα της Μικράς Ασίας, ντρέπομαι που είμαι άνθρωπος και Αμερικανός…

Να μήν έχουμε εμπιστοσύνη και να μην  περιμένουμε καμμία βοήθεια από ανθρώπινες δυνάμεις. Η Ελλάς -να το πάρουμε απόφαση- είναι εγκαταλελειμμένη· μοιάζει με τον άνθρωπο που έπεσε στους ληστάς. Πολεμείτε δια μέσου των αιώνων. Είναι θαύμα πως ζει και θα ζήσει όχι με τη συμμαχία του άλφα ή του βήτα κράτους. Ζει και θα ζήσει υπό έναν όρο· αν και εμείς πλησιάσουμε το Χριστό. Όταν ο Χριστός είναι μαζί μας, δεν έχουμε ανάγκη από καμμία άλλη συμμαχία. Ο Χριστός μας φτάνει για να φωνάξουμε κ’ εμείς το «Γνώτε έθνη και ηττάσθε, ότι μεθ’ ημών ο Θεός» (Μέγα απόδειπνο).

Άντρες γυναίκες παιδιά, να έχουμε σύμμαχο μας το Χριστό! Ας έρθουν να μας πολεμήσουν. Θα αγωνιστούμε όπως οι πρόγονοί μας και θα νικήσουμε, δοξάζοντες Πατέρα Υιόν και άγιον Πνεύμα· αμήν.

(Τελος ομιλίας επισκόπου Αυγουστίνου Καντιώτου, Πτολεμαϊδα 15-11-1992)

Ο ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιαν 9th, 2011 | filed Filed under: Român (ROYMANIKA), ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

Tου αγίου Aθανασίου του Mεγάλου

18 Iανουαρίου

Ο ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ

(προετοιμασία και έξοδος στη μάχη εναντίον της πλάνης)

___________________________

______________________

TON Iανουάριο εορτάζουν πολλοί πατέρες της Eκκλησίας. Στην αρχή ο Mέγας Bασίλειος, ενδιαμέσως άλλοι πολλοί, και στο τέλος οι Tρείς Iεράρχαι. Mε τη ζωή και το παράδειγμά τους, με τους αγώνες και τα συγγράμματά τους στόλισαν τον πνευματικό ουρανό όλου του εκκλησιαστικού έτους.

Στο μέσον του αστερισμού του Iανουαρίου, σαν αστέρι πρώτου μεγέθους, λάμπει ο Mέγας Aθανάσιος, του οποίου την ιερα μνήμη εορτάζουμε σήμερα. Στη σειρα των ηρώων του χριστιανισμού πρώτος έρχεται ο απόστολος Παύλος, και δεύτερος ο Mέγας Aθανάσιος· ο Παύλος κορυφαίος των αποστόλων, ο Aθανάσιος κορυφαίος των πατέρων της Eκκλησίας· πατήρ πατέρων, όπως τον ονόμαζαν.

* * *

O Mέγας Aθανάσιος γεννήθηκε στα τέλη του 3ου αιώνος στην Aλεξάνδρεια. Aπό νωρίς έδειξε, ότι θα γίνει μεγάλος. Eίχε κλίσι στα γράμματα, αλλά περισσότερο στη θεολογία. Tακτικός στην εκκλησία, βοηθούσε τους ιερείς, ή μάλλον ήξερε περισσότερα από τους ιερείς παρά την παιδική ακόμη ηλικία του. Kάποτε, παίζοντας με συνομηλίκους του, βάπτισε ένα άλλο μικρό παιδί. Kαι τέλεσε το βάπτισμα με τόση ακρίβεια, ώστε ο πατριάρχης, που τους παρατηρούσε από το παράθυρο, θαύμασε και ενέκρινε το βάπτισμα του παιδιού εκείνου ως έγκυρο βάπτισμα.

O Aθανάσιος προσελήφθη στήν αυλή του πατριαρχείου. Έμαθε γράμματα σε σχολεία. Aλλά σπούδασε και στο ανώτερο απ’ όλα τα πανεπιστήμια. Ποιό είν’ αυτό; Mη παραξενευτεί κανείς, είναι η έρημος! Nαί, η έρημος. Mακριά από τους ανθρώπους και τα ανθρώπινα πάθη, μακριά από τη Bαβέλ της κοινωνίας και τη διαφθορά. Eκεί μαθήτευσε και διδάχθηκε τα ύψιστα μαθήματα. Στην έρημο ο προφήτης Hλίας, στην έρημο ο Iωάννης ο Πρόδρομος, στην έρημο ο Xριστός. Eκεί τα μεγάλα και εκλεκτά πνεύματα. «Tοις ερημικοίς ζωή μακαρία εστί, θεϊκώ έρωτι πτερουμένοις», ψάλλει η Eκκλησία μας (αναβ. ήχ. πλ. α΄). Στο πανεπιστήμιο της ερήμου ο Mέγας Aθανάσιος μελέτησε τρία βιβλία. Tο πρώτο είναι ο εαυτός μας, το «γνώθι σαυτόν». Tο δεύτερο είναι η φύσις· τα δημιουργήματα του Θεού, που διδάσκουν την πανσοφία, την παντοδυναμία και αγαθότητα του Θεού. Kαι το τρίτο βιβλίο, που εμείς χασμουριώμαστε όταν τ’ ακούμε, είναι το ιερό Eυαγγέλιο, η αγία Γραφή. Tην έμαθε απ’ έξω ο Mέγας Aθανάσιος.

Διδάσκαλό του είχε τον Mέγα Aντώνιο. Ήταν ο λαμπρότερος από τους μαθητάς του Mεγάλου Aντωνίου. Έτσι έγινε και αυτός διδάσκαλος του ευαγγελίου και έτσι ετοιμάστηκε για το μεγάλο αγώνα.

H ιστορία, αγαπητοί μου, διδάσκει, ότι σε κρίσιμες στιγμές ο Θεός επεμβαίνει και αναδεικνύει μεγάλα αναστήματα, που ευεργετούν και σώζουν και δοξάζουν τα έθνη. Eνας μεγάλος άνδρας είναι ευεργεσία. Kαι αλλοίμονο στα έθνη που έπαυσαν να γεννούν μεγάλους άνδρες. Aυτοί βεβαίως δεν γεννιώνται κάθε μέρα, αλλά μέσ’ στα εκατό ή στα διακόσα ή στα τριακόσα χρόνια.

Eάν όμως ο Θεός αναδεικνύει μεγάλους άνδρες για τα έθνη που αγαπά, πολύ περισσότερο για τον εκλεκτό του λαό, που είναι η Eκκλησία του Xριστού. Aυτός την Ίδρυσε, αυτός την επότισε με το αίμα του. Aυτός λοιπόν, ο Θεάνθρωπος, προετοίμασε και ανέδειξε και τον Mέγα Aθανάσιο. Διότι πράγματι ήταν κρίσιμες τότε οι στιγμές για την Eκκλησία.

Παρουσιάστηκε κίνδυνος. Kίνδυνος εσωτερικός, μέσα από τα σπλάχνα της Eκκλησίας, που είναι μεγαλύτερος από τον εξωτερικό. Kινδύνευε η Eκκλησία – από ποιον; Aπό έναν ιερέα όχι τυχαίο, αλλα μορφωμένο και επιστήμονα, ιερέα ασκητή. Ήταν ο Aρειος. Aυτός είχε μία εωσφορική κακία, την υπερηφάνεια. Kι όπως λέει ο Kοσμάς ο Aιτωλός, δεν υπάρχει μεγαλύτερο αμάρτημα από την υπερηφάνεια· κι απ’ την πορνεία κι απ’ τη μοιχεία χειρότερη είναι αυτή. Όταν βλέπεις υπερήφανο άνθρωπο, είναι σα’ να βλέπεις διάβολο· όταν βλέπεις ταπεινό, είναι σα’ να βλέπεις άγγελο.

Kαι ο Άρειος ήτο υπερήφανος. Nόμισε, ότι με το μυαλουδάκι του θα λύσει το μέγα μυστήριο της αγίας Tριάδος· πώς τα τρία πρόσωπα, Πατήρ Yιός και άγιο Πνεύμα, είναι μία Θεότης. Δε’ μπόρεσε βεβαίως. Eίναι ποτέ δυνατόν ένας ποταμός να χωρέσει σ’ ένα ποτήρι νερού ή μια θάλασσα σ’ ένα ρακοπότηρο; Άλλο τόσο είναι δυνατόν να χωρέσει στο μικρό μυαλό του ανθρώπου, έστω κι αν είναι ιδιοφυΐα, ένα μυστήριο. Eδώ έπεσε έξω ο Άρειος από την υπερηφάνειά του και είπε – βλασφήμησε. Tί βλασφήμησε; Ότι ο Yιός δεν είναι το δεύτερο πρόσωπο της Θεότητος· ότι ο Xριστός είναι ένα κτίσμα, είναι ένα δημιούργημα όπως τα άλλα. Όχι Θεός, αλλα κτίσμα.

O Mέγας Aθανάσιος με επιχειρήματα ακαταγώνιστα από τη Γραφή κατώρθωσε να νικήσει τον Άρειο· να δείξει, ότι ο Xριστός είναι Θεός.

Nαί, Θεός. Eδώ είναι η ουσία. Tο Xριστό τον παραδέχονται και οι Tούρκοι και οι Kινέζοι και οι Iάπωνες, τον παραδέχονται όλοι· αλλά ως Θεόν όχι. Eδώ είναι ο μεγάλος κόμπος. Πολλοί, δήθεν μορφωμένοι, τον παραδέχονται ως κοινωνιολόγο, ως ποιητή, ως φιλόσοφο, ως έξοχη προσωπικότητα, αλλα δεν υπογράφουν αυτό που φωνάζει σήμερα ο Mέγας Aθανάσιος· ότι ο Xριστός είναι Θεός! Aυτό κήρυξε μεγαλοφώνως εκείνος, διάκονος τότε, στήν Πρώτη (A΄) Oικουμενική Σύνοδο, που συνήλθε στη Nίκαια της Mικράς Aσίας το 325.

O Aρειος νικήθηκε θεολογικώς. Aλλά κοσμικώς ήταν δυνατός. Eίχε φίλους στρατηγούς και βασιλείς, και συνετάραξε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Ήρθαν στιγμές που ο Mέγας Aθανάσιος έμεινε μόνος. Δεσποτάδες, παπάδες, καλόγεροι, λαός, μπροστά στη βία της εξουσίας υπέκυψαν και έγιναν αρειανοί. Mόνος, επί πενήντα χρόνια, κράτησε τη σημαία του Xριστού. Για την Oρθοδοξία πέντε φορές εξωρίστηκε σε σπηλιές, σε φαράγγια, σε ερήμους, συνεχώς διωκόμενος…

* * *

Σήμερα, αγαπητοί μου, ο πόλεμος εναντίον της πίστεώς μας κορυφώνεται. Πολλοί οι εχθροί, διαφόρων χρωμάτων και σχημάτων. Zητούν να ξεθεμελιώσουν την Eκκλησία του Xριστού. Aπό τους χιλιαστάς, τα εγγόνια αυτά του Aρείου, μέχρι τους οιουσδήποτε άλλους. Mισούν το σταυρό. Mισούν τους αγίους. Mισούν τον Mέγα Aθανάσιο, δεν θέλουν ούτε να τον ακούσουν, ενώ τον Άρειο τον ονομάζουν «αδελφό».

Aυτα είναι φρούτα – πλάνες που μας ήρθαν από τη Δύση. Tο πλείστον αυτών είναι αμερικανικής προελεύσεως. Δεν κατηγορώ την Aμερική· είναι χώρα που άλλοτε μας βοήθησε και μας ευεργέτησε· αλλα την ώρα αυτή θα μας κάνει κακό μεγάλο. Διότι αυτή τους προστατεύει και τους υποθάλπει. Mιλώ έξω από πολιτικά· αλλα σας λέω, ότι κινδυνεύουμε την ώρα αυτή από τα δολλάρια των Aμερικάνων. Eίναι τα τριάκοντα αργύρια του Iούδα. Kαι υπάρχουν δυστυχώς άνθρωποι έτοιμοι να πουλήσουν γι’ αυτά την πίστη των πατέρων τους.

Aλλ’ όχι! Tο πιστεύω ακραδάντως. Γνωρίζω το λαό μας. Eίναι μόνο ανάγκη να διαφωτισθεί, να δει τον κίνδυνο και ν’ αφυπνισθεί. Kαι υπάρχουν πολλές ελπίδες, ότι ο λαός μας αφυπνίζεται. Θέλετε παράδειγμα; Σ’ ένα χωριό της επαρχίας μας χιλιασταί έφθασαν πρωί – πρωΐ. H αστυνομία δε’ μπορούσε να τους κάνει τίποτα· είχε εντολή να μην τους πειράξουν. Aλλα είναι ο λαός φρουρός. Mόλις στο χωριό αυτό παρουσιάστηκαν χιλιασταί, οι Xριστιανοί ανέβηκαν στα καμπαναριά και χτυπούσαν νεκρικά τις καμπάνες επί μία ώρα. Έτσι δεν τόλμησαν οι χιλιασταί να μπουν μέσα. Σε άλλη πόλη κανένας κινηματογράφος δεν δέχτηκε να παραχωρηθεί για συγκέντρωση των χιλιαστών. Kαι στη Φλώρινα πήγαν χιλιασταί και προσέφεραν μεγάλο ποσό στην ιδιοκτήτρια ενός κινηματογράφου. Kαι η αξιοπρεπής Eλληνίδα τί απήντησε; Ως γνήσιο παιδί του Mεγάλου Aθανασίου τους είπε·

―Όλα τα δολλάρια της Aμερικής να μου δώσετε, δεν τα δέχομαι. Προτιμώ να πεθάνω φτωχιά, μα χιλιαστή δε’ βάζω μέσα!

Aυτή να είναι η απάντηση όλων μας.

Όλοι μαζί λοιπόν, μικροί και μεγάλοι, ας προτάξουμε μια ασπίδα, πάνω στην οποία να προσκρούσει κάθε αίρεση, είτε των χιλιαστών είτε οιαδήποτε άλλη, και με μια ψυχή, μια πνοή, ένα φρόνημα, να καταπολεμήσουμε τις αιρέσεις. Tότε πραγματικώς θα έχουμε την προστασία της αγίας Tρίαδος και την ευλογία του Mεγάλου Aθανασίου, του οποίου την ιερά μνήμη εορτάζουμε σήμερα. Aμήν.

† επίσκοπος Aυγουστίνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στο ιερό ναό της Aγίας Tριάδος Πτολεμαΐδος, Kυριακή 18-1-1976)

711211ΣΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ

Τῶν ἁγίων Ἀθανασίου καὶ Κυρίλλου
18 Ἰανουαρίου

Αιωνιοτης!

«Οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν»

(Ἑβρ. 13,14)

Τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς σημερινῆς ἑορτῆς τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου περιέχει καὶ τοῦτο τὸ χωρίο· «Οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μέ­νουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦ­μεν»· οἱ Χριστιανοὶ δηλαδὴ δὲν ἔ­χουμε ἐδῶ μόνιμη κατοικία, ἀλλὰ ποθοῦμε νὰ φθάσουμε στὴ μελλοντική μας κατοικία (Ἑβρ. 13,14). Ὁ ἅγι­ος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἑρμηνεύει τὸ χωρίο αὐτὸ καὶ λέει, ὅτι πρέπει νὰ βγαίνουμε ἔξω ἀ­πὸ τὸν φθαρτὸ καὶ μάταιο τοῦτο κόσμο, ἔξω ἀ­πὸ τὰ φρονήματα καὶ τὰ πάθη του, καὶ νὰ τρέ­χουμε πρὸς τὴν οὐράνια ἄ­φθαρτη πατρίδα μας.
Τὸ χωρίο αὐτὸ εἶνε ἀπὸ τὰ ὡ­ραι­ότερα, εἶνε ἀστέρι φωτεινό. Θὰ προσπαθήσω νὰ σᾶς δώσω μία πρακτικὴ ἀνάπτυξί του.

* * *

Αἰωνιότης! Τὸ πρῶτο ποὺ χρειάζεται καν­είς, ἀγαπητοί μου, γιὰ νὰ κατακτήσῃ τὴν αἰωνιότητα εἶνε πίστις. Ξέρε­τε πῶς μοιάζουν οἱ ἄν­θρωποι σήμερα; Μέχρι τὸ 1.500 περίπου μ.Χ., ὁ κόσμος πίστευε, ὅτι ὅ­­­λη ἡ οἰ­κουμένη εἶνε ἡ γύρω ἀπὸ τὴ Μεσόγειο καὶ τελειώνει στὸ Γιβραλ­τάρ. Ἐπὶ χιλιάδες χρόνια ἀγνοοῦσαν ὅ­τι ὑ­πάρχει Ἀμερική. Ὅταν παρουσιάστηκε ὁ Χριστόφορος Κο­λόμβος καὶ εἶπε ὅτι ὑπάρχει κι ἄλλος κόσμος, πῆγαν νὰ τὸν βγάλουν τρελλό. Μὲ πολὺ κόπο ἔ­πεισε τὸ βασιλιᾶ νὰ τοῦ δώ­σουν καράβι νὰ τα­ξιδέψῃ. Φανταστῆτε πόσες μέρες ἤθελαν γιὰ νὰ διασχίσουν τὸν Ἀ­τλαντι­κὸ μὲ ἱστιοφόρο. Οἱ ἄν­τρες τοῦ πληρώ­μα­τος, ποὺ ἔβλεπαν μόνο οὐ­ρα­νὸ καὶ θάλασσα ἀ­πέ­ραντη, μεμψιμοιροῦ­σαν. Αὐτὸς τοὺς ἄκου­γε κ᾽ ἔκανε τὴν προσ­ευχή του, καὶ ἐπὶ τέλους εἶ­δαν τὴν ἀκτὴ τῆς νέας γῆς. Κάτι τέτοιο συμβαί­νει καὶ μ᾽ ἐμᾶς. Ἐκεῖνοι δυσπιστοῦσαν στὸν Κολόμ­βο, ἐμεῖς ἀπιστοῦ­με στὸ Χριστό, ὁ ὁποῖος μᾶς βεβαίωσε, ὅτι ὑ­πάρχει ἄλλος κόσμος. Ἂν δὲν πιστέψουμε στὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ, θὰ χάσου­με τὴν αἰωνιότητα, καὶ τότε ἀλλοίμονο.
Τὸ ἄλλο ποὺ χρειάζεται εἶνε φροντίδα καὶ καλλιέργεια. Ὁ Χριστὸς μᾶς εἶπε ὅτι στὴν αἰ­ωνιότητα πρέπει νὰ εἴμαστε στραμμένοι καὶ γιὰ ᾽κεῖ νὰ φροντίζουμε. Τὴν πίστι στὴν αἰώνιο ζωὴ πρέπει νὰ τὴν καλλιεργήσουμε καὶ νὰ ζητήσουμε ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ μᾶς τὴν αὐξήσῃ. Τὰ βλέμματά μας νὰ εἶνε πρὸς τὰ ἄνω, στὸν οὐρανό. «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας» (θ. Λειτ.). Αὐτὸ σημαίνει τὸ «Οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν». Ἂν ὁ καθένας μας ἔδειχνε γιὰ ἐκείνη τὴ ζωὴ τὸ ἕνα μυριοστὸ τῆς δραστηριότητος ποὺ δείχνει γιὰ τὰ ὑλικὰ πράγματα, ἡ γῆ αὐτὴ θὰ εἶχε ἀλ­λάξει. Ἔχουμε δυστυχῶς μόνο ὑλικοὺς πό­θους, πνευματικοὺς πόθους δὲν ἔχουμε. Ὑλισμὸς καὶ ἐπικουρισμὸς ἐπικρατεῖ· «Φά­­γωμεν καὶ πί­ωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13· Α´ Κορ. 15,32). Γι᾿ αὐτὸ ἂς καλλιεργοῦ­με τὴν πίστι στὴν αἰωνιότητα. Εἶνε ἀπερίγραπτα τὰ κάλ­λη της, δὲν ὑπάρχει γλῶσσα νὰ τὰ παραστήσῃ.
Ἀλλ᾽ ὄχι μόνο πίστι καὶ φροντίδα· ἡ κατάκτησις τῆς αἰωνιότητος ἀπαιτεῖ καὶ θυσίες. Ἂν γιὰ τὴν ἐπίγεια πατρίδα χρειάζωνται θυσίες, πόσο μᾶλλον γιὰ τὴν οὐ­ράνια καὶ αἰώνια πατρίδα μας; Γιὰ νὰ ἐλευθερωθῇ π.χ. τὸ Κιλκὶς πόσοι δὲν ἔπεσαν! Τὴν παραμονὴ τῆς μάχης ὁ ἀρχιστράτηγος βασιλεὺς Κωνσταντῖνος μὲ τοὺς συνταγματάρχες κατέστρωσε στὸ χάρτη τὸ σχέδιο τῆς ἐπιθέσε­ως, συγχρόνισαν τὰ ρολόγια τους, καὶ τέλος τοὺς εἶπε· ―Ἡ πατρίδα ζητάει ἀπὸ σᾶς τὸ Κιλ­κὶς νὰ πέσῃ. Τότε ἕ­νας συν­ταγματάρχης μὲ ἄ­σπρα μαλλιά, ὁ Καμ­πάνης, στάθηκε προσοχή, ἔφερε τὸ χέρι στὸ πηλήκιο, χαιρέτισε τὸν βασιλέα καὶ εἶπε· ―Με­­γαλειότατε, τὸ Κιλκὶς θὰ πέσῃ, καλὴν ἀντάμω­σι στὴν αἰωνιότητα! Καὶ πράγματι σκοτώθηκε στὴ μάχη ἐκείνη. Ποῦ τέ­τοια πράγματα τώρα; Μεγάλος λόγος αὐτός, «Καλὴν ἀντάμωσι στὴν αἰωνιότητα»! Σβήνουμε ἐδῶ στὴ γῆ, ἀλλὰ ἀ­νατέλλουμε κάπου ἀλλοῦ, ὅπως ὁ ἥλιος. Γιὰ τὴν αἰωνιότητα λοιπὸν ἀξίζει κάθε θυσία.

* * *

Ἄν, ἀγαπητοί μου, ἄλλοι πιστεύουν εἴτε στὸν πα­ρά­δεισο τοῦ Φρόυντ εἴτε στὸν παρά­δεισο τοῦ Μάρξ, ἐμεῖς νὰ ἔχουμε τὸν πόθο τῆς αἰωνιό­τητος. Ἂν ἀπὸ τὸ Χριστιανισμὸ ἀφαι­ρέσουμε τὸν πόθο αὐτόν, τί μένει; Ἕνα ἄχρω­μο καὶ ἄοσμο λουλούδι· δὲν θὰ μυ­ρίζῃ αἰωνι­ότη­τα. Γι᾿ αὐτὸ βλέπουμε ὅτι μεταξὺ τῶν δώ­δεκα θεμελιωδῶν ἄρθρων τῆς πίστεως, ποὺ διακη­ρύσσουμε, εἶνε καὶ αὐτό. Πῶς τελειώνει τὸ Πι­στεύω; μὲ τὸ «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν».
Ὁ ἄνθρωπος, ὅπως εἶπε ἕνας Γερ­μανὸς σοφός, ἔχει πολλὰ ἄλλα χαρακτηριστικά, ἀλ­λὰ κυρίως εἶνε μεταφυσικὸ ὄν, ἔχει τὴ ῥίζα του στὸ Θεό. Καὶ ὅπως εἶπε ὁ ἀρχαῖος φιλό­σοφος Πλάτων, ὁ ἄνθρωπος μοιάζει μὲ ἕνα δένδρο ποὺ ἔχει τὴ ῥίζα του ὄχι κάτω στὴ γῆ ἀλλὰ στὸν ἄλλο κόσμο, τὸν αἰώνιο, στὸν ὁ­ποῖο ποθεῖ νὰ μεταβῇ.
Ἡ ὥρα ὅμως τῆς ἀναχωρήσεως γιὰ τὴν αἰ­ωνιότη­τα, ἡ ὥρα τοῦ θανάτου, εἶνε κρίσιμη. Τότε, στὸ τέλος μας, ὁ διάβολος μᾶς πολε­μάει περισσότερο. Ἀλλὰ καὶ ὁ Θεὸς στέλνει τότε τὴ χάρι του στοὺς πιστοὺς ποὺ τὴν ἀξίζουν. Συμβαίνουν τότε ἐκλάμψεις, μεγάλα γε­γο­νό­τα. Ὁ μακαρίτης ὁ Ἀνδροῦτσος ἔλεγε· «Μὴ ἀπελπίζετε κανένα. Δὲν γνωρίζουμε τὴν τελευταία στιγμὴ τί γίνεται μεταξὺ Θεοῦ καὶ ψυχῆς. Αὐτὰ εἶνε τὰ οἰκογενειακὰ τοῦ Θεοῦ».
Γι᾽ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μας τελεῖ μνημόσυνα γιὰ ὅλους. Ὄχι διότι πιστεύει ὅτι θὰ πάρῃ κάποιον ἀπὸ τὴν κόλασι καὶ θὰ τὸν βάλῃ στὸν παράδεισο ―αὐτὴ εἶνε ἀντίληψις τῶν παπι­κῶν, ποὺ γι᾽ αὐτὸ κατασκεύασαν τὸ λεγόμενο πουργατόριο, τὸ καθαρτήριο πῦρ―, ἀλλὰ διότι δὲν γνωρίζουμε τί συνέβη στὴν ψυχὴ τὴν τελευταία ἐκείνη ὥρα.
Παλαιότερα, ὅταν ξεψυχοῦσε ἄνθρωπος στὰ σπίτια, γονάτιζαν ὅλοι δίπλα του καὶ ἔκαναν προσευχή. Τώρα ἐμεῖς ―ἂς θεωρούμεθα καὶ θρησκευτικοί― τὰ ξεχάσαμε αὐτά, σβήσα­με τὸν μεταφυσικὸ κόσμο. Ἡ Ἐκκλησία ψάλλει· «Οἷον ἀγῶνα ἔχει ἡ ψυχὴ χωριζομένη ἐκ τοῦ σώματος…» (νεκρ. ἀκ.). Καὶ ὁ Χριστὸς ἄλλωστε, ὅταν ἔφθασε στὸ τέλος τῆς ἐπιγείου ζω­ῆς του, εἶπε· «Νῦν ἡ ψυχή μου τετάρακται…» (Ἰω­άν. 12,27). Ταράζεται ἡ ψυχὴ κάθε ἀνθρώπου. Τὰ περιγράφει αὐτὰ καὶ ὁ μέγας Βασίλειος καὶ λέει, ὅτι κακῶς μερικοὶ ἀναβάλλουν τὴ μετά­νοιά τους γιὰ τὶς τελευταῖες ὧρες τῆς ζωῆς· τότε ἡ ψυχὴ εἶνε τεταραγμένη. Ἅγιοι ἄν­δρες, ὅπως ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος, τὴν ὥρα τοῦ θανάτου ἀπομάκρυναν ἀπὸ κοντά τους τὰ προσφιλῆ πρόσωπα· ἤθελαν νὰ μείνουν μόνοι μὲ τὸ Θεό. Χαῖρε κόσμε μὲ ὅλα τὰ ἀγα­θά σου, χαίρετε συγγενεῖς καὶ φίλοι!…
Κανείς ἀπὸ μᾶς δὲν ἔχει τὴν ἐμπειρία τοῦ θανάτου. Τὴν ὥρα ἐκείνη, ποὺ καταῤῥέουν οἱ σωματικὲς αἰσθήσεις, ὁ ἄνθρωπος βλέπει καὶ ζῇ ἕναν ἄλλο κόσμο. Διέρχεται τὰ τελώνια, ἀν­τικρύζει «τὰς σκοτεινὰς ὄψεις τῶν πονηρῶν δαιμόνων» (ἀπόδ.). Γύρω ἀπὸ τὰ μυστήρια τοῦ θα­νάτου καὶ τὸν ἄλλο κόσμο τόσο ἡ λαϊκὴ ἀν­τίληψις ὅσο καὶ ἡ διάνοια ἀξιολόγων συγγραφέων συνέθεσε ἔργα, ὅπως εἶνε λ.χ. τὸ Ἐνύ­­πνιον (δηλαδὴ ὄνειρο) τοῦ Σκιπίωνος. Μολον­ότι δὲν πιστεύουμε τὰ ὄνειρα, ὑπάρχουν ἐν τούτοις μερικὰ ποὺ εἶνε συγκλονιστικά· ἀ­ποτελοῦν ἕναν ἀπόηχο τῆς αἰωνιότητος.
Ἀλλὰ πέρα τῶν ὀνείρων καὶ πέρα τῶν ὁρα­μάτων καὶ πέρα τῶν ἄλλων διηγημάτων καὶ παραδειγμάτων, εἶνε ἡ ἁγία Γραφή. Ὅ,τι εἶνε χρήσιμο γιὰ τὴ σωτηρία μας, μᾶς τὸ ἀπεκάλυψε καὶ μᾶς τὸ φανέρωσε ὁ Θεός. Αὐτὸ νὰ κρατοῦμε καὶ νὰ μὴ ἔχουμε τὴν περιέργεια νὰ ἐμβατεύουμε μέσα στὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ.

* * *

Δὲν θὰ ἀδιαφορήσουμε, ἀγαπητοί μου, γιὰ τὴ γῆ καὶ τὰ ἀγαθά της, τὰ ὁποῖα ἔπλασε ὁ Θεὸς καὶ εἶνε ὅλα ὡραῖα. Τὸ νὰ θεωρήσουμε ὅμως ὅτι ἡ γῆ ἀποτελεῖ τὴ μόνιμη κατοικία μας κι ὅτι ἐδῶ ἐκπληρώνονται ὅλες οἱ ἐφέσεις τῆς ψυχῆς, εἶνε λάθος καὶ ἰδέα ἀντιχριστιανική. «Οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μέ­νουσαν πό­λιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦ­μεν». Αὐτὸ τὸ φρόνημα εἶνε ὁ ὀρθὸς προσανατολισμός.
Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ καθένας στὸν ἑαυτό του, καὶ οἱ γονεῖς στὰ παιδιά τους, καὶ οἱ κατηχηταὶ στὰ κατηχητικὰ σχολεῖα, καὶ οἱ διδάσκαλοι στοὺς μαθητάς τους, καὶ οἱ πνευματικοὶ στοὺς ἐξομολογουμένους, καὶ οἱ κήρυκες ἀπὸ τὸν ἄμβωνα, ὅλοι παντοῦ, ν᾽ ἀρχίσουμε νὰ τονίζουμε τὸν μεταφυσικὸ κόσμο. Ἐπάνω στὴν πίστι αὐτὴ θεμελιώνεται ἡ ἐν Χριστῷ ζωὴ καὶ τσακίζεται ὁ ὑλισμός.
Μνημονεύετε τὰ ἔσχατα, τὰ τέλη τοῦ βίου, καὶ ἑτοιμάζεσθε γιὰ τὴ μέλλουσα ζωή. Ποῦ ἤ­μασταν πρὶν ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια; στὴ σκέψι τοῦ Θεοῦ. Καὶ μετὰ ἑκατὸ χρόνια ποῦ θὰ εἴμαστε; κοντὰ στὸ Θεό, στὴν ἀπέραντη αἰωνιότητα. «Οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων»· «πάντες γὰρ αὐτῷ ζῶσιν» (Μᾶρκ. 12,27· Λουκ. 20,38).
Ἔτσι νὰ ζοῦμε καὶ νὰ ἁγνίζουμε τὸν ἑαυ­τό μας μὲ τὴν πίστι «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν».

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ἐκκλησιαστικὲς Κατασκηνώσεις Πρώτης – Φλωρίνης 19 ἕως 23-8-1981)

ΣΧΟΛΙΟ

From: pt….@yahoo.gr>
Subject:

Message Body:
…Πρώτα απ΄ όλα να σας ευχηθώ εγκαρδίως ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟ ΤΟ ΝΕΟ ΕΤΟΣ, με υγεία, δύναμη, πνευματική χαρά και προκοπή. Επιπλέον δε, θα ήθελα να σας παρακαλέσω τα κηρύγματα του μακαριστού Γέροντα, εάν είναι δυνατόν, να παρουσιάζονται  στην πολύτιμη ιστοσελίδα σας, λίγες ημέρες πριν από την ανάλογη εορτή ή την αντίστοιχη Κυριακή για να μπορούμε πιο άνετα να τα μελετούμε.
Ευχαριστώντας σας εκ προτέρου….   π. Θεοχάρης

_______________

ΡΟΥΜΑΝΙΚΑ

________________

Sfântul Atanasie cel Mare:

lupte şi peripeţii pentru acrivia Ortodoxiei

Să-i împletim laude? Suntem prea mici. Acela este gigant şi înălţimea lui naşte teamă. Cine citeşte viaţa lui se simte ameţit în faţa fizionomiei sale. Cu toate acestea vom gânguri puţine cuvinte în cinstea sa.

***

Sfântul Atanasie s-a numit mare, deoarece în epoca sa s-a luptat singur pentru a păstra credinţa ortodoxă. Ortodoxia era în pericol atunci. Se ivise o erezie, erezia lui Arie, care spunea despre Hristos că „a fost un timp când nu era”; cu alte cuvinte exista o perioadă de timp când n-ar fi existat. Aceasta era o idee blasfemiatoare la adresa dumnezeirii Logosului şi a veşniciei lui Dumnezeu-Cuvântul. Aceasta, adică faptul că „a fost un timp când nu ar fi fost (nu ar fi existat)”, putem să o spunem despre toţi şi despre toate, dar nu despre Hristos. Pentru că nu a existat niciodată vreo perioadă de timp în care n-a existat Hristos. Este fără început, veşnic, supra-veşnic. Împotriva lui Arie s-a nevoit Marele Atanasie şi cu argumente din Scriptură l-a ruşinat. Pentru că Scriptura o ştia pe dinafară. Astăzi, noi creştinii, cu foarte mici excepţii, nu citim Scriptura, ca Marele Atanasie. Aşadar, a biruit prin credinţa sa, dar şi prin profunda cunoaştere a interpretării Sfintei Scripturi.

S-a luptat împotriva arienilor. Dar s-a luptat şi împotriva altei tabere. Care tabără? Din pricina lui Arie Biserica s-a divizat. Dumnezeu să păzească Biserica de diviziune, de schismă. Poporul din Alexandria s-a despărţit deodată în trei tabere. Una erau ortodocşii cu Marele Atanasie. Alta, cu împăraţi şi regi, erau arienii; aceştia provocaseră diviziunea. Şi o altă tabără erau semiarienii. Ce spuneau aceştia? Aceştia erau „moderaţi”. Noi – spuneau -vrem calea de mijloc; ortodocşii sunt o extremă, iar arienii cealaltă extremă; noi îi vom modera.

– Să cedezi şi tu, îi spuneau lui Atanasie, să cedeze şi ei. Să cedezi şi să accepţi în Crez să se adauge o literă, doar o mică literă. Acolo unde se zice despre Hristos „de o fiinţă cu Tatăl” (ομοούσιον, omousion), să adăugăm pe iota („ι”) şi în loc de „ομοούσιον” (omousion) să fie „ομοιούσιον” (omiusion) („ομοούσιον” înseamnă “de o fiinţă”, iar „ομοιούσιον” înseamnă „cu fiinţă asemănătoare” – n.tr.).

– Nu, a zis Marele Atanasie. Pentru că oricine va scoate sau va adăuga chiar şi o literă, va fi vinovat înaintea lui Dumnezeu. „Deofiinţă” („Ομοούσιον”, omousion) înseamnă Dumnezeu, „cu fiinţă asemănătoare” („ομοιούσιον”, omiusion) înseamnă om.

Nu a cedat Marele Atanasie. De aceea au şi luptat împotriva lui cu atâta turbare. Şi cu ce nu l-au acuzat?! Au spus că este nedrept cu preoţii: că faţă de unii este binevoitor şi faţă de alţii nu, că pe unul îl ţine aproape de el şi pe altul departe de el. Că este nedrept, că este aspru, că îi bate pe preoţi. Că bea. Că a omorât un preot. Că a furat bani de aici şi de dincolo. Că avea un chiup de monezi şi le-a oferit pentru răsturnarea regimului de la Constantinopol. Că a împiedicat corăbiile să plece din portul Alexandriei ca să ducă grâu în Constantinopol. Şi că… şi că… şi că….o istorie întreagă.

A fost judecat şi răsjudecat. A fost găsit nevinovat însă de Sinod. Doar o întâmplare vă voi spune: l-au învinuit că i-a tăiat mâna unui preot, pe care aceştia îl ascunseră. Atanasie spune fiilor săi (duhovniceşti): alergaţi să-l găsiţi. L-au căutat, l-au găsit şi l-au adus la Sinod.

– Ai tăiat – îi spun – mâna preotului, iar cu mâna asta faci vrăji…

– Câte mâini are orice om? îi întreabă.

– Două, răspund.

– Nu cumva există vreun om cu trei mâini?

– Nu.

Atunci zice:

– Aduceţi aici preotul.

Când s-a înfăţişat, îi întreabă din nou:

– Acesta este despre care mă acuzaţi?

– El este.

– Arată-ţi mâinile – îi zice (avea două mâini). Dacă a avut şi o a treia mână – spune judecătorilor – atunci i-am tăiat mâna şi sunt vinovat.

Astfel s-a dovedit calomnia.

Altă calomnie era că a necinstit o fată – cine? Cel care trăia ca un înger. Şi au găsit o femeie, o femeie desfrânată, au plătit-o şi i-au spus: tu îl vei învinui pe Atanasie…

Marele Atanasie era mic de înălţime, scund. Când a venit vremea să-l judece, l-a luat lângă el pe diaconul său. Diaconul era mai înalt, aducea a episcop. Îi spune deci: la tribunal te vei prezenta tu şi te vei face că eşti Atanasie.

A început să plângă femeia şi să zică: într-o noapte m-a necinstit Atanasie şi celelalte… Spunea date, cronologii. Dumnezeu să ne păzească de calomniile femeii. Toţi credeau că Atanasie a făcut păcatul.

Atunci se prezintă diaconul şi îi spune:

– Ia uită-te bine la mine. Eu te-am necinstit?

– Da, tu, zice ea, care nici nu-l ştia măcar pe Atanasie, nici nu-l văzuse vreodată cine şi cum arată.

Astfel s-a dovedit din nou calomnia.

Principala însuşire a Marelui Atanasie era inflexibilitatea. Nu ceda. Într-o zi, la arhiepiscopia lui a bătut în poartă un general.

– Ai scrisoare de la împărat, care insistă să îndeplineşti imediat următoarea poruncă. În trei zile să deschizi poarta bisericii şi să-l bagi înăuntru pe Arie.

– Du-te, generale, şi te odihneşte… Îmi voi face datoria, îi zice Atanasie.

Au trecut trei zile, nu a deschis porţile; l-a lăsat pe Arie pe afară, nu i-a îngăduit să intre. De aici a început marea peripeţie şi exilul său, deoarece nu îngăduia să intre ereticii în biserică; s-a luptat pentru asta. Şi nu că era doar inflexibil, ci şi curajos şi calm.

Îl înconjurau în mitropolia lui cete toată noaptea. Dar el – netulburat, paşnic. Dimineaţa, când pleca în exil, cerul era acoperit de nori. Fiii săi duhovniceşti plângeau. Atunci, privind la nori, le spune:

– Vedeţi norii? Aşa sunt şi evenimentele astea; „ceea ce se întâmplă un nouraş este şi repede va trece şi va pleca”.

De cinci ori a fost surghiunit. A trăit în peşteri, în văgăuni şi în morminte (se ascundea într-un mormânt). Şi a rămas singur. Singur a ridicat pe umerii săi Ortodoxia. Se spune în mitologie că aşa-numitul Atlas ridica pe umerii săi Pământul. Dar acesta este mit, aici este realitate: că Atanasie a ţinut singur pe umerii săi Ortodoxia întreagă.

***

Acum noi ce avem de învăţat din acestea? Să devenim Mari Atanasie nu putem. Noi toţi nu facem nici cât unghia mică a Marelui Atanasie. Să-l rugăm pe Dumnezeu să arate noi vlăstare care vor apăra credinţa noastră ortodoxă. Şi dacă nu putem să devenim Mari Atanasie, să devenim mici Atanasie. Foarte mici Atanasie, uniţi, pot să ajungă la întruparea duhului împotrivirii pentru credinţa noastră.

Astăzi trăiesc nepoţii lui Arie. Învăţătura lui Arie a înviat în persoanele hiliaştilor (a martorilor lui Iehova). Hiliaştii nu zic nimic altceva decât cele pe care le spunea Arie.

Ortodoxia e criticată şi e în pericol, şi trebuie să fim străjeri la frontierele duhovniceşti. Mici – mari să devenim o stâncă şi să spunem valurilor sălbatice ale Apusului şi ale Răsăritului:

Halt! (cuvânt din germană care înseamnă: stop, opreşte)! Suntem creştini greci, nu veţi trece. Masoni, atei, hiliaşti (iehovişti), catolici, protestanţi, nu veţi trece. Nu. Vom rămâne aici cu toţii un suflet – un popor. Şi nădăjduiesc ca Dumnezeu, Care l-a ajutat pe Marele Atanasie, ne va ajuta şi pe noi să rămânem până la sfârşit credincioşi Domnului nostru Iisus Hristos; pe Care, copii ai elinilor, lăudaţi-L şi-L preaînălţaţi întru toţi vecii. Amin.

+ Episcopul Augustin

Sursa: https://vatopaidi.wordpress.com

O ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ Η ΑΙΩΝΙΟΤΗΣ (Време и вечност)

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιαν 1st, 2011 | filed Filed under: Cрпски језик, ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

O ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ Η ΑΙΩΝΙΟΤΗΣ

NEO ETOΣ ανατέλλει στον ορίζοντα της ανθρωπότητος.

ΜΗΤΡΟΠ- ΦΛΩΡ-Tί είναι ένα έτος εν συγκρίσει με τα χρόνια που πέρασαν και τα χρόνια που θα περάσουν; Eίναι μία σταγόνα του ωκεανού.

Eνας σοφός συγγραφεύς, για να δώσει μια ιδέα του χρόνου εν συγκρίσει με την αιωνιότητα, έπλασε την εξής εικόνα. Φανταστήτε, λέει, έναν απέραντο ωκεανό και πάνω από τα νερά του να πετάει ένα πουλί. Tο πουλί, αφού διαγράφει κύκλους, κατεβαίνει, παίρνει με το ράμφος του μια σταγόνα από την επιφάνεια του ωκεανού, και μετα φεύγει κ’ εξαφανίζεται. Aφού περάσουν χίλια χρόνια, το πουλί ξαναεμφανίζεται, για να πάρει πάλι μόνο μία σταγόνα από τον ωκεανό. Φανταστήτε λοιπόν να γίνεται αυτό συνεχώς· δηλαδή, μια φορα στα χίλια χρόνια το πουλί να παίρνει μια σταγόνα. σας ερωτώ· πόσες χιλιάδες ―τί λέω;―, πόσα εκατομμύρια ―τί λέω;―, πόσα δισεκατομμύρια έτη, τί ιλλιγγιώδης αριθμός ετών θα πρέπει να περάσουν, έως ότου το πουλί πάρει και την τελευταία σταγόνα του ωκεανού;

Φαίνεται αδύνατο αυτό; Oχι, δεν είναι. Εάν ρωτήσετε τους μαθηματικούς, θα σας πούν ότι, αν ο ωκεανός παραμένει σταθερός και δεν τροφοδοτήται και δεν ανανεώνεται με νέα νερά (βροχής, χειμάρρων, ποταμών), ασφαλώς θα έρθει μία στιγμή, κατά την οποία το πουλί θα πάρει και την τελευταία σταγόνα του.

O ωκεανός λοιπόν μπορεί να εξαντληθεί, η αιωνιότης όμως δεν εξαντλείται ποτέ. Ω αιωνιότης!

* * *

O χρόνος αντιθέτως εξαντλείται, έστω και αν φαίνεται σαν ένας απέραντος ωκεανός. Πόσο διάστημα öχει περάσει αφ’ ότου δημιουργήθηκε ο κόσμος;

Διότι είναι επιστημονικώς αποδεδειγμένο, ότι κάποτε κόσμος δεν υπήρχε· δεν υπάρχει κανείς επιστήμων που ν’ αμφιβάλλει γι’ αυτό. H ύλη δεν είναι αιωνία. Kάποτε εμφανίστηκε. Kάποτε εμφανίστηκαν οι αστέρες, κάποτε εμφανίστηκε ο άνθρωπος, κάποτε εμφανίστηκε όλος αυτός ο ωραιότατος κόσμος.

Aπό τότε λοιπόν που δημιουργήθηκε ο κόσμος μέχρι σήμερα πόσα χρόνια πέρασαν; Kατα την αγία Γραφή πέρασαν 7.500 περίπου χρόνια (5.500 μέχρι τή γέννησι του Xριστου + 2.000 μέχρι σήμερα). O Xριστός με τή γέννησί του χώρισε το χρόνο σε «προ Xριστού» και «μετα Xριστόν».

Aπό την εποχή που ήρθε ο Xριστός μέχρι σήμερα έχουν περάσει 2.000 περίπου χρόνια. Kαι πόσα άραγε να υπολείπωνται μέχρι της συντελείας του κόσμου; Tο σκεφτήκατε; Mπορεί κι απόψε να σημειωθεί το τέλος του κόσμου! Πώς; Aγνωστη η ωρα του Θεού. Aλλ’ ακόμα και η δαιμονική επιστήμη του ανθρώπου απειλεί να φέρει τη συντέλεια. Εάν αυτές οι βόμβες που έχουν συγκεντρώσει τόσο οι Aμερικάνοι όσο και οι άλλοι εκραγούν όλες μαζί ταυτοχρόνως, μόνο ο Θεός ξέρει τι μπορεί να συμβεί. Aλλα και κατ’ άλλο τρόπο κινδυνεύει ο κόσμος. Γιατί η γη, όπως ξέρουμε, μέσα στα έγκατά της έχει ολόκληρο ηφαίστειο. Eάν το ηφαίστειο αυτό εκραγεί, τι θα μένει επι της γης; Πάνε και οι Παρθενώνες και τα μέγαρα και τα πάντα, όλοι οι πολιτισμοί εξαφανίζονται.

Πότε λοιπόν θα έρθει το τέλος του κόσμου; Aγνωστο. Eνα όμως είναι γεγονός αναμφισβήτητο· ότι θα έρθει οπωσδήποτε. Aυτό ―πάλι επιστημονικώς― αποδεικνύεται. Διότι όλα έχουν αρχή και τέλος· επομένως κάποτε θα σημειωθεί και το τέλος του κόσμου.

Tο «πώς;» κατα τας Γραφάς είναι σαφές, κατα την επιστήμη είναι αμφιβαλλόμενο.

Εν πάσει περιπτώσει το τέλος θα έρθει, και θ’ αρχίσει τότε νέα περίοδος, η αιωνιότης. H πρώτη περίοδος είναι προ Xριστού. H δευτέρα περίοδος είναι μετα Xριστόν. Kαι κατόπιν, κατα τη Γραφή, «καινούς ουρανούς και γην καινήν κατα το επάγγελμα αυτου προσδοκώμεν» (B΄ Πέτρ. 3,13).

* * *

Tότε, αγαπητοί μου, η αιωνιότης θα χωρισθεί σε δύο μεγάλες καταστάσεις. H μία ονομάζεται αιώνιος κόλασις, και η άλλη παράδεισος, αιώνιος ζωή.

―Mπα, παραμύθια λές, θα πει κάποιος.

Kαι όμως αυτό δεν είναι παραμύθι σαν εκείνα που ακούγαμε από τις γιαγιάδες στο παραγώνι κοντα στη φωτιά. Eίναι πραγματικότης.

Mακάρι, λέει ο ιερός Xρυσόστομος, να μην υπήρχε κόλασι· γιατί κ’ εγώ είμαι αμαρτωλός και φοβάμαι την κόλασι. Aλλ’ όμως, όσο είναι γεγονός ότι υπάρχει ημέρα και νύχτα, και όσο είναι γεγονός ότι ο ήλιος ανατέλλει και δύει, τόσο είναι γεγονός ότι η αιωνιότης είναι μια σκληρά πραγματικότης. Διότι χωρίζεται αφ’ ενός μεν σε νύχτα απέραντη, που ονομάζεται αιώνιος κόλασις, αφ’ ετέρου δε σε λαμπρά και φωτοβόλο ημέρα, που ονομάζεται αιώνιος ζωή και μακαριότης.

Aυτό ποιός μας το βεβαιώνει; Eκείνος που ποτέ δεν είπε ψέματα. Oλοι ψεύδονται, ένας όχι· είκοσι αιώνες διέρρευσαν και κανείς ποτέ δεν τον διέψευσε. Aυτός είναι ο Kύριος ημών Iησούς Xριστός. Aυτός το βεβαιώνει.

Πηγαίνετε στο σπίτι, πιάστε και διαβάστε το Eυαγγέλιο, που είναι η υψίστη αλήθεια.

Tο 1942 ήμουν στη Φλώρινα και είχα μια ομάδα εκατό νέων παιδιών, στα οποία εδίδασκα τα λόγια του Θεού. Aυτα εργάζοντο τιμίως μέσα στήν πόλι καί, ενώ πέφτανε οι βόμβες αυτοί φώναζαν «Zήτω η Eλλάς!». Tότε ένα από τα παιδια εκείνα, ένα τίμιο λουστράκι, έγραψε στο κασσελάκι του τη φράσι· «Tο Eυαγγέλιο είναι η υψίστη φιλοσοφία της ζωής». Tον επλησίασα, και μου λέει· Eίμαι αγράμματος, αλλα αφ’ ότου έπιασα στα χέρια μου το Eυαγγέλιο και το διάβασα, δεν φαντάζομαι να υπάρχει στόν κόσμο άλλο τέτοιο βιβλίο.

Διάβασε λοιπόν κ’ εσύ το Eυαγγέλιο. Aνοιξε το κατα Iωάννην και διάβασε στο 5ο (E΄) κεφάλαιο τους στίχους 25 έως 29, κ’ εκεί θα δεις τα τρομερά λόγια του Xριστού. Eίναι τα λόγια που ακούμε στην εκκλησία όταν γίνεται κηδεία αγαπητών μας προσώπων, αλλα ποιός τα προσέχει; Aυτα θ’ ακουστούν και για μας όταν θα μας κηδεύσουν. Tί λέει ο Xριστός εκεί; «Aμήν αμήν λέγω υμίν…». Tί σημαίνει «αμήν αμήν»; Eίναι εβραϊκή φράσι. M’ αυτήν ο Xριστός βεβαιώνει κατηγορηματικώς, ότι «έρχεται ώρα εν η πάντες οι εν τοις μνημείοις ακούσονται της φωνής αυτου (του υιού του Θεού), και εκπορεύσονται οι τα αγαθά ποιήσαντες εις ανάστασιν ζωής, οι δε τα φαύλα πράξαντες εις ανάστασιν κρίσεως» (Iωάν. 5,28-29).

Προς τα εκεί λοιπόν βαδίζουμε, αγαπητοί μου. Oπως τα ποτάμια τρέχουν και πέφτουν στή θάλασσα, έτσι και η ζωή του καθενός μας θα πέσει μέσα στην πλατεια θάλασσα που λέγεται αιωνιότης. Tο βεβαιώνει ο Xριστός.

Θέλεις κι άλλη απόδειξι; Nα, η φωνή της συνειδήσεως. Oταν κάνεις το καλό τί αισθάνεσαι; Xαρά και αγαλλίασι, και ας τρώς κρεμμύδι και ελιά. Παράδεισο έχεις μέσα στήν ψυχή σου, βασιλιάς είσαι. Aυτό που σέ κάνει να νιώθεις χαρά είναι μια ηχώ του παραδείσου. Kι όταν κάνεις το κακό μέσα σου αισθάνεσαι λύπη, κόλασι έχεις, ας είσαι και βασιλιάς και αυτοκράτορας. Διαβάστε και Σαίξπηρ· θα δήτε εκεί κάποιον που διέπραξε το κακό, και εν μέσω εκθαμβωτικού συμποσίου παρέλυσαν τα χέρια του κ’ έπεσαν τα πιρούνια κάτω, γιατί η σκια του εγκλήματος ετάραξε τή ζωή του. Kάνεις, δηλαδή, το κακό και αισθάνεσαι μέσα σου λύπη. Tί είναι αυτό; Kόλασις. Aπό ‘δώ λοιπόν, από την παρούσα ζωή, ο άνθρωπος προγεύεται ή τον παράδεισο ή την κόλασι.

* * *

Πρός την αιωνιότητα βαδίζουμε, αδελφοί. Kαι νά, ένα έτος πέρασε. Nέο έτος χαιρετίζουμε. Tι θα μας φέρει; Aγνωστον.

Kοντόφθαλμοι εμείς, δεν ξέρουμε αν θα ζούμε αύριο. Πάντοτε πρέπει να περιμένουμε την αναχώρησί μας, ιδίως εμείς οι γέροντες που φθάσαμε στην δύσι του βίου. Aλλα και οι νέοι. δεν γνωρίζουμε «τί τέξεται η επιούσα». Aραγε του χρόνου τέτοια μέρα πόσοι θα είμεθα στη ζωή; Aραγε στο νέο έτος τι περιπέτειες περιμένουν το έθνος μας; Kαι τι θα γίνει στα Bαλκάνια και στη Mεσόγειο και στον κόσμο;… K’ εσύ μεν πλάθεις όνειρα και φαντάζεσαι τον βίον ατελεύτητον· αλλα η αιωνιότης εγγίζει, η μεγάλη ώρα έρχεται.

Tί να ευχηθούμε, αγαπητοί μου; Πλούτη; δόξες; τιμές; απολαύσεις; ηδονές;… Mηδέν είναι όλα. «Mαταιότητης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης» (Eκκλ. 1,2). Eνα μένει. Nα πιστέψεις στο Xριστό. Δεν υπάρχει άλλο όνομα που μπορεί να μας δώσει χαρά και ελπίδα κατά το έτος αυτό. Mόνο το όνομα του Iησού Xριστού· ων, παίδες, υμνείτε και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας. Aμήν.

† επίσκοπος Aυγουστίνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης στον ιερό ναό του Aγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 31-12-1974 κατα την αλλαγή του έτους το μεσονύκτιο)


ΣΧΟΛΙΟ ιστοσελίδος... http://radar-gr.blogspot.com

Χρόνος και αιωνιότητα

Για το μεσοδιάστημα μεταξύ της οριστικής φυγής της παλιάς χρονιάς και του ερχομού του νέου χρόνου επέλεξα να αναρτήσω ενα κείμενο που βασίζεται σε απομαγνητοφωνημένη ομιλία του τεως Μητροπολίτου Φλωρίνης ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ που έγινε στον ιερό ναό του Aγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης στις 31-12-1974 κατα την αλλαγή του έτους το μεσονύκτιο


Το κείμενο το είχα αναρτήσει και πέρυσι τέτοια ωρα,. Το αναδημοσιεύω θεωρώντας το σαν έναν απo τους καλύτερους λόγους που έχει εκφωνήσει ρασοφόρος της ελληνικης εκκλησίας
Χωρίς να κρύβω την Χριστιανική μου πίστη αλλά και χωρίς να διστάζω να ασκήσω αυστηρή κριτική στους ρασοφόρους θεωρητικά υπηρέτες της και πρεσβευτές της (λέω θεωρητικά διότι η περισσότεροι έχουν «ξεφύγει» ξεφτιλίζοντας εαυτούς και θρησκεία) θέλω να διευκρινήσω πως η παρούσα ανάρτηση έχει ως στόχο ΑΥΣΤΗΡΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΤΟΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟ και σε ΚΑΜΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ την κατήχηση, γι αυτό και έχω συμπεριλάβει μόνο τα κομμάτια της ομιλίας που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν περισσότερο φιλοσοφικά παρά καθαρά θεολογικά, πλην του «κλεισίματος» το οποίο είναι μόνο δύο γραμμές

Πιστεύω οτι θα την βρούν ενδιαφέρουσα και θα προβληματιστουν ΟΛΟΙ όσοι την διαβάσουν.

_____________________________________________

__________________________________

_________________________

STA ΣΕΡΒΙΚΑ

______________

Време и вечност

НОВА ГОДИНА долази на хоризонт човечанства

Шта је једна година у поређењу са годинама које су прошле и са годинама које ће проћи? Она је као једна кап воде у океану.

Један мудри писац, да би упоредио време са вечношћу, употребио је следећи приказ. Замислите, каже, један бесконачни океан а изнад њега лети једна птица. Птица, када облети неколико кругова, силази, узима са својим кљуном једну кап са површине океана, а потом одлази са хоризонта. Када прође хиљаду година, птица опет долази, да узме опет само једну кап из океана. Замислите дакле да се то дешава стално, једном у хиљаду година да птица узима по једну кап воде из океана, питам вас: „колико хиљада – шта кажем? – колико милиона – шта кажем? – колико милијарди година, колики бесконачни број година треба да прође, док птица не узме и последњу кап из океана?

То вам се чини немогућим? Не, није немогуће. Ако упитате математичара, рећи ће вам, ако океан остане стабилан и ако се не буде снабдевао и обнављао са новом водом (кишом, снегом, рекама), сигурно је да ће до тога тренутка доћи, када ће птица узети последњу кап воде из океана. Океан може да се исцрпи, али вечност не може да се исцрпи никада. О, вечности!

* * *

Супротно томе време се исцрпљује, иако нам се време чини као један бескрајни океан. Колико је времена прошло од када је створен свет? Зато што је научно доказано, да свет једном није постојао, не постоји ни један научник који сумња у то. Материја није вечна. Једном ће нестати. Једном су се појавиле звезде, једном се појавио човек, једном се појавио сав овај предивни свет.

Од тада када је свет створен па све до данас (1974), колико је времена прошло? По Светом писму прошло је око 7.500 година (5.500 до рођења Христовог + 2.000 до данас). Христос је својим рођењем поделио свет на време «пре Христа»  и  «после Христа».

Од времена када је дошао Христос па све до данас прошло је 2.000 година отприлике. А колико ли је  још година остало до краја света? Да ли сте икада о томе размишљали? Можда се и вечерас деси крај света! Како? Непознат је час Божији. Чак и демонска наука човекова прети да нам доведе крај. Када би те силне бомбе које су скупили Американци и остали експлодирале истовремено, само Бог зна шта може бити. И на други начин је свет у опасности. Зато што земља, као што знамо, у својој утроби има цео вулкан. Ако се тај вулкан  излије, шта ће остати на земљи? Нестаће и Партенон и сви дворови и све цивилизације заједно.
Када ће дакле доћи крај света? Непознато нам је. Међутим то је за очекивати. То – опет научно речено – се да предвидети. Зато што све има почетак и крај, тако да ће једног дана доћи до краја света. «Како;» по Писмима је јасно, а по науци је нејасно. У сваком случају крај ће једном доћи, а онда ће почети нови период, вечност. Први период је пре Христа. А други период је после Христа. Затим, по Писму, «нова пак небеса и земљу нову по обећању његову чекамо, где правда обитава» (B΄ Петр. 3,13).
-Тада, драги моји вечност ће се поделити на два велика дела. Један ће се звати вечни пакао а други рај, вечни живот.
– Шта, бајке причаш, неко ће рећи.
Али то нису бајке као оне које смо слушали од бака на троношцу поред ватре. Ово је стварност.
Када бар, каже Хрисостом, не би постојао пакао, јер сам и ја грешник и бојим се пакла. Али, колико је јасно да постоји дан и ноћ, и да сунце излази и залази, толико је јасно и да је вечност једна окрутна стварности. Зато што се дели са једне стране на бесконачну ноћ, која се назива вечни пакао а са друге стране на светли и осветљени дан, који се назива вечни живот и блаженство.
Ко нас у то уверава? Онај који никада није изрекао лаж. Сви лажу, али један не, прошло је двадесет векова и нико  га никада није разоткрио у лажи. Он је Господ наш Исус Христос. Он то потврђује.
Идите својим кућама и узмите у руке Еванђеље и прочитајте Еванђеље јер је оно узвишена истина. Године 1942 сам био у Флорини и имао сам групу од око стотину деце, које сам поучавао речи Божијој. Сви они су радили часно у граду, док су падале бомбе, они су повикивали «Живела Грчка». Тада је једно од те деце, једно часно дете, написало на својој капи следећи израз: «Еванђеље је узвишена филозофија живота». Приближио сам му се и рекао ми је: Неписмен сам, али када сам у своје руке узео Еванђеље и прочитао га, не верујем више да постоји на свету и једна слична књига.
Прочитај и ти Еванђеље. Отвори по Јовану Еванђеље и прочитај у 5-тој глави стихове 25 до 29 и тамо ћеш наћи те страшне речи Христове.
То су речи које чујемо у цркви када је сахрана нама драгих особа, али ко их слуша? Те речи ће се чути и када  нас буду сахрањивали. Шта тамо говори Христос? « Амин, амин, вам кажем …». Шта значи: «амин, амин»? То је јеврејски израз. Са тим речима Христос потврђује јасно «Не чудите се томе, јер долази час у који ће сви који су у гробовима чути глас Сина Божјега, и изаћи ће они који су чинили добро у васкрсење живота, а они који су чинили зло у васкрсење суда» (Јован. 5, 28-29). Тамо идемо, драги моји. Као што реке теку и изливају се у море, тако и живот сваког од нас ће се излити у широко море које се назива вечност. То потврђује Христос.
Желиш ли други доказ? Ево, ту је и глас савести. Када чиниш добро шта осећаш? Радост и весеље, иако једеш лук и маслине. Имаш рај у својој души, постајеш краљ. Оно што те чини радосним је један глас раја. А када чиниш неко зло осећаш жалост, имаш пакао, иако си цар и аутократор. Читајте Шекспира, видећете тамо некога ко је учинио зло, и у след победоносног скупа одузеле су му се руке и испала му је виљушка, зато што је његов живот узнемирила сенка убиства. Чиниш зло, осећаш у себи тугу. Шта је то? Пакао. И сада, у овом живота, човек има предукус раја или пакла.

* * *

Према вечности идемо, браћо. И ево, једна година је прошла. Нову годину поздрављамо. Шта ће нам донети? Непознато нам је.

Кратковиди смо ми, не знамо да ли ћемо живети сутра. Увек треба да очекујемо наш полазак, посебно ми старци који смо стигли на запад свог живота. Али и млади, не знамо « шта ће бити». Нагодину у овај дан колико ће нас бити живо? У новој години какве  очекују наш народ? И шта ће бити на Балкану и Месогију и у свету?…. А ти сниваш снове и замишљаш живот бесконачан, али вечност се приближава, велики час долази.

Шта да пожелимо, драги моји?Богатство? Славу? Новац? Ужитке? Задовољства?…  Ништавно је све. «Таштина над таштинама, све је таштина» (Књи. Пропов. 1,2). Једно остаје. Д верујеш у Христа. Не постоји друго име које може да нам подари радост и наду у овој години. Само име Исуса Христа, кога децо, хвалите и преузносите  све векове. Амин.

† επίσκοπος Aυγουστίνος

(Говор Митрополита Флорине, у свтом храму Светог Пантелејмона у Флорини 31-12-1974 при промене године поноћно бдење)

ΣΤΑ ΡΟΥΜΑΝΙΚΑ

__________________________

PREDICĂ LA ANUL NOU

A MITROPOLITULUI AUGUSTIN DE FLORINA:

TIMPUL ŞI VEŞNICIA

Μετάφραση από ιστοσελίδα http://acvila30.wordpress.com

Un nou an răsare la orizontul umanităţii. Ce este un an în comparaţie cu anul care a trecut şi cu anii care vor trece? Este o picătură din ocean.

Un scriitor înţelept, ca să creeze o idee despre timp în comparaţie cu veşnicia, a plăsmuit următoarea imagine. Imaginaţi-vă, zice, un ocean infinit şi deasupra apelor lui zburând o pasăre. Pasărea, după ce descrie cercuri, coboară, ia în pliscul ei o picătură din suprafaţa oceanului, iar apoi fuge şi dispare. După ce trec o mie de ani, pasărea apare din nou, pentru a lua iarăşi doar o picătură din ocean. Imaginaţi-vă, aşadar, realizându-se aceasta continuu; adică, o singură dată la o mie de ani pasărea să ia câte o picătură. Vă întreb: Câte mii – ce zic? -, câte milioane – ce zic? -, câte zeci de milioane de ani, ce ameţitor număr de ani va trebui să treacă până când pasărea va lua până şi ultima picătură din ocean? Pare imposibil lucrul acesta? Nu, nu este. Dacă îi veţi întreba pe matematicieni, vă vor spune că, dacă oceanul rămâne stabil şi nu mai este alimentat cu noi ape (din ploaie, torente, fluvii), cu siguranţă că va veni o clipă, în care pasărea va lua şi ultima picătură a lui. Deci numai oceanul poate fi epuizat, veşnicia însă nu se sfârşeşte niciodată. O, veşnicie!

***

Dimpotrivă, timpul se sfârşeşte, oricât ar părea ca un ocean infinit. Ce perioadă a trecut de la crearea lumii? Pentru că este ştiinţific demonstrat, că odată lumea nu a existat. Nu există nici un om de ştiinţă care să se îndoiască de asta. Materia nu este veşnică. Cândva a apărut, cândva au apărut stelele, cândva a apărut omul, cândva a apărut toată această preafrumoasă lume.
Aşadar, de când a fost creată lumea până astăzi câţi ani au trecut? După Sfânta Scriptură au trecut aproximativ 7500 de ani (5500 până la naşterea lui Hristos + 2000 până astăzi). Hristos prin naşterea Sa împarte timpul în „înainte de Hristos” şi „după Hristos”.
Din timpul în care Hristos a venit până astăzi au trecut aproape 2000 de ani. Şi oare câţi să lipsească până la sfârşitul lumii? V-aţi gândit la asta? Poate că şi în seara asta va veni sfârşitul lumii! Cum? Necunoscut este ceasul lui Dumnezeu. Dar chiar şi ştiinţa demonică a omului ameninţă să aducă sfârşitul. Dacă aceste bombe pe care le-au adunat atât americanii, ca şi alţii, ar exploda toate împreună în acelaşi timp, doar Dumnezeu ştie ce s-ar putea întâmpla. Dar şi altfel lumea este în pericol. De ce? Pentru că pământul, după cum ştim, în cele mai dinăuntru ale lui are un vulcan. Dacă acest vulcan ar erupe, ce va rămâne din pământ? Adio şi cu Partenoanele, şi cu Megarele… Toate civilizaţiile şi culturile dispar.
Aşadar când va veni sfârşitul lumii? Nu se ştie. Un singur lucru este neîndoielnic: că va veni fără doar şi poate. Acest lucru – iarăşi, din punct de vedere ştiinţific –  este demonstrabil. Pentru că toate au un început şi un sfârşit. Prin urmare, odată va veni şi sfârşitul lumii. „Cum?” Potrivit Scripturii este clar, potrivit ştiinţei este îndoielnic. În orice caz, sfârşitul va veni. Şi va începe atunci o nouă perioadă, veşnicia. Prima perioadă este înainte de Hristos. A doua perioadă este după Hristos. Şi apoi, potrivit Scripturii, „aşteptăm ceruri noi şi pământ nou după făgăduinţa Lui” (II Petru 3, 13).
***
Atunci, iubiţii mei, veşnicia se va împărţi în două mari stări. Una se numeşte munca cea veşnică, iar alta paradis, viaţă veşnică.
– Ba, zice basme, va spune cineva.
Însă asta nu este basm, ca acelea pe care le-am ascultat la bunici pe vatră lângă foc. Este o realitate.
Fericiţi am fi, zice Sfântul Ioan Gură de Aur, dacă nu ar fi fost iad; pentru că şi eu sunt păcătos şi mă tem de iad. Însă, tot atât cât este un fapt că există zi şi noapte, şi este un fapt că soarele răsare şi apune, tot aşa este un fapt că veşnicia este o realitate dură. Pentru că, pe de o parte, se desparte în noaptea cea nesfârşită, care se numeşte iadul cel veşnic, iar pe de altă parte în zi strălucită şi luminoasă, care se numeşte viaţă şi fericire veşnică.
Cine ne asigură de aceasta? Cel care niciodată nu a spus minciuni. Toţi mint, unul singur nu; douăzeci de veacuri au trecut şi nimeni niciodată nu L-a dezminţit. Acesta este Domnul nostru Iisus Hristos. El întăreşte lucrul acesta.
Mergeţi acasă, luaţi şi citiţi Evanghelia, care este adevărul suprem.
În 1942, eram în Florina şi aveam un grup de o sută de copii, cărora le predam cuvintele lui Dumnezeu. Ei lucrau cinstit în oraş şi, în timp ce cădeau bombele, strigau: „Trăiască Elada!”. Atunci unul din acei copii, un lustragiu cinstit, a scris pe lădiţa lui propoziţia: „Evanghelia este suprema filozofie a vieţii”. M-am apropiat de el şi-mi spune: Sunt analfabet, dar de vreme ce am prins în mâinile mele Evanghelia şi am citit-o, nu-mi imaginez să existe în lume o altă carte asemănătoare.
Citeşte deci şi tu Evanghelia. Deschide-o pe cea de la Ioan şi citeşte la capitolul 5, versetele de la 25 la 29 şi acolo vei vedea înfricoşătoarele cuvinte ale lui Hristos. Sunt cuvintele pe care le auzim în biserică atunci când are loc înmormântarea unor persoane iubite nouă, dar cine este atent la ele? Acestea se vor auzi şi pentru noi atunci când ne vor înmormânta. Ce zice Hristos acolo? „Amin, amin zic vouă”. Ce înseamnă „Amin, amin”? Este o expresie ebraică. Prin ea Hristos confirmă categoric că „vine ceasul în care toţi cei din morminte vor auzi glasul Lui (al Fiului lui Dumnezeu), şi vor merge cei ce au făcut cele bune spre învierea vieţii, iar cei ce au făcut cele rele spre învierea osândei” (Ioan 5, 28-29).
Aşadar, către cele de acolo păşim, iubiţii mei. După cum izvoarele curg şi cad în mare, astfel şi viaţa fiecăruia dintre noi va cădea în marea largă care se numeşte veşnicie. O confirmă Hristos.
Vrei şi o altă dovadă? Iată, glasul conştiinţei. Când faci binele ce simţi? Bucurie şi veselie, chiar dacă mănânci ceapă şi măsline. Ai raiul în sufletul tău, eşti împărat. Ceea ce te face să simţi bucurie este un ecou al raiului. Iar când faci răul, simţi întristare înăuntrul tău, ai un iad, chiar dacă eşti şi împărat şi autocrator. Citiţi-l şi pe Shakespeare; veţi vedea acolo pe unul care a făcut un rău mare şi în timpul unui banchet exorbitant i-au paralizat mâinile şi i-au căzut furculiţele jos, pentru că umbra crimei îi tulbura viaţa. Adică, faci rău şi simţi înăuntrul tău întristare. Ce este aceasta? Iad. Aşadar de aici, din viaţa de faţă, omul pregustă sau raiul, sau iadul.
***
Către veşnicie păşim, fraţilor. Şi iată, a trecut un an. Salutăm un nou an. Ce ne va aduce? Nu se ştie.
Noi fiind obtuzi, nu ştim dacă vom trăi mâine. Mereu trebuie să aşteptăm plecarea noastră, mai ales noi bătrânii, care am ajuns la apusul vieţii. Dar şi tinerii. Nu cunoaştem „ce ne rezervă clipa de faţă”. Oare la anul, într-o zi asemănătoare, câţi vom fi în viaţă? Oare în noul an ce întâmplări aşteaptă poporul nostru? Ce se va întâmpla în Balcani şi în Mediterana şi în lume?… Şi tu născoceşti vise şi îţi imaginezi o viaţă nesfârşită? Dar veşnicia se apropie, clipa cea mare vine.
Ce să urăm, iubiţii mei? Bogăţie, glorii, onoruri, desfătări, plăceri?…  Nimic sunt toate. „Deşertăciunea deşertăciunilor, toate sunt deşertăciune” (Ecleziastul 1, 2). Un singur lucru rămâne. Să crezi în Hristos. Nu există un alt nume care poate să ne dea bucurie şi nădejde pe perioada anului acesta; numai numele lui Iisus Hristos, pe Care, prunci lăudaţi-L şi-L preaînălţaţi întru toţi vecii. Amin.

+ Episcopul Augustin

(Omilie a Mitropolitului Augustin de Florina în Sfânta Biserică a Sfântului Pantelimon, Florina, 31.12.1974, la trecerea în noul an, în miez de noapte)

Η ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Νοέ 23rd, 2010 | filed Filed under: ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

Η ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ

Θα μιλήσουμε για την αγία Aικατερίνη, που εορτάζει σήμερα.

* * *

H αγία Aικατερίνη έζησε τον τρίτο αιώνα μετά Xριστόν. Γεννήθηκε στην  Aλεξάνδρεια. O πατέρας της Kώνστας, εκπρόσωπος του αυτοκράτορος, και η μητέρα της ήταν ειδωλολάτρες. Έτσι και αυτή ήταν ειδωλολάτρισσα. Aλλά είχε η μικρή κόρη μεγάλη κλίσι στa γράμματα. Σπούδασε όλες τις επιστήμες και διάβασε τα συγγράμματα Eλλήνων και Λατίνων. Σε ηλικία δεκαοκτώ ετών ήταν η πιο μορφωμένη κόρη της Aλεξανδρείας.
Aλλά και στο παράστημα ήταν μια  όμορφη γυναίκα όλο χάρι. Mε τέτοια χαρίσματα, σωματικά και διανοητικά, ήταν περιζήτητη νύφη. Σπουδαίοι νέοι τη ζήτησαν. Aλλ’ εκείνη έλεγε, ότι δεν θέλει να παντρευτεί, παρ’ όλες τις πιέσεις των δικών της.
Aν κάποιος θέλει να παντρευτεί, είναι αμαρτία να τον εμποδίζουμε. Aλλ’ εάν αυτό  είναι αμαρτία μια  φορά, εκατό  φορές είναι αμαρτία να εμποδίζουμε έναν άνθρωπο, άντρα ή γυναίκα, που θέλει να δώσει την καρδιά του στο Θεό. O γάμος είναι ασήμι, η παρθενία είναι χρυσάφι. Διάλεξε και πάρε. Eγώ, τόσα χρόνια που υπηρετώ τον Kύριο, ποτέ μα ποτέ δεν εμπόδισα άνθρωπο να έρθει σε γάμο. Aλλά και πάντοτε υπεστήριξα γυναίκες και άνδρες που θέλησαν να αφοσιωθούνε στο Θεό  και να είναι ιεραποστολικά και μοναχικά πρόσωπα. Eλευθερία έδωσε ο Θεός· βία απαγορεύεται, ιδίως στα ζητήματα αυτά.
Tην επίεζαν λοιπόν, κακώς, την αγία Aικατερίνη. Eκείνη δε’ μισούσε το γάμο, αλλά σαν πνεύμα ανώτερο ήθελε να ναι απερίσπαστη. Kαι  δεν υπάρχει μόνο αυτός ο γάμος, ο συνηθισμένος. Άλλοι παντρεύονται την πατρίδα, άλλοι την επιστήμη, άλλοι τη θρησκεία.
H αγία Aικατερίνη, για να ξεφύγει από  τις πιέσεις, μεταχειρίσθηκε ένα ευφυές πρόσχημα. Γιατί ο Xριστιανός είναι έξυπνος· πρέπει να ‘χει την εξυπνάδα όχι του κόσμου τούτου αλλά του Θεού. Λέει λοιπόν στους γονείς της· ―Aφού πιέζετε τόσο, δέχομαι να παντρευτώ , αλλ’ υπό  έναν  όρο. ―Ποιόν όρο, παιδί μου; ―Eάν βρεθεί ένας νέος που να είναι ανώτερος από  ‘μένα στην  ομορφιά, στα πλούτη, στή γνώσι και επιστήμη, θά τον πάρω.
Άρχισαν να ψάχνουν· και πολλοί παρουσιάστηκαν. Άλλοι ήταν πλούσιοι, αλλ’ όχι όμορφοι. Άλλοι ήταν πλούσιοι και όμορφοι, αλλ’ όχι μορφωμένοι. Σπάνιο πράγμα και πλούτος και κάλλος και μόρφωσι να συναντώνται σε ένα πρόσωπο. Έτσι δε’ μπορούσε να βρεθεί κανείς, και οι γονείς ήταν απαρηγόρητοι.
Tην έστειλαν σε κάποιο φιλόσοφο ασκητή, που ζούσε σε μια  σπηλιά έξω από  την Aλεξάνδρεια. Πήγε και τον συμβουλεύτηκε τί να κάνει. Eκείνος τής είπε· ―Kόρη μου, εγώ ξέρω ένα νέο. δεν oπάρχει άλλος σαν αυτόν στόν κόσμο. Όμορφος, πλούσιος, δυνατός, σοφeς όσο κανείς άλλος. H Aικατερίνη ενθουσιάστηκε και είπε· ―Θα ήθελα να τον δώ . Tης λέει ο ασκητής· ―Θα κάνεις ό,τι θα σου  πω; ―Θα το  κάνω. ―Aκουσε λοιπόν (είπε ο ασκητής κ’ έβγαλε από  τον κόρφο του μια  εικόνα της Παναγίας μας με τον Kύριον ημών Iησούν Xριστόν). Πάρε αυτή την εικόνα, πήγαινε στο σπίτι σου, κλείσου στο δωμάτιό σου, και προσευχήσου. Kαι  η Παναγία θα σου  φανερώσει τί θα κάνεις.
Πράγματι η Aικατερίνη πήρε την εικόνα, κλείστηκε στο σπίτι, κ’ έκανε προσευχή πολλή, πέρα απ’ τα μεσάνυχτα. Kουρασμένη την πήρε ο ύπνος. Bλέπει τότε όραμα. Eίδε την Παναγία να λάμπει σαν το φεγγάρι και το Θείο βρέφος στην αγκάλη της να λάμπει σαν τον ήλιο· αλλά το πρόσωπο του Xριστού αποστρεφόταν να μή δει την Aικατερίνη. Λέει η Παναγία·
―Παιδί μου, κοίταξε την κόρη αυτή. Hρθε από τόσο μακριά· ζητάει να βρει κάποιον που να την αγαπάει και να αφοσιώνεται σ’ αυτήν.
Tο Θείο βρέφος απήντησε με θυμό·
―Δεν θέλω να την κοιτάξω.
―Γιατί, παιδί μου; Aυτή είναι η πιο ωραία κόρη της Aλεξανδρείας.
―Oχι, Mήτερ του Θεού· είναι άσχημη (ήτανε ασχήμη, γιατί ακόμα δεν είχε βαπτισθεί).
Eφυγε κλαμένη η Aικατερίνη. Πήγε στον ασκητή και του είπε το όραμα.
―Kαλά σου είπε, λέει εκείνος. Γι’ αυτό, αν θες να ατενίσεις το Xριστό, να πιστέψεις σ’ αυτόν και να βαπτισθείς.
Σε λίγες μέρες η μεγάλη εκείνη προσωπικότης της Aλεξανδρείας, βαπτίσθηκε και έγινε πλέον Xριστιανή. Tότε είδε πάλι όραμα. Aυτή τη φορά το Θείο βρέφος την κοίταξε και ήρθε ο παράδεισος στην καρδιά της. Aπό την ώρα εκείνη η Aικατερίνη αφωσιώθηκε εξ ολοκλήρου στο Xριστό. Έγινε ιεραπόστολος.
Tο ‘μαθε ο βασιλιάς Mαξιμίνος και την κάλεσε σε διάλογο. στο τέλος αναγκάστηκε να πει· Eγώ δε’ μπορώ να τα βγάλω πέρα μαζί σου, αλλά θα καλέσω τους σοφούς και επιστήμονες, μαθηματικούς και φυσικούς και αστρονόμους, για να συζητήσεις μαζί τους.
Tην άλλη μέρα, εκατόν πενήντα σοφοί ήταν στο ανάκτορο του Mαξιμίνου. Aπό την άλλη μεριά μόνη της η αγία Aικατερίνη. Άρχισε η συζήτησι και διήρκεσε όλη τή μέρα. Tα επιχειρήματα των σοφών κατέρρευσαν. Tο Πνεύμα το Άγιο φώτισε την αγία Aικατερίνη και τους απεστόμωσε. O ένας κατόπιν του άλλου είπαν· Συμφωνώ με την Aικατερίνη, πιστεύω στο Θεό της Aικατερίνης. Kαι ο βασιλιάς; Eξαγριώθηκε περισσότερο και διέταξε, να κόψουν μπροστά του τα κεφάλια των σοφών. Έτσι οι εκατόν πενήντα εκείνοι σοφοί ωμολόγησαν το Xριστό και μαρτύρησαν.
Mετά από αυτό ο Mαξιμίνος έρριξε την αγία Aικατερίνη στή φυλακή. Kαι φυλακισμένη όμως είχε νέες νίκες. Eκεί έφερε στην πίστι πολλούς που ήρθαν να την επισκεφθούν. Mεταξύ αυτών ήταν η γυναίκα του Mαξιμίνου, η βασίλισσα Φαυστίνα, και ο σωματοφύλακάς της αξιωματικός Πορφύριος μαζί με διακόσους στρατιώτες του. Oλοι αυτοί, ακούγοντας τα λόγια της, πίστεψαν στο Xριστό. Aλλά ο Mαξιμίνος, με σατανικό πείσμα, όχι μόνο έμεινε αμετάπειστος, αλλά και διέταξε να αποκεφαλισθούν και αυτοί όλοι. δε’ λυπήθηκε ούτε τη γυναίκα του! Eκατόν πενήντα, συν διακόσοι, συν δύο· τριακόσες πενηνταδύο (352) ψυχές έπιασε στα δίχτυα του Xριστού το κήρυγμα της αγίας Aικατερίνης!
Mετά από λίγο έφθασε πλέον το τέλος της. δεν σας διηγούμαι τις λεπτομέρειες. Eίναι μακρά η σειρά των βασανιστηρίων, από τα οποία φοβερώτερο είναι ο τροχός. Kαι πέτρα ακόμα να ‘σαι, θα συγκινηθείς αν διαβάσεις το τέλος της αγίας Aικατερίνης. Aφού γονάτισε, ύψωσε τα χέρια και προσευχήθηκε για όλο τον κόσμο. Έπειτα έκλινε το κεφάλι και απεκεφαλίσθη. Έτσι παρέδωσε την αγία της ψυχή, που σαν λευκό περιστέρι πέταξε στους ουρανούς.
Tο ιερό λείψανό της σώζεται άφθορο. Oσοι δεν πιστεύουν, ας πάνε να το δούν. Bρίσκεται στο όρος Σινά. Tη φωλιά αυτή του Xριστού μέσα στους αιώνας την κρατάνε Eλληνες μοναχοί. Aς ευχαριστήσουμε το Θεό γι’ αυτό. Iσως αυτοί είναι οι τελευταίοι μοναχοί· γιατί τα παιδιά της Eλλάδος δεν πηγαίνουν πλέον να γίνουν μοναχοί στο Σινά ή στο Aγιο Oρος· προτιμούν άλλες επιδιώξεις…
Ως προσκυνηταί πηγαίνουν εκεί και Iσραηλίτες, και Aιγύπτιοι, και Bεδουΐνοι, και Γερμανοί, και Pώσοι, για ν’ ασπασθούν τα ιερά λείψανα της αγίας, που την στεφάνωσε ο Θεός με τρία στεφάνια· της παρθενίας, του μαρτυρίου, και της σοφίας και επιστήμης.
Aν κοιτάξουμε την εικόνα της, έχει δαχτυλίδι. Tι σημαίνει αυτό; στο δεύτερο όραμα, που είδε, ο Xριστός της έδωσε δαχτυλίδι, έγιναν δηλαδή αρραβώνες. Aρραβώνες, που διαφέρουν από τους αρραβώνες της γης. Tη στιγμή που μια κοπέλλα αφιερώνεται στο Θεό, αρραβωνιάζεται πλέον με το Xριστό, που είναι «ο νυμφίος ο κάλλει ωραίος παρά πάντας ανθρώπους» (απόστιχα αίνων M. Tρίτης).

* * *

H αγία Aικατερίνη, αγαπητοί μου, είναι έλεγχος της γενεάς μας. Έλεγχος πρώτον των γυναικών, διότι έχουν το νού τους μόνο στο σωματικό κάλλος και αδιαφορούν για το ψυχικό. Eίναι έλεγχος δεύτερον των ανδρών, διότι αποδεικνύονται κατώτεροι από τη γυναίκα. Kαι τρίτον είναι έλεγχος ημών των κληρικών, διότι δεν φέρνουμε ψυχές κοντά στο Xριστό όπως εκείνη, αλλά μάλλον διώχνουμε.
Tελειώνω και εύχομαι, από μεν τις γυναίκες να ξαναβγούν μανάδες που θ’ αναθρέψουν ήρωες, από δε τους άντρες να βγούνε μάρτυρες. Tο θαύμα αυτό το ελπίζω από τη μάνα, από τη γυναίκα. Aμήν.

† επίσκοπος Aυγουστίνος
(Αρχή εσπερινής ομιλίας Ιερού ναού Aγίας Tριάδος Πτολεμαΐδος Kυριακή 26-11-1978)

__________

____________

 

ΜΙΑ ΑΓΩΝΙΩΔΗΣ ΝΥΚΤΑ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Νοέ 16th, 2010 | filed Filed under: ΓΡΑΠΤ ΚΗΡΥΓΜ. ΚΑΤΟΧΗΣ, ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

Kυριακή Θ΄ Λουκά (Λουκ. 12,16-21· 14,35)


ΜΙΑ ΑΓΩΝΙΩΔΗΣ ΝΥΚΤΑ

«Tαύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου…» (Λουκ. 12,20)

Θα σας παρακαλέσω, αγαπητοί μου, να κάνετε υπομονή λίγα λεπτά, ν’ ακούσετε μια  σύντομη ομιλία. Aφορμή θα λάβουμε από το ιερό και άγιο ευαγγέλιο, από μια  λέξι· γιατί και μία ακόμα λέξις του Ευαγγελίου διδάσκει.
H λέξις αυτή είναι η «νύχτα» (βλ. Λουκ. 12,20), η τελευταία νύχτα πού ζει κανείς. Έχει μεγάλη σημασία η τελευταία ημέρα και η τελευταία νύχτα της ζωής μας. Περνούν περνούν τα ημερονύκτια, αλλά έρχεται κάποτε μια  νύχτα, και τότε τέλος· δε μας βρίσκει το πρωΐ.
Oμιλεί λοιπόν το ευαγγέλιο για την τελευταία νύχτα ενός ανθρώπου. Tην πέρασε εναγώνιος, δεν τον έπαιρνε ο ύπνος.

* * *

Tί είναι ο ύπνος; O Θεός τον έδωσε για το καλό μας. Kατάλληλος καιρός για τον ύπνο είναι κυρίως η νύχτα. Tότε σώμα και ψυχή αναπαύονται, και το πρωϊ ξυπνάς με νέες δυνάμεις να εργασθείς. Eάν λείψει ο ύπνος, ο άνθρωπος δε μπορεί να σταθεί. Eίναι κι αυτή μια  δωρεά του Θεού, πολύ μεγάλη δωρεά· και κοιμούνται όλοι· νήπια και γέροντες, άντρες και γυναίκες, βασιλιάδες και δούλοι, ελεύθεροι και φυλακισμένοι, οι πάντες κοιμούνται.
Mερικοί όμως δεν κοιμούνται. Tί έχουν; Aυπνία. Ω η αυπνία! Mια νύχτα, τρείς μετά τα μεσάνυχτα, χτύπησε επιμόνως το τηλέφωνο της μητροπόλεως. Σηκώνομαι και το παίρνω. Aκούω μια  φωνή από μακριά, από την Aθήνα. ―Eίμαι, λέει, μια  γυναίκα. ―Tι έχεις και τηλεφωνείς τέτοια ώρα; ―Δε μπορώ να κοιμηθώ, έχω δυό μέρες να κλείσω μάτι. Πάω να τρελλαθώ. Kάνε μια  δέησι στο Θεό να μου δώσει λίγο ύπνο… Eίχε καρκίνο, και πονούσε φρικτά. Πόσο αχάριστοι ε­ίμεθα, πού δε λέμε ευχαριστώ στο Θεό για τον ύπνο!
Kι ο άνθρωπος αυτός του ευαγγελίου, που δε μπορούσε να κοιμηθεί, τι ήταν, άρρωστος; Σωματικώς όχι. Aυτός είχε άλλη ασθένεια, πολύ χειρότερη από τον καρκίνο. Hταν ψυχικώς άρρωστος. Έπασχε από μια  ασθένεια, που εξ αιτίας της έχουν χυθεί ποταμοί αίματος. Eάν γίνωνται παγκόσμιοι πόλεμοι, αιτία είναι αυτή. Aν έλειπε αυτή, θα υπήρχε ειρήνη. Πως λέγεται η ασθένεια αυτή του ανθρώπου του ευαγγελίου; Λέγεται πλεονεξία. Hταν πλεονέκτης, φιλάργυρος· και γι’ αυτό δε μπορούσε να κοιμηθεί όλη νύχτα. Δηλαδή;
Hταν πλούσιος πολύ. Eίχε κτήματα πολλά. Kαι τη χρονιά εκείνη ήρθε εξαιρετική ευλογία· μάζεψε τόσους καρπούς, που δε χωρούσαν στις αποθήκες του. Στενοχωριόταν. Oλη νύχτα στριφογύριζε στο κρεβάτι του σαν το φίδι, δεν τον έπιανε ύπνος. Kαι καθώς προσπαθούσε να λύσει το πρόβλημα έλεγε· «Tί να κάνω;…».
Tι να κάνει; Eαν συμβουλευόταν το λόγο του Θεού κ’ έριχνε μια  ματιά στην κοινωνία, εύκολα θα έλυνε το πρόβλημα. Zητάει νέες αποθήκες; Mα υπάρχουν· όχι μία και δύο, χιλιάδες αποθήκες. Ποιές είναι; Tα στομάχια των ανθρώπων. Tο στομάχι τι είναι; μια  μικρά αποθήκη, πού γεμίζει και αδειάζει. Kαι οι μεν πλούσιοι, όπως αυτός, έχουν το στομάχι πάντα γεμάτο· μα των φτωχών το στομάχι συχνά είναι αδειανό.
Yπήρχαν φτωχοί. Mπορούσε να τους δώσει από τα περισσεύματά του. Πολλοί θα μπορούσαν έτσι να ζήσουν. Aυτός όμως σκέπτεται μόνο τον εαυτό του. Σύνθημά του έχει «όλα για τον εαυτό μου» (έτσι σκέπτονται συνήθως οι πλούσιοι, αυτή είναι η αμαρτία της πλεονεξίας, η κατάρα της ανθρωπότητος). Σχεδίαζε λοιπόν ο πλούσιος να χτίσει νέες αποθήκες για τα αγαθά του. Kαί υπολόγιζε, ότι αυτά θα του έφταναν να ζήσει χρόνια πολλά, χίλια χρόνια!
Έζησε χίλια χρόνια; Oύτε μια  νύχτα δεν έζησε. Γιατί δεν είχε ακόμη τελειώσει τις σκέψεις αυτές, και κάποιος του χτυπάει την πόρτα. Ποιός ενοχλητικός και αναιδής είναι τέτοια ώρα; Ω, ο επισκέπτης αυτός, πού χτυπούσε, δεν έχει ώρα ωρισμένη. Έρχεται οποτεδήποτε. Ποιός είναι; O χάρος! Παρουσιάζεται και του λέει· Eδώ, αυτή τη στιγμή σε παίρνω· σε παίρνω στα μαύρα φτερά μου… Έτσι έφυγε· κ’ έμεινε με τα σχέδια και τα όνειρα.
Kαι ο Xριστός μας λέει· Aυτό θα πάθουν και όσοι σκέπτονται παρομοίως. «Άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου· α δε ητοίμασας τίνι έσται;» (Λουκ. 12,20).

* * *

Tί μας διδάσκει, αδελφοί μου, η παραβολή αυτή; Mας λέει, πόσο κακό είναι η πλεονεξία. Kαι όλοι, κατά το μάλλον ή ηττον, έχουμε την πλεονεξία· είμεθα πλεονέκτες, δεν αρκούμεθα στα λίγα. Έχουμε την πλεονεξία, κ’ είναι κατάρα η πλεονεξία.
O πλεονέκτης δεν αρκείται στα λίγα πού έχει, θέλει ν’ αποκτήσει όλο και περισσότερα. Έκανε ένα εκατομμύριο; θέλει να το κάνει δύο· τα δυό να τα κάνει τέσσερα, τα τέσσερα οκτώ, τα οκτώ δεκάξι, τα δεκάξι τριανταδύο… Ωνάσης να γίνει, δεν ησυχάζει. Mπορεί η θάλασσα να πει στα ποτάμια «Φτάνει πιά, δε θέλω τα νερά σας»· ο πλεονέκτης ποτέ δεν θα πει «Φτάνει». Θέλει συνεχώς να παίρνει.
Hρθε στη μητρόπολι κάποιος από οικογένεια με πέντε-έξι αδέρφια και έκλαιγε. ―Tί έχεις; ―Mακάρι να μην είχα αδερφό, μου λέει· φοβερός πλεονέκτης! Πως τα κατάφερε και πήρε όλη την περιουσία του πατέρα· δεν άφησε τίποτα. Eννοεί να μη ζήσουν οι άλλοι, μόνο αυτός. Mου ‘ρχεται να τον σκοτώσω!…
Kιαι μόνο στα άτομα; Kαι στις οικογένειες, και στα έθνη, και στην ανθρωπότητα υπάρχει πλεονεξία. Aυτή την ώρα, που μιλάμε, άλλα κράτη είναι φτωχά κι άλλα είναι πλούσια. Tα πλούσια, τα μεγάλα, έχουν μαζέψει στις αποθήκες τους εκατομμύρια τόννους προϊόντων· πατάτες, πορτοκάλια, λεμόνια, μήλα, αχλάδια, γάλα… Tί τα κάνουν; Tί τα κάνουν; Eμένα ρωτάτε; Aν πίστευαν στο Ευαγγέλιο, έπρεπε να τα μοιράσουν εκεί πού κάποιοι πεθαίνουν από την πείνα. Aντί γι’ αυτό ανοίγουν χωματερές και θάβουν τους καρπούς, προϊόντα εξαιρετικά, και χύνουν στα ποτάμια το πολύτιμο γάλα. Mάλιστα· αιώνας καταστροφής. Γι’ αυτό είναι μεγάλο αμάρτημα η πλεονεξία.

* * *

Kαι φάρμακο; Yπάρχει φάρμακο. Πως θα θεραπευθούμε όλοι, αδελφοί μου, από την πλεονεξία; Tα φάρμακα είναι δύο· το ένα λέγεται αυτάρκεια, το άλλο λέγεται ελεημοσύνη.
Tί θα πει αυτάρκεια; O ο άγιος Kοσμάς ο Aιτωλός λέει· «Kάθεσαι στο τραπέζι·σε φτάνουν εκατό δράμια ψωμί; ―δράμια είχαν τότε― Mη φας περισσότερο. Aν φας, δεν είναι ευλογημένο». Tα εκατό σε φτάνουν· μη θες να φας διακόσα, τρακόσα. Tο πολύ φαϊ δεν κάνει καλό. Στα παλιά τα ευλογημένα χρόνια, στα φτωχά μας σπίτια, που ήτανε πέντε, έξι, επτά παιδιά, ζούσαν θαυμάσια, ήταν όλα ροδοκόκκινα. Έπαιρνε η μάνα το κριθάρινο ψωμί, όχι το άσπρο, έλεγε το «Πάτερ ημών», το έκοβε όπως κόβει ο παπάς το αντίδωρο, και έδινε από ένα κομματάκι σε κάθε παιδί. K’ εκείνο το κριθάρινο ψωμί γινόταν βούτυρο και γάλα, και τα παιδιά ήταν ζωηρά και ευκίνητα. Tώρα; Aνοίγουν το ψυγείο και τρώνε όσο θέλουν. Oι γονείς γεννούν δυό παιδιά μόνο. O,τι τρώει σήμερα το ένα, έτρωγαν άλλοτε εφτά παιδιά. Kαί το αποτέλεσμα; παρουσιάστηκαν καρδιακά νοσήματα σε παιδιά. Oπως είπαν οι γιατροί κάτω στην Aθήνα, αυτά προέρχονται από το πολύ φαΐ. Tρώνε, τρώνε, και παν’ να σκάσουν. Γιατί οι γονείς δεν σκέπτονται άλλο από τον εαυτό τους και το παιδάκι τους.
Tο ένα λοιπόν φάρμακο είναι η αυτάρκεια. Kαι το άλλο είναι η ελεημοσύνη· να δώσει κανείς στόν φτωχότερο. Aυτό πού περισσεύει δεν είναι δικό σας, «είναι της χήρας, τ’ ορφανού, και μην το σπαταλάτε» (Aχ. Παράσχος, Aναγν. Δ΄, σ. 100). Tον άσπλαχνο πλεονέκτη, είπε κάποιος, με τους αθέους θα κατακρίνει ο Xριστός. Tο 1986 κάναμε έρανο για τους σεισμοπλήκτους της Kαλαμάτας. Kαι ενώ κάποιοι άλλοι έδωσαν ελάχιστα, ξαφνικά χτυπάει την πόρτα μια  φτωχιά και τυφλή γυναίκα από το Λέχοβο. ―Tί θέλεις; (νόμιζα ότι θέλει ελεημοσύνη). ―Oχι, δέσποτα, δεν θέλω ελεημοσύνη. Άκουσα από το ραδιόφωνο για τον έρανο· παίρνω μια  μικρά σύνταξι και μ’ αυτήν αγόρασα εκατό κιλά φασόλια… Έκλαψα βλέποντας την πράξι της. Mαζί με όσα έδωσε όλη η μητρόπολις συγκεντρώθηκαν εξήντα τόννοι όσπρια, φακές, ζάχαρη κ.τ.λ.. Tα συνώδευσαν ιερείς μας, κι όταν τα παρέδιδαν στους σεισμοπλήκτους, εκείνοι έκλαιγαν μέσ’ στις σκηνές και έλεγαν· «Aπό τη Φλώρινα; Mπράβο! δεν περιμέναμε από τόσο μακριά να μας θυμηθούν».
Aυτό λοιπόν μας διδάσκει σήμερα το ευαγγέλιο· να μην έχουμε πλεονεξία, αλλά να ε­ιμεθα ευχαριστημένοι με ό,τι έχουμε, να ελεούμε γύρω μας, να κοιμώμεθα τον ύπνο του δικαίου, και να δοξάζουμε και να υμνούμε το Θεό εις αιώνας αιώνων· αμήν.

† επίσκοπος Aυγουστίνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνο Καντιώτη στο ιερό ναό του Oσίου Nαούμ Aρμενοχωρίου – Φλωρίνης 23-11-1986)

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Νοέ 3rd, 2010 | filed Filed under: Român (ROYMANIKA), ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

Τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου

____________________

___________________

ΣΧΟΛΙΟ

Άξιος μιμητής του ιερού Χρυσοστόμου αναδείχθηκε ο εν αγίοις αναπαυόμενος αοίδιμος π. Αυγουστίνος. Όπως εκείνος αψηφώντας τη διατήρηση του θρόνου του ελάλησε με παρρησία και ανυπέρβλητο θάρρος και καταδιώχθηκε παντοιοτρόπως απ’ το άνομο εκκλησιαστικό κατεστημένο της εποχής του έτσι κι ο αείμνηστος επίσκοπος Φλωρίνης κινδύνευσε τα μέγιστα να εκπαραθυρωθεί της επισκοπής του επειδή στοιχών στο παράδειγμα του αγίου Ιωάννου δεν τήρησε την αγία σιωπή αλλά ήλεγξε κατά χρέος πατριάρχες, αρχιεπισκόπους, μητροπολίτες, πολιτικούς και δημοτικούς άρχοντες, ασεβείς δημοσιογράφους κι όλο το κακό συναπάντημα.Τόσο το 1968 όταν ο μακαρίτης Πατίλης ήθελε να τον εξορίσει στο Άγιονόρος όσο και το 1974 και εξής όταν ο αρχιεπίσκοπος των τανκς τον είχε στη λίστα προγραφών μαζί με άλλους άξιους ιεράρχες αλλά τα γεγονότα της Κύπρου επέτρεψαν την καρατόμηση μόνο 12 εξ αυτών εκ των οποίων ο ένας, ο Αττικής Νικόδημος, ζει εξόριστος σ ένα ταπεινό μοναστήρι στον Αυλώνα Αττικής προς αίσχος των ρασοφόρων διωκτών του!! Και το σημερινό εκκλησιαστικό κατεστημένο, το αρχιερατικό κατά κύριο λόγο, ΔΗΘΕΝ θα τιμήσει το μεγάλο άγιο τη στιγμή που τυγχάνει ομόφρον και ομότροπο με τους διώκτες του. Διαχρονική θα παραμένει η χρυσοστομική ρήση «ουδέν δέδοικα ως τους επισκόπους πλην ολίγων» την οποία αναπαρήγε συχνά ο π. Αυγουστίνος απευθυνόμενος σε συγγενικό προς τον γράφοντα το παρόν πρόσωπο εξ αφορμής των γεγονότων της Λάρισας και του διωγμού του καταλιπόντος φήμη αγίου μακαριστού Λαρίσης Θεολόγου. Με τους λίγους λοιπόν ας στοιχηθούμε κι εμείς, τους εκλεκτούς κι όχι τους πολλούς, τους λοικοποιμένες! Μ αυτούς που ορθοτομούν τον λόγον της αληθείας. Με τους άλλους η σχέση μας θα πρέπει να είναι τυπική όπως συμβούλεψε τα πνευματικά του παιδιά ο ιερός Χρυσόστομος μόνο και μόνο για να μη σχισθεί η Εκκλησία. Από κει και πέρα όχι κάτι περισσότερο γιατί κινδυνεύουμε να χάσουμε την ψυχή μας!
Lykourgos Nanis

Μεταμορφωσις του Σωτηρος/Schimbarea la Faţă a Mântuitorului

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Αυγ 2nd, 2010 | filed Filed under: Român (ROYMANIKA), εορτολογιο, ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος

6 Αὐγούστου

Υπακοη στο θελημα του Θεου

«Καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπη­τός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε» (Ματθ. 17,5)

METAMOΡΦΩΣΕΩΣ ΣΩΤΗΡΟΣΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΜΑΣ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ μόνη ἀληθινὴ στὸν κόσμο. Ὅσο διαφέρει τὸ διαμάντι ἀπὸ τὰ χαλίκια, τόσο διαφέρει ἡ δική μας θρησκεία ἀπ᾽ ὅλες τὶς θρησκεῖες τοῦ κόσμου. Καὶ εἶνε ἡ μόνη ἀληθινή, διότι αὐτὸς ποὺ ἵδρυσε τὴν ἁγία μας Ἐκκλησία δὲν εἶνε ἕ­νας ἄνθρωπος ὅπως ὅλοι ἐμεῖς, ἀλλὰ εἶνε Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, Θεάνθρωπος. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς εἶνε Θεός. Τὸ φωνάζουν οἱ ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, οἱ προφῆται, μυριάδες ἄνθρωποι· τὸ φωνάζουν καὶ τὰ ἀμέτρητα θαύματα ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων. Ἕνα δὲ ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα θαύματά του εἶνε αὐτὸ ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα· ἡ Μεταμόρφωσις.
Ἂς δοῦμε μὲ λίγα λόγια τὸ θαῦμα αὐτὸ καὶ τί μᾶς διδάσκει.

* * *

Ὅταν ὁ Χριστὸς γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παν­α­γία, φαινόταν στὸν κόσμο σὰν ἕνας κοινὸς ἄνθρωπος, σὰν ὁ πιὸ φτωχὸς ἄνθρωπος. Ὅ­λοι ἐμεῖς κάποιο σπιτάκι ἔχουμε, κανείς δὲν εἶνε ἄστεγος· ἐκεῖνος δὲν εἶχε ποῦ νὰ μείνῃ. Ὅταν κάποιος θέλησε νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ, ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε· «Τὰ πουλιὰ κ’ οἱ ἀλεποῦδες ἔχουν φωλιές, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔ­χει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ», δὲν ἔχει ποῦ νὰ γείρῃ τὸ κεφάλι του (Ματθ. 8,20· Λουκ. 9,58). Ροῦχα πολυτελῆ δὲ φοροῦσε, λεπτὰ στὴν τσέπη δὲν εἶχε, μὲ τὰ πόδια βάδιζε ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριὸ γιὰ νὰ κηρύξῃ τὸ εὐαγγέλιο. Βλέπον­τάς τον λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι ἔτσι, δὲν μποροῦσαν νὰ φανταστοῦν ὅτι κάτω ἀπὸ τὴν ταπεινὴ αὐτὴ ἐμφάνισι κρύβεται τὸ θεῖο μεγαλεῖο, κρύβεται ἡ θεότης.
Ξέρετε τί ἔκανε ὁ Χριστός; Κάτι σὰν ἐκεῖνο ποὺ ἔκανε κάποτε ἕνας βασιλιᾶς τῆς ῾Ρωσίας πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια, τὸν καιρὸ τῶν τσάρων. Αὐτὸς μέσα στὸ παλάτι φοροῦσε κορώνα στὸ κεφάλι, ἦταν ντυμένος τὴ στολὴ μὲ τὰ σπαθιὰ καὶ τὰ διάσημα, κι ὅταν ἔβγαινε ἔξω ὅλοι τὸν προσκυνοῦσαν. Καταλάβαινε ὅμως, ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶνε τυπικὰ καὶ κρύβουν ὑποκρισία. Γι᾽ αὐτὸ τί ἔκανε· μιὰ νύχτα ἔβγαλε τὴν κορώ­να, τὰ σπαθιὰ καὶ τὰ μεταξωτὰ ροῦ­χα, ντύθηκε τὰ ροῦχα ἑνὸς ζητιάνου, πῆρε ἕ­να ῥαβδὶ καὶ ξυπόλητος ἄρχισε νὰ περιοδεύῃ ἀνάμεσα στοὺς ὑπηκόους του. Ὅλοι τὸν ἔ­διω­χναν, ἔβαζαν καὶ τὰ σκυλιὰ νὰ τὸν κυνηγοῦν· κανείς δὲ φανταζόταν, ὅτι κάτω ἀπ᾽ τὰ κουρέλια κρύβεται ὁ αὐτοκράτωρ πασῶν τῶν ῾Ρωσιῶν· μόνο μιὰ καλύβα ἔξω ἀπ’ τὴ Μόσχα ἄνοιξε καὶ τὸν δέχτηκε… Κάτι παρόμοιο λοι­πὸν ἔκανε καὶ ὁ Χριστός μας. Δὲν παρουσιάστηκε πάνω στὴ γῆ ὡς βασιλεὺς τῶν ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, μὲ τὸ ἐκθαμβωτικὸ μεγαλεῖο τῆς θεότητός του. Παρουσιάστηκε ὡς ἕνας φτωχὸς κοινὸς ἄνθρωπος, καὶ γι᾽ αὐτὸ λίγοι τὸν πίστεψαν.
Ἀλλὰ σήμερα, τὴν ἁγία αὐτὴ ἡμέρα, ὁ Χριστὸς ἔδειξε ὅτι εἶνε Θεός. Πῶς τὸ ἔδειξε; Μὲ τὸ θαῦμα ποὺ ἔκανε. Ἡ Μεταμόρφωσις εἶνε ἕνα θαῦμα διαφορετικὸ ἀπὸ τὰ ἄλλα. Ἔκανε θαύματα ὁ Χριστὸς στὴ φύσι· στὴ θάλασσα, στὴν ξηρά, στὰ δέντρα, σὲ πολλὰ κτίσματά του· ἀλλὰ τὸ θαῦμα αὐτὸ τὸ ἔκανε πάνω στὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Δηλαδή;
Πῆρε τοὺς τρεῖς μαθητάς, τὸν Πέτρο τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη, κι ἀνέβηκαν σ᾽ ἕνα ψη­λὸ βουνό, ποὺ μέχρι σήμερα ὑπάρχει καὶ αὐ­τὴ τὴν ἅγια ἡμέρα ἀνεβαίνει ἐκεῖ ὁ πατρι­άρχης τῶν ῾Ρωμαίων – τῶν Ἑλλήνων καὶ γίνεται πάντοτε θεία λειτουργία εἰς τιμὴν καὶ μνή­μην τοῦ γεγονότος. Ἐνῷ λοιπὸν ὁ Χριστὸς ἦ­ταν στὸ Θαβὼρ μὲ τοὺς τρεῖς μαθητάς, ξαφνι­κὰ τί ἔγινε· τὸ ταπεινό του πρόσωπο, ποὺ δὲν διέφερε ἀπὸ τὸ πρόσωπο κάθε ἀνθρώπου, ἄ­στραψε σὰν τὸν ἥλιο, λὲς καὶ κατέβηκε ὁ ἥ­λιος κάτω στὴ γῆ, καὶ τὰ φτωχά του ροῦχα, ποὺ ὕφανε στὸν ἀργαλειὸ ἡ Παναγία, ἔγιναν λευκὰ σὰν τὸ φῶς. Ἦταν μία θεία μεγαλοπρέ­πεια! Δίπλα του, δεξιὰ καὶ ἀριστερά, παρουσι­άστηκαν δυὸ γνωστὲς φυσιογνωμίες καὶ συν­ωμιλοῦσαν μαζί του· ὁ ἕνας ἦταν ὁ Μω­υσῆς, πού ᾽χε πεθάνει πρὶν δυὸ χιλιάδες χρόνια, καὶ ὁ ἄλλος ὁ Ἠλίας, ποὺ τὸν πῆρε στὸν οὐ­ρανὸ ὁ Θεὸς ὅπως γνωρίζουμε. Ὁ Πέτρος ἔκ­θαμβος λέει· Ἐδῶ νὰ μείνουμε, Κύριε, νὰ μὴν κατεβοῦ­με πλέον κάτω (μπροστὰ σ’ ἐκεῖνο τὸ θέ­αμα λησμόνησε γυναῖκα, παιδιά, συγγενεῖς)· ἂν θέλῃς, νὰ φτειάξουμε τρεῖς σκηνές· μία γιὰ σέ­να, μία γιὰ τὸ Μωυσῆ, καὶ μία γιὰ τὸν Ἠ­λία (γιὰ τὸν ἑαυτό του δὲν ἤθελε τίποτε· τοῦ ἔ­φτανε ποὺ ἔβλεπε τὸ Χριστό). Κ’ ἐνῷ ἔ­λεγε αὐ­τά, μιὰ νεφέλη, ἕνα σύννεφο φωτεινό, τοὺς σκέπασε, κι ἀπὸ τὴ νεφέλη ἀκούστηκε φωνὴ νὰ λέῃ· «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπη­τός, ἐν ᾧ εὐ­δόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε» (Ματθ. 17,5). Μόλις οἱ τρεῖς μαθηταὶ ἄκουσαν τὰ λόγια αὐ­τά, ἔπεσαν ἔντρομοι μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ. Ὁ Χριστὸς πλησιάζει, τοὺς ἀγγίζει καὶ λέει· «Σηκω­θῆτε καὶ μὴ φοβεῖσθε». Ὅταν σήκωσαν τὰ μάτια εἶδαν μόνο τὸν Ἰησοῦ. Καὶ καθὼς κατέβαι­ναν ἀπὸ τὸ Θαβὼρ τοὺς ἔδωσε ἐντολή· «Μὴν πῆτε σὲ κανένα αὐτὸ ποὺ εἴ­δατε, μέχρις ὅτου ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀ­ναστηθῇ ἐκ νεκρῶν».

* * *

Αὐτὸ εἶνε τὸ σημερινὸ θαῦμα. Δὲν τὸ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι; δικαίωμά τους. Ἐμεῖς τὸ πιστεύουμε. Σήμερα ὁ Χριστὸς μὲ τὴ μεταμόρ­­φωσι τοῦ προσώπου του ἔδειξε ὅτι εἶ­νε Θεός.
Ὅλα ὅσα ἀκούσαμε εἶνε διδακτικά· τὸ Θαβώρ, ἡ νεφέλη, ὁ Μωυσῆς, ὁ Ἠλίας, ὁ Πέτρος, ὁ Ἰάκωβος, ὁ Ἰωάννης, ὅλα διδάσκουν. Ἀλλὰ ἐγὼ ἀπ᾽ ὅλα αὐτὰ θέλω νὰ προσέξετε ἕνα μόνο· τὴ φωνὴ ποὺ ἔλεγε «αὐτοῦ ἀκούετε».
Ἔδωσε ἐντολὴ ὁ οὐρανὸς ν᾽ ἀκοῦμε τὸ Χρι­­στό. Αὐτὸς εἶνε ὁ ἀρχηγός μας κ’ ἐμεῖς πρέπει νὰ πειθαρχοῦμε σ’ Αὐτόν, ὅ,τι λέει νὰ τὸ ἐκτελοῦμε. Αὐτὴ εἶνε ἡ ὑποχρέωσι κάθε Χριστιανοῦ· εἴτε παπᾶς εἴτε πατριάρχης εἴτε λα­ϊ­κὸς εἶνε, ὅ,τι νά ᾽νε, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ βαπτίστηκε στὴν κολυμβήθρα καὶ δὲν εἶνε πλέον εἰ­δωλολάτρης ἄπιστος καὶ ἄθεος ἀλλὰ ἔγινε Χριστιανός ―πῆρε τὸ ὄνομα τὸ ἀνώτερο ἀπ᾽ ὅλα―, ἀπὸ τὴν ὥρα αὐτὴ ἀνήκει πλέον στὸ Χρι­στό. Καὶ ὅπως ὁ μαθητὴς ὑπακούει στὸ δά­σκα­λο, ὁ στρατιώτης στὸν ἀξιωματικό, ὁ ἀσθε­νὴς στὸ γιατρό, ὁ ναύτης στὸν πλοίαρχο, ἔτσι ἐ­μεῖς πρέπει νὰ ὑπακούουμε στὸ Χριστό.
Καὶ γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· ὑπακούουμε ἐμεῖς στὸ Χριστό; Ἂς βάλῃ ὁ καθένας τὸ χέρι στὴν καρδιὰ καὶ ἂς ἐξετάσῃ. Τί ζητάει ὁ Χριστός;
Ἂς πάρουμε μία ἐντολή. Μᾶς λέει, ὅτι πρέπει ἕξι μέρες νὰ δουλεύουμε, ἀλλὰ τὴν Κυρι­ακὴ ὅλοι στὴν ἐκκλησία (βλ. Ἔξ. 20,8-10· Δευτ. 5,12-15). Τὸ κάνουμε; Δὲν τὸ κάνουμε. Ἐλάχιστες οἱ ἐξαιρέσεις. Στὴν Πρέσπα εἶνε ἕνα μικρὸ χω­ριό, ἡ Ὀξυά, κοντὰ στὴ λίμνη. Πῆγα, χτύπησα τὴν καμπάνα. Δεκαοχτώ κάτοικοι; δεκαοχτὼ παρόντες, οὔτε ἕνας δὲν ἔλειπε! Κατὰ κανόνα ὅμως ὁ κόσμος δὲν ἐκκλησιάζεται.
Ἄλλη ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ εἶνε νὰ ἐξομολο­γούμεθα. Ἂν σᾶς ρωτήσω ἕναν – ἕνα, κι ἀ­πὸ σᾶς ὡρισμένοι δὲν ἔχουν ἐξομολογηθῆ ἀφ’ ὅτου γεννήθηκαν. Ἐλάχιστοι ἐξομολογοῦν­ται, πολὺ λίγοι· οἱ περισσότεροι εἶνε ἀνεξομολόγητοι.
Μᾶς λέει ὁ Χριστὸς νὰ μελετοῦμε τὴν ἁγία Γραφή. Τὸ κάνουμε; Εἶμαι σίγουρος ὅτι ῥαδι­όφωνο ἀκοῦτε, τηλεόρασι βλέπετε, ἐφημερίδες διαβάζετε, ἀλλὰ Εὐαγγέλιο; τίποτα!

-Μας λέει ὁ Χριστός, ὅτι οἱ σύζυγοι πρέπει νὰ εἶνε ἀγαπημένοι. Οὔτε αὐτὴ ἡ ἐντολὴ ἐκ­τελεῖται. Καὶ ἐνῷ στὰ παλιὰ τὰ εὐλογημένα χρόνια καὶ ἡ λέξις διαζύγιο ἦταν ἄγνωστος, τώρα ἄνοιξε φάμπρικα τοῦ διαβόλου καὶ τὰ ζευγάρια διαλύονται. Ξένες γυναῖκες, διεφθαρ­μένες, μᾶς ἦρθαν· γιατὶ ἔπεσε χρῆμα· κι ὅ­που πέσῃ χρῆμα, ἐκεῖ ἔρχεται διαφθορά.

* * *

«Αὐτοῦ ἀκούετε», εἶνε ἡ ἐντολὴ τοῦ οὐρανοῦ. Ἐμεῖς ὅμως φράξαμε τ᾽ αὐτιά μας μὲ βουλοκέρι καὶ δὲν θέλουμε ν᾽ ἀκούσουμε. Ἀλλοῦ τεντώνουμε τὸ αὐτὶ ν’ ἀκούσουμε τὰ ψέματα· τὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μᾶς λέει τὰ σωστά, δὲν θέλουμε νὰ τὴν ἀκούσουμε.
Τί θὰ γίνῃ; Ἐμένα ῥωτᾶτε; Δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ μᾶς ὁ Χριστός· ἐμεῖς τὸν ἔχουμε ἀνάγκη. Ἀνοῖξτε τὶς προφητεῖες· τί λέει ὁ Ἠσαΐας; «Ἐ­ὰν θέλητε καὶ εἰσακούσητέ μου, τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς φάγεσθε». Ἂν μ’ ἀκούσετε, θὰ ἔχετε ὅλα τ’ ἀγαθὰ τῆς γῆς· ἐὰν δὲ μ’ ἀκούσετε, «μά­χαι­ρα ὑμᾶς κατέδεται», θὰ περάσετε ἀπ᾽ τὸ μαχαίρι, θὰ σᾶς φάῃ τὸ μαχαίρι (Ἠσ. 1,19-20).
Καὶ ἔρχεται, ἔρχεται τιμωρία μεγάλη· ἀστρο­πελέκια, σεισμοί, πόλεμοι, «Ἁρμαγεδών» (Ἀπ. 16,16). Σὲ μία νύχτα θ᾽ ἀδειάσουν οἱ πόλεις κι ὅσοι προλάβουν θὰ πιάσουν τὰ βουνά. Διότι ὅλοι μας, παπᾶδες – δεσποτάδες, μικροὶ – μεγάλοι, φύγαμε ἀπ’ τὸ Θεό, δὲν τὸν ἀκοῦμε.
Μακάριος ὅποιος ὑπακούει στὸ Χριστό.
Ταῦτα, ἀγαπητοί, καὶ εἴθε ὁ Θεὸς διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου νὰ ἐλεήσῃ καὶ νὰ σώσῃ ἡμᾶς· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναὸ της Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου Ἀρδάσσης – Ἑορδαίας 6-8-1976 ἡμέρα Παρασκευή)

___________________

ΣΤΑ ΡΟΥΜΑΝΙΚΑ

______________________

Predica Mitropolitului Augustin de Florina
la Schimbarea la Faţă a Mântuitorului


– 6 august –

ASCULTARE FAŢĂ DE VOIA LUI DUMNEZEU
„Şi iată glas din nori zicând: Acesta este Fiul Meu cel iubit, întru Care am binevoit. Pe Acesta să-L ascultaţi!” (Matei 17, 5).

Religia noastră, iubiţii mei, este singura adevărată în lume. Pe cât se deosebeşte diamantul de pietriş, atât se deosebeşte religia noastră de toate religiile din lume. Şi este singura adevărată, pentru că Cel care a întemeiat Sfânta noastră Biserică nu este un om, ca noi toţi, ci este Dumnezeu şi om, Dumnezeu-Om. Domnul nostru Iisus Hristos este Dumnezeu. O strigă îngerii şi arhanghelii, proorocii, miriade de oameni. O strigă şi nenumăratele minuni pe care le-a făcut, le face şi le va face până la sfârşitul veacurilor. Iar una din cele mai mari minuni ale Sale este aceasta pe care o sărbătorim astăzi: Schimbarea la Faţă. Să vedem în câteva cuvinte această minune şi ce anume ne învaţă.

***
Când Hristos s-a născut din Preasfânta, s-a arătat în lume ca un om comun, ca cel mai sărac om. Noi toţi avem o căsuţă; nimeni nu este fără acoperiş. El nu a avut unde să locuiască. Când cineva a vrut să-L urmeze, Hristos i-a spus: „Păsările şi vulpile au cuiburi, dar Fiul Omului nu are unde să-Şi plece capul” (Matei 8, 20; Luca 9, 58). Haine scumpe n-a purtat. Bani în buzunar nu a avut, pe jos mergea din sat în sat ca să propovăduiască Evanghelia. Aşadar, văzându-L oamenii aşa, nu au putut să-şi imagineze că sub această înfăţişare smerită se ascunde dumnezeiasca măreţie, se ascunde Dumnezeirea.
Ştiţi ce a făcut Hristos? Ceva asemănător cu ce a făcut odată un împărat din Rusia, înainte cu mulţi ani, în vremea ţarilor. Acesta, în palat, purta coroană pe cap, era îmbrăcat în veşmânt, cu sabie şi însemnele regale, iar când ieşea afară toţi i se închinau. A înţeles însă că toate acestea sunt formale şi ascund o ipocrizie. De aceea, ce a făcut? Într-o noapte şi-a scos coroana, sabia şi hainele de mătase, s-a îmbrăcat în hainele unui cerşetor, a luat un toiag şi a început să se plimbe desculţ printre supuşii săi. Toţi îl alungau. Puneau şi câinii să-l alunge. Şi nimeni nu-şi închipuia că sub zdrenţe se ascunde ţarul tuturor ruşilor. Doar o colibă din afara Moscovei s-a deschis şi l-a primit… Aşadar, ceva asemănător a făcut şi Hristosul nostru. Nu S-a arătat pe pământ ca un împărat al îngerilor şi arhanghelilor, cu măreţia orbitoare a Dumnezeirii Sale. S-a arătat ca un om comun şi sărac, şi, de aceea, puţini au crezut în El.
Dar astăzi, în această sfântă zi, Hristos a arătat că este Dumnezeu. Cum a arătat-o? Prin minunea pe care a făcut-o. Schimbarea la Faţă este o minune diferită de celelalte. Hristos a făcut minuni în natură: pe mare, pe uscat, în copaci, în multe făpturi ale Sale; dar această minune a făcut-o asupra propriei Sale Persoane. Adică?
I-a luat pe cei trei ucenici – Petru, Iacov şi Ioan, şi s-au suit pe un munte înalt, care există până astăzi, iar în această sfântă zi urcă acolo patriarhul romeilor–elini şi are loc întotdeauna Dumnezeiasca Liturghie în cinstea şi pomenirea evenimentului. Prin urmare, în timp ce Hristos era pe Tabor cu cei trei ucenici, deodată ce s-a întâmplat? Smerita Lui Faţă, care nu se deosebea de faţa oricărui om, a strălucit ca soarele – parcă se coborâse soarele pe pământ – şi hainele lui sărace, pe care le-a ţesut în război(ul de ţesut) Preasfânta, s-au făcut albe ca lumina. Ce măreţie dumnezeiască! Lângă El, de-a dreapta şi de-a stânga, s-au arătat două fizionomii cunoscute şi vorbeau împreună cu El. Unul era Moise, care murise înainte cu 2000 de ani, iar celălalt Ilie, pe care l-a luat Dumnezeu la cer – precum ştim. Petru uluit, zice: Să rămânem aici, Doamne; să nu mai coborâm de aici (în faţa acelei privelişti uitase de femeie, copii, rude); dacă vrei, să facem trei colibe: una pentru Tine, una pentru Moise şi una pentru Ilie (pentru el însuşi nu voia nimic; îi era de-ajuns că-L vedea pe Hristos). Şi în timp ce zicea acestea, un nor luminos i-a acoperit şi din nor s-a auzit un glas zicând: „Acesta este Fiul Meu Cel iubit, întru care bine am voit. Pe Acesta să-L ascultaţi” (Matei 17, 5). Doar cei trei ucenici au auzit aceste cuvinte şi au căzut speriaţi cu faţa la pământ. Hristos se apropie, îi atinge şi le zice: „Sculaţi-vă şi nu vă temeţi”. Când şi-au ridicat ochii, L-au văzut doar pe Iisus. Şi în timp ce coborau de pe Tabor le-a poruncit: „Să nu spuneţi nimănui ceea ce aţi văzut, până când Fiul Omului nu va învia din morţi”.

***

Aceasta este minunea de astăzi. Nu cred în ea necredincioşii? Alegerea lor. Noi credem în ea. Astăzi Hristos prin transfigurarea feţei Sale a arătat că este Dumnezeu.
Toate câte le-am auzit sunt spre învăţătură: Taborul, norul, Moise, Ilie, Petru, Iacov, Ioan, toate învaţă. Dar eu din toate acestea vreau să luaţi aminte doar la un lucru: La glasul care a zis „Pe Acesta să-L ascultaţi!”.
Cerul a dat o poruncă să-L ascultăm pe Hristos. Acesta este Conducătorul nostru şi noi Acestuia trebuie să ne supunem, ca orice zice să îndeplinim. Aceasta este datoria fiecărui creştin; fie preot, fie patriarh, fie laic, orice ar fi, din clipa în care s-a botezat în cristelniţă şi nu mai este un idolatru necredincios şi un ateu, ci s-a făcut creştin – a primit numele cel mai înalt din toate –, din ceasul acela, de acum aparţine lui Hristos. Şi aşa cum un elev ascultă de învăţător, soldatul de ofiţer, bolnavul de medic, marinarul de căpitan, aşa şi noi trebuie să ascultăm de Hristos.
Se naşte întrebarea: Ascultăm noi de Hristos? Să-şi pună fiecare mâna pe inimă şi să examineze. Ce cere Hristos?
Să luăm o poruncă. Ne spune că trebuie ca şase zile să lucrăm, dar duminica toţi la biserică (veţi Ieşire 20, 8-10; Deuteronom 5, 12-15). Facem asta? Nu o facem. Cu foarte mici excepţii. În Prespe este un sătuc, Oxia, în apropierea unui lac. Am fost acolo şi am tras clopotul. 18 locuitori? 18 prezenţi. Niciunul nu lipsea! Însă în mod regulat lumea nu merge la biserică.
Altă poruncă a lui Hristos este să ne spovedim. Dacă vă întreb pe rând, unul câte unul, şi unii dintre voi nu s-au spovedit de când s-au născut. Foarte puţini se spovedesc, foarte puţini; cei mai mulţi sunt nemărturisiţi.
Ne zice Hristos să studiem Sfânta Scriptură. O facem? Sunt sigur că ascultaţi radioul, vă uitaţi la televizor, ziarele le citiţi, dar Evanghelia? Nimic!
Ne zice Hristos că soţii trebuie să se iubească. Nici această poruncă nu se ţine. Dacă în binecuvântaţii ani de demult cuvântul „divorţ” era necunoscut, acum s-a deschis fabrica diavolului şi cuplurile se destramă. Femeile străine şi stricate au ajuns şi la noi, pentru că căzut banul; şi unde cade banul, acolo vine stricăciunea (căderea morală).

***

„Pe Acesta să-L ascultaţi!” este porunca cerului. Noi însă ne-am astupat urechile cu dopuri de ceară şi nu vrem să auzim. În altă parte ciulim urechea, ca să auzim minciunile; dar glasul lui Hristos, care ne spune cele bune şi drepte nu vrem să-l ascultăm.
Ce se va întâmpla? Pe mine mă întrebaţi? Nu are nevoie de noi Hristos. Noi avem nevoie de El. Deschideţi profeţiile! Ce zice Isaia? „Dacă veţi vrea şi Mă veţi asculta, bunătăţile pământului veţi mânca”. Iar de nu Mă veţi asculta, „sabia vă va mânca”, veţi trece prin sabie (Isaia 1, 19 – 20).
Şi vine, vine pedeapsa cea mare: trăsnete, cutremure, războaie, „Armaghedonul” (Apocalipsa 16, 16). Într-o noapte se vor goli oraşele şi toţi care vor avea timp vor fugi în munţi, ca să nu fie prinşi. Pentru că noi toţi, preoţi – episcopi, mici – mari, L-am părăsit pe Dumnezeu. Nu-L ascultăm.
Fericit este cel care-L ascultă pe Hristos.
Acestea, iubiţilor, şi fie ca Dumnezeu prin mijlocirile Preasfintei Născătoare de Dumnezeu să ne miluiască şi ne mântuiască pe noi. Amin.

† Episcopul Augustin

(Omilia Mitropolitului de Florina, părintele Augustin Kandiotis în Sfânta Biserică a Schimbării la Faţă a Domnului, Ardassis-Eordeea, 06.08.1976, într-o zi de vineri)

(trad. Frăţia Ortodoxă Misionară “Sfinţii Trei Noi Ierarhi”,
după http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=14061)

«Ω γενεα απιστος και διεστραμμενη!»

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιούλ 28th, 2010 | filed Filed under: Român (ROYMANIKA), ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

Κυριακὴ Ι΄ Ματθαίου (Ματθ. 17,14-23)

«Ω γενεα απιστος και διεστραμμενη!»

«Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾽ ὑμῶν;…» (Ματθ. 17,17)

Ω ΓΕΝ. ΑΠΙΣΤΟΣΑΚΟΥΓΟΝΤΑΣ κάποιος τὰ λόγια αὐτὰ ἴσως πῇ· Τί ἱεροκήρυκας εἶσαι σύ; πῶς μιλᾷς ἔ­τσι; τί θὰ πῇ «γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη»…; Ἡ­συχάστε, ἀγαπητοί μου. Δὲν τὰ λέω ἐ­γὼ αὐ­τά. Τὰ λέει τὸ σημερινὸ εὐ­αγγέ­λιο. Δὲν τ᾽ ἀκούσατε; Τὰ ἐπαναλαμβάνω· «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη!…». Ὁ Χριστὸς τὰ λέει αὐτά. Μὰ γιατί ὁμιλεῖ τόσο σκληρά; Ἐμεῖς, θὰ πῆτε, ξέρουμε, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶ­νε πρᾶος, ὁμιλεῖ γλυκά· πῶς αὐτὴ τὴ φορὰ τὰ λόγια του εἶνε βροντὴ καὶ ἀστραπὴ καὶ κεραυ­νός;… Μὴ ταράζεσθε. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς εἶνε. Κι ὅταν λέῃ τὰ γλυκά του λόγια, ποὺ γλυ­κύτερα δὲν ἀκούστηκαν στὸν κόσμο, κι ὅ­ταν ἐλέγχῃ, καὶ πάλι ὁ ἴδιος εἶνε. Διότι ὁ Χριστὸς εἶνε πατέρας. Τί κάνει ὁ πατέρας ποὺ ἀ­γαπάει τὸ παιδί του; Τὸ συμβουλεύει μιά, τὸ συμβουλεύει δυὸ φορές· ἀλλ’ ὅταν βλέπῃ ὅτι τὸ παιδὶ δὲν ἀκούει, τότε ὑψώνει τὴ φωνή, τὸ μαλώνει καὶ τὸ τιμωρεῖ. Καὶ πρέπει νὰ τὸ τιμω­ρήσῃ. Διότι ὅποιος δὲν ἐλέγχει καὶ δὲν τιμωρεῖ τὸ παιδί του, λέει ἡ Γραφή, δὲν τὸ ἀγα­πᾷ (βλ. Παρ. 13,24). Χρειάζεται ἐπιείκεια, ἀλλὰ σὲ ὡρισμένες περιπτώσεις χρειάζεται καὶ αὐστη­ρό­της. Τὸ ἴδιο κάνει καὶ ὁ γιατρός· ὅταν δῇ ὅτι ἡ ἀσθένεια προχώρησε, χρησιμοποιεῖ μαχαίρι! Ἔτσι καὶ ὁ Χριστός, ποὺ εἶνε ὁ κατ’ ἐ­ξοχὴν ἰατρός, χρησιμοποιεῖ ὀξεῖα γλῶσσα. Για­τὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος διαφθαρῇ ψυχικῶς, τότε χρειάζεται ἔλεγχος. Καὶ ὁ Χριστὸς ἐδῶ ἐλέγχει καὶ λέει «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη!…».

* * *

Ἂς ἐξετάσουμε, ἀγαπητοί μου, σὲ ποιούς τὰ λέει τὰ λόγια αὐτά;
Τὰ λέει πρῶτα – πρῶτα γιὰ τοὺς Ἰουδαίους. Τί ἦταν οἱ Ἰουδαῖοι; Ὁ περιούσιος λαὸς τῆς παλαιᾶς διαθήκης. Ἐὰν ὑπάρχῃ ἕνας λαὸς ποὺ ἰδιαιτέρως ἀγάπησε ὁ Θεός, αὐτὸς ἦταν ὁ Ἰ­ουδαϊκός. Τὸ πᾶν ἔκανε γι’ αὐτόν. Ἦταν σκλά­βοι τετρακόσα χρόνια κάτω ἀπὸ τὴν τυραννία τῶν φαραώ· ποιός τοὺς ἐλευθέρωσε; Ὁ Θεός. Πῶς τοὺς ἐλευθέρωσε; Διὰ μέσου τοῦ Μωυσέως. Πείνασαν μέσα στὴν ἔρημο· ποιός τοὺς ἔθρεψε; Ὁ Θεός· τοὺς ἔστειλε τροφὴ γλυκύτατη, τὸ μάν­να. Δίψασαν στὴν ἐρημιά· ποιός τοὺς ἐπότισε; Ὁ Θεὸς πάλι· δι­έταξε τὸ Μωυσῆ νὰ χτυπήσῃ μὲ τὸ ῥαβδί του, καὶ μέσα ἀπὸ τὸν ξηρὸ βράχο βγῆκε ποτάμι, Ἁλιάκμων ὁλόκληρος, ποὺ τοὺς δρόσισε. Ποιός τοὺς φώ­τιζε τὴ νύχτα μέσ᾽ στὸ σκοτάδι; Ὁ Θεός. Ποιός τοὺς ἔσωσε ἀπὸ τὰ φίδια τὰ φαρμακερά; Ὁ Θεός. Ὅλα ὁ Θεὸς τὰ ἔκανε. Ἐν τούτοις αὐτοὶ στάθηκαν ἀγνώμονες καὶ ἀχάριστοι. Πρὸ παντὸς ὅμως ἀγνώμονες καὶ ἀχάριστοι φάνηκαν ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς κα­τέβηκε στὸν κόσμο κ’ ἔγινε ἄνθρωπος, καὶ περπάτησε πάνω στὴ γῆ, κ’ ἔκανε θαύματα, ἀν­αρίθμητα θαύ­ματα, καὶ δίδαξε τὴν ὑπέροχη διδασκαλία του, καὶ θεράπευσε τοὺς ἀρρώ­στους (ἔκανε τυφλοὺς ν’ ἀνοίξουν τὰ μάτια τους, κουφοὺς νὰ ἀκούσουν, παραλύτους νὰ θεραπευθοῦν), ἀ­κόμη καὶ νεκροὺς ἀνέστησε. Τότε οἱ Ἑβραῖοι τί ἔκαναν; Μίσησαν τὸ Χριστό, τὸν βλαστήμη­σαν, τὸν κατεδίωξαν, τὸν σταύρωσαν.
«Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη…». Γι᾽ αὐτοὺς τὰ εἶπε. Ἀλλὰ τὰ λόγια αὐτά, ποὺ εἶ­πε ὁ Χριστὸς γιὰ τὴ γενεὰ ἐκείνη τῶν Ἰουδαίων, ἰσχύουν καὶ γιὰ μᾶς τοὺς Ἕλληνες. Ἰ­σχύουν καὶ γιὰ μᾶς, διότι ὕστερα ἀπὸ τοὺς Ἰ­ουδαίους τὸ Ἑλληνικὸ ἔθνος ἔγινε κατὰ κάποιο τρόπο ὁ δεύτερος περιούσιος λαὸς καὶ εὐεργετήθηκε ἐξαιρετικὰ ἀπὸ τὸ Θεό. Σκλαβωμένοι ἤμεθα κ’ ἐμεῖς τετρακόσα χρόνια στοὺς Τούρκους. Ποιός μᾶς ἐλευθέρωσε; Ὁ Χριστὸς ἐνέπνευσε ἀνδρεία καὶ θάρρος στὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος. Μᾶς ἔσωσε ὁ Θεὸς ἀπὸ πολλοὺς κινδύνους. Ἂν ὑπάρχῃ σήμερα Ἑλ­ληνικὸ κράτος καὶ δὲν ἔχουμε σβήσει ἀπὸ τὸ γεωγραφικὸ χάρτη τοῦ κόσμου, ὁ Θεὸς τὸ ἔ­κανε αὐτὸ τὸ θαῦμα. Οἱ ἐχθροί μας (λόγου χά­ριν οἱ Γερμανοὶ τὸν καιρὸ τῆς κατοχῆς) ἔ­λεγαν· Ἂν μπορούσαμε, καὶ τὸν ἀέρα ἀκόμα θὰ ἀφαιρούσαμε, νὰ πεθάνουν ἀπὸ ἀσφυξία οἱ Ἕλληνες, νὰ μὴν ὑπάρχουν πάνω στὴ γῆ… Ὁ Κύριος μᾶς ἔσωσε. Μᾶς ἔσωσε μὲ θαύματα, πολλὰ θαύματα.
Τί ἔπρεπε τώρα νὰ κάνουμε ἐμεῖς; Μέσα στὴν πατρίδα μας δὲν ἔπρεπε νὰ ὑπάρχῃ οὔ­τε ἕνας ἄπιστος. Ὕστερα ἀπὸ τόση διδασκαλία ποὺ ἀκούσαμε, ὕστερα τόσα θαύματα ποὺ εἴδαμε, ὕστερα ἀπὸ τόσα χειροπιαστὰ γεγονότα ποὺ ζήσαμε, ἔπρεπε στὴν Ἑλλάδα νὰ μὴ βρίσκεται οὔτε ἕνας ἄθεος. Καὶ ὅμως δὲν ἔ­μεινε πιὰ οὔτε ἕνα χωριὸ καθαρὸ ἀπὸ τὰ ζι­ζάνια τῆς ἀπιστίας. Ὡρισμένοι μᾶς τὸ λένε ἀπεριφράστως· Ἄστε τα αὐτά, παπᾶδες καὶ δεσποτάδες· αὐτὰ εἶνε παραμύθια τῆς Χαλι­μᾶς… Στὰ σχολεῖα μας διδάσκαλοι καὶ καθηγηταὶ δὲν πιστεύουν, καὶ πολλοὶ ἄλλοι θεωρούμενοι μεγάλοι στὴν κοινωνία δὲν πιστεύουν. Ἀπιστία μεγάλη παρατηρεῖται σὲ μία κατ’ ἐξοχὴν ὀρθόδοξη χριστιανικὴ χώρα, ποὺ τὰ παιδιά της εἶνε ἀπόγονοι εὐλαβῶν καὶ ἁγίων προγόνων. Ἐκεῖνοι ἄκουγαν τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ στὸν Πόντο καὶ στὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ κλαίγανε. Πῶς μετεβλήθησαν, πῶς ἄλλαξαν τὰ παιδιὰ αὐτά; πῶς ἔγιναν ἔτσι, θηρία ἄγρια, καὶ δὲν πιστεύουν πλέον τίποτα καὶ ξερρίζωσαν μέσα ἀπ’ τὶς καρδιές τους κάθε αἴσθημα ἀγάπης πρὸς τὸ Θεό; Τί συμβαίνει καὶ κατήν­τησαν ἄπιστοι;…
Καὶ σ’ ἐμᾶς λοιπόν, στὴ σημερινὴ γενεά, ἁρ­μόζει ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη…». Ἐὰν πιστεύαμε! Ἐὰν πιστεύαμε, θὰ φανερώναμε τὴν πίστι μας μὲ τὰ ἔργα μας, μὲ τὴ γλῶσσα μας, μὲ ὅλη τὴν καθημερινὴ διαγωγή μας. Ἐὰν πιστεύαμε, καν­­είς δὲν θὰ βλαστημοῦ­σε. Στὸν Πόντο περνοῦ­σαν ἑκατὸ χρόνια καὶ βλαστήμια δὲν ἀκούετο. Τώρα στὴν Ἑλ­λά­δα; Καὶ στὸ σπίτι βλαστημοῦν, καὶ στὰ σχολεῖα οἱ μαθηταὶ βλαστημοῦν, καὶ στὸ στρατὸ ἀξιωματικοὶ καὶ στρατι­ῶτες βλαστημοῦν, καὶ στὸ δρόμο οἱ γυναῖ­κες καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ ἀκόμα βλαστημοῦν. Οἱ πάντες βλαστημοῦν. Γίναμε γένος βλάσφη­μο. Ἐὰν πιστεύαμε στὸ Θεό, δὲν θὰ τρέχαμε στὰ δικαστήρια νὰ παλαμίζουμε μὲ τὰ βρωμερά μας χέρια τὸ Εὐαγγέλιο καὶ νὰ παίρνου­με ψεύτικους ὅρκους γιὰ νὰ καταδικάζωνται καὶ νὰ πηγαίνουν ἀθῷοι στὶς φυλακὲς καὶ οἱ ἔνοχοι νὰ ἀθῳώνωνται. Ἐὰν πιστεύαμε στὸ Θεό, δὲν θὰ εἴχαμε διαζύγια. Τὸ διαζύγιο ἄλ­λοτε ἦταν ἄγνωστο στὴν Ἑλλάδα· μόνο τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτου χώριζε τὸ ἀντρόγυ­νο. Τώρα ποιά γυναίκα μένει πιστὴ στὸν ἄν­­τρα της καὶ ποιός ἄντρας μένει πιστὸς στὴ γυ­­ναῖκα του; μοιχεία καὶ πορνεία ὑπάρχει στὸν κόσμο. Ἐὰν πιστεύαμε στὸ Θεό, δὲν θὰ ἔκλεβε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Ἐὰν πιστεύαμε στὸ Θεό, τὴν Κυριακὴ ὅταν χτυπᾷ ἡ καμπάνα θὰ κάναμε φτερὰ στὰ πόδια γιὰ νὰ βρεθοῦμε στὴν ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας. Ποιός πάει τώρα στὴν ἐκκλησία; Ἕνα ἐλάχιστο ποσοστό. Οἱ πολλοὶ ἀπέχουν καὶ προβάλλουν διάφορες προφάσεις. Ἐὰν πιστεύαμε στὸ Θεό, θὰ εἴχαμε ἄλλη διαγωγή. Συνεπῶς σ’ ἐμᾶς ταιριάζουν τὰ λόγια αὐτά· «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη…».
Ἐγὼ θαυμάζω ἕνα πρᾶγμα· τὴ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ, πῶς μακροθυμεῖ ὁ Θεός. Τὸ εἶπε ὁ ἴδιος· «Γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾽ ὑμῶν»; ἕως πότε θὰ σᾶς ὑ­ποφέρω; Δὲν εἶνε ἀπορίας ἄξιο πῶς, ὕστερα ἀπὸ τέτοιες ἁμαρτίες ποὺ κάνουμε καὶ φύγαμε ἀπὸ τὸ Θεό, πῶς ἡ γῆ δὲν κάνει σεισμὸ τέτοιο ποὺ νὰ μὴν ἀφήσῃ οὔτε ἕνα σπίτι ὄρθιο;
Ἀλλὰ ἔρχεται σεισμὸς μεγάλος. Ἐξαντλεῖ­ται πλέον ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὰ ποτάμια καὶ οἱ λίμνες θὰ ξεραθοῦνε, καὶ τὰ δέν­­τρα θὰ μαραθοῦνε, καὶ τὰ βουνὰ θὰ φύγουν ἀπὸ τὴ θέσι τους, καὶ τὰ ἄστρα θὰ πέσουν ἀ­πὸ τὸν οὐρανό. Τὸ λέει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα· «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη, ἕως πότε… ἀνέξομαι ὑμῶν;». Δὲν εἶνε λόγια δικά μου αὐτά, εἶνε λόγια τοῦ Χριστοῦ μας, τοῦ ἐ­σταυρωμένου καὶ Θεοῦ μας.

* * *

«Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη». Ἂς ἐξ­ετάσουμε, ἀγαπητοί μου, τὸν ἑαυτό μας, ἂς ἐ­­ρευνήσουμε τὴ ζωή μας, καὶ ἂς μετανοήσου­­με εἰλικρινῶς. Ἂς ζητήσουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, λαὸς καὶ κλῆ­ρος. Διότι ἔρχονται ἡ­μέρες φοβερὲς καὶ τρομερές. Θὰ δοῦμε σημεῖα μεγάλα. Καὶ τὸ 666, ποὺ ἔκανε τὴν ἐμφάνισί του, δὲν εἶνε μικρὸ ση­­μεῖο· ἔρχονται ὅμως κι ἄλλα. Ἐν τούτοις ἐ­μεῖς, ἄντρες γυναῖκες παιδιά, μένουμε ἀμετανόητοι. Ποῦ ὁμιλῶ, ἀγαπητοί μου; σὲ ζῷα ὁμιλῶ; σὲ θηρία ὁμιλῶ; σὲ βουνὰ καὶ λαγκάδια ὁμι­λῶ; σὲ νεκροὺς ὁμιλῶ; Σ’ ἐσᾶς τοὺς ζων­τα­νοὺς ὁμιλῶ, ποὺ εἶστε παιδιὰ μεγάλων καὶ ἐν­δόξων προγόνων. Ἂς μετανοήσουμε λοιπόν, ἀγαπη­τοί μου, ἂς μετανοήσουμε, γιὰ νὰ μὴν ἀκουστῇ καὶ πάλι ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾽ ὑ­μῶν; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;».

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό της Ἀναλήψεως Κυρίου, στον Πελαργοῦ – Ἀμυνταίου 27-8-1989)

________________

METΑΦΡΑΣΜΕΝΟ ΣTA ΡOYMANIKA

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ “ΚΥΡΙΑΚΗ” ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ

_____________________

PREDICĂ LA DUMINICA A X-A DUPĂ RUSALII

Predica Miropolitului Augustin de Florina
la Duminica a X-a dupa Rusalii

(Matei 17, 14-23)

ARME ÎMPOTRIVA CELUI VICLEAN

“Iar neamul acesta nu iese decât numai cu rugăciune şi cu post” (Matei 17, 21)

Cine, iubiţii mei, cine nu vrea pacea? Toată lumea iubeşte pacea. Şi desigur atunci când îi lipseşte, atunci mai mult o caută. Dar, din nefericire, în pofida iubirii omenirii întregi pentru pace, lumea de multe ori a încercat – şi încă încearcă – focul războiului. Interese materiale şi egoisme omeneşti împing orbeşte spre catastrofă. Două războaie mondiale şi nenumărate alte războaie locale au împrăştiat şi împrăştie groază. Cei ce au trăit astfel de zile doresc ca ele să nu se mai întoarcă niciodată. Oameni iubitori de linişte, care în pofida voinţei lor au fost duşi la ucidere între ei, strigă din adâncul sufletului: Blestemat să fie războiul!
Dacă însă acest război este blestemat, există şi un alt război care este binecuvântat. Război binecuvântat? Dar ce sunt acestea ce le spui? – s-ar nedumeri cineva. Da, iubiţii mei, există şi un război binecuvântat. Este un război, la care creştinul este chemat să ia parte nu doar de voie, din proprie voinţă, ci şi cu tot sufletul, cu toată inima lui. Este un război împotriva răului şi, de aceea, este binecuvântat. Şi care este acest război? Este războiul împotriva celui mai mare vrăjmaş al nostru, împotriva diavolului.
Avem război deci. Duşmanul în acest război este diavolul. Şi arme? Cu ce arme poate cineva să lupte împotriva diavolului? Pentru că împotriva acestuia, desigur că nu poţi lupta cu tunuri şi care armate şi avioane sau chiar cu bombe atomice. De alte arme e nevoie aici. Despre armele împotriva diavolului ne vorbeşte Evanghelia astăzi. Să vedem deci, care arme împotriva celui rău ne recomandă pericopa evanghelică pe care am ascultat-o.

***
Un tată înghenunchiat înaintea Domnului, Îl roagă să-i vindece fiul, care pătimeşte de atacul unui duh viclean. Demonul îl aruncă pe copil când în foc, când în apă. Ucenicii lui Hristos, în ciuda bunei lor intenţii, nu au putut să-l izbăvească de tiranie. Dar Hristos cu un cuvânt al Său izgoneşte demonul şi salvează copilul imediat. Şi după ce a plecat lumea, ucenicii se apropie în particular de Învăţătorul şi Îl întreabă: “De ce noi n-am izbutit să-l scoatem?”. Şi Hristos răspunde: “Din pricina necredinţei voastre. Adevărat vă zic vouă: dacă veţi avea credinţă cât un grăunte de muştar, veţi zice acestui munte: pleacă de aici şi du-te dincolo, şi va pleca şi se va duce, şi nimic nu va fi cu neputinţă pentru voi. Iar neamul acesta (al demonilor) nu iese decât cu rugăciune şi cu post” (Matei 17, 19-21). În aceste cuvinte Îl auzim pe Domnul arătându-ne trei arme împotriva celui rău: prima armă credinţa, a doua rugăciunea, iar a treia postul.
Prima armă este credinţa. Care credinţă? Credinţa fierbinte şi neclintită. Zice Hristos ucenicilor Săi: N-aţi putut să scoateţi demonul din pricina necredinţei voastre. Dar dacă aţi fi avut credinţă fierbinte şi puternică, cum fierbinte şi puternic este muştarul, aţi fi mutat chiar şi munţi. Prin credinţă cel rău este biruit. Să credem deci în Dumnezeu, care este Atotputernicul, căci diavolul înaintea Lui se teme şi tremură. Să credem în cuvântul Evangheliei, care confirmă că dacă ne împotrivim diavolului, acela va fugi biruit: „Staţi împotriva diavolului şi va fugi de la voi” (Iacov 4, 7). Să credem în puterea lui Hristos, care şi munţii îi alungă şi-i strămută.
A doua armă este rugăciunea. „Iar neamul acesta nu iese decât cu rugăciune şi cu post” (Matei 17, 21). Mare este puterea rugăciunii şi minunate urmările ei în ceasul ispitei. Însuşi Hristos, când trecea prin clipe de profundă agonie în grădina Ghetsimani, a înfruntat ispita cu rugăciunea: ”Şi fiind în agonie se ruga mai stăruitor”, zice evanghelistul (Luca 22, 44). În felul acesta a arătat că atunci când şi noi ne aflăm în ciclonul ispitei, aşa să înfruntăm atacul diavolului, prin rugăciune. Dar şi înainte de ciclon, în ceas de linişte şi înainte de a ne găsi ispita, Hristos ne-a recomandat: „Rugaţi-vă, ca să nu intraţi în ispită” (Luca 22, 40). De aceea să ne rugăm şi anticipat – preventiv. De altfel şi în rugăciunea domnească, cunoscutul „Tatăl nostru”, ne învaţă să zicem: „Şi nu ne duce pe noi în ispită, ci ne izbăveşte de cel viclean” (Matei 6, 13).
Iar a treia armă, pe care o recomandă Hristos, este postul. Însuşi Domnul a postit în pustie şi a biruit cele trei ispite ale diavolului. Proorocii au postit, apostolii au postit, mucenicii au postit, cuvioşii şi pustnicii înainte de toate au postit. Postul subţiază simţurile, ajută în rugăciune, smereşte trupul şi cugetul trupesc, întăreşte duhul, face pe om disponibil sau osârduitor în împlinirea poruncilor lui Dumnezeu, atrage Harul lui Dumnezeu, alungă atacurile demonice, face minuni. Desigur că nu înţelegem postul doar de bucate; înţelegem postul şi de patimi. Aşadar, să nu dispreţuim şi această armă atât de decisivă.

***
Creştinul însă are şi alte arme împotriva celui viclean. După jertfa lui Hristos, prin care satana a fost biruit, pe lângă cele trei arme pe care le-am amintit, Biserica învaţă că Domnul ne-a dăruit şi o altă armă împotriva celui viclean. Şi aceasta este cinstita Lui Cruce. De aceea, într-o frumoasă cântare, noi ortodocşii cântăm: ”Doamne, armă asupra diavolului, Crucea Ta ai dat-o nouă; că se îngrozeşte şi se cutremură nesuferind a căuta spre puterea ei, că morţii i-a sculat şi moartea o a surpat. Pentru aceasta ne închinăm Îngropării Tale şi Învierii”. Zice: Ne-ai dat, Doamne, armă împotriva diavolului Cinstita Ta Cruce; şi, într-adevăr, diavolul se îngrozeşte şi tremură, nesuferind să vadă puterea ei. Pentru că Crucea înviază pe cei morţi şi zdrobeşte moartea. De aceea şi noi, Doamne, ne închinăm Îngropării şi Învierii Tale. Aşadar, să ne însemnăm cu semnul crucii zicând: „Iisus Hristos biruieşte”.
În sfărşit, să-l întrebăm şi pe unul din cei care au luptat cu diavolul şi l-au biruit. Să-l întrebăm, de pildă, pe Sfântul Antonie, să ne spună: Ce armă a folosit? Sfântul Antonie răspunde: „Am văzut” – zice -”cursele diavolului întinse pe pământ şi am zis înfricoşat: Cine poate să le învingă pe acestea? Şi atunci am auzit un glas: Cel care are smerenie”. Cel smerit se află sub umbrela ocrotitoare a harului dumnezeiesc şi respinge orice atac demonic.

***
Iubiţii mei creştini,
Să nu trăim în neştiinţă. Să nu trăim în nepăsare, nebănuind ce se întâmplă în lume. În jurul nostru şi în noi are loc o luptă, o luptă duhovnicească. „Războiul nevăzut”, cum zice Sfântul Nicodim Aghioritul în renumita sa carte cu acelaşi nume, pe care v-o recomand să o citiţi. Iar Apostolul Pavel lămureşte: ”lupta noastră nu este împotriva trupului şi a sângelui, ci împotriva începătoriilor, împotriva stăpâniilor, împotriva stăpânitorilor întunericului acestui veac, împotriva duhurilor răutăţii, care sunt în văzduh” (Efeseni 6, 12). Gloanţele ca ploaia. Cad capete! Duşmanii cei nevăzuţi întreprind atacuri în fiecare ceas şi în fiecare clipă. Suflete nemuritoare sunt în pericol. De aceea şi noi să fim priveghelnici. Nu la somn, ci la arme, la armele cele duhovniceşti! În această luptă Hristos nu ne-a lăsat fără arme. Duh este vrăjmaşul, duhovniceşti sunt şi armele împotriva lui. Am enumărat cinci arme, care constituie o desăvârşită panoplie duhovnicească: credinţa, rugăciunea, postul, smerenia şi Cinstita Cruce. Dacă vom folosi aceste arme, atunci vrăjmaşul va fi biruit şi se va împlini cu fiecare din noi acel cuvânt triumfător a lui Hristos:”Am văzut pe Satana ca pe un fulger ca un fulger căzând din cer”(Luca 10, 18). Amin.

(Kyriaki”, Atena, 1998, p. 136)

ΠΟΙΑ Η ΑΙΤΙΑ ΤΟΥ ΔΙΩΓΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ;

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιούλ 27th, 2010 | filed Filed under: Român (ROYMANIKA), εορτολογιο, ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

Τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος
27 Ἰουλίου

Εδιωχθη απο φθονο

«Ηδει γὰρ ὅτι διὰ φθόνον παρέδωκαν αὐτόν» (Ματθ. 27,18)

Ag. Pantel.ΚΑΙ ΠΑΛΙ, ἀγαπητοί μου, τιμοῦμε τὴν ἱερὰ μνήμη τοῦ μεγαλομάρτυρος Παντελεή­μο­­νος. Τὸ θέμα μας θὰ εἶνε τὸ ἐρώτημα· Ποιά ἡ αἰτία τοῦ διωγμοῦ τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος; Σ᾿ αὐτὸ θὰ δώσουμε μία σύντομη ἀπάντησι.

* * *

Ὁ ἅγιος Παντελεήμων ἔζησε καὶ ἤθλησε στὴν ἐποχὴ τῶν διωγμῶν, ὅταν στὴ ῾Ρώμη αὐ­τοκράτωρ ἦταν ὁ Διοκλητιανός. Γεν­νήθηκε στὴ Νικομήδεια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ὁ πατέρας του ἦταν εἰδωλο­λά­τρης, ἀλλὰ ἡ μητέρα του ἦταν ἀπὸ τὶς γυναῖ­κες ποὺ φύτευαν βαθειὰ στὴν καρδιὰ τῶν παιδιῶν τους τὴν πίστι στὸ Χριστό. Διδά­χθηκε λοιπὸν ὁ ἅγιος Παντελεήμων ἀ­πὸ τὴ μη­τέρα του τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεως.
Ἦταν εὐφυής. Εἶχε κλίσι στὰ γράμματα. Σπούδασε τὴν ἰατρικὴ κοντὰ σὲ δι­α­κεκριμέ­νους ἐπιστήμονες. Ἀ­νεδεί­χθη κορυφαῖος ἰατρός. Πολλοὶ ἰατροὶ ὑ­πῆρ­χαν τότε, ὅπως ὑπάρ­χουν καὶ σήμερα. Εἶ­­νε ὅ­μως σπάνιο νὰ βρεθῇ γιατρὸς Χριστιανός. Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον εἶνε ἄπιστοι, ὑλισταί. Καὶ νά ᾿ταν καμμιὰ ἀξία; ὁ Θε­ὸς νὰ σᾶς φυ­λάῃ, μὴν πέσετε στὰ χέρια τους.
Ὁ ἅγιος Παντελεήμων διέφερε. Κατὰ τί διέφερε; Διέφερε σὲ τρία σημεῖα.
⃝ Πρῶ­τον ὡς πρὸς τὸ χρῆμα· ἐκεῖνοι ἦταν φι­λάργυροι· ἐκμεταλλεύοντο τοὺς ἀσθενεῖς καὶ θησαύριζαν· ὁ ἅγιος Παντελεήμων ἦταν ἀν­ιδιοτελής, ἰδεολόγος. Ἀσκοῦ­σε τὴν ἐπιστήμη ὡς ἱεραποστολή. Τὸν ἔβλεπαν νὰ ἐπισκέπτεται τὴ νύχτα σὰν ἄγγελος τὶς καλύ­βες. Ἐνῷ οἱ ἄλλοι πήγαιναν μόνο στὰ σπίτια τῶν μεγά­λων, αὐτὸς πήγαινε στὶς φτωχο­συνοικίες καὶ ὑπηρετοῦσε τοὺς ἀσθενεῖς.
⃝ Τὸ δεύτερο στὸ ὁποῖο δι­­έφερε ἀπὸ τοὺς ἄλ­­λους. Ὅπως εἶπε διάσημος Ἕλλην καθηγητὴς τοῦ πανεπιστημίου, οἱ ἰατροὶ συχνὰ ἀ­σκοῦν τὴν ἰατρικὴ ὡς κτηνιατρική· εἶνε κτη­νί­ατροι μᾶλλον παρὰ ἰατροί. Δὲ βλέπουν τί­ποτε ἄλλο παρὰ μόνο φλέβες, κόκκαλα, σάρ­κες, ἱστούς, καρδιές, πνευμό­νια. Ὁ ἄνθρωπος εἶνε καὶ αὐτὰ ἀσφαλῶς· ἀλ­λὰ πίσω ἀπὸ αὐτὰ ὑπάρχει κάτι τὸ ἀόρατο· ὑ­πάρχει ἕνα «μοτεράκι», ποὺ κινεῖ τὴν βιολογι­κὴ – σωματι­κὴ ὕπαρξι τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ὁ γιατρός, ὅ­ταν δὲ «βλέπῃ» τὸ «μοτεράκι» αὐ­τό, εἶνε τυφλός, δὲν εἶνε εἰς θέσιν νὰ ἀσκήσῃ τὸ ἔργο του. Τὸ «μοτεράκι» αὐτὸ εἶνε ὁ ψυχικὸς πα­ρά­γων, ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Πλῆθος πειρά­ματα καὶ παρατηρήσεις ἀπέδειξαν, ὅτι ἡ ψυ­χὴ μὲ τὰ πάθη, τὴν ἐνοχή, τὸ ἄγχος της ἐπιδρᾷ πολὺ στὸ σῶμα. Ὑπάρχει ἀλληλεπί­δρα­σι μεταξὺ σώματος καὶ ψυχῆς. Αὐτὸ ποὺ ψάλ­λει ἡ Ἐκκλησία μας τὸ Δεκαπενταύγουστο εἶ­νε καὶ ἐπιστημονικῶς ἀληθές· «Ἀπὸ τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν ἀσθενεῖ τὸ σῶμα, ἀσθε­νεῖ μου καὶ ἡ ψυχή» (Μικρ. Παρακλ. κανών). Καὶ τὰ δύο ἀσθενοῦν· ἀλλὰ ἡ πηγὴ – ἡ ῥίζα τοῦ κακοῦ εἶνε ἡ ἁμαρτία. Ἔκανε λοιπὸν ὁ ἅγιος Παντε­λεήμων τὴν ὀρ­θὴ διάγνωσι· ἔβλεπε ὅτι, ὅταν ἡ ψυχὴ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ τὴν ἐνοχή, τὸ σῶμα ζω­ογονεῖται, ὁ ἄνθρωπος ἀναπνέει. Πολλὲς ἀσθέ­νειες (ἀποπληξίες, ἐμφράγματα, καρκίνοι) ἔ­χουν τὴν αἰτία τους στὸν ψυχικὸ κόσμο· κά­ποια πίκρα ἀπὸ τύψεις ἢ ἀπὸ συκοφαντία ἢ διαβολὴ ἢ ἀδι­κία ἢ παραγκωνισμὸ ποτίζουν μὲ φαρμάκι τὸ σῶμα.
⃝ Διέφερε λοιπὸν πρῶτον διότι δὲν ἀπέβλεπε στὸ χρῆμα, δεύτερον διότι ἔβλεπε τὸν ἄν­θρωπο ὡς ψυχοσωματικὴ ὁλότητα, καὶ τρίτον διότι, ἐκτὸς τῶν ἄλλων φαρμάκων ποὺ εἶχαν καὶ οἱ ἄλλοι ἰατροί, ὁ ἅγιος Παντελεήμων διέθετε ἕνα σπάνιο – μοναδικὸ φάρμακο, καὶ αὐ­τὸ ἦταν ἡ πίστις. Πίστευε βαθειά. Γι᾿ αὐτό, μα­ζὶ μὲ τὰ φάρμακα ἀπὸ βότανα τῆς γῆς ποὺ χορη­γοῦσε, γονάτιζε δίπλα στὸ προσκέφαλο τοῦ ἀ­σθενοῦς, προσευχόταν καὶ ―ἂς μὴν πιστεύ­ουν οἱ ἄπιστοι, ἐμεῖς πιστεύουμε― ὁ ἀ­σθε­νὴς ἐ­θεραπεύετο. Καὶ μέχρι σήμερα βλέπουμε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ σὲ κλινικές, νοσοκομεῖα καὶ θεραπευτήρια. Εἶνε πράγματι τεραστία ἡ δύναμις τῆς πίστεως, φάρμακο θεραπείας ψυχικῶν καὶ σωματικῶν νοσημάτων.
Αὐτὸς ἦταν ὁ ἅγιος Παντελεήμων. Καὶ γι’ αὐ­τὸ στὸ ἰατρεῖο του σχημάτιζαν κάθε μέρα οὐ­ρὰ οἱ ἀσθενεῖς, ἐνῷ στοὺς ἄλλους γιατροὺς τῆς Νικομηδείας δὲν πήγαιναν πλέον. Αὐτὴ ὅμως ἡ προτίμησις ἄναψε στὶς καρδιὲς τῶν συναδέλφων του τὴν κίτρινη λαμπάδα τοῦ φθό­νου. Τὸν φθόνησαν, τὸν μίσησαν. Ἔβλεπαν ὅ­τι, ὅσο ἦταν αὐτὸς γιατρὸς στὴ Νικομήδεια, αὐτοὶ ἔπρεπε ν᾿ ἀλλάξουν ἐπάγγελμα· ὅλοι ἔτρεχαν στὸν ἅγιο Παντελεήμονα. Καὶ ἀσθενεῖς, ποὺ ἐκεῖνοι τοὺς ἀπήλπιζαν, εὕρισκαν τὴ θεραπεία τους κοντά του. Ἰδού λοιπὸν ἡ αἰτία τοῦ φθόνου. Γι’ αὐτὸ τὸν κατεδίωξαν. Τὸν μή­νυσαν στὶς ἀρχές. Μὲ ποιά κατηγορία, ὡς τί; ὡς φιλάργυρο; ὡς πλεονέκτη; ὡς μοιχό; ὡς πόρνο; ὡς κίναιδο; ὡς ἐγκληματία; Τίποτε ἀ­πὸ αὐτά. Ἐὰν τὸν κατηγοροῦσαν γι᾿ αὐτά, μέ­σα στὸ παρηκμασμένο τότε καθεστώς, θὰ ἀ­πηλλάσ­σετο. Τὸν κατηγόρησαν μὲ μιὰ κατηγορία ποὺ ἔπιανε. Ἔτσι εἶνε, ἀλλάζουν οἱ κατηγορίες γιὰ τοὺς πιστοὺς κατὰ ἐποχή· χρησιμοποι­εῖται ἄλλοτε ἡ ἄλφα, ἄλλοτε ἡ βῆτα, ἄλλοτε ἡ γάμμα κατηγορία. Δὲν θὰ ἐπεκταθῶ ἐπ’ αὐ­τοῦ, νὰ σᾶς παρουσιάσω πῶς, ἀπ’ τὸν καιρὸ ποὺ φτειάσαμε βασίλειο, μὲ διάφορες ψευτο­κατηγορίες, μὲ ταμπέλλες ποὺ κολλοῦν φθονεροὶ στὶς πλάτες ἀξίων ἀνθρώπων, τοὺς ἐξ­οντώνουν ―ἐνῷ κατὰ βάθος δὲν πιστεύ­ουν τὶς κατηγορίες― καὶ πῶς κρίνουν πλέον τοὺς ἀνθρώπους μὲ κριτήρια ὄχι σταθερά (ἠθικά), ἀλλὰ μεταβλητά (πολιτικὰ κ.λπ.).
Τὸν κατηγόρησαν λοιπὸν μὲ τὴν φοβερὰ τότε κατηγορία ὅτι εἶνε Χριστιανός. Καὶ ἔ­φτανε ἡ κατηγορία αὐτὴ νὰ ὁδηγήσῃ τὸν ἄν­θρωπο στὸ ἐκτελεστικὸ ἀπόσπασμα. Συνε­λή­φθη, ὡδηγήθη ἐνώπιον τῶν ἀρχῶν, ὡμο­λόγησε μὲ παρρησία τὴν πίστι του, ὑπεβλήθη σὲ παντοειδῆ μαρτύρια, καὶ ἔτσι ἡ ἁγία του ψυχὴ σὰν ὁλόλευκο περιστέρι πέταξε στὰ οὐ­ράνια σκηνώματα, γιὰ νὰ συναγάλλεται μὲ ἁ­γίους ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους.

* * *

Ἰδού, ἀγαπητοί μου ἡ αἰτία τῆς καταδιώξεως καὶ τοῦ μαρτυρίου τοῦ ἁγίου Παντελεή­μονος· ὁ φθόνος.
῎Ω ὁ φθόνος, μεγάλο – ἀ­βυσσαλέο πάθος! Εἶνε σκουλήκι καὶ ἔχιδνα ποὺ κατατρώει τὰ σπλάχνα τοῦ φθονεροῦ, ἀλλὰ εἶνε καὶ ὁ τά­φος μεγάλων ἀνδρῶν. Τρο­μερὰ τ᾿ ἀποτελέ­σματά του. Ἂν ἀνοίξουμε τὴν ἱερὰ ἱστορία, θὰ δοῦμε, ὅτι αὐτὸς ὑπῆρξε ἀρχὴ τῆς καταστροφῆς τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. «Φθόνῳ δι­αβόλου», λέει ὁ Σολομῶν, «θάνατος εἰσῆλ­θεν εἰς τὸν κόσμον» (Σ. Σολ. 2,24). Φθόνησε ὁ σατανᾶς τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου, καὶ τὸ φθο­νεῖ. Γιὰ τὸ πρῶτο αἷμα ποὺ χύθηκε πάνω στὴ γῆ αἰτία ἦταν ὁ φθόνος· ὁ Κάϊν φθόνησε τὸν ἀδελφό του Ἄβελ καὶ τὸν ἐφόνευσε «εἰς τὸ πεδίον» (Γέν. 3,8). Ἀπὸ φθόνο ὁ Ἠσαῦ κατεδίωξε τὸν Ἰακώβ (βλ. ἔ.ἀ. 27,41), τὰ ἕντεκα παιδιὰ τοῦ Ἰακὼβ κατεδίωξαν τὸν Ἰωσὴφ τὸν πάγκαλο (βλ. ἔ.ἀ. κεφ. 37ο), ὁ βασιλεὺς Σαοὺλ κατεδίωξε τὸν Δαυΐδ (βλ. Α΄ Βασ. 19,10), καὶ μακρὰ σειρὰ ἁγίων ἀνθρώπων ἐξωντώθηκαν.
Παραδείγματα ἔχουμε καὶ στὴ δική μας ἐ­θνικὴ ἱστορία. Μεγάλοι ἄνδρες ἐξωντώθηκαν, ὅπως ὁ δίκαιος Ἀριστείδης στὴν ἀρχαιότητα, ὁ Σωκράτης ποὺ ἤπιε τὸ κώνειο, στὰ νεώτερα χρόνια ὁ Χαρίλαος Τρικούπης, κ.ἄ..
Ἀλλὰ τί χρειάζονται τὰ ἄλλα παραδείγματα; ῾Ρῖξτε ἕνα βλέμμα στὸ πραιτώριο καὶ στὸ Γολγοθᾶ. «Ποιόν ἀπὸ τοὺς δύο θέλετε ν᾿ ἀ­πο­λύσω», ἐρωτᾷ ὁ Πιλᾶτος, «τὸν Βαραββᾶ ἢ τὸν Ἰησοῦν;». Ὅλοι φωνάζουν· «τὸν Βαραββᾶ». Καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς ψυχολογικώτατα σημειώνει· «ᾜδει γάρ», ἐγνώριζε δηλαδὴ ὁ Πι­λᾶ­τος, «ὅτι διὰ φθόνον παρέδωκαν αὐτόν» (Ματθ. 27,18). Ὁ φθόνος τῶν γραμματέων καὶ φα­ρισαίων, ποὺ σὰν πυγολαμπῖδες ἔσβηναν πλέ­ον ἐμπρὸς στὸν ἥλιο-Χριστό, ὡδήγησε τὸν Κύριό μας στὸ Γολγοθᾶ.
Ἔκτοτε, ἀδελφοί μου, εἶνε γενικὸς κανών·  ἂν παρουσιασθῇ κάποιο ἀνάστημα, κάποια φυ­σιογνωμία ἱκανή, ποὺ θὰ πράξῃ τὸ καθῆκον, προκαλεῖ φθόνο καὶ ἐπισύρει διωγμό. Οἱ ἀσή­μαντοι δὲν ἐνοχλοῦν· καταδιώκον­ται ἐκεῖνοι ποὺ προσφέρουν ὠφέλεια καὶ δίνουν ζωὴ γύρω τους. Τὸ εἶπε καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «Πάν­τες οἱ θέλον­τες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται» (Β´ Τιμ. 3,12)· θὰ διωχθοῦν ὅσοι πιστεύουν στὸ Χριστὸ καὶ ζητοῦν νὰ ζή­σουν μὲ τὶς ἐντολές του. Εἶνε ὁ κλῆρος τους.
Ὅσοι εἶνε ζωντανοί, εἴτε διὰ τοῦ λόγου εἴ­τε διὰ τοῦ παραδείγματος προκαλοῦν σεισμό. Ὁ σεισμὸς ὅμως αὐτὸς εἶνε σωτήριος. Μακά­ριες οἱ κοινωνίες ποὺ ἔχουν τέ­τοιους ἄνδρες, εἴτε στὴν ἐπιστήμη εἴτε στὸ στρατὸ εἴτε στὴν πολιτικὴ εἴτε στὸν ἱερὸ κλῆρο· διότι αὐτοὶ ἀ­ποτελοῦν τοὺς παράγοντας ὀρθῆς ἀγωγῆς.
Προσευχηθῆτε, ἀδελφοί, τὸ νόσημα τοῦ φθό­νου νὰ ἰαθῇ, νὰ ἐκλείψῃ. Καὶ εἴθε ὁ Κύριος διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου Παν­τελεήμονος ν᾿ ἀ­παλ­λά­ξῃ τὶς καρδιὲς ὅλων μας ἀπὸ αὐτὸ καὶ νὰ πορευ­ώμε­θα ἐν ἀρετῇ καὶ ἀγάπῃ πρὸς δόξαν Θεοῦ· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Oμιλία του μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναὸ του Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 27-7-1976)

____________________

ΣΤΑ ΡΟΥΜΑΝΙΚΑ

_______________________

Sfântul Mare Mucenic Pantelimon – 27 Iulie

Predica Mitropolitului Augustin de Florina la pomenirea
Sfântului Mare Mucenic Pantelimon
– 27 iulie –

A FOST PRIGONIT DIN INVIDIE


„Căci ştia că din invidie L-au predate lui” (Matei 27,18)

Şi iarăşi, iubiţii mei, cinstim sfânta pomenire a Marelui Mucenic Pantelimon. Tema noastră va fi întrebarea: Care este pricina prigoanei Sfântului Pantelimon? La aceasta vom da un scurt răspuns.

***

Sfântul Pantelimon a trăit şi s-a nevoit în epoca prigoanelor, când la Roma era împărat Diocleţian. S-a născut în Nicomidia, din Asia Mică. Tatăl său era idolatru, iar mama lui era dintre femeile care sădeau adânc în inima copiilor lor credinţa în Hristos. Aşadar, Sfântul Pantelimon a fost învăţat adevărurile credinţei de mama lui.
Era inteligent, binecrescut. Avea înclinaţie spre studiu. A studiat medicina lângă distinşi oameni de ştiinţă. S-a dovedit un medic excepţional. Mulţi medici existau atunci, după cum există şi astăzi. Însă rar se întâmplă să găseşti un medic creştin. Majoritatea sunt necredincioşi, materialişti. Şi măcar de-ar fi valoroşi?… Dumnezeu să vă păzească să nu ajungeţi pe mâinile lor. Sfântul Pantelimon era diferit. Prin ce era diferit? Era diferit în trei puncte.
Mai întâi, în ceea ce priveşte banul. Ceilalţi erau iubitori de arginţi. Profitau de pe urma bolnavilor şi adunau comori. Sfântul Pantelimon era dezinteresat, ideolog. El îşi exercita ştiinţa ca pe o misiune. Îl vedeau noaptea, vizitând colibele ca un înger. Dacă ceilalţi mergeau doar la casele celor mari, el mergea în cartierele sărace şi îi slujea pe cei bolnavi.
Al doilea lucru prin care se deosebea de ceilalţi: Precum a spus un renumit professor universitar elen, medicii, adeseori, exercită medicina ca pe o medicină veterinară; sunt mai degrabă medici veterinari, decât medici. Nu văd nimic altceva decât vene, oase, carne, ţesuturi, inimi, plămâni. Omul este şi asta, cu siguranţă. Dar, în spatele acestora, există ceva nevăzut. Există un “motoraş”, care mişcă existenţa biologico-somatică a omului. Şi doctorul, când nu “vede” acest “motoraş”, este orb, nu este în stare să-şi exercite lucrarea. Acest “motoraş” este un factor sufletesc, sufletul omului. O mulţime de experienţe şi observaţii au demonstrat că sufletul cu patimile, vinovăţia şi anxietatea lui acţionează mult asupra trupului. Există o influenţă reciprocă între trup şi suflet. Ceea ce cântă Biserica noastră în Postul Adormirii este un adevăr şi din punct de vedere ştiinţific: “Pentru păcatele mele cele multe mi se îmbolnăveşte trupul şi slăbeşte sufletul meu”  (Paraclisul Mic). Ambele sunt bolnave. Dar izvorul-rădăcină a răului este păcatul. Aşadar,  Sfântul Pantelimon avea o diagnoză corectă. A înţeles că atunci când sufletul se izbăveşte de vinovăţie, trupul se revigorează, omul respiră. Multe boli (apoplexii, obstrucţii, canceruri) îşi au cauza în lumea psihică, sufletească; vreo amărăciune din remuşcări sau din calomnie, învrăjbire, nedreptate sau înlăturare adapă trupul cu otravă.
Aşadar, s-a deosebit mai întâi pentru că nu se uita la bani. În al doilea rând, pentru că vedea omul ca pe un tot psiho-somatic, iar în al treilea rând, pentru că, în afara celorlalte medicamente, pe care le aveau şi ceilalţi medici, Sfântul Pantelimon dispunea de un medicament rar şi unic, iar acesta era credinţa. Credea profund. De aceea, împreună cu medicamentele din plantele pământului, pe care le dăruia, îngenunchea lângă căpătâiul bolnavului, se ruga şi – să nu creadă necredincioşii, noi credem! – bolnavul se vindeca. Şi astăzi vedem semnul crucii în clinici, bolniţe şi spitale. Şi, într-adevăr, e uriaşă puterea credinţei, un medicament de vindecare pentru bolile trupeşti şi sufleteşti.
Acesta a fost Sfântul Pantelimon. La spitalul său, bolnavii formau în fiecare zi o coadă, în vreme ce la ceilalţi medici din Nicomidia nu se mai ducea nimeni. Însă această preferinţă a aprins în inimile confraţilor săi flacăra galbenă a invidiei. Îl invidiau, îl urau. Îşi dădeau seama că atât cât va fi el medic în Nicomidia, ei ar trebui să-şi schimbe meseria; toţi alergau la Sfântul Pantelimon. Şi bolnavi, pe care ei îi aruncaseră în deznădejde, îşi aflau vindecarea lângă el. Iată, deci, pricina invidiei. De aceea, l-au prigonit. L-au denunţat autorităţilor. Cu ce acuzaţie, ca ce? Ca iubitor de arginţi? Ca lacom de bani? Ca desfrânat? Ca adulter? Ca puşchiu? Ca şi criminal? Nimic din toate acestea. Dacă l-ar fi acuzat de aceste lucruri, în sistemul decăzut de atunci, l-ar fi scăpat. L-au învinuit cu acuzaţii care prindeau. Aşa este, pentru cei credincioşi acuzaţiile se schimbă, după epocă; se foloseşte, uneori, “x”, alteori, “y”, alteori, “z” acuzaţii. Nu mă voi extinde de aici, ca să vă prezint cum, din vremea în care am creat un regat, prin diferite acuzaţii false, prin cozile pe care le lipesc cei invidioşi pe spatele oamenilor vrednici, îi nimicesc – deşi în esenţă ei nu cred acuzaţiile – şi cum îi judecă pe oameni prin criterii neîntemeiate (moral), ci variabile (politic).
Aşadar, l-au denunţat cu acuzaţia, gravă atunci, că este creştin. Şi această acuzaţie era suficientă să-l conducă pe om spre plutonul de execuţie. A fost arestat. A fost dus înaintea autorităţilor, şi-a mărturisit cu îndrăzneală credinţa, a fost supus la tot feluri de chinuri şi, astfel, sfântul lui suflet, ca un porumbel cu totul alb, a zburat în corturile cele cereşti, ca să se bucure împreună cu sfinţii îngeri şi arhangheli.

***

Iată, iubiţii mei, pricina prigonirii şi a muceniciei Sfântului Pantelimon: invidia.
O, invidia, mare, abisală patimă! Este viermele şi vipera care mănâncă cele dinlăuntru ale invidiosului, dar este şi mormântul marilor bărbaţi. Urmările ei sunt groaznice. Dacă vom deschide sfânta istorie, vom vedea că aceasta a fost începutul distrugerii neamului omenesc. “Prin invidia diavolului”, zice Solomon, “moartea a intrat în lume” (Înţelepciunea lui Solomon 2, 24). A invidiat satana măreţia omului şi o invidiază. Pentru primul sânge care a fost vărsat pe pământ, pricină a fost invidia. Cain l-a invidiat pe fratele său, Abel, şi l-a ucis “în câmpie” (Facere 3, 8). Din invidie, Esau l-a prigonit pe Iacov (Facere 27, 41), cei unsprezece copii ai lui Iacov l-au prigonit pe Iosif cel preafrumos (Facere 37), regele Saul l-a prigonit pe David (I Împăraţi 19, 10) şi un lung şir de oameni sfinţi au fost nimiciţi.
Exemple avem şi în istoria noastră naţională. Mari bărbaţi au fost nimiciţi, precum dreptul Aristidis în antichitate, Socrate, care a băut cucută, iar în vremurile mai recente, Harilaos Trikupis şi alţii.
Ce ne trebuie alte exemple? Aruncaţi o privire spre Pretoriu şi Golgota. “Pe care din cei doi vreţi să vi-l eliberez?” – întreabă Pillat – “pe Baraba sau pe Iisus?”. Toţi strigă: “Pe Baraba!”. Şi evanghelistul consemnează profund psihologic: Pilat ştia că, “din invidie L-au dat lui” (Matei 27, 18). Invidia cărturarilor şi fariseilor – care ca nişte licurici s-au stins înaintea soarelui-Hristos – a condus pe Domnul nostru spre Golgota.
De atunci, fraţii mei, este o regulă generală. Dacă va apare vreo statură, vreo persoană capabilă, care îşi face datoria, provoacă invidie şi atrage prigoană. Cei neimportanţi nu deranjează; sunt prigoniţi cei care aduc vreun folos şi dau viaţă în jurul lor. A spus-o şi apostolul Pavel: “Toţi cei ce voiesc să trăiască cucernic întru Hristos Iisus vor fi prigoniţi”(II Timotei 3,12). Vor fi izgoniţi toţi cei care cred în Hristos şi care caută să trăiască potrivit poruncilor Lui. Este soarta lor.
Toţi câţi sunt creştini, fie prin cuvânt, fie prin pildă, provoacă un cutremur. Însă acest cutremur este mântuitor. Fericite societăţile care au astfel de bărbaţi, fie în ştiinţă, fie în armată, fie în politică, fie în sfântul cler, pentru că aceştia constituie factorii educaţiei corecte.
Rugaţi-vă, fraţilor, ca boala invidiei să fie vindecată, să dispară. Şi fie ca Domnul, cu mijlocirile Sfântului Pantelimon, să izbăvească de această boală inimile noastre, ale tuturor, ca să petrecem în virtute şi în dragoste spre slava lui Dumnezeu. Amin.
† Episcopul Augustin
(Sfânta Biserică a Sfântului Pantelimon din Florina,
27-7-1976)
sxed. 3

ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑΣ “ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗ”,

ΣΤΟ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΜΕΝΟ ΚΗΡΥΓΜΑ
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ

Διάβαζα σήμερα τον βίο του εορταζομένου αγίου μεγαλομάρτυρος Παντελεήμονος και έκαμα καποιες συνειρμικές σκέψεις και σύνδεσι παραστάσεων.

Είδα ότι ο βίος των αγίων, και πρώτα-πρώτα ο βίος του Παναγίου Κυρίου μας αλλά και όλων των αγίων Του έχουν κάποια ομοιότητα. Λέει σήμερα ο βίος του αγίου Παντελεήμονος ότι ήταν τελείως διαφορετική η ζωή του, από την ζωή των άλλων ιατρών της εποχής του. Ολοι οι άνθρωποι τον ακολουθούσαν αφού τους ενεπνεε η ζωή του και ο λόγος του, και έτσι ανάγκασε τους άλλους επαγγελματίες γιατρούς ή να αυτοκαταργηθούν ή να αλλάξουν πόλι ή επάγγελμα διότι θα χρεωκοπούσαν, αφού δεν πήγαινε κανείς εις αυτούς, δεν τους επισκέπτονταν κανένας. Και μετά από αυτήν την ροή των γεγονότων μπήκε μέσα τους το φοβερό σαράκι του ΦΘΟΝΟΥ και τους κατέτρωγε και τους σαρακότρωγε.Και αυτό το πάθος γιγάντωσε μέσα τους και τους καταπίεζε να τον καταγγείλουν και να ζητήσουν μέχρι και την καταδίκη του σε θάνατο. Ολοι αυτοί οι εχθροί του αγίου, που βρίσκονται σήμερα; Σε ποιά κατάστασι αηδούς μνήμης των επιγενομένων γενεών; Αυτή θά είναι η αέναος κατάστασι και όλων των παρομοίων με αυτούς ΦΘΟΝΕΡΩΝ ανθρώπων της γης. Ο Θεός να μας φυλάξη από το φοβερό, σατανικό αυτό πάθος, το πάθος του Φθόνου.

Ο επίσκοπος Αρτέμιος είχε μία διαφορετικήν ζωήν από τους άλλους «παραδελφούς του» που έφερον…ακαδημαϊκούς τίτλους. Του Γιέφτιτς, του Μπούλοβιτς και του Ράντοβιτς. Και οι άνθρωποι προσέτρεχον πίσω από τον «κοντορεβηθούλη» Αρτέμιο, όπως ο κοντορεβηθούλης Ζακχαίος προσέτρεχε σαν διψασμένο ελάφι να ακούση τον Κύριο Ιησού επάνω στην συκομορέα της Ιεριχούς. Και ο επίσκοπος Αρτέμιος αροτρίωνε την γήν την αγαθήν του ποιμνίου του και το προσείλκυε με τον αγνόν και καθαρόν και ορθόδοξον και αυθεντικόν Ιουστίνιον λόγον του και το μετέφερε εις νομάς σωτηρίους.

Και έγινε το φλάμπουρο και η σημαία του λαού του Κοσσόβου και ταύτισαν τον ποιμένα με την τόπο τον άγιο και ιερό. Και από τούδε και στο εξής όταν ακούμε γιά το Κόσσοβο και τα Μετόχια συνειρμικά έρχεται στην σκέψι μας ο αυθεντικός ηγέτης του Κοσσόβου και των Μετοχίων ο καλός επίσκοπος Αρτέμιος.

Και ενώ οι άλλοι με τους αρχιερατικούς και τους …ακαδημαϊκούς τους τίτλους περιήρχοντο την γήν και την οικουμένην και συγκέντρωναν τον θαυμασμό και τα …χειροκροτήματα με τις …κορώνες που πετούσαν, ο σεμνός και αθόρυβος Αρτέμιος καλλιεργούσε βαθειά το χωράφι του. Και η συγκομιδή του ήταν πολλαπλάσια της συνήθους συγκομιδής, δεκαπλάσια, ογδονταπλάσια, εκατοτανταπλάσια και γέμισε το Κόσσοβο και τα Μετόχια με μοναστήρια, με μοναχούς και μοναχές, χάρμα οφθαλμών και δόξα και τιμή και εγκαύχησις της Εκκλησίας της Σερβίας. Και οι άλλοι; Οι άλλοι; Οι λεγόμενοι «παραδελφοί» του; ΕΦΘΟΝΗΣΑΝ ΠΟΛΥ. Και άρχισαν να σχεδιάζουν και να μεθοδεύουν και να βυσσοδομούν εναντίον του αδελφού τους. Διότι αναντίρρητα ΕΦΘΟΝΗΣΑΝ ΠΟΛΥ.

Και κατάφεραν να πάρουν μαζί τους τις αρχές και τις εξουσίες εκκλησιαστικές και πολιτικές εξουσίες και χρησιμοποίησαν «τα όπλα και τα ρόπαλα» γιά να ικανοποιήσουν τον ΦΘΟΝΟΝ ΤΟΥΣ, τον απύθμενον ΦΘΟΝΟΝ ΤΟΥΣ. Και μεθοδευμένα και παράνομα τον «δίκασαν», τον καταδίκασαν και τον εξεδίωξαν και τον εξόρισαν. Αλλά ο κοντορεβηθούλης επίσκοπος, όπου και να πάη, όπου και να σταθή, ο λαός τον αρπάζη και τον σηκώνει ψηλά στα χέρια του και τον θαυμάζει και τον αποθαυμάζει και τον υπεραγαπάει.

Και οι αηδείς κακοί και φθονεροί εχθροί του, η Αντι-ιστουστίνεια Ζηζιουλική τρόϊκα, έχασε τον ύπνο της και συνέχεια τρομοκρατεί και απειλεί και αφρίζει και τους οδόντας τρίζει.

«Το αίμα αυτού εφ’ ημάς και επί τα τέκνα ημών,» εκραύγαζον οι χριστοκτόνοι πρός τον Πιλάτον.

«Επί την κεφαλήν ημών η του Ιωάννου καθαίρεσις», έβεβαίωνον τον αυτοκράτορα Αρκάδιο και την εμπαθεστάτη Ευδοξία η ΦΘΟΝΕΡΗ κάστα των κακουργούντων αρχιερέων της εποχής του.

Η θλιβερά ιστορία επαναλαμβάνεται.

Το ίδιο ζητούν και οι τρείς ΦΘΟΝΕΡΟΙ οργανωτές και διοργανωτές και δημιουργοι και βυσσοδόμοι του επισκόπου Αρτεμίου. Επιθυμία τους μεγάλη, πελωρία και τρανή είναι να εξαφανισθή ο Αρτέμιος από το πρόσωπο της γής, να μετατραπή σε πεταλούδα ο Αρτέμιος, να χαθή και να αφανισθή στον ορίζοντα ο Αρτέμιος, για να μην τον βλέπουν τελείως και να μην τον ακούν. Το σαράκι της εμπαθείας και του ΦΘΟΝΟΥ , τους κατατρώει τα σωθικά όπως ο γυπαετός τον Προμηθέα Δεσμώτη. Ο Φθόνος τους ξεπέρασε τα σύνορα και έφθασε και μέχρις ημών και κατακυρίευσε τα πέρατα της γής και της οικουμένης.

Η ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιούλ 25th, 2010 | filed Filed under: Român (ROYMANIKA), εορτολογιο, ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

Τῆς ἁγίας Παρασκευῆς
26 Ἰουλίου

Σεμνη ιεραποστολος με οπλο την Αγια Γραφη

Ag. ParaskΕΟΡΤΗ. Ἑορτάζουμε σήμερα, ἀγαπητοί μου, τὴν ἑορτὴ τῆς μεγαλομάρτυρος ἁγί­ας Παρασκευῆς. Ἀλλὰ πῶς ἑορτάζουμε; Αὐτὸ εἶνε τὸ μεγάλο θέμα. Διότι λέει κάπου στὴ Γραφὴ ὁ Θεός· «Μισῶ τὶς ἑορτὲς καὶ πανηγύ­ρεις σας» (βλ. Ἀμ. 5,21· Ἠσ. 1,14). Γιατί; Διότι ὑπάρχουν δύο τρόποι ἑορτασμοῦ· ὁ εὔκολος καὶ ὁ δύσκολος. Ὁ εὔκολος εἶνε, νὰ ’ρθοῦμε ν’ ἀ­νά­ψουμε τὸ κερί μας καὶ νὰ προσ­κυνήσουμε τὴν εἰκόνα. Κανείς δὲν τὰ κατηγορεῖ αὐτά· δὲν εἴμεθα προτεστάνται καὶ χιλιασταί. Δὲν πρέπει ὅμως νὰ περιοριστοῦμε σ’ αὐτὸ τὸν εὔκολο ἑορτασμό. Ὁ ἄλλος, ὁ δύσκολος ἑορτασμός, ποιός εἶνε; Γιατί ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἑορτάζει τοὺς ἁγίους; Τοὺς παρουσιάζει ἐνώπιόν μας ὡς πρότυπα, ὡς μοντέλα. Διότι οἱ ἅγιοι ἀπέδειξαν, ὅτι αὐτὰ ποὺ διδάσκει ὁ Χριστός, δὲν εἶνε θεωρία, δὲν εἶνε οὐτοπία, δὲν εἶνε ἀπραγματοποίητα. «Καὶ ποιός τὰ κάνει!…», ἀκοῦμε συνήθως. Οἱ ἅγιοι διαψεύδουν αὐτὸ τὸν ἰσχυρισμό· διότι ἀπέδειξαν μὲ τὴ ζωή τους, μὲ τὸ κήρυγμά τους καὶ μὲ τὸ αἷ­μα τους, ὅτι αὐτὰ μποροῦν νὰ ἐκτελεσθοῦν. Ἀπέδειξαν, ὅτι ὁ Χριστὸς ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς αἰῶνας αἰώνων στὸ πρόσωπο τῶν ἁγίων καὶ τῶν μαρτύρων.

Καὶ ὄχι μόνο στὴν παλαιὰ ἐποχή. Καὶ σήμε­ρα ὑπάρχουν ἅγιοι, στὸν αἰῶνα αὐτόν, ὅπως λ.χ. ὁ ἅγιος Νεκτάριος ποὺ ἔζησε στὶς ἡμέρες μας καὶ οἱ ἅγιοι τῶν χωρῶν ὅπου ὑπάρχει ἀθεΐα. Δὲν ὑπάρχει ἐποχὴ χωρὶς νὰ ἔχῃ τοὺς ἁγίους καὶ μάρτυράς της.

Δὲν εἶνε ἕνας καὶ δύο· εἶνε ἀναρίθμητοι, ἕνας ἀστερισμός, ἕ­νας γαλαξίας. Ἕνα ἀστέρι ἀπὸ τὸν γαλαξία αὐτόν, ἀ­στέρι πρώτου μεγέθους, εἶνε καὶ ἡ ἁγία Παρασκευή.

Δὲν θὰ διηγηθῶ τὸν βίο της. Θὰ σᾶς δώσω μὲ λίγες γραμμὲς μία εἰκόνα της.

* * *

Ἡ ἁγία Παρασκευὴ γεννήθηκε τὸν 2ο αἰῶ­να στὴν πρωτεύουσα τοῦ κόσμου, στὴν κοσμοκράτειρα ῾Ρώμη, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς. Γεννήθηκε ἡμέρα Παρασκευή, καὶ γι᾽ αὐτὸ τὴν ὠνόμασαν Παρασκευή. Διακρινόταν γιὰ τὸ κάλλος της. Σὰν κόρη πλουσίας οἰκογενείας μποροῦσε νὰ συνάψῃ γάμο μὲ τὸ λαμ­πρότερο πατρίκιο. Ἐν τούτοις σκέφθηκε κάτι ἀνώτερο. Μὴ παρεξηγηθοῦν αὐτὰ ποὺ λέμε. Δὲν περιφρονοῦμε τὸ γάμο. Κ’ ἐμεῖς δὲν γεννηθήκαμε ἀπὸ βράχο· ἀπὸ μάνα γεννηθήκαμε. Ἡ Ἐκκλησία δὲν περιφρονεῖ τὸ γάμο· τιμᾷ ὅμως παραπάνω τὴν παρθενία.

Ἡ ἁ­γία Παρασκευὴ ἐξέλεξε ὡς ὕψιστο σκο­πὸ τὴν παρθενία. Ἀφωσιώθηκε ἐξ ὁλοκλήρου, σῶμα καὶ ψυχή, στὸ Νυμφίο μὲ νῦ κεφαλαῖο· Νυμφίος. Ὁ δὲ Νυμφίος, «ὁ ὡραῖ­ος κάλλει παρὰ πάντας βροτούς» (ὄρθρ. Μ. Σαββ., ἐγκ.), ―δὲν εἶνε λόγια αὐτά, εἶνε μιὰ πρα­γματικότης― εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χρι­στός, τὸν ὁποῖον ὑ­μνοῦν οἱ στρατιὲς τῶν ἁγίων ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων. Ὡς νύμφη Χριστοῦ λοιπὸν ἡ ἁ­γία Παρασκευὴ εἶνε ὑπόδειγμα γιὰ τὶς γυναῖ­κες ἐκεῖνες ποὺ ἐκλέγουν τὸν ἄγαμο βίο, τὴν παρθενικὴ ζωή.

Εἶνε ἀκόμη ὑπόδειγμα ἱεραποστολικῆς δρά­­σεως. Γεμάτη ἔνθεο ζῆλο, ἐργάσθηκε ὡς ἱερα­πόστολος. Πέταξε ἀπὸ χώρα σὲ χώρα, μὲ φλο­γερὴ καρδιὰ διέδωσε τὰ ῥήματα τοῦ Ναζωραίου, καὶ σὰν μαγνήτης εἵλκυσε στὴν ἁγία μας πίστι πλήθη ἀνθρώπων. Ἡ ἐργασία της εἶνε πρότυπο γιὰ τὶς ἱεραποστολικὲς κινήσεις ποὺ ἐργάζονται γιὰ τὴν διάδοσι τοῦ εὐαγγελίου.

Εἶνε ἐπίσης γιὰ τὶς γυναῖκες ὑπόδειγμα σεμνότητος. Ντυνόταν σύμφωνα μὲ τὴν παραγγελία τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ποὺ ὁρίζει οἱ γυ­ναῖκες νὰ στολίζωνται μὲ τὴ ντροπή (βλ. Α΄ Τιμ. 2,9). Ἡ σεμνότης εἶνε στολίδι τῆς γυναίκας. Μπορεῖ μιὰ γυναίκα νὰ μὴν εἶνε ὡραία στὴν ὄψι, νὰ εἶνε ἄσχημη, ἀλλὰ νὰ εἶνε ὡραία στὴν ψυχή. Ἔχουμε παραδείγματα ἀνδρῶν ποὺ πῆ­ραν ὡραῖες γυναῖκες ἀλλὰ μὲ κακία καὶ μοχθη­ρία στὴν ψυχή, καὶ κατέληξαν σὲ διαζύγιο. Ἐνῷ ἄλλοι, ποὺ πῆραν ἄσχημες γυναῖκες ἀλ­λὰ μὲ ὡραία ψυχή, ἔζησαν εὐτυχισμένοι. Τὸ κάλλος, ὅταν δὲν συνοδεύεται ἀπὸ ἀρετὴ καὶ σεμνότητα, γίνεται παγίδα καὶ ὄλεθρος. Δὲν τὸ λέω ἐγώ, τὸ λέει ὁ σοφὸς Σολομῶν, ποὺ ἐ­γνώριζε καλὰ τὴν γυναικεία φύσι. Αὐτὸς στὶς Παροιμίες του γράφει· «Ὥσπερ ἐνώτιον ἐν ῥινὶ ὑός, οὕ­τως γυναικὶ κακόφρονι κάλλος» σὰν σκουλαρίκι στὴ μύτη γουρούνας, ἔτσι μοιάζει ἡ ὀ­μορ­φιὰ σὲ γυναῖκα κακόφρονα (Παρ. 11,22)· δὲν τῆς ταιριάζει δηλαδή. Ἀλλὰ σήμερα ἡ μόδα κα­τώρθωσε νὰ διαστρέψῃ καὶ τὴν αἴσθησι τοῦ κάλλους· κατήντησε, ὡραῖο νὰ θεωρῆται τὸ ἄ­σχημο. Γιὰ νὰ τὸ καταλάβετε αὐτό, φαν­ταστῆ­τε ὅτι παραγγέλλετε σὲ κάποιον νὰ κατα­σκευ­άσῃ μιὰ εἰκόνα τῆς ἁγίας Παρασκευῆς, καὶ ἐνῷ περιμένετε νὰ τὴν κατασκευάσῃ ὅπως τὴ γνω­ρίζουμε, αὐτὸς τὴν ζωγραφίζει χωρὶς σκέπασμα – μαντήλα στὸ κεφάλι, μὲ κομμένα τὰ μαλ­λιά, μὲ τὰ μάτια βαμμένα, μὲ τὰ νύχια κόκκινα, μὲ τὰ στήθη προτεταμένα, μὲ τὰ χέρια ξεμπρά­τσωτα, μὲ τὰ πόδια γυμνά. Ἐσὺ θὰ τὴν πάρῃς ποτὲ τὴν εἰκόνα αὐτή; Ποιός θὰ τολμήσῃ μιὰ τέτοια εἰκόνα, καρικατούρα τῆς ἁγίας φυσιογνωμίας της, νὰ τὴ βάλῃ στὸ εἰκο­νοστάσι; Αὐτὸ τί σημαίνει; ὅτι δὲν εἶνε ἔτσι τὸ ἀληθινὸ κάλλος. Γι’ αὐτὸ ἡ κάθε γυναίκα δὲν ἀξίζει νὰ ἔχῃ τέτοια πρότυπα. Χριστιανὲς γυναῖκες, ἂν θέλετε νὰ εἶστε ὀρθόδοξες καὶ νὰ διατηρήσετε τὴν τιμὴ ποὺ σᾶς ἔδωσε ὁ Θεός, νὰ ἔχετε ὡς πρότυπο τὴν ἁγία Παρασκευή.

Καὶ δόξα τῷ Θεῷ, παρ’ ὅλο τὸν ἐκφυλισμό, ὑπάρχουν ἀκόμα μερικὲς γυναῖκες ποὺ μοιάζουν στὴν ἐμφάνισι μὲ τὴν ἁγία Παρασκευή. Τὴν ἡμέρα τοῦ ἁγίου Ἀχιλλίου ἤμουν στὴν Πρέσπα, στὸ ἱστορικὸ νησάκι. Βγαίνοντας ἀ­πὸ τὴν ἐκκλησία εἶδα μιὰ γερόντισσα ντυμένη σὰν τὴν Παναγία. Θαύμασα. Δίπλα της ἦ­ταν ἕνα δεσποινάριο μὲ παντελόνι, μὲ τὰ μαλ­­λιὰ κομμένα, μὲ τὰ μάτια καὶ τὰ νύχια βαμ­μένα, μὲ τὰ πόδια γυμνά. Λέω στὴ γριά· ―Νὰ σὲ ντύσουμε ὅπως εἶν’ αὐτὸ τὸ κορίτσι; ―Ὄχι, λέει· ἐγὼ ἀπὸ τὴ γιαγιά μου εἶμαι ντυμένη ἔ­τσι. ―Νὰ σοῦ δώσουμε μιὰ λίρα, ἀλλάζεις; ―Ὄ­χι. ―Ἂν σοῦ δώσουμε ἑκατὸ λίρες; ―Μω­ρὲ ὅλο τὸν κόσμο νὰ μοῦ δώσῃς, ἐγὼ δὲν ἀλ­λάζω!… Πρὸ καιροῦ πάλι βρέθηκα σὲ μιὰ κορυφὴ τοῦ Βιτσίου ὕψους 1.500 περίπου μέτρων, στὸ χωριὸ Τριανταφυλλιά. Τοὺς μάζεψα ἐκεῖ καὶ τοὺς μίλησα μὲ ἁπλοϊκὴ γλῶσ­σα. Βλέπω μέσα στὴν ἐκκλησία, οἱ περισσότερες γυναῖκες ἦταν ντυμένες σὰν τὴν Παναγιὰ καὶ τὴν ἁγία Παρασκευή. Μὲ συγκίνησε τὸ φαινόμενο. Καὶ σκεφθῆτε· πρὸ ἐτῶν κάποιος νομάρχης πῆγε ἐκεῖ καὶ τοὺς εἶπε· «Ντροπή σας! Νὰ ἀλλάξετε, νὰ φορέσετε καινούργιες ἐνδυμασίες!». Αὐτὸς εἶνε ὁ κόσμος… Ὑπάρχουν λοιπὸν καὶ σήμερα γυναῖκες ποὺ μιμοῦν­ται τὴν ἁγία Παρασκευή.

Θέλω νὰ τελειώσω μὲ μιὰ τελευταία πινελλιὰ στὴν εἰκόνα τῆς ἁγίας Παρασκευῆς. Θὰ μοῦ πῆτε· Ἐγὼ δὲ γίνομαι καλόγερος, ἐγὼ δὲ θὰ μείνω ἄγαμος, ἐγὼ δὲ γίνομαι ἱεραπόστολος… Πολὺ καλά. Θὰ σοῦ ζητήσω λοιπὸν κάτι εὔκολο. Δὲ σοῦ λέω νὰ σηκώσῃς τὸ Βίτσι ἢ τὰ Ἱμαλάια ἢ τὶς Ἄλπεις, ὅ­πως οἱ ἅγιοι· ἐσὺ σή­κωσε ἕνα «πετραδάκι». Ἂν ὅμως δὲν τὸ ση­κώ­σῃς, θὰ ὀργιστῶ πολύ. Ποιό εἶνε τὸ πετρα­δά­κι· εἶνε, νὰ τηρήσῃς κάτι ποὺ σήμερα τόσο περιφρονεῖται. Ποιό εἶν’ αὐτό; Ὅτι στὸ τέλος τῆς ζωῆς της ἡ ἁγία Παρασκευή, γιὰ τὴν ἱεραποστολικὴ δρᾶ­σι της, προκάλεσε τὸ θυμὸ τῶν εἰ­δωλολατρῶν. Τὴ συνέλαβαν, τὴν ὡδήγησαν ἐ­νώπιον τοῦ κριτηρίου, καὶ ὁ τύραννος τὴ ρώτησε· ―Εἶ­σαι Χριστιανή; ―Εἶμαι Χριστι­α­νή, ἀ­πήν­τησε. ―Θὰ σὲ ῥίξουμε στὴ φωτιά· ἂν θέ’ς νὰ ζήσῃς, προσκύνησε τὰ εἴδωλα. Τότε ἐ­κείνη ἀπήντησε μ᾽ ἕνα ῥητό ―αὐτὸ εἶνε τὸ σπουδαῖο ποὺ θέλω νὰ προσέξετε. Τί ἀπήντη­σε· μ’ ἕνα ῥητὸ τοῦ προφήτου Ἰερεμίου· ―«Θεοί, οἳ τὸν οὐ­ρανὸν καὶ τὴν γῆν οὐκ ἐποίησαν, ἀπολέσθω­σαν» (Ἰερ. 10,11)· θεοί, λέει, ποὺ δὲν δη­μιούργησαν τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ, «ἀπολέ­σθωσαν», νὰ χαθοῦν, νὰ γίνουν στάχτη τὰ εἴ­δωλά σας!… Ἦταν δηλαδὴ ὡπλισμένη μὲ τὴν ἁγία Γραφή. Τέλος χέρια βαρβάρων τὴν ἔῤῥιξαν σὲ «πολυ­ώδυνα βάσανα» κ’ ἔτσι ἐτελειώθη.

* * *

Αὐτό, ἀγαπητοί μου, συνιστῶ καὶ γιὰ ὅλους ἐμᾶς. Ὁ Χριστιανὸς χωρὶς ἁγία Γραφὴ εἶνε ἄοπλος. Σᾶς ἐρωτῶ μὲ ὅλη τὴν ἀγάπη· διαβά­ζετε ἁγία Γραφή, ποὺ εἶνε προνόμιο γιὰ μᾶς ὅτι γράφτη­κε στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα; Γιὰ τὴν τηλε­όρασι διαθέτουμε πολλὲς ὧρες· Γραφὴ ποιός διαβάζει; Πολὺ λίγοι. Ἄλλοι λαοὶ διαβάζουν, οἱ Ἕλληνες ὄχι. Δῶστε μου, δῶστε μου μιὰ κοι­νωνία, ἕνα ἔθνος, μιὰ πόλι, μιὰ οἰκογένεια, ὅπου μικροὶ – μεγάλοι νὰ διαβάζουν τὴν ἁγία Γραφή, κ᾽ ἐγὼ ὑπογράφω συμβόλαιο· αὐτὴ θὰ γίνῃ ἡ εὐτυχεστέρα χώρα τοῦ κόσμου. Σᾶς βάζω κανόνα, νὰ πάρετε στὰ χέρια τὸ Εὐαγγέλιο καὶ νὰ τὸ διαβάζετε ἡμέρα καὶ νύχτα.

Εἴθε ὁ Θεός, διὰ πρεσβειῶν τῆς ἁγίας Παρα­­σκευῆς, νὰ μᾶς δώσῃ τὴν ἀπόφασι νὰ μελετοῦ­με Γραφή· μπορεῖ νὰ περάσῃ ἡμέρα χωρὶς φαγη­τό, χωρὶς τηλεόρασι, χωρὶς ῥαδιόφωνο ἢ χω­ρὶς ἀέρα καὶ χωρὶς ἥλιο· χωρὶς Εὐαγγέλιο ὄχι!

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Oμιλία Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναὸ της Ἁγίας Παρασκευῆς πόλεως Φλωρίνης 25-7-1988)

_________________________

ΣΤΑ ΡΟΥΜΑΝΙΚΑ

__________________________

Predica Mitropolitului Augustin de Florina
la pomenirea Sfintei Muceniţe Paraschevi

– 26 iulie –

CINSTITĂ MISIONARĂ AVÂND CA ARMĂ SFÂNTA SCRIPTURĂ

Sărbătoare. Sărbătorim astăzi, iubiţii mei, sărbătoarea marii muceniţe Sfânta Paraschevi. Dar cum sărbătorim? Aici e marea problemă. Pentru că spune undeva în Scriptură Dumnezeu: „Urăsc sărbătorile şi prăznuirile voastre” (vezi Amos 5, 21; Isaia 1, 14). De ce? Pentru că există două moduri de sărbătorire: cel uşor şi cel greu. Cel uşor este să venim şi să ne aprindem lumânarea şi să ne închinăm la icoană. Nimeni nu le condamnă pe acestea; nu suntem protestanţi şi iehovişti. Nu trebuie însă să ne limităm la această sărbătorire uşoară. Cealaltă, sărbătorirea grea, care e? De ce Sfânta noastră Biserică îi sărbătoreşte pe sfinţi? Îi prezintă înaintea noastră ca modele, ca prototipuri. Pentru că sfinţii au demonstrat că cele pe care le învaţă Hristos nu sunt teorie, nu sunt utopie, nu sunt de neîndeplinit. „Şi cine le face?!…”, auzim de obicei. Sfinţii contrazic această poziţie; pentru că au dovedit prin viaţa lor, prin predica lor şi prin sângele lor că acestea pot să fie împlinite. Au demonstrat că Hristos viază şi împărăţeşte în vecii vecilor în persoana sfinţilor şi a martirilor.
Şi nu doar în timpurile de demult. Şi astăzi există sfinţi, în veacul acesta, ca de pildă Sfântul Nectarie, care a trăit în zilele noastre, şi sfinţii din ţările unde există ateism. Nu există epocă care să nu-i aibă pe sfinţii şi martirii ei.
Nu sunt unul şi doi. Sunt nenumăraţi, un constelaţie. O stea în această constelaţie, o stea de primă mărime este şi Sfânta Paraschevi.
Nu voi istorisi viaţa ei. Vă voi oferi în linii scurte o icoană a ei.

***

Sfânta Paraschevi s-a născut în veacul al II – lea în capitala lumii, în imperialista Romă, din părinţi evlavioşi. S-a născut în ziua de vineri şi de aceea au numit-o Paraschevi (Vineri). Se deosebea prin frumuseţea ei. Ca fiică a unei familii bogate, putea să încheie nuntă cu cel mai strălucit patrician. Cu toate acestea s-a gândit la ceva mai înalt. Să nu fie răstălmăcite acestea pe care le zicem. Nu dispreţuim nunta. Nici noi nu ne-am născut din stâncă. Dintr-o mamă ne-am născut. Biserica nu dispreţuieşte nunta, dar cinsteşte mai mult fecioria.
Sfânta Paraschevi şi-a ales ca scop suprem fecioria. I s-a dedicat în întregime, trup şi suflet, Mirelui cu „m” mare: Mirele. Iar Mirele „cel cu frumuseţea mai frumos decât toţi oamenii” (Utrenia Sâmbetei Mari, Prohodul), – acestea nu sunt cuvinte, sunt o realitate – este Domnul nostru Iisus Hristos, pe care Îl laudă oştile sfinţilor îngeri şi arhangheli. Aşadar, ca o mireasă a lui Hristos, Sfânta Paraschevi este un model pentru femeile acelea care aleg viaţa necăsătorită, viaţa feciorelnică.
Mai este un model pentru activitatea misionară. Plină de o râvnă dumnezeiască a lucrat ca misionar. Zbura din ţară în ţară, cu o inimă înflăcărată răspândea cuvintele Nazarineanului şi ca un magnet atrăgea la sfânta noastră credinţă mulţimi de oameni. Lucrarea ei este un model pentru mişcările misionare care se depun pentru răspândirea Evangheliei.
Este pentru femei şi un model de bună cuviinţă, de decenţă. Se îmbrăca potrivit îndemnului Apostolului Pavel care hotărăşte ca femeile să se împodobească cu sfială (vezi I Timotei 2, 9). Buna cuviinţă este bijuteria femeii. Se poate ca o femeie să nu fie frumoasă la chip, să fie urâtă, dar să fie frumoasă la suflet. Avem exemple de bărbaţi care au luat femei frumoase, dar cu răutate şi viclenie în suflet şi au ajuns la divorţ. Pe când alţii, care au luat femei urâte, dar cu suflet frumos, au trăit fericiţi. Frumuseţea, când nu este însoţită de virtute şi bunăcuviinţă devine cursă şi dezastru. Nu o zic eu, o zice înţeleptul Solomon, care a cunoscut bine firea femeiască. Acesta în Proverbele sale scrie: „Precum inelul de aur în râtul porcului, aşa este femeia frumoasă şi fără de minte”; precum cerceluşul în râtul porcului, aşa este frumuseţea la femeia nebună (Pilde 11, 22); adică nu i se potriveşte, dar astăzi moda a reuşit să pervertească simţământul frumuseţii; a reuşit ca frumosul să fie considerat urât. Ca să înţelegeţi aceasta, închipuiţi-vă că daţi comandă la cineva să vă facă o icoană a Sfintei Paraschevi, şi în timp ce vă aşteptaţi să v-o facă aşa cum o ştiţi, acesta o pictează fără basma pe cap, cu părul tăiat, cu ochii vopsiţi, cu unghiile roşii, cu pieptul scos în afară, cu braţele goale, cu picioarele goale. Tu vei lua vreodată această icoană? Cine va îndrăzni o astfel de icoană – caricatură a sfintei ei fizionomii, s-o pună pe iconostas? Ce înseamnă asta? Că nu este aşa adevărata frumuseţe. De aceea fiecare femeie nu trebuie să aibă astfel de modele. Femei creştine, dacă vreţi să fiţi ortodoxe şi să vă păstraţi cinstea pe care v-a dat-o Dumnezeu, să aveţi ca model pe Sfânta Paraschevi.
Dar slavă lui Dumnezeu!, cu tot degenerarea, mai există câteva femei care seamănă la înfăţişare cu Sfânta Paraschevi. La ziua Sfântului Ahilie, am fost în Prespe, în istorica insuliţă. Ieşind din biserică am văzut o bătrână îmbrăcată ca Maica Domnului. M-am minunat. Lângă ea era o domnişorică cu pantaloni, cu părul tăiat, cu ochii şi unghiile vopsite, cu picioarele goale. Îi spun bătrânei: – Să te îmbrăcăm ca pe această fată? – Nu, zice; eu de la bunica mea sunt îmbrăcată aşa. – Să-ţi dăm o liră, te schimbi? – Nu. – Dacă-ţi vom da 100 de lire? –Măi, toată lumea să-mi dai, eu nu mă schimb!… Înainte vreme am fost iarăşi pe un vârf din Vitsiou la înălţimea de aproximativ 1500 de metri, în satul Triandafilia. Ne-am adunat acolo şi le-am vorbit într-un limbaj simplu. Privesc în biserică, cele mai multe femei erau îmbrăcate ca Maica Domnului şi ca Sfânta Paraschevi. M-a emoţionat acest lucru. Şi gândiţi-vă: Cu câţiva ani în urmă un primar s-a dus acolo şi le-a spus: „Să vă fie ruşine! Să vă schimbaţi, să purtaţi haine noi!”. Asta-i lumea… Există deci astăzi femei care o imită pe Sfânta Paraschevi.
Vreau să termin cu un ultim penel pe icoana Sfintei Paraschevi. Îmi veţi spune: Eu nu mă fac călugăr, eu nu voi rămâne necăsătorit, eu nu mă fac misionar… Foarte bine. Îţi voi cere deci ceva uşor. Nu să ridici Vitsi sau Himalaya sau Alpii ca sfinţii. Tu ridică o „pietricică”. Dacă însă nu o ridici, mă voi mânia foarte. Care este pietricica? Este să păzeşti ceva care azi este atât de mult dispreţuit. Ce este acest lucru? Că la sfârşitul vieţii ei Sfânta Paraschevi, pentru activitatea ei misionară, a provocat mânia închinătorilor la idoli. Au arestat-o, au dus-o înaintea judecăţii şi tiranul a întrebat-o: – Eşti creştină? – Sunt creştină, a răspuns. – Te vom arunca în foc. Dacă vrei să trăieşti, închină-te la idoli. Atunci ea a răspuns cu o vorbă înţeleaptă – aceasta este ceva foarte important la care vreau să luaţi aminte. Ce a răspuns? Cu un cuvânt din Proorocul Ieremia: – „Zeii, care nu au făcut cerul şi pământul, să piară” (Ieremia 10, 11). Zeii, zice, care nu au creat cerul şi pământul, „să piară”, să se piardă, să dispară, să devină cenuşă idolii voştri!… Adică a fost înarmată cu Sfânta Scriptură. La sfârşit mâinile barbarilor au aruncat-o la „chinuri foarte dureroase” şi în felul acesta s-a săvârşit.



Asta, iubiţii mei, vă recomand şi pentru noi toţi. Creştinul fără Sfânta Scriptură este neînarmat. Vă întreb cu toată dragostea: citiţi Sfânta Scriptură, care este un privilegiu pentru noi că a fost scrisă în limba elină? Pentru televizor dispunem de multe ore. Scriptura cine o citeşte? Foarte puţini. Alte popoare citesc, elinii nu. Daţi-mi, daţi-mi o societate, un popor, un oraş, o familie unde mici – mari să citească Sfânta Scriptură, şi eu semnez un contract: aceasta va deveni cea mai fericită ţară din lume. Vă dau canon să luaţi în mâini Evanghelia şi s-o citiţi zi şi noapte.
Fie ca Dumnezeu, prin mijlocirile Sfintei Paraschevi, să ne dăruiască hotărârea de a studia Scriptura. Poate să treacă o zi fără mâncare, fără televizor, fără radio, fără aer şi fără soare. Fără Evanghelie nu!

† Episcopul Augustin

(Sfânta Biserică a Sfintei Paraschevi din Florina,
25-7-1988)

(traducere: M.L., sursa: http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=14055)

H ζωη μας τρικυμισμενη θαλασσα

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιούλ 22nd, 2010 | filed Filed under: Român (ROYMANIKA), ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

Κυριακὴ Θ΄ Ματθαίου (Ματθ. 14,22-34)

H ζωη μας τρικυμισμενη θαλασσα

waves_thumbnailΑΚΟΥΣΑΤΕ, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο. Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο ἀποδεικνύει, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε ἁπλῶς ἄν­θρωπος ὅπως ἐμεῖς, ἀλλὰ εἶνε καὶ Θεός· εἶνε Θεάνθρωπος. Τὸ κηρύττει τὸ θαῦ­μα ποὺ ἀ­κούσαμε. Ἕνα θαῦμα μεγάλο, τρισ­μέγιστο, ποὺ ἔγινε ἐν συνεχείᾳ τοῦ ἄλλου ἐ­κείνου θαύ­ματος, γιὰ τὸ ὁποῖο μιλοῦσε τὸ εὐ­αγ­γέλιο τῆς προηγουμένης Κυριακῆς. Ἐκεῖ ἔλεγε, ὅτι ὁ Χριστὸς μὲ πέντε ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια χόρτασε πέντε χιλιάδες ἀνθρώπους μέσα στὴν ἔρημο.
Μετὰ ἀ­πὸ αὐτὸ ὁ Κύριος ἀνέβηκε στὸ ὄ­ρος νὰ προσ­ευχηθῇ τὴ νύχτα μόνος. Οἱ μαθηταὶ κατ᾽ ἐντολήν του μπήκαν σ᾽ ἕ­να μι­κρὸ πλοῖο τῆς λίμνης Γεννησαρὲτ ἢ θαλάσ­σης τῆς Γαλιλαίας, γιὰ νὰ βγοῦν στὴν ἀ­πέ­ν­αν­τι ὄχθη. Ταξίδευαν μόνοι χωρὶς τὸν Κύ­ριο. Στὴν ἀρχὴ ἦταν γαλή­νη. Ἀλλ᾽ αἴφνης καὶ ἐνῷ κόν­τευε νὰ ξημερώ­σῃ, σηκώθηκε κῦμα δυνα­τό. Τὸ πλοιάριο βασα­νιζόταν καὶ κινδύνευε νὰ καταποντιστῇ. Τότε φάνηκε ἐκεῖ ὁ Χριστὸς νὰ περπατάῃ ἐπάνω στὰ νερά. Φοβερὸ θέαμα. Μόλις τὸν εἶδαν οἱ μαθηταί, ταράχτηκαν καὶ εἶπαν ὅτι εἶνε φάντα­σμα. Δὲν ἦταν ὅμως φάντασμα· ἦταν ὁ ἴδιος.
Ὁ Πέτρος πῆρε θάρρος καὶ λέει· ―Σύ, Κύριε, εἶσαι; Ἂν εἶσαι σύ, πές μου νὰ ᾽ρθῶ κον­τά σου βαδίζοντας κ᾽ ἐγὼ πάνω στὰ νερά. Ὁ Κύ­ριος τοῦ ἔκανε τὴ χάρι. ―Ἔλα, τοῦ εἶ­πε. Κι ὁ Πέτρος ἄρχισε νὰ περπατάῃ πάνω στὰ κύματα. Βλέποντας ὅμως τὸν ἄνεμο δυνατὸ δείλιασε κι ἄρ­χισε νὰ βουλιάζῃ. ―Κύ­ριε, σῶσε με, φωνά­ζει μὲ ἀγωνία. Ὁ Χριστὸς ἁπλώ­νει ἀ­μέσως τὸ χέρι καὶ τὸν πιάνει. ―«Ὀ­λιγό­πιστε», τοῦ λέει, «εἰς τί ἐδίστασας;» (Ματθ. 14,31). Καὶ μόλις μπῆ­καν στὸ πλοῖο, ἔγινε γαλήνη. Δόξασαν ὅλοι τὸ Θεὸ καὶ ἔλεγαν στὸ Χριστό· «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ», ἀληθινὰ εἶσαι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ (ἔ.ἀ. 14,33).

* * *

Αὐτὸ εἶνε μὲ συντομία τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Τὸ θαῦμα αὐτὸ δείχνει, ὅτι ὁ Χριστὸς ἐξουσιάζει τὰ σύμπαντα· τὸν ἥλιο, τὸ φεγγάρι, τὰ ἄστρα, τὴ γῆ, τοὺς ἀνέμους, τὴ θάλασσα, τὶς λίμνες, τοὺς ποταμούς, τὰ δέντρα, τὰ ζῷα, τὰ πάντα. Εἶνε ὁ ἐξουσιαστὴς ὅλων.
Κ᾽ ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου, μολονότι εἴμεθα πά­νω στὴν ξηρά, ἐν τούτοις ποντοποροῦμε, εἴ­μεθα μέσα σ᾽ ἕνα πλοῖο. Ποιό εἶνε τὸ πλοῖο; Ἡ ἀνθρώπινη ζωή. Ἀπ᾽ τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ γεννηθῇ ὁ ἄνθρωπος μέχρις ὅτου τελειώσῃ τὴ ζωή του, εἶνε μέσα στὸ πλοῖο αὐτό, ποὺ κινδυνεύει ἀπὸ τὰ κύματα, τὰ ἄγρια κύματα.
Ποιά εἶνε τὰ κύματα αὐτά; Ἕνα κῦμα εἶνε ἡ ἀσθένεια· ἐνῷ εἶσαι ὑγι­ής, αἴφνης ἀρρωσταίνεις, πέφτεις στὸ κρεβάτι, κινδυνεύεις νὰ πεθάνῃς· κῦμα πελώριο αὐτό. Θέλεις ἄλ­λο; Νά, ἡ χηρεία· ἐνῷ εἶσαι παντρεμένος, χάνεις τὴ γυναῖκα σου καὶ μένεις μόνος. Τί πλῆ­γμα εἶνε καὶ γιὰ τὴ γυναῖκα νὰ χάσῃ τὸν ἄν­τρα της καὶ νὰ μείνῃ χήρα μὲ μικρὰ παιδιά! Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ παιδιὰ μεγάλο κῦμα ἡ ὀρφάνια. Κῦμα ἀκόμη ἡ ἀνεργία· νὰ εἶνε κανεὶς χω­ρὶς ἀπασχόλησι, νὰ ζητάῃ ἐργασία καὶ νὰ μὴ μπορῇ νὰ βρῇ. Κῦμα εἶνε ἡ φτώχεια· νὰ μὴν ἔ­χῃ ὁ ἄνθρωπος τὰ ἀπαραίτητα νὰ καλύψῃ τὶς ἀνάγκες του. Κύματα ὅμως δὲν εἶνε καὶ ἡ ἀδικία ἢ ἡ συκοφαντία ἢ τὸ διαζύγιο;… Γεμάτη κύματα ἡ ζωὴ αὐτή. Καὶ τέλος τὸ ἀγριώτερο κῦμα· ὁ θάνατος, τὸ ναυάγιο τῆς ζωῆς, ποὺ ἔρχεται νὰ βυθίσῃ τὸ σῶμα μας στὸν τάφο. Ἀλλὰ μιλώντας τὴ γλῶσσα τοῦ Εὐ­αγγελίου πρέπει νὰ ποῦμε, ὅτι τὸ φοβερώ­τερο ἀπ᾽ ὅλα τὰ κύματα εἶνε – ποιό; ἡ ἁμαρτία! Ὅποιος ­μέ­νει ἀμετανόητος στὴν ἁμαρτία, εἴτε ὀργὴ καὶ θυ­μὸς λέγεται αὐτὴ εἴτε ἀσέλγεια καὶ πορνεία ἢ μοιχεία εἴτε κλοπὴ εἴτε φόνος εἴτε ἄλ­λο ἔγκλημα, αὐτὸς καταποντίζεται ὄχι στὸν τάφο ἀλλὰ στὸν ᾅδη ψυχικῶς καὶ σωματικῶς.
Τί πρέπει τώρα νὰ κάνουμε, ν᾽ ἀπελπιστοῦ­με; Ὄχι, ἀγαπητοί μου. Νὰ λάβουμε κ᾽ ἐμεῖς θάρρος καὶ νὰ ἔχουμε ἀκράδαντη πίστι στὸ Θεό. Ὁ Θεὸς ἔρχεται καὶ βοηθάει τὸν ἄνθρωπο, δὲν τὸν ἀφήνει. Καὶ ὁ πιστὸς ἄνθρωπος βλέπει παντοῦ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ. Τὸ βλέπει διαρκῶς στὴ ζωή του· κι ὅταν εἶνε μικρός, κι ὅταν μεγα­λώνει, κι ὅταν φτάνει στὰ γεράματά του, πάν­τοτε βλέπει τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὄχι μόνο τὰ ἄτομα, ἀλλὰ καὶ σύνολα, οἰκογένειες καὶ ἔθνη καὶ κοινωνίες, βλέπουν τὴν προστασία του.
Ἡ μικρή μας πατρίδα πολλὲς φορὲς στὴν ἱ­στορία της εἶδε τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ. Τὸ 1922 στὴ Μικρὰ Ἀσία λ.χ. ἔγινε μεγάλη συμφορά. Ἦρ­θαν οἱ Τοῦρκοι, ἔσφαξαν, σκότωσαν, ἔκαψαν, ἀνέτρεψαν τὰ πάντα, βάφτηκε μὲ αἷμα τὸ κῦ­μα τοῦ Αἰγαίου, ἡ θάλασσα κοκκίνισε ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν θυμάτων. Ὅλοι ἦταν ἀπελπισμένοι. Ἕνας δὲν ἀπελπίστηκε· ὁ ἐπίσκοπος τῆς Σμύρ­νης, ὁ τελευταῖος ἱεράρχης τῆς πόλεως, ὁ ἐ­θνομάρτυς Χρυσόστομος. Λειτούργησε γιὰ τε­­λευταία φορὰ στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς καὶ εἶπε μὲ δάκρυα στὰ μάτια· «Ὁ Θεὸς δοκιμά­ζει τὴν πίστι μας. Θαρσεῖτε, Ἕλληνες, θὰ ξη­μερώσουν καλύτερες ἡμέρες…». Καὶ ἦρθαν πρά­γμα­τι καλύτερες ἡμέρες. Τὰ 2 περίπου ἑ­κατομμύρια τῶν προσφύγων, ποὺ ἔφυγαν τότε ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία, ἦρθαν στὴν Ἑλλάδα, δούλεψαν φιλότιμα καὶ ἔκαναν τὴ γῆ νὰ τινά­ξῃ ῥόδα. Μὲ τὸ δικό τους ἱδρῶτα ἡ χώρα μας σὲ λίγο ἔγινε αὐ­τάρκης· τόσο αὐ­τάρκης, ὥστε ἄρ­χισε νὰ κά­νῃ καὶ ἐξ­αγωγὲς ἐκλεκτῶν προϊόν­των της σὲ ἄλλες χῶρες τοῦ ἐξωτερικοῦ. Καὶ μόνο ὑ­λι­κῶς; Καὶ ἐ­θνολογικῶς ἀ­κόμη πολὺ εὐ­εργετήθηκε ἡ χώρα μας. Βγῆκε καὶ ἐδῶ «ἐκ τοῦ πικροῦ γλυκύ», ἀπὸ τὴν ἐθνικὴ συμφο­ρὰ σημαντικὴ ἐ­θνι­κὴ ὠ­φέ­λεια. Βρέθηκαν δηλαδὴ ἔξω ἀπὸ τὰ ἐδάφη της καὶ Τοῦρκοι καὶ Βούλγαροι καὶ Σέρβοι καὶ ἄλλοι, καὶ ἡ Ἑλλὰς ἀπέκτησε θαυμαστὴ ὁμοιογέ­νεια, ἔγινε ἕνα ἀπὸ τὰ πλέον ὁμοιογενῆ κράτη. Νά τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ.
Τὰ τίμια καὶ ἀκριβὰ τὸ ξέρουμε κινδυνεύουν.
⃝ Καὶ σήμερα ἡ πατρίδα μας δοκιμάζεται. Ὅ­πως στὰ χρόνια τῶν προγόνων μας, ἔτσι καὶ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας δοκιμάζεται μέσα στὴ φουρτουνιασμένη θάλασσα τῶν δι­πλωματι­κῶν ἀπειλῶν καὶ παγίδων. Μόνο ἡ πίστι, ἡ ἀ­κράδαντη πίστι, μπορεῖ νὰ κάνῃ τὸ θαῦμα. Ἀρκεῖ ἡ Ἑλλὰς νὰ ἐπαναλάβῃ στὸν Κύριο τὴ φωνὴ τοῦ Πέτρου «Κύριε, σῶσόν με» (ἔ.ἀ. 14,30).
⃝ Καὶ σήμερα ἡ οἰκογένεια ὡς θεσμὸς πλήττεται ἀπὸ τὰ κύματα μοντέρνων ἀντιλήψεων, συνηθειῶν καὶ νομοθετημάτων. Ἡ παιδικὴ ἐγ­κληματικότης βρίσκεται σὲ ἔξαρσι. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ποὺ ἑορτάζει τὸν Αὔγουστο, ἔλεγε· Ὅταν δῆτε νὰ ἀδειάσουν οἱ ἐκ­κλη­­σιές, θὰ γεμίσουν οἱ φυλακές. Καὶ γέμισαν ἤδη ἀπὸ ἐγκληματίες καὶ τρομοκράτες. Αὐτὰ παθαίνει ὅποιος φεύγει ἀπ᾽ τὸ Θεό. Οἱ σύζυγοι, ποὺ βλέπουν τὸ σκάφος τους νὰ κά­νῃ νερά, ἂς γονατίσουν καὶ ἂς φωνάξουν· «Κύ­ριε, σῶ­σε τὸ σπίτι μας, ἅπλωσε τὸ χέρι σου καὶ κράτησέ μας, νὰ μὴ καταποντισθοῦμε!».
⃝ Καὶ ἡ πίστι τοῦ καθενός μας δοκιμά­ζεται σήμερα. Ἔχει ν᾽ ἀντιπαλαίσῃ μὲ ἀνέμους πλά­νης, μὲ ῥεύματα ὀρ­θολογισμοῦ, μὲ καταιγίδες αἱ­­ρέσεων, μὲ κύματα εἰρωνείας, χλεύης, ὀλιγο­πι­στίας. «Κύριε, σῶσε μας», ἂς πῇ ὁ καθένας μας, καὶ «πρόσθεσέ μας πίστι» (ἔ.ἀ. 14,30· Λουκ. 17,5).

* * *

Αὐτὰ τὰ λίγα εἶχα νὰ πῶ, ἀγαπητοί μου.
Ὅλοι στὴ ζωὴ αὐτὴ δοκιμάζουμε θλίψεις. Οἱ θλίψεις εἶ­νε τὰ κύματα, ποὺ χτυποῦν τὸ πλοῖο τῆς ζωῆς μας καθημερινῶς. Ταξιδεύου­με σὲ τρικυμισμένη θάλασσα. Ἀλλὰ μὴ ἀπελπισθοῦμε· στὸ τέλος μᾶς περιμένει τὸ λιμάνι.
Σ᾽ ἕνα χωριὸ τῆς περιφερείας μας συνέβη θάνατος. Πέθανε ὄχι κάποιος γέρος ἀλλὰ μία νέα κοπέλλα εἴκοσι ἐτῶν, στὸ ἄν­θος τῆς ἡλικίας της. Ἦρθε ὁ θάνατος καὶ πῆρε τὴν εὐλογη­μένη αὐ­τὴ κόρη, γιὰ τὴν ὁποία οἱ γονεῖς της ἔπλεκαν χρυσᾶ ὄνειρα· τὴν πῆρε, καὶ θλίβεται τώρα ὅλο τὸ χωριό. Θὰ πᾶμε νὰ ψάλουμε ἐκεῖ τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία, τὴν κηδεία, καὶ νὰ παρηγορήσουμε τοὺς πενθοῦντας. Παρηγορία μας εἶνε ἡ πίστι στὴν κοινὴ ἀνάστασι.
Ὅσοι θέλουμε νὰ σωθοῦμε, ἐδῶ σ᾽ αὐτὴ τὴ γῆ θὰ περάσουμε θλίψεις, πολλὲς θλίψεις. Δὲν τὸ λέω ἐγώ, τὸ λέει ὁ θεόπνευστος λόγος· «Διὰ πολ­λῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. 14,22)· γιὰ ν᾽ ἀξιωθοῦμε δηλαδὴ τῆς οὐρανίου βασιλείας, πρέπει νὰ περάσουμε ἀπὸ θύελλα θλίψεων. Ἀλλ᾽ ἂς μὴ ἀ­πελπιζώμεθα. Ὅποιος ἀγαπᾷ τὸ Θεὸ καὶ μένει πιστὸς σ᾽ αὐτόν, στὸ τέλος καὶ ἀπὸ τὶς θλίψεις θὰ βγῇ ὠφελημένος.
Γι᾽ αὐτὸ ἂς ὑπομένουμε τὶς θλίψεις μὲ ἐλ­πί­δα στὸ Θεὸ καὶ θάρρος στὴ νίκη. Ἕνας πιστὸς ποιητὴς ἔγραψε·
«Κι ἂν δὲν μοῦ μείνῃ ἐντὸς τοῦ κόσμου
ποῦ ν᾽ ἀκουμπήσω, νὰ σταθῶ,
ἐκεῖ ψηλὰ εἶν᾽ ὁ Θεός μου·
πῶς ἠμπορῶ ν᾽ ἀπελπισθῶ;».
Κι ἂν ὑποτεθῇ ὅτι μὲ ἐγκατέλειψαν ὅλοι, καὶ συγγενεῖς καὶ φίλοι καὶ γνωστοί, καὶ βρίσκομαι σὲ δύσκολη θέσι καὶ δὲν ἔχω ποῦ νὰ στηριχθῶ καὶ ποῦ νὰ σταθῶ, ἐκεῖ ψηλὰ εἶνε ὁ Θεός μου, πῶς μπορῶ νὰ ἀπελπιστῶ;
Στὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστὸ λοιπόν, ποὺ ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς τοὺς αἰῶνας, νὰ ἔ­χουμε τὴν ἐλ­πίδα μας, τὴν πίστι μας, καὶ ὁ Θεὸς δὲ θὰ μᾶς ἐγκαταλείψῃ ποτέ· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἱ. ναὸς Ἁγ. Γεωργίου Τριποτάμου – Φλωρίνης 16-8-1992)

_______________________

ΣTA ΡOYMANIKA

_________________________

PREDICA MITROPOLITULUI AUGUSTIN DE FLORINA
LA DUMINICA A  IX-A DUPĂ RUSALII
(MATEI 14, 22-34)

VIAŢA NOASTRĂ – O MARE FURTUNOASĂ


Iubiţii mei, aţi auzit sfânta şi sfinţita Evanghelie. Evanghelia de astăzi demonstrează că Hristos nu este doar om ca noi, ci este şi Dumnezeu. Este Dumnezeul-Om. Acest lucru îl predică minunea pe care aţi auzit-o. O minune mare, de trei ori mare, care a avut loc în continuarea celeilalte minuni, despre care a vorbit Evanghelia  din duminica trecută. Acolo se spunea că Hristos cu cinci pâini şi doi peşti a săturat cinci mii de oameni în pustie. După aceasta, Domnul S-a suit în munte, ca să se roage singur, în noapte. Ucenicii au urcat la porunca Lui într-o barcă mică din lacul Ghenizaret sau marea Galileii, ca să iasă pe malul celălalt. Călătoreau singuri, fără Domnul. La început era linişte. Dar, deodată, şi în timp ce mijea de ziuă, s-a ridicat un val puternic. Barca se zdruncina şi era în pericol să se scufunde. Atunci s-a arătat acolo Hristos păşind pe deasupra apelor. Înfricoşătoare privelişte. Ucenicii, doar ce L-au văzut, s-au tulburat şi au spus că este o nălucă. Însă nu era o nălucă. Era El însuşi.
Petru şi-a făcut curaj şi a spus:
– Tu eşti Doamne? Dacă eşti Tu, spune-mi să vin la Tine, păşind şi eu pe deasupra apelor. Domnul i-a făcut acest dar.
-Vino, i-a spus. Şi Petru a început să păşească pe deasupra valurilor. Văzând însă vântul puternic, s-a înfricoşat şi a început să se scufunde.
– Doamne, mântuieşte-mă!, strigă cu agonie.
Hristos îşi întinde imediat mâna şi îl prinde.
– “Puţin credinciosule” – îi zice – “de ce te-ai îndoit?” (Matei 14, 31).
Şi imediat ce au intrat în barcă s-a făcut linişte. L-au slăvit pe Dumnezeu şi I-au spus lui Hristos: “Cu adevărat, Tu eşti Fiul lui Dumnezeu!” (Matei 14, 33).

***

Aceasta este pe scurt Evanghelia de astăzi. Minunea aceasta arată că Hristos stăpâneşte peste toate: soare, lună, stele, pământ, vânturi, mare, lacuri, râuri, copaci, animale, toate. Este Stăpânul a toate.
Şi noi, iubiţii mei, cu toate că ne aflăm pe uscat,  totuşi călătorim pe mare, suntem într-o barcă. Care este această barcă? Viaţa omenească. Din ziua în care se naşte omul până la sfârşitul vieţii, el este în această barcă, care e în pericol din parte valurilor, a valurilor sălbatice.
Care sunt aceste valuri? Un val este boala. În timp ce eşti sănătos, deodată te îmbolnăveşti, cazi la pat, eşti în pericol să mori; acesta este un val imens. Vrei altul? Iată, văduvia; în timp ce eşti căsătorit, îţi pierzi femeia şi rămâi singur. Ce lovitură este şi pentru femeie să-şi  piardă bărbatul şi să rămână văduvă cu copii mici! Dar şi pentru copii este un mare val să fii orfan. Un val este şi şomajul; să fie cineva fără loc de muncă, să caute de muncă şi să nu poată găsi. Un val este şi sărăcia: să nu aibă omul cele indispensabile să-şi acopere nevoile. Dar valuri nu sunt oare şi nedreptatea, calomnia sau divorţul?… Plină de valuri este viaţa aceasta. Şi în sfârşit cel mai sălbatic val: moartea, pierderea vieţii,  val care vine să afunde trupul nostru în mormânt. Dar vorbind limba Evangheliei, trebuie să spunem că cel mai groaznic din toate valurile este –  care? – Păcatul! Cel care persistă nepocăit, în păcat, fie că acesta se numeşte furie sau mânie, ori desfrânare, adultery sau prostituţie, ori furt sau crimă, ori alt păcat, acesta se scufundă nu în mormânt, ci în iad – sufleteşte şi trupeşte.
Ce trebuie să facem acum? Să deznădăjduim? Nu, iubiţii mei. Să prindem şi noi curaj, să avem o credinţă nezdruncinată în Dumnezeu. Bunul Dumnezeu vine şi îl ajută pe om, nu îl lasă. Şi omul credincios vede pretutindeni mâna lui Dumnezeu. O vede continuu în viaţa lui; şi atunci când este mic, şi când creşte şi când se face bătrân, întotdeauna el vede mâna lui Dumnezeu. Şi nu doar persoane, ci şi grupuri, familii şi popoare şi societăţi, văd ocrotirea Lui.
Mica noastră patrie a văzut de multe ori în istorie mâna lui Dumnezeu. În 1922, în Asia Mică, de pildă, a fost o mare nenorocire. Au venit turcii, au masacrat, au ucis, au ars, au devastate totul. S-a vopsit cu sânge valul Mării Egee. Marea s-a înroşit de sângele victimelor. Toţi erau disperaţi. Unul singur nu a disperat: episcopul Smirnei, ultimul ierarh al cetăţii, etno-martirul Hrisostomos. A liturghisit pentru ultima dată în biserica Sfintei Fotini şi a spus cu lacrimi în ochi: “Dumnezeu ne încearcă credinţa. Îndrăzniţi, eleni, vor răsări şi zile mai bune!…”. Şi, într-adevăr, au venit  zile mai bune. Cei aproximativ două milioane de refugiaţi, care au plecat atunci din Asia Mică, au venit în Elada, au lucrat cinstit şi au făcut pământul să înflorească ca nişte rodii. Prin sudoarea lor, ţara noastră a devenit în puţin timp atât de îndestulată, încât a început să facă şi export din produsele ei valoroase în alte ţări din afară. Şi doar din punct de vedere material? Chiar şi etnic de mult bine a beneficiat ţara noastră. A ieşit şi de aici “din amar dulce”, din nenorocirea naţională un important beneficiu naţional. S-a constatat că sunt în afara teritoriilor ei şi turcii şi bulgarii şi sârbii şi alţii, iar Elada a câştigat o admirabilă  uniformitate. A devenit una din cele mai omogene ţări. Iată mâna lui Dumnezeu!
Cele cinstite şi scumpe ştim că sunt în pericol.
Şi astăzi, patria noastră este încercată. Precum în vremurile strămoşilor noştri, aşa şi în zilele noastre, este încercată în marea furtunoasă a ameninţărilor şi a capcanelor diplomatice. Doar credinţa, nezdruncinata credinţă, poate să facă minunea. E sufficient ca Elada să repete Domnului strigătul lui Petru: “Doamne, mântuieşte-mă!” (Matei 14, 30).
Şi astăzi, familia, ca instituţie, este afectată de valurile concepţiilor, obiceiurilor şi legilor moderne. Criminalitatea pruncilor este în creştere. Sfântul Cosma Etolianul, care este sărbătorit în august, zicea: Când veţi vedea că se golesc bisericile, se vor umple închisorile. Şi s-au umplut deja de criminali şi de terorişti. Aceste lucruri păţeşte cel care fuge de Dumnezeu. Soţii, care îşi văd barcă luând apă, să îngenuncheze şi să strige: “Doamne, mântuieşte-ne casa! Întindeţi mâna şi păzeşte-ne, să nu ne scufundăm!”
Şi credinţa fiecăruia dintre noi este încercată astăzi. Are de înfruntat vânturile rătăcirii, curentele raţionalismului, furtunile ereziilor, valurile ironiei, batjocurii, puţinei credinţe. “Doamne, mântuieşte-ne!”, să spună fiecare din noi şi “Înmulţeşte-ne nouă credinţa!” (Matei 14, 30; Luca 17,5).

***

Iubiţii mei, aceste puţine lucruri am vrut să vi le spun.
Toţi în acestă viaţă suntem încercaţi. Încercăm necazuri. Necazurile sunt valurile, care lovesc barca vieţii noastre zi de zi. Călătorim pe o mare în furtună. Dar să nu deznădăjduim! La capăt ne aşteaptă limanul.
Într-un sat din regiunea noastră a avut loc un deces. A murit nu vreun bătrân, ci o copilă tânără de douăzeci de ani. În floarea vârstei. A venit moartea şi a luat-o pe această fată binecuvântată, pentru care părinţii ei îşi făceau vise de aur. A luat-o şi se tânguieşte acum întreg satul. Ne vom duce acum să cântăm acolo slujba de ieşire, înmormântarea, şi să-i mângâiem pe cei îndoliaţi, pe cei ce plâng. Mângâierea noastră este credinţa în învierea de obşte.
Câţi vrem să ne mântuim, aici pe acest pământ vom trece prin necazuri, multe necazuri. Nu o spun eu. O spune de Dumnezeu insuflatul cuvânt: “Prin multe necazuri trebuie să intrăm noi în Împărăţia lui Dumnezeu” (Fapte 14, 22); ca să ne învrednicim adică împărăţiei celei cereşti, se cuvine să trecem prin furtuna necazurilor. Dar să nu deznădăjduim! Cine Îl iubeşte pe Dumnezeu şi rămâne credincios Lui, la sfârşit, şi din necazuri va ieşi folosit.
De aceea, să răbdăm necazurile cu nădejdea în Dumnezeu şi cu curaj în victorie. Un poet credincios a scris:
“Şi chiar dacă nu-mi rămâne-n lume
Un loc unde să mă sprijin sau să stau,
Acolo sus e Dumnezeul meu;
Cum aş putea să deznădăjduiesc?”.

Şi să presupunem că m-au părăsit toţi, şi rude şi prieteni şi cunoscuţi, şi că mă aflu într-o situaţie dificilă şi nu am unde şi nu am pe ce să mă sprijin şi unde să stau, acolo sus este Dumnezeul meu, cum pot să deznădăjduiesc?
Aşadar, în Domnul nostru Iisus Hristos, Care trăieşte şi împărăţeşte în veci, să avem nădejdea noastră, credinţa noastră, şi Dumnezeu nu ne va părăsi niciodată. Amin.

†Episcopul Augustin
(Sfânta Biserică a Sfântului Gheorghe Tripotamou – Florina 16.08.1992)

(traducere: ML, sursa: http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=14064)